Σάββατο, Σεπτεμβρίου 30, 2017

Κυριακή Β΄του Λουκά-Ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν ἀγάπη (Anthony Bloom Metropolitan of Sourozh)


Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Πολλές φορὲς ὁ Χριστὸς μᾶς μιλάει στὸ Εὐαγγέλιο Του γιὰ τὴν νέα ἐντολὴ ποὺ μᾶς ἔδωσε. Τί καινούργιο ὑπάρχει σὲ τούτη τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης; Εἶναι ἡ ἁγνότητα καὶ ἡ σπουδαιότητα της. Δὲν εἶναι καινούργιο ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον· οἱ ἄνθρωποι πάντοτε ἀγαποῦσαν κάποιους ἄλλους ἀνθρώπους. Αὐτὸ ποὺ εἶναι καινούργιο σ’ αὐτή τὴν ἐντολὴ εἶναι ν’ ἀποκτήσουμε μιὰ καρδιὰ μὲ τὸν Οὐράνιο Πατέρα μας, νὰ συμμετέχουμε στὴν ἀγάπη Του. Αὐτὸ σημαίνει νὰ ἀγαπᾶμε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἀγαπᾶ κι’ Ἐκεῖνος, - ποὺ δὲν ξεχωρίζει τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό, ποὺ δὲν ξεχωρίζει ἐκείνους ποὺ εἶναι εὐγνώμονες καὶ ἐκείνους ποὺ εἶναι ἀχάριστοι, νὰ μὴν ἀναφέρω ἐκείνους ποὺ ἴσως γοητεύουν κάποιον. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπέραντη καὶ βαθιὰ καὶ ἀγκαλιάζει τὰ πάντα· αὐτὸ ποὺ διαφέρει σ’ αὐτή τὴν ἀγάπη εἶναι μιὰ ἐσωτερικὴ ποιότητα : ὁ Θεός μπορεῖ νὰ χαίρεται καὶ μπορεῖ νὰ πληρώσει τὸ τίμημα τῆς ἀγάπης Του ἐπάνω στὸν Σταυρό.

Καὶ καλούμαστε νὰ κάνουμε τὸ ἴδιο· καλούμαστε νὰ ἀγαπᾶμε χωρὶς διακριση – οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲν ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο θὰ ἔλεγαν ὅτι φερόμαστε ἀδιάκριτα, ἀνόητα, τρελά – καλούμαστε νὰ ἀγαπήσουμε ὁλόψυχα ἐκείνους ποὺ ἔχουν δίκιο καὶ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἄδικο. Ἡ διαφορὰ ἔγκειται στὸ γεγονὸς ὅτι ἴσως χαιρόμαστε μὲ τοὺς πρώτους καὶ πληγώνεται ἡ καρδιά μας μὲ τοὺς δεύτερους, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη μας δὲν πρέπει νὰ παραπαίει. Ὅλοι γνωρίζουμε πὼς μποροῦμε νὰ ἀγαπᾶμε λίγο αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶμε φυσικά, καὶ ἀναρωτιόμαστε πῶς μποροῦμε ἀπὸ τὴν μικρὴ ἀγάπη ποὺ ἔχουμε πρὸς τοὺς λίγους, νὰ καλλιεργήσουμε μιὰ ἀγάπη μεγαλύτερη, καὶ ἀγαπώντας ἐκείνους ποὺ εἶναι ἀξιαγάπητοι, νὰ ξεκινήσουμε νὰ ἀγαπᾶμε ἐκείνους ποὺ δὲν εἶναι. 

Τὸ πρῶτο βῆμα ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε εἶναι νὰ ἀγαπήσουμε ἐκείνους ποὺ ἀγαπᾶμε αὐθόρμητα μ’ ἕνα καινούργιο τρόπο: νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε πάντα, καὶ ὄχι μόνο τὶς στιγμὲς ποὺ μᾶς εἶναι εὔκολο, νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε δίχως νὰ περιμένουμε τίποτα ἄλλο παρὰ τὴν χαρὰ νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε καὶ νὰ δεχόμαστε τὴν κάθε ἀγάπη σὲ ἀπάντηση τῆς δικῆς μας ἀγάπης σὰν ἕνα δῶρο τέλειο, ἅγιο, ποὺ εἶναι ἕνα θαῦμα, ἀλλὰ ποὺ δὲν εἶναι ἀνταμοιβή, δὲν εἶναι κάτι στὸ ὁποῖο ἔχουμε δικαίωμα, ἀλλὰ κάτι ποὺ μᾶς ἔχει δοθεῖ ἐλεύθερα, τέλεια, κάτι ποὺ γεμίζει τὴν καρδιά μας μὲ θαυμασμὸ καὶ εὐγνωμοσύνη. 

Πρέπει νὰ μάθουμε ν’ ἀγαπᾶμε χωρὶς νὰ περιμένουμε ἀνταμοιβή, ἁπλῶς νὰ χαιρόμαστε τὸ θαῦμα τῆς ἀγάπης ποὺ θὰ μᾶς ἐπιτρέψει νὰ χαιρόμαστε ὅταν συμβαίνει κάτι μὲ τὸ ὁποῖο μποροῦμε νὰ χαροῦμε καὶ νὰ χαιρόμαστε ξανὰ ὅταν ἐκεῖνοι ποὺ ἀγαπᾶμε θὰ ἔχουν χάσει τὰ πάντα ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀγάπη μας, ποὺ θὰ τοὺς ἔχει τουλάχιστον ἀπομείνει, τουλάχιστον κάτι ποὺ ποτὲ δὲν θὰ τοὺς τὸ στερήσουμε. 

Καὶ πρέπει νὰ μάθουμε ν’ ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου: ὄχι ἁπλῶς νὰ κάνουμε τὸ καλὸ σὲ κάποιους ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ σκεφτόμαστε ποιὸ εἶναι ἀληθινὰ καλὸ γιὰ ἕνα πρόσωπο. Δὲν μιλάω γιὰ τὸν σκληρὸ τρόπο ποὺ συνεχῶς ὁρίζουμε στοὺς ἄλλους αὐτὸ ποὺ θεωροῦμε ὅτι εἶναι ἡ εὐτυχία τους καὶ τὸ καλὸ τους, καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πιέζουμε, ἤ ποὺ προσπαθοῦμε νὰ πιέσουμε προκειμένου νὰ εἶναι εὐτυχισμένοι μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐμεῖς θέλουμε νὰ εἶναι. Ὄχι· σκέφτομαι κάποιον ἄλλο τρόπο προσεκτικῆς ἀναζήτησης γιὰ τὸ καλό τους: ποτὲ νὰ μὴν στηρίζουμε τὴν ἀδυναμία τους ἀφήνοντας τὰ πράγματα νὰ ἐξελίσσονται ὡς ἔχουν, ποτὲ νὰ μὴν κλείνουμε τὰ μάτια μας σὲ ὅ,τι εἶναι γι’ αὐτοὺς καταστροφικό, νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια μὲ ἔλεος, νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε ἔτσι ὥστε νὰ οἰκοδομοῦνται καὶ ὄχι νὰ καταστρέφονται. 

Ἄν ξεκινήσουμε νὰ ἀγαπᾶμε καλύτερα ἐκείνους ποὺ ἀγαπᾶμε αὐθόρμητα καὶ φυσικά, ἡ καρδιὰ μας θὰ γίνει πιὸ καθαρή, πιὸ ἁγνὴ καὶ πιὸ μεγάλη, καὶ θὰ μάθουμε νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς ἀνθρώπους, ἴσως μονάχα ἕνα πρόσωπο, καὶ μετὰ ἕνα ἄλλο, καὶ ξανὰ ἕνα ἄλλο, μὲ μεγαλύτερο τίμημα, μὲ μεγαλύτερη ἁγνότητα, μὲ λιγότερο ἐγωϊσμό, μὲ μιὰ μακρόθυμη καρδιά. 

Ἄς ξεκινήσουμε ἀπὸ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀγάπη ἐκείνη ποὺ μᾶς καλεῖ νὰ ἀποκτήσουμε καὶ νὰ μοιραστοῦμε, μιὰ ἀγάπη ποὺ εἶναι προσφορὰ τοῦ ἑαυτοῦ μας, ποὺ εἶναι φῶς, χαρά, πίστη, ποὺ εἶναι τὸ ξεκίνημα τῆς αἰωνιότητας ἐδῶ καὶ τώρα. Ἀμήν.


Ἀπόδοση κειμένου: www.agiazoni.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 28, 2017

"στρουθία και κρίνα"


Διαβάζοντας κάθε πρωΐ το συναξάρι της ημέρας, μου γεννώνται κάποιες ανοίκειες και αλλόκοτες σκέψεις. Ένα ανθοκήπιο είναι το αγιολόγιο της Εκκλησίας με λουλούδια εξωτικά όσο και οικεία, πού ζωντανεύουν το ευαγγέλιο και το φέρνουν στα μέτρα του ανθρώπου. Θέλω να πιστεύω πώς όταν ο Χριστός είπε τα εξής:"εμβλεψατε εις τα πετεινα του ουρανου οτι ου σπειρουσιν ουδε θεριζουσιν ουδε συναγουσιν εις αποθηκας και ο πατηρ υμων ο ουρανιος τρεφει αυτα ...και περι ενδυματος τι μεριμνατε καταμαθετε τα κρινα του αγρου πως αυξανει ου κοπια ουδε νηθει , λεγω δε υμιν οτι ουδε σολομων εν παση τη δοξη αυτου περιεβαλετο ως εν τουτων (μτθ 6,26,28)", η ματιά του και ο λόγος του ξεπερνούσε τα αγριολούλουδα και τα σπουργίτια,τα οποία άνθιζαν και πετούσαν γύρω Του,και την πρακτική διδασκαλία περί μέριμνας και άγχους σε πρώτο επίπεδο και μας έδειχνε επίσης και τα πνευματικότερα ζητήματα. Έφτανε στην θέα των αρχαίων και των μελλόντων, σε προφήτες και αποστόλους και μάρτυρες. Αυτοί είναι τα στρουθία πού υποτάχτηκαν στον ζυγό του ευαγγελίου και ανάθεσαν στον Θεό την διατροφή και τον βίο τους και τα κρίνα πού απέβαλλαν την δόξα του κόσμου και κάθε "ένδυμα" και θεωρία ανθρώπινη και εγωκεντρική και δεν γνέθουν όνομα και κοπιάζουν για δημοσιότητα και γι αυτό δεν έμειναν γυμνοί από χάρη αλλά ντύθηκαν με την δόξα της αγιότητας, η οποία ξεπερνά κάθε βασιλεία και λαμπρότητα.
Αυτό το "εμβλέψατε" και το "καταμάθετε" είναι η απάντηση του Χριστού σε αυτούς πού αγωνιούν για πνευματικό οδηγό στην βασιλεία Του.Οι περισσότεροι από εμάς, για καθαρά πρακτικούς εξωτερικούς λόγους ζητάμε οδηγούς και πρότυπα πού έχουν "γεμάτες τις αποθήκες τους" και είναι "περιβεβλημένοι" με την σολωμόντεια στολή της δημοσιότητας και της προβολής. Οι άγιοι έζησαν μαζί με τους διωγμένους "γέροντες", τους παραξηγημένους, τους πτωχούς, για τους οποίους "δεν ήταν άξιος αυτός ο κόσμος".Αυτοί μετά δοξάστηκαν από τον Θεό ανάμεσα στους ανθρώπους γιατί δεν έλαβαν δόξα από τους πολλούς, αλλά από αυτούς τους λίγους πού είχαν μάτια να δουν και χέρια να ψηλαφήσουν και αυχένα σκυφτό πού αναζητά και βρίσκει την αγιότητα εκεί πού δεν φαίνεται.Πρέπει να ξεκαβαλικέψει κανείς και να πορευτεί πεζός και σκυφτός για να βρεί οδηγό και να συμπορευτεί μαζί του στην βασιλεία. Θέλει καρδιά ταπεινή και απαιτητική, θέλει πίστη ασκανδάλιστη για να βρείς Γέροντα στην ζωή. Ο άγιος Βαρούχ πού εορτάζει σήμερα ήταν υπομνηματογράφος και υποτακτικός του προφήτη Ιερεμία. Συμμερίστηκε τους διωγμούς του και την αποδοκιμασία του κόσμου. Αλλά και ο ίδιος, όντας μεγάλος προφήτης, έζησε στην σκιά του πνευματικού του πατέρα.Οι γνήσιοι προφήτες δεν προβάλουν τον εαυτό τους, αλλά παραμερίζουν για να φανεί η δόξα του Θεού και αντιδοξάζονται από Αυτόν για μια τέτοια διάκριση.Είναι παραδεδομένο πώς ο Θεός προστάτεψε τον μαθητή των δύο προφητών τον Αβιμέλεχ με τον λεγόμενο "βαρούχειο ύπνο" για να μην δει τα χειρότερα.Όποιος έκανε τον εαυτό του παιδί για χάρη της βασιλείας του Θεού,μπήκε μετα κάτω από την προστασία Του.

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 27, 2017

Η λησμονιά του θανάτου( Ολιβιέ Κλεμάν)



Η μαθητεία στην πολιτική και στον πολιτισμό μού ξανάνοιγαν τον δρόμο για το θεμελιακό. Ξανά πάλι η αγωνία. Ξανά πάλι η κατάπληξη. Και τώρα η πορεία για τη συνάντηση των προσώπων.
Μπροστά στον θάνατο, μπροστά σ’ αυτή την αγωνία, σ’ αυτή την απομόνωση, σ’ αυτό τον πνευματικό θάνατο, που το βιολογικό τέρμα δεν είναι παρά ένα σημάδι του, ο άνθρωπος είναι σήμερα γυμνός. Τόσο γυμνός, όσο δεν ήταν ποτέ άλλοτε. Ο πολιτισμός μας είναι ο πρώτος, φαίνεται, σ’ όλη την ιστορία, που πασχίζει ν’ αγνοήσει τον θάνατο και, μ’ αυτό, ίσως, ξεσκεπάζει την ουσία… Οι επικήδειες τελετές έχουν μικρύνει υπερβολικά ή και χάνονται. Δεν ξέρουν πια τι να πουν και τι να κάνουν. Όταν ήμουνα παιδί, μέσα σ’ ένα κύκλο στερημένο από καιρό από κάθε χριστιανική αναφορά, δεν άφηναν κανένα να πεθάνει στο νοσοκομείο. Όταν δεν απόμενε πια ελπίδα, έφερναν τον άρρωστο στο σπίτι και τότε τον τύλιγαν σε περισσότερη στοργή. Ξαγρυπνούσαν όχι μονάχα εκείνους, που πέθαιναν, αλλά και τους πεθαμένους. Αγρυπνία, σχεδόν ανυπόφορη, μπροστά στο μηδέν. Δεν προσεύχονταν – σε ποιόν να προσευχηθούν και με ποια λόγια; Δε διάβαζαν τους Ψαλμούς και τα Ευαγγέλια. Δεν είχαν ούτε τη χοντροκομμένη ανανέωση του νεκρόδειπνου, που σε μερικές χριστιανικές χώρες αναπτύχτηκε σε «αγάπη». Δεν ήταν πια σε χριστιανικές χώρες. Όλα είχαν ξεχαστεί. Ο ζωντανός Θεός, η ψυχή, η ανάσταση. Αλλά δεν ήταν κι ο παγανισμός, που σ’ αυτόν πεθαίνουν με το «απρόσωπο» του φυτού ή σβήνουν γαλήνια μέσα στο άπειρο: ξαναγίνονται σπόροι, περνούν στην άλλη πλευρά των πραγμάτων, ίσαμε την καινούργια σπορά… Όχι. Απ’ τη βιβλική Αποκάλυψη κρατούσαν τη βεβαιότητα, πως αυτός ο πεθαμένος είναι ένα μοναδικό άτομο και πως η ζωή του υπήρξε η μοναδική του ζωή. Αυτές οι αγρυπνίες ήταν σκέτες αγωνίες. Πήγαιναν στην κουζίνα, να πιουν λίγο καφέ. Ύστερα ξαναγύριζαν να καθήσουν κοντά στο πτώμα. Με σιωπή. Πάντοτε αυτή η σιωπή. Είναι αλήθεια, πως καταπιάνονταν με υπερβολική λεπτομέρεια μ’ όλα εκείνα τα πράγματα, που πλαισιώνουν τον θάνατο. Τα αγγελτήρια της κηδείας, την ταφή, τον οικογενειακό τάφο. Κι αυτά, αν δεν χρειαζόταν να μαζέψουν τη σκόνη των προηγούμενων νεκρών, για να κάνουν χώρο… Νεκροταφεία δίχως σταυρό – όμως, για τους πιο πολλούς, ο σταυρός δεν σημαίνει νίκη πάνω στον θάνατο, αλλά απλώς και μόνο ένα νεκροταφείο… και σαν καλοί ορθολογιστές προσπαθούν ν’ αποφύγουν αυτή την ταυτολογία. Νεκροταφεία δίχως σταυρό. Βαρειές πλάκες, καλοχτισμένες, των λατινικών νεκροταφείων. Οικογενειακή υπερηφάνεια. Προνόμια για την «αιωνιότητα». Κι αυτή η μανία της καθαριότητας του ρασιοναλισμού, που θα ξερίζωνε και το μικρότερο βλασταράκι και που, για χάρη της, η δημοτική αρχή, στο χωριό, εξαφάνισε πεύκα και κυπαρίσσια. Πράγμα, που δεν εμποδίζει το έδαφος, πολύ απαλό σ’ αυτές τις κάτω χώρες, να κατακάθεται σιγά-σιγά και τις πέτρες να ναυαγούν στην απεραντοσύνη της πεδιάδας. Αναποδογυρίζουν, σα στην τελική κρίση, γοτθικά τύμπανα. Η κόρη μου σιγοτραγουδάει το μέρα οργής. Της το μαθαίνουν στο κολλέγιο, στην ιστορία της μουσικής.
Τώρα, σε όμοια περιβάλλοντα, αφήνουν τους ανθρώπους, που πεθαίνουν, να φεύγουν μόνοι. Κι όταν είναι στο νοσοκομείο και τους αφήνουν εκεί κι όταν βρίσκονται στο σπίτι, πηγαίνουν να κοιμηθούν. Επειδή τα έχουν κάνει όλα. Επειδή δε μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο. Αφήνουν στο δωμάτιο ολομόναχο τον νεκρό, περιμένοντας να τον σηκώσουν όσο το δυνατό γρηγορότερα. Δε γνωρίζουν πια εκείνο, που όλοι οι άνθρωποι, παντού, ήξεραν, οποιαδήποτε κι αν ήταν η αντίληψή τους για τον θάνατο. Ότι κανένας, στην πραγματικότητα, δεν πεθαίνει μόνος του. Ότι η αγάπη κι η προσευχή των ζωντανών ευκολύνουν την έσχατη έξοδο. Το φτιασιδωμένο πτώμα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα εγκαταλειμμένα νεκροταφεία, στη Σοβιετική Ένωση, όλα μαρτυρούν την ίδια κατάσταση πραγμάτων. Στη Γαλλία, οι άνθρωποι της γενιάς μου είδαν να θεσπίζεται και να γίνεται υπερτροφική η πέρα για πέρα κοσμική «γιορτή των νεκρών». Θυσιάζουν στους νεκρούς μια μέρα τον χρόνο, όπως ο Πολυκράτης έρριχνε το δαχτυλίδι του στη θάλασσα, για ν’ αποτρέψει τη μοίρα του. Λατρεία δίχως ελπίδα: η «μέρα των νεκρών» έχει καταποντίσει τη μέρα των «αγίων Πάντων». Ένα δαχτυλίδι στη θάλασσα, χρυσάνθεμα στον θάνατο. Εγώ, συνεχίζω να βασιλεύω.
Για να λησμονήσουν, εμπιστεύονται τη θεμελιακή λαχτάρα του ανθρώπου, τη δίψα του για την αιωνιότητα, στην κατανάλωση, στον ερωτισμό ή στην πολιτική. Εκθειάζουν τη ζωή, φωτογραφίζουν τη φιλενάδα τους γυμνή κι έγκυο, ρόδι με μοναδικό σπόρο. Αλλά το παιδί, που θα γεννηθεί, θα γεννηθεί για να πεθάνει. Κι αυτή η ζωή, δώθε απ’ τον θάνατο, είναι δαγκωμένη απ’ αυτόν. Γιατί ο φυσικός θάνατος ταυτόχρονα συμπυκνώνει – και μυστηριακά παρηγορεί – μια πνευματική κατάσταση, μια συγκεκριμένη κατάσταση της ύπαρξης: του χωρισμού και της αποτυχίας, της σκοτεινότητας και της υπνοβασίας. Η καρδιά είναι σκληρή και, μαζί, κομματιασμένη. Η διάνοια αντιστέκεται ή συγχέει. Εναλλάσσονται οι μύριες μαρμαρυγές της υπερηφάνειας και της απελπισίας.
Μπροστά στο στενό και βαθύ χαντάκι, το τσιμενταρισμένο, το τεχνικό, μέσα σ’ ένα μεγάλο παριζιάνικο νεκροταφείο, ο άνθρωπος ξεσπάει σε λυγμούς. Σα να μη τελειώνει το κατέβασμα του φερέτρου. Ύστερα από πέντε λεπτά αρχίζει την απασχόληση – η ταφή είναι κι αυτή μια απασχόληση – φλυαρεί, έχει ξεχάσει. Ο θάνατος είναι αυτή η μικρή ρωγμή, που γρήγορα κλείνει. Δεν υπάρχει πια τίποτα. Σαπίζουν όλα. Ο τρελλός του Νίτσε, αφού αποκρυπτογράφησε τον θάνατο του Θεού και το βασίλειο του μηδενός, καλεί σε ιερές τελετές. Θα είναι ανήκουστες, λέει. Είναι κι όλας, αν θυμηθούμε το πρώτο κομμάτι του εικοστού αιώνα: τα ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι, επίσης, ατέλειωτες γιορτές. Κάθε αντίληψη του κόσμου, που δεν περικλείει τον θάνατο, δε μπορεί νάναι, παρά θανατηφόρα χίμαιρα. Χύνεται στον θάνατο των άλλων, ή στην εμβατηριακή ενορχήστρωση της υπνοβασίας. Ο καθένας ζει, σα να μπορούσε, μόνος αυτός, να ξεφύγει απ’ το θάνατο.
Ποιος προετοιμάζεται για μια όσο το δυνατό μεγαλύτερη διαφάνεια των γηρατειών; […]
Μου αρέσει, στη χριστιανική Ανατολή – που ασχολείται λίγο με τα σχήματα – αυτός ο σεβασμός, αυτός ο θαυμασμός στον γέρο. Ο άνθρωπος, που είναι αφιερωμένος στην πνευματική πορεία, οποιαδήποτε κι αν είναι η ηλικία του, ονομάζεται «γέροντας». Κι εδώ, η ομορφιά δεν διαχωρίζεται απ’ τη σοφία και την αγάπη. Ανεβαίνει από μέσα απ’ την καρδιά. Προσέξτε τους μοναχούς του Άθω ή της Μολδαβίας, όταν η ηλικία τούς απαλλάσσει από μια επιφύλαξη, που συχνά μας φαίνεται επιτηδευμένη, αλλ’ όμως αποτελεί το κουκούλι της χρυσαλλίδας. Τα χείλη λεπτύνονται κι εσωτερικοποιούνται. Το μέτωπο διαστέλλεται και λάμπει. Η λευκότητα των μαλλιών και των γενιών δίνει μαρτυρία για μια μεταμόρφωση. Τα μάτια ξαναβρίσκουν τη ζωηρή έκπληξη της παιδικής ηλικίας. Αλλά με κάποια ποιότητα θαμπάδας κι απάθειας, πέρα από κάθε πάθος κι από κάθε φόβο. Το χέρι, ακόμα κι η σάρκα του, γίνεται στεγνό, ελαφρό, καθαρό, όπως το χέρι ενός πολύ νέου παιδιού. […]
Χρειάστηκε να γνωρίσω τη χριστιανική Ανατολή (όμως, τώρα ξέρω πως η Δύση, προπάντων στα μοναστήρια της, έχει και τα ανατολικά μυστικά της) για να ξανασυναντήσω κείνη τη πίστη στη συναίσθηση της ανάστασης. Κι ακόμα, να συναντήσω φωτισμένους γέροντες, που και μόνο η απλή παρουσία τους βοηθάει να ζει κανείς, να πεθαίνει και να μεταμορφώνεται με τον θάνατο. […]

(από το βιβλίο «Ο άλλος ήλιος», εκδ. Σποράς)

(Πηγή ηλ. κειμένου: “Αντίφωνο“)
από ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 26, 2017

Ο αρχηγός της θεολογίας και μαθητής της αγάπης



Η Εκκλησία μας έδωσε επίσημα τον τίτλο "Παρθένος" μόνο σε δύο πρόσωπα: στην Θεοτόκο Μαρία και τον θεολόγο Ιωάννη.Παρθένος σημαίνει αυτόν πού είναι "παρά τω Θεώ", δίπλα στον Θεό, τον αφοσιωμένο, τον αφιερωμένο, αυτόν πού διαφέρει και μένει ανέγγιχτος από τον κόσμο.Παρθενία είναι το ιδίωμα του Θεού και των αγγέλων.Δεν είναι η απλή αποχή από τα σαρκικά, αλλά μια ζωή έτσι βιωμένη "ίνα αρέση τω Κυρίω".

Από μικρό παιδί είχε μέσα του θερμή την αγάπη και τον ζήλο για τα θεία. Τον τραβούσε ο Θεός, μιλούσε μέσα του η θεία αγάπη και αφιέρωση. Η οικογένεια του ήταν πολύ εύπορη και διακεκριμένη ακόμα και στα Ιεροσόλυμα.Αυτός όμως νεαρός ακόμα, άφηνε όνομα και περιουσία πίσω και έτρεχε με δίψα δίπλα στον Βαπτιστή Ιωάννη για να γνωρίσει τα του Θεού, γενόμενος υποτακτικός σε μέγα γέροντα τον Πρόδρομο. Και αργότερα όταν ο δάσκαλος του υπέδειξε τον Ιησού της Ναζαρέτ ως Αμνό του Θεού, Ερχόμενον εις τον κόσμον, έτρεξε με χαρά επειδή βρήκε το ποθούμενο της ζωής και των ονείρων του. Ήταν τόσο αφοσιωμένος και αγαπούσε τον Χριστό πού έγινε ο αγαπημένος του μαθητής και ονομάστηκε για την θέρμη του γιός της βροντής. Σε αυτόν ανατέθηκε η μέριμνα της Παρθένου, γιατί αυτός ήταν αγνότερος όλων, τόσο πολύ πού αν και ο νεότερος έμεινε κοντα στον Χριστό μέχρι και τον Σταυρό.


Είναι κάποιες ψυχές τελικά πού λες πώς δεν επιλέγουν απλώς την αγαθή μερίδα, αλλά είναι ήδη προωρισμένες και πλασμένες για Αυτήν.

Σε αυτόν αποκαλύφθηκαν τα υψηλά μυστήρια και τα απόκρυφα της θεολογίας. "Θεολόγος είναι αυτός πού ανέπεσε στο στήθος του Ιησού και άκουσε έναν έναν τους χτύπους της καρδιάς Του", λένε οι άγιοι γέροντες,αναφερόμενοι προφανέστατα στον Ιωάννη και όποιον ζήλωσε τον Ιωάννη κατά τα μέτρα εκάστου.

Ο Ιωάννης και το ευαγγέλιο του, έχουν ως σύμβολο τον υψιπέτη αετό. Αυτόν πού απομακρύνεται από τα γήινα και συνομιλεί πάντα με τα ουράνια.


Ο επιστήθιος φίλος του Θεανθρώπου, αυτός πού έπεσε στο στήθος Του και εγκόλπωσε ως επιστήθιος όλον τον Χριστόν,υπήρξε μια μοναδική καρδιά επί γης.
Ο αρχηγός της θεολογίας και μαθητής της αγάπης.


Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 25, 2017

Μυστήριο κραυγής εν ησυχία Θεού...



Παρατηρῶ ἕναν ἀπό τούς ἁγιογράφους μας μέ 

πόση ὑπομονή, προσήλωση καί ἀκρίβεια φωτίζει 

καί γλυκαίνει μέ ἀνεπαίσθητες πινελιές τό 

βυζαντινό πρόσωπο τῆς Παναγίας. Ἀκατανόητον 

θαῦμα. Τέχνη ὄχι θρησκευτική, ἀλλά ἁγία. Κι 

ἐκείνη, ἡ Κυρία τῶν Ἀγγέλων, μέ τά δικά της 

χρώματα προχέει φῶς καί γλυκασμούς στό 


πρόσωπο καί τήν καρδιά του.




Μυστήριο κραυγῆς ἐν ἡσυχίᾳ Θεοῦ.


(Ἱερομον. Χρυσοστόμου Κουτλουμουσιανοῦ, «Μυστήριον τῆς κραυγῆς ἐν ἡσυχίᾳ Θεοῦ», στό: Ὀρθοδοξία-Ἑλληνισμός. Πορεία στήν τρίτη χιλιετία, τ. Β’, Ἅγιον Ὄρος 1996, σ. 423.)
από φβ






«Ἂν δὲν εἶχα γίνει Ὀρθόδοξος, δὲν ξέρω ἂν θὰ εἶχα κατορθώσει νὰ ζῶ.
Οὔτε τὸ ἕνα πόδι δὲν μπορῶ νὰ ἀπομακρύνω ἀπὸ τὸ ἄλλο, παρὰ μόνο μέσα σ’αὐτὸ τὸ γλυκύτατο φῶς, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ δίδαξε νὰ βλέπω τὸ Χριστό, κάθε ἀνθρώπινο πρόσωπο, κάθε χορταράκι ὅπως τοὺς ἀστερισμοὺς τοῦ οὐρανοῦ. Γιατὶ μὲ δίδαξε ὅτι καὶ οἱ ἀστερισμοὶ οἱ πιὸ ἀπόμακροι καθρεφτίζονται στὸ πρόσωπο ἐκείνου ἢ ἐκείνης ποὺ ἀγαπῶ».




(Ὀλιβιὲ Κλεμάν, «Ὀρθοδοξία καὶ πολιτική», ἐκδόσεις Μήνυμα, Ἀθήνα 1985, μετάφραση -ἐπιμέλεια Γιάννης Λάππας-Γιάννης Ζερβός)


Κυριακή, Σεπτεμβρίου 24, 2017

Ο Γέροντας Σωφρόνιος ομιλεί για τον άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη



...Είχα συστηματικές επαφές μαζί του( με τον άγιο Σιλουανό) για περίπου οκτώ χρόνια, ως τον θάνατό του, το 1938. Πριν, έτρεφα πάντοτε σεβασμό γι’ αυτόν, αλλά δεν τον πλησίαζα· η πρώτη αληθινή συνάντηση έγινε το Πάσχα του 1931. Την δεύτερη μέρα του Πάσχα είχα δεχθεί στο μικρό μου κελλί στην Μονή τον μοναχό Βλαδίμηρο, έναν μορφωμένο άνθρωπο, μηχανολόγο, που ζούσε στην έρημο. Η συζήτησή μας ήταν εντελώς εύθυμη και να τι μου είπε: «Πάτερ Σωφρόνιε, πείτε μου, πως μπορεί κάποιος να σωθεί»; Εκείνη την στιγμή είχα φέρει το ζεστό νερό μέσα στο κελλί μου και του πρόσφερνα τσάι σαν να περιποιόμουν έναν πρέσβυ, και του είπα: «Κρατηθείτε στο χείλος της απελπισίας και όταν αυτό σας ξεπερνάει, όταν δεν υπάρχουν πλέον δυνάμεις, αποτραβηχθείτε και πιείτε ένα φλυτζάνι τσάι».

 Το είχα πει αυτό χωρίς να το καταλάβω πραγματικά. Αλλά αυτός φεύγοντας από μένα πήγε να επισκεφθεί τον Γέροντα Σιλουανό. Δεν ξέρω τι είπαν. Την άλλη μέρα, την Τρίτη του Πάσχα, συνέβη ένα περιστατικό που ήταν η αρχή της σχέσης μου με τον Γέροντα. Κατέβαινα από το μεγάλο κτίριο προς την αυλή της Μονής όταν ο Γέροντας έμπαινε από την πόρτα. Πάντοτε είχα ένα αίσθημα ευλαβείας γι’ αυτόν, και από βαθύ σεβασμό προς αυτόν, του έκανα χώρο να περάσει, αλλά εκείνος ήρθε απ’ ευθείας να με συναντήσει και μου λέει:

«Μήπως ο π. Βλαδίμηρος ήρθε σε σας χθες»;
«Μήπως έσφαλλα σε κάτι»;
«Όχι, αλλά δεν είναι αυτό το επίπεδό του. Ελάτε θα μιλήσουμε γι’ αυτό».

Γιατί είπα αυτό στον π. Βλαδίμηρο; Ζούσα στην Μονή, βυθισμένος στην απόγνωση για τον κόσμο, μετά τον πόλεμο… Είχα φύγει από την Γαλλία (το 1925) με το αίσθημα ότι όλη η Γαλλία ήταν βουτηγμένη σε μια βαθιά απελπισία. Τι ήταν αυτή η βαθιά απελπισία; Οι άνθρωποι δεν μπορούν πλέον να πιστέψουν στην Ανάσταση. Επομένως αμφιβάλλουν για τους ίδιους τους εαυτούς τους, για την επιβίωσή τους, γι’ αυτόν τον ανώφελο αγώνα. Και εμένα με βασάνιζε αυτό. Είχα παρατήσει την τέχνη για να γίνω μοναχός στο Άγιον Όρος, αλλά βίωνα αυτήν την μορφή απογνώσεως.

Είχα πει αυτόν τον λόγο στον π. Βλαδίμηρο, διότι μόλις αυτή η απελπισία υποχωρούσε μέσα μου, η προσευχή μου έχανε την έντασή της. Μόλις γαλήνευα, δεν βίωνα πλέον αυτή την γαλήνη σαν μία ευτυχισμένη ζωή, αλλά σαν τον θάνατο.

Μόλις αυτή η απελπισία ατονούσε μέσα μου, έχανα την αίσθηση της υπάρξεως του αιωνίου Είναι. Δεν μπορούσα να βγω από αυτό το παράδοξο. Γι’ αυτόν τον λόγο είχα πει στον π. Βλαδίμηρο: «Κρατηθείτε στο χείλος της απελπισίας». Ήταν ο τρόπος μου να το εκφράσω, αλλά δεν καταλάβαινα το νόημα.

Και ο Γέροντας μου το εξήγησε με την ελπίδα ότι κάτι θα καταλάβαινα. Βρήκε μια κάποια αναλογία -όχι ομοιότητα, αλλά αναλογία – με το «Κράτει τον νουν σου εις τον Άδην και μη απελπίζου». Μετά από αυτό τον επισκεπτόμουν αρκετά συχνά και, ανάλογα με το πόσο μας επέτρεπαν τα διακονήματά μας, οι συζητήσεις μας μερικές φορές ήταν παρατεταμένες. Καθώς δεν ήμουν συγγραφέας και για να μην γράφω ιστορίες, δεν κατέγραψα παρά μόνο όσα θυμάμαι με βεβαιότητα.


Αυτοί που δεν έχουν εμπειρία ασκητικής ζωής πολύ μακράς! πολύ μακράς! που δεν έχουν ζήσει βαθιά μέσα στον άδη πολλές φορές, δεν μπορούν να βάλουν σε πρακτική αυτήν την φόρμουλα «Κράτει τον νουν σου εις τον Άδην», γιατί δεν το έχουν βιώσει αυτό! Ο άδης του Σιλουανού ήταν απείρως πιο βαθύς από αυτόν που μπορούμε κάπως να φαντασθούμε στην δική μας εποχή! 

Όταν έγραψε ότι «η αιώνια απώλειά του ήταν μία πραγματικότητα», είχε ζήσει μία ώρα της ζωής του στα εσώτερα του άδη. Και μετά ανταμείφθηκε με την εμπειρία της οράσεως του Χριστού. Τότε άρχισε να προσεύχεται για όλον τον κόσμο όπως για τον ίδιο του τον εαυτό… Αλλά δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε έτσι το παράδειγμά του, να το μιμηθεί ο κάθενας από μας, εκτός ασκήσεως… 

Ο ασκητικός κόσμος δεν γνωρίζει ανώτερη αρχή από αυτήν που δόθηκε στον Σιλουανό από τον Χριστό. Φτάνοντας σε αυτό το σημείο αγγίζουμε στα δύο άκρα: την Βασιλεία και τον Άδη. Αλλά ο Άδης παύει να έχει κυριαρχία πάνω στον άνθρωπο, να έχει εξουσία πάνω του. Ο Θεός είναι πανταχού παρών, χωρίς να διαιρείται. Εντούτοις αυτό δεν είναι εφικτό από τους ανθρώπους που δεν έχουν εμπειρία των βασάνων του Άδου. Μπορούν να φθάσουν σε μια ανάλογη κατάσταση, αλλά όχι σε εντελώς όμοια.


Ως προς το πρώτο σημείο «πως να αποφύγουμε την αμαρτία» ο Χριστός αποκάλυψε αυτό το μυστήριο στην αγία ζωή του Γεροντος Σιλουανού με την επιταγή Του: «Κράτει τον νουν σου εις τον Άδην και μη απελπίζου». Μόλις άκουσα από το στόμα του Γέροντος ότι ο ίδιος ο Χριστός του υπέδειξε πως μπορεί να νικηθεί η αμαρτία, η εκτίμησή μου για αυτόν και η απόλυτη πίστη μου στην αγιότητά του, με έπεισαν ότι αυτή η έκφραση είχε πραγματικά προέλθει από τον ίδιο τον Χριστό. Και προσπάθησα να εφαρμόσω αυτήν την αρχή στην δική μου την ζωή.

Το πνεύμα συνέχεται από φόβο όταν θεωρεί την αγιότητα του Θεού και συνειδητοποιεί την ίδια στιγμή την δική του πλήρη αναξιότητα να ενωθεί κάποτε με έναν τέτοιο Θεό. Η γνώση ότι είμαστε υπό την δουλεία των αμαρτιών μας, μας απελπίζει. Τότε η προσευχή μας γεμίζει από δάκρυα. Όταν καταδικάζουμε έτσι τον εαυτό μας στον άδη, απογυμνωνόμαστε από κάθε τι γήινο και πρόσκαιρο, αφού μόνον η αιωνιότητα εκτείνεται μπροστά μας.

Η αμαρτία έχει φυλακισθεί, έχει αναχαιτισθεί. Δεν υπάρχει πια υπερηφάνεια, ούτε μίσος, ούτε φόβος· ούτε αναζήτηση δόξας, πλούτου η εξουσίας. Μόνον ο κίνδυνος να πέσουμε στην αιώνια απόγνωση.

Αλλά, φθάνοντας σ’ αυτό το σημείο σταματούμε: «και μη απελπίζου». Τότε, αν συνεχίσουμε, συναισθανόμενοι την αναξιότητά μας, όντας σε μια κατάσταση του πνεύματός μας που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, επιτρέπουμε στο Πνεύμα της Αληθείας που εκπορεύεται εκ του Πατρός να δημιουργήσει μια σχέση με τις καρδιές μας.

Στη συνέχεια, διαβάζοντας το Ευαγγέλιο με πολλή προσοχή, παρατηρούσα κάποια ομοιότητα μεταξύ της εντολής του Κυρίου προς τον άγιο Σιλουανό και της συμπεριφοράς που Εκείνος υιοθέτησε πάνω στη γη. Ο Χριστός ποτέ δεν αμάρτησε: «Ο άρχων του κόσμου τούτου… εν εμοί ουκ έχει ουδέν»2.

Αν και δεν υπάρχει ταυτότητα μεταξύ Εκείνου και ημών, όμως δίχως αμφιβολία υπάρχει μια αναλογία. Ολόκληρη η ζωή του Χριστού, ως αληθινού Υιού του Ανθρώπου, που είναι καθ’ όλα όμοιος με μας, ακόμα και στο ότι μπορούσε να τον πειράξει ο σατανάς, μας δείχνει πως είναι δυνατόν να υπερνικήσουμε κάθε αμαρτία· «εν ω γαρ πέπονθεν αυτός πειρασθείς, δύναται τοις πειραζομένοις βοηθήσαι»3.

Ακολουθώντας την διδασκαλία του και το παράδειγμά του αντιλαμβανόμαστε ότι είμαστε λυτρωμένοι από την ενέργεια των αμαρτωλών παθών μέσα μας – η υπερηφάνεια και η απόγνωση εγκαταλείπουν τις καρδιές μας.

Γνωρίζουμε, σύμφωνα με τα γραπτά του Γέροντος, ότι όταν έκανε αυτό που τον είχε συμβουλέψει ο Χριστός, το πνεύμα του εισερχόταν μέσα στην σφαίρα της καθαράς προσευχής και το Πνεύμα του Θεού μαρτυρούσε στην καρδιά του την σωτηρία του και του χάριζε την εμπειρία μιας μορφής αναστάσεως.

«Κράτει τον νουν σου εις τον Άδην και μη απελπίζου».
Αυτή είναι η κύρια οδός που οδηγεί στον κόσμο της θείας αγιότητος.


από συνέντευξη του γέροντα Σωφρονίου για τον άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη
ολόκληρη ΕΔΩ
αρχική πηγή

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 23, 2017

Κυριακή Α΄Λουκά: Έξελθε απ εμού...



Όλες οι προσευχές τις οποίες παρέδωσε ο Κύριος στην Εκκλησία είτε επικλητικές, είτε δοξολογικές, είτε μικτού χαρακτήρα, έχουν σαν κεντρικό αίτημα την έλευση Του ή την έλευση των μεγαλείων και της παρέμβασης Του στην ζωή μας.Και όταν γίνονται με καθαρή καρδιά και συντριβή πάντοτε εισακούονται διότι είναι ευάρεστος στον Κύριο τέτοιου είδους τρόπος. 

Υπάρχει όμως μία προσευχή στο ευαγγελικό ανάγνωσμα το σημερινό, μια επίκληση ικεσίας και συντριβής πού δεν προσκαλεί, αλλά κατά κάποιον τρόπο αποπέμπει! Και αυτή είναι η φωνή, πλήρης φόβου Θεού και ταπείνωσης, πού βγάζει ο Πέτρος: "Φύγε από μένα Κύριε, γιατί είμαι άνθρωπος αμαρτωλός!". Και όμως αυτή η ιδιότυπη... αποπομπή ήταν πλήρως ευάρεστη στον Κύριο. 

Ας δούμε τί είχε προηγηθεί.Ο Κύριος δίδασκε στην όχθη της λίμνης και τα πλήθη με λαχτάρα τον περικύκλωναν και Εκείνος για να διευκολυνθεί παρακάλεσε τον Πέτρο να τον βάλει στο καΐκι του, για να διδάξει έτσι με άνεση και ασφάλεια τα πλήθη. Και αυτός ανταποκρίθηκε και αργότερα του ζήτησε να ρίξει τα δίχτυα σε καιρό άκαιρο και αυτός ευθύς υπάκουσε και "συνέκλεισε πλήθος ιχθύων πολύ" και μετά συνετρίβη και του ζητούσε να απομακρυνθεί από εκείνον. Και ο Κύριος τον αντάμειψε και τον κάλεσε σε ουράνια κλήση και αποστολική.

Βλέπουμε την ευγένεια και την διάκριση του Κυρίου των Κυρίων. "Ερώτησε" πού πάει να πεί παρακάλεσε τον ψαρά της λίμνης Γεννησαρέτ, Εκείνος πού είναι βασιλιάς και προστάζει και τον μύησε έτσι με παράδειγμα στην ταπείνωση και την πραότητα. Και εκείνος έδειξε ευθύς υπακοή λέγοντας "αφού το λες Εσύ Κύριε θα ρίξω τα δίχτυα", αλλά και πίστη γιατί έριξε να ψαρέψει ενώ κοπίασε όλη νύχτα και δεν είχε πιά ελπίδα να αγρεύσει τίποτα. Και αμέσως η υπακοή του έδωσε καρπούς και η πίστη του γέννησε το θαύμα.Έτσι η υπακοή και η πίστη γέννησαν στην καρδιά του μια συντριβή θαυμαστή, έναν φόβο αποκαλυπτικό διότι εννόησε πώς είχε μπροστά του τον Απεσταλμένο του Θεού, τον Μεσσία και μια αυτογνωσία καταπληκτική, ότι αυτός είναι το πλάσμα και ενώπιον του έχει αυτόν τον ίδιο τον Πλάστη και συντηρητή και προνοούντα για την ζωή του ολόκληρη.Και έπεσε στα γόνατα με φόβο και τρόμο ως ένας από τους πάλαι προφήτες, γιατί ρήμα Κυρίου άκουσε και είδε τα θαυμάσια Του και φόβος γεννήθηκε για πάντα μέσα του,γιατί άνοιξαν τα μάτια του και είδε τις αμαρτίες του και θέλησε απο κεί και πέρα να μην κυριεύεται από αυτές.Και αξιώθηκε να κληθεί απόστολος του Χριστού και φωτιστής και οδηγός και ποιμένας, γιατί πρώτα έδειξεν εαυτόν καθαρόν και υπήκοο πλήρως στο θέλημα την οδηγία του Θεού.

Μήπως το ίδιο δεν είχε συμβεί και με τον Πρόδρομο στον Ιορδάνη, όταν "σύντρομος εγένετο" και συνεστάλη να βαπτίσει τον Καθαρό και δεσπότη και μετά ο Κύριος τον αποκάλεσε "μείζονα γεννητοίς γυναικών"; Μήπως ο Δανιήλ δεν έπεσε στα γόνατα, όπως τώρα ο Πέτρος και αλλοιώθηκε το είναι του έως φόβου θανάτου, όταν είχε το όραμα της θείας αποκάλυψης και άκουσε στο όνομα"ανήρ επιθυμιών";Μήπως αυτή η ταπείνωση και ο φόβος δεν βρίσκεται και στην ίδια την Θεοτόκο και ο άγγελος σπεύδει να την καθησυχάσει και να της πεί το μη φοβού και του "ευαγγελισμού τα ρήματα"; Μήπως οι μυροφόρες οι οποίες "εξίσταντο τρόμω" δεν άκουσαν μετά το "Χαίρετε" ως ανταμοιβή της μεγάλης τους αγάπης και συντριβής; Και ας θυμηθούμε πολλές από τις λειτουργικές ευχές της λατρείας μας με παραστάσεις ζωηρές και χαρακτηριστικές για τα ουράνια πνεύματα,τα οποία "φόβω και τρόμω" διακονούν τα μέγιστα μυστήρια και οφείλουν οι επί γης ιερουργοί και λειτουργοί να εικονίζουν μιμούμενοι την συστολή και την αλλοίωση τους, για να σταθούν κατά το δυνατόν άξιοι και ευεργετημένοι ενώπιον της θείας μυσταγωγίας.

Μια "καρδία συντετριμμένη και τεταπεινωμένη" έναντι του Κυρίου ποτέ δεν "εξουθενείται", αλλά αγιάζεται και δέχεται τις μεγάλες κλήσεις και αποκαλύψεις. Μόνο με την πίστη(εμπιστοσύνη) πού γεννάει την υπακοή, δηλαδή την πλήρη ανάθεση στον Θεό των πάντων, μεταμορφωνόμαστε σε ανθρώπους γνήσιους του Θεού και αυτήκοους και αυτόπτες και εντολείς του θελήματος και των μεγαλείων Του και αναδεικνυόμαστε εκλεκτοί και άξιοι εργάτες της Βασιλείας Του.

23/9/2017 ππκ 

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 22, 2017

...αυτός ο φτωχός, που σου τον δείχνει σχεδόν με το δάκτυλο. Αυτός είναι ο μαθητής του Χριστού...



«Αυτός ο φτωχός φώναζε, κι ο Θεός τον εισάκουσε». Δεν είναι πάντοτε αξιέπαινη η φτώχεια, αλλά η θεληματική, που επιτυγχάνεται σύμφωνα με το σκοπό του Ευαγγελίου. 

Διότι πολλοί είναι φτωχοί ως προς την περιουσία, όμως έχουν διάθεση πλεονεξίας. Αυτούς δεν τους σώζει η φτώχεια, τους καταδικάζει η διάθεση. Δεν είναι λοιπόν άξιος μακαρισμού πάντοτε ο φτωχός, αλλά εκείνος που περισσότερο από τους θησαυρούς του κόσμου προτίμησε την εντολή του Χριστού. Αυτούς μακαρίζει κι ο Κύριος λέγοντας : « Mακάριοι αυτοί, που είναι φτωχοί στο πνεύμα». Όχι όσοι είναι φτωχοί στην περιουσία, αλλά όσοι προτίμησαν τη φτώχεια της ψυχής. Διότι τίποτε από εκείνα, που γίνονται χωρίς διάθεση είναι άξια μακαρισμού.

Κάθε αρετή, περισσότερο σε αυτή απ’ όλες τις άλλες, είναι γνώρισμα εκείνου, που ενεργεί με τη θέλησή του. Αυτός λοιπόν, λέγει, ο φτωχός φώναξε. Με τη δεικτική αυτή φωνή στρέφει τη σκέψη σου προς τον πτωχεύσαντα και πεινώντα κι όντα γυμνό κατά το Θεό. Αυτός ο φτωχός, που σου τον δείχνει σχεδόν με το δάκτυλο. Αυτός είναι ο μαθητής του Χριστού.


Μ. Βασιλείου. Ομιλ. Στους Ψαλμούς ΛΓ΄

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 21, 2017

Επισκ.Κάλλιστος Γ.-Ορθόδοξη λατρεία: Ο επίγειος ουρανός


Υπάρχει μια ιστορία στο Πρώτο Ρωσικό χρονικό, για το πως ο Βλαδίμηρος, πρίγκηπας του Κιέβου, ενώ ήταν ακόμα ειδωλολάτρης, θέλησε να μάθει ποιά είναι η αληθινή θρησκεία και γι’ αυτό έστειλε τους ακολούθους του να επισκεφθούν τις διάφορες χώρες του κόσμου με τη σειρά. Πρώτα πήγαν στους μουσουλμάνους Βούλγαρους του Βόλγα, αλλά παρατηρώντας πως αυτοί όταν προσεύχονταν κοιτούσαν γύρω τους σαν δαιμονισμένοι, οι Ρώσοι, συνέχισαν ανικανοποίητοι το δρόμο τους. «Δεν υπάρχει χαρά ανάμεσα τους», έστειλαν αναφορά στο Βλαδίμηρο, «μόνο θλίψη και δυσωδία· και δεν υπάρχει τίποτε το καλό στο σύστημά τους». Ταξιδεύοντας κατόπιν στη Γερμανία και στη Ρώμη βρήκαν τη λατρεία πιό ικανοποιητική, παραπονέθηκαν όμως πως κι εδώ δεν υπήρχε ομορφιά. Τελικά έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη κι εδώ, επί τέλους, καθώς παρακολουθούσαν τη Θεία Λειτουργία στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας, ανακάλυψαν αυτό που ποθούσαν. «Δεν ξέραμε αν βρισκόμαστε στη γη ή στον ουρανό, γιατί σίγουρα, τέτοια λαμπρότητα και ομορφιά δεν υπάρχουν πάνω στη γη. Δεν μπορούμε να το περιγράψουμε: μόνο αυτό ξέρουμε, πως ο Θεός κατοικεί εκεί ανάμεσα στους ανθρώπους και πως η λατρεία τους ξεπερνά τη λατρεία όλων των άλλων λαών. Γιατί δεν μπορούμε να ξεχάσουμε εκείνη την ομορφιά».
Στην ιστορία αυτή μπορούμε να δούμε πολλά χαρακτηριστικά της Ορθόδοξης Χριστιανοσύνης. Είναι πρώτα απ’ όλα η έμφαση στη θεϊκή ομορφιά: «Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε εκείνη την ομορφιά: φαίνεται σε πολλούς πως το ιδιαίτερο δώρο των Ορθοδόξων λαών -και ιδιαίτερα του Βυζαντίου και της Ρωσίας- είναι αυτή η δύναμη να συλλαμβάνουν την ομορφιά του πνευματικού κόσμου, και να εκφράζουν αυτή την ουράνια ομορφιά στη λατρεία τους.
Είναι δε χαρακτηριστικό το ότι οι Ρώσοι είπαν: «Δεν ξέρουμε αν βρισκόμαστε στον ουρανό ή στη γη». Η λατρεία για την Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο «ουρανός επί γης». Η Θεία Λειτουργία είναι κάτι που αγκαλιάζει δυο κόσμους συγχρόνως, γιατί και στον ουρανό και στη γη η Λειτουργία είναι η ίδια -ένας βωμός, μια θυσία, μια παρουσία. Σε κάθε τόπο λατρείας, όσο ταπεινή κι αν είναι η εξωτερική του εμφάνιση, ενώ οι πιστοί συναθροίζονται για να εκτελέσουν τη θεία Ευχαριστία, ανυψώνονται σε «ουράνιους χώρους».

Σε κάθε τόπο λατρείας, όταν προσφέρεται η θεία θυσία, δεν παρευρίσκονται μόνο το τοπικό εκκλησίασμα, αλλά ολόκληρη η Εκκλησία -οι άγιοι, οι άγγελοι, η Μητέρα του Θεού, και ο Χριστός ο ίδιος: -Νυν αι δυνάμεις των ουρανών συν ημίν αοράτως λατρεύουσιν». «Αυτό ξέρουμε, ότι ο Θεός κατοικεί εκεί ανάμεσα στους ανθρώπους».
Οι Ορθόδοξοι, εμπνευσμένοι απ’ αυτό το όραμα του «ουρανού επί γης», πάσχισαν να κάνουν τη λατρεία τους σε εξωτερική λαμπρότητα και ομορφιά εικόνα της μεγάλης Λειτουργίας στον ουρανό. Το έτος 612 μ.Χ. στο προσωπικό της Αγίας Σοφίας άνηκαν 80 ιερείς, 150 διάκονοι, 40 διακόνισσες, 70 υποδιάκονοι, 160 αναγνώστες, 25 ψάλτες και 75 φύλακες• αυτό δίνει μια αμυδρή ιδέα του μεγαλείου της Λειτουργίας που παρακολουθούσαν οι ακόλουθοι του Βλαδίμηρου. Ωστόσο, κι’ αυτοί που είχαν την εμπειρία της Ορθόδοξης λατρείας κάτω από πολύ διαφορετικό εξωτερικό περιβάλλον ένοιωσαν, όχι λιγότερο από εκείνους τους Ρώσους του Κιέβου την παρουσία του Θεού ανάμεσα στους ανθρώπους. Ας γυρίσουμε, για παράδειγμα, από το πρώτο Ρωσικό χρονικό σε ένα γράμμα μιας Αγγλίδας, γραμμένο το 1935:
«Το πρωινό ήταν τόσο παράξενο. Μια πολύ βρώμικη και ελεεινή πρεσβυτεριανή αίθουσα ιεραποστολής σ’ ένα στάβλο πάνω από ένα συνεργείο που παραχωρείται κάθε 15 μέρες στους Ρώσους για να λειτουργούνται. Ένα στημένο τέμπλο και μερικές σύγχρονες εικόνες. Ένα ακάθαρτο πάτωμα για να γονατίσεις…Κι έδώ μέσα, δύο μεγαλοπρεπείς γέροντες ιερείς και ένας διάκονος, σύννεφα από λιβάνι και, κατά την Αναφορά, μια κυρίαρχη, υπερφυσική αίσθηση».Υπάρχει και ένα τρίτο χαρακτηριστικό της Ορθοδοξίας το οποίο διευκρινίζει η ιστορία των ακολούθων του Βλαδίμηρου.
Όταν θέλησαν να ανακαλύψουν την αληθινή πίστη, οι Ρώσοι δεν ζήτησαν ηθικούς κανόνες, ούτε απαίτησαν λογική διατύπωση του δόγματος, αλλά παρακολούθησαν τα διάφορα έθνη στην προσευχή τους. Η Ορθόδοξη προσέγγιση της θρησκείας είναι βασικά λειτουργική προσέγγιση, που κατανοεί το δόγμα στα πλαίσια της θείας λατρείας: δεν είναι σύμπτωση το ότι η λέξη «Ορθοδοξία» δηλώνει ταυτόχρονα ορθή πίστη και ορθή λατρεία, γιατί αυτά τα δύο είναι αχώριστα. Αληθώς έχει ειπωθεί για τους Βυζαντινούς ότι: «Το δόγμα γι’ αυτούς δεν είναι μόνο ένα διανοητικό σύστημα το οποίο καταλαβαίνεται από τον κλήρο και ερμηνεύεται στους λαϊκούς, αλλά ένα πεδίο όρασης μέσα στο οποίο βλέπουμε όλα τα πράγματα στη γη σε σχέση των πραγμάτων στον ουρανό, πρωταρχικά διά του λειτουργικού εορτασμού. Με τα λόγια του Γεωργίου Φλωρόφσκυ: «Ο Χριστιανισμός είναι μία λειτουργική θρησκεία. Η Εκκλησία είναι πρώτα απ’ όλα μια λατρευτική κοινότητα. Η λατρεία έρχεται πρώτη, το δόγμα και η ηθική δεύτερα».
Αυτοί που επιθυμούν να μάθουν για την Ορθοδοξία δεν χρειάζεται τόσο να διαβάσουν βιβλία, όσο να ακολουθήσουν το παράδειγμα της συνοδείας του Βλαδίμηρου και να παρευρεθούν στη Λειτουργία. Όπως ο Φίλιππος είπε στο Ναθαναήλ: «Έρχου και ίδε» (Ιωάν. α΄ 47).
Επειδή προσεγγίζουν τη θρησκεία μ’ αυτό το λειτουργικό τρόπο, οι Ορθόδοξοι συχνά αποδίδουν σε λεπτομερή σημεία τελετουργίας μια σπουδαιότητα που εκπλήσσει τους δυτικούς χριστιανούς. Αλλά μιας και καταλάβαμε την κύρια θέση της λατρείας στη ζωή του Ορθοδόξου, ένα περιστατικό όπως το σχίσμα των Παλαιοπίστων δεν θα φαίνεται πια εντελώς ακατάληπτο: εάν η λατρεία είναι η πίστη σε δράση, τότε λειτουργικές αλλαγές δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται επιπόλαια. Είναι χαρακτηριστικό το ότι ένας Ρώσος συγγραφέας του ΙΕ΄ αιώνα όταν επιτίθετο κατά της Συνόδου της Φλωρεντίας, βρήκε σφάλμα στους Λατίνους, όχι για οτιδήποτε λάθος στο δόγμα, αλλά για τη συμπεριφορά τους στη λατρεία:
«Τί έχετε δει που να αξίζει ανάμεσα στους Λατίνους; Ούτε καν ξέρουν πως να σέβονται το ναό του Θεού. Υψώνουν τις φωνές τους σαν τρελοί και το τραγούδι τους είναι ένας παράφωνος θρήνος. Δεν έχουν ιδέα περί ομορφιάς και ευλάβειας στη λατρεία, γιατί κτυπούν τρομπόνια, παίζουν σάλπιγγες, χρησιμοποιούν όργανα, κουνούν τα χέρια τους, κτυπούν τα πόδια τους, και κάνουν πολλά άλλα ανευλαβή και ακατάστατα πράγματα που φέρνουν χαρά στο διάβολο».Η Ορθοδοξία βλέπει τον άνθρωπο πάνω απ’ όλα σαν λειτουργικό ον, που βρίσκει τον αληθινό του εαυτό όταν δοξάζει το Θεό και φτάνει στην τελειότητα και την ολοκλήρωση μέσα από τη λατρεία. Μέσα στη θεία Λειτουργία που εκφράζει την πίστη τους, οι Ορθόδοξοι λαοί διοχέτευσαν όλη τη θρησκευτική τους εμπειρία. Είναι η Λειτουργία που ενέπνευσε την καλύτερή τους ποίηση, τέχνη και μουσική. Ανάμεσα στους Ορθοδόξους, η Λειτουργία δεν κατάντησε το πεδίο δράσεως των μορφωμένων και του κλήρου, όπως έτεινε να γίνει στη μεσαιωνική Δύση, αλλά παρέμεινε λαϊκή (το κοινό κτήμα ολόκληρου του χριστιανικού λαού):
«Ο κανονικός ορθόδοξος λαϊκός πιστός, με την οικειότητα που αναπτύχθηκε νωρίς στην παιδική ηλικία, νοιώθει εντελώς σαν σπίτι του στην Εκκλησία, και λαμβάνει μέρος με ασυναίσθητη και αυθόρμητη ευκολία κατά τη διάρκεια της τελετής, σε τέτοια έκταση που μπορούν να μετέχουν μόνο οι πάρα πολύ θεοσεβείς και με ψηλό εκκλησιαστικό φρόνημα άνθρωποι της δύσης».
Γ
ι’ αυτό σ’ όλες τις σκοτεινές μέρες της ιστορίας τους – κάτω από τους Μογγόλους, τους Τούρκους, ή τους κομμουνιστές – οι Ορθόδοξοι λαοί, πάντα στρέφονται στη Θεία Λειτουργία για έμπνευση και νέα ελπίδα. Και δεν στρέφονται μάταια.


(Μετάφραση: Ελένη Χατζηγεωργίου, Περιοδικό «Ορθόδοξη Μαρτυρία» -Λευκωσία, Κύπρος)

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 20, 2017

Παρακλητική διδαχή Ιωσήφ αγιορείτου



"...Αυτό έχει γίνει. Πρέπει να πας και με τη μια και με την άλλη και την παράλλη; Πίθος τετρημμένος οι ηδονές...Γι' αυτό βλέπεις, ο άλλος παντρεμένος, έχει την γυναίκα του, να πάει και με την γυναίκα του αλλουνού, την κόρη του παραπέρα κλπ ...και δε σταματάει εκεί, να δει και τηλεόραση...το πονηρό. Και δε σταματάει ούτε εκεί... Δε χόρτασε, άντε να δει και το πονηρό βίντεο. Έτσι; Άρα λοιπόν πίθος τετρημμένος οι ηδονές... Και τί είμαστε;Εβδομήντα πέντε τοις εκατό νερό! Τρομερό πράγμα ε; Εβδομήντα πέντε τοις εκατό νερό... δηλαδή τίποτα! Λοιπόν κι όμως, παρόλο που είμαστε τίποτα ...Υπερφίαλοι! Δεν πειράζει! Δικό τους πρόβλημα είναι αυτών που πεθαίνουν. Εγώ είμαι ζωντανός! 

Κι άκουσα κάτι μια μέρα και συγκλονίστηκα...Δεν περίμενα ότι θα το ακούσω αυτό το πράγμα. Ότι την ημέρα κάποιου θανάτου, τα αντρόγυνα συνέρχονται λέει... Το συγγενολόι. Συνέρχονται εκείνο το βράδυ, για να αποδείξουν ότι είναι ζωντανοί, ότι είναι εντάξει. Τέτοιο πράγμα! Αντί να πάνε όπως λέει ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, να πηγαίνετε λέει, όπου γίνονται κηδείες. Για ποιο λόγο; Για να δείτε τη ματαιότητα. Που θα πάτε... Που θα μπείτε....Μπήκα μέσα στον τάφο εκεί, για να βγάλω μια φωτογραφία...σε μιάμιση ώρα βάζαμε ένα μοναχό....Συγκλονίστηκα! Τη στιγμή που έκλεισα τα μάτια...και λέω, έτσι μου ρθε εκείνη τη στιγμή, τώρα τι πήρες από τα αγαπημένα σου αντικείμενα που είχες στα χέρια σου; Τίποτα! Απο τα αγαπημένα σου πρόσωπα; Μάνα, πατέρα, αδέρφια; Τίποτα!
Πωωω πω...Ίδρωσα!...Ολομόναχος έρχεσαι κι ολομόναχος φεύγεις! Έτσι λοιπόν, αυτά τα ιδανικά του κόσμου...πλούτη, ηδονές, δόξες, τιμές...Ο άλλος είναι στρατηγός, του χτυπάνε πόσες προσοχές; Ταξίαρχος, πόσες προσοχές ! Γκράπ, γκρουπ, γκρααπ! ...Κάποια στιγμή αποστρατεύεται...Ποιος τον προσέχει; Ποιος τον κοιτάει;...Δεν θα ξεχάσω ποτέ την χιλιετηρίδα της ιερά μονής Ξενοφώντος...Είχα πάει λοιπόν...και προσγειώνεται ένα ελικόπτερο... και κατέβασε ένα στρατηγό. Κοιτάω δεξιά, κοιτάω αριστερά....γιατί τα φιλοσοφώ κάτι τέτοια πράγματα, τα προσέχω...Που είναι τα αγήματα, να υποδεχτούν τον στρατηγό, που είναι...πως το λένε...η φιλαρμονική, να παιανίσει; Πουθενά! Τίποτα! Προχώρησε, ως είς εξ ημών , σαν ένας από εμάς, τακ τακ τακ κι ανέβηκε πάνω στις σκάλες....Οπότε λοιπόν, αυτά τα ιδανικά του κόσμου...που να τα χαίρεται ο κόσμος, πλούτη, δόξα και τις τιμές...ταξίδια, βόλτες κλπ....εγκαταλείπουν τον άνθρωπο, όχι απο τον θάνατο και μετά, αλλά πολυ πριν.
Να χουμε λοιπόν τις αποσκευές μας έτοιμες, να ευπρεπίσουμε τις λαμπάδες μας για το ουράνιο ταξίδι. Έτσι; ...Έχουμε την παραβολή των δέκα παρθένων. Είχαν την δυσκολότερη των αρετών, την παρθενία. Και οι δέκα....Αλλά οι πέντε δεν είχαν την βασίλισσα των αρετών, όπως λένε οι πατέρες... Και έμειναν έξω. Ποιά είναι η βασίλισσα των αρετών; Η ελεημοσύνη! Γι' αυτό δείχνω την φλόγα (καντήλι) και λέω να προσευχόμαστε πάντα στο Θεό, για την σωτηρία μας. Να είμαστε νοητά γεράκια, τα οποία κατατροπώνουν τους δράκοντες, τους δαίμονες δηλαδή...Γκαααπ!
( και στο σημείο αυτό τραβάει μια σφαλιάρα στο δαιμονόμορφο ξύλο που ξέρασε η θάλασσα και το χε κάτω απ' την εικόνα) ...Δεν το σηκώνουμε, το αφήνουμε εκεί. Πεσμένο! Κι εύχομαι μέσα απ' τη ψυχή μου και την καρδιά και τον νου μου, να είσαστε πάντα νικητές ενώπιων του διαβόλου. Να μην πικραίνετε τον πανάγιο Θεό, να πικραίνετε μόνο τον διάβολο. Να λέτε, όχι ρε παιδί μου. Πόσο θα ζήσω; ...Ότι λέγαν οι μάρτυρες....Λέει... Θυσίασε για να ζήσεις...Εντάξει μωρέ, σιγά μια θυσία είναι...Πες ότι είσαι μουσουλμάνος τώρα και πήγαινε πέρα και λάτρεψε τον Θεό σου.... Όχι λέει, θα πεθάνω που θα πεθάνω, δεν αρνούμαι την πίστη μου!...Ένας γείτονας έγραψε ένα βιβλίο, εκδίδεται τώρα οσονούπω... και είδα σε ένα απόσπασμα, που λέει, εκεί στην Κύπρο είχαν πιάσει αιχμαλώτους. Τους παίρνουν και λέει ο διοικητής στους υπολοίπους, ότι θα κάνω εγώ, θα κάνετε κι εσείς. Μπαμ μπαμ μπαμ, αδειάζει όλη την δεσμίδα του περιστρόφου του σε έναν.... Εγώ λέει ένας,από τα βάθη της Ασίας τέλος πάντων...Τούρκος , μουσουλμάνος, τον πήρα λίγο ιδιαιτέρως... του ερχόταν άσχημα...Του λέει γίνεσαι μουσουλμάνος; Το μουσουλμάνος, το κατάλαβε ο άλλος, ο Κύπριος και τι του λέει; Όι ... όι, μ' ένα χαμόγελο...Και τότε λέει, άδειασα κι εγώ το περίστροφο πάνω του. Οπότε, λέει τώρα ο Τούρκος, έχουν περάσει είκοσι χρόνια κι ακόμη δεν μπορώ να ξεχάσω το χαμόγελο εκείνου του νεαρού. Και μόλις το διάβασα,συγκινήθηκα και λέω: Άγιε! Ανώνυμε άγιε του Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών...Εύχομαι να είσαστε από αυτούς τους άγιους τους ανώνυμους....Κάποια στιγμή, μην κολλάτε...Εμπρός! Θα πεθάνουμε που θα πεθάνουμε, ας πεθάνουμε τώρα. Και τι έγινε για πέντε χρόνια ή για δέκα; Και μια και έρχεται το Πάσχα και μην το ξεχάσω, ο άγιος Χριστόδουλος, στην Πάτρα. Ήταν παρών στο μαρτύριο της Αναστασίας, μιας νεαρής κοπέλας, Του λέει ο πασάς:
-Βλέπεις? Τι παθαίνουν οι άμυαλοι? Εσύ θα γίνεις μουσουλμάνος...
-Χριστός Ανέστη!
-Μα ο Μωάμεθ είναι καλύτερος
-Μόνο ο Χριστός ανέστη!
-Θα σε σφάξω σαν τραγί!
-Χριστός Ανέστη
...Τον καθάρισε. Άγιος της εκκλησίας δεκαπέντε χρονών! Και πόσοι ακόμη μάρτυρες. Κοπελιές...η αγία Μαρίνα δέκα επτά χρονών, η αγία Κατερίνα....και δε συμμαζεύεται...ο άγιος Κήρυκος, έχουμε την κάρα του στη Σιμωνόπετρα. Παρέμεινε αλλοίωτη...
Αύξησα αυτή τη φορά τον λόγο μου. Ζητώ συγγνώμη, τελειώνω.
Έχουμε τη σταύρωση, σε λίγο θα πάμε την μεγάλη εβδομάδα στην εκκλησία, να ξέρουμε γιατί πηγαίνουμε.
Λοιπόν “επί Σταυρού τας αχράντους σου χείρας εξέτεινας Κύριε, επισυνάγων πάντα τα έθνη κράζοντα, Κύριε δόξα σοι”...Άπλωσες τις παλάμες σου, Κύριε μου στο σταυρό. Και τι έκανες; Να λέει, μέσα σ' αυτή την νοητή αγκαλιά έβαλα όλα τα έθνη. Όλους ήθελε να τους σώσει!
Εδώ έχουμε το κλειδί το νοητό του παραδείσου...Μάλιστα έψαχνα ένα κλειδί που να έχει πάνω του το γράμμα Π και αυθημερόν το βρήκα.... Όπως και ο ληστής αυθημερόν μπήκε. Σε μια μέρα μπήκε στον παράδεισο! Και τι δεν είχε κάνει αυτός ο άνθρωπος! Αλλά πως μπήκε στον παράδεισο; Την απάντηση την δίνει – μεγάλη Πέμπτη, μεγάλη Παρασκευή;- ένα δίστιχο και λέει “Βαλών ο ληστής κλείδα το Μνήσθητί μου”. Νοητό κλειδί για την πόρτα του παραδείσου, είναι το μνήσθητί μου.. Έτσι να λέμε κι εμείς και να χουμε την επίγνωση του ληστή, του τελώνη...Ο οποίος, γιατί έχουμε και τον φαρισαίο... που έλεγε: τα κάνω όλα, ότι μου έχεις πει Θεέ μου, δεν μου λείπει τίποτα, το ένα δέκατο το δίνω το δίνω για ελεημοσύνη, νηστεύω λέει το Σαββάτο και δεν είμαι σαν τους λοιπούς...άρπαγες, μοιχοί. Κι έδειξε τον τελώνη, ο οποίος και άρπαγας ήταν και μοιχός όπως φαίνεται.Αυτός λέει, κάτω. Ο τελώνης χτύπαγε και κείνος το στήθος του και δεν είχε λέει την δύναμη ούτε τα μάτια του να σηκώσει στον ουρανό. Εν τούτοις δικαιώθηκε στο τέλος....
Ξεφτίλισε ο Χριστός τον παράδεισο βάζοντας μέσα ληστές, τελώνες, πόρνες. Έτσι λέει ο κόσμος. Μα λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Λάθος! Τον καλό γιατρό, πότε τον θαυμάζουμε; Όταν θεραπεύει ανίατες ασθένειες. Έτσι λοιπόν στην περίπτωση του Χριστού μας, τον θαυμάζουμε γιατί θεράπευσε τα ανίατα ψυχικά τραύματα του τελώνη, του ληστή, της πόρνης...Έτσι, αναβάθμισε τον παράδεισο, θα λέγαμε...
Και να χουμε τον νου μας, γιατί κάποια στιγμή στο θέατρο της ζωής κλείνει η αυλαία.
Βρε καλόγερε! Μεγάλη Παρασκευή μας τα κανες όλα! Πω πω πω! Μαυρίλα ε;
Δεν έχεις να μας πεις κάτι χαρούμενο;
Βεβαίως κι έχω. Ένα τελευταίο και τέλειωσα.. Έχω εδώ λίγο στάρι...Ρωτάνε κάποιοι. Πως θα αναστηθούν τα σώματα; Οι νεκροί; Είναι δυνατόν να αναστηθεί το σώμα; Αφού πέθανε, πως να αναστηθεί; Κι απαντάει ο απόστολος Παύλος: Εσύ εκείνο που σπέρνεις, δεν πεθαίνει πρώτα για να αναστηθεί και να μας δώσει εκατονταπλάσιο καρπό Έτσι κι εμείς. Είναι μια απ' τις εναλλαγές της ζωής μας. Σπέρμα, έμβρυο, μικρό παιδί, πιθανόν γέρων...Γιατί έχουμε είπαμε, πρόωρους θανάτους.
Πάντως όλοι στον τάφο και μετά η ανάσταση. Λοιπόν, η άνοιξη έχει να μας αποδείξει πολλές νεκραναστάσεις, κλήματα, μυγδαλιές, ροδακινιές. Πεθαμένα είναι το χειμώνα, την άνοιξη ανασταίνονται. Και λέμε δίνετε στάρι στις κηδείες και τα μνημόσυνα γιατί λέμε μην τους κλαίτε, δεν τους πήγαμε σε νεκροταφείο, αλλά τους πήγαμε σε κοιμητήριο. Είναι λάθος να λέμε νεκροταφεία. Λοιπόν έχει ένα ωραίο παράδειγμα αναστάσεως: "όπως εάν κάποιος δεν θα καταδέχετο να βάλει στη στη φωτιά, για ψήσιμο, πήλινο σκεύος που ράγισε, προτού θεραπεύσει το ελάττωμά του δια της ανακατασκευής του”... Ένα πήλινο σκεύος, ράγισε πριν το βάλουμε στη φωτιά, πριν να σφίξει, δηλαδή είναι πηλός ακόμη, τότε το παίρνει ο αγγειοπλάστης και το ξαναπλάθει απο την αρχή. Και μετά το βάζει στη πυρά....
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος πάλι, δίνει ένα ωραίο παράδειγμα αναστάσεως. Και τι λέει; Έχουμε ένα παλιόσπιτο. Θέλουμε να το χτίσουμε ωραιότερο, μεγαλύτερο, λαμπρύτερο. Και τι κάνουμε; Βγάζουμε τους ενοίκους...Φεύγει η ψυχή. Τι άλλο; Μετά γκρεμίζουμε το σπίτι....Το σώμα;... στο χώμα. Το επόμενο στάδιο, η ανακατασκευή του σπιτιού. Λαμπρότερο, μεγαλύτερο, μεγαλοπρεπέστερο και ξαναβάζουμε πάλι μέσα τη ψυχή. Η ανάσταση...Λοιπόν... Δεν σταματάμε όπως οι στωικοί στο φάγωμεν, πίωμεν αύριο γαρ αποθνήσκωμεν. Ότι εκεί είναι το τέρμα. Όχι, λάθος! Δεν θα είμασταν ορθόδοξοι αν σταματούσαμε στον θάνατο. Περιμένουμε ανάσταση νεκρών μετά βεβαιότητας. Κλήματα, μυγδαλιές, ροδακινιές...λέυκες, πλατάνια. Πεθαμένα τον χειμώνα, την άνοιξη ανασταίνονται.
Εύχομαι στην δική σας ανάσταση...και σας παρακαλώ να εύχεστε και για την δική μου."
Απρίλιος 2005



από μαγνητοφώνηση φίλου προσκυνητή