Σάββατο, Απριλίου 26, 2014

Το Πάσχα είναι Σάρκα αληθινή!




Λένε για το Πάσχα πώς είναι η Συμβολική Εορτή της Θυσίας και της Αγάπης και της Ταπείνωσης.

Μπορείς να πάρεις τέτοια βοηθητικά πνευματικά μηνύματα από το Πάσχα, αλλά δεν είναι θρησκειολογικός μύθος ή συμβολικό παραμύθι ενός πάσχοντος θεού.

Καμιά φορά σκέφτομαι πόσο μακρυά είναι οι χριστιανοί από το πνεύμα του Χριστού, της πίστης τους.
Δεν υπάρχει τίποτα το συμβολικό ή ιδεατό στο πάσχα.

Είναι μια φρικτή πραγματική ιστορία πόνου, αίματος και εξιλαστήριας αγάπης. Σάρκας. Υλικού κόσμου πού μετουσιώνεται σε πνευματικό και αιώνιο.

Έχουμε έναν Θεό πού γίνεται Σάρκα. Και αυτή η Σάρκα παθαίνει, πληγώνεται, σταυρώνεται,δέχεται μύρα και νεκρικες περιποιήσεις,θάπτεται.
Ανασταίνεται και γίνεται αιώνια.

Ο Χριστός δίνει στους μαθητές Του Ψωμί και Κρασί. Το Σώμα και το Αίμα του δεν το δίνει διά λόγου ή συμβόλων, αλλά διά υλικών στοιχείων, πού τα πιάνουν, τα αισθάνονται, τα τρώνε , τα γεύονται.
Ο Ιωάννης δεν αγκαλιάζει ένα σύννεφο, αλλά πέφτει στο στήθος του Ιησού, όπως θα έπεφτε στην αγκαλιά του χωματένιου αδελφού του.
Ο Πέτρος αρνείται όχι ένα σύμβολο ή ένα είδωλο Θεού, αλλά τον Διδάσκαλο με τον οποίο έζησε και συνέφαγε.
Ο Θωμάς ψηλαφεί ίχνη από καρφιά και λόγχη σε Σώμα πραγματικό. Αφθαρτοποιημένο αλλά π ρ α γ μ α τ ι κ ό.

Πάνω στον Σταυρό δεν πέθανε μια ιδέα ή ένα φάντασμα. Μαρτύρησε και πέθανε ένας ιστορικός συγκεκριμμένος Άνθρωπος. Ο Θεός πού έγινε Άνθρωπος.

Το Πάσχα δεν είναι σύμβολο. Είναι η ρεαλιστική ιστορία του Σταυρωμένου, Νεκρού και Αναστημένου Θεού.

Γι αυτό και η Σωτηρία είναι πράγμα και ιστορία και όχι σύμβολο ή ιδέα.

Δευτέρα, Απριλίου 21, 2014

Πώς επεκράτησε ο κανόνας της ανάστασης



Ποιητής των Καταβασιών , πού ψάλλονται κατά τις εορτές της Εκκλησίας μας , είναι ο άγιος Κοσμάς, επίσκοπος της μικρής πόλης Μαϊουμά στην Συρία και θετός αδελφός του Δαμασκηνού Ιωάννη, του έτερου μεγάλου αστέρα της ορθόδοξης υμνογραφίας.Κατέλιπε δε στην Εκκλησία μας και άλλα διαμάντια ρωμέϊκης ποίησης και θεοπνεύστου, τα οποία ψαλλαμε και χαρήκαμε μέσα στην μεγάλη Εβδομάδα. 

Ποιητής των Καταβασιών λοιπόν και μάλιστα κατ' ήχον ανά εορτή: Τα Χριστούγεννα ο πρώτος, Θεοφάνεια ο δεύτερος, Υπαπαντή ο Τρίτος, ο τέταρτος της Θεοτόκου για τον Ευαγγελισμό, πλάγιος του Α για την Ανάληψη, ο θρηνητικός πλάγιος του δευτέρου για τα τριώδια της μεγαλοβδομάδας, βαρύς για την Πεντηκοστή, πλάγιος τετάρτου για τον Σταυρό τον Σεπτέμβρη.

Kατά τον αρχαιοελληνικό μύθο ο μουσικός και μυστικός Ορφέας, θέλοντας να αναστήσει την χαμένη του αγάπη Ευρυδίκη από τον τάρταρο του Άδη , έπαιξε στην λύρα του άσμα κατά τον λύδιο ήχο, θρηνητικό και γλυκύ και πενθοχαρμόσυνο και παθητικό, πού οι ειδικοί δέχονται πώς αντιστοιχεί στον δεύτερο ήχο της εκκλησιαστικής μουσικής. Ο άγιος Κοσμάς, έχοντας υπ' όψιν του τον μύθο αυτό, συνέθεσε καταβασία και κανόνα και για την εορτή του Πάσχα, σε δεύτερο ήχο, αφού ο Χριστός σαν άλλος Ορφέας, κατέβηκε στον Άδη και με την μελωδία του ευαγγελίου, ανέσυρε την Ευριδίκη ανθρωπότητα προς την ζωή. Απόδειξη όλων τούτων είναι πώς οι άγιοι ποιητές μας, ήταν εκτός από ορθόδοξοι στο πνεύμα και Έλληνες στην καρδιά και την κουλτούρα και είχαν αυτό πού λέμε συνείδηση ελληνικής συνέχειας και πολιτισμού .

Κανόνα όμως στην Ανάσταση , συνέθεσε και ο μεγάλος Δαμασκηνός, το γνωστό μας "Αναστάσεως Ημέρα", σε ήχο πρώτο και πανηγυρικό και θριαμβευτικό και μεγάλο και θείο σε νοήματα και εκφράσεις.Όταν λοιπόν οι δύο αγαπημένοι αδελφοί  έψαλλαν ο ένας τον Κανόνα του στον άλλο, και συγκεκριμένα όταν ο άγιος Ιωάννης έφτασε στο τροπάριο : "Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια...", ο άγιος Κοσμάς αναπήδησε από την χαρά του και ενθουσιάστηκε τόσο ώστε συμφώνησε να ψάλλεται δημοσία και εν ταις εκκλησίας ο Κανόνας του Ιωάννη κατά την Εορτή του Πάσχα και να ξεχαστεί ο δικός του ο θρηνητικός , πού παρέπεμπε στην κάθοδο του Χριστού στον Άδη. Έτσι κατά αρχαία παράδοση επεκράτησε να ψάλλεται άχρι της σήμερον η Καταβασία και ο Κανόνας "Αναστάσεως ημέρα..." στις αγίες του Θεού Εκκλησίες , κατά την εορτή του πάσχα.

Αξίζει να σημειωθεί πώς ο άγιος Ιωάννης εμπνεύστηκε και κατέγραψε αυτό το φωτεινό και αναστάσιμο ποίημα, σε ένα ζοφερό και στενόχωρο σπήλαιο, πού χρησιμοποιούσε για ασκητήριο. Τόση μεγάλη ήταν η έκταση και τόσο δυνατό και έντονο ήταν το φως και η αναστάσιμη εμπειρία πού κρατούσε συνεχώς μέσα του, ώστε να γράψει τα φωτοφόρα και αυγάζοντα αυτά λόγια, σε ένα τέτοιο αντίθετο περιβάλλον!

Παραθέτουμε τροπάρια γνωστά από τον Αναστάσιμο Κανόνα του Δαμασκηνού:

Καθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις, καὶ ὀψόμεθα, τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς ἀναστάσεως, Χριστὸν ἐξαστράπτοντα, καί, Χαίρετε, φάσκοντα, τρανῶς ἀκουσόμεθα, ἐπινίκιον ᾄδοντες.

Οὐρανοὶ μὲν ἐπαξίως εὐφραινέσθωσαν, γῆ δὲ ἀγαλλιάσθω, ἑορταζέτω δὲ κόσμος, ὁρατός τε ἅπας καὶ ἀόρατος· Χριστὸς γὰρ ἐγήγερται, εὐφροσύνη αἰώνιος.

Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ, καὶ τὰ καταχθόνια· ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις, τὴν Ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾗ ἐστερέωται.

Τὴν ἄμετρόν σου εὐσπλαγχνίαν, οἱ ταῖς τοῦ ᾍδου σειραῖς, συνεχόμενοι δεδορκότες, πρὸς τὸ φῶς ἠπείγοντο Χριστέ, ἀγαλλομένῳ ποδί, Πάσχα κροτοῦντες αἰώνιον.

Προσέλθωμεν λαμπαδηφόροι, τῷ προϊόντι Χριστῷ ἐκ τοῦ μνήματος, ὡς νυμφίῳ, καὶ συνεορτάσωμεν ταῖς φιλεόρτοις τάξεσι, Πάσχα Θεοῦ τὸ σωτήριον.

Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ᾍδου τὴν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν, καὶ σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τὸν αἴτιον, τὸν μόνον εὐλογητὸν τῶν Πατέρων, Θεὸν καὶ ὑπερένδοξον.

Ὡς ὄντως ἱερὰ καὶ πανέορτος, αὕτη ἡ σωτήριος, νὺξ καὶ φωταυγής, τῆς λαμπροφόρου ἡμέρας, τῆς Ἐγέρσεως οὖσα προάγγελος, ἐν ᾗ τὸ ἄχρονον φῶς, ἐκ τάφου σωματικῶς πᾶσιν ἐπέλαμψεν.

Ὢ θείας, ὢ φίλης, ὢ γλυκυτάτης σου φωνῆς· μεθ' ἡμῶν ἀψευδῶς γάρ, ἐπηγγείλω ἔσεσθαι, μέχρι τερμάτων αἰῶνος Χριστέ, ἣν οἱ πιστοί, ἄγκυραν ἐλπίδος, κατέχοντες ἀγαλλόμεθα.

Ὦ Πάσχα τὸ μέγα, καὶ ἱερώτατον Χριστέ, ὦ σοφία καὶ Λόγε, τοῦ Θεοῦ καὶ δύναμις, δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον, σοῦ μετασχεῖν, ἐν τῇ Ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας σου.

 

ΘΑΡΣΕΙΤΕ ΕΓΩ ΝΕΝΙΚΗΚΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ!



Δεν πρέπει να μας σκανδαλίζει και να μας στενοχωρεί αν κάποιος δεν πιστεύει στην Ανάσταση.

Ο ίδιος ο Χριστός δεν εκβίασε την πίστη κανενός και δεν αποκαλύφθηκε μετά την Ανάσταση σε όλους αλλα στους αγαπημένους. Θέλουμε μεν το φως της Ανάστασης να γεμίσει όλους με πασχάλια πίστη και χαρά μα δεν πρέπει από κανέναν να έχουμε απαιτήσεις. Ακόμα και οι υβριστές και οι συκοφάντες της Ανάστασης είναι αρχαίο φαινόμενο. Πριν καν κλείσει μία μέρα στον Τάφο, απαίτησαν οι Φαρισαίοι φρουρά "για να μην κλέψουν οι μαθητές το σώμα και πούν ότι αναστήθηκε". Εξύφαναν ολόκληρη μηχανουργία πριν ακόμα ακουστεί το αναστάσιμο κήρυγμα.
Σε αυτήν την εποχή και σε κάθε εποχή, ορισμένοι άνθρωποι είτε χωρίς να ξέρουν τί κάνουν, διατηρώντας μια καλή έρευνα , είτε ταμπουρωμένοι πίσω από τυρρανικές σιγουριές ασφαλείας θα περπατούν στα τυφλά και θα ψηλαφούν εικόνες μιας αλήθειας πού τους ικανοποιεί μέσα στο πηχτό σκοτάδι. Είναι το δράμα της ανθρώπινης ψυχής πού πάντα θα οδυνάται και θα στενάζει και κάποτε θα καταριέται και τον Θεό γιατί υπάρχει ως υπάρχει. Εμείς ως χριστιανοί πρέπει να παρακαλάμε να λάμψει το αναστάσιμο φως και στον πιό σκληρό Άδη και να μην μισούμε κανέναν.

Σε συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης για το πώς δεν πρέπει να μισούμε κανέναν αρνητή της ανάστασης.
Το να μην πιστεύεις στην Ανάσταση, στον Χριστό, στο άγιο Φως, είναι δικαίωμα σου και ευθύνη σου.
Το να χλευάζεις και να πολεμάς όμως κάτι, οφείλω να πώ, πώς σε παρουσιάζει εμπαθή και ευρισκόμενο σε κάποια μειονεξία. Κάτι σου λείπει, κάτι σε βασανίζει, μια αναπηρία σε ορίζει ολόκληρο και σε κάνει έξαλλο.
Όποιος θεωρεί τον εαυτό του καλύτερα πληροφορημένο, ανώτερο, σοφότερο από τους άλλους σε θέματα πού απτονται προσωπικής και σεβαστής πίστης , σε κάτι μειονεκτεί οπωσδήποτε. Και αυτό το κάτι τον καθιστά έξαλλο και τον αναγκάζει να χρησιμοποιεί ως άμυνα και πολεμική την υπεροχή, την συκοφαντία, το μίσος, το πνεύμα του φωταδισμού. Είναι άβυσσος ο άνθρωπος και τάλαινα η ανθρωπότητα. Τέτοιοι άνθρωποι δεν παραλάσσουν από πολλούς αφελείς χριστιανούς πού καταριούνται τους αντιχριστιανούς. Υπάρχει κάτι κοινό σε όλους τους φανατικούς και αυτό είναι η ανασφάλεια, η μειονεξία πού είπαμε, και η αφόρητη τυρρανία τους. Ουσιαστικά, αυτοί οι άνθρωποι δεν ανήκουν στην σφαίρα της οργής μα της μεγάλης θλίψης.

Τέλος, ας σταθούμε ευγνώμονες απέναντι σε κάθε εχθρό. Τέτοιοι άνθρωποι κρατάνε ζωντανή την ανάγκη και την επικαιρότητα του Ευαγγελίου και κρίνουν την δική μας πιστότητα. Όσο πληθαίνουν οι φωνές πού μας θέλουν στον σταυρό αποδεικνύεται πώς ο Θεός δεν μας εγκατέλειψε αλλά ζει μέσα μας. Αυτή η αντίφαση ειναι πολύ σημαντική. Όταν εμείς ολιγωρούμε και συμβιβαζόμαστε ο κόσμος δεν μας παλεύει γιατί γινόμαστε δικοί του.

Το φως του Χριστού ας σπάσει κάθε βαριά και τυρρανική ταφόπλακα. Νυν πάντα πεπλήρωται φωτός.
Μακάρι όλοι στο τραπέζι της Βασιλείας Του κάποια μέρα ανέσπερη. Αγκαλιαστείτε εχθροί και φίλοι.


Χριστιανοί χιλιάδες και μυριάδες, ορθόδοξοι ή παρατηρητές, με χαρά και πόνο και αμφιβολία και σιγουριά και αναστάσιμοι και σταυρώσιμοι και με κάτι συγκεκριμμένο και με κάτι αδιόρατο στις ψυχές τους, ΚΑΤΕΚΛΥΣΑΝ τους Ναούς της Ορθοδοξίας, για να αποτίσουν την μεγάλη τιμή ή να εναποθέσουν τον μεγάλο πόνο στον Εσταυρωμένο, Κηδευόμενο και Αναστημένο Θεό.

Ο Χριστός Νίκησε σημαίνει η Εκκλησία νίκησε, ο Άνθρωπος Νίκησε. Ο Θάνατος στα τσακίδια.

Και σεις μιλάτε ακόμα για τον Δήμου και το σκ@@σύναφο του; Ποιός είναι ο Δήμου και ο κάθε Δήμου; Μια σταγόνα στον ωκεανό της ανθρωπότητας πού δεν μπορεί να λογιστεί ΟΥΤΕ ΣΑΝ ΕΛΑΧΙΣΤΗ ΚΗΛΙΔΑ ΡΥΠΟΥ στον ΩΚΕΑΝΟ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ! Εγω δεν θυμώνω με αυτούς τους ανόητους δυστυχισμένους, αλλά με εσάς πού κατέχετε την αλήθεια και την αγάπη και πάλι ταλανίζεστε και μισείτε. Δεν μπορείτε να μισείτε τους νεκρούς και τους αρρώστους.Αυτοί έχουν τον Κρίνοντα αυτούς.

Έχετε θάρρος! Σκληρόν προς τα κέντρα λακτίζειν. Εμείς είμαστε στο ΑΛΛΟΥ. Όποιος θέλει να ζεί στον βόθρο του Αδη ακόμα, ελεύθερα ας το κάνει.

Εμείς περάσαμε στην άλλη όχθη! Φάνηκε πού κλίνει του Ανθρώπου η καρδιά! Ο Άνθρωπος νίκησε! Το βασίλειο των φαντασμάτων ας θρηνεί τα τραύματα του.

Ο καθένας όπου αρέσκεται!



 Μην θλίβεστε και μην σκανδαλίζεστε φίλοι!
Ακούσαμε τόσα και τόσα την Μεγάλη Εβδομάδα. Ας τα βάλουμε στην καρδιά μας:

"Αφετε τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς..."

"Ει ο κόσμος μισεί υμάς γινώσκετε ότι πρώτον Εμέ μεμίσηκε, ότι εκ του κόσμου τούτου ουκ έστε
διά τούτο μισεί υμάς ο κόσμος..."

"έρχεται ώρα και νυν εστίν, ότε πας ο αποκτείνων υμάς δόξη λατρείαν προσφέρειν τω Θεώ..."

" και έσεσθε μισούμενοι υπό πάντων διά το όνομα μου"

"όμως θαρσείτε ΕΓΩ νενίκηκα τον κόσμον!"

Έχοντας λοιπόν τέτοια παρακαταθήκη δεν πρέπει να μισούμε, να επαναστατούμε να σκανδαλιζόμαστε, να θλιβόμαστε.

ο Χριστός μας τα είπε καθαρά.

Ελεύθερος ο άνθρωπος. Από δω ο Χριστός απο κει η κόλαση. Διαλέγει και παίρνει.

Την Εκκλησία κανένας δεν την κλονίζει, κανένας δεν την νικά.
Το Ευαγγέλιο είναι ατόφιο και ο Χριστός Αναστημένος.

Διά τούτο σας λέγω μην θλίβεστε!


 
Και ιδού ΕΓΩ ΜΕΘ ΗΜΩΝ ΕΙΜΙ έως της συντελείας του αιώνος!

Υπάρχει πιό αγαπημένη φωνή; Πιό χρυσή ελπίδα και σιγουριά από αυτήν;

Πρώτον ο Χριστός θα είναι για πάντα μαζί μας. Το υποσχέθηκε.
Δεύτερον θα υπάρξει συντέλεια. Το είπε.

Και αυτό είναι νίκη και χαρά. Οφείλουμε να ζούμε πλέον μέσα στο φως της νίκης και της χαράς. Γιατί όπου ο Χριστός, παρόντα αυτά τα δύο!


( από ασύντακτες και σκόρπιες αναρτήσεις μου στο facebook)

Κυριακή, Απριλίου 20, 2014

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΕΠΙ Τῼ ΑΓΙΩι ΠΑΣΧΑ





+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ
ΕΛΕΩι ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ - ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ ΕΛΕΟΣ
ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝΔΟΞΩΣ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ


Χριστός Ἀνέστη!
«Δεῦτε», ἀδελφοί καί τέκνα ἐνΚυρίῳ, «λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός» τοῦ Φαναρίου, τοῦ Ἱεροῦ Κέντρου τῶν Ὀρθοδόξων, καί δοξάσωμεν ὅλοι ὁμοῦ καί ἀπό κοινοῦ «Χριστόν τόν Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν».
Ζοφερά ἦτο ἡ ψυχική κατάστασις τῶνμαθητῶν τοῦ Κυρίου μετά τήν Σταύρωσιν Αὐτοῦ, διότι διά τῆς δι᾿αὐτῆς θανατώσεως τοῦ Κυρίου διελύθησαν αἱ ἐλπίδες τῶν μαθητῶν Του περί ἐπικρατήσεως Αὐτοῦ καί αὐτῶν ὡς πολιτικῆς ἐξουσίας. Εἶχον ἐκλάβει τήν θριαμβευτικήν εἴσοδον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τά Ἱεροσόλυμα, μετά τήν ἀνάστασιν τοῦ Λαζάρου καί τήν θαυματουργικήν τροφοδοσίαν πέντε χιλιάδων ἀνδρῶν, πλέον γυναικῶν καί παιδίων, διά πέντε ἄρτων καί δύο ἰχθύων, ὡς προανάκρουσμα τῆς κατακτήσεως ὑπ᾿αὐτῶν κοσμικῆς ἐξουσίας. Ἡ μήτηρ δύο ἐξ αὐτῶν ὑπέβαλε μάλιστα τό αἴτημα ὅπως οἱ υἱοί αὐτῆς καθήσουν εἷς ἐκ δεξιῶν καί εἷς ἐξ εὐωνύμων τοῦ Κυρίου, ὅταν Οὗτος ἀναλάβῃ τήν ἐξουσίαν. Ὅλα αὐτά διελύθησαν ὡς παιδικαί φαντασίαι λόγῳ τοῦ φοβεροῦ πλήγματος τῆς θανατικῆς ἐκτελέσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τήν πρωίαν, ὅμως, τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων αἱ Μυροφόροι εὗρον τόν τάφον κενόν καί ἤκουσαν παρά τοῦ Ἀγγέλου ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν. Μετ᾿ὀλίγον δέ εἶδον Αὐτόν εἰς ἀλλοίαν κατάστασιν, μή ἐπιτρέπουσαν εἰς τάς Μυροφόρους νά Τόν ἀγγίξουν. Ἡ τοιαύτη ἀπροσδόκητος ἐξέλιξις τῶν πραγμάτων προεκάλεσε τήν ἀπορίαν τῶν περί τόν Ἰησοῦν περί τῆς περαιτέρω ἐξελίξεως τῶν γεγονότων.
Ἡ ἀπάντησις δέν ἐδόθη εἰς αὐτούς ἀμέσως. Εἰδοποιήθησαν νά ἀναμένουν μέ ὑπομονήν καί καρτερίαν μέχρις ὅτου ἐνδυθοῦν δύναμιν ἐξ ὕψους. Πειθαρχήσαντες δέ εἰς τήν ἐντολήν, ἀνέμενον μέχρι τῆς Πεντηκοστῆς, ὅτε τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἐπελθόν, ἀπεκάλυψεν εἰς αὐτούς, ἐν πληρότητι, τήν νέαν ἀποστολήν των. Αὕτη δέν συνίστατο εἰς τήν ἀπελευθέρωσιν ἑνός ἔθνους ἀπό τῆς ὑποδουλώσεως εἰς ἄλλο ἔθνος, ἀλλά εἰς τήν ἀπελευθέρωσιν τῆς ἀνθρωπότητος ὅλης ἀπό τῆς ὑποδουλώσεως εἰς τόν ἄρχοντα τοῦ κακοῦ καί εἰς τό κακόν ἐν γένει. Μία ἄλλη μεγάλη ἀποστολή διαφορετική ἀπό ἐκείνην τήν ὁποίαν ὠνειρεύοντο.
Ἡ ἀσύλληπτος ἐντολή τῆς διαδόσεως τοῦ κηρύγματος τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τῆς δουλείας τοῦ θανάτου ἐξέπληξεν αὐτούς, ἀλλ᾿ ἀνελήφθη μετά ζήλου καί ἐκηρύχθη πανταχοῦ καί ἔσωσε καί σώζει πολλούς ἀπό τοῦ θανάτου. Ὑπάρχει ὁ πρωτότοκος τῶν νεκρῶν, ὁ ἀναστημένος Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος προσφέρει εἰς ὅλους τήν δυνατότητα τῆς ἀναστάσεως καί τῆς αἰωνίου ζωῆς, μιᾶς ζωῆς ἡ ὁποία δέν ὑπόκειται πλέον εἰς τήν φθοράν, διότι ἐν τῇ ἀναστάσει οἱ ἄνθρωποι εἶναι ὡς οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἐν οὐρανῷ καί φέρουν σῶμα πνευματικόν ἀντί τοῦ σαρκικοῦ.
Πρόγευσιν αὐτῆς τῆς μακαρίας ἀναστασίμου καταστάσεως βιοῦμεν ἀπό τώρα, ὅταν φέρωμεν τό σάρκινον ἔνδυμά μας εἰς τρόπον ὥστε νά μή γευώμεθα τήν οὐσίαν τοῦ θανάτου, δηλαδή τήν ἀπομάκρυνσιν ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά αἰσθανώμεθα ὅτι μετέβημεν ἀπό τοῦ φυσικοῦ θανάτου τοῦ σαρκίνου σώματος εἰς τήν ἀνωτέραν ζωήν τοῦ πνευματικοῦ τοιούτου διά τῆς μετ᾿ ἀγάπης γνώσεως τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία γνῶσις ἰσοδυναμεῖ πρός τήν αἰώνιον ζωήν.
Δέν προσδοκῶμεν, λοιπόν, ἁπλῶς τήν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν ὡς ἕν γεγονός τοῦ ἀπωτάτου μέλλοντος ἀλλά μετέχομεν αὐτῆς ἀπό τοῦδε, ὥστε νά κραυγάζωμεν ἐνθουσιωδῶς μετά τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου: «Ποῦ σοῦ, θάνατε, τόκέντρον; ποῦ σοῦ, Ἅδη, τό νῖκος;». Συνανέστημεν μετά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ζῶμεν τά ἔσχατα ὡς παρόντα καί τά παρόντα ὡς ἔσχατα. Ἡ ἀνάστασις διαποτίζει τήν ὕπαρξιν ἡμῶν καί πληροῖ χαρᾶς αὐτήν. Ὡς ἐπλήσθη χαρᾶς τό στόμα τῶν μαθητῶν ἐν τῷ λέγειν ἀνέστη ὁ Κύριος.
Συνεχίζομεν τό ἔργον τῶν Ἀποστόλων. Μεταδίδομεν εἰς τόν κόσμον τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως. Κηρύσσομεν ἐν ἐπιγνώσει, ὅτι ὁ θάνατος δέν πρέπει νά ἔχῃ θέσιν εἰς τήν ζωήν μας, οὐδεμίαν ὠφέλειαν προσφέρει εἰς τήν ἀνθρωπότητα. Οἱ ἐπιδιώκοντες νά βελτιώσουν τήν κοινωνικήν ζωήν διά τοῦ θανάτου συνανθρώπων τινῶν αὐτῶν, δέν προσφέρουν ἀγαθήν ὑπηρεσίαν εἰς τούς ἐπιζῶντας. Ὑπηρετοῦν τήν ἐπέκτασιν τοῦ θανάτου καί προετοιμάζουν τήν ὑπ᾿αὐτοῦ καταβρόχθισιν ἑαυτῶν.
Εἰς τάς ἡμέρας μας τά τύμπανα τοῦ θανάτου καί τοῦ σκότους ἠχοῦν μανιωδῶς. Μερικοί συνάνθρωποί μας πιστεύουν ὅτι ἡ ἐξόντωσις ἄλλων συνανθρώπων μας εἶναι πρᾶξις ἐπαινετή καί ὠφέλιμος, ἀλλά πλανῶνται οἰκτρῶς. Δυστυχῶς, ἡ ἐξουδένωσις καί καταπίεσις τῶν ἀσθενεστέρων ὑπό τῶν ἰσχυροτέρων ἐπικρατεῖ εἰς τήν κοσμικήν πυραμίδα τοῦ γίγνεσθαι. Συχνάκις ἐκπλήσσει ἡ σκληρότης καί ἔλλειψις εὐσπλαγχνίας τῶν κρατούντων τά ἡνία τοῦ κόσμου καί τῶν νομιζόντων ἐξουσιάζειν αὐτοῦ.
Ὁ Χριστός, ὅμως, διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου Αὐτοῦ ἀντέστρεψε τήν κοσμικήν πυραμίδα καί εἰς τήν κορυφήν αὐτῆς ἐτοποθέτησε τόν Σταυρόν Του. Εἰς τήν κορυφήν εὑρίσκεται ὁ Ἴδιος, ἐπειδή Αὐτός ἔπαθε πλεῖον πάντων τῶν ἀνθρώπων. Δέν ὑπῆρξεν ἄνθρωπος εἰς τόν κόσμον ὁ ὁποῖος ὑπέφερεν ὅσα ὑπέφερεν ὁ Θεάνθρωπος Χριστός: «Σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ». Διά τοῦτο ὁ Θεός Πατήρ «ἐχαρίσατο Αὐτῷ ὄνομα τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων» (Φιλιπ. β΄ 8-11).
Συχνάκις εἰς τήν ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος βλέπομεν νά κυριαρχῇ τό σκότος τοῦ θανάτου, τό ἄδικον ἀντί τῆς δικαιοσύνης, τό μῖσος καί ὁ φθόνος ἀντί τῆς ἀγάπης, καί τούς ἀνθρώπους νά προτιμοῦν τό καταχθόνιον μῖσος ἀντί τοῦ φωτός τῆς Ἀναστάσεως. Παρά τήν φαινομενικήν τεχνολογικήν πρόοδον τῶν ἀνθρωπίνων κοινωνιῶν,παρά τάς διακηρύξεις περί τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καί τῶν θρησκευτικῶν ἐλευθεριῶν, τό ἐθνοφυλετικόν καί θρησκευτικόν μῖσος διογκοῦνται παγκοσμίως καί προκαλοῦν ἐπικινδύνους ἐντάσεις, αἱ ὁποῖαι ἐπιτείνουν τήν κυριαρχίαν τοῦ βασιλείου τοῦ θανάτου, τοῦ Ἅδου, τῶν καταχθονίων. Οἱ ἄνθρωποι ἀτυχῶς δέν ἠμποροῦν νά ἀνεχθοῦν τήν διαφορετικότητα εἰς τόν συνάνθρωπόν των. Δέν ἠμποροῦν νά δεχθοῦν τήν διαφορετικήν φυλετικήν καταγωγήν τοῦ ἀνθρώπου, τάς διαφορετικάς ἀντιλήψεις καί πεποιθήσεις του, πολιτικάς, θρησκευτικάς, κοινωνικάς.
Ἡ ἱστορία, ὅμως, ἔχει ἀποδείξει ὅτι ἀληθινή πρόοδος δέν δύναται νά ὑπάρξῃ χωρίς Θεόν. Οὐδεμία κοινωνία δύναται νά εἶναι ἀληθῶς προοδευτική καί εὐδαίμων, ἐάν δέν ὑπάρχῃ ἐλευθερία.Ἀλλά ἡ ἀληθινή ἐλευθερία ἀποκτᾶται μόνον μέ τήν παραμονήν πλησίον τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἱστορία τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος ἐπιβεβαιοῖ τραγικῶς αὐτήν τήν ἀλήθειαν. Ἡ ἀνθρωπότης ἐγνώρισε τήν ἐκ τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης πηγάσασαν φρίκην μέ τά ἑκατομμύρια θυμάτων τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου καί τῶν ρατσιστικῶν διωγμῶν. Ταὐτοχρόνως ὅμως ἔζησε καί τήν φρίκην τῶν δυνάμεων ἐκείνων, αἱ ὁποῖαι, ὀνομάζουσαι ἑαυτάς προοδευτικάς, διέπραξαν ἐνὀνόματι τῆς ἐλευθερίας ἀναλόγου μεγέθους καί σκληρότητος ἐγκλήματα εἰς τήν Ἀνατολικήν Εὐρώπην. Οὕτω, λοιπόν, ὁ ὁλοκληρωτισμός δέν γνωρίζει πολιτικάς παρατάξεις, ὡς ἀπότοκος ἑνός ἀνθρωπισμοῦ ἄνευ Χριστοῦ, μέ φυσικήν ἀπόληξιν τόν ὄλεθρον καί τόν θάνατον. Πάντα ταῦτα βεβαιοῦν ὅτι πᾶσα προσπάθεια διά ἀληθινήν ἐλευθερίαν ἄνευ Θεοῦ εἶναι καταδικασμένη εἰς τραγῳδίαν.
Εἰς τήν κυριαρχίαν αὐτήν τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους, ἡ Ἐκκλησία ἀπαντᾷ μέ τήν χάριν καί τήν δύναμιν τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Αὐτός,ὁ Ὁποῖος ἀνέλαβεν εἰς Ἑαυτόν τάς ἀσθενείας καί τά παθήματα ἑκάστου ἀνθρώπου, παρέχει εἰς τόν κόσμον διά τῆς Ἀναστάσεώς Του καί τήν βεβαιότητα ὅτι «νενίκηται ὁ θάνατος».
Ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή εἶναι δῶρον καί φῶς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖον «φαίνει πᾶσιν». Ἄς τιμήσωμεν ὅλοι τό δῶρον. Ἄς εὐχαριστήσωμεν οἱ πάντες τόν Δωρητήν, τόν «ὡς ἐν ἐσόπτρῳ διά σαρκός λάμψαντα τῷ κόσμῳ καί τό φῶς τῆς ἀναστάσεως τοῖς ἔθνεσι δείξαντα». Δεῦτε, λοιπόν, λάβωμεν φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός τῆς Ζωῆς. Δεῦτε, ἀποδεχθῶμεν καί ὑποδεχθῶμεν τήν δωρεάν τῆς ἀναστάσεως καί  ἀναφωνήσωμεν ἐκ καρδίας μεγαλοφώνως:
Χριστός Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος! Χαίρετε λαοί καί ἀγαλλιᾶσθε!
Φανάριον, Ἅγιον Πάσχα ,βιδ΄

†Ὁ Κωνσταντινουπόλεως ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ
διάπυρος πρός Χριστόν Ἀναστάντα ευχέτης πάντων υμών
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ ΕΛΕΟΣ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝΔΟΞΩΣ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
Χριστός Ἀνέστη!
«Δεῦτε», ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ, «λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός» τοῦ Φαναρίου, τοῦ Ἱεροῦ Κέντρου τῶν Ὀρθοδόξων, καί δοξάσωμεν ὅλοι ὁμοῦ καί ἀπό κοινοῦ «Χριστόν τόν Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν».
Ζοφερά ἦτο ἡ ψυχική κατάστασις τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου μετά τήν Σταύρωσιν Αὐτοῦ, διότι διά τῆς δι᾿ αὐτῆς θανατώσεως τοῦ Κυρίου διελύθησαν αἱ ἐλπίδες τῶν μαθητῶν Του περί ἐπικρατήσεως Αὐτοῦ καί αὐτῶν ὡς πολιτικῆς ἐξουσίας. Εἶχον ἐκλάβει τήν θριαμβευτικήν εἴσοδον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τά Ἱεροσόλυμα, μετά τήν ἀνάστασιν τοῦ Λαζάρου καί τήν θαυματουργικήν τροφοδοσίαν πέντε χιλιάδων ἀνδρῶν, πλέον γυναικῶν καί παιδίων, διά πέντε ἄρτων καί δύο ἰχθύων, ὡς προανάκρουσμα τῆς κατακτήσεως ὑπ᾿ αὐτῶν κοσμικῆς ἐξουσίας. Ἡ μήτηρ δύο ἐξ αὐτῶν ὑπέβαλε μάλιστα τό αἴτημα ὅπως οἱ υἱοί αὐτῆς καθήσουν εἷς ἐκ δεξιῶν καί εἷς ἐξ εὐωνύμων τοῦ Κυρίου, ὅταν Οὗτος ἀναλάβῃ τήν ἐξουσίαν. Ὅλα αὐτά διελύθησαν ὡς παιδικαί φαντασίαι λόγῳ τοῦ φοβεροῦ πλήγματος τῆς θανατικῆς ἐκτελέσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τήν πρωίαν, ὅμως, τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων αἱ Μυροφόροι εὗρον τόν τάφον κενόν καί ἤκουσαν παρά τοῦ Ἀγγέλου ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν. Μετ᾿ ὀλίγον δέ εἶδον Αὐτόν εἰς ἀλλοίαν κατάστασιν, μή ἐπιτρέπουσαν εἰς τάς Μυροφόρους νά Τόν ἀγγίξουν. Ἡ τοιαύτη ἀπροσδόκητος ἐξέλιξις τῶν πραγμάτων προεκάλεσε τήν ἀπορίαν τῶν περί τόν Ἰησοῦν περί τῆς περαιτέρω ἐξελίξεως τῶν γεγονότων. Ἡ ἀπάντησις δέν ἐδόθη εἰς αὐτούς ἀμέσως. Εἰδοποιήθησαν νά ἀναμένουν μέ ὑπομονήν καί καρτερίαν μέχρις ὅτου ἐνδυθοῦν δύναμιν ἐξ ὕψους. Πειθαρχήσαντες δέ εἰς τήν ἐντολήν, ἀνέμενον μέχρι τῆς Πεντηκοστῆς, ὅτε τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἐπελθόν, ἀπεκάλυψεν εἰς αὐτούς, ἐν πληρότητι, τήν νέαν ἀποστολήν των. Αὕτη δέν συνίστατο εἰς τήν ἀπελευθέρωσιν ἑνός ἔθνους ἀπό τῆς ὑποδουλώσεως εἰς ἄλλο ἔθνος, ἀλλά εἰς τήν ἀπελευθέρωσιν τῆς ἀνθρωπότητος ὅλης ἀπό τῆς ὑποδουλώσεως εἰς τόν ἄρχοντα τοῦ κακοῦ καί εἰς τό κακόν ἐν γένει. Μία ἄλλη μεγάλη ἀποστολή διαφορετική ἀπό ἐκείνην τήν ὁποίαν ὠνειρεύοντο.
Ἡ ἀσύλληπτος ἐντολή τῆς διαδόσεως τοῦ κηρύγματος τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τῆς δουλείας τοῦ θανάτου ἐξέπληξεν αὐτούς, ἀλλ᾿ ἀνελήφθη μετά ζήλου καί ἐκηρύχθη πανταχοῦ καί ἔσωσε καί σώζει πολλούς ἀπό τοῦ θανάτου. Ὑπάρχει ὁ πρωτότοκος τῶν νεκρῶν, ὁ ἀναστημένος Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος προσφέρει εἰς ὅλους τήν δυνατότητα τῆς ἀναστάσεως καί τῆς αἰωνίου ζωῆς, μιᾶς ζωῆς ἡ ὁποία δέν ὑπόκειται πλέον εἰς τήν φθοράν, διότι ἐν τῇ ἀναστάσει οἱ ἄνθρωποι εἶναι ὡς οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἐν οὐρανῷ καί φέρουν σῶμα πνευματικόν ἀντί τοῦ σαρκικοῦ.
Πρόγευσιν αὐτῆς τῆς μακαρίας ἀναστασίμου καταστάσεως βιοῦμεν ἀπό τώρα, ὅταν φέρωμεν τό σάρκινον ἔνδυμά μας εἰς τρόπον ὥστε νά μή γευώμεθα τήν οὐσίαν τοῦ θανάτου, δηλαδή τήν ἀπομάκρυνσιν ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά αἰσθανώμεθα ὅτι μετέβημεν ἀπό τοῦ φυσικοῦ θανάτου τοῦ σαρκίνου σώματος εἰς τήν ἀνωτέραν ζωήν τοῦ πνευματικοῦ τοιούτου διά τῆς μετ᾿ ἀγάπης γνώσεως τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία γνῶσις ἰσοδυναμεῖ πρός τήν αἰώνιον ζωήν.
Δέν προσδοκῶμεν, λοιπόν, ἁπλῶς τήν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν ὡς ἕν γεγονός τοῦ ἀπωτάτου μέλλοντος ἀλλά μετέχομεν αὐτῆς ἀπό τοῦδε, ὥστε νά κραυγάζωμεν ἐνθουσιωδῶς μετά τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου: «Ποῦ σοῦ, θάνατε, τό κέντρον; ποῦ σοῦ, Ἅδη, τό νῖκος;». Συνανέστημεν μετά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ζῶμεν τά ἔσχατα ὡς παρόντα καί τά παρόντα ὡς ἔσχατα. Ἡ ἀνάστασις διαποτίζει τήν ὕπαρξιν ἡμῶν καί πληροῖ χαρᾶς αὐτήν. Ὡς ἐπλήσθη χαρᾶς τό στόμα τῶν μαθητῶν ἐν τῷ λέγειν ἀνέστη ὁ Κύριος.
Συνεχίζομεν τό ἔργον τῶν Ἀποστόλων. Μεταδίδομεν εἰς τόν κόσμον τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως. Κηρύσσομεν ἐν ἐπιγνώσει, ὅτι ὁ θάνατος δέν πρέπει νά ἔχῃ θέσιν εἰς τήν ζωήν μας, οὐδεμίαν ὠφέλειαν προσφέρει εἰς τήν ἀνθρωπότητα. Οἱ ἐπιδιώκοντες νά βελτιώσουν τήν κοινωνικήν ζωήν διά τοῦ θανάτου συνανθρώπων τινῶν αὐτῶν, δέν προσφέρουν ἀγαθήν ὑπηρεσίαν εἰς τούς ἐπιζῶντας. Ὑπηρετοῦν τήν ἐπέκτασιν τοῦ θανάτου καί προετοιμάζουν τήν ὑπ᾿ αὐτοῦ καταβρόχθισιν ἑαυτῶν.
Εἰς τάς ἡμέρας μας τά τύμπανα τοῦ θανάτου καί τοῦ σκότους ἠχοῦν μανιωδῶς. Μερικοί συνάνθρωποί μας πιστεύουν ὅτι ἡ ἐξόντωσις ἄλλων συνανθρώπων μας εἶναι πρᾶξις ἐπαινετή καί ὠφέλιμος, ἀλλά πλανῶνται οἰκτρῶς. Δυστυχῶς, ἡ ἐξουδένωσις καί καταπίεσις τῶν ἀσθενεστέρων ὑπό τῶν ἰσχυροτέρων ἐπικρατεῖ εἰς τήν κοσμικήν πυραμίδα τοῦ γίγνεσθαι. Συχνάκις ἐκπλήσσει ἡ σκληρότης καί ἔλλειψις εὐσπλαγχνίας τῶν κρατούντων τά ἡνία τοῦ κόσμου καί τῶν νομιζόντων ἐξουσιάζειν αὐτοῦ.
Ὁ Χριστός, ὅμως, διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου Αὐτοῦ ἀντέστρεψε τήν κοσμικήν πυραμίδα καί εἰς τήν κορυφήν αὐτῆς ἐτοποθέτησε τόν Σταυρόν Του. Εἰς τήν κορυφήν εὑρίσκεται ὁ Ἴδιος, ἐπειδή Αὐτός ἔπαθε πλεῖον πάντων τῶν ἀνθρώπων. Δέν ὑπῆρξεν ἄνθρωπος εἰς τόν κόσμον ὁ ὁποῖος ὑπέφερεν ὅσα ὑπέφερεν ὁ Θεάνθρωπος Χριστός: «Σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ». Διά τοῦτο ὁ Θεός Πατήρ «ἐχαρίσατο Αὐτῷ ὄνομα τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων» (Φιλιπ. β΄ 8-11).
Συχνάκις εἰς τήν ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος βλέπομεν νά κυριαρχῇ τό σκότος τοῦ θανάτου, τό ἄδικον ἀντί τῆς δικαιοσύνης, τό μῖσος καί ὁ φθόνος ἀντί τῆς ἀγάπης, καί τούς ἀνθρώπους νά προτιμοῦν τό καταχθόνιον μῖσος ἀντί τοῦ φωτός τῆς Ἀναστάσεως. Παρά τήν φαινομενικήν τεχνολογικήν πρόοδον τῶν ἀνθρωπίνων κοινωνιῶν, παρά τάς διακηρύξεις περί τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καί τῶν θρησκευτικῶν ἐλευθεριῶν, τό ἐθνοφυλετικόν καί θρησκευτικόν μῖσος διογκοῦνται παγκοσμίως καί προκαλοῦν ἐπικινδύνους ἐντάσεις, αἱ ὁποῖαι ἐπιτείνουν τήν κυριαρχίαν τοῦ βασιλείου τοῦ θανάτου, τοῦ Ἅδου, τῶν καταχθονίων. Οἱ ἄνθρωποι ἀτυχῶς δέν ἠμποροῦν νά ἀνεχθοῦν τήν διαφορετικότητα εἰς τόν συνάνθρωπόν των. Δέν ἠμποροῦν νά δεχθοῦν τήν διαφορετικήν φυλετικήν καταγωγήν τοῦ ἀνθρώπου, τάς διαφορετικάς ἀντιλήψεις καί πεποιθήσεις του, πολιτικάς, θρησκευτικάς, κοινωνικάς.
Ἡ ἱστορία, ὅμως, ἔχει ἀποδείξει ὅτι ἀληθινή πρόοδος δέν δύναται νά ὑπάρξῃ χωρίς Θεόν. Οὐδεμία κοινωνία δύναται νά εἶναι ἀληθῶς προοδευτική καί εὐδαίμων, ἐάν δέν ὑπάρχῃ ἐλευθερία. Ἀλλά ἡ ἀληθινή ἐλευθερία ἀποκτᾶται μόνον μέ τήν παραμονήν πλησίον τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἱστορία τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος ἐπιβεβαιοῖ τραγικῶς αὐτήν τήν ἀλήθειαν. Ἡ ἀνθρωπότης ἐγνώρισε τήν ἐκ τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης πηγάσασαν φρίκην μέ τά ἑκατομμύρια θυμάτων τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου καί τῶν ρατσιστικῶν διωγμῶν. Ταὐτοχρόνως ὅμως ἔζησε καί τήν φρίκην τῶν δυνάμεων ἐκείνων, αἱ ὁποῖαι, ὀνομάζουσαι ἑαυτάς προοδευτικάς, διέπραξαν ἐν ὀνόματι τῆς ἐλευθερίας ἀναλόγου μεγέθους καί σκληρότητος ἐγκλήματα εἰς τήν Ἀνατολικήν Εὐρώπην. Οὕτω, λοιπόν, ὁ ὁλοκληρωτισμός δέν γνωρίζει πολιτικάς παρατάξεις, ὡς ἀπότοκος ἑνός ἀνθρωπισμοῦ ἄνευ Χριστοῦ, μέ φυσικήν ἀπόληξιν τόν ὄλεθρον καί τόν θάνατον. Πάντα ταῦτα βεβαιοῦν ὅτι πᾶσα προσπάθεια διά ἀληθινήν ἐλευθερίαν ἄνευ Θεοῦ εἶναι καταδικασμένη εἰς τραγῳδίαν.
Εἰς τήν κυριαρχίαν αὐτήν τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους, ἡ Ἐκκλησία ἀπαντᾷ μέ τήν χάριν καί τήν δύναμιν τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Αὐτός, ὁ Ὁποῖος ἀνέλαβεν εἰς Ἑαυτόν τάς ἀσθενείας καί τά παθήματα ἑκάστου ἀνθρώπου, παρέχει εἰς τόν κόσμον διά τῆς Ἀναστάσεώς Του καί τήν βεβαιότητα ὅτι «νενίκηται ὁ θάνατος».
Ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή εἶναι δῶρον καί φῶς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖον «φαίνει πᾶσιν». Ἄς τιμήσωμεν ὅλοι τό δῶρον. Ἄς εὐχαριστήσωμεν οἱ πάντες τόν Δωρητήν, τόν «ὡς ἐν ἐσόπτρῳ διά σαρκός λάμψαντα τῷ κόσμῳ καί τό φῶς τῆς ἀναστάσεως τοῖς ἔθνεσι δείξαντα». Δεῦτε, λοιπόν, λάβωμεν φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός τῆς Ζωῆς. Δεῦτε, ἀποδεχθῶμεν καί ὑποδεχθῶμεν τήν δωρεάν τῆς ἀναστάσεως καί ἀναφωνήσωμεν ἐκ καρδίας μεγαλοφώνως:
Χριστός Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος! Χαίρετε λαοί καί ἀγαλλιᾶσθε!
Φανάριον, Ἅγιον Πάσχα ,βιδ΄
† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρός Χριστόν Ἀναστάντα

εὐχέτης πάντων ὑμῶν
- See more at: http://www.amen.gr/article17583#sthash.uWVRgtIT.dpuf
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ ΕΛΕΟΣ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝΔΟΞΩΣ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
Χριστός Ἀνέστη!
«Δεῦτε», ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ, «λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός» τοῦ Φαναρίου, τοῦ Ἱεροῦ Κέντρου τῶν Ὀρθοδόξων, καί δοξάσωμεν ὅλοι ὁμοῦ καί ἀπό κοινοῦ «Χριστόν τόν Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν».
Ζοφερά ἦτο ἡ ψυχική κατάστασις τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου μετά τήν Σταύρωσιν Αὐτοῦ, διότι διά τῆς δι᾿ αὐτῆς θανατώσεως τοῦ Κυρίου διελύθησαν αἱ ἐλπίδες τῶν μαθητῶν Του περί ἐπικρατήσεως Αὐτοῦ καί αὐτῶν ὡς πολιτικῆς ἐξουσίας. Εἶχον ἐκλάβει τήν θριαμβευτικήν εἴσοδον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τά Ἱεροσόλυμα, μετά τήν ἀνάστασιν τοῦ Λαζάρου καί τήν θαυματουργικήν τροφοδοσίαν πέντε χιλιάδων ἀνδρῶν, πλέον γυναικῶν καί παιδίων, διά πέντε ἄρτων καί δύο ἰχθύων, ὡς προανάκρουσμα τῆς κατακτήσεως ὑπ᾿ αὐτῶν κοσμικῆς ἐξουσίας. Ἡ μήτηρ δύο ἐξ αὐτῶν ὑπέβαλε μάλιστα τό αἴτημα ὅπως οἱ υἱοί αὐτῆς καθήσουν εἷς ἐκ δεξιῶν καί εἷς ἐξ εὐωνύμων τοῦ Κυρίου, ὅταν Οὗτος ἀναλάβῃ τήν ἐξουσίαν. Ὅλα αὐτά διελύθησαν ὡς παιδικαί φαντασίαι λόγῳ τοῦ φοβεροῦ πλήγματος τῆς θανατικῆς ἐκτελέσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τήν πρωίαν, ὅμως, τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων αἱ Μυροφόροι εὗρον τόν τάφον κενόν καί ἤκουσαν παρά τοῦ Ἀγγέλου ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν. Μετ᾿ ὀλίγον δέ εἶδον Αὐτόν εἰς ἀλλοίαν κατάστασιν, μή ἐπιτρέπουσαν εἰς τάς Μυροφόρους νά Τόν ἀγγίξουν. Ἡ τοιαύτη ἀπροσδόκητος ἐξέλιξις τῶν πραγμάτων προεκάλεσε τήν ἀπορίαν τῶν περί τόν Ἰησοῦν περί τῆς περαιτέρω ἐξελίξεως τῶν γεγονότων. Ἡ ἀπάντησις δέν ἐδόθη εἰς αὐτούς ἀμέσως. Εἰδοποιήθησαν νά ἀναμένουν μέ ὑπομονήν καί καρτερίαν μέχρις ὅτου ἐνδυθοῦν δύναμιν ἐξ ὕψους. Πειθαρχήσαντες δέ εἰς τήν ἐντολήν, ἀνέμενον μέχρι τῆς Πεντηκοστῆς, ὅτε τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἐπελθόν, ἀπεκάλυψεν εἰς αὐτούς, ἐν πληρότητι, τήν νέαν ἀποστολήν των. Αὕτη δέν συνίστατο εἰς τήν ἀπελευθέρωσιν ἑνός ἔθνους ἀπό τῆς ὑποδουλώσεως εἰς ἄλλο ἔθνος, ἀλλά εἰς τήν ἀπελευθέρωσιν τῆς ἀνθρωπότητος ὅλης ἀπό τῆς ὑποδουλώσεως εἰς τόν ἄρχοντα τοῦ κακοῦ καί εἰς τό κακόν ἐν γένει. Μία ἄλλη μεγάλη ἀποστολή διαφορετική ἀπό ἐκείνην τήν ὁποίαν ὠνειρεύοντο.
Ἡ ἀσύλληπτος ἐντολή τῆς διαδόσεως τοῦ κηρύγματος τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τῆς δουλείας τοῦ θανάτου ἐξέπληξεν αὐτούς, ἀλλ᾿ ἀνελήφθη μετά ζήλου καί ἐκηρύχθη πανταχοῦ καί ἔσωσε καί σώζει πολλούς ἀπό τοῦ θανάτου. Ὑπάρχει ὁ πρωτότοκος τῶν νεκρῶν, ὁ ἀναστημένος Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος προσφέρει εἰς ὅλους τήν δυνατότητα τῆς ἀναστάσεως καί τῆς αἰωνίου ζωῆς, μιᾶς ζωῆς ἡ ὁποία δέν ὑπόκειται πλέον εἰς τήν φθοράν, διότι ἐν τῇ ἀναστάσει οἱ ἄνθρωποι εἶναι ὡς οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἐν οὐρανῷ καί φέρουν σῶμα πνευματικόν ἀντί τοῦ σαρκικοῦ.
Πρόγευσιν αὐτῆς τῆς μακαρίας ἀναστασίμου καταστάσεως βιοῦμεν ἀπό τώρα, ὅταν φέρωμεν τό σάρκινον ἔνδυμά μας εἰς τρόπον ὥστε νά μή γευώμεθα τήν οὐσίαν τοῦ θανάτου, δηλαδή τήν ἀπομάκρυνσιν ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά αἰσθανώμεθα ὅτι μετέβημεν ἀπό τοῦ φυσικοῦ θανάτου τοῦ σαρκίνου σώματος εἰς τήν ἀνωτέραν ζωήν τοῦ πνευματικοῦ τοιούτου διά τῆς μετ᾿ ἀγάπης γνώσεως τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία γνῶσις ἰσοδυναμεῖ πρός τήν αἰώνιον ζωήν.
Δέν προσδοκῶμεν, λοιπόν, ἁπλῶς τήν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν ὡς ἕν γεγονός τοῦ ἀπωτάτου μέλλοντος ἀλλά μετέχομεν αὐτῆς ἀπό τοῦδε, ὥστε νά κραυγάζωμεν ἐνθουσιωδῶς μετά τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου: «Ποῦ σοῦ, θάνατε, τό κέντρον; ποῦ σοῦ, Ἅδη, τό νῖκος;». Συνανέστημεν μετά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ζῶμεν τά ἔσχατα ὡς παρόντα καί τά παρόντα ὡς ἔσχατα. Ἡ ἀνάστασις διαποτίζει τήν ὕπαρξιν ἡμῶν καί πληροῖ χαρᾶς αὐτήν. Ὡς ἐπλήσθη χαρᾶς τό στόμα τῶν μαθητῶν ἐν τῷ λέγειν ἀνέστη ὁ Κύριος.
Συνεχίζομεν τό ἔργον τῶν Ἀποστόλων. Μεταδίδομεν εἰς τόν κόσμον τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως. Κηρύσσομεν ἐν ἐπιγνώσει, ὅτι ὁ θάνατος δέν πρέπει νά ἔχῃ θέσιν εἰς τήν ζωήν μας, οὐδεμίαν ὠφέλειαν προσφέρει εἰς τήν ἀνθρωπότητα. Οἱ ἐπιδιώκοντες νά βελτιώσουν τήν κοινωνικήν ζωήν διά τοῦ θανάτου συνανθρώπων τινῶν αὐτῶν, δέν προσφέρουν ἀγαθήν ὑπηρεσίαν εἰς τούς ἐπιζῶντας. Ὑπηρετοῦν τήν ἐπέκτασιν τοῦ θανάτου καί προετοιμάζουν τήν ὑπ᾿ αὐτοῦ καταβρόχθισιν ἑαυτῶν.
Εἰς τάς ἡμέρας μας τά τύμπανα τοῦ θανάτου καί τοῦ σκότους ἠχοῦν μανιωδῶς. Μερικοί συνάνθρωποί μας πιστεύουν ὅτι ἡ ἐξόντωσις ἄλλων συνανθρώπων μας εἶναι πρᾶξις ἐπαινετή καί ὠφέλιμος, ἀλλά πλανῶνται οἰκτρῶς. Δυστυχῶς, ἡ ἐξουδένωσις καί καταπίεσις τῶν ἀσθενεστέρων ὑπό τῶν ἰσχυροτέρων ἐπικρατεῖ εἰς τήν κοσμικήν πυραμίδα τοῦ γίγνεσθαι. Συχνάκις ἐκπλήσσει ἡ σκληρότης καί ἔλλειψις εὐσπλαγχνίας τῶν κρατούντων τά ἡνία τοῦ κόσμου καί τῶν νομιζόντων ἐξουσιάζειν αὐτοῦ.
Ὁ Χριστός, ὅμως, διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου Αὐτοῦ ἀντέστρεψε τήν κοσμικήν πυραμίδα καί εἰς τήν κορυφήν αὐτῆς ἐτοποθέτησε τόν Σταυρόν Του. Εἰς τήν κορυφήν εὑρίσκεται ὁ Ἴδιος, ἐπειδή Αὐτός ἔπαθε πλεῖον πάντων τῶν ἀνθρώπων. Δέν ὑπῆρξεν ἄνθρωπος εἰς τόν κόσμον ὁ ὁποῖος ὑπέφερεν ὅσα ὑπέφερεν ὁ Θεάνθρωπος Χριστός: «Σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ». Διά τοῦτο ὁ Θεός Πατήρ «ἐχαρίσατο Αὐτῷ ὄνομα τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων» (Φιλιπ. β΄ 8-11).
Συχνάκις εἰς τήν ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος βλέπομεν νά κυριαρχῇ τό σκότος τοῦ θανάτου, τό ἄδικον ἀντί τῆς δικαιοσύνης, τό μῖσος καί ὁ φθόνος ἀντί τῆς ἀγάπης, καί τούς ἀνθρώπους νά προτιμοῦν τό καταχθόνιον μῖσος ἀντί τοῦ φωτός τῆς Ἀναστάσεως. Παρά τήν φαινομενικήν τεχνολογικήν πρόοδον τῶν ἀνθρωπίνων κοινωνιῶν, παρά τάς διακηρύξεις περί τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καί τῶν θρησκευτικῶν ἐλευθεριῶν, τό ἐθνοφυλετικόν καί θρησκευτικόν μῖσος διογκοῦνται παγκοσμίως καί προκαλοῦν ἐπικινδύνους ἐντάσεις, αἱ ὁποῖαι ἐπιτείνουν τήν κυριαρχίαν τοῦ βασιλείου τοῦ θανάτου, τοῦ Ἅδου, τῶν καταχθονίων. Οἱ ἄνθρωποι ἀτυχῶς δέν ἠμποροῦν νά ἀνεχθοῦν τήν διαφορετικότητα εἰς τόν συνάνθρωπόν των. Δέν ἠμποροῦν νά δεχθοῦν τήν διαφορετικήν φυλετικήν καταγωγήν τοῦ ἀνθρώπου, τάς διαφορετικάς ἀντιλήψεις καί πεποιθήσεις του, πολιτικάς, θρησκευτικάς, κοινωνικάς.
Ἡ ἱστορία, ὅμως, ἔχει ἀποδείξει ὅτι ἀληθινή πρόοδος δέν δύναται νά ὑπάρξῃ χωρίς Θεόν. Οὐδεμία κοινωνία δύναται νά εἶναι ἀληθῶς προοδευτική καί εὐδαίμων, ἐάν δέν ὑπάρχῃ ἐλευθερία. Ἀλλά ἡ ἀληθινή ἐλευθερία ἀποκτᾶται μόνον μέ τήν παραμονήν πλησίον τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἱστορία τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος ἐπιβεβαιοῖ τραγικῶς αὐτήν τήν ἀλήθειαν. Ἡ ἀνθρωπότης ἐγνώρισε τήν ἐκ τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης πηγάσασαν φρίκην μέ τά ἑκατομμύρια θυμάτων τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου καί τῶν ρατσιστικῶν διωγμῶν. Ταὐτοχρόνως ὅμως ἔζησε καί τήν φρίκην τῶν δυνάμεων ἐκείνων, αἱ ὁποῖαι, ὀνομάζουσαι ἑαυτάς προοδευτικάς, διέπραξαν ἐν ὀνόματι τῆς ἐλευθερίας ἀναλόγου μεγέθους καί σκληρότητος ἐγκλήματα εἰς τήν Ἀνατολικήν Εὐρώπην. Οὕτω, λοιπόν, ὁ ὁλοκληρωτισμός δέν γνωρίζει πολιτικάς παρατάξεις, ὡς ἀπότοκος ἑνός ἀνθρωπισμοῦ ἄνευ Χριστοῦ, μέ φυσικήν ἀπόληξιν τόν ὄλεθρον καί τόν θάνατον. Πάντα ταῦτα βεβαιοῦν ὅτι πᾶσα προσπάθεια διά ἀληθινήν ἐλευθερίαν ἄνευ Θεοῦ εἶναι καταδικασμένη εἰς τραγῳδίαν.
Εἰς τήν κυριαρχίαν αὐτήν τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους, ἡ Ἐκκλησία ἀπαντᾷ μέ τήν χάριν καί τήν δύναμιν τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Αὐτός, ὁ Ὁποῖος ἀνέλαβεν εἰς Ἑαυτόν τάς ἀσθενείας καί τά παθήματα ἑκάστου ἀνθρώπου, παρέχει εἰς τόν κόσμον διά τῆς Ἀναστάσεώς Του καί τήν βεβαιότητα ὅτι «νενίκηται ὁ θάνατος».
Ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή εἶναι δῶρον καί φῶς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖον «φαίνει πᾶσιν». Ἄς τιμήσωμεν ὅλοι τό δῶρον. Ἄς εὐχαριστήσωμεν οἱ πάντες τόν Δωρητήν, τόν «ὡς ἐν ἐσόπτρῳ διά σαρκός λάμψαντα τῷ κόσμῳ καί τό φῶς τῆς ἀναστάσεως τοῖς ἔθνεσι δείξαντα». Δεῦτε, λοιπόν, λάβωμεν φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός τῆς Ζωῆς. Δεῦτε, ἀποδεχθῶμεν καί ὑποδεχθῶμεν τήν δωρεάν τῆς ἀναστάσεως καί ἀναφωνήσωμεν ἐκ καρδίας μεγαλοφώνως:
Χριστός Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος! Χαίρετε λαοί καί ἀγαλλιᾶσθε!
Φανάριον, Ἅγιον Πάσχα ,βιδ΄
† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρός Χριστόν Ἀναστάντα

εὐχέτης πάντων ὑμῶν
- See more at: http://www.amen.gr/article17583#sthash.uWVRgtIT.dpuf
ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ, ΕΙΡΗΝΗΝ ΚΑΙ ΕΛΕΟΣ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝΔΟΞΩΣ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
Χριστός Ἀνέστη!
«Δεῦτε», ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ, «λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός» τοῦ Φαναρίου, τοῦ Ἱεροῦ Κέντρου τῶν Ὀρθοδόξων, καί δοξάσωμεν ὅλοι ὁμοῦ καί ἀπό κοινοῦ «Χριστόν τόν Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν».
Ζοφερά ἦτο ἡ ψυχική κατάστασις τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου μετά τήν Σταύρωσιν Αὐτοῦ, διότι διά τῆς δι᾿ αὐτῆς θανατώσεως τοῦ Κυρίου διελύθησαν αἱ ἐλπίδες τῶν μαθητῶν Του περί ἐπικρατήσεως Αὐτοῦ καί αὐτῶν ὡς πολιτικῆς ἐξουσίας. Εἶχον ἐκλάβει τήν θριαμβευτικήν εἴσοδον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τά Ἱεροσόλυμα, μετά τήν ἀνάστασιν τοῦ Λαζάρου καί τήν θαυματουργικήν τροφοδοσίαν πέντε χιλιάδων ἀνδρῶν, πλέον γυναικῶν καί παιδίων, διά πέντε ἄρτων καί δύο ἰχθύων, ὡς προανάκρουσμα τῆς κατακτήσεως ὑπ᾿ αὐτῶν κοσμικῆς ἐξουσίας. Ἡ μήτηρ δύο ἐξ αὐτῶν ὑπέβαλε μάλιστα τό αἴτημα ὅπως οἱ υἱοί αὐτῆς καθήσουν εἷς ἐκ δεξιῶν καί εἷς ἐξ εὐωνύμων τοῦ Κυρίου, ὅταν Οὗτος ἀναλάβῃ τήν ἐξουσίαν. Ὅλα αὐτά διελύθησαν ὡς παιδικαί φαντασίαι λόγῳ τοῦ φοβεροῦ πλήγματος τῆς θανατικῆς ἐκτελέσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Τήν πρωίαν, ὅμως, τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων αἱ Μυροφόροι εὗρον τόν τάφον κενόν καί ἤκουσαν παρά τοῦ Ἀγγέλου ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν. Μετ᾿ ὀλίγον δέ εἶδον Αὐτόν εἰς ἀλλοίαν κατάστασιν, μή ἐπιτρέπουσαν εἰς τάς Μυροφόρους νά Τόν ἀγγίξουν. Ἡ τοιαύτη ἀπροσδόκητος ἐξέλιξις τῶν πραγμάτων προεκάλεσε τήν ἀπορίαν τῶν περί τόν Ἰησοῦν περί τῆς περαιτέρω ἐξελίξεως τῶν γεγονότων. Ἡ ἀπάντησις δέν ἐδόθη εἰς αὐτούς ἀμέσως. Εἰδοποιήθησαν νά ἀναμένουν μέ ὑπομονήν καί καρτερίαν μέχρις ὅτου ἐνδυθοῦν δύναμιν ἐξ ὕψους. Πειθαρχήσαντες δέ εἰς τήν ἐντολήν, ἀνέμενον μέχρι τῆς Πεντηκοστῆς, ὅτε τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἐπελθόν, ἀπεκάλυψεν εἰς αὐτούς, ἐν πληρότητι, τήν νέαν ἀποστολήν των. Αὕτη δέν συνίστατο εἰς τήν ἀπελευθέρωσιν ἑνός ἔθνους ἀπό τῆς ὑποδουλώσεως εἰς ἄλλο ἔθνος, ἀλλά εἰς τήν ἀπελευθέρωσιν τῆς ἀνθρωπότητος ὅλης ἀπό τῆς ὑποδουλώσεως εἰς τόν ἄρχοντα τοῦ κακοῦ καί εἰς τό κακόν ἐν γένει. Μία ἄλλη μεγάλη ἀποστολή διαφορετική ἀπό ἐκείνην τήν ὁποίαν ὠνειρεύοντο.
Ἡ ἀσύλληπτος ἐντολή τῆς διαδόσεως τοῦ κηρύγματος τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τῆς δουλείας τοῦ θανάτου ἐξέπληξεν αὐτούς, ἀλλ᾿ ἀνελήφθη μετά ζήλου καί ἐκηρύχθη πανταχοῦ καί ἔσωσε καί σώζει πολλούς ἀπό τοῦ θανάτου. Ὑπάρχει ὁ πρωτότοκος τῶν νεκρῶν, ὁ ἀναστημένος Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος προσφέρει εἰς ὅλους τήν δυνατότητα τῆς ἀναστάσεως καί τῆς αἰωνίου ζωῆς, μιᾶς ζωῆς ἡ ὁποία δέν ὑπόκειται πλέον εἰς τήν φθοράν, διότι ἐν τῇ ἀναστάσει οἱ ἄνθρωποι εἶναι ὡς οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἐν οὐρανῷ καί φέρουν σῶμα πνευματικόν ἀντί τοῦ σαρκικοῦ.
Πρόγευσιν αὐτῆς τῆς μακαρίας ἀναστασίμου καταστάσεως βιοῦμεν ἀπό τώρα, ὅταν φέρωμεν τό σάρκινον ἔνδυμά μας εἰς τρόπον ὥστε νά μή γευώμεθα τήν οὐσίαν τοῦ θανάτου, δηλαδή τήν ἀπομάκρυνσιν ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά αἰσθανώμεθα ὅτι μετέβημεν ἀπό τοῦ φυσικοῦ θανάτου τοῦ σαρκίνου σώματος εἰς τήν ἀνωτέραν ζωήν τοῦ πνευματικοῦ τοιούτου διά τῆς μετ᾿ ἀγάπης γνώσεως τοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία γνῶσις ἰσοδυναμεῖ πρός τήν αἰώνιον ζωήν.
Δέν προσδοκῶμεν, λοιπόν, ἁπλῶς τήν ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν ὡς ἕν γεγονός τοῦ ἀπωτάτου μέλλοντος ἀλλά μετέχομεν αὐτῆς ἀπό τοῦδε, ὥστε νά κραυγάζωμεν ἐνθουσιωδῶς μετά τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου: «Ποῦ σοῦ, θάνατε, τό κέντρον; ποῦ σοῦ, Ἅδη, τό νῖκος;». Συνανέστημεν μετά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ζῶμεν τά ἔσχατα ὡς παρόντα καί τά παρόντα ὡς ἔσχατα. Ἡ ἀνάστασις διαποτίζει τήν ὕπαρξιν ἡμῶν καί πληροῖ χαρᾶς αὐτήν. Ὡς ἐπλήσθη χαρᾶς τό στόμα τῶν μαθητῶν ἐν τῷ λέγειν ἀνέστη ὁ Κύριος.
Συνεχίζομεν τό ἔργον τῶν Ἀποστόλων. Μεταδίδομεν εἰς τόν κόσμον τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως. Κηρύσσομεν ἐν ἐπιγνώσει, ὅτι ὁ θάνατος δέν πρέπει νά ἔχῃ θέσιν εἰς τήν ζωήν μας, οὐδεμίαν ὠφέλειαν προσφέρει εἰς τήν ἀνθρωπότητα. Οἱ ἐπιδιώκοντες νά βελτιώσουν τήν κοινωνικήν ζωήν διά τοῦ θανάτου συνανθρώπων τινῶν αὐτῶν, δέν προσφέρουν ἀγαθήν ὑπηρεσίαν εἰς τούς ἐπιζῶντας. Ὑπηρετοῦν τήν ἐπέκτασιν τοῦ θανάτου καί προετοιμάζουν τήν ὑπ᾿ αὐτοῦ καταβρόχθισιν ἑαυτῶν.
Εἰς τάς ἡμέρας μας τά τύμπανα τοῦ θανάτου καί τοῦ σκότους ἠχοῦν μανιωδῶς. Μερικοί συνάνθρωποί μας πιστεύουν ὅτι ἡ ἐξόντωσις ἄλλων συνανθρώπων μας εἶναι πρᾶξις ἐπαινετή καί ὠφέλιμος, ἀλλά πλανῶνται οἰκτρῶς. Δυστυχῶς, ἡ ἐξουδένωσις καί καταπίεσις τῶν ἀσθενεστέρων ὑπό τῶν ἰσχυροτέρων ἐπικρατεῖ εἰς τήν κοσμικήν πυραμίδα τοῦ γίγνεσθαι. Συχνάκις ἐκπλήσσει ἡ σκληρότης καί ἔλλειψις εὐσπλαγχνίας τῶν κρατούντων τά ἡνία τοῦ κόσμου καί τῶν νομιζόντων ἐξουσιάζειν αὐτοῦ.
Ὁ Χριστός, ὅμως, διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου Αὐτοῦ ἀντέστρεψε τήν κοσμικήν πυραμίδα καί εἰς τήν κορυφήν αὐτῆς ἐτοποθέτησε τόν Σταυρόν Του. Εἰς τήν κορυφήν εὑρίσκεται ὁ Ἴδιος, ἐπειδή Αὐτός ἔπαθε πλεῖον πάντων τῶν ἀνθρώπων. Δέν ὑπῆρξεν ἄνθρωπος εἰς τόν κόσμον ὁ ὁποῖος ὑπέφερεν ὅσα ὑπέφερεν ὁ Θεάνθρωπος Χριστός: «Σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτόν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ». Διά τοῦτο ὁ Θεός Πατήρ «ἐχαρίσατο Αὐτῷ ὄνομα τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων» (Φιλιπ. β΄ 8-11).
Συχνάκις εἰς τήν ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος βλέπομεν νά κυριαρχῇ τό σκότος τοῦ θανάτου, τό ἄδικον ἀντί τῆς δικαιοσύνης, τό μῖσος καί ὁ φθόνος ἀντί τῆς ἀγάπης, καί τούς ἀνθρώπους νά προτιμοῦν τό καταχθόνιον μῖσος ἀντί τοῦ φωτός τῆς Ἀναστάσεως. Παρά τήν φαινομενικήν τεχνολογικήν πρόοδον τῶν ἀνθρωπίνων κοινωνιῶν, παρά τάς διακηρύξεις περί τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καί τῶν θρησκευτικῶν ἐλευθεριῶν, τό ἐθνοφυλετικόν καί θρησκευτικόν μῖσος διογκοῦνται παγκοσμίως καί προκαλοῦν ἐπικινδύνους ἐντάσεις, αἱ ὁποῖαι ἐπιτείνουν τήν κυριαρχίαν τοῦ βασιλείου τοῦ θανάτου, τοῦ Ἅδου, τῶν καταχθονίων. Οἱ ἄνθρωποι ἀτυχῶς δέν ἠμποροῦν νά ἀνεχθοῦν τήν διαφορετικότητα εἰς τόν συνάνθρωπόν των. Δέν ἠμποροῦν νά δεχθοῦν τήν διαφορετικήν φυλετικήν καταγωγήν τοῦ ἀνθρώπου, τάς διαφορετικάς ἀντιλήψεις καί πεποιθήσεις του, πολιτικάς, θρησκευτικάς, κοινωνικάς.
Ἡ ἱστορία, ὅμως, ἔχει ἀποδείξει ὅτι ἀληθινή πρόοδος δέν δύναται νά ὑπάρξῃ χωρίς Θεόν. Οὐδεμία κοινωνία δύναται νά εἶναι ἀληθῶς προοδευτική καί εὐδαίμων, ἐάν δέν ὑπάρχῃ ἐλευθερία. Ἀλλά ἡ ἀληθινή ἐλευθερία ἀποκτᾶται μόνον μέ τήν παραμονήν πλησίον τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἱστορία τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος ἐπιβεβαιοῖ τραγικῶς αὐτήν τήν ἀλήθειαν. Ἡ ἀνθρωπότης ἐγνώρισε τήν ἐκ τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης πηγάσασαν φρίκην μέ τά ἑκατομμύρια θυμάτων τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου καί τῶν ρατσιστικῶν διωγμῶν. Ταὐτοχρόνως ὅμως ἔζησε καί τήν φρίκην τῶν δυνάμεων ἐκείνων, αἱ ὁποῖαι, ὀνομάζουσαι ἑαυτάς προοδευτικάς, διέπραξαν ἐν ὀνόματι τῆς ἐλευθερίας ἀναλόγου μεγέθους καί σκληρότητος ἐγκλήματα εἰς τήν Ἀνατολικήν Εὐρώπην. Οὕτω, λοιπόν, ὁ ὁλοκληρωτισμός δέν γνωρίζει πολιτικάς παρατάξεις, ὡς ἀπότοκος ἑνός ἀνθρωπισμοῦ ἄνευ Χριστοῦ, μέ φυσικήν ἀπόληξιν τόν ὄλεθρον καί τόν θάνατον. Πάντα ταῦτα βεβαιοῦν ὅτι πᾶσα προσπάθεια διά ἀληθινήν ἐλευθερίαν ἄνευ Θεοῦ εἶναι καταδικασμένη εἰς τραγῳδίαν.
Εἰς τήν κυριαρχίαν αὐτήν τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους, ἡ Ἐκκλησία ἀπαντᾷ μέ τήν χάριν καί τήν δύναμιν τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Αὐτός, ὁ Ὁποῖος ἀνέλαβεν εἰς Ἑαυτόν τάς ἀσθενείας καί τά παθήματα ἑκάστου ἀνθρώπου, παρέχει εἰς τόν κόσμον διά τῆς Ἀναστάσεώς Του καί τήν βεβαιότητα ὅτι «νενίκηται ὁ θάνατος».
Ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή εἶναι δῶρον καί φῶς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό ὁποῖον «φαίνει πᾶσιν». Ἄς τιμήσωμεν ὅλοι τό δῶρον. Ἄς εὐχαριστήσωμεν οἱ πάντες τόν Δωρητήν, τόν «ὡς ἐν ἐσόπτρῳ διά σαρκός λάμψαντα τῷ κόσμῳ καί τό φῶς τῆς ἀναστάσεως τοῖς ἔθνεσι δείξαντα». Δεῦτε, λοιπόν, λάβωμεν φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός τῆς Ζωῆς. Δεῦτε, ἀποδεχθῶμεν καί ὑποδεχθῶμεν τήν δωρεάν τῆς ἀναστάσεως καί ἀναφωνήσωμεν ἐκ καρδίας μεγαλοφώνως:
Χριστός Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος! Χαίρετε λαοί καί ἀγαλλιᾶσθε!
Φανάριον, Ἅγιον Πάσχα ,βιδ΄
† Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρός Χριστόν Ἀναστάντα

εὐχέτης πάντων ὑμῶν
- See more at: http://www.amen.gr/article17583#sthash.uWVRgtIT.dpuf

Σάββατο, Απριλίου 19, 2014

Παιδικὴ Πασχαλιά (1891) ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ



....

Καὶ τὴν Μεγάλην Παρασκευήν, περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ἡ μήτηρ ὡδήγησε τὰ δύο παιδία εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου, ἀφοῦ ἔκαμαν τρεῖς γονυκλισίας πρὸ τοῦ ἀνθοστεφοῦς κουβουκλίου, ἠσπάσθησαν τὸν μυρόπνουν Ἐπιτάφιον, τὸ ἀργυρόχρυσον Εὐαγγέλιον μὲ τ᾽ ἀγγελούδια, καὶ τὸν Σταυρὸν μὲ τ᾽ ἀνθρωπάκια καὶ τὶς Παναγίτσες (τί χαρά, τί δόξα!), καὶ εἶτα ἐπέρασαν τρὶς ὑπὸ τὸν ὑψηλόν, μεγαλοπρεπῆ Ἐπιτάφιον, ὁ δ᾽ Εὐαγγελινὸς (ὅλα τὰ ἐνθυμεῖτο ἡ μικρὰ Μόρφω) ἀνέτρεψεν ἐξ ἀπροσεξίας πήλινον ἀμφορέα μὲ ὕδωρ, ἐξ ἐκείνων οὓς θέτουσιν ὑπὸ τὸν Ἐπιτάφιον πρὸς ἁγιασμόν, διὰ νὰ μεταχειρισθῶσι τὸ ὕδωρ εἰς τὸ καματηρό, ἤτοι τοὺς μεταξοσκώληκας, καὶ εἰς ἄλλας χρείας, αἱ νεώτεραι μυροφόροι, γυναῖκες διακαῶς ποθοῦσαι «νὰ ξενυχτίσουν τὸν Χριστὸν» μένουσαι ἄγρυπνοι ἐν τῷ ναῷ πέραν τοῦ μεσονυκτίου, διότι ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἐπιταφίου ψάλλεται ἐκεῖ τὸ Μέγα Σάββατον, περὶ ὄρθρον βαθύν. Ὁ ἀμφορεὺς πεσὼν ἐθραύσθη, ἡ δὲ γυνὴ ἧς ἦτο κτῆμα ὠργίσθη, καὶ εἶπεν ὅτι τὸ ἔχει «σὲ κακό της». Τότε ἡ μήτηρ τοῦ Εὐαγγελινοῦ, ἀφοῦ ἐπέπληξεν αὐστηρῶς τὸ παιδίον, πειραχθεῖσα εἶπεν ὅτι «ἂν εἶναι κακό, ἂς εἶναι γιὰ μένα!» Καὶ τὴν πτωχὴν δὲν τὴν ηὗρε ὁ χρόνος!
Τὸ Μέγα Σάββατον δέ, μικρὸν μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἡ μήτηρ ἐξύπνισε τὸν Εὐαγγελινὸν καὶ τὴν Μόρφω, κ᾽ ἐνῷ ἐσήμαιναν διὰ μακρῶν οἱ κώδωνες, ἐπῆγαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου ἐψάλη τὸ «ὦ γλυκύ μου ἔαρ» καὶ ἄλλα ἀκόμη παθητικὰ ᾄσματα. Εἶτα οἱ πιστοὶ ὅλοι μὲ ἀνημμένας λαμπάδας ἐξῆλθον εἰς τὸ ὕπαιθρον, ὑπὸ τὸ ἀμαυρωθὲν φέγγος τῆς φθινούσης σελήνης, ἐνῷ ἡ αὐγὴ ἔλαμπεν ἤδη ροδίνη καὶ ξανθή, προπέμποντες τὸν Ἐπιτάφιον ἀγλαόφωτον μὲ σειρὰς λαμπάδων. Καὶ ἡ αὔρα πραεῖα ἐκίνει ἠρέμα τοὺς πυρσούς, χωρὶς νὰ τοὺς σβήνῃ, καὶ ἡ ἄνοιξις ἔπεμπε τὰ ἐκλεκτότερα ἀρώματά της εἰς τὸν Παθόντα καὶ Ταφέντα, ὡς νὰ συνέψαλλε καὶ αὐτή, «ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον!» καὶ ἡ θάλασσα φλοισβίζουσα καὶ μορμύρουσα παρὰ τὸν αἰγιαλὸν ἐπανελάμβανεν, «οἴμοι γλυκύτατε Ἰησοῦ!» Τὰ δὲ παιδία προπορευόμενα τῆς πομπῆς, μεγαλοφώνως ἔκραζον: Κύριε ἐλέησον! Κύριε ἐλέησον! Ὁ Εὐαγγελινὸς ἐψέλλιζε μετὰ τῶν ἄλλων: Κύιε ἔησον! Κύιε ἔησον!
Καὶ ὕστερον, ὅταν ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, διαλύων τὴν ἀπαραίτητον ὁμίχλην τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, (ἥτις καθιστᾷ μελαψὴν μιγάδα τὴν ἡμέραν καὶ παμμέλαιναν ἀράβισσαν τὴν νύκτα), ὁ Εὐαγγελινὸς ἐξύπνησεν ἀπὸ τὰ βελάσματα τοῦ ἀρνίου, τὸ ὁποῖον ἡτοιμάζετο νὰ σφάξῃ διὰ τὴν οἰκογένειαν τοῦ καπετὰν Κομνιανοῦ ὁ γείτονας Νικόλας, ὁ σύζυγος τῆς Μηλιᾶς. Ὁ Εὐαγγελινὸς καὶ ἡ Μόρφω ἐξῆλθον εἰς τὸ προαύλιον. Τί ὡραῖον, τί ἥμερον, τί λευκόμαλλον ποὺ ἦτο τὸ ἀρνί! Καὶ πῶς ἐβέλαζε (μπέ! μπέ!) τὸ καημένο. Ἐν τούτοις δὲν ἐφαίνετο πολὺ δυσαρεστημένον, διότι ἔμελλε νὰ σφαγῇ. Καὶ ἄλλος Ἀμνὸς ἄμωμος, Ἀμνὸς αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καὶ ἄλλος ἀτίμητος Ἀμνὸς ἐσφάγη…
Τὴν ἑσπέραν ἔφερεν οἴκαδε ὁ πατὴρ τὰς πασχαλινὰς λαμπάδας, ὡραίας, λεπτάς, περιτέχνους. Τί χαρά! τί θρίαμβος! φαντασθῆτε ὡραίας μικρὰς λαμπάδας, μὲ ἄνθη τεχνητά, μὲ χρυσόχαρτα. Ὁ Εὐαγγελινὸς ἤθελε νὰ πάρῃ τὴν τῆς ἀδελφῆς του, λέγων, ὅτι ἐκείνη εἶναι μεγαλυτέρα. Ἡ μήτηρ τοῦ τὴν ἔδωκεν, ἀλλ᾽ ὁ μικρὸς τὴν ἔσπασε, ἐκεῖ ποὺ ἔπαιζε μὲ αὐτήν, ἔσπασε καὶ τὴν ἰδικήν του, καὶ ὕστερον ἔβαλε τὰ κλάματα. Ὁ πατὴρ τοῦ ἠγόρασεν ἄλλην, ἀφοῦ τὸν ὑπεχρέωσε νὰ ὑποσχεθῇ ὅτι δὲν θὰ τὴν πιάσῃ εἰς τὴν χεῖρα, ἕως τὰ μεσάνυκτα, ὅταν θὰ ὑπάγουν εἰς τὴν Ἀνάστασιν. Ὁ μικρὸς ἀπεκοιμήθη κλαίων καὶ χαίρων.
Μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔγινεν ἡ Ἀνάστασις, καὶ ἤστραψεν ὁ ναὸς ὅλος, ἤστραψε καὶ ἡ πλατεῖα ἀπὸ τὸ φῶς τῶν κηρίων, τὰ παιδία ἤρχισαν νὰ καίουν μετὰ κρότου σπίρτα καὶ μικρὰ πυροκρόταλα ἔξω εἰς τὸ πρόναον, καί τινες παῖδες δεκαετεῖς ἐπυροβόλουν μὲ μικρὰ πιστόλια, ἄλλοι ἔρριπτον ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἐπὶ τῶν πλακῶν τοῦ ἐδάφους τὰ βαρέα καρφία μὲ τὰ καψύλια καταπτοοῦντες καὶ σκανδαλίζοντες τὰς πτωχὰς γραίας, αἵτινες, μεθ᾽ ὅλον τὸν διωγμὸν ὃν ἐκίνουν κατ᾽ αὐτῶν τὴν Μεγάλην Ἑβδομάδα κατ᾽ ἔτος οἱ ἐπίτροποι, ἀξιοῦντες νὰ περιορίσωσιν αὐτὰς εἰς τὸν γυναικωνίτην, οὐχ ἧττον ἐπέμενον καὶ παρεισέδυον ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἀριστερά, εἰς τὴν μίαν κόγχην. Εἷς δ᾽ ἐπίτροπος τῆς ἐπάνω ἐνορίας, ἄνθρωπος προοδευτικός, βλέπων ὅτι ὅλοι οἱ ἐθελονταὶ ψάλται, νεανίαι εἰκοσαετεῖς, ἐφοίτων κατὰ προτίμησιν εἰς τὴν κάτω ἐκκλησίαν, εἰς δὲ τὴν ἐπάνω ἠναγκάζοντο νὰ ψάλλωσιν οἱ ἱερεῖς, τί ἐσοφίσθη; Πιάνει καὶ ἀποσπᾷ ἀπὸ τὸν γυναικωνίτην τὰ καφάσια, τὰ δικτυωτά, δι᾽ ὧν ἐφράττοντο τέως αἱ γυναικεῖαι μορφαὶ ἀπὸ τῆς ὄψεως τῶν ἀνδρῶν, καὶ ἀφήνει τὸν γυναικωνίτην ἄφρακτον. Τότε διὰ μιᾶς ὅλοι οἱ εὐλαβεῖς καὶ μουσόληπτοι νεανίσκοι ἀφῆκαν τὴν κάτω ἐκκλησίαν ἔρημον ψαλτῶν κ᾽ ἔτρεξαν ὅλοι εἰς τὴν ἐπάνω.
Εἶτα τὰ μικρὰ παιδία καί τινες παιδίσκαι τετραετεῖς, μὲ τὰς κομψὰς ποικιλτὰς λαμπάδας, ἐτάχθησαν ἀνὰ τὸν χορόν, περὶ τὰ δύο ἀναλόγια, καὶ παρὰ τὸ εἰκονοστάσιον, καὶ ἤρχισαν νὰ θορυβῶσι, νὰ παίζωσι, νὰ στάζωσιν εἰς τοὺς λαιμοὺς ἀλλήλων, καὶ νὰ τσουγκρίζωσι τὰ αὐγά των. Καὶ ἓν παιδίον ἑξαετές, πονηρότερον τῶν ἄλλων (ἦτο ὁ υἱὸς τῆς Μηλιᾶς τῆς γειτόνισσας) εἶχε πλαστὸν αὐγὸν εἰς τὸν κόλπον του, πωρώδη λίθον στρογγυλευμένον κοκκινοβαφῆ, καὶ δι᾽ αὐτοῦ ἔσπαζε τὰ αὐγὰ ὅλων τῶν παιδιῶν, καὶ τὰ ἔπαιρνε, κατὰ τὴν συμφωνίαν, καὶ τὰ ἔτρωγε.
Μία παιδίσκη καὶ εἷς παῖς, πενταετής, ἤρχισαν νὰ φιλονικῶσι περὶ τοῦ τίνος ἡ λαμπάδα ἦτο εὐμορφοτέρα.
―Ὄχι, ἡ δική μου ἡ λαμπάδα εἶναι καλύτερη.
―Ὄχι, ἡ δική μου.
―Ἐμένα ὁ πατέρας μ᾽ τὴν ἐδιάλεξε, κ᾽ εἶναι πλιὸ καλή.
―Ἐμένα ἡ μάννα μ᾽ τὴν ἐστόλισε μοναχή της.
― Καὶ ξέρει νὰ κάμῃ λαμπάδες ἡ μάννα σ᾽;
―Ὄχι, δὲ ξέρει; Σὰν τὴ δική σ᾽!
― Τέτοια παλιολαμπάδα!
― Ναί, παλιολαμπάδα;… νά!…
― Νά κ᾽ ἐσύ!
― Νά κι ἄλλη μιά!
Καὶ ἤρχισαν νὰ τύπτουν ἀλύπητα τὰς κεφαλὰς ἀλλήλων μὲ τὰς λαμπάδας των, ἑωσοῦ ἔβαλαν τὰ κλάματα καὶ οἱ δύο.
Τὸ ἀπόγευμα πάλιν, ἀφοῦ ἐψάλη ἡ Β´ Ἀνάστασις κ᾽ ἔγινεν ἡ Ἀγάπη, ἐξῆλθαν ὅλοι εἰς τὴν πλατεῖαν κ᾽ ἐθεῶντο τὴν πυρπόλησιν τοῦ Ἑβραίου. Τί ἄσχημος καὶ τί εὐμορφοκαμωμένος ποὺ ἦτον ὁ Ἑβραῖος! Εἶχε μίαν χύτραν ὡς κεφαλήν, εἶχε καὶ λινάρι ὡς γένειον. Ἔφερε καὶ ζεῦγος γυαλιὰ (ἡ Μόρφω τὰ ἐνθυμεῖτο ὅλα), ὅμοια μ᾽ ἐκεῖνα ποὺ φορεῖ ἡ γραῖα μάμμη ὅταν ράπτῃ ἢ ἐμβαλώνῃ τὰ παλαιὰ ροῦχά της. Εἶχε κ᾽ ἕνα σακκούλι ἢ πουγγὶ κρεμασμένον εἰς τὸ ἀριστερὸν πλευρόν του. Ἐφόρει μακριά, μακριὰ φορέματα, παρδαλά, ραβδωτά! Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐκρέμασαν ὑψηλὰ ὑψηλά, ἕως ἑπτὰ ὀργυιὰς ἐπάνω, ἤρχισαν οἱ ἄνδρες νὰ τὸν ματιάζουν*, νὰ τὸν τουφεκίζουν ὅλοι, ἑωσότου τὸν ἔκαυσαν.
Καὶ ὕστερον ἡ μήτηρ ἔστρωσε τὴν τράπεζαν εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ παρέθεσε τὰ αὐγὰ τὰ κόκκινα, τὸ τυρί, ποὺ εἶχε φέρει ἡ κουρούνα, καὶ τὸ ἀρνὶ τὸ ψημένο, καὶ τὰ παιδία ἐκάθισαν εἰς τὴν τράπεζαν καὶ ἤρχισαν νὰ τσουγκρίζουν τὰ αὐγά των. Τί χαρά! τί ἀγαλλίασις!
Ἐφέτος, δηλαδὴ κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο τῆς δυστυχίας διὰ τὰ δύο ὀρφανά, δὲν ἦτο πλέον ἐκεῖ οὔτε ὁ πατήρ των, ὅστις ἔλειπεν, οὔτε ἡ μήτηρ των, ἥτις ἐπῆγε μακρύτερα ἀκόμη. Ἀντὶ τῶν δύο ἦτο ἡ γηραιὰ μάμμη, ρογχάζουσα ἐπὶ τῆς κλίνης καὶ γογγύζουσα. Ἀντὶ τῶν κοκκίνων αὐγῶν, ἦσαν αἱ φλέγουσαι ἐκ τοῦ πυρετοῦ παρειαί της. Ἀντὶ τῶν ἐπιχρύσων λαμπάδων, ἦσαν οἱ δύο τρεμοσβήνοντες καὶ βλοσυροὶ ὀφθαλμοί της. Ἀντὶ τῆς ἀθῴας χαρᾶς, ἀντὶ τῆς ἀφάτου εὐτυχίας τοῦ παιδικοῦ Πάσχα, ἦτο ἡ λύπη ἡ βαρεῖα, ἡ ἀνεπανόρθωτος συμφορά.
Εὐτυχῶς ἡ γρια-Κομνιανάκαινα δὲν ἀπέθανε, καὶ ὁ υἱός της ἔφθασεν ἀπόπασχα μὲ τὸ γολετί, καὶ ἤρχισε νὰ καλλωπίζηται καὶ νὰ στρίβῃ τὸν μύστακα ἀποβλέπων εἰς δεύτερον γάμον. Ἀλλά, διὰ τὰ δύο παιδία, τάχα θὰ ἐπανήρχετο πάλιν ἡ χαρὰ ἐκείνη, θ᾽ ἀνέτελλεν ἐκ νέου γλυκεῖα ἡ παιδικὴ Πασχαλιά; Διὰ τὸν Εὐαγγελινὸν ἴσως, διὰ τὴν Μόρφω ὅμως ποτέ. Αὕτη ᾐσθάνετο τὴν ἀπουσίαν τῆς μητρός της καὶ ἤξευρεν ὅτι δὲν ἔμελλε νὰ τὴν ἐπανίδῃ πλέον ἐπὶ τῆς γῆς.
Γλυκεῖα Πασχαλιά, ἡ μήτηρ τῆς χαρᾶς! Γλυκεῖα μήτηρ, τῆς Πασχαλιᾶς ἡ ἐνσάρκωσις!
Ἀλλ᾽ ὁ Χριστὸς ὑπεσχέθη νὰ πίῃ μὲ τοὺς ἐκλεκτούς του καινὸν τὸ γέννημα τῆς ἀμπέλου ἐν τῇ βασιλεία τοῦ Πατρός Του, καὶ οἱ ὑμνωδοὶ ἔψαλλον: «Ὦ Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον, Χριστέ! δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον σοῦ μετασχεῖν, ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας Σου!»
(1891)


ολόκληρο εδώ

Μεγάλο Σάββατο – Η κάθοδος του Χριστού μέχρι τα μελαγχολικά βασίλεια του θανάτου.(Μητροπολίτου Προικοννήσου Ιωσήφ)



Η Ακολουθία ήδη μας έδωσε όχι μόνον όλη την Χάρη αλλά και όλη την χαρά, τον καταρτισμό του νοήματος των Αγίων Ημερών. Αξιωθήκαμε να προχωρήσουμε λειτουργικώς μαζί με τον Κύριο από τον κήπο της Γεθσημανή μέχρι τον φρικτό Γολγοθά και μέχρι τον ζωηφόρο και ζωοδόχο Τάφο, τον ξένο Τάφο, στον οποίο φιλοξενήθηκε τριήμερος. Σημειώνω, αυτόν τον ξένο Τάφο, γιατί ο Κύριος ήλθε «εις τα ίδια και οι ίδιοι Αυτόν ουκ εδέχθησαν», ήλθε στους δικούς Του και οι δικοί Του δεν Του ανοίξανε και έμεινε διά βίου ένας ξένος. Ξένος για τον κόσμο, τον οποίο δημιούργησε. Ξένος για τον λαό τον περιούσιο, τον αγαπημένο. Ξένος ως τον θάνατό Του, που δεν βρέθηκε ούτε ένας τάφος να ανήκει στον Ίδιο για να Τον δεχθεί, αλλά φιλοξενήθηκε στον τάφο του δικαίου Ιωσήφ του Αριμαθαίου.
Σήμερα ο Κύριος έχει κατέβει στα ταμεία του Άδου. Λέει ο απόστολος Πέτρος, ότι εκεί κατέβηκε «ίνα και τοις εν φυλακή πνεύμασι κηρύξη». Κατέβηκε μέχρι τα αμειδή,(αγέλαστα-μελαγχολικά) βασίλεια του θανάτου, τα σκοτεινά, όπου δεν υπάρχει χαμόγελο ποτέ, να αναζητήσει «παγγενή τον Α­δάμ», όλη την ανθρωπότητα, από του Αδάμ και της Εύας μέχρι και εκείνων που είχαν πεθάνει ως την ώρα εκείνη.
Κατέβηκε μέχρι την Κόλαση και την φώτισε, και με την παρουσία Του η Κόλαση έγινε Παράδεισος, και τα πνεύματα τα κεκοιμημένα των δικαίων που είχαν ξεροσταλιάσει από την προσδοκία Του και από την λαχτάρα Του και από τον πόθο της λυτρώσεως, της ζωής, του φωτός, της χαράς, σκίρτησαν και αγαλλίασαν.
Όσο ο διάβολος πικραινόταν μαζί με το βασίλειό του, δεχόμενος μέσα σ’ αυτό την παρουσία του Νικητή της ζωής, τόσο τα πνεύματα των κεκοιμημένων Αγίων και Δικαίων χαίρονταν, ευφραίνονταν, αγάλλονταν, έσπευδαν να δεχθούν τον ζωοπάροχο ασπασμό, τον οποίο τους έδινε ο Κατελθών εις τον Αδη, για να σώσει μέχρις εκεί τον άνθρωπο. Και μετά από την Ανάσταση του Χριστού «πολλά σώματα των κεκοιμημένων» εκείνων Αγίων αναστήθηκαν και μπήκαν στην αγία πόλη των Ιεροσολύμων και εμφανισθήκανε σε πολλούς. Αυτό σημαίνει ότι επέτρεψε ο Θεός να γίνει μία μερική ανάσταση, όχι όλων των ανθρώπων αλλά μερικών προσφάτως κεκοιμημένων. Ανθρώπων, δηλαδή, οι όποιοι είχαν λίγο καιρό, λίγα χρόνια, αν θέλετε, πεθάνει, και τους θυμόντουσαν, τους ξέρανε. Μπορεί να είχαν πεθάνει πριν 20 χρόνια, αλλά υπήρχαν τόσοι άνθρωποι γύρω, οι οποίοι θυμόντουσαν ότι ο Ησαΐας εκείνος, ο Ιακώβ εκείνος, ο Ζαχαρίας εκείνος, η Εσθήρ εκείνη, ήταν ο γείτονας που έμενε δίπλα, ήταν ο φίλος μας, ήταν ο παππούς μας, ήταν ο θείος μας, η μάνα μας, ο πατέρας μας, ο μεγάλος μας αδελφός. Ήταν εύκολο να τους αναγνωρίσουν, και επέτρεψε ο Θεός να γίνει αυτό το μεγάλο θαύμα, για να μην υπάρξει το παραμικρό περιθώριο αμφισβητήσεως ποτέ, όχι μόνον της δικής Του Αναστάσεως, αλλά και της καθολικής αναστάσεως όλων των νεκρών.
Πιστεύω ότι δεν τον πολυαπασχολεί τον Χριστό, όσον άφορα τον Ίδιο, αν πιστέψουμε ή δεν πιστέψουμε στην Ανάστασή Του. Δεν έχει να χάσει ή να κερδίσει τίποτε. Τον απασχολεί και τον πολυαπασχολεί όμως, εάν δεν πιστέψουμε, διότι εμείς χανόμαστε, εμείς μένουμε έξω από την Άμπελο. Μένουμε ξερά κλήματα, τα οποία πρόκειται να κατακαούν στο μη σβεννύμενον ποτέ πυρ της Κολάσεως. Αυτό τον ενδιαφέρει. Να μη χαθούμε. Ειδ’ άλλως είτε πιστέψουμε είτε δεν πιστέψουμε ούτε δόξα του προσθέτουμε ούτε χάρη του αφαιρούμε, ούτε τίποτε. Αλλά για να πιστέψουμε και την Ανάσταση την δική Του και την προσδοκώμενη ανάσταση όλων μας κατά την ημέρα της Κρίσεως, κατά την οποία θα σημάνει η σάλπιγγα η αρχαγγελική και θα μας καλέσει. Και θα δώσει η γη πίσω ό,τι είχε λάβει, το χώμα θα αποδώσει το σώμα, η φωτιά ό,τι είχε καταλύσει, η θάλασσα ό,τι είχε καταπιεί, τα ζώα ό,τι είχαν κατασπαράξει. Θα αποδοθούν πίσω τα σώματα και ενωμένα με τη ψυχή θα αναστηθούν. Διότι «η ψυχή άπαξ και εγεννήθη δεν αποθνήσκει». Άλλος είναι ο θάνατος της ψυχής.
Η ψυχή δεν πρόκειται ποτέ να χάσει την αίσθηση του είναι, ότι δηλαδή υπάρχει, αλλά έχει δύο δυνατότητες. Εκείνο το είναι να το νιώθει ως “ευ είναι” ή να το νιώθει ως “φευ είναι”. Λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ότι όλοι βλέπουν το Θεό. Όλοι θα βλέπουν το άκτιστο Φως της θεότητος, αλλά οι μισοί θα χαίρονται, θα αγάλλονται, θα ευφραίνονται, θα πανηγυρίζουν, θα λένε: “ευ, ευ,  τί ωραία, τί καλά, τί ευχάριστα, τί χαρά είναι αυτή!” Οι άλλοι μισοί θα καταλέγονται, θα κατακαίονται, θα πάσχουν, θα υποφέρουν, θα λένε: “φευ, φευ, φευ!” Δηλαδή: “ωχ αλλοίμονο, ωχ αλλοίμονο, ω συμφορά μου!” Είναι εύκολο να το συλλάβουμε λίγο και από μακρυά; Όλοι μας περνάμε κατά καιρούς μία απλή γρίπη, μία ίωση. Όταν έχουμε γρίπη ή ίωση και βγούμε έξω στον ήλιο, δεν τον αντέχουμε. Αρχίζουμε και φταρνιζόμαστε και βήχουμε και τρέχουν τα μάτια μας και έρχεται «ρινικός κατάρρους», συνάχι, όλα αυτά, και τρέμουμε και λέμε: “αμάν, το γρηγορότερο να πάω να κλεισθώ μέσα να μη με βλέπει ο ήλιος”. Ο άλλος από δίπλα που είναι υγιής χαίρεται και λέει: “α! δόξα σοι ο Θεός! τί όμορφη μέρα είναι αυτή! ηλιόκαλη. Να κάτσουμε λίγο στον ήλιο να ζεσταθεί το κοκαλάκι μας, να ανασάνουμε, να χαρούμε!” Δεν φταίει ο ήλιος. Ο ίδιος είναι και για τον ένα και για τον άλλο. Η γρίπη φταίει. Η γρίπη είναι πού διώχνει τον ένα και τον στέλνει μέσα, η ίωση! Έτσι είναι και εδώ η αμαρτία, η αμετανοησία και η απιστία, η αθεΐα. Αυτή είναι η ασθένεια πού κάνει τον άνθρωπο να μην αντέχει να βλέπει τον νοητό Ήλιο της Δικαιοσύνης και να λέει: “φευ, φευ”, την ώρα που όλοι οι άλλοι φωνάζουν: “ευ, ευ, τί καλά, τί ωραία”.
Προσκυνήσαμε λοιπόν, ακολουθήσαμε το ξόδι της Ζωής, ψάλαμε τα λυρικώτατα Εγκώμια, τα οποία φέρουν έντονη τη σφραγίδα της λαϊκής ποιήσεως, και μάλιστα -χωρίς ίχνος σωβινισμού- της ελληνικής καρδιάς, της ελληνικής ευαισθησίας. Όλες οι άλλες ακολουθίες ενδεχομένως αντέχουν εξ ίσου σε όλες τις νοοτροπίες και σε όλες τις ψυχοσυνθέσεις. Τα εγκώμια έχουν αυτή την ευαισθησία, τη λεπτότητα, όχι απλώς τη μεσογειακή αλλά την ελληνική! Αυτή τη λαχτάρα, τη ζεστασιά της ελληνίδας μάνας! Όταν ακούς την Παναγία μέσα απ’ αυτά τα Εγκώμια να θρηνεί τον Υιό της, νομίζεις ότι είναι μια Ρωμηά μάνα, που κλαίει και θρηνεί το γιό της. Από κει επηρεασμένος και ο Ρίτσος έγραψε τον «Επιτάφιο»· έκανε την ωραία μουσική επένδυση με βάση την υμνωδία των Εγκωμίων ο Θεοδωράκης και ούτω καθ’ εξής, Είναι οι ύμνοι αυτοί, οι οποίοι αγγίζουν ιδιαίτερα του Έλληνα Ορθόδοξου Χριστιανού τις χορδές τις πιό λεπτές της καρδιάς του.
Συνοδεύσαμε λοιπόν στην τυπική εκείνη περιφορά το ξόδι της Ζωής «επ’ έλπίδι αναστάσεως». Όχι της δικής Του. Αυτήν την έχουμε σίγουρη. Αυτήν την ξέρουμε. Αυτήν τη γιορτάζουμε 365 ημέρες τον χρόνο! Κάθε μέρα η Εκκλησία ούτε λησμονεί ούτε παύει να γιορτάζει την Ανάσταση.
Κηρύσσει Χριστόν Εσταυρωμένο αλλά και ταυτόχρονα Αναστάντα εκ των νεκρών.
Ήδη έχουμε την κατάπαυση του Μεγάλου Σαββάτου. «Υπνεί η Ζωή» και το βράδυ τα σήμαντρα και οι καμπάνες θα μας συνάξουν να γιορτάσουμε την εκ νεκρών Ανάσταση του Κυρίου. Ας κάνουμε προσευχή να ετοιμάσει και τη δική μας ανάσταση ο Κύριος, η οποία να είναι ανάσταση όχι εις κρίση και κατάκριση αλλά να είναι ανάσταση εις ζωήν αιώνιον και συμβασιλεία μαζί Του, μαζί με όλη την Παναγία Τριάδα, τον άναρχο Πατέρα και το συναΐδιον Πνεύμα το Αγιον, μαζί με την Υπεραγία Θεοτόκο, μαζί με όλους τους Αγίους, τους προστάτες της Μονής, τον άγιο Νικόλαο, την αγία Αναστασία την Ρωμαία, τον άγιο Γρηγόριο, τον προσωπικό προστάτη του καθενός Άγιο, μαζί με όλους τους αγίους Αγγέλους και τους Αρχαγγέλους, και να χαιρόμαστε την μακαρία εκείνη χαρά της Βασιλείας, όπου «ήχος καθαρός εορταζόντων και βοώντων απαύστως το: Κύριε δόξα σοι».
(Περιοδικό «Ο Όσιος Γρηγόριος», αριθ. 34)


πηγη

Παρασκευή, Απριλίου 18, 2014

Δός μοι τούτον τον Ξένον….


 

Τον ήλιον κρύψαντα τας ιδίας ακτίνας

και το καταπέτασμα του ναού διαρραγέν
τω του Σωτήρος θανάτω, ο Ιωσήφ θεασάμενος
προσήλθε τω Πιλάτω και καθικετεύει λέγων:
“Δος μοι τούτον τον ξένον,
Τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα εν κόσμω.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ον ομόφυλοι, μισούντες θανατούσιν ως ξένον.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ον ξενίζομαι βλέπειν του θανάτου τον ξένον.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
όστις οίδε ξενίζειν τους πτωχούς και τους ξένους.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
Ον Εβραίοι τω φθόνω απεξένωσαν κόσμω.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ίνα κρύψω εν τάφω, ος ως ξένος ουκ έχει την κεφαλήν πού κλίνη.
Δος μοι τούτον τον ξένον,
ον η μήτηρ ορώσα νεκρωθέντα εβόα:
Ω Υιέ και Θεέ μου, ει και τα σπλάχνα τριτρώσκομαι
και καρδίαν σπαράττομαι νεκρόν σε καθορώσα
αλλά τη ση αναστάσει θαρρούσα μεγαλύνω”.
Και τούτοις τοις λόγοις δυσωπών τον Πιλάτον
ο ευσχήμων λαμβάνει του Σωτήρος το σώμα,
ο και φόβω εν σινδόνι ενειλήσας και σμύρνη,
κατέθετο εν τάφω τον παρέχοντα πάσι.
——————————————————————–
-Όταν βράδιασε, ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος που το όνομά του ήταν Ιωσήφ. Αυτός τόλμησε και παρουσιάστηκε μπροστά στον Πιλάτο, και του ζήτησε το σώμα του Ιησού. Παρουσιάστηκε ένας θνητός μπροστά σε έναν θνητό ζητώντας να λάβει τον Θεό. Ζητά τον Θεό των θνητών. Ο πηλός μπροστά στον πηλό, ζητά να λάβει τον πλάστη των όλων. Το χορτάρι, ζητά από το χορτάρι την ουράνια φωτιά. Η τιποτένια σταγόνα, παίρνει από την τιποτένια σταγόνα τον απύθμενο ωκεανό. Ποιος είδε, ποιος ποτέ άκουσε αυτό το απίστευτο; Ένας άνθρωπος να χαρίζει σε άλλον άνθρωπο τον δημιουργό των ανθρώπων. Ένας άνομος άρχοντας σ’ έναν άνθρωπο του νόμου υπόσχεται να χαρίσει τον νομοθέτη. Ένας άκριτος κριτής τον Κριτή των κριτών επιτρέπει να τον θάψουν ως κατάδικο.
Όταν βράδιασε, ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος που το όνομά του ήταν Ιωσήφ. Πραγματικά πλούσιος, αφού πήρε ολόκληρη τη σύνθετη υπόσταση του Κυρίου.
Αληθινά πλούσιος, αφού έλαβε από τον Πιλάτο τη διπλή ουσία του Χριστού.
Πλούσιος διότι αξιώθηκε να πάρει τον πολύτιμο μαργαρίτη.
Πραγματικά πλούσιος γιατί κράτησε το βαλάντιο που ήταν γεμάτο με τον θησαυρό της θεότητος.
Πώς να μην είναι πλούσιος αυτός που απέκτησε τη ζωή και τη σωτηρία του κόσμου; Πώς να μην είναι πλούσιος ο Ιωσήφ, αφού δέχτηκε για δώρο Αυτόν που τρέφει και είναι Δεσπότης όλων; Όταν βράδιασε. Επομένως είχε δύσει πια στον Άδη ο ήλιος της δικαιοσύνης. Γι’ αυτό ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος που το όνομά του ήταν Ιωσήφ από την Αριμαθαία που κρυβόταν γιατί φοβόταν τους Ιουδαίους.
………………………………………………………………………………..
Αλλά τι του λέει; Ένα τιποτένιο αίτημα, και για όλους μικρό, άρχοντα μου ήλθα να σου ζητήσω. Ένα πολύ μικρό αίτημα. Το εξής:
Δος μου να θάψω το νεκρό σώμα εκείνου που καταδικάστηκε από εσένα, του Ιησού του Ναζωραίου, του Ιησού του φτωχού, του Ιησού του αστέγου, του Ιησού που κρέμεται —στον Σταυρό— γυμνός και περιφρονημένος, του Ιησού του γιου του ξυλουργού, του Ιησού του δέσμιου, που έμενε στο ύπαιθρο, του ξένου, του αγνώριστου μεταξύ των ξένων, του περιφρονημένου, και κοντά σε όλα και κρεμασμένου στον Σταυρό.
Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί τι σε ωφελεί το σώμα αυτού του ξένου;
Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί ήλθε εδώ από μακρινή χώρα για να σώσει τον άνθρωπο που αποξενώθηκε από τον Θεό. Γιατί κατέβηκε στη σκοτεινή γη για να ανεβάσει τον ξένο.
Δος μου αυτόν τον ξένο, γιατί αυτός είναι ο μόνος -πραγματικά- ξένος.
Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τη χώρα αγνοούμε εμείς οι ξενιτεμένοι. Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τον Πατέρα αγνοούμε εμείς οι ξένοι. Δος μου αυτόν τον ξένο του Οποίου τον τόπο και τη γέννηση και τον τρόπο — της ζωής Του— αγνοούμε εμείς οι ξένοι.
Δος μου αυτόν τον ξένο που έζησε ζωή και βίο ξενιτεμένου στα ξένα. Δος μου αυτόν τον ξένο Ναζωραίο του Οποίου τη γέννηση και τον τρόπο αγνοούμε εμείς οι ξένοι.
Δος μου αυτόν που με τη θέληση Του είναι ξένος και εδώ δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι.
Δος μου αυτόν τον ξένο, που σαν ξένος σε ξένη χώρα, άστεγος γεννήθηκε στη φάτνη.
Δος μου αυτόν τον ξένο που απ’ αυτήν ακόμη τη φάτνη έφυγε ως ξένος από τον Ηρώδη.
Δος μου αυτόν τον ξένο, που απ’ τα σπάργανα Του ακόμη ξενητεύθηκε στην Αίγυπτο, και δεν είχε πόλη, ούτε χωριό, ούτε σπίτι ούτε τόπο να μείνει, ούτε συγγενή, αλλά σε ξένη χώρα Αυτός είναι ξένος.
Δος μου, άρχοντα μου αυτόν τον γυμνό που κρέμεται στο ξύλο —του Σταυρού— να τον σκεπάσω, γιατί Αυτός σκέπασε τη γύμνωση της φύσεως μου.
Δος μου αυτόν τον νεκρό που είναι μαζί και Θεός, να σκεπάσω Αυτόν που κάλυψε τις δικές μου ανομίες. Δος μου, άρχοντα μου τον νεκρό που έθαψε μέσα στον Ιορδάνη τη δική μου αμαρτία. Για έναν νεκρό σε παρακαλώ, που αδικήθηκε από όλους, που πουλήθηκε από φίλο, που προδόθηκε από μαθητή, που διώχθηκε από τους αδελφούς του, που ραπίσθηκε από δούλο. Για έναν νεκρό σε θερμοπαρακαλώ, ο Οποίος καταδικάστηκε από αυτούς που ο Ίδιος ελευθέρωσε από τη δουλεία, ο οποίος ποτίσθηκε με ξύδι, τραυματίσθηκε απ’ αυτούς που θεράπευσε, που εγκαταλείφθηκε από τους μαθητές Του και στερήθηκε την ίδια τη Μητέρα Του. Για τον νεκρό, άρχοντα μου, σε ικετεύω, Αυτόν τον άστεγο που κρέμεται στο ξύλο -του Σταυρού—.
Διότι επάνω στη γη δεν έχει να Του συμπαρασταθεί ούτε πατέρας, ούτε φίλος, ούτε μαθητής, ούτε συγγενής, ούτε κανένας να Τον θάψει, αλλά είναι μόνος, μονογενής Υιός του μόνου —Πατέρα—, Θεός στον κόσμο και κανένας άλλος….


(Aπόσπασμα από λόγο του Αγίου Επιφανίου) 

 

πηγη