Κυριακή, Απριλίου 29, 2012

Ο Γέροντας Πορφύριος για τις εκλογές...


 
Ρώ­τη­σε κά­ποι­ος τον Γέ­ρον­τα Πορφύριο, τι πρέ­πει να ψη­φί­σει στις βου­λευ­τι­κές ε­κλο­γές.

E­κεί­νος του α­πάν­τη­σε πα­ρα­βο­λι­κά:

«Η Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α εί­ναι σαν την κλώσ­σα:
Κά­τω α­πό τα φτε­ρά της σκε­πά­ζει και ά­σπρα που­λά­κια και μαύ­ρα που­λά­κια».

Η Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α δεν πο­λι­τι­κο­ποι­εί­ται και πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο δεν κομ­μα­τι­κο­ποι­εί­ται. Σκε­πά­ζει με την α­γά­πη ό­λους, χω­ρίς να ταυ­τί­ζε­ται με φα­τρί­ες.

Κά­πο­τε ο Γέ­ρον­τας με ρώ­τη­σε πώς πά­νε τα πο­λι­τι­κά πράγ­μα­τα. Του α­πάν­τη­σα ό­τι γε­νι­κά δεν πά­νε κα­λά. Κι ο Γέ­ρον­τας εί­πε: «Τι να σου κά­νουν οι πο­λι­τι­κοί; Εί­ναι μπερ­δε­μέ­νοι με τα ψυ­χι­κά πά­θη τους. Ό­ταν έ­νας άν­θρω­πος δεν μπο­ρεί να βο­η­θή­σει τον ε­αυ­τό του, πώς θα μπο­ρέ­σει να βο­η­θή­σει τους άλ­λους;

Φταί­με κι ε­μείς για την κα­τά­στα­ση αυ­τή. Αν ή­μα­σταν α­λη­θι­νοί χρι­στια­νοί, θα μπο­ρού­σα­με να στεί­λου­με στη Βου­λή, ό­χι βέ­βαι­α χρι­στι­α­νι­κό κόμ­μα, αλ­λά χρι­στια­νούς πο­λι­τι­κούς, και τα πράγ­μα­τα θα ή­ταν δι­α­φο­ρε­τι­κά».

Οι Μυροφόρες




Την αυγή της Κυριακής «Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσι τον Ιησούν». Οι ημέρες μας θα ήταν ευλογημένες, αν καθημερινά, «λίαν πρωί» και ιδιαίτερα «τη μια των Σαββάτων», δηλαδή την Κυριακή, η σκέψη μας στρεφόταν προς τον θριαμβευτή του θανάτου.
Ο ήλιος είχε μόλις ανατείλει, όταν οι γυναίκες έφθασαν στον τάφο. Αλλά ο αληθινός ήλιος που πρέπει να φωτίζει την κάθε ημέρα μας, ήδη από την αρχή της, είναι ο Ιησούς· τότε ολόκληρη η ημέρα που αρχίζει μαζί Του γίνεται πολύ διαφορετική.
Οι γυναίκες δεν ξέρουν πώς θα φτάσουν στο Σώμα του Ιησού. Ο λίθος, το βεβαιώνει και το Ευαγγέλιο, ήταν «μέγας σφόδρα». Πολλοί ανάμεσά μας πιθανόν να έχουν την ίδια ακριβώς απορία με τις γυναίκες. Και είναι αλήθεια ότι για πολλές ψυχές ο Ιησούς μοιάζει θαμμένος, όπως τότε, σ’ έναν τάφο. Μοιάζει ακινητοποιημένος, ίσως νεκρός. Καλύπτεται από ασήκωτη πέτρα· την πέτρα της αμαρτίας, της άγνοιας, της αδιαφορίας, της κακής συνήθειας, που συσσωρεύτηκε με τα χρόνια. Ίσως να θέλαμε να σπρώξουμε αυτή την πέτρα και να εγγίσουμε τον ζώντα Ιησού. Αλλά «τίς αποκυλίσει ημίν τον λίθον;».
Το εγχείρημα των γυναικών, ανθρωπίνως, δεν μοιάζει εφικτό. Ωστόσο προχωρούν. Χωρίς να ξέρουν πώς θα μπουν στον τάφο, βαδίζουν προς τα εκεί. Παρομοίως κι εμείς. Χωρίς να ξέρουμε πώς θα παραμεριστεί το εμπόδιο που ίσως μας φράζει την πρόσβαση προς τον Σωτήρα, ας έχουμε εμπιστοσύνη.
Ας κάνουμε μια πρώτη κίνηση, ας σηκωθούμε, ας πάρουμε το δρόμο προς τον Ιησού από τον οποίο μας χωρίζει «λίθος μέγας». Θα μας οδηγούν η πίστη και η ελπίδα.
Οι γυναίκες δεν πηγαίνουν στον τάφο με αδειανά τα χέρια. «Ηγόρασαν αρώματα, ίνα ελθούσαι, αλείψωσι το Σώμα του Ιησού». Μπορούμε κι εμείς κάτι να κρατάμε παγαίνοντας στον τάφο. Ακόμη κι αν μας έχουν κηλιδώσει οι μεγαλύτερες αμαρτίες, ας φέρουμε στον τάφο Του την ένδειξη μιας καλής θέλησης, τη λιγοστή μας αγάπη, μια πράξη συμπάθειας προς τους άλλους, την αδύναμη προσευχή μας. Ασφαλώς, δεν περιμένουμε τα φτωχικά μας δώρα να συντελέσουν στο να αποκυλιστεί ο λίθος, γιατί η πρόσβασή μας προς τον αναστάντα και προς τη δύναμη της Αναστάσεώς Του παραμένει το μεγαλειώδες δώρο του θείου ελέους. Το γεγονός όμως ότι θα ανηφορίσουμε προς τον τάφο Του με τα χέρια όχι εντελώς άδεια σημαίνει ότι και η καρδιά μας δεν είναι εντελώς άδεια. Πού είναι τα αρώματα με τα οποία θέλουμε να « αλείψουμε» τον Ιησού;
Και να το θαύμα: «Και αναβλέψασαι θεωρούσι ότι αποκεκύλισται ο λίθος». Οι γυναίκες μόνες τους δεν θα μπορούσαν να μετακινήσουν το εμπόδιο. Ο Θεός όμως προέβλεψε. Ο ευαγγελιστής Μάρκος δεν μας διευκρινίζει πώς απομακρύνθηκε η πέτρα. Ο Ματθαίος είναι πιο σαφής: « Και ιδού σεισμός εγένετο μέγας· άγγελος γαρ Κυρίου καταβάς εξ ουρανού προσελθών απεκύλισε τον λίθον από της θύρας και εκάθητο επάνω αυτού…». Ο στίχος αυτός είναι πλούσιος σε περιεχόμενο. Όταν ο άγγελος Κυρίου έρχεται να απομακρύνει την πέτρα, δεν την σπρώχνει απαλά. Δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει εύκολα, χωρίς προσπάθεια και βία. Χρειάστηκε να σειστεί η γη. Μα και το εμπόδιο που μας χωρίζει από τον Ιησού δεν πρέπει να το θεωρούμε ως μια απλή διευθέτηση. Δεν θα χρειαστεί απλώς να μετακινήσουμε μερικά πετραδάκια, να τροποποιήσουμε κάποιες λεπτομέρειες, αφήνοντας το σύνολο κατά το δυνατόν άθικτο. Και εδώ θα πρέπει να γίνει σεισμός. Η μεταστροφή είναι ένας «πνευματικός σεισμός».
Ο λευκοντυμένος άγγελος, καθισμένος στην πέτρα του Μνημείου, λέει στις γυναίκες: «Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον; Ηγέρθη, ουκ εστίν ώδε· ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν». Ο αναστημένος Ιησούς όχι μόνον δεν είναι πια στον τάφο, αλλά και κάθε απόπειρα να περιοριστεί, να εντοπιστεί, να περιοριστεί η παρουσία Του είναι από δω και πέρα μάταιη. Ο Κύριος είναι τώρα προσιτός κάθε στιγμή, υπό όλες τις συνθήκες. Υπερβαίνει και καταλύει το πλαίσιο, στο οποίο οι χριστιανοί προσπαθούν μερικές φορές να τον περικλείσουν, «όπου έθηκαν αυτόν». Θα μας πουν «είναι εδώ» ή «είναι εκεί»· και ίσως να είναι και «εδώ» και «εκεί», αλλά είναι και αλλού, και μπορούμε παντού να ανακαλύψουμε την παρουσία Του. «Τί ζητείτε τον ζώντα μετά των νεκρών;», όπως αναφέρει μια άλλη ευαγγελική διήγηση.
Ο άγγελος λέει ακόμη στις γυναίκες: «Αλλ’ υπάγετε, είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω ότι προάγει υμάς εις την Γαλιλαίαν, εκεί αυτόν όψεσθε, καθώς είπεν υμίν». Τί σημαίνει αυτή η συνάντηση στη Γαλιλαία, που τόσο συχνά αναφέρεται στα Ευαγγέλια; Θέλει απλώς να προστατεύσει τους μαθητές από την περιέργεια και την εχθρότητα των Ιουδαίων; Θέλει, μετά τις αγωνιώδεις και δύσκολες ημέρες, να τους εξασφαλίσει ένα διάλειμμα ηρεμίας, σε μια ατμόσφαιρα πολύ διαφορετική από αυτή της Ιερουσαλήμ; Ίσως να είναι έτσι. Ίσως όμως να μην ήταν λάθος, αν δίναμε στα λόγια του Ιησού μια πιο βαθιά ερμηνεία. Η Γαλιλαία ήταν ο τόπος όπου οι περισσότεροι από τους μαθητές συναντήθηκαν για πρώτη φορά με τον Διδάσκαλο. Εκεί Τον πρωτάκουσαν, εκεί Τον ακολούθησαν, εκεί Του έδωσαν την καρδιά τους. Τώρα που η πίστη τους υποβλήθηκε σε μια τόσο σκληρή δοκιμασία -και αποδείχθηκε ελλιπής- θα ήταν καλό να ξαναβρεθούν στο περιβάλλον της Γαλιλαίας, να ξαναβρούν εκεί τον Ιησού, ανακαλύπτοντας μαζί και τη φρεσκάδα και τη χαρά της πρώτης συνάντησης, και να ανανεώσουν εκεί την πίστη και την υπακοή τους.
Αυτό ισχύει και για μας. Υπάρχει μια Γαλιλαία στη ζωή των περισσοτέρων. Μια Γαλιλαία, δηλαδή, μια στιγμή, ίσως πια πολύ μακρινή, κατά την οποία συναντήσαμε τον Ιησού προσωπικά, και όπου, για πρώτη φορά, Τον ακούσαμε και αποφασίσαμε να Τον ακολουθήσουμε. Η βαθιά αμαρτωλότητα, η λησμονιά, η αμέλεια μπορεί στη συνέχεια να μας χώρισαν από τον Κύριο. Σε ώρα κρίσιμη και αποφασιστική, ίσως, όπως οι Απόστολοι, να εγκαταλείψαμε τον Διδάσκαλο. Και σ’ εμάς λοιπόν ο Αναστάς ορίζει συνάντηση στη Γαλιλαία. Μας ζητά να ξαναζωντανέψουμε μέσα μας την ανάμνηση του ζήλου και της πρώτης συνάντησης. Ας μην πούμε «είναι πολύ δύσκολο», γιατί Εκείνος θα μας ετοιμάσει το δρόμο: «Προάγει υμάς εις Γαλιλαίαν…». Αόρατος αλλά παρών, προπορεύεται προς εκείνη τη Γαλιλαία της ψυχής· αν Τον ακολουθήσουμε, κάθε βήμα θα γίνεται ευκολότερο, και θα έρθει μια στιγμή που, αν όχι με τα σωματικά μας μάτια, σίγουρα όμως με τα μάτια της πίστης και της αγάπης θα μας δοθεί η ακλόνητη βεβαιότητα της παρουσίας Του· «εκεί Αυτόν όψεσθε».

Πηγή: Lev Gillet, Πασχαλινή κατάνυξη

http://www.pemptousia.gr/2012/04/%CE%BF%CE%B9-%CE%BC%CF%85%CF%81%CE%BF%CF%86%CF%8C%CF%81%CE%B5%CF%82/

Κυριακή των Μυροφόρων





Κατά ἕνα παλαιό λειτουργικό ἔθιμο τῆς Ἐκκλησίας μας, τήν ἑπομένη τῶν μεγάλων ἑορτῶν τελεῖται ἡ «Σύναξις», πανηγυρική δηλαδή συνάθροισις τῶν πιστῶν, πρός τιμήν τῶν ἱερῶν προσώπων, πού διεδραμάτισαν ἕνα σπουδαῖο ρόλο στό ἑορτασθέν γεγονός. Ἔτσι τήν ἑπομένη τῶν Χριστουγέννων ἑορτάζομε τήν Σύναξι τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τήν μετά τά Χριστούγεννα Κυριακή τήν μνήμη Δαυίδ τοῦ βασιλέως, Ἰωσήφ τοῦ μνήστορος καί Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου. Τήν ἑπομένη τῶν Θεοφανείων τήν Σύναξι τοῦ Προδρόμου. Τήν ἑπομένη τῆς Ὑπαπαντῆς τήν Σύναξι τοῦ δικαίου Συμεών τοῦ θεοδόχου καί τῆς προφήτιδος Ἄννης. Τήν ἑπομένη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τήν Σύναξι τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ κλπ. Στό ἴδιο προφανῶς αἴτιο ὀφείλεται καί ὁ ἑορτασμός τήν δευτέρα Κυριακή μετά τοῦ Πάσχα δύο ὁμάδων προσώπων πού ὑπηρέτησαν στό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, ἀφ᾽ ἑνός δηλαδή τοῦ Ἰωσήφ τοῦ ἀπό Ἀριμαθαίας καί τοῦ Νικοδήμου, πού ἔθαψαν τό σῶμα τοῦ Κυρίου, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ τῶν Μυροφόρων γυναικῶν, πού ἦλθαν νά ἀλείψουν μέ μῦρα τό σῶμα καί πρῶτες ἄκουσαν τό εὐαγγέλιο τῆς Ἀναστάσεως καί πρῶτες εἶδαν τόν ἀναστάντα Κύριο. Σύμφωνα λοιπόν πρός τά ἀνωτέρω ἡ σύναξις πρός τιμήν τῶν ἱερῶν αὐτῶν προσώπων θά ἔπρεπε νά ἑορτάζεται τήν ἑπομένη τοῦ Πάσχα, τήν Δευτέρα δηλαδή τῆς Διακαινησίμου. Ἀλλ᾽ ὅλη ἐκείνη ἡ ἑβδομάς, ἀπό τήν Δευτέρα μέχρι τό Σάββατο, κατείχετο ἀπό τό θέμα τῆς Ἀναστάσεως. «Ἐλογίζετο» ὡς μία πασχάλιος ἡμέρα. Ἡ μετά τό Πάσχα πάλι Κυριακή λόγῳ τοῦ γεγονότος πού συνέβη κατ᾽ αὐτήν, τῆς ἐμφανίσεως δηλαδή τοῦ ἀναστάντος στόν Θωμᾶ καί στούς μαθητάς, ἦταν ἤδη κατειλημμένη ἀπό τόν ἑορτασμό τοῦ περιστατικοῦ αὐτοῦ. Ὁ ἑορτασμός του διήρκεσε ὅλη τήν ἐπακολουθοῦσα ἑβδομάδα καί ἡ πρώτη μετά τό Πάσχα ἐλευθέρα ἡμέρα γιά τήν τοποθέτησι τῆς «Συνάξεως» ἔμενε ἡ δευτέρα μετά τό Πάσχα Κυριακή.
Ἔτσι κατά τόν Ι’ αἰῶνα βρίσκομε στό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως νά ἀναγράφεται στήν Κυριακή αὐτή ἡ «μνήμη τῶν δικαίων Ἰωσήφ τοῦ ἀπό Ἀριμαθαίας καί Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς καί τῶν λοιπῶν μαθητριῶν τοῦ Κυρίου», γιά νά προστεθῇ ἀργότερα σ᾽ αὐτούς καί ἡ μνήμη τοῦ «νυκτερινοῦ μαθητοῦ» τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Νικοδήμου. Ἀπολυτίκιο τῆς ἡμέρας, ἐκτός ἀπό τό γνωστό «Ὁ εὐσχήμων Ἰωσήφ...», ἦταν καί τό παλαιό τροπάριο «Τῶν μαθητῶν σου ὁ χορός...», πού σήμερα, κάπως παρηλλαγμένο, ἀπαντᾷ σάν δεύτερο κάθισμα τοῦ ὄρθρου τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων μετά τήν γ’ ᾠδή τοῦ κανόνος καί στήν Παρακλητική σάν δεύτερο καί πάλι κάθισμα μετά τήν δευτέρα στιχολογία στόν ὄρθρο τῆς Κυριακῆς τοῦ β’ ἤχου. Ἀκριβῶς δέ τό τροπάριο αὐτό, πού ἔχει εἰδικά γραφῆ καθώς φαίνεται γιά τήν παροῦσα ἑορτή, μᾶς δίδει καί τό θέμα τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων καί τήν συνάρτησί του πρός τό θέμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου:
«Τῶν μαθητῶν σου ὁ χορός
σύν μυροφόροις γυναιξί
ἀγάλλονται συμφώνως,
κοινήν γάρ ἑορτήν αὐτοῖς ἑορτάζομεν
εἰς δόξαν καί τιμήν τῆς σῆς ἀναστάσεως
καί δι᾽ αὐτῶν δεόμεθα, φιλάνθρωπε Κύριε,
τῷ λαῷ σου παράσχου τό μέγα ἔλεος».
Ἡ κοινή ἑορτή τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου, τοῦ Ἰωσήφ καί τοῦ Νικοδήμου, καί τῶν Μυροφόρων γυναικῶν ἑορτάζεται πρός δόξαν καί τιμήν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι δηλαδή μία ἀνακίνησις, μία ἀνανέωσις τοῦ ἀναστασίμου πανηγυρισμοῦ μέ νέο κέντρο, τά πρόσωπα πού ἄμεσα συνεδέθησαν μέ αὐτόν.
Ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος κατεῖχαν ὑψηλά ἀξιώματα στήν Ἰουδαϊκή κοινωνία. Ἦσαν μέλη τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου, τῆς Βουλῆς. Ὁ πρῶτος, ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας, πόλεως τῶν Ἰουδαίων (Λουκ. 23, 51), «ἄνθρωπος πλούσιος» (Ματθ. 27, 57), «εὐσχήμων βουλευτής» (Μάρκ. 15, 43), «μαθητής κεκρυμμένος διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων» (Ἰω. 19, 38. Ματθ. 27, 57), πού «προσεδέχετο τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 23, 51. Μάρκ. 15, 43) καί δέν συγκατετίθετο μέ τά λοιπά μέλη τοῦ Συνεδρίου στήν κατά τοῦ Χριστοῦ βουλήν καί πρᾶξι των (Λουκ. 23, 51), κατά τίς πληροφορίες τῶν Εὐαγγελίων, ἀναλαμβάνει τόν τολμηρό ρόλο νά ζητήσῃ γιά ταφή τό σῶμα τοῦ ἐκτελεσθέντος ὡς ἐπαναστάτου κατά τῆς Ρωμαϊκῆς ἀρχῆς βασιλέως τῶν Ἰουδαίων. Προσέρχεται στόν Πιλάτο καί ζητεῖ τό σῶμα. Λαμβάνει τήν ἄδεια τῆς ταφῆς, τοῦ ἀποδίδει πρόχειρες νεκρικές τιμές καί τό θάπτει στό κενό μνημεῖο, πού εἶχε ἑτοιμάσει γιά τόν ἑαυτό του. Στό ἔργο του αὐτό βοηθεῖται καί ἀπό ἕναν ἄλλον ἄρχοντα τῶν Ἰουδαίων, τόν Νικόδημο, φαρισαῖο (Ἰω. 3, 1), μέλος καί αὐτόν τοῦ Συνεδρίου, πού παλαιότερα εἶχε ἔλθει μία νύκτα νά συναντήσῃ τόν Χριστό καί νά ἀκούσῃ τήν διδασκαλία Του (Ἰω. 3, 1 ἑξ.) καί εἶχε ἐπιχειρήσει νά τόν ὑπερασπίσῃ ἀργότερα στό Συνέδριο (Ἰω. 7, 50). Αὐτός φέρνει καί μία μεγάλη ποσότητα ἀρωμάτων «μίγμα σμύρνης καί ἀλόης ὡσεί λίτρας ἑκατόν» γιά νά ἐνταφιάσουν τόν Χριστό κατά τά Ἰουδαϊκά ἔθιμα (Ἰω. 19, 39-40).
Τά δύο λοιπόν αὐτά σοβαρά καί εὐϋπόληπτα πρόσωπα προσάγονται ἀπό τήν Ἐκκλησία σάν δύο ἀψευδεῖς μάρτυρες τοῦ θανάτου καί τῆς ταφῆς τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοί Τόν εἶδαν νεκρό, ζήτησαν τό σῶμα ἀπό τήν Ρωμαϊκή ἀρχή, τό κατέβασαν ἀπό τόν Σταυρό, τό ἄλειψαν μέ τά ἀρώματα καί τό τύλιξαν στά σάβανα, τό μετέφεραν καί τό ἔθαψαν καί προσεκύλησαν «λίθον μέγαν» στή θύρα τοῦ μνημείου. Εἶναι σάν μία ἔμμεσος ἀπάντησις σ᾽ ἐκείνους πού τυχόν θά ἀμφέβαλλαν γιά τόν πραγματικό θάνατο τοῦ Σταυρωθέντος. «Ἐπί στόματος δύο μαρτύρων καί ἐπί στόματος τριῶν μαρτύρων στήσεται πᾶν ρῆμα», ἔλεγε ὁ Μωσαϊκός νόμος (Δευτ. 19, 15). Καί ἐδῶ μάρτυρες τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μόνο οἱ στρατιῶται τοῦ ἐκτελεστικοῦ ἀποσπάσματος, ὁ ἑκατόνταρχος, ὁ Πιλᾶτος, οἱ παριστάμενες γυναῖκες. Ἀλλά καί δύο ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων. Δύο κοινῶς ἀνεγνωρισμένα καί τιμώμενα πρόσωπα.
Οἱ ἐκκλησιαστικοί ποιηταί ἔβαλαν στό στόμα τῶν δύο αὐτῶν ἀνδρῶν θαυμασίους ἐπικηδείους θρήνους. Ἕνας ἀπό αὐτούς εἶναι καί ἐκεῖνος πού πλέκεται στό δοξαστικό τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. α’ ἤχου. Εἶναι ἕνας ἀπό τούς ὡραιοτέρους ὕμνους καί ψάλλεται καί κατά τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου, τήν Μεγάλη Παρασκευή, καί κατά τήν ἀκολουθία τῆς Κυριακῆς τῶν Μυροφόρων:
«Σέ τόν ἀναβαλλόμενον τό φῶς ὥσπερ ἱμάτιον,
καθελών Ἰωσήφ ἀπό τοῦ ξύλου σύν Νικοδήμῳ
καί θεωρήσας νεκρόν, γυμνόν, ἄταφον, εὐσυμπάθητον
θρῆνον ἀναλαβών,
ὀδυρόμενος ἔλεγεν·
Οἴμοι, γλυκύτατε Ἰησοῦ!
ὅν πρό μικροῦ ὁ ἥλιος
ἐν σταυρῷ κρεμάμενον θεασάμενος
ζόφον περιεβάλλετο
καί ἡ γῆ τῷ φόβῳ ἐκυμαίνετο
καί διερρύγνυτο ναοῦ τό καταπέτασμα·
ἀλλ᾽ ἰδού νῦν βλέπω σε
δι᾽ ἐμέ ἑκουσίως ὑπελθόντα θάνατον.
Πῶς σέ κηδεύσω, Θεέ μου;
ἤ πῶς σινδόσιν εἰλήσω;
ποίαις χερσί δέ προσψαύσω
τό σόν ἀκήρατον σῶμα;
ἤ ποία ᾄσματα μέλψω
τῇ σῇ ἐξόδῳ, οἰκτίρμον;
Μεγαλύνω τά πάθη σου,
ὑμνολογῶ καί τήν ταφήν σου
σύν τῇ ἀναστάσει κραυγάζων·
Κύριε, δόξα σοι».
Ἄν ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος εἶναι οἱ μάρτυρες τοῦ θανάτου καί τῆς ταφῆς, αἱ μυροφόροι γυναῖκες εἶναι οἱ πρῶτοι μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτές πού ἐπεθύμησαν νά συμπληρώσουν τίς ἐλλείψεις τῆς ἐσπευσμένης ταφῆς, ἀλλ᾽ ἀντί νά ἀλείψουν μέ μῦρα τό νεκρό σῶμα, ἀντί νά κλαύσουν γιά τόν νεκρό, ἔγιναν οἱ πρῶτοι θεαταί τοῦ κενοῦ τάφου καί πρῶτες αὐτές ἄκουσαν ἀπό τό στόμα τοῦ λευκοφόρου ἀγγέλου τό χαρούμενο καί παράδοξο μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτές ἔγιναν ἀπό Μυροφόροι εὐαγγελίστριαι κι᾽ ἔφεραν τό εὐαγγέλιο τῆς ἐγέρσεως στούς μαθητάς καί στόν κόσμο.
Αὐτήν δέ ἀκριβῶς τήν μετάβασι τῶν Μυροφόρων στό μνῆμα καί τό ἀγγελικό μήνυμα, τό ἄγγελμα τῆς Ἀναστάσεως, ποιητικά ἐπεξεργάζεται τό δοξαστικό τῶν αἴνων τοῦ β’ ἤχου. Εἶναι ποίημα τοῦ βασιλέως Λέοντος τοῦ Σοφοῦ καί ἐμπνέεται ἀπό τήν σχετική ἀναστάσιμο περικοπή τοῦ Κατά Μάρκον Εὐαγγελίου (Μάρκ. 16, 1-8), τό Β’ ἑωθινό Εὐαγγέλιο τῶν Κυριακῶν:
«Μετά μύρων προσελθούσαις
ταῖς περί τήν Μαριάμ γυναιξί
καί διαπορουμέναις
πῶς ἔσται αὐταῖς τυχεῖν τοῦ ἐφετοῦ
ὡράθη ὁ λίθος μετῃρμένος
καί θεῖος νεανίας
καταστέλλων τόν θόρυβον αὐτῶν τῆς ψυχῆς·
Ἠγέρθη γάρ, φησιν, Ἰησοῦς ὁ Κύριος·
διό κηρύξατε τοῖς κήρυξιν αὐτοῦ μαθηταῖς
εἰς τήν Γαλιλαίαν δραμεῖν
καί ὄψεσθαι αὐτόν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν,
ὡς ζωοδότην καί Κύριον».
Καί πάλι λοιπόν τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων θά δοξολογηθῇ ὁ νικητής τοῦ θανάτου καί τοῦ Ἅδου. Ὁ νεκρός – τό βεβαιώνουν ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος, πού ἔγινε ζῶν – τό βεβαιώνουν αἱ Μυροφόροι. «Ἡ ζωή ἡ ἀθάνατος» πού κατέβη στό βασίλειο τοῦ Ἅδου καί ἐνέκρωσε τόν Ἅδη μέ τό ἀνέσπερο φῶς Του, μέ τήν ἀστραπή τῆς Θεότητός Του. Αὐτός πού ἀνέστησε τούς πεθαμένους ἀπό τά σκοτεινά μνήματα. Ὁ ζωοδότης, πού μέ τήν ἀνάστασί Του σύναψε σέ ἀτελεύτητο δοξολογία τίς δυνάμεις τῶν οὐρανῶν καί τούς λαούς τῆς γῆς. Αὐτός πού ἀπέθανε καί κατέβη στόν Ἅδη, γιά νά μᾶς ἀνεβάσῃ μέ τήν ἔγερσί Του στούς οὐρανούς.
Αὐτό ἀκριβῶς ψάλλει ὁ ὑμνῳδός τοῦ ἀναστασίμου ἀπολυτικίου τοῦ β’ ἤχου, πού θά ἀκουσθῇ τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων στούς ναούς μας:
«Ὅτε κατῆλθες πρός τόν
θάνατον,
ἡ ζωή ἡ ἀθάνατος,
τότε τόν Ἅδην ἐνέκρωσας
τῇ ἀστραπῇ τῆς Θεότητος·
ὅτε δέ καί τούς τεθνεῶτας
ἐκ τῶν καταχθονίων ἀνέστησας,
πᾶσαι αἱ δυνάμεις
τῶν ἐπουρανίων ἐκραύγαζον·
Ζωοδότα Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν,
δόξα σοι».

πηγή

Σάββατο, Απριλίου 28, 2012

Tο νόημα της Κυριακής των Μυροφόρων






Ακούγοντας τη διήγηση για τη σταύρωση και το θάνατο του Χριστού, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, με εντυπωσιάζει συνεχώς μια λεπτομέρεια της ιστορίας: η μέχρι τέλους αφοσίωση μιας χούφτας ανθρώπων, κυρίως γυναικών, για τις οποίες το ευαγγέλιο δεν λέει σχεδόν τίποτε άλλο.Αυτό που γνωρίζουμε είναι πως οι μαθητές του Χριστού, όλοι τους, έφυγαν και τον άφησαν μόνο. Ο Πέτρος Τον αρνήθηκε τρεις φορές. Ο Ιούδας Τον πρόδωσε. Τα πλήθη ακολουθούσαν το Χριστό ενώ κήρυττε, και όλοι περίμεναν να πάρουν κάτι απ'; Αυτόν: προσδοκούσαν βοήθεια, θαύματα και θεραπείες, περίμεναν την απελευθέρωσή τους από τη μισητή Ρωμαϊκή κατοχή, περίμεναν απ'; Αυτόν να ασχοληθεί με τις επίγειες μέριμνές τους. [...]

Δεν είναι δε το οδυνηρότερο μέρος αυτών των τελευταίων ημερών η προδοσία των στενών φίλων και μαθητών, στους οποίους ο Χριστός είχε αληθινά και ολοκληρωτικά δοθεί; Στον κήπο της Γεσθημανή, ακόμη και οι τρεις στενότεροι μαθητές Του δεν άντεξαν, αλλά αποκοιμήθηκαν ενώ ο Χριστός βρισκόταν στην τελική αγωνία, με τον ιδρώτα Του «ωσεί θρόμβοι αίματος» και προετοιμαζόταν για ένα φοβερό θάνατο. Γνωρίζουμε πως ακόμη κι ο Πέτρος, που τόσο ηχηρά είχε υποσχεθεί να πεθάνει για το Χριστό, κλονίστηκε την τελευταία στιγμή και Τον αρνήθηκε, Τον απέρριψε και Τον πρόδωσε. Και «τότε», γράφει ο ευαγγελιστής, «οι μαθηταί πάντες αφέντες αυτόν έφυγον» (Ματθ. 26, 56).

Όχι όμως όλοι, όπως αποδείχθηκε. Ο Σταυρός έφερε την ώρα της απλής ανθρώπινης αφοσίωσης και αγάπης. Αυτοί που την ώρα της «επιτυχίας» φαίνονταν τόσο απόμακροι, που δεν τους βρίσκουμε σχεδόν ποτέ στις σελίδες των ευαγγελίων, στους οποίους ο Χριστός ποτέ δεν προανήγγειλε την ανάστασή Του, και για τους οποίους τα πάντα τέλειωσαν και χάθηκαν τη νύχτα του Σταυρού, αυτοί ήταν παρέμειναν στο Σταυρό με ακλόνητη ανθρώπινη αγάπη. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει, «εισήκεισαν δε παρά τω σταυρώ του Ιησού η μήτηρ αυτού και η αδελφή της μητρός αυτού, Μαρία η του Κλωπά και Μαρία η Μαγδαληνή» (Ιωάν. 19, 25). Αργότερα, μετά το θάνατο του Ιησού,

Οψίας δε γενομένης ήλθεν άνθρωπος πλούσιος από Αριμαθαίας, τούνομα Ιωσήφ, ος και αυτός εμαθήτευσε τω Ιησού, ούτος προσελθών τω Πιλάτω ηττήσατο το σώμα του Ιησού, τότε ο Πιλάτος εκέλευσεν αποδοθήναι το σώμα, και λαβών το σώμα ο Ιωσήφ ενετύλιξεν αυτό σινδόνι καθαρά, και έθηκεν αυτό εν τω καινώ αυτού μνημείω ο ελατόμησεν εν τη πέτρα, και προσκυλίσας λίθον μέγαν τη θύρα του μνημείου απήλθεν. (Ματθ. 27, 57- 60).

Μια μέρα αργότερα, μετά το Σάββατο, την αυγή της τρίτης ημέρας, οι ίδιες γυναίκες ήρθαν στον τάφο, όπου σύμφωνα με το έθιμο της εποχής θα άλειβαν το νεκρό με μύρα. Ακριβώς σ'; αυτές ο αναστημένος Χριστός εμφανίστηκε για πρώτη φορά. Ήταν οι πρώτες που άκουσαν απ'; αυτόν το «Χαίρετε», το οποίο πλέον έγινε για πάντα η ουσία της Χριστιανικής δύναμης. Ο Χριστός δεν είχε αποκαλύψει σ'; αυτές τις γυναίκες τα μυστήρια του μέλλοντος όπως τα είχε αποκαλύψει στους δώδεκα αποστόλους. Δε γνώριζαν ούτε το νόημα του θανάτου Του, ούτε το μυστήριο της προσεγγίζουσας νίκης Του με την ανάσταση. Γι'; αυτές ο θάνατος του δασκάλου και φίλου τους ήταν ένας απλός θάνατος, ένα τέλος, ακόμη χειρότερα, ήταν ένας τρομακτικός και επαίσχυντος θάνατος, ένα τρομερό και παράλογο τέλος. Στάθηκαν στο Σταυρό μόνο επειδή αγαπούσαν το Χριστό, και λόγω αυτής της αγάπης υπέφεραν μαζί Του. Δεν άφησαν το φτωχό, βασανισμένο σώμα Του, αλλά έκαναν όλα όσα η αγάπη κάνει πάντοτε κατά τον τελικό χωρισμό. [...]

Αυτό είναι το νόημα της Κυριακής των Μυροφόρων. Μάς υπενθυμίζει πως η αγάπη και η αφοσίωση λίγων ατόμων έλαμψε φωτεινά στο μέσο του απελπιστικού σκοταδιού. Μάς καλεί να εξασφαλίσουμε πώς σ'; αυτόν τον κόσμο η αγάπη και η αφοσίωση δε θα εξαφανισθούν, ούτε θα πεθάνουν. Κρίνει την έλλειψη θάρρους, το φόβο μας, τον ατέλειωτο και δουλοπρεπή ορθολογισμό μας. Οι μυστηριώδεις Ιωσήφ και Νικόδημος, και αυτές οι γυναίκες που πάνε στον τάφο την αυγή, καταλαμβάνουν τόσο λίγο χώρο στα ευαγγέλια. Ακριβώς εδώ όμως είναι που αποφασίζεται η αιώνια μοίρα του καθενός μας.

Νομίζω πως σήμερα έχουμε ιδιαίτερη ανάγκη να ξαναβρούμε αυτή την αγάπη και τη βασική ανθρώπινη αφοσίωση. Επειδή έχουμε εισέλθει σε μια εποχή όπου ακόμη κι αυτά δυσφημούνται από επιβλαβείς ιδέες σχετικά με το πρόσωπο και την ανθρώπινη ζωή, που επικρατούν τώρα σ'; αυτόν τον κόσμο. Για αιώνες ο κόσμος διέθετε ακόμη εκείνη την αδύνατη, αλλά τρεμάμενη και φεγγοβόλα φλόγα της αφοσίωσης, της αγάπης και της συμπόνιας που ήταν σιωπηλά παρούσα στα βάσανα του Ανθρώπου που είχε απορριφθεί από όλους. Πρέπει δε να πιαστούμε, σαν από τελευταία κλωστή, από το καθετί που στον κόσμο μας διαθέτει ακόμη αυτό το ζεστό φως της απλής, γήινης, ανθρώπινης αγάπης. Η αγάπη δεν εξετάζει θεωρίες και ιδεολογίες, αλλά μιλά στην καρδιά και στην ψυχή. Η ανθρώπινη ιστορία πέρασε με βοή, βασίλεια υψώθηκαν και έπεσαν, πολιτισμοί φτιάχθηκαν και αιματηροί πόλεμοι έγιναν, αλλά αυτό που έμεινε αμετάβλητο πάνω στη γη και σ'; αυτή την ταραγμένη και τραγική ιστορία είναι η φωτεινή εικόνα της γυναίκας. Μια εικόνα φροντίδας, αυτοπροσφοράς, αγάπης και συμπόνιας. Δίχως αυτή την παρουσία, χωρίς αυτό το φως, ο κόσμος μας, ανεξάρτητα από τις επιτυχίες και τα κατορθώματά του, θα ήταν ένας κόσμος τρόμου. Μπορεί να ειπωθεί χωρίς υπερβολή πως η ανθρωπιά του ανθρωπίνου γένους διασώζεται και συντηρείται από τη γυναίκα, συντηρείται όχι με λόγια και ιδέες, αλλά με τη σιωπηλή παρουσία της που φροντίζει και αγαπά, και αν συνεχίζεται ακόμη η μυστηριώδης γιορτή της ζωής, παρά το κακό που επικρατεί στον κόσμο, αν ακόμη αυτή η γιορτή εορτάζεται σε κάποιο πάμφτωχο δωμάτιο, σ'; ένα γυμνό τραπέζι, τόσο χαρούμενα όσο και σ'; ένα παλάτι, τότε η χαρά και το φως αυτής της γιορτής ανήκει σ'; αυτή, στη γυναίκα, στην αγάπη και την αφοσίωσή της που ποτέ δε σβήνει. «Και υστερήσαντος οίνου...» (Ιωάν. 2, 3), αλλά όσο είναι αυτή εδώ, - η μητέρα, η σύζυγος, η νύφη -; υπάρχει αρκετό κρασί, αρκετή αγάπη, αρκετό φως για τον καθένα...

Από το βιβλίο  «Εορτολόγιο-  Ετήσιος Εκκλησιαστικός Κύκλος»  Αλέξανδρος Σμέμαν  Εκδ. Ακρίτας
 

Πίστη ζυμωμένη με αίμα (19)


16 Απριλίου: Τρείς αδελφές χριστιανές, η Αγάπη , η Ειρήνη και η Χιονία, κρύβουν την πλούσια χριστιανική βιβλιοθήκη τους και καταφεύγουν στα όρη.Έπειτα συλλαμβάνονται και ρίχνονται στην πυρά.Ανήμερα μεγάλο Σάββατο ο διδάσκαλος Λεωνίδης μαρτυρεί καταξεόμενος στην Κόρινθο. Οι μαθήτριες του,Βασίλισσα, Γαληνή, Θεοδώρα, Καλλίδα, Νίκη, Νουνεχία καὶ Χάρισσα δένονται με πέτρες και ρίχνονται στην θάλασσα, ψέλνοντας και υμνώντας τον Κύριο.

17 Απριλίου: Ο επίσκοπος Συμεών με τον πρεσβύτερο Αβδελά και 1150 χριστιανούς αποκεφαλίζονται την αυτή ημέρα στην Περσία.Μαζί του μαρτυρεί ο ευνούχος και πρώτος του παλατίου χριστιανός Αζάτ. Η αγάπη του βασιλιά Σαβωρίου για αυτόν φέρνει την μεταμέλεια μετά τον θάνατο του και παύει ο διωγμός των μαθητών του Χριστού.

23 Απριλίου : Μαρτυρεί διά ξίφους, αφού πρώτον διαπέρασε ως γενναιότατος Αθλητής τα φρικτότερα μαρτύρια και μετέστρεψε στην ορθή πίστη πλειάδα επισήμων και απλών εθνικών, ο ταξίαρχος των Μεγαλομαρτύρων άγιος Γεώργιος.Μαζί του μαρτυρεί και η μητέρα του αγία Πολυχρονία η οποία τον δε γιο της επαίνεσε , τον δε Διοκλητιανό ήλεγξε. Αφού μαρτυρεί δια χειράγρων και καιομένων λαμπάδων και παραμένει αλώβητη, παραδίδει ειρηνικά το πνεύμα της στον Χριστό και βγαίνει νικήτρια στην άθληση και την αιώνια ζωή.


25 Απριλίου: Ο πρώτος συγγράψας ευαγγέλιον και μαθητής των Κορυφαίων Μάρκος, ευαγγελιζόμενος Ιησούν Χριστόν εσταυρωμένον και αναστάντα στην Αίγυπτο, φυλακίζεται , σύρεται βασανιζόμενος στους δρόμους της Αλεξάνδρειας και παραδίδει το πνεύμα, προσθέτοντας στον τίτλο του αποστόλου ευαγγελιστού και το διάσημο του μάρτυρα.


30 Απριλίου: Ο άγιος Ιάκωβος ο απόστολος, ο αδελφός του Θεολόγου, πίνει το ποτήριο του μαρτυρίου και δέχεται το βάπτισμα του θανάτου στα Ιεροσόλυμα, θανατούμενος από τον Ηρώδη Αγριππα με μαχαίρι για την ευχαρίστηση των Ιουδαίων, δεύτερος μάρτυρας μετά τον διάκονο Στέφανο. Αξιώθηκε να αποτελέσει μαζί με τον Πέτρο και τον Ιωάννη, την τριάδα των αγαπημένων φίλων και μυστών του Χριστού.Μαρτυρεί στην Ισπανία ο Άγιος Λαυρέντιος μαζί με μια ομάδα νεαρών παιδιών τα οποία κατηχούσε(397).

Παρασκευή, Απριλίου 27, 2012

Ἡ θέσις τῶν ναζί ἔναντι του Χριστοῦ. Πρωτ. Βασιλείου Γεωργοπούλου

(ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΤΙΤΛΟΣ: ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ: ΠΡΙΝ ΨΗΦΙΣΕΙΣ ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ....)


Ἡ θέσις τῶν ναζί ἔναντι του Χριστοῦ
Πρωτ. Βασιλείου Ἀ. Γεωργοπούλου, Λέκτωρος Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ

Εἶναι γνωστό, ὅτι ὁ Ναζισμός ἀνήκει στίς πλέον ἐγκληματικές ἰδεολογίες, πού γνώρισε ἡ παγκόσμια ἱστορία. Στό παρόν ἄρθρο μας, ἐρχόμαστε νά παρουσιάσουμε συνοπτικά, πῶς οἱ Ναζί τοποθετήθηκαν ἀπέναντι στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου τόσο σέ ἰδεολογικό ἐπίπεδο, ὅσο καί σέ πρακτικό, στό πῶς δηλαδή προσπάθησαν νά ἐπιβάλλουν τίς ἰδέες τους.

Ἀρχικά καί πρίν ἀκόμα καταλάβουν τήν ἐξουσία, ἀλλά καί ἀργότερα, υἱοθέτησαν καί διέδιδαν τίς ἀντιλήψεις τοῦ Houston Stewart Chamberlain ἑνός βρετανικῆς καταγωγῆς, ρατσιστή φιλοσόφου καί γερμανόφιλου πολιτικοῦ.
Σύμφωνα λοιπόν μέ τόν H. S. Chamberlain θεωρητικό ὑπέρμαχο τῆς φυλετικῆς καί πολιτιστικῆς ἀνωτερότητας τῶν Ἀρείων, τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ πρέπει νά διαχωριστεῖ ἀπό ὅλο τόν ἱστορικό χριστιανισμό. Οἱ Ἐκκλησίες, ἔλεγε, ἔχουν καταστήσει σκοτεινή τή μορφή τοῦ Χριστοῦ1.
Κατά τόν H.S.Chamberlain, ὁ Χριστός δέν ἦταν Ἰουδαῖος, δέν εἶχε οὔτε σταγόνα γνήσιο ἰουδαϊκό αἷμα στίς φλέβες του. Ὁ Χριστός ἦταν ἕνας Ἄρειος2.

Ἡ ναζιστική προπαγάνδα θά ἀναπαράγει αὐτές τίς ἀντιλήψεις. Τό ἔργο τοῦ H. S. Chamberlain «Τά θεμέλια τοῦ 19ου αἰώνα», στό ὁποῖο ἀναφέρονταν ἐκτενῶς στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου, μέχρι τό 1938 εἶχε πραγματοποιήσει 23 ἐκδόσεις.

Στήν ἴδια γραμμή, καί μέ τίς ἴδιες περί φυλετικῆς καθαρότητας προϋποθέσεις, θά κυκλοφορήσει τό 1939 τό βιβλίο τοῦ φιλοναζιστῆ καθηγητοῦ W. Hauer, μέ τίτλο «Ἕνας Ἄρειος Χριστός»3.
Ὁ ἐν λόγῳ καθηγητής, ἄν καί φρονοῦσε ὅτι ὁ Χριστιανισμός ζημίωσε τήν πρόοδο τῆς γερμανικῆς φυλῆς, ἀνεχόταν νά γίνεται λόγος περί τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀνθρώπου ἐμπνευσμένου ἀπό τό Θεό4.

Τή θέση ὅμως τῶν Ναζί ἔναντι τοῦ Χριστοῦ, κατά τόν πλέον ἐπίσημο τρόπο, θά τήν ἐκφράσει ὁ κατʼ ἐξοχήν θεωρητικός τοῦ ναζισμοῦ, ὑπουργός τοῦ Χίτλερ καί συνιδρυτής μαζί του τοῦ ἐθνικοσοσιαλιστικοῦ κόμματος, ὁ Alfred Rosenberg.
Νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ A. Rosenberg ἀπό τό διεθνές δικαστήριο τῆς Νυρεμβέργης καταδικάστηκε ὡς ἐγκληματίας πολέμου καί ἀπαγχονίστηκε στίς 16.10.1946.  Ὁ Α. Rosenberg μίλησε γιά τόν μῦθο τοῦ Ἰησοῦ, ἀμφισβητώντας ὄχι τήν ἱστορική ὕπαρξη τοῦ Θεανθρώπου, ἀλλά ἐπιμέρους ἱστορικές πτυχές τῆς δράσης του, βασικές διδασκαλίες του, τήν αὐτοσυνειδησία τοῦ Κυρίου, καί τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ μῦθος τοῦ Ἰησοῦ, κατά τον Α. Rosenberg, γεννήθηκε στήν Μ. Ἀσία ὡς ὑποστασιοποίηση τῆς ἐλπίδας τῶν κατάπιεσμένων πληθυσμῶν, πού ἀναζητοῦσαν ἕνα ἡγέτη ἐλευθερωτή ἀπό τούς Ρωμαίους.
Μεταφέρθηκε ἀργότερα στήν Παλαιστίνη καί ἐκεῖ συνδέθηκε καί ταυτίστηκε μέ τήν ἑβραϊκή ἰδέα τοῦ Μεσσία. Στή συνέχεια τοῦ ἀπέδωσαν λόγια καί διδασκαλίες πού δέν εἶπε, τόν συσχέτισαν μέ διάφορους προφῆτες τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, καί στό τέλος τό πρόσωπό του ἀναμείχθηκε μέ ποικίλα σκουπίδια, κατά τούς ἰσχυρισμούς του πάντα, τῆς ἑβραϊκῆς, μεσανατολικῆς καί ἀφρικανικῆς νοοτροπίας καί ζωῆς.
Οἱ Ἐκκλησίες ἀργότερα, συνεχίζει ὁ Α. Rosenberg, διέστρεψαν τήν ἀρχική διδασκαλία Του καί τά περί τοῦ προσώπου Του5.
Κατά τόν Α. Rosenberg, ὁ Χριστός δέν ὑπῆρξε ποτέ Θεός, γιʼ αὐτό ζητοῦσε νά ὑπάρξει μία νέα θεώρηση τοῦ Ἰησοῦ τελείως διαφορετική.  Μιά θεώρηση, πού θά ἐνσαρκώνει τό πρότυπο τοῦ ἥρωα καί δέ θά ἔχει καμμία σχέση μέ τόν Ἰησοῦ τῆς Βίβλου.
Διδασκαλίες περί ταπεινοφροσύνης ἤ ἐλεημοσύνης ἤ ἐπιείκειας, ἔλεγε ὁ Α. Rosenberg, εἶναι ἀπολύτως ἀσυμβίβαστες μέ τήν ἡρωική ἀντίληψη περί ζωῆς6.
Ἐπίσης μέ πρωτοφανῆ περιφρόνηση καταφέρονταν ἐναντίον τῆς Π. Διαθήκης λέγοντας ὅτι περιέχει ἀνόητες καί ἐπιβλαβεῖς διηγήσεις ἄξιες μόνο γιά Ἑβραίους7, ἀλλά καί κατά τοῦ ἀποστόλου Παύλου8.

Θά ὁλοκληρώσουμε τήν ἀναφορά μας στίς δαιμονικές, ὡς πρός τή σύλληψή τους, ἀντιλήψεις τοῦ Α. Rosenberg, ἐπισημαίνοντας ὅτι θεωροῦσε τήν περί ἁμαρτίας διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ὡς διαρκῆ φυσική νόθευση τῆς φυλῆς9.
Κάτω ἀπό αὐτές τίς ἰδεολογικές προϋποθέσεις, οἱ Ναζί εὐνόησαν, ἐνίσχυσαν καί προστάτευσαν τήν «Κίνηση τῆς Γερμανικῆς πίστεως».
 Ἡ Κίνηση τῆς Γερμανικῆς πίστεως εἶχε σαφῶς νεοπαγανιστικό χαρακτήρα10, καθώς εἶχε ὡς σκοπό νά ἐπαναφέρει τήν λατρεία τῶν ἀρχαίων γερμανικῶν θεῶν καί γιά τόν λόγο αὐτό ὀνομάστηκε «Νέα εἰδωλολατρία» (Das neue Heidentum).
Χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν γερμανῶν νεοειδωλολατρῶν ἦταν ἡ ἐπιθετική τους στάση ἔναντι τοῦ χριστιανισμοῦ. Ὁ Χριστός καί ἡ διδασκαλία του κατʼ αὐτούς ἐξέφραζαν τό ἀσιατικοσημιτικό πνεῦμα.
Θεωροῦσαν ὅτι ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀντίθετη μέ τίς περί φυλῆς, αἵματος, ὑπερηφάνειας, ἡρωισμοῦ, σωματικῆς δυνάμεως ἀντιλήψεις τῆς Ἀρείας γερμανικῆς φυλῆς.
Ἐπιπλέον ζητοῦσαν τήν κατάργηση τοῦ σταυροῦ, τῆς λατρείας τῆς Κυριακῆς καί τήν ἀντικατάστασή τους μέ ἑορτές τοῦ ἀγροῦ κατά τά παγανιστικά πρότυπά τους.
Ὁ πιό ὕπουλος τρόπος ὅμως, μέ τόν ὁποῖο ἡ ναζιστική προπαγάνδα πολέμησε τό πρόσωπο καί τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου, παρά τίς περί τοῦ ἀντιθέτου διαβεβαιώσεις τους, ἦταν ὅτι ἐνίσχυσαν μέ κάθε τρόπο τή δημιουργία τῆς κινήσεως τῶν «Γερμανῶν Χριστιανῶν» (Deutsche Christen).

Οἱ Γερμανοί χριστιανοί ἦταν μία πολιτικοεκκλησιαστική κίνηση, πού εἶχε ὡς σκοπό τήν σύζευξη τῶν ἐθνικοσοσιαλιστικῶν ἀρχῶν μέ τήν χριστιανική πίστη, ὥστε αὐτή ἀφʼ ἑνός νά ἀλλοιωθεῖ, ἀφʼ ἑτέρου νά γίνει ἄλλο ἕνα ἐπικουρικό δεκανίκι σέ πρακτικό ἐπίπεδο τοῦ ναζισμοῦ.
Ἡ θεολογία τους ἦταν συγκρητιστική μέ μείξη χριστιανικῶν καί ἀντιχριστιανικῶν στοιχείων, μέ ἀντισημιτική ἀφετηρία καί μέ πολιτικό προσανατολισμό.
Ὑπῆρξαν πολέμιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ὅ σοι ἔμεναν πιστοί στήν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ Ἀποκάλυψη θεωροῦνταν ἰουδαιοχριστιανοί, μή ἄρειοι, ἀπαγόρευαν τήν συμμετοχή τους στόν κλῆρο καί ζητοῦσαν τόν ἀπο- κλεισμό τους ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Ἀνέφεραν ὅτι ὑπῆρχε κοινή συγγένεια τοῦ βορείου πνεύματος μέ τόν ἡρωικό, ὄχι τόν Ἰουδαῖο, ἀλλά τόν Ἄρειο Ἰησοῦ. Στόχος καί σκοπός τῶν Γερμανῶν Χριστιανῶν, ἦταν ἡ ὑποτιθέμενη ἀποϊουδαιοποίηση τοῦ Χριστιανισμοῦ καί ἡ σύζευξή του μέ τήν Ἄρεια ρατσιστική ἀντίληψη περί θρησκείας.

Ἰδιαίτερη σημασία ἔχει ὅτι, στόν καταστατικό χάρτη τῆς πίστεώς τους, πού ἀποτελοῦνταν ἀπό 28 θέσεις, υἱοθέτησαν τίς περί φυλῆς καί αἵματος ἀντιλήψεις τῶν Ναζί.
Ἐπιπλέον, στό ἄρθρο 18, ἀνέφεραν γιά προφανεῖς λόγους, ὅτι δέν ἔχει σημασία ἐάν ὁ Χριστός ἦταν ἐξ Ἰουδαίων ἤ ὄχι, καί ἀντέτειναν τό ἐξαιρετικῶς νεφελῶδες, ὅτι ἡ σημασία του ἔγκειται στό ὅτι ἐμφανίζει σέ ἐμᾶς τό θεῖο γένος.
Ἡ κίνηση ὑποτιμοῦσε καί μείωνε τή σημασία τῆς Αὐγουσταίας Ὁμολογίας καί ἐπιχείρησε μιά νέα θεώρηση τοῦ προσώπου τοῦ Λούθηρου καί τῆς Μεταρρύθμισης ὑπό τό φῶς τῶν ἰδεολογημάτων τους.
Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι οἱ Ναζί ἐπιχείρησαν μέ κάθε τρόπο νά ἀκρωτηριάσουν καί νά παραμορφώσουν τό πρόσωπο καί τή διδασκαλία τοῦ Κυρίου μέ μιά ποικιλία μεθοδεύσεων, μέ διάβρωση τῶν συνειδήσεων καί μέ τό νά ἀντικαθιστοῦν τά ἱστορικά δεδομένα μέ τίς ἰδεολογικές τους φαντασιώσεις.
Παρʼ ὅλα αὐτά ὑπῆρξαν κάποιοι, πού ἀντιστάθηκαν σθεναρά σέ ὅλη αὐτή τήν προσπάθεια. Κάποιοι πού ἀγωνίστηκαν νά κρατήσουν γνήσια καί ἀκέραιη τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ τῶν Εὐαγγελίων, τῆς ἱστορίας καί τῆς διδασκαλίας του, στά πλαίσια βέβαια τῆς παραδόσεώς τους.
Ὅλοι αὐτοί, σάν πράξη ἀντίστασης συγκρότησαν τήν «Ὁμολογοῦσα Ἐκκλησία» (Bekennede Kirche).

Σʼ αὐτή ἐντάχθηκαν ὅλοι ἐκεῖ νοι οἱ θεολόγοι, οἱ πάστορες, οἱ χριστιανοί, πού ἀντιτάχθηκαν σθεναρά στούς Γερμανούς χριστιανούς καί στίς ναζιστικές μεθοδεύσεις νά δημιουργήσουν ἕνα χριστιανισμό καρικατούρα, ὑπηρέτη τῶν ἐθνικοσοσιαλιστικῶν ἀντιλήψεων καί τοῦ ἱστορικοῦ μεσσιανισμοῦ τοῦ Χίτλερ.
Παρά τήν ἀπροκάλυπτη βία τόσο τῶν Γερμανῶν χριστιανῶν ἐναντίον τους, ὅσο καί τῶν Ναζί, στήν περίφημη θεολογική διακήρυξη Barmen τοῦ 1934 θά καταδικάσουν καί θά ἀπορρίψουν ἀπερίφραστα τό πολιτικοθρησκευτικό κατασκεύασμα τῶν Γερμανῶν χριστιανῶν, τόν ρατσισμό, καί τόν ἱστορικό μεσσιανισμό τοῦ Χίτλερ.
Ἡγετικές μορφές αὐτῆς τῆς ἀντίδρασης ὑπῆρξαν ὁ K. Barth, ὁ ὁποῖος ἐκδιώχθηκε ἀπό τήν Γερμανία καί ὁ D. Bonhoeffer, πού πέθανε σέ στρατόπεδο συγκεντρώσεως.
Ἀπό τήν Ρωμαιοκαθολική πλευρά σημαντικός ἰδεολογικός ἀντίπαλος, στό θρησκευτικό πεδίο, τῶν Ναζί ὑπῆρξε ὁ καρδινάλιος Clemens August Graf von Galen.
Ὡς τελικό σχόλιο, δηλωτικό τῆς θέσεως τῶν Ναζί ἔναντι τοῦ Χριστοῦ καί χριστιανισμοῦ γενικώτερα, θέλουμε νʼ ἀναφέρουμε τή θέση τοῦ Χίτλερ: «Κάποιος πρέπει νά εἶναι ἤ χριστιανός ἤ Γερμανός. Καί τά δύο μαζί δέν μπορεῖ νά εἶναι »11. 

Σημειώσεις

1.  Βλ. H. St.Chamberlain, Die Grundl agen des neunzehnten Jahrhunderts. Erste Hälfte, 193823, σσ. 220      -295.
2.  Ὅπ. π., σ. 256.
3. Βλ. W. Ha - uer, Ein arischer Christus, 1939.
4.  Βλ.W. Hauer, Konfessioszwang oder freie religiöse Führung der Deutschen Jungen?, 1934 , σσ. 16-17.
5. Βλ. Α. Rosenberg , Der Mythus der 20 Jahrhunderts, 193428, σσ. 172 – 175.
6. Ὅπ.π., σσ. 338, 395-396, 491.
7. Ὅπ.π., σσ. 601- 602.
8. Ὅπ.π., σσ. 173 – 174.
9. Ὅπ.π., σσ. 21, 71.
10. Πρωτογενές ὑλικό καί μαρτυρίες ἀπό βιβλία, περιοδικά, ἀφίσες τοῦ χώρου βλ. M. Pöhlmann (Hrsg), Odi - ns Erben. Neugermanisches Heidentum: Analyse und Kritik, EZW – Texte 184/ 2006, σσ. 5-25.
11. Βλ. A. Läpple, Kirchengeschi 1968, σ. 89.

Ὀρθὀδοξος Τύπος  ἀρ. τεῦχ. 1924 - 27 Ἀπρίλιος 2012

 http://anavaseis.blogspot.com/2012/04/blog-post_231.html


ΘΥΜΗΣΟΥ ΚΑΙ ΑΥΤΟ



ΔΙΑΒΑΣΕ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΛΥ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΛΑΣΣΙΚΟΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Τετάρτη, Απριλίου 25, 2012

«Τώρα πεινάνε κι όσοι εργάζονται»



«Αυτοί που βρίσκονται ψηλά
Θεωρούνε ταπεινό
Να μιλάς για το φαΐ.
Ο λόγος; Εχουνε κι όλας φάει

*

Οι ταπεινοί αφήνουνε τον κόσμο
Χωρίς να 'χουνε δοκιμάσει κρέας της προκοπής
*
Πώς ν' αναρωτηθούν πούθε έρχονται
Και πού πηγαίνουν

Είναι τα όμορφα δειλινά τόσο αποκαμωμένοι
Το βουνό και την πλατειά τη θάλασσα
Δεν τα 'χουν ακόμα δει
Οταν σημαίνει η ώρα τους

*
Αν δεν νοιαστούν οι ταπεινοί
Γι' αυτό που είναι ταπεινό
Ποτέ δεν θα υψωθούν
*
Το ημερολόγιο
Δεν δείχνει ακόμα την ημέρα
Ολοι οι μήνες, όλες οι ημέρες
Είναι ανοιχτές
Κάποια απ' αυτές θα σφραγιστεί
Μ' έναν σταυρό

*
Οι εργάτες φωνάζουν για ψωμί
Οι έμποροι φωνάζουν γι' αγορές
Οι άνεργοι πεινούσαν
Τώρα πεινάνε κι όσοι εργάζονται

*
Αυτοί που αρπάνε το φαΐ απ' το τραπέζι
Κηρύχνουν τη λιτότητα
Αυτοί που παίρνουν όλα τα δοσίματα
Ζητάνε θυσίες

Οι χορτάτοι μιλάνε στους πεινασμένους
Για τις μεγάλες εποχές που θα 'ρθουν
Αυτοί που τη χώρα σέρνουνε στην άβυσσο
Λεν πως η τέχνη να κυβερνάς το λαό
Είναι πολύ δύσκολη για τους ανθρώπους του λαού»

*
(Από το «Γερμανικό Εγχειρίδιο Πολέμου» - Μπ. Μπρεχτ)

Η Κατερίνα Μουτσάτσου σε ένα βιντεάκι με ελληνική ψυχή - Ψυχάρα...

Φωτογραφία για Η Κατερίνα Μουτσάτσου σε ένα βιντεάκι με ελληνική ψυχή - Ψυχάρα...




Δεν είμαι δημόσια υπάλληλος, ούτε κλέφτρα και δεν πίνω ούζο, ούτε σπάω πιάτα και δεν φωνάζω ΌΠΑ, στην καθημερινότητά μου! Δεν γνωρίζω τον Γιώργο - Γιάννη - Νίκο - Έλληνα παρόλο που είμαι σίγουρη πως είναι πολύ καλοί άνθρωποι!

Η χώρα μου είναι δημοκρατική, στην πραγματικότητα γέννησε τη δημοκρατία! Μιλάω αγγλικά και πέντε ακόμα ξένες γλώσσες, οι περισσότεροι άνθρωποι στη χώρα μου μιλούν πολλές ξένες γλώσσες. Προφανώς θα μπορούσα να δείχνω συνεχώς τη γαλανόλευκη σημαία μας αλλά η χώρα μας έχει τεράστια πολιτιστική κληρονομιά πέρα από τα σύνορα που όλοι ξέρετε. Πιστεύω στον ελληνισμό. Όλος ο κόσμος έχει εμπνευστεί από την Ελλάδα για να δημιουργήσει τα δικά του ιδανικά! Και αν σήμερα χρωστάμε χρήματα και δεν είμαστε οι μόνοι,είναι γιατί εμείς ανακαλύψαμε την ελεύθερη αγορά! Και αν μας κρίνετε σήμερα είναι γιατί εμείς ανακαλύψαμε την ιδέα της κριτικής. Πιστεύω στην ελευθερία, έτσι όταν χρειάζεται διαδηλώνω! Πιστεύω στη χαρά της ζωής, μπορώ να κολυμπάω σε κάποια υπέροχα νερά από τα περισσότερα από 6000 νησιά μας, Η χώρα μας είναι εξαιρετικής ομορφιάς και παραδόσεων! Η οικογένεια μου είναι ένα μυστικό καταφύγιο! Δεν είναι Γραικοί αλλά Έλληνες. Το όνομά μου είναι ΚΑΤΕΡΙΝΑ και είμαι Ελληνίδα! Σας ευχαριστώ...
 
 
Tromaktiko
 
 
 
 
 

Τρίτη, Απριλίου 24, 2012

+ Αρχιμ. Ευσεβίου Βίττη- Θεωρείν τον Ιησούν




Η δυνατότητα του οράν, του βλέπειν, η θέαση των αντικειμένων γύρω μας και προ πάντων των συνανθρώπων μας, αποτελεί μια απ’ τις πιο μεγάλες και όμορφες δυνατότητες επικοινωνίας. Όταν το βλέμμα συναντά το βλέμμα, βρισκόμαστε στην πιο αποφασιστική στιγμή επικοινωνίας, εφ’ όσον φυσικά προϋπάρχουν και οι ψυχολογικές προϋποθέσεις που δίνουν στο βλέμμα το ιδιαίτερο βάθος και τη δυνατότητα διεισδύσεως. Το ένα βλέμμα βυθίζεται μέσα στο άλλο με τρόπο ανεξήγητο, μυστικό. Ο καθένας γίνεται υποκείμενο και αντικείμενο θεωρίας ταυτόχρονα, θεωρός και θεωρούμενος. Το βλέμμα προχωρεί βαθειά μέσα απ’ τη ζωντανή θυρίδα των ματιών. Όλη η ψυχή γίνεται ματιά και εισδύει στην άλλη ματιά όλη δι’ όλης. Οσοσδήποτε λόγος κι αν γίνει για την αξία και τον τρόπο λειτουργίας του βλέμματος δεν θα μπορέσει να παραστήσει σ’ όλο της το βάθος και την έκταση τη σημασία της ενέργειας «του θεωρείν».
Η θέαση, «το θεωρείν», έπαιξε πρωταρχική σημασία στη σχέση με τον Ιησού. Ο Ιησούς υπήρξε αντικείμενο θέας των πρώτων μαθητών του. Τον είδαν, τον θεώρησαν. Και μετά τον γνώρισαν και προχώρησαν στη βαθύτερη και μυστικότερη θεωρία του. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης είναι πολύ σαφής; «Ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών…ό εωράκαμεν και ακηκόαμεν, απαγγέλλομεν υμίν…» (Α’ Ιωάν. α’ 1-3). Η θέαση αυτή του Ιησού σαν ανθρώπου και αισθητά ψηλαφητού ήταν αναγκαία, γιατί χωρίς αυτήν θα ήταν δυνατόν να ξεφύγει η θεωρία του Ιησού απ’ το συγκεκριμένο και το ορισμένο στο αόριστο και απροσδιόριστο, ή καλύτερα σ’ ένα θολό και σκοτεινό μυστικισμό, όπου χάνονται τα όρια ανάμεσα στο αληθινό και στο πλασματικό. Γι’ αυτό και ο ευαγγελιστής επιμένει: «Και ημείς τεθεάμεθα και μαρτυρούμεν…»(Α’ Ιωάν. δ’ 14). Είναι όμως φανερό πως η θέαση του Ιησού δεν ήταν, δεν μπορούσε να είναι μια απλή λειτουργία της οράσεως. «Ο Λόγος σαρξ εγένετο και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός» (Ιωάν. α’, 14). Ο Λόγος του Θεού έγινε σαρξ, χωρίς να παύσει όμως να είναι ό,τι ήταν. Κάθε τι που γίνεται κάτι άλλο αποκτώντας τις ιδιότητες εκείνου του άλλου, παύει να είναι ό,τι ήταν προηγουμένως. Είναι κάτι καινούργιο πια.
Ο οίνος που έγινε το νερό στις υδρίες του θαύματος στην Κανά δεν είχε πια τίποτε το κοινό μ’ αυτό που ήταν. Μονάχα ο Λόγος μπορούσε να είναι ταυτόχρονα και Λόγος και «σαρξ» ξεπερνώντας της φύσεως τους όρους. Το φυσιολογικό βλέμμα έδειχνε τον Ιησού. Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό να δώσει πληροφορίες ικανοποιητικές γι’ αυτόν. Χρειαζόταν και άλλου είδους βλέμμα, για να δει και τον Λόγο που κρυβόταν πίσω από την «σάρκα». Χρειαζόταν μια ειδική δυνατότητα θεωρίας και θεάσεως της δόξας του, της μοναδικής του δόξας σαν Υιού Μονογενούς. Ποιά είναι η ειδική αυτή ματιά, ή καλύτερα, σε τί πρέπει να μεταμορφωθεί η ματιά, για να θεωρήσει τον Ιησούν αληθινά και σωστά; Μας το λέει ο ίδιος: «Τούτο εστί το θέλημα του πέμψαντός με, ίνα πας ο θεωρών τον υιόν και πιστεύων εις αυτόν έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. στ’ 40). Το «θεωρείν» εδώ γίνεται ταυτόσημο με το «πιστεύειν». Παύει δηλαδή το βλέμμα να αποτελεί μια καθαρή ενέργεια της αισθήσεως μόνο. Το βλέμμα γίνεται πίστη. Το θεωρείν έχει λόγον υπάρξεως τότε μόνον, όταν γίνεται όχημα πίστεως. Αλλιώς μένει μια απλή φυσιολογική ενέργεια χωρίς βάθος και ιδιαίτερη σημασία. «Εωράκατέ με και ου πιστεύετε» (Ιωάν. στ’ 36). Είναι μια διαπίστωση και ένα παράπονο του Ιησού, γι’ αυτούς που έμεναν στο πεδίο της φυσιολογίας μόνον. Αλλά το «θεωρείν» αυτό γίνεται αφορμή καταδίκης. Γιατί ενέχει μέσα του το στοιχείο της κρίσεως. «Εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον ήλθον, ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσι και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται» (Ιωάν. θ’ 39) και «ει τυφλοί ήτε, ουκ αν είχετε αμαρτίαν, νυν δε λέγετε ότι βλέπομεν· η ουν αμαρτία υμών μένει» (αυτ. στίχ. 41). Ο άνθρωπος καταδικάζεται στην περίπτωση αυτή από τον ίδιο τον εαυτό του να μένει στο χώρο του γήινου και του εγκόσμιου χωρίς να αξιώνεται να γίνει θεωρός των επέκεινα.
Ο Ιησούς όμως δεν είναι τώρα και σωματικά παρών στον κόσμο. Παύει άραγε η δυνατότητα του θεωρείν τον Ιησούν; Τώρα έχουμε αντιστροφή του άξονα θεωρείν-πιστεύειν. Γίνεται πιστεύειν-θεωρείν. Με την πίστη καθαρίζει το βλέμμα και προχωρεί στην άμεση εσωτερική θεωρία του Ιησού, καθαρίζει το βλέμμα της ψυχής. Καθαρίζει το «διορατικόν», ο νους, που αποτελεί το μάτι της ψυχής. Σ’ αυτό ενεργεί και ένας άλλος παράγων που θα τον δούμε πιο κάτω. Τώρα δημιουργούνται, μπορούμε να το πούμε χωρίς δυσκολία, όροι και προϋποθέσεις καλύτερες «του ιδείν τον Ιησούν», πολύ καλύτερες από εκείνες που είχαν οι άνθρωποι τότε που ο Ιησούς ήταν και σωματικά στη γη. «Έως πότε την ψυχήν ημών αίρεις;» (Ιωάν. Γ 18), Η αμφιβολία και ο δισταγμός βασάνιζαν τις καρδιές των ακροατών του και τότε, εφ’ όσον το βλέμμα τους έμενε μόνο στον ραββί. Τον έβλεπαν, τον άκουγαν, τον ψηλαφούσαν, και όμως έβλεπαν χωρίς να βλέπουν και άκουγαν χωρίς να καταλαβαίνουν. «Τυφλοί τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματα». Δεν λειτουργούσε η εσωτερική αίσθηση, και η εσωτερική ματιά. Γιατί; Κι’ αν υποθέσουμε πως υπήρχε καλή διάθεση, όμως «ούπω ην Πνεύμα Άγιον, ότι ο Ιησούς ουδέπω εδοξάσθη» (Ιωάν. ζ’ 39). Έτσι ερχόμαστε στον παράγοντα που παίζει τον πιο αποφασιστικό ρόλο στο ζήτημά μας.
Η θεωρία του Ιησού δεν είναι ζήτημα εξυπνάδας, οξύνοιας, οξυδέρκειας ή άλλων ψυχικών και πνευματικών δεξιοτήτων. Δεν είναι προνόμιο μερικών ψυχών που ρέπουν στη μυστική και εσωτερική ζωή, που εύκολα βυθίζονται σε ενοράσεις και χάνονται σε κόσμους ανεξέλεγκτους και αυθαίρετης υποκειμενικότητας. Ο Ιησούς χάνεται από το αισθητό οπτικό πεδίο, «μικρόν και ου θεωρείτε με», αλλά ακριβώς αυτή η απομάκρυνση του θα γίνει αφορμή να τον ξαναδούν οι μαθηταί του και τότε και τώρα καθαρότερα: «Πάλιν μικρόν και όψεσθέ με, ότι εγώ υπάγω προς τον Πατέρα μου» (Ιωάν. ιστ’ 16). Οδηγός στη θέα αυτήν είναι ο Παράκλητος. Εκείνος είναι ο οδηγός «εις πάσαν την αλήθειαν». Εκείνος θα διδάξει και θα αποκαλύψει την αλήθεια και για τον Ιησού. Εκείνος θα τον δοξάσει (αύτ., στ. 14). Θα μιλήσει γι’ αυτόν και θα τον φανερώσει στις καρδιές των ανθρώπων. Ο Ιησούς έρχεται και πάλι στην Εκκλησία του διά του Παρακλήτου. «Έτι μικρόν και ο κόσμος με ουκέτι θεωρεί, υμείς δε θεωρείτε με…εν εκείνη τη ημέρα (όταν δηλ. θα έλθει ο Παράκλητος) γνώσεσθε υμείς ότι εγώ εν τω Πατρί μου και υμείς εν εμοί καγώ εν υμίν». Ο Παράκλητος μιλάει στις καρδιές και φυτεύει την πίστη. «Ότι και εώρακάς με, Θωμά, πεπίστευκας· μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιωάν. κ’ 29). Από τώρα δεν θα είναι αναγκαία η αισθητή ψηλάφηση. Τώρα πια είναι κατατεθειμένη η μαρτυρία για τον Ιησού και το Πνεύμα θα φανερώνει το βαθύτερο και μυστικότερο νόημά της.
Το Πνεύμα υπάρχει μέσα στην Εκκλησία. Το ανήκειν στην Έκκλησίαν, το είναι μέλος της Εκκλησίας, που αποτελεί το μυστικό σώμα του Χριστού, αποτελεί το εχέγγυο της μετοχής στο Πνεύμα και της χορηγήσεως από αυτό της δωρεάς «του ιδείν τον Ιησούν». Έξω από την Έκκλησία ανήκει κανείς στον κόσμο και «ου δύναται λαβείν» (Ιωάν. ιδ’ 17) το Πνεύμα. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να δει τον Ιησού. Όλες οι προσπάθειες για την απομύθευση του Ευαγγελίου και την ανατομία της υπό το φως της γνώσεως του κόσμου αυτού και με κριτήριο τις ανθρώπινες δυνατότητες κατανοήσεως δεν κατέληξε παρά στην εξαφάνιση του Ιησού. Καθόλου παράξενο γιατί μετά τόση συζήτηση γίνεται λόγος «περί τίνος Ιησού τεθνηκότος», ον φάσιν οι πιστοί ζην (Πρ. κε’ 19). Το ανθρώπινο πνεύμα, αδύναμο καθώς είναι, είναι ανίκανο να ξεπεράσει τους φυσικούς όρους, που το διέπουν και το κρατούν δέσμιο του παρόντος, και να κατανοήσει και ακόμη πιό πολύ, να θεωρήσει τον Ιησού. Μέσα όμως στην Εκκλησία εμφανίζεται ο Ιησούς. Μέσα στην Εκκλησία ο Παράκλητος μάς οδηγεί στη θεωρία του Ιησού. Μας αποκαλύπτει τον Ιησού.
Η Εκκλησία στηριζόμενη στο θεμέλιο των αποστόλων (Εφεσ. β’ 20) που κατέθεσαν με το αίμα τους τη μαρτυρία για τον Ιησού και στην χειραγωγία του Πνεύματος που την εμψυχώνει και την οδηγεί στην εσωτερική γνώση του Ιησού, κινείται ανάμεσα στις δύο παρουσίες του Ιησού μέσα στην ιστορία. Και ζει με την μυστική θεωρία του και την αναμονή του, έως ότου τον δει «πρόσωπον προς πρόσωπον» (Α’ Κορ. ιγ’ 12). Τη θεωρία αυτή του Ιησού την ζει κάθε αληθινά πιστός με ένα τρόπο πολύ προσωπικό, αλλά πραγματικό και αληθινό. Έτσι εξηγείται η σύμπτωση της μυστικής εμπειρίας των μεγάλων αγίων που την καταθέτουν στο κοινό θησαυροφυλάκιο της Εκκλησίας μας.
Μιλάμε για τη θεωρία του Ιησού. Η έννοια αυτή, ή καλύτερα, η πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από την έννοια αυτή, δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί, όπως και κάθε συναφής πραγματικότητα που αναφέρεται στην ουράνια και υπερβατική πραγματικότητα. Γι’ αυτό και είναι αδύνατον να εκφρασθεί με λέξεις, που αδυνατούν ακόμα και την περιγραπτή και απλή πραγματικότητα να περιγράψουν. Αυτές τις πραγματικότητες «ουκ εξόν λαλήσαι» στην ανθρώπινη γλώσσα (Β’ Κορ. ιβ’ 4). Και γι’ αυτό το λόγο τον έχει η άμεση εσωτερική βίωση και η φανέρωση του Πνεύματος. Εκείνο που μπορεί μονάχα να λεχθεί είναι τούτο: Το θεωρείν τον Ιησού δεν είναι λέξεις χωρίς αντίκρυσμα. Είναι μια απρόσιτη πραγματικότητα που την γεύονται όσοι είναι όλο φωτιά και θείο έρωτα. Ώρες-ώρες εκφράζεται και με δάκρυα και με εσωτερικό κατακλυσμό χαράς και ανείπωτης ευτυχίας, με συναισθηματική ευφορία και πνευματική ανάταση και άρρητο γλυκασμό που είναι μια ισχυρή πρόγευση του Ιησού και μια ανείπωτη παρηγοριά του πιστού που για τον Ιησού πονά, θλίβεται και πάσχει στον κόσμο αυτό και μαρτυρεί ακόμα και για χάρη του. Αυτά όμως δεν συμβαίνουν πάντοτε. Δεν είναι ο κανόνας. Κανόνας είναι η πίστη. Κανόνας είναι η «εν εσόπτρω και εν αινίγματι» (Α’ Κορ. ιγ’ 12) θέαση του Ιησού. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που η ψυχή στον αγώνα της και την πάλη της να σταθεί πιστή και αφοσιωμένη στον ποθητό της νυμφίο περνάει ώρες σκληρής αμφιβολίας και δέρνεται μέσα στη συννεφιά και την φουρτούνα της αβεβαιότητος. Αλλά στην κρίσιμη στιγμή φτάνει μια μικρή ανακίνηση του πυκνού παραπετάσματος από την πνοή του Πνεύματος για να αφήσει να διαφανεί η πραγματική πραγματικότης. Να διαφανεί ο Ιησούς…
Μερικοί συγκεκριμένοι «τρόποι» θεωρίας του Ιησού μέσα στην Εκκλησία:
1) Το Μυστήριο της θ. Ευχαριστίας. Στο μυστήριο υπάρχει ο Ιησούς. Στο Μυστήριο συνεχίζεται η ένσαρκος οικονομία του με το ίδιο και πιό πολύ τονισμένο το στοιχείο της ταπεινώσεως του Ιησού. Στην παράδοση της ορθόδοξης ευσέβειας αναφέρονται περιπτώσεις αγίων ανθρώπων που «εθεώρουν» τον Ιησού κρυμμένο πίσω από τον άρτο και τον οίνο. Εμείς οι κοινοί πιστοί δεν τον θεωρούμε με τον τρόπο αυτό. Τον βλέπουμε μόνο με τα μάτια της πίστεως. Πιστεύουμε πως είναι «ουσιωδώς παρών» στη Θ. Ευχαριστία. Τον αγκαλιάζουμε μυστικά. Τον δεχόμαστε στην καρδιά μας.
Ω, σπάνιες στιγμές πνευματικής ευφροσύνης! Νοιώθει κανείς πως τότε βρίσκεται στην προβαθμίδα του «θεωρείν την δόξαν του Ιησού, ην δέδωκεν αυτώ ο Πατήρ» (Ιωάν. ιζ’ 24). Μέσα στο Μυστήριο λοιπόν μπορούμε να «αφορώμεν εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν Ιησούν» (Εβρ. ιβ’ 2) με απόλυτη βεβαιότητα, με την ίδια βεβαιότητα που μπορούσε να έχει ο Πρωτομάρτυρας, όταν έλεγε: «Θεωρώ τον ουρανόν ανεωγότα και τον Υιόν του ανθρώπου εκ δεξιών του Θεού εστώτα» (Πρ. ζ’ 56).
2) Οι αδελφοί. Κάθε αδελφός είναι το αντίτυπο του Ιησού. Πίσω από τον κάθε αδελφό κρύβεται ο Ιησούς. Αυτό αποτελεί πρώιμη συνείδηση της Εκκλησίας όπως βλέπουμε στη συνοπτική παράδοση: (Ματθ. κε’ 31-46). Θεωρείν τον Ιησού σημαίνει στην πρακτική κοινωνική ζωή θεωρείν τον Ιησού στα πρόσωπα των ελαχίστων αδελφών του. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης έχει δύο εκφράσεις που μιλούν για το ζήτημα αυτό; «Αμήν, αμήν λέγω υμίν, ότι ο τον λόγον μου ακούων και πιστεύων τω πέμψαντί με, έχει ζωήν αιώνιον και εις κρίσιν ουκ έρχεται, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν (Ιωάν. ε’ 24). Και: «Ημείς οίδαμεν, ότι μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν, ότι αγαπώμεν τους αδελφούς· ο μη αγαπών τον αδελφόν μένει εν τω θανάτω» (Α’ Ιωάν. γ’ 14). Τόσο η πίστη εν Χριστώ Ιησού, όσο και η αγάπη προς τους αδελφούς είναι μετάβαση προς την ζωή. Εφ’ όσον όμως ο Ιησούς είναι η ζωή, η αγάπη και η πίστη συγκλίνουν στο ίδιο σημείο: στον Ιησού. Δεν μπορεί κανείς να αναχθεί στη θέα του Ιησού χωρίς τα δύο αυτά φτερά.
3) Η γενικότερη συνεπής εφαρμογή της εντολής του Ιησού. Η σύγκρουση με την πραγματικότητά μας, την καθόλου ειδυλλιακή αμαρτωλή πραγματικότητά μας με τις ασκήμιες της και τις τρικλοποδιές που μας βάζει στην προσπάθειά μας να φανούμε συνεπείς, μας βγάζει από τις αυταπάτες και τις φαντασιοπληξίες, αλλά και μας στερεώνει περισσότερο στην επιθυμία του «ιδείν τον Ιησούν». Θέλεις να δεις τον Ιησού; Αγάπησέ τον θερμά, όσο γίνεται πιο θερμά, πιο δυνατά, πιο παράφορα. Θέλεις να δοκιμάσεις γνησιότητα της αγάπης σου προς τον Ιησού; Τήρησε τις εντολές του, όσο κι αν είναι δύσκολη η εφαρμογή τους. «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος έστιν ο αγαπών με· ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αύτω εμαυτόν» (Ιωάν. ιδ’ 21). Αυτός είναι ο δρόμος που οδηγεί στην θέα του Ιησού. Είναι ο ομαλός και ασφαλής δρόμος, στον οποίο πατούμε με το ένα πόδι, η πραγματικότητα στην οποία ζούμε, δηλ., ενώ με το άλλο πατούμε στην άλλη πραγματικότητα, την μυστική, της οποίας είμαστε δυνάμει μέτοχοι. Τηρώντας κανείς την εντολή του Ιησού φεύγει απ’ την πραγματικότητα του κόσμου και μπαίνει στην ιερή περιοχή της νοσταλγίας του και των μυστικών πόθων του. Η τήρηση των εντολών είναι μια προσπάθεια να αρθεί η αυλαία του κόσμου και της αμαρτίας που παρεμβάλλονται ανάμεσα σε μας και στον Ιησού. Η τήρηση των εντολών είναι η προχώρηση για να συναντήσουμε τον Ιησού, που έρχεται για να «εμφανίση εαυτόν» και «να θεωρώμεν την δόξαν αυτού».
Είναι τόση η ευτυχία και η μακαριότητα της ψυχής που «είδε»,έστω και αμυδρά τον Ιησούν, ώστε δεν μπορεί να μένει μόνη στη θέα αυτή, θέλει και άλλες ψυχές να γευτούν την ίδια πραγματικότητα. Η μακαριότητα της συν-θέας, της συν-θεωρήσεως γίνεται αυτόματα πιο μεγάλη, πιο βαθειά. Γι’ αυτό και όσοι είδαν τον Ιησούν δεν παρέμειναν σε μια αδράνεια, αλλά σκορπίστηκαν στον τετραπέρατο κόσμο και διεκήρυξαν: «ό ην απ’ αρχής, ό ακηκόαμεν, ό εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ό εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφισαν, περί του λόγου της ζωής —και η ζωή εφανερώθη και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον, ήτις ην προς τον πατέρα και εφανερώθη ημίν— ό εωράκαμεν και ακηκόαμεν, απαγγέλλομεν υμίν, ίνα και ημείς κοινωνίαν έχητε μεθ’ ημών και η κοινωνία δε η ημετέρα μετά του πατρός και του υιού αυτού Ιησού Χριστού» (Α’ Ιωάν. α’ 1-3). Είναι φανερός ο σύνδεσμος θέας και μαρτυρίας. Θεάσεως και απαγγελίας, και ευαγγελισμού και συν-κοινωνίας και άλλων στο άρρητο αυτό θέαμα. Αυτό είναι το μυστικό και η βιωματική αφετηρία κάθε ιεραποστολικής προσφοράς και προοπτικής. Τίποτε άλλο. Τα άλλα όλα είναι δευτερεύοντα συμπληρώματα. Η πηγή της ιεραποστολικής θέρμης και δράσεως είναι το γεγονός ότι ο ιεραπόστολος «είδε» και θεάται εξακολουθητικά τον Ιησούν. Και γίνεται η βίωσή του αυτή φωνή. Και γίνεται όλη φωτιά. Και συνεχίζει με εσωτερική βεβαιότητα το έργο εκείνων που πρώτοι είδαν τον Ιησού. Τον ανακάλυψαν εκείνοι και μας είπαν τι ήταν αυτό που βρήκαν. Τον γευτήκαμε και εμείς ελάχιστα και βλέπουμε ότι είχαν τόσο δίκαιο στις διακηρύξεις τους. Αυτή η ελάχιστη εμπειρία μας πρέπει να γίνει πιο μεγάλη και πιο βαθειά. Να ανάβει τη λαχτάρα να θεαθούμε πιο πολύ τον Ιησού. Να τον θεαθούμε όσο γίνεται και στη γη τούτη, αλλά να τον θεώμεθα και στον ουρανό όπου «πάντοτε συν Κυρίω εσόμεθα» (Α’ Θεσ. δ΄17) «θεωρούντες την δόξαν» του (Ιωάν. ιζ’ 24) προχωρώντας εκ μακαριότητος εις μακαριότητα…

πεμπτουσία

Δευτέρα, Απριλίου 23, 2012

Γέροντας Πορφύριος:Θέλεις να δεις τον Ιησού Χριστό;



Θέλεις να δεις τον Ιησού Χριστό; «Έλα και δες», λέει ο απόστολός Του. Ο Κύριος υποσχέθηκε στους μαθητές Του ότι θα είναι μαζί τους παντοτινά «ως τη συντέλεια του κόσμου». Και, πραγματικά, είναι μαζί τους μέσα στο άγιο Ευαγγέλιο και στα Μυστήρια της Εκκλησίας. 
Τον Χριστό δεν Τον βλέπουν όσοι δεν πιστεύουν στο Ευαγγέλιο. Αυτοί δεν Τον βλέπουν, γιατί είναι τυφλωμένοι από την απιστία.
Θέλεις ν' ακούσεις τον Χριστό; Σου μιλάει με το Ευαγγέλιο. Μην περιφρονείς τη σωτήρια φωνή Του. Φύγε μακριά από την αμαρτωλή ζωή και άκου με προσοχή τη διδασκαλία Του, που είναι η αιώνια ζωή.

Θέλεις να σου φανερωθεί ο Χριστός; Ο Ίδιος σε διδάσκει πως θα το πετύχεις: «Όποιος κρατά τις εντολές μου και τις εκτελεί, αυτός με αγαπά  κι αυτός που με αγαπά, θα αγαπηθεί από τον Πατέρα μου, κι εγώ θα τον αγαπήσω και θα του φανερώσω τον εαυτό μου».

Φυλάξου από τη φαντασία σου, που μπορεί να σου δημιουργήσει την εντύπωση ότι βλέπεις τον Ιησού Χριστό, ότι Τον αγγίζεις, ότι Τον αγκαλιάζεις. Δεν πρόκειται παρά για μια ολέθρια αυταπάτη, ένα μάταιο παιχνίδι υπερηφάνειας, επάρσεως, αλαζονείας ή, όπως ονομάζεται από τους ασκητικούς συγγραφείς, οιήσεως.

Αν τηρείς τις εντολές του Κυρίου, με τρόπο θαυμαστό θα δεις τον Κύριο μέσα σου, όπως Τον έβλεπε ο απόστολος Παύλος και όπως ζητούσε να Τον βλέπουν και οι άλλοι χριστιανοί, θεωρώντας πως όσοι δεν το είχαν κατορθώσει, δεν είχαν φτάσει στην κατάσταση που έπρεπε ως χριστιανοί." 

Η ΘΕΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ
πηγή:εδώ
κι εδώ 

Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής- Θαύματα του αγίου Γεωργίου


Στὴν Παφλαγονία τοῦ Πόντου τιμοῦσαν πολὺ τὸν Ἅγιο καὶ μάλιστα εἶχαν κτιστεῖ πρὸς τιμὴν του πολλοὶ ναοί. Ὅλοι τιμοῦσαν τὸν Ἅγιο τόσο ὥστε κάθε οἰκογένεια νὰ δίνει τὸ ὄνομά του σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀρσενικὰ παιδιά της. Τοῦτο συνέβη καὶ σὲ μία εὐσεβὴ οἰκογένεια. Ἐμεγάλωσε τὸ παιδί της ποὺ ἦταν φρόνιμο, ἠθικό, συνετό, καὶ ὅταν ἔγινε εἴκοσι χρόνων τὸν κάλεσαν στὸ στρατό. Στὶς μάχες ποὺ ἔγιναν ἐναντίον τῶν βαρβάρων πολλοὶ Χριστιανοὶ μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ νεαρὸς Γεώργιος, ἔπεσαν σὲ ἐνέδρα, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἄλλους ἔσφαξαν, ἄλλους ἔκαμαν ὑπηρέτες καὶ ἄλλους πώλησαν δούλους. Ὁ Γεώργιος ἔγινε ὑπηρέτης κάποιου ἀξιωματικοῦ, ποὺ τὸν ἐκτίμησε πολύ.
Οἱ γονεῖς του Γεωργίου γιὰ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο ἐπενθοῦσαν καὶ ἔκλαιγαν ἀπαρηγόρητοι γιὰ τὸ χαμένο τοὺς παιδί. Καθημερινὰ ἐπήγαιναν στὴν ἐκκλησία καὶ γονατιστοὶ παρακαλοῦσαν θερμὰ τὸν Θεὸ νὰ τοὺς φανερώσει τί ἀπέγινε τὸ ἀγαπημένο τους παιδί.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Γεώργιος ἀπὸ τὴν ἐξορία του προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν σκλαβιὰ καὶ νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ συναντηθεῖ μὲ τοὺς ἀγαπημένους του γονεῖς. Ἐπέρασε λοιπὸν ἕνας χρόνος ἀπὸ τότε ποὺ ἐξαφανίστηκε. Ἔφθασε μάλιστα καὶ ἡ γιορτὴ τοῦ Ἁγίου καὶ οἱ γονεῖς, ποὺ πάντα εἶχαν τὴν ἐλπίδα ὅτι τὸ παιδί τους ζεῖ, ἐκάλεσαν τοὺς συγγενεῖς τους γιὰ δεῖπνο.
Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὁ ἀξιωματικὸς τοῦ Γεωργίου τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ πλύνει τὰ πόδια πρὶν ἀπὸ τὸ φαγητὸ καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ Γεώργιος πῆγε νὰ ζεστάνει νερό. Ὅλη τὴν ἡμέρα ὁ Γεώργιος ἔκλαιγε καὶ παρακαλοῦσε τὸν Ἅγιό του ποὺ γιόρταζε νὰ τὸν ἐλευθερώσει καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει κοντὰ στοὺς γονεῖς του. Μόλις τὸ νερὸ ἔβρασε καὶ τὸ ἑτοίμασε γιὰ τὸν ἀφέντη του, παρουσιάστηκε μπροστά του ὁ Ἅγιος ἔφιππος σ᾿ ἕνα ἄσπρο ἄλογο καὶ ἀφοῦ ἀνέβασε τὸν νέο σ᾿ αὐτὸ ἀμέσως, τὸν ἔφερε στὸ σπίτι του τὴν ὥρα ποὺ βρισκόταν ὅλοι οἱ καλεσμένοι στὸ τραπέζι. Ἔμειναν ὅλοι τότε ἔκθαμβοι καὶ ὅταν ἐκεῖνος τοὺς ἀφηγήθηκε τὸ θαῦμα μὲ κάθε λεπτομέρεια, ὅλοι γεμάτοι χαρὰ ἐδόξασαν τὸ Θεό.
Στὴν Μυτιλήνη ἦλθαν πειρατὲς ἀπὸ τὴν Κρήτη γιὰ νὰ κλέψουν, λεηλατήσουν καὶ αἰχμαλωτίσουν ὅσο τὸ δυνατὸ περισσότερους μποροῦσαν. Σκέφθηκαν, λοιπόν, νὰ κάνουν τὴν ἐπιδρομή τους τὴν ἡμέρα τῆς γιορτῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ποὺ ὅλοι θὰ βρισκόταν συγκεντρωμένοι στὴν ἐκκλησία. Πραγματικὰ οἱ κουρσάροι ἔκαναν τὴν ἐπίθεσή τους καὶ μεταξὺ αὐτῶν ποὺ αἰχμαλώτισαν ἦταν καὶ ἕνας πολὺ ὡραῖος νέος, ὁ γιὸς μίας πλούσιας χήρας. Οἱ κουρσάροι τὸν χάρισαν στὸν Ἀμιρᾶν τῆς Κρήτης ποὺ τὸν ἔβαλε ὑπηρέτη τῆς τράπεζάς του.
Ἡ μάνα του ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ χάθηκε ὁ γιός της ἔκλαιγε καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ καὶ τὸν Ἅγιο νὰ τῆς φανερώσει τὸ χαμένο της παιδί. Ὁ Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος δὲν βράδυνε νὰ ἐκπληρώσει τὸν πόνο τῆς πονεμένης μάνας. Καὶ ἐνῷ ὁ νέος ἑτοιμαζόταν νὰ προσφέρει κρασὶ στὸν Ἀμιρᾶν, ὁ Ἅγιος Γεώργιος τὸν ἅρπαξε καὶ τὸν μετέφερε στὴν μάνα του. Καὶ οἱ δυὸ δὲν πίστευαν στὰ μάτια τους. Ὅταν συνῆλθαν δόξαζαν τὸν Θεὸ καὶ τὸν Ἅγιο γιὰ τὸν παράξενο τρόπο τῆς ἀπελευθέρωσης.


διαβάστε τον βίο και άλλα θαύματα εδώ , όπου και η πηγή

Σάββατο, Απριλίου 21, 2012

Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος Εἰς τὴν Καινὴν Κυριακὴν καὶ εἰς τὸν Ἀπόστολον Θωμᾶν




Ὅταν μπῆκε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητάς του, ἐνῷ οἱ πόρτες ἦσαν κλεισμένες καὶ βγῆκε πάλι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὁ Θωμᾶς ἔλειπε μονάχα. Ἦταν κι αὐτὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας. Ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ μαθητοῦ νὰ προξενήσῃ περισσότερη ἀσφάλεια καὶ βεβαιότητα. Γιατὶ ἂν ἦταν μαζὶ ὁ Θωμᾶς, δὲ θὰ εἶχε βέβαια ἀμφιβολία· κι ἂν δὲν εἶχε ἀμφιβολία, δὲν θὰ ζητοῦσε μ᾿ ἐπιμονή· καὶ ἂν δὲν ζητοῦσε, δὲ θὰ ψηλαφοῦσε· ἂν ὅμως δὲν ψηλαφοῦσε, δὲ θὰ ὡμολογοῦσε τὸν Κύριο καὶ Θεὸ κι ἂν δὲν ὡμολογοῦσε Κύριο καὶ Θεό, τὸ Χριστό, δὲ θὰ εἴχαμε ἐμεῖς διδαχθῆ νὰ τὸν δοξολογοῦμε μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο. Ὥστε μὲ τὴν ἀπιστία του ὁ Θωμᾶς μᾶς ποδηγέτησε πρὸς τὴν ἀλήθεια καὶ ὅταν ᾖρθε ὕστερα σταθεροποίησε τὴν πίστη μας.Έλεγαν λοιπὸν οἱ μαθηταὶ στὸ Θωμᾶ ὅταν ᾖρθε. Ἔχομε δεῖ τὸν Κύριο, ἔχομε δεῖ αὐτὸν ποὺ εἶπε· ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ἔχομε δεῖ αὐτὸν ποὺ εἶπε ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀλήθεια· καὶ βρήκαμε τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων νὰ λάμπῃ μέσα στὰ πράγματα. Ἔχομε δεῖ αὐτὸν ποὺ εἶπε· σὲ τρεῖς ἡμέρες σηκώνομαι, κι ἀφοῦ εἴδαμε μὲ τὰ μάτια μας τὴν ἀνάσταση προσκυνήσαμε αὐτὸν ποὺ ἀναστήθηκε. Τὸν ἀκούσαμε νὰ μᾶς λέῃ «εἰρήνη σ᾿ ἐσᾶς», κι ἀλλάξαμε τὸ σκοτισμὸ τῆς λύπης σὲ γαλήνια χαρά. Εἴδαμε τὰ χέρια του ποὺ δέχτηκαν τὶς αἰχμὲς τῶν καρφιῶν, εἴδαμε τὰ χέρια ποὺ κατηγοροῦν τὴ λύσσα τῶν θεομάχων σκυλιῶν, εἴδαμε τὰ χέρια ποὺ ὕφαναν τὴν ἀφθαρσία μας. Εἴδαμε καὶ τὴν πλευρὰ ποὺ κραυγάζει καθαρώτερα ἀπὸ κάθε κήρυκα τὴν καλωσύνη τοῦ πληγωμένου. Εἴδαμε τὴν ἴδια τὴν πλευρά, ποὺ οἱ ἄγγελοι ὑμνοῦν καὶ οἱ πιστοὶ σέβονται καὶ οἱ δαίμονες τρέμουν. Δεχτήκαμε καὶ τὴ θεϊκὴ πνοὴ ἀπὸ τὸ θεϊκὸ στόμα του, φύσημα πνευματικό, φύσημα ποὺ σκορπίζει κάθε χάρη. Ὁ ἐξουσιαστὴς ἔδωσε καὶ σ᾿ ἐμᾶς ἐξουσία νὰ συγχωροῦμε τὰ σφάλματα. Ἀποκτήσαμε τὸ δικαίωμα νὰ κρίνωμε τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀφοῦ μᾶς ἔδωσε τέτοια ἐντολή. Ἂν ἀφήσετε τὶς ἁμαρτίες μερικῶν, ἀφήνονται· ἂν μερικῶν τὶς κρατήσετε, κρατοῦνται. Τέτοια βαθειὰ χαρὰ πήραμε ἀπ᾿ τὸ Σωτῆρα, τέτοια δῶρα ἀπολαύσαμε. Ἀδύνατο νὰ μὴν πλουτίσωμε, ἀφοῦ μας ἔτυχε τέτοιος Κύριος. Ἔμεινε φτωχὸς μόνο αὐτὸς ποὺ δὲ βρέθηκε μαζί μας. Κι ὁ Θωμᾶς τί τοὺς εἶπε. Ἔχετε δεῖ τὸν Κύριο; Καλά. Αὐτὸν ποὺ εἴδατε λοιπὸν νὰ τὸν σέβεστε πιὸ πολύ. Αὐτὸν ποὺ παρατηρήσατε, νὰ τὸν κηρύττετε ἀδιάκοπα. Ἐγὼ ὅμως, ἂν δὲ δῶ μέσα στὶς παλάμες του τὰ ἴχνη τῶν καρφιῶν καὶ δὲ βάλω τὸ δάχτυλό μου στὸ σημάδι ἀπ᾿ τὰ καρφιὰ καὶ δὲ βάλω τὸ χέρι μου στὴν πλευρά του, δὲ θὰ πιστέψω. Κι ἐσεῖς δὲ θὰ πιστεύατε, ἂν δὲν βλέπατε πρῶτα· ἔτσι κι ἐγὼ ἂν δὲν ἰδῶ δὲ θὰ πιστέψω»


 Ἔτσι ἐπειδὴ ὁ Θωμᾶς εἶχε ἀμφίβολη γνώση, σὲ ὀχτὼ μέρες ὁ Δεσπότης ξαναῆρθε πάλι στοὺς μαθητάς του ποὺ ἦταν συγκεντρωμένοι ὅλοι μαζί. Ἄφησε πρῶτα νὰ κατηχηθῆ ὁ Θωμᾶς ἀπὸ τοὺς συμμαθητάς του στὶς ἐνδιάμεσες μέρες. Παραχώρησε νὰ φλογιστῇ ἀπὸ τὴ δίψα νὰ τὸν ἀντικρύσῃ. Κι ὅταν ἡ ψυχή του ἄναψε ἀπὸ τὸν σφοδρὸ πόθο τῆς θέας του, τότε στὴν ὥρα πάνω ὁ ποθητὸς βρῆκε αὐτόν, ποὺ τὸν ποθοῦσε. Ὅμοια, ὅπως καὶ πρῶτα, μὲ κλεισμένες τὶς πόρτες τὸ ἔκανε αὐτὸ καὶ ξανά, ὅπως καὶ πρῶτα, τοὺς εἶπε· «εἰρήνη σ᾿ ἐσᾶς», γιὰ νὰ ταυτιστῇ τὸ πρᾶγμα μὲ τὸ θαῦμα καὶ γιὰ νὰ βεβαιώσῃ τὸ λόγο τῶν ἀποστόλων καὶ γιὰ νὰ παραστήσῃ τὴν ἀκρίβεια τοῦ δεύτερου ἐρχομοῦ του. Ἔπειτα εἶπε στὸ Θωμᾶ. Βάλε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ καὶ ἰδὲς τὰ χέρια μου. Τί ὕψος ἀπέραντης φιλανθρωπίας! Τί πέλαγος ἀμέτρητης συγκαταβάσεως! Δὲν περίμενε τὴν προσέλευση τοῦ μαθητοῦ, δὲν περίμενε νὰ πλησιάσῃ αὐτὸς ποὺ εἶχε ἀνάγκη, νὰ παρακαλέσῃ καὶ νὰ ἐπιτύχῃ ὅτι ἤθελε. Μήτε γιὰ λίγο δὲν τὸν στέρησε ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ ἀγαπημένος αὐτὸν ποὺ τὸν ἀγαποῦσε μὲ τὴ βία τραβοῦσε κοντά του, ὁ ἴδιος ἔσυρε στὴν πληγὴ τὸ δάχτυλο ἐκείνου ποὺ εἶχε τὸν πόθο, ὁ ἴδιος με τὴ δεσποτικὴ γλῶσσα του, τράβηξε τὸ δουλικὸ χέρι λέγοντας σ᾿ αὐτόν. Βάλε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ καὶ ἰδὲς τὰ χέρια μου.

Ἰδὲς τὰ χέρια μου, καὶ τὸ ἀληθινὸ γεγονὸς τῆς ἀναστάσεώς μου μὴ νομίσῃς πῶς εἶναι μία φαντασία. Κράτησε αὐτὰ τὰ χέρια, σὰν ὁμήρους γιὰ τὸν ξαναγεννημό σας. Κράτησε αὐτὰ τὰ χέρια, σὰν ἐνέχυρα γιὰ τὴν ἀνάστασή σας μέσα ἀπὸ τὸν τάφο. Κράτησε αὐτὰ τὰ χέρια, σὰν ἄγκυρα ποὺ ἔπεσε στὸ βυθὸ τοῦ Ἅδη. Καμμιὰ χειμωνιὰ τῆς ζωῆς μὴ φοβηθῇς, καμμιὰ ζάλη τοῦ κόσμου ἂς μὴ σὲ ζαλίσῃ. Μὴ φοβηθῇς τὸ φύσημα τῶν ἀντιθέτων ἀνέμων, ἂς μὴ σὲ ἀνησυχήσουν οἱ καταιγίδες κι οἱ σκόπελοι τῆς θάλασσας τῶν ἐχθρῶν. Πέρνα μὲ θάρρος τὸ πέλαγος τῆς ζωῆς, ταξίδευε κρατώντας τὴν ἄγκυρα τοῦ πνεύματος, ταξίδευε ἔχοντας μπροστά σου σὰν λιμάνι τὸν οὐρανό. Ταξίδευε καὶ νὰ φοβᾶσαι μόνο τῆς ἀρνήσεώς μου τὸ ναυάγιο. Περιγέλα τὸ θάνατο σὰ νεκρό, περίπαιζε τὴ φθορὰ σὰν ἀνίσχυρη. Ἀποδέχου γιὰ χάρη μου τὸ τέλος τῆς ζωῆς σὰν ἀρχὴ μιᾶς πιὸ ἐσωτερικῆς ζωῆς καὶ φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου. Ἄντλησε μὲ τὸ χέρι σου ἀπὸ τὴ βρύση αὐτὴ τῆς ζωῆς τὸ νᾶμα ποὺ ποθεῖς, τὴ δίψα σου ἀνακούφισε. Φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου. Βάλε τὸ χέρι στὸ ἰατρεῖο τῆς πλάσης καὶ βγάλε τὸ φάρμακο τῆς ἐπιθυμίας σου. Δέχομαι ἄγγιγμα χεριοῦ ποὺ μ᾿ ἀγαπᾷ ἐγὼ ποὺ δέχτηκα τὴν πληγὴ τῆς λόγχης. Φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου, γιὰ νὰ μπορεῖς ν᾿ ἀγωνίζεσαι γι᾿ αὐτήν, γιὰ νὰ μπορεῖς ν᾿ ἀποκριθῇς σ᾿ αὐτοὺς ποὺ πολεμοῦν τὴν ἀλήθεια, ὅτι μὲ εἶδες μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ μ᾿ ἀναγνώρισες καὶ μὲ ψηλάφησες προσεκτικά. Φέρε τὸ χέρι σου καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου. Γιὰ σένα τὴν ἄφησα ἔτσι ἐγὼ ποὺ θεράπευσα τὰ σώματα καὶ τὶς ψυχὲς τῶν ἄλλων. Πρόβλεψα σὰν Θεὸς ὅτι θὰ θελήσῃς νὰ τὴ δῇς ἔτσι καὶ βλέποντας τ᾿ ἀχνάρια τοῦ πάθους στὴν σάρκα μου θέλησα νὰ θεραπεύσῃς τὸ πάθος τῆς ψυχῆς σου. Φέρε τὸ χέρι σου, καὶ βάλτο στὴν πλευρά μου ποὺ τὴ φύλαξα ἔτσι μὲ κάποιο σκοπό. Ὅταν γυρίσω πάλι ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ καθίσω σὲ θρόνο κριτὴς ζωντανῶν καὶ νεκρῶν νὰ ἰδοῦν οἱ Ἑβραῖοι κατάματα τὰ ἔργα τῆς κακίας τους καὶ μόνοι τους ν᾿ αὐτοδικαστοῦν - καὶ μὴ φανῇς ἄπιστος ἀλλὰ πιστός. Κακὸ ἡ ἀπιστία, κάνει τὸν νοῦ νὰ βουλιάξῃ. Ἢ πίστη τὸν ἀναρπάζει στὸν οὐρανό. Ἡ ἀπιστία τυφλώνει τὴν ψυχή. Ἡ πίστη σκορπᾷ τὸ φῶς της στοὺς λογισμούς. ἡ πίστη καὶ τὰ ἀόρατα κατακάθαρα βλέπει, ὁ ἄπιστος εἶναι σ᾿ ἄγνοια ὁλοκληρωτική. Μὴ γίνῃς ἄπιστος ἀλλὰ πιστός. Παραμέρισε τὸ νέφος τῆς ἀπιστίας καὶ κοίταξε τὶς καθαρὲς ἀκτῖνες τῆς πίστης. Γίνου μέσα σὲ ὅλους ἄξιος ἀπόστολος τῆς θεότητάς μου. Γίνου τέτοιος ὅπως πρέπει νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ μὲ συνάντησε καὶ εἶδε τέτοια ὅπως ἐσύ. Ὅμοια μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους σὲ κάλεσα, ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς σὲ τίμησα, ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς ὁπλίσου. Ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς εἶδες ὅ,τι εἶδαν, ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς σὲ ἐμπιστεύθηκα σὰ φίλο, ὅλο μου τὸ μυστήριο, ὅμοια μ᾿ αὐτοὺς κήρυξε τὴ δύναμή μου. Μὴν πῶς πάλι, ἀφοῦ μὲ εἶδες μία φορά. Ἂν δὲ δῶ πάλι στὰ χέρια του τὰ σημάδια τῶν καρφιῶν δὲ θὰ πιστέψω. Ὅσο εἶμαι μαζί σας ἄφησε ἐλεύθερη, ὅπως θέλεις, τὴν περιέργειά σου. Ὅσο ἔχεις δίπλα σου τὸ οὐράνιο κλῆμα ὅλα τὰ κλαδιὰ καὶ τὰ σταφύλια τοῦ ἐρεύνησε. Θ᾿ ἀνεβῶ στοὺς οὐρανούς, ἀπ᾿ ὅπου ᾖρθα στὴ γῆ, θ᾿ ἀνεβῶ, ὅπου εἶμαι. Θ᾿ ἀνεβῶ μὲ τὴν ἀνθρωπίνη φύση μου ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅπου γιὰ χάρη σὰς κατέβηκα μὲ τὴ θεία μου φύση. Θ᾿ ἀνεβῶ μ᾿ αὐτό μου τὸ σῶμα, ἂν καὶ χωρὶς αὐτὸ ᾖρθα ἀπὸ κεῖ κι ἔμεινα ἐκεῖ πέρα. Θ᾿ ἀνεβῶ στοὺς κόλπους τοὺς πατρικοὺς μὲ τὴ δική σας φύση, ἂν καὶ εἶμαι στοὺς κόλπους τοῦ πατέρα. Τελείωσα τὸ ἔργο μου γιὰ χάρη τοῦ ἔκανα αὐτὴ τὴν πορεία. 


Ἀφοῦ ἄγγιξε λοιπὸν ὁ Θωμᾶς τὰ χέρια τοῦ Κυρίου καὶ τὴ θεία πλευρὰ γέμισε ἀπὸ δειλία καὶ ἀπὸ χαρὰ μαζὶ βλέποντας αὐτὰ ποὺ ἐπιθύμησε καὶ ἀμέσως ξεσπᾷ σὲ ὕμνο τοῦ Κυρίου κραυγάζοντας. Κύριέ μου καὶ Θεέ μου. Σὺ εἶσαι ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεός. Σὺ εἶσαι ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ φιλάνθρωπος. Σὺ εἶσαι ξενόφερτος καὶ παράξενος γιατρὸς τῆς πλάσης. Δὲν κόβεις μὲ τὸ νυστέρι τ᾿ ἄρρωστα μέλῃ, δὲν καῖς μὲ τὴ φωτὰ τὶς πληγές, δὲν μαζεύεις ἀπ᾿ τὰ βοτάνια τὴν δύναμη τῶν φαρμάκων σου, δὲ δένεις μὲ ὁρατοὺς ἐπιδέσμους τὶς πληγὲς ποὺ μᾶς ἀφανίζουν. Διαθέτεις ἀόρατους ἐπιδέσμους ἀγάπης, ποὺ ἀόρατα τονώνουν τὰ καταπονημένα μέλη. Ἔχεις λόγο ποὺ εἶναι πιὸ κοφτερὸς ἀπὸ τὸ μαχαῖρι. Ἔχεις λόγο πιὸ δυνατὸ ἀπ᾿ τὴ φωτιά. Ἔχεις βλέμμα ἀπ᾿ τὸ φάρμακο πιὸ ἁπαλό. Σὰν δημιουργὸς ἁγιάζεις χωρὶς κόπο τὸ δημιούργημά σου, σὰν πλάστης χωρὶς νὰ κουραστῇς μεταπλάθεις τὰ πλάσματά σου. Σὺ κατὰ τὸ θέλημά σου τοὺς λεπροὺς καθάρισες, τοὺς κουτσούς τους ἔκανες νὰ τρέχουν, τοὺς παράλυτους νὰ σηκώνουν τὰ κρεβάτια τους, τοὺς γεννημένους τυφλοὺς τοὺς προστάζεις νὰ πετάξουν μὲ νίψιμο τὸ σκοτάδι. Ἐξώρισες τοὺς δαίμονες ἀπ᾿ τὰ δημιουργήματά σου, μὲ θέλημά σου πιάστηκες ἀπ᾿ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἀπ᾿ τοὺς Ἑβραίους, τὰ πάντα δέχτηκες γιὰ μένα στὸ σῶμα σου. Ὦ Κύριε καὶ Θεέ μου.


ολόκληρο εδώ

Παρασκευή, Απριλίου 20, 2012

Η πασχάλια χαρά. (Καλλίστου Ware, Μητροπ. Διοκλεἰας)





 
     Το Πάσχα, η γιορτή της Ανάστασης του Σωτήρος, είναι πάνω απ’ όλα μια γιορτή μεγάλης χαράς. Όταν ο αναστημένος Χριστός συναντά τις μυροφόρες καθώς φεύγουν από το μνήμα, το πρώτο πράγμα που τους λέει είναι η λέξη «Χαίρετε» (Ματθ. 28,9). Όσον αφορά σ’ αυτή την πασχάλια χαρά, τρία σημεία έχουν ιδιαίτερη αξία: είναι χαρά προσωπική, είναι χαρά συμπαντική και είναι χαρά ευχαριστιακή.
     Το Πάσχα είναι μια χαρά προσωπική. Έτσι καταπώς το βεβαιώνουμε στον πασχάλιο κανόνα της αναστάσιμης ακολουθίας: «Χθες συνεθαπτόμην σοι, Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον αναστάντι σοι». Ο Θάνατος του Σωτήρος, η Ταφή και η Τριήμερος Ανάστασή Του, δεν υπάρχουν για να τα ατενίζουμε απλά ως συμβάντα του απώτερου παρελθόντος, αλλά για να τα βιώνει ο καθένας μας ως τεκταινόμενα μέσα στην ίδια του τη ζωή. Υπάρχουν για να είναι άμεσα και προσωπικά. Εγώ σταυρώνομαι με τον Χριστό, εγώ θάβομαι μαζί Του και είμαι εγώ που ανασταίνομαι εκ νεκρών μαζί μ’ Εκείνον. Η Ανάσταση του Χριστού είναι ταυτόχρονα και η ανακαίνιση η δική μου, η επαναδημιουργία μου. Είναι ευλογημένοι όσοι το αισθάνονται αυτό στην καρδιά τους τη νύχτα της Αναστάσεως!
     Το Πάσχα είναι μια χαρά συμπαντική. Οι ακτίνες του αναστάσιμου φωτός διεισδύουν σ’ ολόκληρη την κτίση. Μέσα από εμάς, τους ανθρώπους, η πασχάλια χαρά κοινωνείται στον κόσμο της φύσης – στα ζώα, στον αέρα, στο νερό, σε καθετί που έρχεται στη ζωή την άνοιξη. Και πάλι, ο αναστάσιμος κανόνας τονίζει εμφατικά αυτό το στοιχείο: «Ουρανοί μεν επαξίως ευφραινέσθωοαν. γη δε αγαλλιάσθω, εορταζέτω δε κόσμος, ορατός τε άπας και αόρατος· Χριστός γαρ εγήγερται». Στην Ορθόδοξη Ρωσία, υπήρχε κάποτε το έθιμο -μπορεί και να επιβιώνει μέχρι σήμερα σε κάποιες περιοχές- να σταματάνε οι αγρότες, γυρίζοντας από την αναστάσιμη ακολουθία και κρατώντας το άγιο φως, στους στάβλους των ζώων, και να ψέλνουν τον αναστάσιμο ύμνο στα άλογα και τα κοπάδια – « Χριστός ανέστη εκ νεκρών…». Δεν υπήρχε τίποτα το γλυκερό σ’ αυτό· ήταν μια αναγνώριση της ζωντανής αλήθειας. Οι άνθρωποι δεν σώζονται από τον κόσμο, αλλά μαζί με τον κόσμο. Ευλογημένοι είναι αυτοί που κατά τη διάρκεια της αναστάσιμης νύχτας εισέρχονται σε έναν μεταμορφωμένο κόσμο!
      Το Πάσχα είναι επίσης μια χαρά ευχαριστιακή. Ο Κύριος
δεν αποσύρθηκε από ανάμεσά μας κατά την Ανάληψη, αλλά μας άφησε τη Θεία Ευχαριστία ως έναν διαρκή δεσμό.
Τρώγοντας τον ουράνιο Άρτο και πίνοντας από το Ποτήριο
της ζωής, ενωνόμαστε, εν Πνεύματι Αγίω, με τον αναστημένο και δεδοξασμένο Χριστό. Για να παραπέμψουμε για μια ακόμη φορά στον αναστάσιμο κανόνα: «Ω Πάσχα το μέγα. και ιερώτατον Χριστέ, ω σοφία και Λόγε, του Θεού και δύναμις, δίδου ημίν εκτυπώτερον. σου μετασχείν, εν τη Ανεσπέρω ημέρα της βασιλείας σου». Η πασχαλιά χαρά σχετίζεται άμεσα με τη χαρά της Κοινωνίας. Δεχόμενοι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού στην Ευχαριστία, συμμετέχουμε από τώρα στο Μεσσιανικό Δείπνο, που θα γευτούμε «εκτυπώτερον» κατά την «ανέσπερη ημέρα» της ουράνιας Βασιλείας.
     Το Πάσχα είναι ακριβώς η αφετηρία, ο διαφανής και αμετάθετος εγκαινιασμός αυτής της «ανέσπερης ημέρας». Κι είναι πραγματικά ευλογημένοι εκείνοι που, καθώς λαμβάνουν τη Θεία Κοινωνία το βράδυ της Αναστάσεως, βιώνουν την παρουσία της ερχόμενης Βασιλείας!

(Πηγή: «Πάσχα το τερπνόν», εκδ. Ακρίτας, σ. 23-25)


 http://fdathanasiou.wordpress.com/

Κυριακή, Απριλίου 15, 2012

Ω Πάσχα το μέγα και ιερώτατον Χριστέ !



Του Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου

Αν είσαι Σίμων Κυρηναϊος, σήκωσε το σταυρό και ακολούθησέ Τον. Αν σταυρωθείς μαζί Του ως ληστής, γνώρισε το Θεό σαν ευγνώμων δούλος. Αν κι ' Εκείνος λογιάσθηκε με τους ανόμους για χάρη σου και την αμαρτία σου, γίνε συ έννομος για χάρη Εκείνου. Προσκύνησε αυτόν που κρεμάσθηκε στο σταυρό για σένα, έστω κι αν κρέμεσαι κι εσύ. Κέρδισε κάτι κι απ' την κακία. Αγόρασε τη σωτηρία με το θάνατο. Μπες με τον Ιησού στον Παράδεισο, ώστε να μάθεις από τι έχεις ξεπέσει. Δες τις εκεί ομορφιές. Άσε το ληστή που γογγύζει, να πεθάνει έξω μαζί με τη βλασφημία του. Κι αν είσαι Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ζήτησε το σώμα απ' το σταυρωτή. Ας γίνει δικό σου αυτό που καθάρισε τον κόσμο. Κι αν είσαι Νικόδημος, ο νυκτερινός θεοσεβής, ενταφίασέ τον με μύρα. Κι αν είσαι κάποια Μαρία ή η άλλη Μαρία ή η Σαλώμη ή η Ιωάννα, δάκρυσε πρωί-πρωί. Δες πρώτη την πέτρα σηκωμένη, ίσως δε και τους αγγέλους κι αυτόν τον ίδιο τον Ιησού. Πες κάτι, άκουσε τη φωνή. Αν ακούσεις «Μη μ' αγγίζεις», στάσου μακριά, σεβάσου το Λόγο, αλλά μη λυπηθείς. Γιατί ξέρει σε ποιους θα φανερωθεί πρώτα. Καθιέρωσε την Ανάσταση. Βοήθησε την Εύα, πού 'πεσε πρώτη, και πρώτη να χαιρετήσει το Χριστό και να το ανακοινώσει στους μαθητές. Γίνε Πέτρος ή Ιωάννης. Σπεύσε στον τάφο, τρέχοντας μαζί ή προπορευόμενος, συναγωνιζόμενος τον καλό συναγωνισμό. Κι αν σε προλάβει στην ταχύτητα, νίκησε με το ζήλο σου, όχι παρασκύβοντας στο μνημείο, αλλά μπαίνοντας μέσα. Κι αν σαν Θωμάς χωρισθείς απ' τους συγκεντρωμένους μαθητές, στους οποίους εμφανίζεται ο Χριστός, όταν τον δεις, μην απιστήσεις. Κι αν απιστήσεις, πίστεψε σ' αυτούς που στο λένε. Κι αν ούτε και σ' αυτούς πιστέψεις, δείξε εμπιστοσύνη στα σημάδια των καρφιών. Αν κατεβαίνει στον Άδη, κατέβα μαζί Του. Γνώρισε και τα εκεί μυστήρια του Χριστού, ποιο είναι το σχέδιο της διπλής καταβάσεως, ποιος είναι ο λόγος της: απλώς σώζει τους πάντες με την εμφάνιση Του ή κι εκεί ακόμα αυτούς που τον πιστεύουν;

Τώρα δε είμαστε αναγκασμένοι ν' ανακεφαλαιώσουμε το λόγο ως εξής: Δημιουργηθήκαμε, για να ευεργετηθούμε. Ευεργετηθήκαμε, επειδή δημιουργηθήκαμε. Μας δόθηκε ο Παράδεισος, για να ευτυχήσουμε. Λάβαμε εντολή, για να ευδοκιμήσουμε με τη διαφύλαξή της, όχι γιατί ο Θεός αγνοούσε αυτό που θα γινόταν, αλλά γιατί νομοθετούσε το αυτεξούσιο. Απατηθήκαμε, γιατί μας φθόνησαν. Ξεπέσαμε, γιατί παραβήκαμε την εντολή. Είμαστε αναγκασμένοι σε νηστεία, γιατί δε νηστεύσαμε, καθώς εξουσιασθήκαμε απ' το δένδρο της γνώσης. Γιατί ήταν παλιά η εντολή και σύγχρονη με μας, σαν κάποια διαπαιδαγώγηση της ψυχής και σωφρονισμό απ' τις απολαύσεις. Τη λάβαμε εύλογα, για να απολαύσουμε με την τήρησή της αυτό που χάσαμε με τη μη διαφύλαξή της. Χρειασθήκαμε Θεό που σαρκώθηκε και πέθανε, για να ζήσουμε. Νεκρωθήκαμε μαζί Του, για να καθαρισθούμε. Αναστηθήκαμε μαζί Του, επειδή μαζί Του και νεκρωθήκαμε. Συνδοξασθήκαμε, επειδή συναναστηθήκαμε.

Είναι πολλά μεν λοιπόν τα θαύματα της τότε εποχής: Θεός που σταυρώνεται, ήλιος που σκοτίζεται και πάλι ανατέλλει (γιατί έπρεπε και τα κτίσματα να συμπάσχουν με τον Κτίστη). Καταπέτασμα που σχίζεται, αίμα και νερό που χύνεται απ' την πλευρά (το μεν αίμα, γιατί ήταν άνθρωπος, το δε νερό γιατί ήταν πάνω απ' τον άνθρωπο). Γη, που σείεται, πέτρες που σχίζονται για χάρη της πέτρας (που είναι ο Χριστός), νεκροί που ανασταίνονται, ως επιβεβαίωση της τελευταίας και κοινής αναστάσεως. Τα σημεία δε στον τάφο, τα μετά τον τάφο, ποιος θα μπορούσε επάξια να τα υμνήσει; Τίποτε δε δεν υπάρχει σαν το θαύμα της σωτηρίας μου: λίγες σταγόνες αίματος αναπλάθουν τον κόσμο όλο και γίνονται σαν χυμός γάλακτος για όλους τους ανθρώπους, που συνδέουν και συνάγουν εμάς σε μια ενότητα.

Αλλ' ω Πάσχα, το μέγα και ιερό, που καθαρίζεις τον κόσμο όλο! Γιατί θα σου μιλήσω σαν κάτι έμψυχο. Ω Λόγε Θεού και φως και ζωή και σοφία και δύναμη! Γιατί χαίρομαι μ' όλα σου τα ονόματα! Ω γέννημα κι ορμή και σφραγίδα του μεγάλου νου! Ω Λόγε που νοείσαι κι άνθρωπε που φαίνεσαι, ο οποίος φέρεις τα πάντα προσδεδεμένα στο λόγο της δυνάμεώς σου! Τώρα μεν ας δεχθείς το λόγο αυτό, όχι ως απαρχή, αλλ' ως συμπλήρωση ίσως της δικιάς μας καρποφορίας, ευχαριστία το ίδιο κι ικεσία, για να μην κακοπάθουμε εμείς τίποτε περισσότερο πέρα απ' τους αναγκαίους κόπους κι ιερούς πόνους για τις εντολές σου, με τους οποίους ζήσαμε μέχρι τώρα. Κι ας σταματήσεις την εναντίον μας τυραννία του σώματος (βλέπεις. Κύριε, πόσο μεγάλη είναι και πόσο μας λυγίζει), ή την κρίση σου, αν θέλαμε να καθαρισθούμε από σένα. Αν δε τερματίσουμε άξια με τον πόθο μας και γίνουμε δεκτοί στις ουράνιες σκηνές, αμέσως κι εδώ θα σου προσφέρουμε θυσίες δεκτές στο άγιό σου θυσιαστήριο. Πατέρα και Λόγε και Πνεύμα άγιο. Γιατί σε σένα αρμόζει κάθε δόξα, τιμή και εξουσία στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.