γλυκοφιλούσα του κόντογλου |
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 31, 2014
Τρίτη, Δεκεμβρίου 30, 2014
Λαμπρή η παρελθούσα, λαμπροτέρα η επερχομένη
Αν εμείς οι ορθόδοξοι είχαμε ένα σχολαστικού είδους πνεύμα θα
κατατάσσαμε τα Φώτα ως δεύτερη σε σημασία και σπουδαιότητα εορτή μετά το
Πάσχα.Και για να είμαστε πιό ακριβείς η εορτή δεν είναι μία, αλλά είναι
ένα σώμα εορτολογικό με τα χριστούγεννα, υπό το όνομα Θεοφάνεια.Λέμε σχολαστικό, διότι θαρρώ πώς η εορτή των Ορθοδόξων είναι το Πάσχα, ενώ οι εορτές είναι επανάληψη του πάσχα μέσα στο λειτουργικό έτος.
Η
εμπορευματοποίηση και το καταναλωτικό πνεύμα, πού είχαμε δεν είχαμε το
κάναμε θεό και "πνεύμα των χριστουγέννων", έριξε σκιά στην λαμπρή αυτή
εορτή της Εκκλησίας μας πού λέγεται Φώτα, ενω στην πραγματικότητα
αυτή η ημέρα είναι η κορύφωση των εορτασμών των Θεοφανείων.
Τα
Θεοφάνεια ως εορτή προηγείται χρονικά στην καθ'ημάς ανατολή, του διαχωρισμού σε δύο εορτές της γέννησης
και της βάπτισης, των νυν χριστουγέννων και είναι κατ΄εξοχήν
βαπτισματική ημέρα. Και νομίζω πώς τα χριστούγεννα έλκουν την υμνολογική
τους σπουδαιότητα και το χαρακτηρισμό ως βαπτισματικής ημέρας από τα
Φώτα, με ίσες τιμές, ενώ το περιεχόμενο και την μορφή των ακολουθιών από την μεγάλη εβδομάδα.
Οι ύμνοι της εορτής λένε χαρακτηριστικά πώς η εορτή
της γέννησης είναι λαμπρή και μεγάλη, η δε της Βάπτισης λαμπροτέρα. Στην
ευχή του μεγάλου αγιασμού αναφέρεται πώς στα μεν χριστούγεννα είδαμε ως
βρέφος τον Θεό, ενώ στην Βάπτιση τέλειον άνδρα.Εκεί ο Χριστός ως Θεός
έφερε τέλεια την θεότητα. Εδώ όμως φανερώνει την θεότητα, την αγία
Τριάδα στον κόσμο.
Απ 'ολα αυτά συνάγεται πώς είμαστε στο μέσον της
εορτής των Θεοφανείων. Λαμπρά είσοδος τα Χριστούγεννα, μέσον η περιτομή
και ο Άγιος Βασίλειος, κορυφή του εορτασμού τα Φώτα! Και αυτή είναι η
αρχαία παράδοση της Εκκλησίας.
Κυριακή, Δεκεμβρίου 28, 2014
Πρωτοχρονιά στη Σιβηρία. Στο εκκλησάκι του πάτερ Ιωνά
Προχτές
πήγα να δώ τον μπάρμπα - Ηρακλή Γιαβάσογλου, που τον λένε
Γιαβάς-Θαλασσινόν από το κοσμογύρισμα που έκανε σ’ όλη τη ζωή του.
Καθότανε στη φωτιά, γιατί έκανε ψύχρα και πυρωνότανε. Φορούσε ένα
καλπάκι από αστραχάν, κι είχε τρυπωμένα τόνα χέρι του μέσα στο μανίκι
τα’ αλλουνού. Μου φάνηκε πως βρισκόμουνα στην καλύβα κανενός Γιακούτου,
στις χιονισμένες χώρες, μέσα στην Ασία. Ο μπάρμπα-Ηρακλής είναι πολύ
γέρος, ως ενενηνταπέντε χρονών, μα βαστά καλά, γέρος-αγέραστος.
Άμα τον είδα ντυμένον έτσι, χαμογέλασα. Κι εκείνος μου λέγει: «Ένα
μπαίγνιο είναι ο άνθρωπος. Τώρα που γέρασα κρυώνω με τούτη την
τιποτένια ψύχρα. Κείνον τον καιρό που ταξιδεύαμε στα παγωμένα μέρη με
τις καζάκες (έλκυθρα), το κορμί μας άναβε, κι ας κρεπάρανε οι πέτρες από
το τάντανο»
Του λέγω: «Δε μου λές καμιά ιστορία, μπάρμπα-Ηρακλή, από κείνα τα μέρη;».
«Μετά χαράς να σου πώ», μου λέγει. «Σε
τούτον τον μάταιον τον ντουνιά, ούλα γίνουνται ιστορίες και περνούνε.
Μα σήμερα θα σου πώ μιαν ιστορία καλή, και τη θυμήθηκα λίγο πρίν
νάρθεις, την ώρα που άναψα τη φωτιά και μυρίσανε τα ξύλα. Με τη μυρουδιά
και με τα’ αστραχάν που φόρεσα στο κεφάλι μου, ήρθανε στο νού μου
καθαρά, σαν νάτανε προχτές, κάτι πράματα ξεχασμένα, πρίν από τον
Ρωσο-Γιαπωνέζικον πόλεμο. Κείνη τη χρονιά βρέθηκα… Για πες που βρέθηκα;… Στη Σιβηρία!».
Εγώ, σαν άκουσα «Σιβηρία»,
ενθουσιάστηκα, και τον αγκάλιασα τον μπάρμπα-Ηρακλή, που χαμογελούσε
και με κοίταζε καλοκάγαθα. Με όλο που ήξερα πως είχε ταξιδέψει σ’ όλη
την υδρόγειο σφαίρα, μ’ όλα ταύτα δεν περίμενα νάχε πάγει και στη
Σιβηρία.
Πήγα
δυό φορές στη Σιβηρία, μούπε, κι έχω να σου πω πολλές ιστορίες. Ήτανε
κι άλλοι Ρωμιοί πηγαιμένοι σε κείνα τα μέρη. Σήμερα θα σου πώ την πιο
καλή ιστορία, και μπορείς να τη γράψεις στη φημερίδα, οι μέρες πούναι.
Το λοιπόν, σαν τέτοιες χρονιάρες μέρες , Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά,
βρέθηκα, όχι μονάχα στη Σιβηρία, αλλά πέρασα και στο νησί που το λένε
Σαχαλίνα. Γι αυτό σου λέγω πως η σημερινή ιστορία είναι σπουδαία από τις
σπουδαίες. Στη Σαχαλίνα δεν μπορούσε να πάγει όποιος κι όποιος, γιατί
εκεί πέρα βρισκότανε οι φυλακές που στέλνανε τους βαρυποινίτες απ’ ούλη
τη Ρουσία. Το λοιπόν, σ’ αυτό το μέρος έκανα Χριστούγεννα και τα’ αγιού
Βασιλείου, κι έκλαψα, γιατί πήγα και λειτουργήθηκα σε εκκλησία! Και τι
εκκλησία: Ορθόδοξη σαν τις δικές μας, με παπάδες σαν τους δικούς μας, με
εικονίσματα, με ψαλμωδίες σαν τις δικές μας. Το «Πάτερ ημών», το «Κύριε ελέησον», κι άλλα γράμματα, τα λέγανε ελληνικα. Που; Εκεί που θαρρεί κανένας πως βρίσκεται στον άλλον κόσμο.
Μπόρεσα
και πήγα στη Σαχαλίνα, γιατί ήμουνα τότες μαζί μ’ έναν Ρούσο μηχανικό
Αντρώποφ, που είχε άδεια να πάγει να κάνει εξέταση για πετρέλαια. Γιατί
αυτό το καταραμένο νησί τι δεν βγάζει: Κάρβουνο, πετρέλαιο, χρυσάφι, σίδερο, ψάρια, γούνες, φώκες, φάλαινες… Μ΄
όλο που είναι πολύ μεγάλο, δεν έχει καμιά πολιτεία απάνω του, εξόν από
πεντέξι μαζέματα καλύβες, το Ντουέκ, τα’ Αλεξαντρόβσκ, το Ονόρ, κι
ένα-δύο άλλα. Σ’ αυτά τα μέρη βγάζανε πετροκάρβουνο. Δουλεύανε Ρούσοι,
Τάταροι, Αρμένηδες, Έλληνες και Τούρκοι, ούλοι ύποπτοι, της κοπριάς τ’
άνθος. Το νησί αυτό το λέγανε καταραμένο από τις φυλακές, από τα
κάτεργα, που τα λέγανε κι οι Ρούσοι Κάτοργκα. Το τι είδανε τα μάτια μου,
όσον καιρό κάθισα σ’ αυτόν τον τόπο, και τι σκληρά πράγματα άκουσα να
λένε για τους καταδίκους, θα σου τα πώ άλλη φορά. Υπήρχανε κάτεργα σε
δυό-τρία μέρη, όλα στο ίδιο σχέδιο, τα γραφεία, η εκκλησία, η καζάρμα,
δυό-τρία μικρομάγαζα, κι οι φυλακές, κάτι μπουντρούμια, που καλύτερα να
πεθαίνει κανένας στην καρμανιόλα, παρά νάναι ζωντανός εκεί μέσα.
Εξόν
απ’ αυτά που είπα, εκείνο τα’ απέραντο νησί ήτανε έρημο. Από τη μεγάλη
στεριά της Ταταρίας το χωρίζει ένα μπουγάζι, που έχει φάρδος από 12 έως
50 μίλια. Τον χειμώνα παγώνει αυτό το μπουγάζι, και περνάνε από την
Ταταρία κρυφά Τάταροι, Μογγόλοι και άλλοι. Περνάνε από τη στεριά και
αγρίμια. Περνούσανε από το νησί στη στεριά και κατσάκηδες (δραπέτες),
που καταφέρνανε να φύγουνε από τα κάτεργα και γυρίζανε μέσα στα χιόνια
οι δυστυχισμένοι, χωρίς θροφή, χωρίς τίποτα. Οι περισσότεροι πεθαίνανε.
Εγώ με τον μηχανικό είχαμε ξεμπαρκάρει στη Σαχαλίνα μπαίνοντας ο Δεκέμβριος. Επειδή ήμουνα ορθόδοξος, με περιποιόντανε πολύ
όπου πήγαινα γιατί, μ’ όλο που οι πιο πολλοί ήτανε του σκοινιού και του
παλουκιού, είχανε μεγάλο σέβας για τη θρησκεία. Τα Χριστούγεννα βρέθηκα
σ’ ένα χωριό που το λέγανε Μοτνάρ, απάνω στην ακροθαλασσιά που κοιτάζει
στο τατάρικο μπουγάζι. Εκεί πέρα βρήκα κι ακόμα ένα Ρωμιό από τα μέρη
της Μακεδονίας, που είχε δυό-τρία χρόνια σ’ αυτό το μέρος και πήγαμε
μαζί και προσκυνήσαμε στην εκκλησία. Ήτανε κανωμένη με ξύλα, αλλά στο
σχέδιο ήτανε απαράλλαχτη με τις δικές μας, με κουμπέ και με καμπαναριό,
με τέμπλο, με μανάλια, με όλα τα καθέκαστα σαν τις δικές μας εκκλησιές.
Την είχανε στολισμένη για τα Χριστούγεννα, «Ροζντεστβό Χριστόβο». Η σκεπή της ήτανε φορτωμένη από χιόνι. Τα καλύβια τα μισά χωμένα στο χιόνι. Χιόνι! Χιόνι! Χιόνι!
Τη
νύχτα, εκεί που κοιμώμουνα, με ξύπνησε η καμπάνα. Νόμισα πως
ονειρεύουμαι, ν’ ακούγω καμπάνα της εκκλησιάς μας, ύστερα από χρόνια που
είχα ζήσει μέσα στις ερημιές, χωρίς καλά-καλά να βλέπω άνθρωπο.
Σηκώθηκα κι έκανα τον σταυρό μου, ντύθηκα και τράβηξα κατά την εκκλησία.
Τη βλέπω από μακριά και φεγγοβολούσε από τα πολυέλαια, κι από τις
λαμπάδες, κι οι άνθρωποι περπατούσαν μέσα στο χιόνι με φανάρια στα
χέρια, και πηγαίνανε κατά την εκκλησιά από τα καλύβια τους. Δάκρυσα! Τι
είναι η θρησκεία για τον άνθρωπο!
Μπήκα
μέσα, άναψα ένα κερί κι ανεσπάσθηκα την εικόνα του άγιου Παντελεήμονα.
Ύστερα πήγα και στάθηκα σ’ ένα στασίδι. Ο παπάς ήτανε ως σαράντα χρονών
με ξανθά ανάρηα γένεια, με τ’ απανωκαλύμαυκο, με το φελόνι, με το
πετραχήλι, με το θυμιατό στα χέρια. Πέρασε από κοντά μου και με
θύμιασε., εγώ έσκυψα, έσκυψε και εκείνος. Έλεγα πως βρισκόμουνα στ’
Άγιον Όρος. Οι περισσότεροι άνθρωποι ήτανε γονατιστοί, με το κεφάλι
σκυμμένο στη γή. Διάφορες φυσιογνωμίες, λογιών-λογιών ράτσες, Ρούσοι
στρατιώτες, Τάταροι, Μογγόλοι, Οροχόνοι, Γκόλντοι, Κοζάκοι. Είδα και
κάτι ανθρώπους αλλοιώτικους. Ήτανε κοντόσωμοι και με μικρά ποδάρια,
τριχωτοί σαν ουραγκουτάγκοι. Τα πρόσωπά τους δεν φαινόντανε από τα
μαλλιά, από τα μουστάκια κι από τα γένεια. Στεκόντανε συμμαζεμένοι σαν
φοβισμένοι, ήσυχοι, ταπεινοί. Μου είπανε πως τους λέγανε Άϊνος, και πως
ήτανε ντόπιοι της Σαχαλίνας, οι πιο αθώοι άνθρωποι που έπλασε ο Θεός.
Είναι μια φυλή με τους Γιαπωνέζους, μονάχα πως οι Άϊνος βρίσκουνται σε
άγρια κατάσταση. Υστερώτερα έκανα γνωριμία με κάμποσους τέτοιους,
ταξίδεψα και μαζί τους. Οι περισσότεροι είναι ψαράδες και κυνηγοί, κι
εξόν από τη Σαχαλίνα, βρίσκουνται κι απάνω στα νησιά που είναι βορεινά
από τη Γιαπωνία.
Σαν
απόλυσε η εκκλησία και πήρα αντίδωρο, δεν ήθελα να φύγω, τόσο με
τραβούσε η εκκλησιά. Καταλάβαινα σαν να βρισκόμουνα στον τόπο μου με
τους δικούς μου. Επειδής ήμουνα νεοφερμένος, ήρθανε κοντά μου κάμποσοι
ντόπιοι και με ρωτούσανε από τι έθνος είμαι, από πού ήρθα και για ποια
δουλειά. Φχαριστηθήκανε πολύ που ήμουνα Έλληνας, «Γκρέκ όρτοντόξ»,
και με καλέσανε να πάγω στα σπίτια τους. Κι οι στρατιώτες ακόμα, που
ήτανε άγριοι και απότομοι, κι αυτοί μου μιλούσανε γελαστοί. Κατά βάθος,
όλοι ήτανε καλοί άνθρωποι.
Τους
είπα πως θα φεύγαμε την άλλη μέρα για τα βορεινά της Σαχαλίνας, για τη
δουλειά μας. Μούπανε, πως εκεί που θα πάγω, βρίσκεται ένας άγιος
άνθρωπος, ένας καλόγερος, «μονάχα»,
λεγόμενος πάτερ Ιωνάς, που ζεί σ’ εκείνην την έρημο πολλά χρόνια, και
πως δεν τρώγει τίποτα, και πως σ’ αυτόν πηγαίνουνε όσοι νησιώτες θέλουνε
να ξομολογηθούνε, για να τους βλογήσει να μη πάθουνε κακό στη θάλασσα
και στη στερηά, καθώς και όσοι κατάδικοι τύχει να δραπετέψουνε από τα
κάτεργα, σ’ αυτόν καταφεύγουνε να τους προστατέψει από τους στρατιώτες,
επειδής οι στρατιώτες κι οι άνθρωποι του τσάρου φοβούνται να τον
αγγίξουνε, γιατί όποιος τον αγγίξει ή του αντιμιλήσει, πεθαίνει. Και πως
αυτός ο ασκητής είχε ένα καράβι, και μ’ αυτό κυκλόφερνε ένα γύρω στο
νησί, και γλύτωνε όσους κατσάκηδες (δραπέτες) εύρισκε να κινδυνεύουνε να
πνιγούνε μέσα σ’ εκείνες τις φουρτουνιασμένες θάλασσες, επειδή φεύγανε
με παλιόβαρκες.
Την
άλλη μέρα φύγαμε με τον κυρ-Αντρώποφ. Περπατήσαμε δύο μερόνυχτα καβάλλα
στ’ άλογα, σε κάποια μέρη πιο έρημα απ’ όσα είχα ιδωμένα. Δεν
συναπάντησαμε μηδέ έναν άνθρωπο, μηδέ μια καλύβα. Τίποτα! Τέλος φτάξαμε
σ’ ένα μέρος, απ’ όπου είδαμε τη βορεινή θάλασσα που τη λένε Θάλασσα του
Οκχότς, κι είδαμε τον βορεινόν κάβο της Σαχαλίνας, μια μύτη από άμμο,
τον κάβο-Μαρία. Εκατομμύρια πουλιά πετούσανε απάνω από την ακροθαλασσιά,
και μας ξεκουφαίνανε με τις φωνές τους. Σαν φτάξαμε κοντήτερα, είδαμε
απάνω στην ακρογιαλιά έναν μεγάλο σταυρό στημένον απάνω σ’ έναν βράχο,
και κανωμένον από δύο δέντρα σταυρωμένα. Πήγαμε κοντά και διαβάσαμε
γραμμένα στα ρούσικα «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία».
Απομείναμε αμίλητοι, κοιτάζοντας αυτόν τον σταυρό που στεκότανε μέσα σε
κείνη την ερημιά. Βγάλαμε τα καλπάκια μας, κάναμε τον σταυρό μας και
τον ανασπασθήκαμε με ευλάβεια.
Ακόμα
θυμάμαι πως απομείναμε βουβοί κάμποση ώρα από τη μεγαλοπρέπεια που είχε
εκείνη η άγρια τοποθεσία. Πέρα άπλωνε η βορεινή θάλασσα αφρισμένη, νερό
ατελείωτο και έρημο. Αποπίσω μας ήτανε ένα πυκνό δάσος. Μπροστά μας
φαινότανε ο κάβο-Μαρία, μια μύτη άμμο. Ο άμμος άπλωνε ολόγυρα στον κάβο,
γιατί όπως φαίνεται, τον σκορπούσανε και τον στοιβιάζανε οι φοβεροί
αγέρηδες που ερχόντανε από τον βόρειον ωκεανό, κι ήτανε αυτός ο άμμος
κύματα-κύματα, σαν τη θάλασσα, και τόσο βαθύς, που βουλιάζαμε, εμείς και
τα άλογα.
Σαν
περάσαμε τον άμμο κι ανηφορίσαμε λίγο, είδαμε ένα παληό σπίτι κανωμένο
από δέντρα, που υα είχανε μαυρισμένα η βροχή, το χιόνι κι ο αγέρας. Στη
βορεινή μπάντα είχε έναν μικρόν πύργο μ’ έναν σταυρό στην κορφή του.
Πήγαμε
κοντά στην πόρτα και χτυπήσαμε. Μα κανένας δεν ακούσθηκε από μέσα.
Πιάσαμε και φωνάξαμε, και τότε φανερωθήκανε δυό-τρείς Άϊνος που καθότανε
πίσω από το σπίτι, στ’ απάγκειο, για να φυλαχθούνε από τον αγέρα, και
μας είπανε τσάτρα-πάτρα πως ο ασκητής έλειπε με το καράβι, και πως τον
περιμένανε κι αυτοί να τους βλογήσει. Μας είπανε να περάσουμε μέσα στο
σπίτι και να μείνουμε ως νάρθει ο καλόγερος, γιατί φχαριστιότανε πολύ
όποτε εύρισκε ξένους στο σπίτι του, που ήτανε πάντα ανοιχτό.
Για
να μην τα πολυλογούμε, καθήσαμε δυό μέρες στο σπίτι. Την Τρίτη μέρα τα
χαράματα, μας ξυπνήσανε οι σκύλοι που είχανε οι Άϊνος. Σαν βγήκαμε έξω,
είδαμε μια σκούνα που φουντάριζε και μάζευε τα πανιά της. Σε λίγο
βγήκανε με τη βάρκα τρείς νοματαίοι, κι ερχόντανε κατά το σπίτι. Μπροστά
πήγαινε ένας καλόγερος ψηλός κι αδύνατος σαν σκέλεθρο. Σαν πήγαμε κοντά
του, σκέπασε τη σκούφια του με το επανωκαλύμαυκο, και μας βλόγησε. Τα
γένεια του ήτανε ανάρηα κι άσπρα.
Μέσα στο σπίτι είχε μια εκκλησιά πολύ μικρή. Εκεί λειτουργηθήκαμε την Πρωτοχρονιά, γιατί ο πάτερ Ιωνάς ήτανε ιερομόναχος, «ότετς Γιονάς».
Τι να σου πω κυρ-Φώτη, εσύ που αγαπάς τα θρησκευτικά! Τέτοια λειτουργία
δε μπορώ να την παραστήσω! Ο πάτερ Ιωνάς έψελνε, κι ολοένα έλεγε «άγιος Βασίλιε», και θαρρούσες πως λειτουργούσε ο ίδιος ο άγιος Βασίλειος. Πού; Στη Σαχαλίνα, στον κάβο-Μαρία! Όξω φυσομανούσε ο αγέρας με το χιόνι, κι ακουγότανε το βογγητό της θάλασσας. Μέσα είμαστε:
εγώ, ο Αντρώποφ, ένας Μογγόλος που είχε τάλογα, κι οι τρείς Άϊνος. Τα
κονίσματα, όπως μούπε ο καλόγερος, ήτανε αγιορείτικα. Ο ίδιος ο πάτερ
Ιωνάς είχε κάνει στ’ Άγιον Όρος, στα Καρούλια, και μιλούσε τα ελληνικά.
Είχε κι έναν γέροντα Γερόντιο απ’ τ’ Αϊβαλί, κι έλεγε πως ήτανε άγιος.
Σαν γύρισε στη Ρουσία, πήγε σ’ ένα μοναστήρι κοντά στο Τόμσκ. Μα σαν
έμαθε τι μεγάλη δυστυχία ήτανε στη Σαχαλίνα με τα Κάτοργκα, αποφάσισε να
αφιερώσει τη ζωή του για να ανακουφίσει εκείνους τους δυστυχισμένους.
Είχε 40 χρόνια στη Σαχαλίνα. Αυτός έκανε Χριστιανούς τους Άϊνος. Οι
κακόμοιροι φιλούσανε τα χέρια μου και λέγανε χαρούμενοι δείχνοντας με «Ορτοντόξ! Ορτοντόξ!». Σ’ όλη τη λειτουργία έκλαιγα, εγώ που πέρασα του λιναριού τα πάθη χωρίς να δακρύσω.
Του Φώτη Κόντογλου
από το βιβλίο «Ταξιδευτές κι ονειροπόλοι»
των εκδόσεων «Ακρίτας»
Σάββατο, Δεκεμβρίου 27, 2014
Στον ναό των νηπίων
Η φωτογραφία είναι από τον ναό , πίσω από την Βασιλική της Γέννησης στην αγία Βηθλεέμ, από το φετινό μας προσκύνημα στην αγία Γη.
Κατεβαίνοντας στο παρεκκλήσιο αυτό, σε συνεπαίρνει μια ευωδία από τα
ιερά λείψανα των αγίων Νηπίων, πού φυλάσσονται εκεί.
Έπειτα η επαφή σου
με την τεράστια εικόνα της βρεφοκτονίας και τα άγια λειψανάκια των
παιδιών αυτών, σου φέρνει δάκρυα στα μάτια.
Πανταχού της οικουμένης και
όλους τους καιρούς σκοτώνουν τους μικρούς και τους αδύναμους και
κυριαρχεί προσώρας το κακό και το σκοτάδι.
Παρηγοριέσαι για τα στέφανα,
αλλά μένεις προβληματισμένος με την θηριωδία της ανθρώπινης φύσης, πού
μέχρι να εξαλειφθεί σαρξ ανθρώπου από γης , δεν θα πάψει να είναι
άρρωστη και διεστραμμένη.
Είναι άγνωστος ο αριθμός των αγίων νηπίων πού
σφάχτηκαν.
Ωστόσο το Συναξάρι χρησιμοποιεί έναν συμβολικό αριθμό, τον
14.000, ο οποίος δεν ανταποκρίνεται σε κάποια ιστορική ή ευαγγελική
πραγματικότητα , αλλά είναι συμβολικός.
Παραπέμπει στους 144000 μάρτυρες
της αποκαλύψεως και έχει εσχατολογική χροιά και οικουμενικό
συμβολισμό.
Για το Παιδίον Ιησούν, ο κόσμος των αρχόντων του σκότους θα
επαναστατήσει και θα εκτονώσει την κακία του, πάνω σε όσους φέρουν την
σφραγίδα της αθωότητας και το χρίσμα του Ονόματος Του, έως και το τέλος
των ημερών και ως είπαμε πανταχού της οικουμένης!
Παρασκευή, Δεκεμβρίου 26, 2014
Μεθέορτος προβληματισμός
Τῇ ΚΣΤ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, Η Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.
Ὁ πρὸ Ἑωσφόρου ἐκ Πατρὸς ἀμήτωρ γεννηθείς, ἐπὶ τῆς γῆς ἀπάτωρ ἐσαρκώθη σήμερον ἐκ σοῦ· ὅθεν Ἀστὴρ εὐαγγελίζεται Μάγοις, Ἄγγελοι δὲ μετὰ Ποιμένων ὑμνοῦσι, τὸν ἄχραντον Τόκον σου, ἡ Κεχαριτωμένη.
Τὸν ἀγεώργητον βότρυν βλαστήσασα, ἡ μυστικὴ ἄμπελος ὡς ἐπὶ κλάδων, ἀγκάλαις ἐβάσταζε, καὶ ἔλεγε. Σὺ εἶ καρπός μου, σὺ εἶ ἡ ζωή μου. Ἀφ' οὗ ἔγνων, ὅτι καὶ ὃ ἤμην εἰμί, σύ μου Θεός· τὴν γὰρ σφραγῖδα τῆς Παρθενίας μου ὁρῶσα ἀκατάλυτον, κηρύττω σε ἄτρεπτον Λόγον, σάρκα γενόμενον. Οὐκ οἶδα σποράν, οἶδά σε λύτην τῆς φθορᾶς· Ἁγνὴ γὰρ εἰμι, σοῦ προελθόντος ἐξ ἐμοῦ· ὡς γὰρ εὗρες, ἔλιπες μήτραν ἐμήν. Διὰ τοῦτο συγχορεύει πᾶσα κτίσις βοῶσά μοι· Χαῖρε ἡ Κεχαριτωμένη.
Η χαρά της Θεοτόκου , μου προκάλεσε έναν έντονο μεθέορτο προβληματισμό για το ήθος μας.
Τίς δύο προηγούμενες εόρτιες μέρες, πανηγυρίσαμε πραγματικά με αρχαίες
,μα δυστυχώς ξεχασμένες,εκδηλώσεις εορτασμού και χαράς, πού μόνο στην
ορθόδοξη λατρεία, βρίσκει κανείς.
Κουνήσαμε πολυελαίους, καντήλια,κατζία,
σείστρα, χορέψαμε στο Θεοτόκε Παρθένε, χτυπήσαμε καμπάνες ξανά και
ξανα! Είπαμε αντιφωνικά μέλη σαν το "λαθών ετέχθης", πού είναι τα
Κάλαντα της Εκκλησίας.
Πώς έχει ανοστήσει τόσο ο χριστιανός σήμερα και
δεν νιώθει πιά αυτήν την χαρά!
Πώς ενώ η λατρεία μας είναι τόσο
"φασαριόζικα" υπέροχη, εμείς καταντήσαμε ως επί το πλείστον
καταθλιπτικοί θρησκευόμενοι, πού φοβόμαστε να ξεμυτίσουμε από το καβούκι
μας;
Πού πήγε η χαρά η τόση; Και τί στο καλό μας φταίει;
Ξεχάσαμε να
είμαστε Παιδιά, παιδιά του Θεού μας!
Και γεμίσαμε από την ενηλικίωση της
κακίας μας. Αυτό νομίζω μας φταίει.
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 25, 2014
Λύτρωσιν απέστειλεν Κύριος τω λαώ Αυτού!
Μεγάλη Νύχτα! Νύχτα συντριβής και Νύχτα σιωπηλής
προσδοκίας!
Αδειάζοντας από επιθυμίες, εαυτόν και μεγάλες ιδέες. Άναυδοι
και συνετοί μπροστά στην φάτνη, επιδιώκοντας και εμείς την ευλογημένη
και θεραπευτική παράκληση της λαθότητας στην Βαβυλώνα του κόσμου.
Η ψυχή
έχοντας νοσταλγίες αρχαίου παρελθόντος επιθυμεί να μεταμορφωθεί σε
ασήμαντη σπιθαμή μέσα στο Θεοδέγμον Σπήλαιο. Να ζήσει εκ του σύννεγυς το
θαύμα, τρόμω και χαρά!
Τί μάτην κοπιώμεν και μάτην ταραττόμεθα άνθρωποι!
Ιδού η σοφία σε πτώχεια εκούσια και το
μυστήριον των αιώνων σε αποκάλυψη Ταπείνωσης άχραντης!
Πώς να συλλάβεις
μία τέτοια εκδήλωση δοσίματος, εσύ πού έχεις μάθει μόνον να παίρνεις; Να σου
προσφέρουν και όχι να προσφέρεσαι; Να φαίνεσαι και όχι να κρύβεσαι; Να
αγαπιέσαι, χωρίς να δίνεις ανταλλάγματα, και εκ της αγάπης περισσήν και
αζήτητη αγάπη;
Θα
ξυπνήσουμε όρθρου βαθέως εξ ύπνου προσδοκίας μεγάλης. Με παιδική χαρά,
φερμένη από χρόνια αλλοτινά, με μυστικό σκίρτημα ευφροσύνης νηπίου!
Αστεροσκοπούντες θα αναζητούμε τον Οδηγό των Ουρανών με πίστη απλοϊκή
και βρεφική εμπιστοσύνη! Πώς η νηπιότητα τον ακάθαρτο τον καθιστά τόσο
θεοσεβή;Πώς η μωρία του κόσμου, γεμίζει με τέτοια επίμονη σοφή
βεβαιότητα τον έως εχτές σίγουρο μόνο για τα ψηλαφητά και τα τετριμμένα;
Από τάμα παλαιό και ψυχικό θα κτυπήσουμε τις πρώτες καμπάνες για να κηρύξουν στην ησυχία του Όρθρου το μήνυμα ενός καινού κόσμου. Στο ημίφως του ναού του ευτρεπισμένου και αγαπητού, θα ακουστούν με χαρά και με ύφος αλλιώτικό εκείνη την νύχτα, τα πρώτα αναγνώσματα. Λιτή, Εξάψαλμος, Προσκομιδή. Δεύτε ίδωμεν πιστοί πού εγεννήθην ο Χριστός σε μέλος χρωματικό από τους αυλούς των ποιμένων της Ανατολής. Τί θαυμάζεις Μαριάμ, τί εκθαμβείσαι τα εν σοί; Και η Παναγιά στην πρόθεση θα απαντήσει μυστικά με όμμα ιλαρό και φεγγοβόλο, με μειδίαμα πληρότητας και ταπεινού θριάμβου! Χριστός Γεννάται Δοξάσατε και αντιλαλεί ως πάνω τον τρούλο η διακήρυξη της χαράς. Και ιδού οι Αίνοι και αστράφτει η εωθινή εκκλησία από τα φώτα των πολυελέων. Ήχος τέταρτος πανηγυρικός και ήδη τα πρόσωπα των αγαπημένων ενοριτών πού πυκνώνουν σιγά σιγά τον Ναό, αντανακλούν την λάμψη του Αστέρα και την χαρά των μάγων, τον θαυμασμό των ποιμένων και των Αγγέλων την δόξα.
Προχωρά η Λειτουργία δοξολογική, πανηγυρική με την αγία κατάνυξη πού μόνο η χαρά της Ορθοδοξίας και ο θησαυρός της πίστης μας μπορεί και παρέχει. Και στο Μετά Φόβου ένωση με τον Θεό πού έγινε Άνθρωπος για να γίνει ο Άνθρωπος Θεός.
Χριστουγεννιάτικο πάσχα!
Και μετά την Απόλυση, να φέρει ο καθένας μέσα του όλη την ημέρα, είτε σε τράπεζα εορταστική,είτε σε κατάλυμα πτωχικό, είτε σε σύναξη οικογενειακή, είτε σε μοναξιά από ανθρώπους, είτε σε απομόνωση εκούσια όλη την ζωηρή εντύπωση και την μυστική χαρά και την ασφαλή βεβαιότητα την πανηγυρική,πού φέρει το κοινωνικό τροπάρι: Λύτρωσιν απέστειλε Κύριος τω λαώ αυτού , αλληλούια.
ππκ χριστούγεννα 2014
Από τάμα παλαιό και ψυχικό θα κτυπήσουμε τις πρώτες καμπάνες για να κηρύξουν στην ησυχία του Όρθρου το μήνυμα ενός καινού κόσμου. Στο ημίφως του ναού του ευτρεπισμένου και αγαπητού, θα ακουστούν με χαρά και με ύφος αλλιώτικό εκείνη την νύχτα, τα πρώτα αναγνώσματα. Λιτή, Εξάψαλμος, Προσκομιδή. Δεύτε ίδωμεν πιστοί πού εγεννήθην ο Χριστός σε μέλος χρωματικό από τους αυλούς των ποιμένων της Ανατολής. Τί θαυμάζεις Μαριάμ, τί εκθαμβείσαι τα εν σοί; Και η Παναγιά στην πρόθεση θα απαντήσει μυστικά με όμμα ιλαρό και φεγγοβόλο, με μειδίαμα πληρότητας και ταπεινού θριάμβου! Χριστός Γεννάται Δοξάσατε και αντιλαλεί ως πάνω τον τρούλο η διακήρυξη της χαράς. Και ιδού οι Αίνοι και αστράφτει η εωθινή εκκλησία από τα φώτα των πολυελέων. Ήχος τέταρτος πανηγυρικός και ήδη τα πρόσωπα των αγαπημένων ενοριτών πού πυκνώνουν σιγά σιγά τον Ναό, αντανακλούν την λάμψη του Αστέρα και την χαρά των μάγων, τον θαυμασμό των ποιμένων και των Αγγέλων την δόξα.
Προχωρά η Λειτουργία δοξολογική, πανηγυρική με την αγία κατάνυξη πού μόνο η χαρά της Ορθοδοξίας και ο θησαυρός της πίστης μας μπορεί και παρέχει. Και στο Μετά Φόβου ένωση με τον Θεό πού έγινε Άνθρωπος για να γίνει ο Άνθρωπος Θεός.
Χριστουγεννιάτικο πάσχα!
Και μετά την Απόλυση, να φέρει ο καθένας μέσα του όλη την ημέρα, είτε σε τράπεζα εορταστική,είτε σε κατάλυμα πτωχικό, είτε σε σύναξη οικογενειακή, είτε σε μοναξιά από ανθρώπους, είτε σε απομόνωση εκούσια όλη την ζωηρή εντύπωση και την μυστική χαρά και την ασφαλή βεβαιότητα την πανηγυρική,πού φέρει το κοινωνικό τροπάρι: Λύτρωσιν απέστειλε Κύριος τω λαώ αυτού , αλληλούια.
ππκ χριστούγεννα 2014
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 24, 2014
Τί θέλησε ο Χριστός
Ο άγιος Ιερώνυμος, αγρυπνά στο Σπήλαιο της Βηθλεέμ, την νύχτα των Χριστουγέννων.
Σκέφτεται ότι έχει αφήσει τα πάντα πάνω στην γή και είναι ένας φτωχός
και αμαρτωλός μοναχός, πού δεν έχει να προσφέρει τίποτα στο Νέον Παιδίον
πού απόψε γεννάται.
Η συντριβή και η κατάνυξη του είναι μεγάλη!
Είναι αυτή η συντριβή και κατάνυξη πού αισθάνονται αποκλειστικά οι ψυχές
πού παραδόθηκαν στον Νυμφίο και νιώθουν τα άρρητα , την πονεμένη
χαρμολύπη και την αγία παιδική κατάπληξη και τις χαρές του θείου έρωτα, μια παραμονή Χριστουγέννων σε έναν τόσο ευλογημένο χώρο!
"Τί να σου προσφέρω Κύριε, εγώ ο αμαρτωλός, φτωχός και ανάξιος;". Και
ιδού φωνή από την αγία Φάτνη: "Τις αμαρτίες σου Ιερώνυμε, τις αμαρτίες
σου"!
Αυτό θέλει ο Θεός από εμάς. Μια διαρκή μετάνοια. Ο αμνός πού αίρει τας αμαρτίας του κόσμου!
Δεν θέλει τίποτα δικό Του και τίποτα φανταχτερό και σπουδαίο, αλλά αυτό το βδελυρό!
Για να μας λαφρώσει ακόμα μια φορά! Για να μας λυτρώσει έτι και έτι.
Ετέχθην ημίν σήμερον Σωτήρ και καλέσουσιν το όνομα Αυτού Ιησούς! Ότι Αυτός σώσει τον λαόν Αυτού εκ των αμαρτιών αυτών! Νυν και αεί!
Αυτό θέλει ο Θεός από εμάς. Μια διαρκή μετάνοια. Ο αμνός πού αίρει τας αμαρτίας του κόσμου!
Δεν θέλει τίποτα δικό Του και τίποτα φανταχτερό και σπουδαίο, αλλά αυτό το βδελυρό!
Για να μας λαφρώσει ακόμα μια φορά! Για να μας λυτρώσει έτι και έτι.
Ετέχθην ημίν σήμερον Σωτήρ και καλέσουσιν το όνομα Αυτού Ιησούς! Ότι Αυτός σώσει τον λαόν Αυτού εκ των αμαρτιών αυτών! Νυν και αεί!
ΕΥΧΕΣ
Ο αγαγών ημάς εις χρόνους και καιρούς Κύριος μας αξίωσε να δούμε το
ξημέρωμα της Παραμονής των Χριστουγέννων!
Σε λίγο θα ψαλλούν οι Μεγάλες
Ώρες της Εορτής, με τα επιβλητικά αναγνώσματα, τις ευαγγελικές διηγήσεις
για την γέννηση,το Σήμερον Γεννάται εκ Παρθένου και ο πανηγυρικός
εσπερινός με τα ξεχωριστά Ιδιόμελα του.
Σε λίγο θα τελετουργήσουμε την
κατά Μέγα Βασίλειον κατανυκτική Λειτουργία της Εορτής και θα είναι ΗΔΗ
Χριστούγεννα!
Ήρθε η στιγμή να ευχηθώ σε όλους από βάθους
καρδίας, χρόνια πολλά και καλά, μεστά κάθε αγαθού για τον καθένα σας
χωριστά, φως ιλαρόν να κατευθύνει τις ζωές μας και ο Επι γής ειρήνη εν
ανθρώποις ευδοκία Κύριος να πληροί τις καρδιές μας με την αληθινή και
μένουσα Χαρά , την οποία κάθε άνθρωπος ερχόμενος εις τον κόσμον, έχει
ανάγκη! Και του χρόνου με υγεία!
Τρίτη, Δεκεμβρίου 23, 2014
Ποια είναι η «επί γης ειρήνη» του Αγγελικού ύμνου της Βηθλεέμ;
του †Αρχ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου
Ελάχιστα χωρία
της Αγίας Γραφής έχουσι τόσον οικτρώς παρερμηνευθεί όσον το χωρίον Λουκ.
β΄ 14. Πρόκειται περί του Ύμνου όστις εψάλλετο υπό των Αγγέλων κατά την
θεσπεσίαν εκείνην νύκτα της κατά σάρκα γεννήσεως του Ανάρχου Θεού
Λόγου, του Κυρίου Ιησού. Η παρερμηνεία αυτή υπό πολλών ορθοδόξων δεν
είναι βεβαίως ηθελημένη και σκόπιμος (μόνον οι αιρετικοί παρερμηνεύουσιν
ηθελημένως), αλλ’ οφείλεται εις άγνοιαν του καθόλου νοήματος της Αγίας
Γραφής. Ένεκεν αυτής της αγνοίας καθ’ έκαστον έτος εν τη ημέρα των
Χριστουγέννων ακούομεν κηρύγματα ή αναγιγνώσκομεν δημοσιεύματα πολλών
διδασκάλων του Ευαγγελίου της ημετέρας Εκκλησίας, κληρικών και λαϊκών,
αποδυρόμενα διότι οι πόλεμοι δεν έλαβαν ακόμη τέλος και τα όπλα δεν
κατηργήθησαν και η ειρήνη του Αγγελικού Ύμνου δεν επεκράτησεν εισέτι επί
της γής. Ακόμη και εις επισήμους Εκκλησιαστικάς Εγκυκλίους
βλέπομεν διατυπουμένας τοιαύτας θέσεις, ως και παρακλήσεις προς τον
Θεόν όπως επί τέλους επιτρέψει την επικράτησιν επί της γής της ειρήνης
αυτής «ήτις επί δύο σχεδόν χιλιάδας ετών εξακολουθεί να παραμένει μακράν
της πραγματικότητος, απλή ελπίς, απλούν όνειρον, απλή και εναγώνιος
προσδοκία». Αγνοούσιν οι ευλογημένοι ότι η ειρήνη του Αγγελικού Ύμνου
είναι ήδη πραγματικότης και έχει επικρατήσει επί της γής απ’ αυτής της
σαρκώσεως του Κυρίου. Κακώς και εκ παρεξηγήσεως εκλαμβάνομεν την ειρήνην
αυτήν ως εξωτερικήν, ως κατάστασιν φιλίας μεταξύ των ανθρώπων, ατόμων
προς άτομα και λαών προς λαούς, ως κατάπαυσιν των πολέμων και των μαχών.
Τοιαύτην ειρήνην ουδέποτε επηγγείλατο το Ευαγγέλιον.
Η
ειρήνη του Ευαγγελίου είναι εσωτερική, είναι η κατάστασις γαλήνης, ήτις
βασιλεύει εν τη ψυχή του πιστού ανθρώπου, του ανθρώπου όστις έχει
φιλίαν και κοινωνίαν προς τον Θεόν. Είναι ειρήνη μεταξύ ανθρώπου και
Θεού και ουχί ανθρώπων προς ανθρώπους. Είναι η κατάλυσις του «μεσοτοίχου του φραγμού», όπερ εχώριζε γην και Ουρανόν, άνθρωπον και Θεόν· είναι η λήξις της ανταρσίας, το τέλος της επαναστάσεως του πλάσματος προς τον Πλάστην.
Αυτήν την ειρήνην ήλθε κομίζων εις τον κόσμον ο Υιός του Θεού. Και
έκτοτε πας ο πιστεύων εις Ιησούν Χριστόν Σαρκωθέντα, Σταυρωθέντα, και
Αναστάντα, έχει πλέον φίλον τον Θεόν, ευρίσκεται εις κοινωνίαν υιικήν
προς Αυτόν. Δεν είναι πλέον αντάρτης, δεν είναι αποστάτης, δεν είναι
εχθρός του Θεού. Συνεφιλιώθη και «αποκατηλλάγη» προς Αυτόν δια του
Αιωνίου Μεσίτου Κυρίου Ιησού Χριστού. Η
διά της παραβάσεως του Αδάμ κατάστασις ανταρσίας και εχθρότητος προς
τον Θεόν ανήκει πλέον εις το παρελθόν και αποτελεί, διά τον πιστόν
άνθρωπον, απλήν πικράν ανάμνησιν. Από της εποχής του Κυρίου και
δυνάμει της Σταυρικής Αυτού Θυσίας, εισήλθεν ο άνθρωπος εις νέαν
περίοδον, εις νέαν κατάστασιν· εις κατάστασιν Χάριτος, Φιλίας,
Υιοθεσίας. Αι περί ειρήνης υποσχέσεις του Ευαγγελίου εις αυτήν την ειρήνην αναφέρονται και ουχί εις την εξωτερικήν ειρήνην. «Ειρήνην αφίημι υμίν», έλεγεν ο Κύριος προς τους Αποστόλους, «ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν». Και ίνα τονίσει ότι η ειρήνη αυτή είναι άλλου είδους ειρήνη, συμπληροί: «Ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν» (Ιωάν.
ιδ’ 27). Και αλλαχού ομιλών περί της εξωτερικής ειρήνης, λέγει ότι δεν
κομίζει τοιαύτην ειρήνην. Απεναντίας προβλέπει ότι η εις Αυτόν πίστις θα
αποβεί αιτία διαστάσεων και πολέμων μεταξύ των ανθρώπων. Οι
άπιστοι θα διώκωσι τους πιστούς του Ιησού και ούτως οι πόλεμοι όχι μόνον
δεν θα ελαττωθώσιν, αλλά θα αυξηθώσιν, εφόσον εις τους υπάρχοντας θα
προστεθεί και ο κατά της νέας πίστεως. «Μη νομίσητε», λέγει, «ότι ήλθον
βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν. Ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον κατά του
πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της
πενθεράς αυτής» (Ματθ. ι’ 34-35). Πριν δε οδηγηθεί εκουσίως εις τον
Γολγοθάν, ίνα πιεί φρικτού θανάτου ποτήριον, παρείχεν εις τους
Αποστόλους την εσωτερικήν ειρήνην, ήτις δεν θα επηρεάζετο υπό των μυρίων
εξωτερικών θλίψεων και διωγμών. Παρά πάντα ταύτα θα υπήρχεν, ακριβώς
διότι ήτο εσωτερική: «Ταύτα λελάληκα υμίν ίνα εν εμοί ειρήνην έχητε. Εν
τω κόσμω θλίψιν έξετε· αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωαν.
ιστ’ 33). Εχαρίζετο εις τους Αποστόλους ειρήνην, καίτοι εγνώριζεν ότι
επώδυνοι θάνατοι ανέμενον αυτούς, καίτοι ρητώς έλεγεν ότι απέστειλεν
αυτούς ως «πρόβατα εν μέσω λύκων» (Ματθ. ι’ 16). Ήτο δυνατόν λοιπόν να
παρέχει εξωτερικήν ειρήνην; Αναμφιβόλως όχι!
Και ο θείος
Παύλος αυτής της εσωτερικής, της προς τον Θεόν ειρήνης είναι κήρυξ και
απόστολος. «Δικαιωθέντες ούν εκ πίστεως, ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν
διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» γράφει προς Ρωμαίους (ε’ 1). Γράφων
δε προς Εφεσίους, λέγει ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι «η ειρήνη
ημών», είναι ο τους ανθρώπους «αποκαταλλάξας τω Θεώ» διά του σταυρού, ός
έλθών, «ευηγγελίσατο ειρήνην…, ότι δι’ αυτού έχομεν την προσαγωγήν…
προς τον πατέρα» (Εφεσ. β’ 14-18).
Συμπέρασμα: Η ειρήνη του Αγγελικού Ύμνου είναι ειρήνη του ανθρώπου προς τον Θεόν και ουχί εξωτερική. Η ειρήνη αυτή επεκράτησεν όντως «επί γης», εφόσον πλέον αυτή συνεφιλιώθη προς τον ουρανόν δια της μέχρι Σταυρού ταπεινώσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Περιττόν βεβαίως
να λεχθεί ότι ο έχω «ειρήνην προς τον Θεόν» άνθρωπος, είναι ειρηνικός
και προς τους έξω. Πάντας αγαπά, ουδένα μισεί. Μόνος αυτός δύναται να
λέγει το «και μετά των μισούντων την ειρήνην ήμην ειρηνικός» (Ψαλμ.
119,6). Αγαπά και ευεργετεί και αυτούς ακόμα τους εχθρούς του. Η
εσωτερική ειρήνη είναι προϋπόθεσις της εξωτερικής. Και η εξωτερική είναι
όχι απλώς ανεπίτευκτος, αλλά αδιανόητος άνευ της εσωτερικής. Η δε τραγωδία της συγχρόνου εποχής εις τούτο ακριβώς έγκειται:
Ενώ εκήρυξε τον πόλεμον κατά του Θεού, επιζητεί εναγωνίως την ειρήνην
μεταξύ των ανθρώπων. Ενώ αδιαφορεί παντελώς δια την εσωτερικήν ειρήνην,
επιδιώκει κραυγαλέως την εξωτερικήν. Εκριζοί το δένδρον και αναμένει
καρπούς, κρημνίζει την οικίαν και αναζητεί θαλπωρήν, απομακρύνεται εκ
του ηλίου και θέλει φώς!...
Ανέκαθεν η
ειρήνη, «το γλυκύ πράγμα και όνομα», ήτο «ποθούμενη τοις πάσιν
ανθρώποις» (Εσθ. γ΄, 12α). Ουδεμία όμως εποχή είχε τόσον πόθον, τόσην
δίψαν ειρήνης, όσον και όσην η εποχή μας. Θα επιτύχει λοιπόν αυτή όπου
όλαι οι άλλαι εποχαί απέτυχαν οικτρώς; Θα κατορθώσει δηλαδή να
οικοδομήσει την ειρήνην άνευ Θεού; Θα καταργήσει τους φρικαλέους
σημερινούς εξοπλισμούς; Θα καταστήσει τους πολέμους μακρινήν ιστορικήν
ανάμνησιν; Με βοηθόν ποίον; Την Επιστήμην; Την Τεχνολογίαν; Τον
Ανθρωπισμόν; Τη Φιλοσοφίαν; Τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά
συστήματα; Αλλά εκ του βάθους των αιώνων ακούεται σαφής και
κατηγορηματική η συγκλονιστική προειδοποίησις, ης την αξίαν και την
αλήθειαν επιβεβαιοί φευ! η πικρότατη πείρα των διαρρευσασών έκτοτε τριών
σχεδόν χιλιετιών «εάν θέλητε και εισηκούσητέ μου, τα αγαθά της γης
φάγεσθαι· εάν δε μη θέλητε, μηδέ εισακούσητέ μου, μάχαιραν υμάς
κατέδεται· το γαρ στόμα Κυρίου ελάλησε ταύτα» (Ησ. α΄19-20). Εάν η
«μάχαιρα» θα είναι η γνωστή και συνήθης ή άλλη τις, νέας κατασκευής,
προϊόν εργοστασίων πυρηνικής ενέργειας, τούτο μικράν σημασίαν έχει….
«Κύριε ο Θεός ημών, ειρήνην δος ημίν, πάντα γαρ απέδωκας ημίν, Κύριε ο Θεός ημών, κτήσαι ημάς...» (Ησ. κστ’ 12-13).
Ιωάννου Χρυσοστόμου- Μυστήριο παράξενο και παράδοξο αντικρύζω!
Μυστήριο παράξενο και παράδοξο αντικρύζω. Βοσκών φωνές φτάνουν στ' αυτιά μου. Δεν παίζουν σήμερα με τις φλογέρες τους κάποιον τυχαίο σκοπό. Τα χείλη τους ψάλλουν ύμνο ουράνιο.
Οι άγγελοι υμνολογούν, οι αρχάγγελοι ανυμνούν, ψάλλουν τα Χερουβείμ και δοξολογούν τα Σεραφείμ. Πανηγυρίζουν όλοι, βλέποντας το Θεό στη γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς.
Σήμερα η Βηθλεέμ μιμήθηκε τον ουρανό: Αντί γι' αστέρια, δέχτηκε τους αγγέλους· αντί για ήλιο, δέχτηκε τον Ήλιο της δικαιοσύνης. Και μη ζητάς να μάθεις το πώς. Γιατί όπου θέλει ο Θεός, ανατρέπονται οι φυσικοί νόμοι.
Εκείνος λοιπόν το θέλησε. Και το έκανε. Κατέβηκε στη γη κι έσωσε τον άνθρωπο. Όλα συνεργάστηκαν μαζί Του γι' αυτόν το σκοπό.
Σήμερα γεννιέται Αυτός που υπάρχει αιώνια, και γίνεται αυτό που ποτέ δεν υπήρξε. Είναι Θεός και γίνεται άνθρωπος! Γίνεται άνθρωπος και πάλι Θεός μένει!
Όταν γεννήθηκε, οι Ιουδαίοι δεν δέχονταν την παράδοξη γέννησή Του: Από τη μια οι Φαρισαίοι παρερμήνευαν τα ιερά βιβλία· κι από την άλλη οι γραμματείς δίδασκαν αλλά αντί άλλων.
O Ηρώδης πάλι, ζητούσε να βρει το νεογέννητο Βρέφος όχι για να το τιμήσει, μα για να το θανατώσει.
Ε λοιπόν, όλοι αυτοί σήμερα τρίβουν τα μάτια τους, βλέποντας το Βασιλιά τ' ουρανού να βρίσκεται στη γη μ' ανθρώπινη σάρκα, γεννημένος από παρθενική μήτρα.
Και ήρθαν οι βασιλιάδες να προσκυνήσουν τον επουράνιο Βασιλιά της δόξας.
Ήρθαν οι στρατιώτες να υπηρετήσουν τον Αρχιστράτηγο των ουράνιων Δυνάμεων.
Ήρθαν οι γυναίκες να προσκυνήσουν Εκείνον που μετέβαλε τις λύπες της γυναίκας σε χαρά.
Ήρθαν οι παρθένες να προσκυνήσουν Εκείνον που δημιούργησε τους μαστούς και το γάλα, και τώρα θηλάζει από Μητέρα Παρθένο.
Ήρθαν τα νήπια να προσκυνήσουν Εκείνον που έγινε νήπιο, για να συνθέσει δοξολογικό ύμνο «απ’ τα στόματα των νηπίων» (Ψαλμ. 8:3).
Ήρθαν τα παιδιά να προσκυνήσουν Εκείνον που η μανία του Ηρώδη τα ανέδειξε σε πρωτομάρτυρες.
Ήρθαν οι ποιμένες να προσκυνήσουν τον καλό Ποιμένα, που θυσίασε τη ζωή Του για χάρη των προβάτων.
Ήρθαν οι ιερείς να προσκυνήσουν Εκείνον που έγινε αρχιερέας όπως ο Μελχισεδέκ (Εβρ. 5:10).
Ήρθαν οι δούλοι να προσκυνήσουν Εκείνον που πήρε μορφή δούλου, για να μετατρέψει τη δουλεία μας σ' ελευθερία.
Ήρθαν οι ψαράδες να προσκυνήσουν Εκείνον που τους μετέβαλε σε «ψαράδες ανθρώπων» (Ματθ. 4:19)
Ήρθαν οι τελώνες να προσκυνήσουν Εκείνον που από τους τελώνες ανέδειξε ευαγγελιστή.
Ήρθαν οι πόρνες να προσκυνήσουν Εκείνον που παρέδωσε τα πόδια του στα δάκρυα μιας πόρνης.
Κοντολογίς, ήρθαν όλοι οι αμαρτωλοί να δουν τον Αμνό του Θεού, που σηκώνει στους ώμους Του την αμαρτία του κόσμου:
Οι μάγοι για να Τον προσκυνήσουν·
οι ποιμένες για να Τον δοξολογήσουν·
οι τελώνες για να Τον κηρύξουν·
οι πόρνες για να Του προσφέρουν μύρα·
η Σαμαρείτισσα για να ξεδιψάσει·
η Χαναναία για να ευεργετηθεί.
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 22, 2014
Φώτης Κόντογλου - Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ Μέγα Μυστήριον
Κανένας
δὲν τὸν πῆρε εἴδηση, μέσα σε ἐκεῖνον τὸν ἀπέραντο κόσμο, ποὺ
ἐξουσιάζανε οἱ Ῥωμαῖοι, γιὰ τοῦτο εἶχε πεῖ ὁ προφήτης Γεδεών, πὼς θὰ
κατέβαινε ἥσυχα στὸν κόσμο, ὅπως κατεβαίνει ἡ δροσιὰ ἀπάνω στὸ
μπουμπούκι τοῦ λουλουδιοῦ, «ὡς ὑετὸς ἐπὶ πόκον». Ἀνάμεσα σὲ τόσες
μυριάδες νεογέννητα παιδιά, ποιὸς νὰ πάρει εἴδηση τὸ πιὸ πτωχὸ ἀπὸ τὰ
πτωχά, ἐκεῖνο ποῦ γεννήθηκε ὄχι σὲ καλύβι, ὄχι σὲ στρούγκα, ἀλλὰ σὲ μία
σπηλιά; Καὶ κείνη ξένη, γιατὶ τὴν εἴχανε οἱ τσομπαναρέοι νὰ
σταλιάζουνε τὰ πρόβατά τους.
Τὸ
«ὑπερεξαίσιον καὶ φρικτὸν μυστήριο» τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἔγινε
τὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε ἕνας μοναχὰ αὐτοκράτορας ἀπάνω στὴ γῆ, ὁ
Αὔγουστος, ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Καίσαρα, ὕστερα ἀπὸ μεγάλη ταραχὴ καὶ
αἱματοχυσία ἀνάμεσα στὸν Ἀντώνιο ἀπὸ τὴ μία μεριά, καὶ στὸν Βροῦτο καὶ
τὸν Κάσσιο ἀπὸ τὴν ἄλλη. Τότε γεννήθηκε κι ὁ ἕνας καὶ μοναχὸς
πνευματικὸς βασιλιάς, ὁ Χριστός. Κι᾿ αὐτὸ τὸ λέγει ἡ ποιήτρια Κασσιανὴ
στὸ δοξαστικὸ ποὺ σύνθεσε, καὶ ποὺ τὸ ψέλνουνε κατὰ τὸν Ἑσπερινὸ τῶν
Χριστουγέννων: «Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολυαρχία τῶν
ἄνθρωπων ἐπαύσατο. Καὶ Σοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς ἁγνῆς ἡ πολυθεΐα τῶν
εἰδώλων κατήργηται. Ὑπὸ μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον αἱ πόλεις
γεγένηνται. Καὶ εἰς μίαν δεσποτείαν Θεότητος τὰ ἔθνη ἐπίστευσαν...».
Τὴ
Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴν προφητέψανε οἱ Προφῆτες. Πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους τὴν
προφήτεψε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, τὴ μέρα ποὺ εὐλόγησε τοὺς δώδεκα υἱούς
του, καὶ εἶπε στὸν Ἰούδα «δὲν θὰ λείψει ἄρχοντας ἀπὸ τὸν Ἰούδα μήτε
βασιλιὰς ἀπὸ τὸ αἷμά του, ὡς ποὺ νὰ ἔλθει ἐκεῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖον
εἶναι γραμμένο νὰ βασιλεύει ἀπάν᾿ ἀπ᾿ ὅλους, κι αὐτὸν τὸν περιμένουμε
ὅλα τὰ ἔθνη». Ὡς τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, οἱ Ἰουδαῖοι, τὸ
γένος τοῦ Ἰούδα, εἴχανε ἄρχοντες, δηλαδὴ κριτὲς καὶ ἀρχιερεῖς, ποὺ ἤτανε
κ᾿ οἱ πολιτικοὶ ἄρχοντές τους. Ἀλλὰ τότε γιὰ πρώτη φορὰ ἔγινε
ἄρχοντας τῆς Ἰουδαίας ὁ Ἡρώδης, ποὺ ἤτανε ἐθνικὸς καὶ ἔβαλε ἀρχιερέα
τὸν Ἀνάνιλον «ἀλλογενῆ», ἐνῶ οἱ ἀρχιερεῖς εἴχανε πάντα μητέρα Ἰουδαία.
Τελευταῖος Ἰουδαῖος ἀρχιερεὺς στάθηκε ὁ Ὑρκανός. Καὶ οἱ ἄλλοι
προφῆτες προφητέψανε τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, προπάντων ὁ Ἡσαΐας. Τὴ
Γέννηση τοῦ Χριστοῦ τὴ λένε οἱ ὑμνωδοὶ «τὸ πρὸ αἰώνων ἀπόκρυφον καὶ
Ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον», κατὰ τὰ λόγια του Παύλου ποὺ γράφει:
«Ἐμοὶ τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων τῶν ἁγίων ἐδόθη ἡ χάρις αὐτὴ ἐν τοῖς
ἔθνεσιν εὐαγγελίσασθαι τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ καὶ
φωτίσαι πάντας τίς ἡ οἰκονομία τοῦ μυστηρίου τὸν ἀποκεκρυμμένου ἀπὸ τῶν
αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ, τῷ τὰ πάντα κτίσαντι διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα γνωρισθῇ
νῦν ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἐξουσίαις ἐν τοῖς ἐπουρανίοις διὰ τῆς
ἐκκλησίας ἡ πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ» (Ἐφεσ. γ´ 8-10). Ὁ ἀπόστολος
Παῦλος λέγει, πὼς αὐτὸ τὸ μυστήριο δὲν τὸ γνωρίζανε καθαρὰ καὶ μὲ
σαφήνεια οὔτε οἱ Ἄγγελοι, γι᾿ αὐτὸ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ μὲ τρόμο τὸ
εἶπε στὴν Παναγία. Καὶ στοὺς Κολασσαεῖς γράφοντας ὁ θεόγλωσσος Παῦλος,
λέγει: «Τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν
γενεῶν, νυνὶ ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ, οἷς ἠθέλησε ὁ Θεὸς γνωρίσαι
τὶς ὁ πλοῦτος, τῆς δόξης τοῦ μυστηρίου τούτου ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὃς ἐστὶ
Χριστὸς ἐν ἡμῖν ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης». Λέγει, πῶς φανερώθηκε αὐτὸ τὸ
μυστήριο στοὺς ἁγίους, ποὺ θέλησε ὁ Θεὸς νὰ τὸ μάθουνε, καὶ αὐτοὶ θὰ τὸ
διδάσκανε στὰ ἔθνη; στοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ προσκυνούσανε γιὰ θεοὺς
πέτρες καὶ ζῶα καὶ διάφορα ἀλλὰ κτίσματα.
Ἑξακόσια
χρόνια πρὸ Χριστοῦ ὁ βασιλιὰς Ναβουχοδονόσορ εἶδε στὸ Ὄνειρό του, πὼς
βρέθηκε μπροστά του ἕνα θεόρατο φοβερὸ ἄγαλμα, καμωμένο ἀπὸ χρυσάφι,
ἀσήμι, χάλκωμα, σίδερο καὶ σεντέφι: Κι ἄξαφνα ἕνας βράχος ξεκόλλησε ἀπὸ
ἕνα βουνὸ καὶ χτύπησε τὸ ἄγαλμα καὶ τό ῾κανε σκόνη. Καὶ σηκώθηκε ἕνας
δυνατὸς ἄνεμος καὶ σκόρπισε τὴ σκόνη, καὶ δὲν ἀπόμεινε τίποτα. Ὁ
βράχος ὅμως ποὺ τσάκισε τὸ ἄγαλμα ἔγινε ἕνα μεγάλο βουνό, καὶ σκέπασε
ὅλη τη γῆ. Τότε ὁ βασιλιὰς φώναξε τὸν προφήτη Δανιὴλ καὶ ζήτησε νὰ τοῦ
ἐξήγησει τὸ ὄνειρο.
Κι
ὁ Δανιὴλ τὸ ἐξήγησε καταλεπτῶς, λέγοντας πὼς τὰ διάφορα μέρη τοῦ
ἀγάλματος ἤτανε οἱ διάφορες βασιλεῖες, ποὺ θὰ περνούσανε ἀπὸ τὸν κόσμο
ὕστερα ἀπὸ τὸν Ναβουχοδονόσορα καὶ πὼς στὸ τέλος ὁ Θεὸς θὰ ἀναστήσει
κάποια βασιλεία ποὺ θὰ καταλύσει ὅλες τὶς βασιλεῖες, ὅπως ὁ βράχος ποὺ
εἶχε δεῖ στὸ ἐνύπνιό του ἐξαφάνισε τὸ ἄγαλμα μὲ τὰ πολλὰ συστατικά
του: «Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν βασελέων ἐκείνων, ἀναστήσει ὁ Θεὸς τοῦ
οὐρανοῦ βασιλείαν, ἥτις εἰς τοὺς αἰῶνας οὐ διαφθαρήσεται», «κάποιο
βασίλειο, λέγει, ποὺ δὲν θὰ καταλυθεῖ ποτὲ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων».
Αὐτὴ
ἡ βασιλεία ἡ αἰώνια, ἡ ἄφθαρτη, εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, ἡ
βασιλεία τῆς ἀγάπης στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἱδρύθηκε μὲ τὴν ἁγία
Γέννηση τοῦ Κυρίου ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Καὶ ἐπειδὴ εἶναι τέτοια
βασιλεία, γι᾿ αὐτὸ θὰ εἶναι αἰώνια, γι᾿ αὐτὸ δὲν θὰ χαλάσει ποτέ, ὅπως
γίνεται μὲ τὶς ἄλλες ἐπίγειες καὶ ὑλικὲς βασιλεῖες. Ὅπως ὁ βράχος
μεγάλωνε κι ἔγινε ὄρος μέγα καὶ σκέπασε τὴ γῆ, ἔτσι καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ
Εὐαγγελίου ξαπλώθηκε σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη, μὲ τὸ κήρυγμα τῶν
Ἀποστόλων: « Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ
πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν».
Ὥστε
βγῆκε ἀληθινὴ ἡ ἀρχαιότερη προφητεία τοῦ Ἰακώβ, πὼς σὰν πάψει ἡ
ἐγκόσμια ἐξουσία τῶν Ἰουδαίων, θὰ ἔρθει στὸν κόσμο ἐκεῖνος ποὺ
προορίστηκε, «ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν».
Σημείωσε
πὼς οἱ Ἑβραῖοι πιστεύανε πὼς ἡ φυλή τους μονάχα ἦταν βλογημένη, καὶ
πὼς ὁ Θεὸς φρόντιζε μονάχα γι᾿ αὐτή, καὶ πὼς οἱ ἄλλοι λαοί, «τὰ ἔθνη»,
ἦταν καταραμένα καὶ μολυσμένα κι ἀνάξια νὰ δεχτοῦν τὴ φώτιση τοῦ Θεοῦ.
Λοιπὸν εἶναι παράξενο νὰ μιλᾶ ἡ προφητεία τοῦ Ἰακὼβ γιὰ τὰ ἔθνη, γιὰ
τοὺς εἰδωλολάτρες θὰ περιμένουν τὸν Μεσσία νὰ τοὺς σώσει καὶ μάλιστα
νὰ μὴ λέει κἂν πὼς τὸν ἀναμενόμενο Σωτῆρα τὸν περιμένανε οἱ Ἰουδαῖοι
μαζὶ μὲ τὰ ἔθνη, ἀλλὰ νὰ λέει πὼς τὸν περιμένανε μονάχα οἱ ἐθνικοί:
«καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν». Ὅπως κι ἔγινε. Γιατί, τὴ βασιλεία ποὺ
ἵδρυσε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, τὴ θεμελίωσαν μὲν οἱ ἀπόστολοι, ποὺ ἦταν
Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ τὴν ξαπλώσανε καὶ τὴν στερεώσανε μὲ τοὺς ἀγῶνες τους
καὶ μὲ τὸ αἷμα τοὺς οἱ ἄλλες φυλές, «τὰ ἔθνη».
Εἶναι
ὁλότελα ἀκατανόητο, γιὰ τὸ πνεῦμα μας, τὸ ὅτι κατέβηκε ὁ Θεὸς ἀνάμεσά
μας σὰν ἄνθρωπος συνηθισμένος καὶ μάλιστα σὰν ὁ φτωχότερος ἀπὸ τοὺς
φτωχούς. Αὐτὴ τὴ μακροθυμία μονάχα ἅγιες ψυχὲς εἶναι σὲ θέση νὰ τὴ
νιώσουνε ἀληθινά, καὶ νὰ κλάψουνε ἀπὸ κατάνυξη.
Κάποιοι,
μ᾿ ὅλα αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, δὲν θὰ νιώσουμε τίποτα ἀπὸ τὸ Μυστήριο, ποὺ
γιορτάζουμε. Σ᾿ αὐτούς, ἐγὼ ὁ τιποτένιος, δὲ μπορῶ νὰ πῶ τίποτα. Μοναχὰ
θὰ τοὺς θυμίσω τὰ αὐστηρὰ λόγια ποὺ γράφει στὴν ἐπιστολή του ὁ ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, κι᾿ ὁ
θερμότατος κήρυκας τῆς ἀγάπης: «Πᾶν πνεῦμα, ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν
ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι. Καὶ πᾶν πνεῦμα, ὃ μὴ ὁμολογεῖ
Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστίν. Οὗτος ἐστὶν
ἀντίχριστος».
Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2010/12/blog-post_23.html#ixzz3MYhB4lxD