Δευτέρα, Ιουλίου 31, 2017

Μεγαλυνάριο προ του θεομητορικού Αυγούστου











Σαν την χελιδόνα πού μαζεύει στην αγκαλιά της τα χελιδονάκια και σαν το μέλι το γλυκύ πού τραβά τις μέλισσες από απόσταση, θα μας μαζέψει  η Υπεραγία Θεοτόκος στον Ναό του Υιού της για να πανηγυρίσουμε την ανεκλάλητη ικανοποίηση και το αναφαίρετο προνόμιο, να απευθυνόμαστε στο θεομητορικό πρόσωπο της με μεγαλυνάρια παρακλητικά και με δοξαστικές παρακλήσεις! Τώρα στο απόγειο του πλέον ηδύτατου και λαμπρού θέρους, μαζευόμαστε να χαρούμε την θαλπωρή την υπερκόσμια και την φυσική της χάρη.Ένα αίσθημα εξωπραγματικό ταυτόχρονα, σταλμένο από τις ουράνιες πηγές της μακαριότητας και τόσο φυσικό και επίγειο συνάμα, όσο η αγάπη και η εξάρτηση μας από την φυσική μας μητέρα.



Όταν ο Κύριος πάνω στον Σταυρό παρέδωσε την φροντίδα της Μητέρας Του, στον ηγαπημένο μαθητή και επιστήθιο Ιωάννη, ήταν σαν να μας κατέλιπε, σε μας στην εκκλησία, την φροντίδα και την στοργή της μάνας Του.Ήταν σαν να μας άφηνε παρακαταθήκη και παραγγελία παρηγοριάς προς Αυτήν , πού δίστομος ρομφαία καταξέσκισε την μητρική της καρδιά, όταν είδε τον Γιό της σταυρωμένο και νεκρό. Όμως αυτή η ελάχιστη στοργή και αγάπη πού δείξαμε ως άνθρωποι αδύναμοι και εγκόσμιοι στην μεγάλη και κοινή μητέρα, αυτή η λατρευτική σχεδον απόδοση τιμής στο αγνότατο πρόσωπο της, μετηλλάχθη σε στοργή άπειρη, σε αγάπη ουράνια, σε λατρεία και αφοσίωση ως προς μητρός προς τα τέκνα, από την Παναγία Θεοτόκο προς εμάς τους ολίγιστους. Εμείς την βάλαμε στο μέσον της Εκκλησίας, εκεί ψηλά στην κόγχη του ιερού, να ενώνει γή και ουρανό και αυτή μας έβαλε μέσα στην ποδιά της, στην πανάγια σκέπη της. Και η φροντίδα η δική μας, έγινε φροντίδα δική της και αυτή πού ονομάσαμε πρώτη αδελφή και μάνα μας, έγινε η Μεγάλη μας Μητέρα, η ουράνια σκέπη, η πηγή κάθε στοργής και μέριμνας, η ακαταμάχητη προστασία και η θερμότερη μεσιτεία για όλους, από αμαρτωλού εβδελυγμένου έως αγίου, προς τον Υιο της.



Ο κάματος του βίου και τα πολυποίκιλλα πάθη, ο κλύδωνας ο αφόρητος της δυστυχίας και της ανθρώπινης περιπέτειας μας, μας καταπόνησε, μας εξάντλησε, μας εξουθένωσε. Και πλάκωσε καύσωνας βαρύς και δαιμονική θύελλα , πού θέλησε να μας απολικμήσει σαν το στάχυ πού λυγίζει στον άνεμο και παραδίνεται σε λίγο στο πυρ. Και εμείς βρήκαμε την όαση! Βρήκαμε το δέντρο το ευσκιόφυλλο για να ξαποστάσουμε και την χαρά και παρηγοριά για να ενισχυθούμε. Σε κάθε χαίρε πού της απευθύνουμε, εισπράττουμε εμείς ως αντίδοση την χαρά. Σε κάθε πτώση μας, ατενίζουμε την ανάσταση μας. Στην απελπισία μας βρίσκουμε εγγυήτρια και οδηγήτρια στα ασταθή βήματα μας και νερό ζωντανό να ξεδιψάσουμε στην κόλαση της απόγνωσης και της δίψας μας. Σε κάθε παράκληση λαμβάνουμε και εμείς την παράκληση πού θα πεί παρηγοριά, ως άλλον παράκλητον ευρόντες.



Τα  δύο αυτά θρηνητικά και παρακλητικά ποιήματα πού τραγωδώμε στην χάρη της όλον τον Αύγουστο είναι γραμμένα από δύο τέτοιες ψυχές βασανισμένες και απελπισμένες, πού ψάχνουν να βρουν οδηγία, ανακούφιση, διασκέδαση κάθε ζάλης και ξεκούραση και γαλήνη στις προσωπικές τους περιπέτειες και αναζητήσεις. Ο μικρός παρακλητικός κανόνας είναι ποίημα του ομολογητή Θεοστήρικτου και οσίου.Έζησε στην εποχή της εικονομαχίας και υπέφερε τα πάνδεινα για την ορθόδοξη πίστη. Η τύχη του λοιπόν και ο αγώνας του για την πίστη, ταυτίζεται σε αυτό το ποίημα πού λέγεται μικρά παράκλησις,με την εκάστοτε θλίψη και περίσταση παντός ορθοδόξου χριστιανού και δεν ξέρει από πού να πιαστεί, παρά - για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση ενός σύγχρονου αγίου- από το φουστάνι της παναγιάς, όπως το βρέφος αγκιστρώνεται στην ποδιά της μάνας του. Το κατανυκτικότατο αυτό ποίημα είναι επίσης συνοδός προσευχής και κραυγής προς σωτηρίαν σε κάθε θλίψη και περίσταση μας. Ο μέγας παρακλητικός κανόνας είναι το ποίημα ικεσίας και η φωνή απόγνωσης ενός διωγμένου και από παντού αποκλεισμένου αυτοκράτορα της Νίκαιας, του δεσπότη Θεοδώρου Λάσκαρη. Το κατανυκτικό αυτό και μεγαλόπρεπο μελώδημα, είναι θα λεγε κανείς η ίδια η φωνή της πάσχουσας και αεί εσταυρωμένης ρωμηοσύνης, προς την Υπέρμαχο Στρατηγό της, από την οποία ζητά βοήθεια και αντίληψη. Γραμμένος και ψαλμωδημένος σε μια εποχή πού η τελευταία ορθόδοξη πραγματικά αυτοκρατορία εβάλετο από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς, δεν είναι πιά η φωνή προς σωτηρία, ενός νεόπτωχου βασιλιά πλην άρχοντα, αλλά η απόγνωση του ευγενούς και περίδοξου χριστιανού, πού πάσχει και είναι αποκλεισμένος και πολιορκημένος, από τους κατώτερους στην ευγένεια και αλλότριους της αγάπης ανθρώπους και δαίμονες.Εμείς αναπέμπουμε παράκληση και ικεσία, είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο και αυτή πού είναι ταχεία εις αντίληψιν και άμεση εις βοήθεια , εισακούει και προστρέχει. Και διασκεδάζει τα νέφη των παθών και κατευνάζει την οξύτητα των πληγών και αποδιώκει κάθε πνευματικό και εγκόσμιο εισβολέα και παρέχει αφειδώς την αγάπη της, αυτή την ίδια την αγάπη πού ο κόσμος δεν γνωρίζει και δεν θα γνωρίσει ποτέ προς τον πάσχοντα και μοναχικό στο Πάθος του Ανθρωπο.



Όμως το δράμα δεν είναι προσωπικό και η προστασία δεν εξαντλείται σε περιπτώσεις. Η Παναγιά η Δέσποινα δεν είναι μόνο μεσίτις Θεού και Ανθρώπων. Επάξια κρατά τον τίτλο της Υπερμάχου Στρατηγού του Γένους μας και θεωρείται όχι άδικα φύλακας άγγελος της ελληνορθοδοξίας. Επιτρέψτε μου μια υπερβολή, μια ταύτιση πού μπορεί να ξενίζει και να υπερβαίνει την κρίση την κοινή και την αντίληψη την συμβατική. Βλέπω ψηλά στην κόγχη του ιερού, εικονογραφημένη την δόξα της και δεν ξεχωρίζω τί εικονογράφησε εκεί ψηλά η πάσχουσα και ερωτοπαθής ρωμαίικη ψυχή. Την Παναγιά την Δέσποινα και Μάνα του Θεού ή αυτή την εικονιζομένη μέσα σε φωτοστέφανο και φέροντας στους κόλπους της τον δεσπότη Χριστό, Μάνα Ρωμηοσύνη; Είναι λες και η αρχέγονη μητρική μορφή πού λατρεύτηκε από τούτο το γένος το θεοσεβές και πνευματοφύτευτο, το αρχαίο μητρικό πνεύμα, πού τιμήθηκε από όλους τους ποιητές της ρωμηοσύνης, από Ρωμανού οσίου του Μελωδού, έως και Σεφέρη και Ελύτη, να αποτυπώθηκε εκεί ψηλά, ως λατρευτικό σημείο και μοναδική θεότητα της ελληνορθόδοξης ψυχής.Βλέπω την Παναγιά και βλέπω την Ελλάδα. Και την Ελλάδα ατενίζοντας, την Θεοτόκο ένθρονη προσκυνώ, πού έχει στους κόλπους της τον Θεό, δηλαδή τον θείο Λόγο και φρικιώ και μεγαλύνω την τόση μεγαλοδωρία της στο γένος μας.



Όμως καταλίποντας τα θύραθεν και εγκόσμια , στην ημετέρα θεολογία την υψηλή επιστρέφω και μεγαλύνω την Κοίμηση και την Παναγία Μορφή της! Ποτέ άλλοτε ο θάνατος δεν τιμήθηκε τόσο και τόσο καμία μετάσταση δεν μεγαλύνθηκε. Ψάλλουμε τα επιτάφια και εορτάζουμε τα πασχάλια! Προσκυνούμε τα σάβανα και ατενίζουμε την ανάσταση!Τιμούμε την επι γης Μαριάμ και μεγαλύνουμε αυτή πού κατέχει τα δευτερεία της Τριάδος!Όντως ανέστη ο Υιός και Θεός της και από Χριστού θάνατος ουκ έτι κυριεύει του γένους των βροτών. Πώς θα μπορούσε λοιπόν η μητέρα της ζωής και η πηγή της σωτηρίας και ο ναός της θεότητας να κατέχετε από τον ηττημένο και παγγέλαστο θάνατο; Ομολογώ την μετάσταση και εορτάζω το δεύτερο πάσχα. Μεγαλύνω τον θάνατο και εορτάζω με χαρά την μετάθεση στην όντως ζωή. Και εγώ πού είμαι από τον θάνατο και την θλίψη καταπονημένος, εγώ πού δεν βρήκα χαρά και ελπίδα στον κόσμο, μπροστά στο θεομητορικό σκήνος πού εικονίζει το τέλος μιας ζωής, βλέπω ανάσταση και μακαριότητα και ατέρμονη χαρά και ζωή και φως και ελπίδα!



Τελειώνοντας, αυτό το σύντομο μεγαλυνάρι, επιθυμώ να κάνω μια διατράνωση χαρμονής!Η Θεοτόκος, μας έδειξε πόσο ψηλά και υπέρ των υψηλών έφτασε ο άνθρωπος. Όπως με την ανάβαση του ο Χριστός ενθρόνισε τον άνθρωπο πλάι στον Θεό, και η Θεοτόκος στο πρόσωπο της ουρανόν εποίησε τον άνθρωπο. Γιατί έγινε ο άνθρωπος Μαριάμ ναός της απεριχωρήτου και αχωρήτου θεότητος και έτι περισσότερο έγινε θεοτόκος ο άνθρωπος, θεός. Κανείς δεν έδωσε αυτό το μεγαλείο και το προνόμιο στον άνθρωπο, πλην του θεομητορικού της προσώπού. Γι αυτό και πάσχω και φωνάζω και κραυγάζω το μεγαλείο όχι μόνο του Υψηλού Θεού, αλλά και του ταπεινού ανθρώπου, πού έγινε ουρανός και υπερ πάνω των ουρανών. Και βλέπω τον διωγμό και την καταφρόνηση και την υπαγωγή του ανθρώπου σε ψηφίο υπολογιστικό και μονάδα χρηματιστική, σε δούλο παθών και έρμαιο ανθρωποφάγων και δυναστών και πάσχω και οργίζομαι! Γιατί μέτρον θέτω όχι το χρήμα και την κοινωνική θέση και την μωρόδοξη σοφία του κόσμου για να ορίσω τον άνθρωπο, αλλά αυτήν την θεοτοκία! Και αυτή την μεγαλόδωρη πρωτόφαντη αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο, στο πρόσωπο της Παναγίας βλέποντας και ομολογώντας, φρίττω και χαίρομαι την θέση την υψηλή πού μπορεί να κατέχει ο άνθρωπος.Με αυτήν την υπευθυνότητα της επίγνωσης ας βαδίσουμε την μυστηριακή οδό της θεοτοκίας μέσα στην Εκκλησία. Γιατί ο καθένας από εμάς αξίζει πολλά περισσότερα, απ όσα τον έχουν πείσει οι παραδομένοι στον σατράπη σατανά πώς αξίζει. Σε αυτήν την οδό τελείωσης ας έχουμε μέτρο και οδηγό την Παναγία Μάνα μας.


΄Ελα σαν αυγουστιάτικο μελτέμι
- προτού οι εφτά πληγές σφραγίσουνε το τέλος -
παραπονεμένος άνεμος
να χαϊδέψης το κατώφλι μας.
Η φωνή μας σε περιμένει
- έχει απομείνει μονάχη -
τραγούδι επίμονο του τζίτζικα στο κοιμητήρι.
Περιδιάβασε ανάμεσα στις τύψεις μας.
΄Εχει μια λύπη η δέησή μας,
από έναν παιδικό καιρό, που ξανάνθισε
μια τρυφερότητα νησιώτικης ακρογιαλιάς
που καθρεφτίζει τους οικτιρμούς σου.
Κατέβα από τους λόφους,
φέρε την πηγή του ελέους σου
ν' αναβλύση πλάι στην πληγή μας.
Μάζεψε πάλι εκ περάτων
τα μηνύματα της χαράς,
φόρτωσέ τα πάνω σε δειλινές καμπάνες
που σημαίνουν την Παράκληση
και φέρτα να τα καρφώσης
στεφάνι στην πόρτα μας!

μ. μουντές, δέηση του δεκαπενταύγουστου

Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2015/08/blog-post_12.html#ixzz4oKflhtn0


28-7-2015

Κυριακή, Ιουλίου 30, 2017

Τελικά ποιος είναι το σκάνδαλο, ο άλλος ή εμείς;


Από το "Σαν σήμερα"(30 Ιουλίου 2014) της σελίδας μου στο ΦΒ:
---του Ιωάννη Αντ. Παναγιωτόπουλου
Λέκτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Στο παρακάτω άρθρο ουσιαστικά αναλύεται η γενναιότητα να είσαι χριστιανός και να μην σκανδαλίζεσαι και να μην κρίνεις. Γιατί πραγματικά θέλει μεγάλο θάρρος και αγώνα και δεν είναι για τους πολλούς. Η περίπτωση είναι αληθινή και πρόκειται για τον άγιο Βιτάλιο. Η διήγηση βρίσκεται στο Λαυσαϊκό και την χρωστάμε στον άγιο Ιωάννη τον Ελεήμονα. Ας το διαβάσουμε προσεκτικά!
"Μια από τις ωραιότερες ιστορίες του Λαυσαϊκού περιγράφει το βίο ενός μοναχού, που αφού εγκατέλειψε το μοναστήρι, δούλευε σαν φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Και όπως από κάθε λιμάνι, ούτε απ’ αυτό έλειπαν οι πόρνες.
Ο «μοναχός» δούλευε όλη την ημέρα, και το βράδυ ξόδευε όλα όσα κέρδιζε, «αγοράζοντας» την συντροφιά μιας πόρνης για όλη τη νύχτα.
Ήταν η ντροπή των χριστιανών της πόλης, ήταν το σκάνδαλο της Εκκλησίας. Τα χρόνια πέρναγαν και παρά τις εκκλήσεις και τις συστάσεις, αυτός συνέχιζε την αμαρτωλή του ζωή.
Κάποτε, όπως σε όλους μας, ο θάνατος ήρθε σαν λύτρωση, σαν φάρμακο που θα τον έσωζε από τις αμαρτίες που δεν σταμάτησε να κάνει ακόμη και λίγο πριν πεθάνει. Και πώς να τον αφήσουν χωρίς ταφή για χριστιανό; Οι παπάδες της πόλης τον πήραν να τον κηδέψουν και μαζί του να θάψουν το σκάνδαλο. Το νέο μαθεύτηκε: Ο «γεροπόρνος» μοναχός πέθανε. Ποιος άραγε θα πήγαινε στην εκκλησία να τον αποχαιρετήσει;
Η εκκλησία στην κηδεία του γέμισε από γυναίκες της Αλεξάνδρειας, τίμιες γυναίκες, χριστιανές, που ήρθαν να τον αποχαιρετήσουν, μα όχι σαν έναν οποιοδήποτε νεκρό, σαν άγιο! Κάποιος γνώρισε σε κάποια από αυτές το πρόσωπο μιας πόρνης, που είχε καιρό να δει στο λιμάνι… δεν ήταν όμως, όπως την θυμόταν. Κάποιες άλλες, απλά τους θύμιζαν κάτι απόμακρο.
Τότε η πόλη έμαθε πως ο «γεροπόρνος» μοναχός ήταν ένας άγιος, που με τα λεφτά που κέρδιζε, εξαγόραζε μια νύχτα χωρίς αμαρτία, αγόραζε το «δικαίωμα» στο σώμα τους για να κερδίσει την ψυχή τους.
Τότε η πόλη έμαθε, ότι αυτός που νόμιζαν ότι είναι το «σκάνδαλο» ήταν η αγνότητα, η άδολη αγάπη, η αυταπάρνηση, ο άνθρωπος, ο λόγος του Θεού, η προσευχή και η θέωση. Γιατί ο άνθρωπος δεν κρίνεται στη διάρκεια της ζωής του, αλλά στο τέλος της. Γιατί ακόμη κι όταν ο ίδιος ζει «καθώς πρέπει», πρέπει να μαρτυρήσει, πρέπει να ζήσει την μαρτυρία και το μαρτύριο.
Τελικά ποιος είναι το σκάνδαλο, ο άλλος ή εμείς; Μήπως εγώ είμαι αυτός που θέτω στον άλλο το προσωπείο που μου ταιριάζει να τον βλέπω; Μήπως γιατί φοβάμαι μην αποκαλυφθεί το δικό μου προσωπείο;
Και τελικά τι κάνουμε με το σκάνδαλο, ποιος το κουβαλά, ποιος θα «σώσει» το σκάνδαλο; Το ερώτημα είναι ουσιαστικό, γιατί το σκάνδαλο του άλλου έχει μια θεμελιακή λειτουργία: Γεμίζει τα δικά μας κενά, τα κενά του εγωισμού μας. Είναι εύκολο να κατηγορήσουμε, είναι εύκολο να γκρεμίσουμε, αλλά είναι δύσκολο να πούμε τον καλό λόγο, να δουλέψουμε για το κοινό καλό!
Υιοθετούμε επιλογές απάνθρωπες καταρχήν για τον εαυτό μας, που οδηγούν στην κάθε μορφής κρίση, η οποία δεν είναι υπόθεση ιδεολογίας, θεωρίας ή δομών, είναι πρωτίστως το αποτέλεσμα της λειτουργίας χωρίς πραγματικό σκοπό, η είσοδος σε έναν μηχανισμό κατάρρευσης και φθοράς. Σήμερα ζούμε με μοναδική ένταση την ποιοτική απώλεια των εσωτερικών κριτήριων μιας κοινωνίας που δεν «κοινωνεί», αλλά μόνο «επικοινωνεί» τα αδιάλειπτα κενά της.
Η «πραγματική ζωή» δεν είναι η δική μας, αλλά του άλλου. Εντούτοις οφείλουμε να αναζητήσουμε την δική μας ζωή, γιατί στην τελική Κρίση το δικό μας βιβλίο, της ζωής μας, θα είναι αδειανό."

Σάββατο, Ιουλίου 29, 2017

Σχόλια στον χορτασμό των πεντακισχιλίων(Κυριακή ογδόη του Ματθαίου)





O πολλαπλασιασμός των πέντε άρτων και δύο ιχθύων είναι ένα από τα θαύματα πού είναι προσφιλές στους μουσουλμάνους. Για τους δε ιουδαίους της εποχής του Χριστού, ήταν τόσο εξαίσιο πού ήθελαν να τον ανακηρύξουν εκείνη την ώρα βασιλιά.Και τον ακολουθούσε τον Χριστό πέντε χιλιάδες κόσμος! Τέτοια δύναμη και εξουσία είχε αυτή την στιγμή. Αυτός ο τριπλός πειρασμός πού του υπέβαλε κάποτε ο πονηρός στην έρημο, τον κυνηγούσε σε όλη την επί γης πορεία Του ! Αυτή όμως η πίστη και οπτική του κόσμου για έναν Χριστό, είναι κάτι πού ασπαζόμαστε οι περισσότεροι.Θέλουμε να μας εξασφαλίζει το ψωμί, να μας δίνει εξουσία, να μας αποδεικνύει την παντοδυναμία Του, να κυριεύουμε τον κόσμο και να τα έχουμε όλα εξασφαλισμένα κάνοντας χρήση του δικού Του προσώπου. Να πλάθουμε Χριστόν στα μέτρα μας.Ο Ιησούς όμως εκρύβη από αυτούς. Πάντοτε έφευγε και κρυβότανε. Από σεβασμό και ευσπλαχνία στα πλήθη πού δεν γνωρίζουν. Όταν το αυριανό ευαγγέλιο ξεκινά με την παράσταση του Ιησού να ορά τα πλήθη και να τα σπλαχνίζεται, ίσως αναφέρεται σε αυτή την αδυναμία κατανόησης από τους πολλούς της δικής Του αποστολής.Χαμένα πρόβατα, χωρίς ποιμένα ή μάλλον με ποιμένα την θέληση τους. Και τότε ο Κύριος τους αποκάλυψε την Ευχαριστία. Αυτό είναι το αληθινό σημείο ενότητας και δοξασμού και χορτασμού όλων τους. Ένα σημείο πού περνά μέσα από την πραγματική Του δόξα, τον Σταυρό και την Ανάσταση, πού είναι και η δόξα της Εκκλησίας Του.Όταν θα ξεπεράσουν κάθε ειδωλολατρία και φαντασία και Τον ιδούν καθώς Εκείνος εστί και καθώς Εκείνος βούλεται αποκαλυφθήναι.Ο Ιερός Χρυσόστομος γράφει πώς στους αποστόλους βρίσκεται εκείνη την στιγμή μόνο ένα ελάχιστο από προμήθειες. Πέντε άρτοι και δύο ψάρια. Όποιος ακολουθεί τον Χριστό, δεν χρειάζεται περισσότερα. Αυτοί πού είναι του Χριστού γλυκαίνονται και ηδύνονται με την δική Του παρουσία και αρκούνται στα επιούσια.Και μοιράζονται κατά το δικό Του παράδειγμα ,μικρά και μεγάλα με εκείνους πού αγαπάνε.

από σχόλια μας στο Fb

Στην Η΄Κυριακή του Ματθαίου


Ο χορτασμός του πεινασμένου λαού στην Παλαιστίνη αποτελούσε σημάδι μεσσιανικό: Αυτός που δίνει τροφή στα πλήθη και μάλιστα με τρόπο υπερφυσικό δεν μπορεί παρά να είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας.
Όμως «ο άνθρωπος δεν ζεί μόνο με το ψωμί αλλά με κάθε λόγο που βγαίνει από το στόμα του Θεού». Ωστόσο, όταν ο ίδιος έκρινε πως ήλθε η κατάλληλη στιγμή, έκανε το θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων και χόρτασε πέντε χιλιάδες λαού.
Το γεγονός αυτο αφηγούνται όλοι οι ευαγγελιστές (βλ. Μάρκ. 6, 31-44. 8, 1-9. Ματθ. 14, 14-22. 15, 32-39. Ιωάν. 6, 1-15), όχι μόνο γιατί είναι εντυπωσιακό και μοναδικό στό είδος του, αλλά γιατί κρύβει μέσα του ένα βαθύτερο συμβολισμό και ένα ουσιαστικότερο περιεχόμενο.
Είναι θαύμα της αγάπης του Θεού το ότι με πέντε ψωμιά και δυο ψάρια χορταίνουν πέντε χιλιάδες άνθρωποι!
Η εκκλησία μας είδε ένα ουσιαστικότερο περιεχόμενο: Αναγνώρισε την προτύπωση του «άρτου της ζωής», της πραγματικής τροφής που όποιος την τρώγει ζει αιώνια, χωρίς να φοβάται την πείνα και τον θάνατο. Και ο άρτος αυτός είναι ο ίδιος ο Υιός του Θεού πού προσφέρεται να θανατωθεί στον σταυρό για να ζήσει ο κόσμος. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης ευθύς μετά τη διήγηση του θαύματος, παραθέτει μία ομιλία του Ιησού περί θείας Ευχαριστίας, στην οποία λέγει μεταξύ άλλων τα εξής: «Αυτός που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου έχει ζωή παντοτινή..» (Ιωάν. 6, 54).
Πολύ σοφά οι Πατέρες της εκκλησίας χαρακτήρισαν το σώμα και το αίμα του Χριστού πού προσφέρεται στον άνθρωπο με το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας ως «φάρμακο αθανασίας».
Μετά το θαύμα αυτό ο Χριστός πάει να προσευχηθεί. Δεν πρέπει ο λαός να μείνει στο εξωτερικό σημάδι.
Είναι προεικόνιση της θείας Ευχαριστίας. Άλλωστε και η ορολογία της διηγήσεώς μας («λαβών», «αναβλέψας εις τον ουρανόν», «ευλόγησε», «και κλάσας έδωκε») μας ενθυμίζει τη διήγηση περί του Μυστικού Δείπνου (Ματθ. 26, 26-29. Μάρκ. 14, 22-25. Λουκ. 22, 15-20).
Το μήνυμα της περικοπής μας μπορεί να συνοψιστεί στο εξής: Ο Χριστός δεν εκπροσωπεί απλά μία ωραία και υψηλή διδασκαλία που εξυψώνει ηθικά τους ανθρώπους, αλλ’ είναι και μυστήριο, το μυστήριο του άρτου και του οίνου, που αποτελεί πηγή ζωής και φάρμακο αθανασίας. «Εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου, ζήσεται εις τον αιώνα» (Ιωάν. 6, 51).


ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΕΤΡΑΚΗ

Παρασκευή, Ιουλίου 28, 2017

Γέρ. Σωφρονίου:...ακόρεστη πείνα και άσβεστη δίψα θεογνωσίας...

Ὁ Θεός, «ὁ ποιήσας τὸν οὐρανόν καὶ τὴν γῆν», εἶναι ὁ Θεός μας ἐκ κοιλίας τῆς μητρός μας. Μετὰ τὴν κατὰ σάρκα γέννηση, πρὶν ἀκόμη μάθουμε νὰ διακρίνουμε τὸ δεξὶ χέρι ἀπὸ τὸ ἀριστερό, λάβαμε ἤδη δεύτερη γέννηση, ἄνωθεν, στὴν κολυμβήθρα τοῦ Βαπτίσματος, καὶ ἐλέχθη σὲ μᾶς τὸ μέγα καὶ φοβερὸ καὶ σὲ αὐτὲς τὶς ἐπουράνιες δυνάμεις Ὄνομα, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στὴ συνέχεια, λάβαμε ἄλλη ἀνεκτίμητη δωρεά, γιὰ τὴν ὁποία ἡ ψυχή μας δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσει οὔτε νὰ ἀναλογισθεῖ χωρὶς τρόμο, δηλαδὴ τὸ χρίσμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴ σφραγίδα τοῦ ἁγιασμοῦ, ἡ ὁποία ἐτέθη σὲ ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός μας μὲ τὰ λόγια τοῦ Μυστηρίου: «Σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου». Καὶ ἔτσι γίναμε σκήνωμα τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, καὶ τὰ σώματά μας ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ἡλικία τρεφόμαστε στὴν Ἐκκλησία μὲ τὸ Θεῖο Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Εἴμαστε παιδιὰ Του- σάρκα ἀπὸ τὴ Σάρκα Του καὶ αἷμα ἀπὸ τὸ Αἷμα Του. Ἀπὸ τὴ νεότητά μας ζοῦμε μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ Θείου Λόγου, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀποκαλύπτει τὶς ἀπέραντες διαστάσεις τῆς γνώσεως τοῦ ἀνάρχου Θεοῦ, τοῦ Πατρός μας, πού μᾶς παρέχει ἤδη ἀπὸ ἐδῶ τὴν πρόγευση τῆς μακαριότητας τῆς αἰώνιας διαμονῆς μετ’ Αὐτοῦ καὶ ἐν Αὐτῷ. Στὴν Ἐκκλησία μας κάθε ἡμέρα ζοῦμε μέσα σὲ ἀπερίγραπτο ὑπερπλεονασμὸ κάθε πλούτου πνευματικοῦ, καὶ ἡ εὐγνώμων ψυχὴ ὁρμᾶ καὶ ἀναφωνεῖ: «Πράγματι εἶναι πλούσιος ὁ Θεός μας, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν μᾶς ἀγκαλιάζει ἀκατάπαυστα, ὅλους καὶ τὸν καθένα ξεχωριστά».
Καὶ νά, παρ’ ὅλα αὐτά, εἴμαστε πτωχοὶ τῷ πνεύματι. Μέσα στὰ ὅρια τῆς γῆς ὑπάρχει ἀκόρεστη πείνα καὶ ἄσβεστη δίψα Θεογνωσίας, διότι ὁ ἀγώνας μας εἶναι νὰ φθάσουμε τὸν Ἄφθαστο, νὰ δοῦμε τὸν Ἀόρατο, νὰ γνωρίσουμε Αὐτὸν πού βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε γνώση.
Ή ὁρμὴ αὐτὴ αὐξάνει ἀκατάπαυστα σὲ κάθε ἄνθρωπο, ὅταν τὸ Φῶς τῆς Θεότητας εὐδοκήσει νὰ τὸν καταυγάσει, ἔστω καὶ μὲ κάποια ἀμυδρὰ προσέγγισή Του, διότι τότε στοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς μας ἀποκαλύπτεται σὲ ποιὰ ἄβυσσο διαμένουμε. Ἡ ὅραση αὐτὴ καταπλήσσει ὅλο τὸν ἄνθρωπο, καὶ τότε ἡ ψυχή του δὲν γνωρίζει ἀνάπαυση καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὴ βρεῖ, μέχρις ὅτου ἐλευθερωθεῖ πλήρως ἀπὸ τὸ σκοτάδι πού τὴν διακατέχει, μέχρις ὅτου γεμίσει ἀπὸ τὴν Ἀκόρεστη Τροφή, μέχρις ὅτου τὸ Φῶς αὐτὸ αὐξηθεῖ στὴν ψυχὴ καὶ ἑνωθεῖ μαζί της τόσο, ὥστε Φῶς καὶ ψυχὴ νὰ γίνουν ἕνα, προκαταγγέλλοντας τὴ θέωσή μας στὴ Θεία δόξα.


Πέμπτη, Ιουλίου 27, 2017

ΤΟ ΕIΛΗΤΑΡΙΟΝ: Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ



Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ
Ο άγιος και ένδοξος μάρτυς του Χριστού Παντελεήμων γεννήθηκε στην Νικομήδεια από πατέρα ειδωλολάτρη, τον Ευστόργιο, που είχε το αξίωμα του συγκλητικού, και μητέρα χριστιανή, την Ευβούλη, οι οποίοι του έδωσαν το όνομα Παντολέων. Την μόρφωσή του εμπιστεύθηκαν σε έναν φημισμένο ιατρό, τον Ευστόργιο, και σε λίγο χρόνο ο Παντολέων απέκτησε τέλεια γνώση της ιατρικής επιστήμης σε σημείο μάλιστα που ο αυτοκράτορας Μαξιμιανός Γαλέριος, μαθαίνοντας για τις ικανότητές του, σχεδίαζε να τον προσλάβει στο παλάτι ως προσωπικό του γιατρό. Καθημερινά ο νεαρός Παντολέων περνούσε μπροστά από το σπίτι όπου κρυβόταν ο άγιος Ερμόλαος [26 Ιουλ.], και ο όσιος ιερέας διακρίνοντας στην όψη του το ποιόν της ψυχής του, τον προσκάλεσε μία ημέρα να εισέλθει στο σπίτι και άρχισε να του διδάσκει ότι η ιατρική επιστήμη δεν μπορεί να προσφέρει παρά αδύναμη ανακούφιση στην πάσχουσα φύση μας την υποκείμενη στον θάνατο και ότι μόνο ο Χριστός, ο μόνος αληθινός Ιατρός, ήλθε να μας χαρίσει την Σωτηρία, δίχως φάρμακα και δωρεάν. Η καρδιά του Παντολέοντος γέμισε χαρά ακούγοντας τα λόγια αυτά, και έτσι ο νέος άρχισε να συχνάζει στο σπίτι του Ερμολάου, από τον οποίο κατηχήθηκε στο μεγάλο Μυστήριο της Πίστεως. Μία ημέρα επιστρέφοντας από τον Ευφρόσυνο, βρήκε στον δρόμο ένα παιδί νεκρό από δάγκωμα οχιάς. Κρίνοντας πως είχε έλθει η ώρα να δοκιμάσει την αλήθεια των επαγγελιών του Ερμολάου, ο Παντολέων επικαλέσθηκε το Όνομα του Χριστού και αμέσως το παιδί αναστήθηκε και το φίδι ψόφησε. Έτρεξε στον Ερμόλαο γεμάτος χαρά και ζήτησε να λάβει δίχως χρονοτριβή το άγιο Βάπτισμα. Έμεινε κατόπιν κοντά στον άγιο γέροντα για να χαρεί τις διδαχές του και επέστρεψε στο σπίτι του την όγδοη ημέρα. […]
[Διαβάστε τη συνέχεια του τερπνού συναξαρίου του αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος και ιαματικού Παντελεήμονος του θαυματουργού αναργύρου, από το ιστολόγιο «Το Ειλητάριον»· https://toeilhtarion.blogspot.gr/2017/07/blog-post_27.html. – Χρόνια πολλά, καλά και ευλογημένα σε όλους τους εορτάζοντες! Ο Άγιος, παντού και πάντα, μαζί μας!...]
π.Δαμιανός Σαράντης

Τετάρτη, Ιουλίου 26, 2017

«ΟΙ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΚΑΙ Ο ΠΙΣΤΟΣ» ΙΕΡΟΜ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ




Η ασθένεια είναι μία επίσκεψη του Θεού προς τον άνθρωπο. Είναι μία εκδήλωση της αγάπης Του, που έχει ως σκοπό την θεραπεία της ψυχής μας από την αρρώστια της αμαρτίας. «Ο Θεός δίνει τις αρρώστιες για την υγεία της ψυχής», λένε οι άγιοι Πατέρες.

Ο ιερός Χρυσόστομος μιλώντας για τον παράλυτο, που επί τριάντα οκτώ χρόνια περίμενε την θεραπεία του, λέγει ότι η αρρώστια του «έδειξε την φιλανθρωπία του Θεού. Διότι πραγματικά, το να τον παραδώσει ο Θεός σε τέτοια αρρώστια, και το να παρατείνει την αρρώστια τόσο πολύ καιρό, είναι απόδειξη πολύ μεγάλης φροντίδος. Όπως ο χρυσοχόος βάζει το χρυσάφι στο χωνευτήρι και το αφήνει να δοκιμάζεται στην φωτιά μέχρις δότου το δει να γίνεται τελείως καθαρό, έτσι κάνει και ο Θεός: Επιτρέπει να δοκιμάζονται οι ανθρώπινες ψυχές στις συμφορές τόσο, όσο να γίνουν καθαρές και διάφανες, και να αποκομίσουν πολλή ωφέλεια από την δοκιμασία αυτή. Επομένως και αυτό είναι ένα είδος ευεργεσίας, και μάλιστα το μεγαλύτερο», καταλήγει ο Άγιος. Εάν οι λόγοι του ιερού Χρυσοστόμου μας φαίνονται υπερβολικοί, θα πρέπει να εξετάσουμε γιατί η αρρώστια θεωρείται ευεργεσία του Θεού. Η απάντηση, σύμφωνα με τους θεοφόρους Πατέρες, βρίσκεται στην πατρική φιλανθρωπία του Θεού, που με αγάπη και σοφία βρίσκει τον τρόπο να θεραπεύσει την άρρωστη ψυχή μας. Οι αρρώστιες, όπως και οι άλλες θλίψεις που παραχωρεί ο Θεός στην ζωή μας, είναι, κατά τους αγίους Πατέρες, «φάρμακα που θεραπεύουν την ψυχή μας και την πολυχρονισμένη κακία που βρίσκεται στο βάθος της, καθώς έχουν μέσα τους το πικρό και δηκτικό, και μπορούν να δώσουν στην ψυχή την υγεία ευκολότερα από τα άλλα μέσα», δηλαδή την νηστεία, την αγρυπνία, κλπ.

Η πνευματική ωφέλεια που προξενεί η σωματική ασθένεια είναι μία πραγματικότητα που βίωσαν όλοι οι Άγιοι της Εκκλησίας μας. Γι’ αυτό ακριβώς, όταν ο Κύριος τους επισκεπτόταν με την ασθένεια, δεν ζητούσαν να απαλλαγούν από αυτήν, αλλά να τους δώσει δύναμη να υπομείνουν.

Ένας Γέροντας, που υπέφερε από υδρωπικία, έλεγε στους αδελφούς που πήγαιναν να τον περιποιηθούν: «Πατέρες εύχεσθε, ώστε να μην προσβάλει παρόμοια ασθένεια την ψυχή μου. Όσο για την σωματική ασθένεια, παρακαλώ τον Θεό να μην με θεραπεύσει αμέσως, διότι αν και ο εξωτερικός μας άνθρωπος φθείρεται, ο εσωτερικός όμως ανακαινίζεται μέρα με την ήμερα». Αισθανόταν δηλαδή ο Άγιος αυτός, κατά το πρότυπο του αποστόλου Παύλου, την αυξανόμενη ωφέλεια στην ψυχή του από την οδυνηρή αυτή ασθένεια.

Ο μακαριστός γέροντας Παΐσιος μιλώντας από την εμπειρία της μεγάλης δοκιμασίας του έλεγε: «Όταν το σώμα δοκιμάζεται, τότε η ψυχή αγιάζεται... Μεγάλη τιμή θα μου έκαμε ο Χριστός να υπέφερα ακόμη περισσότερο για την αγάπη Του, αρκεί να με ενίσχυε, ώστε να αντέχω, και μισθό δεν θέλω... Όσο ωφελήθηκα από την αρρώστια δεν ωφελήθηκα από όλη την άσκηση που είχα κάνει μέχρι τότε». «Μεγάλο πράγμα η υγεία, άλλα και το καλό που προσφέρει η αρρώστια, η υγεία δεν μπορεί να το δώσει! Πνευματικό καλό! Είναι πολύ μεγάλη ευεργεσία, πολύ μεγάλη! Καθαρίζει τον άνθρωπο από την αμαρτία, και μερικές φορές του εξασφαλίζει και μισθό. Η ψυχή του ανθρώπου είναι σαν το χρυσάφι και η αρρώστια είναι σαν την φωτιά που την καθαρίζει. Βλέπεις, και ο Χριστός είπε στον απόστολο Παύλο: Η δύναμις μου εν ασθενεία τελειούται. Όσο περισσότερο ταλαιπωρηθεί με κάποια αρρώστια ο άνθρωπος, τόσο περισσότερο εξαγνίζεται και αγιάζεται, αρκεί να κάνει υπομονή και να την δέχεται με χαρά... Η σωματική αρρώστια βοηθά στην θεραπεία της πνευματικής αρρώστιας. Την εξουδετερώνει με την ταπείνωση πού φέρνει».

Αξίζει να αναφερθεί εδώ ή μαρτυρία μιας εκλεκτής ψυχής που έπασχε από μυασθένεια πάνω από 30 χρόνια και εκοιμήθη πριν από λίγο καιρό σε άσυλο ανιάτων:

«Η καρδιά μου αγαπούσε δυνατά τον Πλαστουργό της. Αυτός ήταν ο πλούτος και η τροφή μου! Αλλά αν όλα τα χρόνια ήμουν κάτω από την προστασία και την αγάπη Του, το 1980... βρέθηκα σε καταιγισμό αγάπης!... Από το κεφάλι μέχρι τα δάκτυλα των ποδιών μου ήμουν ακίνητη... Τα μάτια δεν άνοιγαν για να δουν, αλλά και όταν άνοιγαν τα έβλεπα ή θαμπά ή διπλά. Δεν μπορούσα να μιλήσω καθόλου,... τα πνευμόνια δεν λειτουργούσαν από μόνα τους. Είχα πάντα οξυγόνο, μερικές φορές και αναπνευστήρα... Είχα για 3 συνεχή χρόνια ορό χωρίς να παίρνω από το στόμα ούτε μια κουταλιά γάλα. Έτσι δοκίμασα στον τέλειο βαθμό της την πείνα και την δίψα... Η δόση των καθημερινών μου φαρμάκων έφθανε τα 60-70 χάπια με άδειο τελείως στομάχι. Πολλές φορές πλησίασα την γεύση του θανάτου.

»Όλα αυτά φαίνονταν σαν ταλαιπωρίες, όμως η πραγματικότητα ήταν άλλη. Ποτέ δεν θα μπορέσω να περιγράψω την γλυκύτητα και την εσωτερική ανάπαυση και χαρά... Βυθίζομαι σε ωκεανούς χαράς και ευτυχίας. Και αιτία αυτών η μακροχρόνια ασθένεια μου».

Έλεγε ο μακαριστός γέροντας Πορφύριος: «Ευχαριστώ τον Θεό, που μου έδωσε πολλές αρρώστιες. Πολλές φορές του λέω: «Χριστέ μου, η αγάπη σου δεν έχει όρια». Το πώς ζω είναι ένα θαύμα. Μέσα στις άλλες μου αρρώστιες έχω και καρκίνο στην υπόφυση... Πονάω φοβερά. Προσεύχομαι όμως σηκώνοντας τον Σταυρό του Χριστού με υπομονή... Πονάω πολύ, υποφέρω, αλλά είναι πολύ ωραία η αρρώστια μου. Την αισθάνομαι ως αγάπη του Χριστού. Κατανύγομαι και ευχαριστώ τον Θεό. Είναι για τις αμαρτίες μου. Είμαι αμαρτωλός και προσπαθεί ο Θεός να με εξαγνίσει. Όταν ήμουν δεκαέξι χρονών παρακαλούσα τον Θεό να μου δώσει μια βαριά αρρώστια, έναν καρκίνο, για να πονάω για την αγάπη Του και να Τον δοξάζω μέσα από τον πόνο... Ο Θεός δε λησμόνησε το αίτημα μου, και μου έδωσε αυτήν την ευεργεσία μετά από τόσα χρόνια! Τώρα δεν παρακαλώ τον Θεό να μου πάρει αυτό που Του ζήτησα. Χαίρομαι που το έχω, για να γίνω κι εγώ συμμέτοχος στα πάθη Του από την πολλή μου αγάπη. Έχω την παιδεία του Θεού. «Ον γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει». Η αρρώστια μου είναι μία ιδιαίτερη εύνοια του Θεού που με καλεί να μπω στο μυστήριο της αγάπης Του... Γι’ αυτό δεν προσεύχομαι να με κάνει ο Θεός καλά. Προσεύχομαι να με κάνει καλό».

Τρίτη, Ιουλίου 25, 2017

Dostoyefsky Fyodor-Σχετικά με το ψεύδος



Mιὰ φορά, πρόσφατα, σὲ βαγόνι, ἔτυχε ν’ ἀκούσω ὁλόκληρη πραγματεία γιὰ τὸν ἀθεϊσμό. Ὁ ὁμιλητὴς ἦταν ἕνας κύριος ἀπὸ ἐκείνους τοὺς κοσμικοὺς καὶ τεχνοκρατικοὺς κύκλους, ποὺ κατὰ τὰ ἄλλα εἶχε τὴ σκυθρωπή, ἀλλὰ ἀρρωστημένη δίψα γιὰ ἀκροατές.

Ἄρχισε τὴν ὁμιλία του ἀπὸ τὰ μοναστήρια. Δὲν γνώριζε τίποτα σχετικὰ μὲ τὰ μοναστήρια καὶ αὐτὸ φάνηκε ἀπὸ τὶς πρῶτες κι ὅλας λέξεις: δεχόταν τὴν ὕπαρξη τῶν μοναστηριῶν ὡς κάτι τὸ ἀδιαίρετο ἀπὸ τὰ δόγματα τῆς πίστης, φανταζόταν ὅτι τὰ μοναστήρια συντηροῦνται ἀπὸ τὸ κράτος καὶ στοιχίζουν πολὺ ἀκριβὰ στὸ δημόσιο ταμεῖο καί, ξεχνώντας ὅτι οἱ μοναχοὶ εἶναι μιὰ ἀπολύτως ἐλεύθερη ἑταιρεία προσώπων, ὅπως καὶ ὁποιαδήποτε ἄλλη, ἀπαιτοῦσε στὸ ὄνομα τοῦ φιλελευθερισμοῦ τὴν καταστροφή τους, σὰ νὰ ἦταν κάποιο τυραννικὸ καθεστώς. Ὁλοκλήρωσε τὴν ὁμιλία του μὲ ἐπιχειρήματα τοῦ ἀπόλυτου καὶ ἀπέραντου ἀθεϊσμοῦ στὴ βάση τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν καὶ τῶν μαθηματικῶν. Φοβερὰ συχνὰ ἀναφερόταν στὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες καὶ τὰ μαθηματικά, χωρὶς νὰ παραθέτει, ἄλλωστε, οὔτε ἕνα ἐπιχείρημα δανεισμένο ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐπιστῆμες κατὰ τὴ διάρκεια ὁλόκληρης τῆς διατριβῆς του. 

Μιλοῦσε παρόλα αὐτὰ μόνος του, ἐνῷ οἱ ὑπόλοιποι ἄκουγαν: «Θὰ διαπαιδαγωγήσω τὸ γιό μου νὰ εἶναι τίμιος ἄνθρωπος, αὐτὸ εἶναι ὅλο κι ὅλο», συμπέρανε τελειώνοντας, ἔχοντας φανερὰ τὴν πεποίθηση ὅτι τὰ ἀγαθὰ ἔργα, ἡ ἠθικὴ καὶ ἡ τιμιότητα εἶναι κάτι τὸ δεδομένο καὶ τὸ ἀπόλυτο, ποὺ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τίποτα καὶ τὸ ὁποῖο πάντα μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ βρεῖ στὴν τσέπη του, ὅταν τὸ ἔχει ἀνάγκη, χωρὶς κόπους, ἀμφιβολίες καὶ παρεξηγήσεις. Καὶ αὐτὸς ὁ κύριος εἶχε ἀσυνήθιστη ἐπιτυχία. Μαζί του ἦταν ἀξιωματικοί, γέροντες, κυρίες καὶ μεγάλα παιδιά. Τὸν εὐχαρίστησαν θερμὰ φεύγοντας γιὰ τὴν μεγάλη εὐχαρίστηση ποὺ τοὺς ἔδωσε καὶ μία κυρία μάλιστα, μητέρα μιᾶς οἰκογένειας, ντυμένη στὰ μετάξια καὶ πολὺ ὄμορφη, γελώντας εὐχάριστα, δυνατά, τοῦ ἀνακοίνωσε ὅτι τώρα πλέον εἶναι πεισμένη ὅτι στὴν ψυχή της ὑπάρχει «μόνο ἀτμός». Καὶ αὐτὸς ὁ κύριος ἔφυγε μὲ ἕνα ἀσυνήθιστο συναίσθημα σεβασμοῦ πρὸς τὸν ἑαυτό του.

Αὐτὸς λοιπὸν ὁ σεβασμὸς εἶναι ποὺ μὲ κάνει νὰ χάνω τὰ μυαλά μου. Τὸ ὅτι ὑπάρχουν βλάκες καὶ φλύαροι, φυσικὰ δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς καταπλήσσει• αὐτὸς ὅμως ὁ κύριος εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν εἶναι βλάκας. Πιθανὸ νὰ μὴν εἶναι οὔτε καὶ ἀπατεώνας, οὔτε καὶ ἀχρεῖος• μπορεῖ μάλιστα νὰ εἶναι τίμιος ἄνθρωπος καὶ καλὸς πατέρας. Αὐτὸς ἁπλὰ δὲν κατανοοῦσε ἀπολύτως τίποτα ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἀποφάσισε νὰ κρίνει. Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ μὴν τοῦ ἦρθε στὸ μυαλὸ ἡ σκέψη μετὰ ἀπὸ μία ὥρα, ἡμέρα ἢ μήνα: «Φίλε μου, Ἰβὰν Βασίλιεβιτς (ἢ ὅπως ἀλλιῶς τὸν ἔλεγαν), συζητοῦσες, ἀλλὰ δὲν γνωρίζεις τίποτα γιὰ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔλεγες. Βλέπεις, αὐτὸ τὸ γνωρίζεις καλύτερα ἀπὸ τὸν καθένα. Νά, λοιπόν, ποὺ ἀναφερόσουν στὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες καὶ τὰ μαθηματικὰ − ὅμως γνωρίζεις καλύτερα ἀπ’ ὅλους ὅτι τὰ φτωχὰ μαθηματικὰ ποὺ ἔμαθες στὸ δικό σου σχολεῖο ἀπὸ καιρὸ τώρα τὰ ἔχεις ξεχάσει, ἄλλωστε ποτὲ δὲν τὰ κατεῖχες καλά, ἐνῷ ποτέ σου δὲν εἶχες καμιὰ σχέση μὲ τὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες. Πῶς τότε μιλοῦσες; Μὲ ποιό δικαίωμα δίδασκες τοὺς ἄλλους; Γιατὶ καταλαβαίνεις πολὺ καλὰ ὅτι τὸ μόνο ποὺ ἔκανες ἦταν νὰ ψεύδεσαι• καὶ δὲν φτάνει αὐτό, ἀλλὰ μέχρι σήμερα ἐξακολουθεῖς νὰ εἶσαι ὑπερήφανος γιὰ τὸν ἑαυτό σου• δὲ ντρέπεσαι καθόλου;».

Εἶμαι πεπεισμένος ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ ἀναρωτηθεῖ, ἄσχετα μὲ τὸ ὅτι θὰ ἦταν ἀπασχολημένος μὲ «ὑποθέσεις» καὶ δὲν θὰ εἶχε καθόλου χρόνο νὰ ἀναζητᾶ ἀπαντήσεις σὲ ἀργόσχολες ἐρωτήσεις. Εἶμαι ἀναμφισβήτητα πεπεισμένος ὅτι αὐτὲς οἱ σκέψεις, ἔστω καὶ φευγαλέα, πέρασαν ἀπὸ τὸ μυαλό του. Αὐτὸς ὅμως δὲ ντράπηκε, δὲ φιλοτιμήθηκε! Αὐτὴ ἡ γνωστοῦ εἴδους ἀναισχυντία τοῦ Ρώσου διανοουμένου εἶναι ἕνα σημαντικό, κατὰ τὴ γνώμη μου, φαινόμενο. Καὶ δὲ σημαίνει ἀπολύτως τίποτα τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὴ βρίσκεται παντοῦ καὶ πάντα καὶ ὅτι ὅλοι τὴν ἔχουν συνηθίσει καὶ βαρεθεῖ• παρόλα αὐτὰ ἐξακολουθεῖ νὰ παραμένει γεγονὸς ἀξιοθαύμαστο καὶ ἀξιοπερίεργο. Μᾶς μαρτυρεῖ γιὰ τὴν ἀδιαφορία ποὺ κυριαρχεῖ ἀπέναντι στὴν κρίση τοῦ ἴδιου μας τοῦ ἑαυτοῦ ἐνώπιον τῆς συνείδησής μας ἤ, πράγμα ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο, μᾶς μαρτυρεῖ γιὰ τὴν ἀσυνήθιστη ἔλλειψη σεβασμοῦ ἀπέναντι στὸν ἑαυτό μας καὶ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἀπογοήτευση καὶ τὴν ἀπώλεια κάθε ἐλπίδας ὅτι μπορεῖ νὰ συμβεῖ κάτι τὸ ἀνεξάρτητο καὶ σωτήριο γιὰ τὸ ἔθνος, ἀκόμη καὶ στὸ μέλλον, ἀπὸ τέτοιους ἀνθρώπους καὶ τέτοια κοινωνία. Τὸ ἀκροατήριο, δηλαδὴ ἡ ἐπιφάνεια, τὸ εὐρωπαϊκὸ περίβλημα, ὁ νόμος ποὺ ἔχει δοθεῖ ἀπὸ τὴν Εὐρώπη «ἅπαξ διὰ παντός» − αὐτὸ τὸ ἀκροατήριο ἔχει καταλυτικὴ ἐπίδραση σὲ κάθε Ρῶσο.


πηγη





Μακαρία ἡ κοιλία σου, ἡ βαστάσασα ἀληθῶς,
τὴν τὸ φῶς τοῦ κόσμου
ἔνδον ἐν κοιλίᾳ βαστάσασαν,
καὶ οἱ μαστοί σου ὡραῖοι,
οἱ θηλάσαντες τὴν θηλάσασαν Χριστόν, 
τὴν τροφὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν,
ὃν καθικέτευε τοῦ ῥυσθῆναι ἡμᾶς
ἀπὸ πάσης θλίψεως,
καὶ προσβολῆς τοῦ ἐχθροῦ,
καὶ σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Δευτέρα, Ιουλίου 24, 2017

Μιὰ ὀρθόδοξη θεώρησι τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Θεόδωρο Ντοστογιέφσκυ


Αποτέλεσμα εικόνας για Παπαδιαμάντη καὶ ΝτοστογιέφσκιΑποτέλεσμα εικόνας για Ντοστογιέφσκι                         τοῦ π. Ἀθανασίου Γέφτιτς

Μόλις εἶχε τελειώσει ὁ Α´ Παγκόσμιος Πόλεμος καὶ εἶχε καταρρεύσει ἡ Γερμανία, ἐνῷ οἱ Μπολσεβίκοι στὴν Ρωσσία εἶχαν νικήσει, ὁ γερμανὸς (λογοτέχνης) Χέρμαν Ἔσσε ἔγραφε, σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα κείμενά του (1919), γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκυ περίπου τὰ ἑξῆς: «Αὐτὸς εἶναι ἐπικίνδυνος γιὰ τὴν Δύσι. Οἱ ἥρωές του, οἱ Καραμαζώφ, εἶναι ἀνατολικοὶ τύποι, πολὺ ἐπικίνδυνοι, σκοτεινοί, μὲ ἀσιατικὸ βάθος καὶ ἀποτελοῦν ἄμεσο κίνδυνο γιὰ τὸν δυτικὸ ἄνθρωπο». Αὐτὴ ἡ πόλωση, «Ἀνατολικοὶ – Δυτικοί», ποὺ ἔβλεπε τότε ὁ Ἔσσε, τὴν ἔχουν λίγο-πολὺ καὶ σήμερα οἱ περισσότεροι, ποὺ γράφουν γιὰ μᾶς τοὺς ὀρθοδόξους λαούς…


Εἶναι, ὅμως, τραγικὴ εἰρωνεία τῆς ἱστορίας ὅτι ὁ Χ. Ἔσσε, ἀφοῦ πέρασε καὶ ὁ Β´ Παγκόσμιος Πόλεμος καὶ πάλι οἱ Γερμανοὶ ἠττήθησαν στὰ Βαλκάνια, ἔγινε βουδδιστής, δηλαδὴ ἄκρως Ἀνατολικός. Καὶ διερωτᾶται κανείς, μήπως οἱ λεγόμενοι Δυτικοὶ εἶναι πιὸ κοντὰ στοὺς ἄπω Ἀνατολίτες, παρὰ σὲ μᾶς ἐδῶ τοὺς κοντινοὺς Βαλκάνιους. Ὅμως, ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, ὄχι μόνο ποὺ δὲν εἴμαστε Δυτικοί, ἀλλ᾿ οὔτε καὶ Ἀνατολικοί του Ἔσσε· δὲν εἴμαστε Εὐρωπαῖοι τοῦ Ἔσσε, ἀλλ᾿ ἀκόμη λιγότερο Ἀσιάτες του...

Οἱ ἥρωες τοῦ Ντοστογιέφσκυ καὶ τοῦ Παπαδιαμάντη δὲν κατατάσσονται στὰ σχήματα αὐτά, οὔτε ἐξηγοῦνται ἀπὸ αὐτά: «Ἀνατολὴ-Δύσι, Εὐρώπη-Ἀσία, Ἀνατολικοί-Δυτικοί». Ἡ γεωγραφικὴ καὶ πνευματικὴ πατρίδα τους, ἀλλὰ καὶ ἡ δική μας, εἶναι ἡ Ἀνατολικὴ Μεσογειακὴ λεκάνη μὲ τὰ περίχωρά της, ὅπου περιλαμβάνονται ἡ χερσόνησος τοῦ Αἴμου, τὰ Βαλκάνια (ἀλλὰ καὶ ἡ Ρωσσία), ἡ Μ. Ἀσία, ἡ Παλαιστίνη, ἡ Μεσοποταμία, ἡ Αἴγυπτος, ἡ Β. Ἀφρικὴ καὶ ἡ Ν. Ἰταλία, δηλαδὴ ἡ γεωγραφικὴ καὶ πνευματικὴ περιοχὴ τοῦ Βυζαντίου, ὅπου γεννήθηκε ὁ Χριστιανισμός, ἀλλὰ καὶ ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικὸς πολιτισμός, καὶ ὅπου γεννήθηκε καὶ ἀναπτύχθηκε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μὲ τὴν παράδοσί της τὴν ζωντανή.

Τὰ πρόσωπα, ποὺ βρίσκομε στὰ ἔργα τοῦ Ντοστογιέφσκυ καὶ τοῦ Παπαδιαμάντη, δὲν μπαίνουν καὶ δὲν ἐξηγοῦνται στὰ πλαίσια αὐτά: «Ἀνατολή-Δύσι», οὔτε στὴν πόλωσι αὐτήν: «Εὐρώπη-Βαλκάνια». Ὄχι πῶς δὲν εἶναι καὶ Ἀνατολικοὶ καὶ Δυτικοί, ἀλλὰ δὲν ἐξαντλοῦνται σ᾿ αὐτὸ τὸ σχῆμα, ὅπως δὲν ἐξαντλούμεθα ἐμεῖς σήμερα μὲ τὸ νὰ χωριζώμεθα σὲ Εὐρωπαίους καὶ Βαλκάνιους…

Ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Ντοστογιέφσκυ γεννήθηκαν καὶ ἀνατράφηκαν σ᾿ αὐτὸ τὸ ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικὸ περιβάλλον. Εἶναι γνωστὴ ἡ σχέσι καὶ τῶν δυό με τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καὶ εἰδικὰ μὲ τὰ Μοναστήρια, καὶ διαπιστώνεται αὐτὴ ἡ σχέσι στὰ ἔργα τους, μὲ διαφορὲς βέβαια, ἀλλὰ καὶ μὲ μία ἐσωτάτη ταυτότητα. Οἱ Κολλυβάδες τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ οἱ Στάρετς (Γέροντες) τοῦ Ντοστογιέφσκυ ἦσαν φορεῖς τῆς ζωντανῆς αὐτῆς παραδόσεως τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Οἱ Στάρετς τῆς Ρωσίας –καὶ ὄχι μόνον τῆς Ὄπτινα στὰ μετέπειτα ἔργα τοῦ Ντοστογιέφσκυ, ἀλλὰ καὶ τοῦ (ἁγίου) Τύχωνος τοῦ Ζαντόνκ, ἐπισκόπου καὶ ἀσκητοῦ– καὶ οἱ Κολλυβάδες μαρτυροῦν προσωπικά, καὶ ὄχι μόνο με τὰ ἔργα τους ἣ τὰ γραπτά τους, ἐκεῖνο ποὺ βρίσκεται στὸ βάθος τῆς ἀνθρωπολογίας τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Ντοστογιέφσκυ: Τὸ ἀνθρώπινο πρόβλημα, ἡ ἀνθρώπινη μοίρα, ἂν θέλετε, ἢ τὸ πεπρωμένο του· ὄχι, ὅμως, μὲ τὴν ἐξωχριστιανικὴ ἔννοια τοῦ κρίματος ἢ τῶν κριμάτων τοῦ Θεοῦ. Κι ἑπομένως μαρτυροῦν γιὰ τὸ ἀνθρωπολογικὸ καὶ ἀνθρωπιστικὸ πρόβλημα.

Πόσα χρωστᾶ ὁ Ντοστογιέφσκυ στὰ Μοναστήρια, στὸν ἅγιο Τύχωνα καὶ στοὺς Στάρετς ἐν συνεχείᾳ καὶ πόσα χρωστᾶ ὁ Παπαδιαμάντης στὸν πατέρα του ἱερέα, ἀλλὰ καὶ στὴν παράδοση τῶν Κολλυβάδων στὴν Σκιάθο… Ἀπὸ τὰ παιδικά τους χρόνια ἦσαν πολὺ ποτισμένοι μὲ τὶς ἐμπειρίες αὐτὲς καί, ὅπως λένε καὶ οἱ δυό, ἀλλὰ τὸ ἐκφράζω μὲ τὰ λόγια του Κ. Παλαμᾶ, ὅτι ἦσαν παιδιά: «Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πάντα αὐτό, ποὺ ἦταν παιδί». Ἴσως δὲν τὸ ξέρομε ἀκριβῶς, ἀλλὰ ξέρομε ὅτι μένει πάντα μέσα του, καὶ στὸν πλέον ἀλλαγμένο ἄνθρωπο –ἀλλαγμένο ἀπὸ τὴν ἡλικία, ἀπὸ τὰ πάθη, ἀπὸ τὴν σκέψι– μένει κάτι ἀπὸ τὸ παιδί. Καὶ ἦσαν παιδιὰ ὅταν ἔζησαν τὴν βαθειὰ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, τὴν βαθειὰ ἐμπειρία τῶν ἡρῴων της Βίβλου, ἂς μοῦ ἐπιτραπῇ ἔτσι νὰ πῶ.

Ὁ Ντοστογιέφσκυ τὸ περιγράφει βάζοντας τὸν στάρετς Ζωσιμᾶ, ποὺ ὡς μικρὸς βρέθηκε στὸν ναὸ τὴν Μ. Ἑβδομάδα, ὅταν διαβαζόταν τὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ. Καὶ εἶναι γνωστό, πὼς ἐκεῖ ἔζησε ὁ στάρετς Ζωσιμᾶς, δηλαδὴ ὁ ἴδιος ὁ Ντοστογιέφσκυ, τὸ μεγάλο μυστήριο, κατὰ τὸ ὁποῖον ἡ πεπερασμένη γήινη μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ αἰώνια Ἀλήθεια, ἡ μορφὴ τοῦ Θεοῦ, συναστήθηκαν, ἀγγίχτηκαν μαζί. Καὶ ἡ γήινη δικαιοσύνη –μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀληθείας, διότι τὸ ῥωσσικὸ «πράβδα» ἔχει καὶ τὴν ἔννοια τῆς ἀληθείας– συναντήθηκε μὲ τὴν αἰώνια ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Ἰὼβ ἀπήντησε: «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας».

Ὁ Παπαδιαμάντης, στὸ καταπληκτικὸ κείμενό του: «Φωνὴ αὔρας λεπτῆς», γραμμένο τὸ 1901, (σχολιάζοντας) ἕνα εἱρμὸ ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τοῦ προφήτου Ἠλιοῦ, γράφει: «Ὁ Θεὸς ἐφανερώθη εἰς τὸν Προφήτην ὄχι ἐν τῷ πνεύματι τῷ βιαίῳ, ὄχι ἐν τῷ συσσεισμῷ, ὄχι ἐν πυρί, ἀλλ᾿ ἐν φωνῇ αὔρας λεπτῆς. Καὶ ἡ φωνὴ τῆς αὔρας τῆς λεπτῆς εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ πράου Ἰησοῦ, εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου».

Ἐν συνεχείᾳ τελειώνει τὸ πολὺ μικρὸ καὶ πολὺ χαρακτηριστικὸ αὐτὸ ἄρθρο –γιὰ νὰ ποῦμε ὅτι δὲν εἶναι ὅλα τὰ διηγήματα, οὔτε ἀκόμη λιγότερο ὅλα τὰ ἄρθρα τοῦ Παπαδιαμάντη τῆς ἴδιας ἀξίας, οὔτε τοῦ Ντοστογιέφσκυ, στὸ ἴδιο ἐπίπεδο, ἀφοῦ ὡς ἄνθρωποι πάλευαν καὶ ἀποτύπωναν– τελειώνει ἀναφέροντας τὸ ποίημα τοῦ Πινδάρου, ὅπου «οἰονεὶ (:σὰν νὰ) προφητεύει» γιὰ τὸν Χριστό, ἀφοῦ «τοιοῦτος Θεός, ἥρως καὶ ἄνθρωπος οὐδεὶς ἄλλος ὑπάρχει, εἰ μὴ ὁ Ἰησοῦς Χριστός».

Φαίνεται μία μεγάλη ἀγάπη τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Ντοστογιέφσκυ γιὰ τὸν Χριστό. Εἶναι γνωστὸ τὸ γράμμα τοῦ Ντοστογιέφσκυ στὸν Φονβίζιν (τὸ 1854), ποὺ λέει παράδοξα: «Ἂν ἡ ἀλήθεια, ἂς ὑποθέσωμε, θὰ ἀπέκλειε τὸν Χριστό, ἐγὼ θὰ ἔμενα μὲ τὸν Χριστὸ κι ὄχι μὲ τὴν ἀλήθεια». Παράδοξο, παραδοξότατο, (ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ὁ ἴδιος εἶναι ἡ Ἀλήθεια, ἡ Αὐτοαλήθεια, Ἰωάν. ιδ´ 6), ἀλλ᾿ ἀληθηνέστατο. Ὁ Τ. Χρυσάφης, σ᾿ ἕνα βιβλίο του, γράφει γιὰ τὴν θεολογικὴ σκέψι τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ λέει: «Σπάνια συναντοῦμε τὴν λέξι Θεός. Στὰ γραπτά του μιλάει γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ἀπευθύνεται στὸν Χριστό». Ὁ Τέσλαν Μίλος ἔχει γράψει ἕνα ἄρθρο γιὰ τὸν Ντοστογιέφσκυ καὶ λέει: «Δὲν βρῆκε τὸν Θεό, ἔχασε τὸν Θεὸ καὶ πιάστηκε ἀπὸ τὸν Χριστό». Καὶ τὸ θεωρεῖ κατάντημα τοῦ Ντοστογιέφσκυ αὐτό. Ὅμως, τί ἄλλο θὰ μποροῦσε νὰ γράψη ἕνας καθολικὸς καὶ ποῦ ἀλλοῦ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ὁδηγήση ἡ θρησκεία του; Πῶς νὰ καταλάβη γιατί ὁ Ντοστογιέφσκυ πιάστηκε ἀπὸ τὸν Χριστό…

Ὁ Παπαδιαμάντης τὴν ἴδια ὁμολογία δίνει ὅταν λέῃ: «Ἐν ὅσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ δὲν θὰ παύσω πάντοτε νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου…». Διότι δὲν ἀρκεῖ κάποιος θεός, οὔτε κάποια θρησκεία. Ὁ Θεός μας εἶναι Θεὸς ἐνσαρκωμένος στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Θεὸς ποὺ δὲν ἔλαβε σάρκα, ποὺ δὲν ἔζησε τὸν πόνο μας τὸν ἀνθρώπινο, τὴν ὕπαρξί μας, τὰ βάσανά μας, τί νὰ τὸν κάνωμε; Ἔτσι καὶ οἱ θεοὶ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, ποὺ ὁ Πλήθων στὴν «Γυφτοπούλα» (τοῦ Παπαδιαμάντη) θέλει νὰ τοὺς ἀποκαταστήσῃ, ὅπως ὁ Ἰουλιανὸς ὁ παραβάτης πρίν, εἶναι νεκροί.

Ὁ Ντοστογιέφσκυ πέρασε ἀπὸ τὸν μεγάλο πειρασμὸ (τῆς Εὐρώπης) καὶ μπολιάστηκε πάρα πολὺ ἀπὸ τὴν Δύσι, καὶ δὲν μποροῦσε (ἴσως) νὰ μὴ μπολιαστῇ. Διότι «ἀνένδεκτον (:ἀδύνατον) ἐστι τοῦ μὴ ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα», τοὺς πειρασμοὺς (Λουκ. ιζ´ 1). Ἀλλὰ πρέπει νὰ ξέρωμε ὅτι «πειρασμὸς ἡμᾶς οὐκ εἴληφεν (:κατέλαβε) εἰ μὴ ἀνθρώπινος» (Α´ Κορ. Ι´ 12). Εἶναι ἀναπόφευκτο νὰ περάσωμε κι ἐμεῖς (τέτοιο πειρασμό), διότι εἶναι ὄχι γεωγραφικές, ἀλλὰ πνευματικὲς κατηγορίες αὐτές. Ὁ δυτικὸς ἄνθρωπος εἶναι μέσα μας, εἶναι ὁ παλαιὸς Ἀδάμ. Καὶ παλεύουμε μέσα μας νὰ βγοῦμε, ἂν ὄχι Ἀνατολίτες, νὰ βγοῦμε τουλάχιστον ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας, ἄνθρωποι ὀρθόδοξοι, πέστε τὸ Βαλκάνιοι, Βυζαντινοί, Ἕλληνες, Σέρβοι, Ῥῶσσοι, κτλ, πάντως μὲ διαφορετικὴ γεῦσι ζωῆς, μὲ πείρα ἀνθρώπου διαφορετικὴ ἀπὸ ὅ,τι εἶναι ὁ δυτικὸς ἄνθρωπος.

Αὐτὸ ποὺ λέμε «δυτικὸς ἄνθρωπος», ἐμφωλεύει πάντα μέσα μας. Ἤξερε ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Ντοστογιέφσκυ τὴν χριστιανικὴ ἀλήθεια, ὅτι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεότητος ῥέπει πρὸς τὸ πονηρό. «Ἐκ νεότητός μου πολλὰ πολεμεῖ με πάθη». Γράφει τὸ 1875 σὲ μία ἐπιστολή του ὁ Παπαδιαμάντης: «Εἰς τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν ὑπάρχει μία ῥοπή, μία τάσις πρὸς τὴν διαφθοράν. Θέλει κανεὶς νὰ χαλασθῇ καὶ διὰ τούτου χαλνιέται». Στὸν «Χρῖστο Μηλιώνη» μὲ ἄλλα λόγια γράφει: «Τὰ ὅρια τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς κακίας εἶναι τοσοῦτον δυσδιάκριτα ἐν τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει, ὥστε οἱ νεώτεροι ἐκ τῶν φιλοσοφούντων ἔχουν δίκαιον νὰ ἀνακηρύξουν ὡς ὅλως ἀνωφελῆ καὶ αὐτὴν ταύτην τὴν ψυχολογίαν, ὅπως ἀνεκήρυξαν καὶ τὴν μεταφυσικήν».

Λέει κι ἄλλα ὁ Παπαδιαμάντης γιὰ τὸ σκοτεινὸ ἄντρο τῆς συνειδήσεως τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ἀλλοῦ πάλι: «Ἡ αἰωνία τάσις τῆς ἀνθρωπίνης καρδίας εἰς τὸ νὰ ἀγαπᾷ πᾶν τὸ μισητόν». Καὶ μιλάει γιὰ αὐτολατρεία: «Ἐπέστη ὁ καιρὸς τῆς αὐτολατρείας καὶ πᾶσαι αἱ ἄλλαι θρησκεῖαι κατηργήθησαν». Ὁ κ. Μπαστιᾶς, (στὸ ὡραῖο βιβλίο του γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη), μιλάει γιὰ αὐτολατρεία τοῦ οὐμανισμοῦ, τοῦ ἀνθρωπισμοῦ. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης τὸ εἶχε πῆ πολὺ πρὶν στὸν Μεγάλο Κανόνα του: «Αὐτείδωλον ἐγενόμην». Αὐτὸ εἶναι ἡ Δύσι: αὐτείδωλον. Καὶ αὐτὸ εἶναι μέσα μου…

Ὁ Ντοστογιέφσκυ εἶχε πολὺ μπολιαστεῖ ἀπὸ τὴν Εὐρώπη κι ἔλεγε: «Εἶναι χώρα τῶν θαυμάτων, ἀλλ᾿ εἶναι νεκροταφεῖο. Εἴμαστε εὐγνώμονες, πήραμε πάρα πολλὰ ἀπὸ τὴν Εὐρώπη καὶ θὰ πάρωμε καὶ τὴν εὐχαριστοῦμε, ἀλλ᾿ εἶναι πλέον καιρὸς νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴν “αἰχμαλωσία τῆς Αἰγύπτου”, ἀπὸ τὴν Εὐρώπη». Αὐτὸ ἔχει πολλὴ σημασία ἂν τὸ μετρᾶμε μὲ τὶς διαστάσεις ἑνὸς Ντοστογιέφσκυ. Νομίζω πὼς καὶ ὁ Παπαδιαμάντης πέρασε κι αὐτὸς ἀπὸ τὸν βαθὺ πειρασμὸ τῆς Δύσεως. Ἦταν ἄνθρωπος εὐρωπαῖος, σύγχρονος, μορφωμένος, διαβασμένος, μετέφρασε (δυτικὰ ἔργα), ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὴν μέτρησε…, δὲν εἶπε ἀνάθεμα στὴν Εὐρώπη, ἀλλὰ τὴν ζοῦσε μέσα του.

Αὐτὸ εἶναι τὸ δράμα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ δράμα τῶν λαῶν, ποὺ σήμερα ζοῦμε ἐμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι λαοί. Γιατί τόσο δὲν θέλουν τοὺς Ῥώσσους, τοὺς Σέρβους καὶ τοὺς Ἕλληνες; Γιατὶ εἶναι ἀπρόβλεπτοι, ἀπροσδόκητοι. Αὐτοὶ θέλουν τὸ σίγουρο, θέλουν τὸ καλούπι, θέλουν νὰ ἐλέγχουν. Αὐτὸ εἶναι φιλαρχία δαιμονικὴ στὸ βάθος τῆς στάσεως τῆς Εὐρώπης, γιὰ γνῶσι καὶ γιὰ κυριαρχία καὶ γιὰ ὅ,τι φαίνεται. Ὁ π. Ἰουστίνος (Πόποβιτς) ἐμμένοντας στὸν Ντοστογιέφσκυ –δὲν ξέρω ἂν διάβασε τὸν Παπαδιαμάντη, δὲν τὸν ἀναφέρει– ἔλεγε ὅτι Παπισμὸς κατὰ βάθος εἶναι στὴν Εὐρώπη ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής. Ἡ νοοτροπία αὐτὴ νὰ κατέχῃς τὸν ἄλλον, νὰ τὸν γνωρίζῃς, νὰ τὸν κάνῃς εὐτυχισμένο, ἀλλὰ κατὰ τὰ μέτρα σου.

Κι ἐδῶ ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς, ὁ πράος, ὁ ταπεινός, ὁ ἀδύναμος, ποὺ φανερώνεται στὰ πρόσωπα τῶν ἡρῴων του Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Ντοστογιέφσκυ, ἀλλὰ δὲν σῴζει βίαια, σῴνει καὶ καλά. Δὲν ἔσωσε τὴν «Φραγκογιαννοῦ τὴν φόνισσα», ποὺ δὲν μετάνοιωσε, δὲν ἔσωσε τὴν «κα Αὐγούστα», ποὺ κι ἐκείνη δὲν μετάνοιωσε. Γιατὶ ἡ αὐτομεμψία ἀπὸ μόνη της δὲν σῴζει. Σῴζει ὁ Θεὸς βλέποντας τὸν ἄνθρωπο νὰ ξεχύνεται, νὰ καταγκρεμίζη τὰ εἴδωλα καὶ αὐτείδωλά του, τὴν αὐτοθρησκεία του, τὴν αὐτολατρεία του καὶ νὰ προσφέρῃ λατρεία στὸν Θεό.

Τὸ καλὸ καὶ χαρακτηριστικό του Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Ντοστογιέφσκυ εἶναι ὅτι αὐτοὶ δὲν φτιάχνουν πρόσωπα, ἀλλὰ περιγράφουν, παριστάνουν. Στὸν Ντοστογιέφσκυ βλέπει κανεὶς μία πολυφωνία καὶ μία διαλογικότητα, δηλαδὴ τὸν πλοῦτο τῆς καθολικότητας τῆς Ἐκκλησίας, τὸν πλοῦτο τῆς ἰδιοφορφίας, τῆς ἰδιοπροσωπίας. Καὶ σ᾿ ὅλα τὰ ἱστορήματα τοῦ Παπαδιαμάντη (εἶναι) μαζεμένος ὁλόκληρος λαός, ἕνα ἑλληνικὸ πανηγύρι, κι ἁπλώνεται μία ὁμοαλήθεια. Αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ ἔλεγε ὁ Ντοστογιέφσκυ μὲ τὴν «σόμπορνοστ» (:ἑνότητα ἐν τῇ ποικιλίᾳ), ὄχι ἐπιβαρυμένη μὲ τὴν ἔννοια τῶν Σλαβοφίλων του Σολόβιεφ, ἀλλὰ μ᾿ ἐκείνη ποὺ τῆς ἔδωσε στὴν ὁμιλία του γιὰ τὸν (μεγάλο ῥῶσσο ποιητή) Πούσκιν, ὅπου εἶπε ὅτι ὁ Πούσκιν εἶναι «πανάνθρωπος», ἀντὶ τοῦ εὐρωπαίου «ὑπερανθρώπου».

Στὴν ὁμιλία αὐτὴ τοῦ 1880 ὁ Ντοστογιέφσκυ εἶπε: «Ταπεινώσου ὑπερήφανε ἄνθρωπε…». Καὶ σὲ λίγο ἐκοιμήθη († 1911) μὲ τὴν χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως, μὲ τὴν Θ. Κοινωνία, ἀλλὰ κυρίως μὲ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς ἀνθρώπους…


Κυριακή, Ιουλίου 23, 2017

Η αγία Πελαγία και η εύρεση της εικόνας της Παναγίας της Τήνου




Δεν έχει περάσει παρά ένας χρόνος από την ιστορική ήμερα, που ο επίσκοπος  Πατρών Γερμανός ύψωσε το λάβαρο της επαναστάσεως. Στο μοναστήρι του Κεχροβουνίου, πού φαντάζει κάτασπρο πάνω στο νησάκι της Τήνου, η μοναχή Πελαγία, υστέρα από τη βραδινή προσευχή, αποσύρθηκε στο κελί της να ησυχάσει. Ε­νώ είχε αποκοιμηθεί, ένοιωσε ξαφνικά μιαν άρρητη ευωδία, κι αμέσως άκουσε την πόρτα του κελιού ν’ ανοίγει με πάταγο. Μια μεγαλόπρεπη γυναίκα, πού άστραφτε σαν Βασίλισσα, μπήκε μέσα και στάθηκε απέναντι από το κρεβάτι της.
- Σήκω γρήγορα, της είπε. Πήγαινε να συναντήσεις τον Σταματέλλο Καγκάδη, και πες του πώς στο χωράφι του Αντώνη Δοξαρά είναι χωμένη χρόνια τώρα ή ει­κόνα μου. Να φροντίσει να τη βγάλει και να χτίσει το σπίτι μου.
Ή γερόντισσα ξύπνησε τρομαγμένη, άλλα από τα­πείνωση δεν υπάκουσε στην εντολή.
Την άλλη εβδομάδα, την ώρα πού ή μοναχή προ­σευχόταν, δέχτηκε στον ίδιο τόπο για δεύτερη φορά την επίσκεψη της Παναγίας. Τη φορά αυτή ή Θεοτόκος συνόδευε τα λόγια της μ’ ένα γλυκό μειδίαμα, σαν να έλεγε: «Γνωρίζω τούς λογισμούς και δισταγμούς σου, άλλα μη φοβάσαι. Εσένα διάλεξα για να εκπληρώσεις τη βουλή μου. Λοιπόν, μη διστάζεις».
Αλλά ο δισταγμός κρατούσε ακόμη δέσμια την αγα­θή γερόντισσα. Γ’ αυτό η Θεοτόκος την επισκέπτεται και τρίτη φορά, την 29η Ιουλίου 1822, σε ώρα πάλι προσευχής. Την είδε τότε η μοναχή να στέκεται μπρο­στά της ακίνητη και να εκπέμπει τριγύρω της ένα ουράνιο φως, απαλό και λευκό. Ύστερα κάρφωσε το βλέμ­μα επάνω της και είπε:
- Πελαγία, γιατί δεν υπάκουσες στην εντολή μου; Την επαναλαμβάνω τώρα για τελευταία φορά.
Εκείνη τρομαγμένη επιστράτευσε όλο το θάρρος της και ρώτησε:
- Ποιά είσαι, Κυρία, πού με διατάζεις τέτοια πράγ­ματα και οργίζεσαι μαζί μου;
Τότε η Κυρία φάνηκε πώς ανέκτησε την πρώτη γλυκύτητα, σήκωσε το χέρι σαν να έδειχνε όλο τον κόσμο και είπε χαριτωμένα:
- «Ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλην».
- «Αινείτε ουρανοί Θεού την δόξαν», ψέλλισε ή μο­ναχή κι έπεσε στα γόνατα.
Ή καμπάνα σήμανε για τον όρθρο. Ή μοναχή Πελαγία σηκώθηκε, έκανε τον σταυρό της και κατηφόρισε για τον ναό. "Όταν διηγήθηκε στην ηγούμενη το δράμα της, εκείνη την άκουσε με προσοχή και δέος. Τέλος της είπε:
- Πελαγία, το όραμά σου είναι θεϊκό και σε μακα­ρίζω. Αύριο το πρωί να ενεργήσεις σύμφωνα με την εν­τολή πού έλαβες.
Την επομένη η εκλεκτή της Παναγίας ξεκίνησε για την Κάρυά, όπου συνάντησε τον Σταματέλλο Καγκάδη. Κι αυτός συγκινημένος την παρέπεμψε στον επίσκοπο Γαβριήλ.
Ο επίσκοπος παρακολούθησε δακρυσμένος την αφήγηση. Ύστερα με σοβαρή καιτρεμάμενη φωνή έ­δωσε την ακόλουθη εξήγηση:
- Το δράμα σου, γερόντισσα, είναι πολύ σημαντικό. Η Παναγία, ή υπέρμαχος Στρατηγός, πού πάντοτε μάς προστατεύει, είδε τα δεινοπαθήματά μας, γ’ αυτό ευαγ­γελίζεται στο δούλο γένος μας την απελευθέρωση του από τον βαρβαρικό ζυγό. Και μάς φανερώνει την αγία εικόνα της, για να ενδυναμώσει το έθνος μας στον αγώνα αυτό.
Οι καμπάνες του ιερού ναού των Ταξιαρχών αναστατώνουν τούς κατοίκους. Ο δεσπότης με λόγια θερμά συγκλονίζει τον λαό, ο όποιος με θρησκευτική έξαρση αποδύεται στην προσπάθεια για την εύρεση της εικό­νας.
Ζητούν αμέσως άδεια από τη γυναίκα τού Δοξαρά, για ν’ αρχίσουν τις ανασκαφές στο κτήμα του. Εκείνη όμως αρνείται, με τη δικαιολογία ότι δεν έχει τέτοια πληρεξουσιότητα από τον σύζυγό της, ό όποιος λείπει στην Κων/πολη. Εξ άλλου το κτήμα είναι καλλιεργη­μένο και δεν πρέπει να καταστραφεί.
Τη νύχτα βλέπει στον ύπνο της φοβερό όνειρο. Έ­νας άγριος φουστανελοφόρος την απειλεί πώς, αν δεν δώσει την άδεια, θα την εξοντώσει. Τρομαγμένη εκείνη ξυπνά και τρέχει να βγει από το σπίτι. Στην πα­ραζάλη της όμως, αντί ν’ ανοίξει την πόρτα του δωμα­τίου, άνοιξε της ιματιοθήκης και κλείστηκε μέσα. Το πρωί τη βρήκαν εκεί λιπόθυμη. Μόλις συνήλθε ειδοποίησε τον Επίσκοπο πώς όχι μόνο δίνει την άδεια, άλ­λα προσφέρει  και το ίδιο ακόμη το κτήμα για ανέγερση ναού, αν βρεθεί ή εικόνα.
Έτσι λοιπόν αρχίζουν οι ανασκαφές στο κτήμα του Δοξαρά  τον Σεπτέμβριο του 1822. Δουλεύουν εργάτες απ' όλο το νησί, αλλά η εικόνα δεν φανερώνεται. Ο ζήλος μαραίνεται και σε δύο μήνες το σκάψιμο σταματά.
Τότε επεμβαίνει ή Μεγαλόχαρη με νέο θαύμα για να υπενθυμίσει στους κατοίκους το χρέος τους. Η σύζυ­γος και η αδελφή του Καγκάδη, τον όποιο η Θεοτόκος υπέδειξε ονομαστικά για την εύρεση της εικόνας: αρρωσταίνουν βαριά. Ο κίνδυνος αυτός τον κάνει να συ­ναισθανθεί την ιερή ευθύνη πού είχε επωμιστεί από τη Θεοτόκο. Σπεύδει λοιπόν στον επίσκοπο και τον παρακαλεί να προκαλέσει γενική κινητοποίηση αρχόντων και λαού. Είναι πρόθυμος και χρήματα να δώσει προ- κειμένου να ξαναρχίσουν οι ανασκαφές.
Πράγματι το σκάψιμο ξαναρχίζει. Οι χωρικοί δου­λεύουν με βάρδιες, άλλα τούς τριγυρίζει και πάλι η αποκαρδίωση. Η μεγάλη όμως ήμερα πλησιάζει. Στις 30 Ιανουαρίου 1823 σκάβουν με τη σειρά τους στο χωράφι οι Φαλαταδιανοί. Γύρω στο μεσημέρι η όξινα τού Δημήτρη Βλάσση χτυπά πάνω σε ξύλο. Ρίγησε ο ευλαβής χωρικός από συγκίνηση, και πλημμυρισμένος χαρά πήρε στα χέρια το κομμάτι πού βρήκε.
Πράγματι, είχε βρει την εικόνα, άλλα μόνο τη μισή τον Άγγελο. Σε λίγο βρήκαν και την άλλη μισή. Κάποια αξίνα την είχε χωρίσει στα δύο, χωρίς να βλάψει καθόλου τα πρόσωπα. Η τομή από θεία επέμβαση είχε γίνει κάθετα. Η ιερή εικόνα καθαρίστηκε και πρόβαλε η γλυκειά  μορφή της Παρθένου. Παριστάνει τον Ευαγγελισμό και πρόκειται για ένα αριστούργημα τέχνης.
(Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας σελ. 67. Ιεράς Μονής  Παρακλήτου)

Σάββατο, Ιουλίου 22, 2017

Ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ (Κυριακή Ζ΄ Ματθαίου)


Ιωήλ Φραγκάκου
Μητροπολίτου Εδέσσης

«Ἐλέησον μς, υἱὲ Δαυίδ»
Πολλ θαύματα γιναν μ τν πίκληση τοῦ ὀνόματος το Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος, ταν πήγαινε πρς τ πάθος Του, επε: «,τι ν ατήσητε ν τῷ ὀνόματί μου, τοτο ποιήσω» (ωάν. 14,13). πίσης, ταν ναλαμβανόταν στος ορανος κι διδε τς τελευταες ποθκες στος μαθητές Του, πάλι τος τόνισε: «ν τῷ ὀνόματί μου δαιμόνια κβαλοσι, γλώσσαις λαλήσουσι καινας...» (Μάρκ. 16,17). Μ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησο θὰ ἔκαναν θαύματα οἱ Ἀπόστολοι. Πράγματι τσι γινε. Τν χωλ πο καθόταν ξω π’ τ Ναό, οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Ἰωάννης τν θεράπευσαν πικαλούμενοι τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησο Χριστο (Πράξ. 3,6). ς δομε μὲ ἁπλ λόγια τὸ ὄνομα τοΚυρίου μας.

Τὸ ὄνομα το Κυρίου ησο
Σήμερα κούσαμε στ Εαγγέλιο τος δύο τυφλος νὰ ἐπικαλονται τὸ ὄνομα το Κυρίου κα ν ζητον π’ Ατν ν τος λεήσει (Ματθ. 9,27). Ὁ ἱερς Χρυσόστομος λέγει πς δν πγαν πλς ν συναντήσουν τ Χριστό, «λλ μεγάλα βοντες κα οδν τερον ἢ ἔλεον προβαλλόμενοι», δηλαδφώναζαν πολ δυνατά, τὸ ὄνομα το Χριστο κα τίποτε λλο δ ζητοσαν παρ νὰ ἐπιδείξει λεος σ’ ατος ὁ Ἰησος. Τ γλυκύτατο νομα τοΧριστο δν εναι νθρώπινο, λλ θεο κα οράνιο. Δ δόθηκε στ Χριστὸ ἀπὸ ἀνθρώπους, λλ’ π’ τν οράνιο Πατέρα Του (Ματθ. 1,21). Εναι τγλυκ μελέτημα το νο, τς γλώσσας κα τς καρδις τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης ναφέρει πς κάποιος Χριστιανς πέθανε πάνω στν τάφο το Κυρίου φωνάζοντας «ησο Χριστέ, γλυκεαγάπη». Εναι λήθεια πς οἱ ἐνέργειες το Χριστο φανερώνονται μέσα στὰ ὀνόματα, πως π.χ. σοφία, ερήνη, χαρά, Κύριος, Βασιλεύς, Θες κ. ἄ. Ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου δν εναι φηρημένη, λλ’ πευθύνεται σ’ να συγκεκριμένο πρόσωπο ποὺ ἔχει νομα κι εναι ζωνταν πρόσωπο, πομπορε ν’ ἀγαπήσει κα νὰ ἔλθει σ’ πικοινωνία μ τος λλους. Ατ τπρόσωπο εναι ὁ Ἰησος Χριστός. λθε σ’ πικοινωνία μαζί μας, μςγάπησε, γινε νθρωπος παρομοιοπρόσωπος μέ μς.

Τὸ ὄνομά Του συνδέεται μ τ σωτηρία μας. Κάτω π τὸ ὄνομα ατθ βρομε τ σωτηρία μας, επαν οἱ Ἀπόστολοι στος ρχοντες τοῦ Ἰσραλ (Πράξ. α,ι΄ 2). Τὸ ὄνομα ησος χει περιεχόμενο νεξάντλητο. Εναιντολογικ συνδεδεμένο μ’Ατόν. Εναι να κανάλι μέσα π τὸ ὁποορχεται χάρη σέ μς κα γεμίζει λο τ εναι μας μ τν παρουσία το Θεο, μς μεταδίδει ζω κα δύναμη.

 εχ τοῦ Ἰησο
Ἡ ἐπίκληση τν δύο τυφλν, δηλαδὴ «ἐλέησον μς, υἱὲ Δαυίδ» (Ματθ. 9,27), εναι μι παραλλαγ τς γνωστς προσευχς «Κύριε ησοΧριστέ, Υἱὲ το Θεοῦ, ἐλέησον μς» πο συνηθίζουμε ν χαρακτηρίζουμες εχ τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ εχ ατ δν εναι φεύρεση τν μοναχν, λλ’πως εδαμε παραπάνω, τν προσευχ ατ τ συνέστησε  Χριστς κα τχρησιμοποίησαν οἱ Ἀπόστολοι. Εναι να μαστίγιο ναντίον τν δαιμόνων: «ησοῦ ὀνόματι μάστιζε πολεμίους», γράφει ὁ ἅγιος ωάννης τς Κλίμακας. προσευχ ατ κρύβει μέσα της τ μυστήριο τς γίας Τριάδος. Ὁ Ἰησος εναι Υἱὸς το Πατέρα κα τὸ ἔλεος καὶ ἡ χάρη ρχεται σ μς μ τὸ Ἅγιο Πνεμα.  εχ τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησο χαρίζει στν νθρωπο ποὺ συνεχς τ χρησιμοποιε, δύναμη, γρήγορση, καθαρότητα νο, τ χάρισμα τν ζωοποιν δακρύων, γάπη γι τος δελφούς μας, πόθο γι τ σωτηρία μας κα γενικ συνδέει τν νθρωπο μ τ Θεό.

 χρησιμοποίηση τς εχς
Γι ν μπορέσει ν καρποφορήσει  εχ τοῦ Ἰησο, θ πρέπει νταπεινώσουμε τν αυτό μας κα ν’ γαπήσουμε τ Χριστό. ναςγιορείτης λεγε πώς, ταν λέμε «Κύριε ησο Χριστέ, λέησον μς», ντονίζουμε τ ρμα, δηλαδὴ «ἐλέησον μς», πως τ τόνιζαν ο σημερινοτυφλοί το Εαγγελίου. Ν ταπεινώνουμε τν αυτό μας, ν κλαμε γι τςμαρτίες μας, ν’ ναγνωρίζουμε στ Θε τν προτεραιότητα στ ζωή μας κιτσι θὰ ἔχουμε καρποφορία μέσα μας. ταν λέμε τ λόγια μ μιπνευματικ ξηρότητα κα χωρς ν’ γαπμε Ατν ποὺ ἐπικαλούμεθα, τότε δν μπορομε ν καρποφορήσουμε πνευματικά.  χωρς προσοχ προσευχὴ ἀφήνει μέσα μας να κενό.

δελφοί μου,
Τ λόγια πο επαν ο τυφλοί, θ μπορούσαμε ν πομε πς ταν να θερμ «Κύριε ησο Χριστέ, λέησον μς» κι μως βρκαν να χανς πέλαγος σωτηρίας. ς προσευχηθομε κι μες λέγοντας τν εχ ζωντανά, γι ν μς λεήσει  Θεός.

από το ΠΡΟΣΧΩΜΕΝ