Πέμπτη, Νοεμβρίου 30, 2017

Επίγειος άγγελος και άρχοντας μεγαλοπρεπής...



...Αυτός ήτο ο γέρο-Ιάκωβος πριν την ακολουθία, απλούς και χαριέστατος. Μέσα στο ναό, στη λατρεία, γινόταν άλλος άνθρωπος. Επίγειος άγγελος «συλλειτουργών», όπως ο ίδιος, έλεγε, «με Χερουβίμ και Σεραφίμ». Χωρίς να είναι ιδιαίτερα ψηλός, έδινε την αίσθηση ενός μεγαλοπρεπούς άρχοντα, που με ύψος υψηλού κηρύγματος κατά την ανάγνωση του εξάψαλμου και ευαγγελίου αναγγέλλει την παρουσία του Κυρίου στην κάθε λειτουργία. Ήταν, όπως λέμε, μεγαλοπρεπής εν απλότητι.
Κατά τη διάρκεια των ακολουθιών του συνέβαιναν πολλά πνευματικά γεγονότα, τα οποία μετά μας διηγείτο. Όταν εμνημόνευε στην προσκομιδή, έβλεπε πολλές φορές τις ψυχές των παλαιών πατέρων της μονής να ζητούν τις προσευχές του. Πόση θλίψη είχε, όταν μας περιέγραψε αργότερα τη μετά θάνατο κατάσταση μερικών εξ αυτών.
Όταν εκάλυπταν τα Τίμια Δώρα ευλαβείς ιερείς την ώρα, που έθεταν τον αστερίσκο επάνω του αμνού, έβλεπε ένα φωτοειδή αστέρα επάνω από το κεφάλι του ιερουργούντος ιερέως. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας την περισσότερη ώρα, όταν το επέτρεπε η στιγμή, ήτο γονυπετής.
Εντύπωση προκαλούσε η άμεση σχέση, που είχε με τον Όσιο Δαβίδ. Όταν κάποτε οι κάτοικοι του χωριού Λιβανάτες ήρθαν, για να πάρουν την κάρα του οσίου στο χωριό τους με σκοπό να βρέξει εκείνη την άνυδρη χρονιά, ο γέροντας πήγε μπροστά στην εικόνα του οσίου και του μίλησε, μάλλον τον διέταξε μετά παρρησίας: «Γέρο, ήρθαν οι χωριανοί σου να σε πάνε στους Λιβανάτες για την ανομβρία. Σε παρακαλώ τώρα, που θα πάμε, να μπουμπουνίσεις. Πρόσεξε, μη με προσβάλεις!». Και ο Όσιος Δαβίδ τον άκουσε αμέσως. Μετά την παράκληση άρχισαν δυνατές βροχές. Αυτή την άμεση σχέση, που είχε με τον Όσιο Δαβίδ, την περιέγραφε σαν ένα τηλέφωνο: «Εγώ, παιδί, τα λέγω στο αυτί του αγίου, και αυτός ανοίγει γραμμή με τον Χριστό μας!».
Ο Όσιος Δαβίδ εξεπλήρωσε τις υποσχέσεις, που έδωκε στον γέροντα, όταν πρωτοεισερχόταν στη μονή, στο ακέραιο. Πατριάρχες και αρχιερείς εξομολογήθηκαν κοντά του και ζητούσαν τις αποτελεσματικές ευχές του. Ο μακαριστός οικουμενικός πατριάρχης Δημήτριος του έστειλε επιστολές και ο νυν πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος τον επισκέφθη. Ο Αλεξανδρείας Νικόλαος επίσης. Οι ένδοξοι της γης μπροστά του εταπεινώθησαν, όπως ο πρώην πρωθυπουργός της Ελλάδας Ανδρέας Παπανδρέου, όταν συναντήθηκαν σε νοσοκομείο των Αθηνών. Ο ταπεινός Ιακωβάκος, που δεν πήγε γυμνάσιο, για να βοηθά τον φτωχό πατέρα του στα κτίσματα, έγινε διαχειριστής πολλών εκατομμυρίων δραχμών. Κατά το προφητικό λόγιο του Οσίου Δαβίδ δεν τα άγγιξε τα χρήματα. Τα πήρε, για να τα σκορπίσει, ως άλλος Ιωάννης Ελεήμων, σε φτωχούς και άπορους. Αυτό όμως, που πλούσια έδωσε σ' εμάς τους φτωχούς τότε φοιτητές, είναι η ζωντανή πίστη ότι -όπως τακτικά ο ίδιος ομολογούσε- «ζει Κύριος ο Θεός μου», ποιών στις δύσκολες μέρες μας στο πρόσωπο του αγιασμένου θεράποντα Του ένδοξά τε και εξαίσια.
Ήταν τέτοιας θέρμης η ζέση της πίστεώς του, που το Πάσχα πήγαινε στο κοιμητήριο της μονής και έλεγε: «Χριστός Ανέστη» στους κεκοιμημένους πατέρες, τα δε Χριστούγεννα η ευαίσθητη καρδία του συνέχιζε τον εορτασμό και την πανήγυρη της ημέρας μέσα στο γειτονικό δάσος. Εκεί όλως τυχαία και ξαφνικά ακούσαμε φωνή να ψάλλει: «Χριστός γεννάται δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε... Άσατε τω Κυρίω πάσα η γη...». Ήταν η φωνή του γέροντα, που έψαλλε με τα χέρια αναπεπταμένα στον εορτάζοντα ουρανό ανάμεσα στα γέρικα πλατάνια, ενώ σμήνος πουλιών συνεόρταζε τριγύρω του.
Αυτές τις καταβασίες έψαλλε την ημέρα των Εισοδίων της Παναγίας κατά το παρελθόν έτος 1991. Μετά εξομολόγησε τον αδελφό Γεννάδιο και τον παρεκάλεσε να μείνει, γιατί «το απόγευμα θα χρειαστεί», όπως είπε, «να τον αλλάξει». Πράγματι το απόγευμα εκοιμήθη, για να κάνει μαζί με τα Εισόδια της Θεοτόκου τη δική του είσοδο στον εορτάζοντα ουρανό.
Ο γέροντας Πορφύριος, που ετοίμαζε εκείνες τις μέρες τη δική του έξοδο από αυτό τον κόσμο, είπε: «Εκοιμήθη ο γέρο-Ιάκωβος, ένας από τους μεγαλύτερους αγίους του αιώνα μας. Είχε μέγα διορατικό και προορατικό χάρισμα το οποίο έκρυβε επιμελώς, για να μη δοξάζεται». Κύριε Παντοκράτορα, ο Θεός των πατέρων ημών Ιακώβου και Πορφυρίου, «γένου ίλεως επί τας αμαρτίας ημών».
+Ο Μόρφου Νεόφυτος
περιοδικό ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ 1991

φ.κόντογλου- Ανδρέας ο πρωτόκλητος



...Ὁ Ἀνδρέας γεννήθηκε στὴ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, ἕνα ψαραδοχώρι χτισμένο στὴν ἀκρογιαλιὰ τῆς λίμνης Γεννησαρέτ. Κατὰ τὰ παραπάνω ποὺ εἴπαμε, ὁ Πέτρος ἤτανε ἀδελφὸς τοῦ Ἀνδρέα, κ᾿ οἱ δυὸ ἤτανε γυιοὶ τοῦ γέρο Ἰωνᾶ, ψαραδόσογο. Ὁ Πέτρος ἤτανε φουριόζος καὶ ἐνθουσιαζότανε εὔκολα, ἐνῶ ὁ Ἀνδρέας ἤτανε ἥσυχος καὶ λιγόλογος, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος: «Πέτρος θερμὸς τῷ πνεύματι ἦν πάνυ καὶ εἰς κοσμικῶν χρεῶν μέριμναν ἐπιτήδειος, ὁ δὲ Ἀνδρέας πραῢς καὶ ὀλιγόλαλος».
Ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο φαίνεται πὼς ὁ Ἀνδρέας ἤτανε ἀνάμεσα στοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἴχανε πιὸ πολὺ θάρρος μαζί του, σὰν τὸν Πέτρο, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Φίλιππο. Ὡστόσο τὰ λόγια ποὺ ἔλεγε ἦταν πάντα λιγοστά. Τὴ μέρα ποὺ μαζεύθηκε πολὺς κόσμος κι᾿ ἄκουγε τὴ διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ πεινάσανε, γύρισε ὁ Χριστὸς κ᾿ εἶπε στὸν Φίλιππο: «Ἀπὸ ποῦ θὲ ν᾿ ἀγοράσουμε ψωμιὰ γιὰ νὰ φάει ὁ κόσμος;» Κι᾿ ὁ Φίλιππος τοῦ εἶπε: «Διακόσια τάλληρα ψωμιὰ δὲν φτάνουνε γιὰ νὰ φάγει ὁ καθένας τους ἀπὸ μία μπουκιά». Τότε ὁ Ἀνδρέας λέγει στὸν Χριστό: «Εἶναι ἐδῶ πέρα ἕνα παιδάριο ποὺ ἔχει πέντε ψωμιὰ κριθαρένια καὶ δυὸ ψάρια» (Ἰω. στ´ 5-10).
Κι᾿ ἄλλη φορὰ πάλι, τὴ μέρα ποὺ μπῆκε ὁ Χριστὸς στὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ τὰ βάγια, κάποιοι Ἕλληνες θέλανε νὰ τὸν δοῦνε, καὶ πήγανε στὸν Φίλιππο καὶ τοῦ εἴπανε: «Κύριε, θέλουμε νὰ δοῦμε τὸν Ἰησοῦ». Καὶ ὁ Φίλιππος πῆγε καὶ τὸ εἶπε στὸν Ἀνδρέα, κ᾿ ὕστερα κ᾿ οἱ δυὸ μαζὶ τὸ εἴπανε στὸν Χριστό. Καὶ τότες ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῆ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου» (Ἰω. ιβ´ 23). «Ἔφταξε ἡ ὥρα γιὰ νὰ δοξασθεῖ ὁ γυιὸς τοῦ ἀνθρώπου», δηλαδὴ μὲ τοὺς Ἕλληνες θὰ κηρυχθεῖ τὸ Εὐαγγέλιο. Λοιπόν, βλέπεις; Πάλι ὁ Ἀνδρέας τοῦ μίλησε. Συμπεραίνω πὼς οἱ Ἕλληνες πήγανε καὶ τὄπανε στὸν Φίλιππο γιατὶ θἄξερε ἑλληνικά, ἀφοῦ καὶ τὄνομά του ἤτανε ἑλληνικό, μακεδονικό. Κι᾿ αὐτὸς πάλι τὸ εἶπε στὸν Ἀνδρέα, ποὺ εἶχε κι᾿ αὐτὸς ἑλληνικὸ ὄνομα, κ᾿ ἴσως γνώριζε καὶ τὴ γλώσσα. Ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, μοναχὰ αὐτοὶ οἱ δυὸ εἴχανε ἑλληνικὰ ὀνόματα.
Μετὰ τὴν Ἀνάσταση, τὴν τελευταία φορὰ ποὺ φανερώθηκε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητές του, τοὺς εἶπε: «Πηγαίνετε καὶ μαθητέψετε ὅλα τὰ ἔθνη, βαφτίζοντάς τα στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καὶ διδάσκοντας τὰ νὰ κρατᾶνε ὅλα ὅσα σᾶς παράγγειλα. Κ᾿ ἐγὼ θἆμαι πάντα μαζί σας ὅλες τὶς ἡμέρες, μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου». Ἀφοῦ λοιπὸν πήρανε τὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τραβήξανε ὁ καθένας κατὰ τὴ φώτιση ποὺ πῆρε, στόνα καὶ στ᾿ ἄλλο μέρος. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας τράβηξε, κατὰ τὴν παράδοση, καὶ πῆγε κατὰ πρῶτο στὰ μέρη τῆς Μαύρης Θάλασσας. Κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Τραπεζοῦντα καὶ στὴν Ἀμισό, ἔχοντας μαζί του κάποιους ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήντα ἀποστόλους, καὶ γύρισε στὴ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ χιλιάδες Ἕλληνες καὶ Ἰουδαίους. Ἀπὸ κεῖ τράβηξε στὴν Κολχίδα, δηλαδὴ στὸ σημερινὸ Λαζιστᾶν, ποὺ κατοικούσανε οἱ ἄγριοι κουρσάροι οἱ λεγόμενοι Κερκέτες. Κατόπι γύρισε πίσω στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ νὰ δεῖ τὸν ἀδελφό του τὸν Πέτρο καὶ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους, καὶ πάλι ξανάφυγε μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Θεολόγο καὶ πήγανε στὴν Ἔφεσο. Στὴν Ἔφεσο εἶδε στόνειρό του τὸν Χριστό, ποὺ τὸν πρόσταξε νὰ πάγει στοὺς Σκύθες νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο. Πηγαίνοντας στὴ Σκυθία, πέρασε ἀπὸ τὴ Βιθυνία καὶ κήρυξε στὴ Νικομήδεια, στὴ Χαλκηδόνα καὶ στὴν Ποντοηράκλεια. Ἀπὸ κεῖ πῆγε στὴν Παφλαγονία καὶ κήρυξε στὴν Ἄμαστρη καὶ στὴ Σινώπη, κ᾿ ἐκεῖ βάφτισε τοὺς πιὸ πολλοὺς χριστιανοὺς καὶ κατόπι πῆγε πάλι στὴν Ἀμισὸ καὶ στὴν Τραπεζούντα. Ἀπὸ κεῖ πῆγε στὰ Σαμόσατα ποὺ βρισκότανε ἀπάνω στὸν ποταμὸ Εὐφράτη καὶ δίδαξε τοὺς Ἕλληνες, ποὺ κατοικούσανε πολλοὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος. Ἀπὸ τὰ Σαμόσατα ξαναγύρισε στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τότες εἶδε τὸν Παῦλο. Μετὰ τὸ Πάσχα, ἔφυγε πάλι καὶ πέρασε τὴν Καππαδοκία καὶ τὴ Λαζικὴ κ᾿ ἔφταξε στὸ Κίεβο τῆς Σκυθίας, ποὺ ἤτανε τὸ Πάνθεο τῆς σλαυωνικῆς πολυθεΐας, κι᾿ ἀπάνω σ᾿ ἕνα χαμοβούνι ἔστησε ἕναν πέτρινο σταυρό. Κατόπι πέρασε τὸν Καύκασο καὶ τὴν Κασπία Θάλασσα, καὶ κήρυξε στὴ Χορασμία, στὸ σημερινὸ Χορωσᾶν. Ὕστερα ἔστρεψε πίσω κατὰ τὸ βασίλεμα καὶ πῆγε στὴν Κριμαία, κι᾿ ἀφοῦ δίδαξε καὶ βάφτισε πολλούς, πέρασε στὴ Σινώπη, κι᾿ ἀπὸ κεῖ πῆγε στὸ Βυζάντιο, ποὺ ἤτανε τότες ἕνα χωριό, πρὶν χτιστεῖ ἡ Κωνσταντινούπολη, κι᾿ ἀφοῦ χειροτόνησε ἐπίσκοπο τὸν Στάχυν, ἕναν ἀπὸ τοὺς Ἑβδομήντα ἀποστόλους, πῆγε στὴ Θράκη καὶ στὴ σημερινὴ Βουλγαρία καὶ Σερβία. Ἔπειτα κατέβηκε στὴ Μακεδονία, στὴ Θεσσαλία καὶ στὴ Ρούμελη, κι᾿ ἀπὸ κεῖ πέρασε στὸν Μοριὰ καὶ πῆγε στὴν Ἀχαΐα ποὺ εἶχε πρωτεύουσα τὴν Πάτρα, μεγάλη πολιτεία τιμημένη ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους ποὺ ἀφεντεύανε τὸν καιρὸ ἐκεῖνον ἀπάνω σ᾿ ὅλον τὸν κόσμο, κ᾿ ἤτανε στολισμένη μὲ ἐπίσημα χτίρια καὶ μὲ ἀγάλματα. Ἀνθύπατος τῆς Ἀχαΐας ἤτανε τότες ἕνας ποὺ τὸν λέγανε Αἰγεάτη. Σὲ λίγο ἀκούσθηκε πὼς ὁ Ἀνδρέας γιάτρεψε πολλοὺς ἀρρώστους μονάχα μὲ τὸ ἄγγιγμα τῶν χεριῶν του κι᾿ ὁ κόσμος ἔτρεχε σ᾿ αὐτόν. Ἔτυχε τότε ν᾿ ἀρρωστήσει κι᾿ ἡ γυναίκα τοῦ Αἰγεάτη, λεγόμενη Μαξιμίλλα, κι᾿ ὁ ἅγιος Ἀνδρέας τὴν ἕγιανε. Σὲ λίγον καιρὸ ἔφυγε στὴ Ρώμη ὁ Αἰγεάτης γιὰ νὰ παρουσιασθεῖ στὸν αὐτοκράτορα Νέρωνα γιὰ κάποιες ὑποθέσεις, κι᾿ ἄφησε στὸ πόδι τοῦ τὸν ἀδελφό του Στρατοκλῆ. Αὐτὸς ὁ Στρατοκλὴς ἤτανε σοφὸς καὶ φημισμένος μαθηματικὸς στὴν Ἀθήνα, κ᾿ εἶχε ἕνα δοῦλο ποὺ τὸν λέγανε Ἀλκαμανά, καὶ τὸν γιάτρεψε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἀπὸ σεληνιασμὸ ποὺ ὑπόφερνε. Ὁ Στρατοκλὴς κ᾿ ἡ Μαξιμίλλα πιστέψανε στὸν Χριστὸ καὶ βαφτισθήκανε, κι᾿ ἄλλος πολὺς κόσμος μαζί τους. Γυρίζοντας στὴν Πάτρα ὁ Αἰγεάτης καὶ μαθαίνοντας αὐτὰ ποὺ γινήκανε, πρόσταξε νὰ πιάσουνε τὸν Ἀνδρέα καὶ νὰ τὸν βάλουνε στὴ φυλακή, καὶ σὲ λίγες μέρες, ἀφοῦ τὸν δίκασε, ἔβγαλε ἀπόφαση νὰ σταυρωθεῖ. Πρὶν νὰ τὸν πιάσουνε, χειροτόνησε ἐπίσκοπο τὸν Στρατοκλή. Σὰν ξημέρωσε ἡ μέρα ποὺ θὰ τὸν σταυρώνανε, οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες, ἀφοῦ τὸν βασανίσανε, τὸν πήγανε στὴν ἀκροθαλασσιά, στὸν τόπο ποὺ εἶναι σήμερα χτισμένη ἡ ἐκκλησιά του καὶ ποὺ τότες ἤτανε χτισμένος ὁ ναὸς τῆς Δήμητρας. Γύρισε καὶ κοίταξε ἀτάραχος τὸ σταυρὸ καὶ τὸν βλόγησε, βλόγησε καὶ τὸν κόσμο, κ᾿ ὕστερα τὸν σταυρώσανε, γέρον, παραπάνω ἀπὸ ἑβδομήντα χρονῶν. Ὁ σταυρὸς ποὺ μαρτύρησε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἤτανε κανωμένος ἀπὸ δυὸ ἴσια σταυρωτὰ ξύλα σὲ σχέδιο X, καὶ κατὰ τὴν παράδοση ἤτανε ἀπὸ ξύλο τῆς ἐληᾶς. Μαρτύρησε βασιλεύοντας στὴ Ρώμη ὁ Νέρωνας. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἐπιφάνιο, «ἤτανε μεγαλόσωμος, λίγο σκυφτός, μὲ γυριστῆ μύτη καὶ μὲ πυκνὰ φρύδια». Τὸ σκήνωμά του τὸ ἔθαψε ὁ ἐπίσκοπος Στρατοκλῆς μὲ τὴ Μαξιμίλλα καὶ κόσμος πολύς, ἀφοῦ τὸ ἀλείψανε μ᾿ ἀκριβὰ ἀρώματα καὶ τὸ ἐνταφιάσανε σ᾿ ἕνα μνῆμα μαρμάρινο κοντὰ στὴ θάλασσα...

Από Ασάλευτο Θεμέλιο, Ακρίτας 1996 ( απόσπασμα)

Τετάρτη, Νοεμβρίου 29, 2017

Εκεί που θα σε βρω,εκεί και θα σε κρίνω



Aγίου Αμφιλοχίου Ικονίου

Κάποιος ἀδελφός νικήθηκε ἀπό τό πάθος τῆς πορνείας καί ἔκανε τήν ἁμαρτία καθημερινά., ἀλλά καί καθημερινά ζητοῦσε ἔλεος ἀπό τόν Κύριό του μέ δάκρυα καί προσευχές. Ἐνεργώντας λοιπόν ἔτσι, τόν ξεγελοῦσε ἡ κακή συνήθεια, καί ἔκανε τήν ἁμαρτία· ἔπειτα πάλι, μετά τήν ἁμαρτία, πήγαινε στήν ἐκκλησία, καί βλέποντας τήν ἱερή καί σεβάσμια εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔπεφτε μπροστά της μέ πικρά δάκρυα καί ἔλεγε: «Σπλαχνίσου με, Κύριε, καί πάρε ἀπό ἐπάνω μου αὐτόν τόν ὕπουλο πειρασμό, γιατί μέ ταλαιπωρεῖ φοβερά καί μέ τραυματίζει μέ τίς πικρές ἡδονές. Δέν ἔχω πρόσωπο, Κύριε, νά ἀντικρύσω καί νά δῶ τήν ἁγία εἰκόνα σου καί τήν ὑπέρλαμπρη μορφή τοῦ προσώπου σου, ὥστε νά γλυκαθεῖ ἡ καρδιά μου».

Τέτοια ἔλεγε, καί ὅταν ἔβγαινε ἀπό τήν ἐκκλησία ἔπεφτε πάλι στόν βοῦρκο. Ὅμως καί πάλι δέν ἀπελπιζόταν γιά τή σωτηρία του, ἀλλά ἀπό τήν ἁμαρτία ξαναγύριζε στήν ἐκκλησία καί ἔλεγε τά παρόμοια πρός τόν φιλάνθρωπο Κύριο καί Θεό: «Ἐσένα, Κύριε, βάζω ἐγγυητή, ὅτι ἀπό ἐδῶ καί πέρα δέν θά ξανακάνω αὐτή τήν ἁμαρτία· μόνο, ἀγαθέ, συγχώρησέ μου ὅσες ἁμαρτίες σοῦ ἔκανα ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τώρα». Καί ἀφοῦ ἔδινε αὐτές τίς φοβερές ὑποσχέσεις, πάλι γύριζε στή βαριά ἁμαρτία του. Καί ἔβλεπε κανείς τή γλυκύτατη φιλανθρωπία καί τήν ἄπειρη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ νά ἀνέχεται καθημερινά καί νά ὑπομένει τήν ἀδιόρθωτη καί βαριά παράβαση καί τήν ἀχαριστία τοῦ ἀδελφοῦ καί νά θέλει ἀπό πολλή εὐσπλαχνία τή μετάνοιά του καί τήν ὁριστική ἐπιστροφή του. Γιατί αὐτό δέν γινόταν γιά ἕνα, δύο ἤ τρία χρόνια, ἀλλά γιά δέκα καί περισσότερο.

Βλέπετε ἀδελφοί, τήν ἄμετρη ἀνοχή καί τήν ἄπειρη φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου; Πῶς κάθε φορὰ δείχνει μακροθυμία καί καλοσύνη, ὑπομένοντας τίς βαριές ἀνομίες καί ἁμαρτίες μας; Γιατί αὐτό πού συγκλονίζει καί προκαλεῖ θαυμασμό σχετικά μέ τήν πλούσια εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι ὁ ἀδελφός, ἐνῶ ὑποσχόταν καί συμφωνοῦσε νά μήν ξανακάνει τήν ἁμαρτία, ἀποδεικνυόταν ψεύτης.

Μία μέρα λοιπόν, καθώς γινόταν αὐτό, ὁ ἀδερφός, ἀφοῦ ἔκανε τήν ἁμαρτία, πῆγε τρέχοντας στήν ἐκκλησία, θρηνώντας καί στενάζοντας καί κλαίγοντας καί βιάζοντας τὴν εὐσπλαχνία τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ νά τόν λυπηθεῖ καί νά τόν γλυτώσει ἀπό τόν βοῦρκο τῆς ἀσωτείας. Καθώς λοιπόν ὁ ἀδελφός παρακαλοῦσε τόν φιλάνθρωπο Θεό, ὁ ἀρχέκακος διάβολος, ἡ καταστροφή τῶν ψυχῶν μας, εἶδε ὅτι τίποτε δέν κάνει, ἀλλά ὅσο αὐτός ἔραβε μέ τήν ἁμαρτία, ὁ ἀδελφός τά ξήλωνε μέ τή μετάνοια. Μέ θράσος λοιπόν τοῦ παρουσιάστηκε φανερά καί, στρέφοντας τό πρόσωπό του πρός τή σεβάσμια εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, κραύγαζε καί ἔλεγε: «Τί θά γίνει μ’ ἐμᾶς τούς δύο, Ἰησοῦ Χριστέ; Ἡ ἄπειρη συμπάθειά σου μέ νικᾶ καί μέ ρίχνει κάτω, καθώς δέχεσαι αὐτόν τόν πόρνο, τόν ἄσωτο, πού κάθε μέρα σοῦ λέει ψέματα καί δέν λογαριάζει τήν ἐξουσία σου. Γιατί λοιπόν δέν τόν καῖς, ἀλλά μακροθυμεῖς καί τόν ἀνέχεσαι; Ἐσύ πρόκειται νά δικάσεις τοῦ μοιχούς καί τούς πόρνους καί νά ἐξολοθρεύσεις ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς. Πράγματι, δέν εἶσαι δίκαιος κριτής, ἀλλά ὅπου νομίσει ἡ ἐξουσία σου, κρίνεις ἄδικα καί παραβλέπεις. Ἐμένα, γιά τή μικρή παράβαση τῆς ὑπερηφάνειας, μέ ἔριξες ἀπό τόν οὐρανό κάτω· καί αὐτός εἶναι ψεύτης καί πόρνος καί ἄσωτος, καί ἐπειδή πέφτει μπροστά σου, τοῦ χαρίζεις ἀτάραχος τήν εὐμένειά σου. Γιατί λοιπόν σέ λένε δίκαιο κριτή; Ὅπως βλέπω, καί ἐσύ χαρίζεσαι σέ πρόσωπα ἀπό τήν πολλή σου ἀγαθότητα καί παραβλέπεις τό δίκαιο». Καί αὐτά ὁ διάβολος τά ἔλεγε πνιγμένος ἀπό τήν πολλή πίκρα του καί βγάζοντας φλόγες καί καπνό ἀπό τά ρουθούνια του.

Ἀφοῦ τά εἶπε αὐτά ὁ διάβολος, σώπασε· καί ἀμέσως ἀκούστηκε μία φωνή σάν ἀπό τό ἅγιο βῆμα νά λέει: «Παμπόνηρε καί ὀλέθριε δράκοντα, δέν χόρτασε ἡ κακία σου πού κατάπιες ὅλο τόν κόσμο, ἀλλά καί αὐτόν πού κατέφυγε στό ἄπειρο ἔλεος τῆς εὐσπλαχνίας μου πασχίζεις νά τόν ἁρπάξεις καί νά τόν καταπιεῖς; Ἔχεις νά παρουσιάσεις ἁμαρτήματα τόσα ποὺ νά ζυγίζουν βαρύτερα ἀπό τό πολύτιμο αἷμα ποὺ ἔχυσα γι’ αὐτόν ἐπάνω στόν σταυρό; Μάθε ὅτι ἡ σταύρωση καί ὁ θάνατός μου συγχώρησαν τίς ἁμαρτίες του. Καί ἐσύ βέβαια, ὅταν αὐτός πηγαίνει στήν ἁμαρτία, δέν τόν διώχνεις, ἀλλά τόν δέχεσαι μέ χαρά καί δέν τόν ἀποστρέφεσαι, οὔτε τόν ἐμποδίζεις, γιατί ἐλπίζεις νά τόν κερδίσεις. Ἐγώ λοπόν, πού εἶμαι τέτοιος σπλαχνικός καί φιλάνθρωπος, πού ἔδωσα ἐντολή στόν κορυφαῖο μου ἀπόστολο Πέτρο νά συγχωρεῖ ὥς ἑβδομήντα φορές τό ἑπτά αὐτόν πού ἁμαρτάνει καθημερινά, ἄραγε δέν θά συγχωρήσω καί δέν θά τόν σπλαχνιστῶ; Ναί, σοῦ λέω· καί ἐπειδή καταφεύγει σ’ ἐμένα, δέν θά τόν ἀποστραφῶ, ὥσπου νά τόν πάρω δικό μου· γιατί ἐγώ γιά τούς ἁμαρτωλούς σταυρώθηκα καί γι’ αὐτούς ἅπλωσα τά ἄχραντα χέρια μου, ἔτσι ὥστε ὅποιος θέλει νά σωθεῖ, νά καταφεύγει σ’ ἐμένα καί σώζεται. Κανέναν δέν ἀποστρέφομαι οὔτε διώχνω· ἀκόμη καί μύριες φορές τή μέρα νά ἁμαρτήσει κάποιος καί μύριες φορές νά ἔρθει σ’ ἐμένα, δέν θά φύγει λυπημένος. Γιατί δέν ἦρθα νά καλέσω σέ μετάνοια τούς ἐνάρετους ἀλλά τούς ἁμαρτωλούς».

Μόλις ἀκούστηκαν αὐτά τά λόγια, ὁ διάβολος ἔμεινε στή θέση του τρέμοντας, χωρίς νά μπορεῖ νά φύγει. Καί ἀκούστηκε πάλι ἡ φωνή: « Ἄκουσε, ἀπατεώνα, καί σχετικά μέ αὐτό πού εἶπες, ὅτι δηλαδή εἶμαι ἄδικος. Γιατί ἐγώ εἶμαι δίκαιος σέ ὅλους, καί σέ ὅποια κατάσταση βρῶ κάποιον, σύμφωνα μέ αὐτή τόν κρίνω. Δές, λοιπόν· αὐτόν τόν βρῆκα τώρα σέ μετάνοια καί ἐπιστροφή, πεσμένο μπροστά στά πόδια μου καί νικητή σου. Θά τόν πάρω λοιπόν καί θά σώσω τήν ψυχή του, ἐπειδή δέν ἀπελπίστηκε γιά τή σωτηρία του. Καί ἐσύ, βλέποντας τήν τιμή πού τοῦ κάνω, νά σουβλιστεῖς ἀπό τόν φθόνο σου καί νά καταντροπιαστεῖς».

Καί ὅπως ἦταν ὁ ἀδελφός πεσμένος μπρούμυτα καί θρηνοῦσε, παρέδωσε τήν ψυχή του· καί ἀμέσως ἦρθε ὀργή μεγάλη σάν φωτιά καί ἔπεσε ἐπάνω στόν σατανᾶ καί τόν κατέκαιγε. Ἀπό αὐτό λοιπόν ἄς μάθουμε, ἀδελφοί, τήν ἄμετρη εὐσπλαχνία καί φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καί πόσο καλό Κύριο ἔχουμε, καί ποτέ νά μήν ἀπελπιστοῦμε ἤ νά ἀμελήσουμε τή σωτηρία μας.

Τρίτη, Νοεμβρίου 28, 2017

...λες και η αγιότητα χτυπά κουδούνια...




Γράφει ένας ηγούμενος γι αυτούς τους αναζητητές επισκέπτες του Αγίου Όρους: «Ζώντας στο Άγιον Όρος αρκετά χρόνια έχω διαπιστώσει αρκετές φορές την διάθεση των επισκεπτών ή προσκυνητών να συναντήσουν μια φωτισμένη μορφή, αποβλέποντας ωστόσο να συναντήσουν έναν μάγο ή έστω έναν θαυματουργό ή διορατικό ή προορατικό, περιορίζοντας ή μάλλον υποτιμώντας και αχρειώνοντας έτσι πολύ το πεδίο της εν Χριστώ αγιότητος».
Δεν φαίνεται με την έρευνα και σχέση αυτή να επιδιώκουμε τόσο την κάθαρση των παθών μας, όσο το να χορτάσουμε την εγωιστική περιέργειά μας, που αν δεν το πετύχουμε, αρχίζουμε να αμφιβάλλουμε για την δυνατότητα της ύπαρξης σήμερα αγίων, και μπορεί να καταλήξουμε στην βλασφημία του Αγίου Πνεύματος, ισχυριζόμενοι ότι χάθηκαν σήμερα οι Άγιοι, λες και η αγιότητα βγαίνει στο παζάρι ή χτυπά κουδούνια -όπως έλεγε ένας μοναχός.


Απόσπασμα από την ομιλία «Μετάνοια-Εξομολόγηση-Θεία Ευχαριστία»
του Ιερομονάχου Μακαρίου, Γέροντος του Ιερού Χιλιανδαρινού Κελλιού
Γέννησης της Θεοτόκου, Μαρουδά.

agioritikesmnimes.blogspot.gr

...μ᾿ ἔκανε νὰ θαρρῶ πὼς βρίσκουμαι στὶς πρῶτες μέρες τῆς δημιουργίας...



Διάβαζα τ᾿ ἀρχαῖα τροπάρια, καὶ βρισκόμουνα σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴ μεταδώσω στὸν ἄλλον. Πρὸ πάντων ὁ ἰαμβικὸς Κανόνας «Ἔσωσε λαόν», μὲ κεῖνες τὶς παράξενες καὶ μυστηριώδεις λέξεις, μ᾿ ἔκανε νὰ θαρρῶ πὼς βρίσκουμαι στὶς πρῶτες μέρες τῆς δημιουργίας, ὅπως ἦταν πρωτόγονη ἡ φύση ποὺ μ᾿ ἔζωνε, ὁ θεόρατος βράχος, ποὺ κρεμότανε ἀπάνω ἀπὸ τὴ μικρὴ ἐκκλησιά, ἡ θάλασσα, τ᾿ ἄγρια δέντρα καὶ τὰ χορτάρια, οἱ καθαρὲς πέτρες, τὰ ρημονήσια ποὺ φαινότανε πέρα στὸ πέλαγο, ὁ παγωμένος βοριὰς ποὺ φυσοῦσε κ᾿ ἔκανε νὰ φαίνουνται ὅλα κατακάθαρα, τ᾿ ἀρνιὰ ποὺ βελάζανε, οἱ τσομπάνηδες ντυμένοι μὲ προβιές, τ᾿ ἄστρα ποὺ λάμπανε σὰν παγωμένες δροσοσταλίδες τὴ νύχτα! Ὅλα τά ῾βλεπα μέσ᾿ ἀπὸ τοὺς χριστουγεννιάτικους ὕμνους, μέσ᾿ ἀπὸ τὰ ἰαμβικὰ ἐκεῖνα ἀποκαλυπτικὰ λόγια, σὰν καὶ τοῦτα...

Φώτης Κόντογλου

Δευτέρα, Νοεμβρίου 27, 2017




+27 Νοεμβρίου 2017

Αγιοκατάταξη αγίου Γέροντος Ιακώβου  Τσαλίκη


Ταις αυτού αγίαις πρεσβείαις, ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς.Αμήν.

Φώτισε Κύριε τις σκοτισμένες διάνοιες μας...


Φώτισε, Κύριε, τὶς σκοτισμένες διάνοιές μας. Ἐλευθέρωσέ τες ἀπὸ τὰ φιλόσαρκα φρονήματα. Γέμισε τὴν καρδιά μας μὲ τὴν πανευφρόσυνη λύπη σου. Γιατὶ μ᾿ αὐτὴ βρίσκουμε τὸν μυστικὸ δρόμο ποὺ μᾶς φέρνει σὲ Σένα, κι ὄχι μὲ τὶς ἀπατηλὲς σοφίες τοῦ κόσμου τούτου.
Ἡ λύπη τῆς διανοίας εἶναι θυμίαμα εὔοσμο, ποὺ ἀνεβαίνει πρὸς τὸν θρόνο σου. Αὐτὴ ἀνοίγει τὴν κλεισμένη πύλη, γιὰ νὰ μπεῖ ἡ ψυχή μας στὴ χώρα τῶν μυστηρίων Σου. Γιὰ τοῦτο εἶπες· «μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται. Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται».


φ. κόντογλου

Κυριακή, Νοεμβρίου 26, 2017

Αγωνία να αρέσω στον Θεό!




O νέος της σημερινής περικοπής φαίνεται ότι αγαπούσε πολύ την θρησκεία και φύλαττε τις εντολές του Θεού.Γι αυτό και ο Χριστός τον συμπάθησε και τον κάλεσε σε ανώτερες καταστάσεις: στην τελειότητα, την αγιότητα. Αυτός όμως όπως κάθε "λογικός" άνθρωπος, ένας από εμάς, αγαπούσε και την ζωή του, τον μικρόκοσμο του, τα αποκτήματα του και έφυγε λυπημένος(απογοητευμένος) από τον Χριστό.

Πολύ συχνά ο Χριστός δεν μας ζητα τόσο δύσκολα πράγματα και φοβερά. Δεν είμαστε όλοι προωρισμένοι για την ζωή της αποταγής, του μοναχού, του ιεραποστόλου, του ασκητή μέσα στον κόσμο. Κατά την πνευματική μας κατάσταση μας ζητά ο Χριστός μια μικρή ή μεγαλύτερη θυσία, , μια στέρηση, λίγο παραπάνω προσευχή, ελεημοσύνη, ευσπλαχνία, λίγο παραπάνω φιλότιμο στην άσκηση... και ευθύς αρχίζουμε την γκρίνια, τις προφάσεις, τις δικαιολογίες... 

Να ξέραμε πόσο δειλοί και αφιλότιμοι δειχνόμαστε πολλές φορές..Ο Θεός επαιτεί(ζητιανεύει) σχέση αγάπης με μας, σχέση αφοσίωσης, εμπιστοσύνης. Αν τον αγαπούσαμε με αυτόν τον τρόπο θα τρέχαμε να Τον αγαπήσουμε προτού μας το ζητήσει, να κάνουμε το ο,τιδήποτε για να μην χάσουμε την σχέση μαζί Του. Και μείς κολλάμε στις μιζέριες και στα "ψιλικατζίδικα" τσαλίμια μαζί Του...Πωπω μίρλα!
Οι άγιοι δεν έθεσαν στον εαυτό τους διλήμματα, διαβαθμίσεις και προϋποθέσεις. Μόλις άκουσαν το ευαγγέλιο έτρεξαν να το κάνουν πράξη. Αυτο θα πεί έρως, εμπιστοσύνη, αυτογνωσία και θεογνωσία. Ευθέα, ίσια, αντρίκεια πράγματα...
'Οπως ο άγιος Στυλιανός,όπως ο μέγας Αντώνιος, ο οποίος όταν άκουσε το σημερινό ευαγγέλιο, δεν κάθησε να ψάξει συμβολισμούς και προαιρέσεις, αλλά βγαίνοντας από τον ναό, πήγε αμέσως και μοίρασε τα υπάρχοντα του στους φτωχούς και ακολούθησε τον δρόμο του Χριστού. 
Κάθε συναξάρι σχεδόν, ξεκινά με αυτή την πράξη. Κάθε άγιος αρχίζει την πορεία του με αυτό το μοίρασμα της περιουσίας στους φτωχούς. Και αυτό δεν είναι ούτε τυπική επανάληψη, ούτε τυχαία αναφορά.Είναι η αγάπη της τελειότητας. Η αυθεντική αγιότητα.Η αγωνία να αρέσω στον Θεό!

Σάββατο, Νοεμβρίου 25, 2017

+ Αντωνίου επισκ.Σουρόζ-Κυριακή του πλούσιου νέου

Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ και τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὁ Κύριος μᾶς προειδοποιεῖ σήμερα πόσο δύσκολο εἶναι γιὰ ἕναν ἄνθρωπο πλούσιο νὰ εἰσέλθει στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνοιχτὴ μόνο στοὺς ἀναγκεμένους, σ’ ἐκείνους ποὺ εἶναι φτωχοί, ποὺ στεροῦνται τὰ πάντα στὴ γῆ; Ὄχι. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνοιχτὴ σὲ ὅλους ποὺ δὲν εἶναι σκλαβωμένοι στὰ πράγματα ποὺ κατέχουν. 

Ὅταν διαβάζουμε τὸν πρῶτο Μακαρισμὸ, «Εὐλογημένοι εἶναι οἱ φτωχοὶ στο πνεῦμα, διότι σ’ αὐτοὺς ἀνήκει ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν», μᾶς δίνεται ἕνα κλειδὶ νὰ κατανοήσουμε τοῦτον τὸν λόγο : πτωχοὶ στὸ πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ κατανόησαν ὅτι δὲν ἔχουν τὴν κυριότητα σὲ τίποτα ἀπ’ ὅσα κατέχουν. Εἴμαστε δημιούργημα τῆς Θεϊκῆς ἐνέργειας, ἔχουμε ἀγαπηθεῖ σὰν ὑπάρξεις· ἔχουμε προσφερθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ εἴμαστε σὲ κοινωνία μαζί Του στὴν ὁποία δὲν ἔχουμε καθόλου δικαιώματα. Ὅ,τι εἴμαστε, ὅ,τι κατέχουμε δὲν μᾶς ἀνήκει μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν ἔχουμε φτιάξει τοὺς ἑαυτούς μας, δὲν δημιουργήσαμε ὅ,τι φαίνεται, ὅ,τι μᾶς ἀνήκει – κάθε τι ποὺ εἴμαστε καὶ ποὺ ἔχουμε εἶναι ἀγάπη, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων, καὶ τίποτα δὲν κατέχουμε ἐπειδὴ τὰ πάντα εἶναι ἕνα δῶρο ποὺ τὸ χάνουμε τὴ στιγμὴ ποὺ θέλουμε νὰ τὸ κάνουμε κτῆμα μας και λέμε, «Εἶναι δικό μου».

Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀληθινὰ ἡ βασιλεία ἐκείνων ποὺ γνωρίζουν ὅτι εἶναι ἀπέραντα πλούσιοι ἐπειδὴ μποροῦμε νὰ περιμένουμε τὰ πάντα ἀπὸ τὴν θεϊκὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη ἀγάπη. Εἴμαστε πλούσιοι ἐπειδὴ δὲν κατέχουμε τίποτα, εἴμαστε πλούσιοι ἐπειδὴ τὰ πάντα μᾶς ἔχουν δοθεῖ· καὶ ἔτσι εἶναι δύσκολο γιὰ κάποιον ποὺ φαντάζεται ὅτι εἶναι πλούσιος δικαιωματικὰ νὰ ἀνήκει σὲ τοῦτο τὸ βασίλειο ὅπου τὸ κάθε τι εἶναι δεῖγμα ἀγάπης, καὶ ποὺ τίποτα δὲν μποροῦμε νὰ κατέχουμε, ποὺ ἔχει ἀφαιρεθεῖ ἀπὸ ἄλλους· ἐπειδὴ τὴ στιγμὴ ποὺ λέμε ὅτι κατέχουμε κάτι ποὺ δὲν μᾶς ἔχει δοθεῖ εἴτε ἀπὸ τὸν Θεὸ εἴτε ἀπὸ ἀνθρώπινη φροντίδα, τὸ ἀποκόβουμε ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὴ στιγμὴ ποὺ ἀγκιστρωνόμαστε σὲ ὁτιδήποτε, γινόμαστε σκλάβοι του. 

Θυμᾶμαι ὅταν ἤμουν νέος, ἕναν ἄνδρα νὰ μοῦ λέει: Δὲν καταλαβαίνετε ὅτι τὴ στιγμὴ ποὺ παίρνεις στὰ χέρια σου ἕνα νόμισμα και δεν εἶσαι προετοιμασμένος νὰ ἀνοίξεις τὸ χέρι σου γιὰ νὰ τὸ ἀφήσεις, δὲν χρησιμοποιεῖς σωστὰ τὸ χέρι σου, τὸ σῶμα σου, ἐπειδὴ ὅλη ἡ προσοχὴ σου θὰ ἐπικεντρώνεται στὸ νὰ μὴν χάσεις αὐτὸ τὸ νόμισμα, - τὰ ὑπόλοιπα θὰ ξεχαστοῦν. 

Εἴτε κρατᾶμε ἕνα χάλκινο νόμισμα, εἴτε νοιώθουμε πλούσιοι – διανοητικὰ, συναισθηματικὰ, ὑλικὰ, - εἴμαστε φυλακισμένοι, ἔχουμε χάσει τὴ χρήση ἑνὸς μέρους τοῦ σώματος μας, τοῦ μυαλοῦ μας, τῆς καρδιᾶς μας· δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε πιὰ ἐλεύθεροι, καὶ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι βασιλεία ἐλευθερίας.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλερὰ ἐπίσης, πόσο δύσκολο εἶναι γιὰ κάποιον ποὺ ποτὲ δὲν τοῦ ἔχει λείψει τίποτα, ποὺ πάντοτε εἶχε περισσότερα ἀπὸ ὅσα χρειαζόταν, νὰ συνειδητοποιήσει τὴν φτώχεια ἤ τὴν ἀνάγκη κάποιου ἄλλου: φτώχεια ὑλικὴ, συναισθηματικὴ, διανοητικὴ ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀνάγκη. Ἀπαιτεῖται ἀπὸ ἐμᾶς νὰ εἴμαστε προσεχτικοὶ στὶς κινήσεις τῆς καρδιᾶς ἄλλων ἀνθρώπων καὶ στὶς ἀνάγκες τους ὥστε νὰ ἀνταποκριθοῦμε σ’ αὐτὲς. 

Κάποιος εἶπε στὰ Ρωσικὰ: «Ἕνας ἱκανοποιημένος δὲν κατανοεῖ πλέον ἕναν πεινασμένο»· ποιὸς ἀπὸ ἐμᾶς μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι εἴμαστε πεινασμένοι ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄποψη; Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λὸγος ποὺ δὲν κατανοοῦμε τὶς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων – τὶς ἀνάγκες ποὺ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι ποὺ βρίσκονται ἐδῶ, ἤ αὐτὲς ποὺ ὑπάρχουν πέρα ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τῆς δικῆς μας ἐκκλησίας. 

Λοιπὸν, ἄς προβληματιστοῦμε πάνω σ’ αὐτὸ· φτώχεια δὲν σημαίνει ἔνδεια· σημαίνει ἐλευθερία ἀπὸ τὴν ὑποδούλωση σὲ μιὰν αὐταπάτη ὅτι εἴμαστε αὐτάρκεις, δημιουργοὶ σ’ ὅ,τι εἴμαστε καὶ σὲ ὅ,τι κατέχουμε. Καὶ ἐπίσης ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν ὑποδούλωση σ’ αὐτὸ ποὺ μᾶς δίνεται γιὰ νὰ γίνουμε γεωργοὶ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.

Ἄς τὸ λάβουμε αὐτὸ ὑπόψιν μας· ἐπειδὴ ἄν τὸ μάθουμε, ἄν μάθουμε αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι εἴτε εἶναι πλούσιος, εἴτε πτωχὸς, εἶναι ἐξίσου πλούσιος ἐπειδὴ ὁ πλοῦτος του βρίσκεται στὸν Θεὸ καὶ στὴν ἀνθρώπινη ἀγάπη, τότε θὰ μποροῦμε, εἴτε ἔχουμε ὑλικὰ πράγματα εἴτε ὄχι, νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι ἀπὸ αὐτὰ, καὶ νὰ ἀνήκουμε στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι τὸ Βασίλειο τῆς ἀμοιβαίας ἀγάπης, ἤ τῆς ἀλληλεγγύης, τῆς συμπόνοιας τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου γιὰ τὸν ἄλλον, ποὺ εἶναι τὸ Βασίλειο τῆς προσφορᾶς τοῦ ἑνὸς πρὸς τὸν ἄλλον σὲ ὅ,τι μᾶς δόθηκε δωρεάν. Ἀμήν.


Ἀπόδοση: www.agiazoni.gr

Πέμπτη, Νοεμβρίου 23, 2017

Έρως έρωτι νικάται

Η αγάπη ως ουσία της Ασκητικής της Ορθοδοξίας

 Και λέει κανείς, γιατί άραγε σήμερα εμείς οι λιγότερο ασκητικοί χριστιανοί, μας πιάνει ένας τρόμος, όταν ακούμε για άσκηση; Και κάπως αισθανόμαστε άβολα. Γιατί μας έχει διαφύγει αδελφοί μου μια μεγάλη αλήθεια της πίστης μας…. Την συνοψίζει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, σε τρείς λέξεις: «ἔρως ἔρωτι νικᾶται». 
   
 Ένας έρωτας λέει, νικιέται απο έναν άλλο, μεγαλύτερο έρωτα…

   Τι είναι εκείνο, που μας κρατάει δεμένους με τα πάθη μας; Τα έχουμε ερωτευτεί!


     Τα έχουμε αγαπήσει, μέσα στήν πτώση μας, μέσα στήν εμπάθεια μας, τα έχουμε σφιχταγγαλιάσει. Είμαστε ερωτευμένοι με τα πάθη μας, με την γαστριμαργία μας, με την πορνεία μας, με την υπερηφάνια μας, τον εγωισμό, την κενοδοξία μας και ολα αυτά…
Και πως θα μπορέσουμε να θεραπευτούμε απο αυτά; Μόνο με επιταγές νομικού τύπου; Δεν πρέπει να είσαι κοιλιόδουλος; Δεν πρέπει να είσαι γαστρίμαργος; Δεν πρέπει να είσαι πόρνος, δεν πρέπει να είσαι υπερήφανος;
     Καλά είναι και αυτά, αλλά εχω την αίσθηση οτι δεν είναι ικανά, να γεμίσουν τον άνθρωπο απο μια φιλότιμη διάθεση να πετάξει απο επάνω του αυτά τα πάθη…
    Ερχεται λοιπόν ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος και μας λέει, οτι για να πάψουμε να έχουμε αυτούς του έρωτες, τούς έρωτες για τα γήινα πάθη μας, χρειάζεται να έρθει μέσα στήν καρδιά μας ένας μεγαλύτερος έρωτας!
     Οπότε ξαφνικά η άσκησή μας, δεν γίνεται απλώς η αποφυγή κάποιων παθών. Ούτε καν θα λέγαμε η μίμιση κάποιων καλών πράξεων, κάποιων αρετών, αλλά η άσκησή μας πλέων αλλάζει περιεχόμενο, και δεν είναι τόσο »αυτονόητο» αυτό το περιεχόμενο της άσκησης.

Η άσκησή μας θα έλεγα, αρχίζει και μοιάζει με την προσπάθεια που κάνει κάποιος που έχει ερωτευτεί, να πλησιάσει, το πρόσωπο που ερωτεύτηκε…Ας φέρουμε αυτό το παράδειγμα, μην σκανδαλιζόμαστε. Κάποιος αγαπά μια κοπέλα έτσι; Και τι κάνει; Γυρίζει γύρω-γύρω απο το σπίτι της, πηγαίνει και τις μιλάει, ευκαίρος-ακαίρος τις κάνει μια πολιορκία πιο ουσιαστική…

Αυτό ακριβώς γίνεται η άσκηση, όταν την κάνουμε απο Αγάπη.
Από έρωτα και από φιλότιμο, για Τον Χριστό μας.

Η άσκηση πλέον αποκτά ενα δυναμικό χαρακτήρα, δεν είναι απλώς η αποχή απο τα κακά, και το να κάνουμε τα καλά, αλλά είναι κάτι περισσότερο, είναι η προσπάθεια της ψυχής μου να πολιορκήσει τον Χριστό, και να Τον βάλει μέσα της, να Τον ενθρονίσει στήν καρδιά της.
Και αυτό είναι που αλλάζει πλέον και την διάθεση του ανθρώπου, φανταστείτε κάποιον να σας λεέι: Να κάνεις εκείνο! Να κάνεις το άλλο! Να μην κάνεις εκείνο, να μην κάνεις το άλλο…
Αυθορμήτως δημιουργείται και μια αντίδραση, και πολλές φορές πας και κάνεις ακρίβως τα αντίθετα, απο αυτά που σου λέει.
Έρχεται όμως ενα αγαπήμενο πρόσωπο, και σου λέει: αν μ΄αγαπάς, μην με στεναχωρείς, κάνε εκείνο σε παρακαλώ…
Και κατευθείαν αλλάζει η διάθεση σου, αυτή την αλήθεια μας λέει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Αυτή την αλήθεια μας λέει με άλλα λόγια ο ίδιος ο Κύριος μας… Ο Ιησούς Χριστός:
»Εὰν ἀγαπᾶτέ με.. (λέει στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο) τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε…»

Να λοιπόν, βάζει την αγάπη στο πρόσωπό Του να νικήσει, τις ψεύτικες αγάπες που μας οδηγούν μακρυά απο τον δρόμο των εντολών Του… Να πως πρέπει λοιπόν ο χριστιανός να ζεί την άσκηση του, να ζεί την πνευματική του προσπάθεια ως ενα αγώνισμα αγάπης. Ως ενα αγώνισμα ερωτικό!
Να γιατί, οι Ασκητές της Εκκλησίας μας δεν έχουν καμία ομοιότητα, με ανθρώπους ιδιόρυθμους, ανθρώπους »παράξενους».
Δεν έχουν αυτήν την παραξενιά οι Ασκητές της Ορθοδόξου Εκκλησίας!

Γιατί; 
Γιατί είναι κατά βάσην άνθρωποι αγάπης.
Είναι άνθρωποι εράσμιοι και ερωτικοί. Είναι άνθρωποι που αγαπούν, και απο αυτή την πλειοδοσία της καρδιάς, στήν αγάπη πρός Τον Χριστό, αποδίδονται ολοένα και περισσότερο σε μεγαλύτερη προσπάθεια, σε μεγαλύτερη άσκηση, σε μεγαλύτερη πολιορκία Του Χριστού.
Ας πολιορκήσουμε και εμείς αδελφοί μου Τον Χριστό με τέτοιο φρόνημα.
π. Γεώργιος Σχοινάς

Aπό τρελογιάννης

Τετάρτη, Νοεμβρίου 22, 2017

Λέων Τολστόι – Πόση γη χρειάζεται ένας άνθρωπος; Mια ιστορία με μεγάλη δύναμη και παγκόσμια απήχηση γιατί η πλεονεξία, η απληστία είναι αρρώστια που μολύνει την ψυχή όλης της ανθρωπότητας.


                                       



Πόση γη χρειάζεται ένας άνθρωπος;


Η τύχη το έφερε και συνάντησε ο Παχόμ έναν άλλο αγρότη που ήρθε πάνω από τον Βόλγα καθώς επίσης κι έναν πλανόδιο έμπορο που ταξίδευε από μέρος σε μέρος. Από αυτούς, λοιπόν, ο Παχόμ έμαθε για τις απέραντες εκτάσεις γης που μπορούσε να τις αποκτήσει ο καθένας για «ένα κομμάτι ψωμί» όπως λέμε, από κάποιους που έμεναν πολύ μακριά, και ήταν νομάδες, είχαν ζώα και μετακινούνταν από μέρος σε μέρος. Αυτούς τους έλεγαν «Μπασκίρς.»
Μια και δυο λοιπόν ο Παχόμ ξεκίνησε, ταξίδεψε και έφτασε σε εκείνη την μακρινή γη. Το έδαφος ήταν παρθένο και απαλό σαν την παλάμη του ανθρώπου και μαύρη όπως ο σπόρος της παπαρούνας, και το χορτάρι έφτανε ψηλά ως το στήθος.

«Και ποια είναι η τιμή;» ρώτησε ο Παχόμ.
«Η τιμή μας είναι πάντοτε η ίδια: χίλια ρούβλια την ημέρα» του απάντησαν

Ο Παχόμ δεν καταλάβαινε.
«Την ημέρα; Τι είδους τιμή είναι αυτή; Πόση έκταση είναι αυτό;»
«Δεν ξέρουμε να το υπολογίσουμε» είπε ο αρχηγός τους.
«Το πουλάμε με την ημέρα. Όσο μπορείς να περπατήσεις σε μια μέρα, όσο σε πηγαίνουν τα πόδια σου και αντέχεις για μια μέρα να πηγαίνεις, είναι δικό σου, και η τιμή είναι πάντα χίλια ρούβλια.»
Ο Παχόμ έχασε τη μιλιά του από την έκπληξη.
«Ναι,» είπε, «αλλά σε μια μέρα μπορώ να προλάβω να περπατήσω και να καλύψω ένα τεράστιο μέρος από γη.»
Ο αρχηγός τους γέλασε.
«Θα είναι όλο δικό σου!» του είπε. «Αλλά υπάρχει ένας όρος. Θα πρέπει την ίδια μέρα να επιστρέψεις στο μέρος από το οποίο ξεκίνησες. Αν δεν επιστρέψεις στο μέρος από όπου ξεκίνησες, τα λεφτά σου είναι χαμένα».



Εκείνο το βράδυ ο Παχόμ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Όμως πριν χαράξει αποκοιμήθηκε και άρχισε να ονειρεύεται. Ονειρευόταν πως ήταν σε μια δικιά του σκηνή και πως άκουσε να γελούν απ’ έξω. Τόλμησε και βγήκε έξω και είδε τον αρχηγό των Μπασκίρς να κάθεται έξω από την σκηνή και να κρατά την κοιλιά του από τα γέλια και να κυλίεται γύρω-γύρω γελώντας. Καθώς πλησίασε πιο κοντά κατάλαβε πως δεν ήταν ο αρχηγός των Μπασκίρ αλλά εκείνος ο πλανόδιος έμπορος που είχε συναντήσει στην δική του γη, και σαν είδε ακόμη πιο καλά κατάλαβε πως ήταν ο αγρότης που είχε βρει, που είχε έρθει πάνω από τον Βόλγα. 


Αλλά τελικά δεν ήταν ούτε αυτός, ήταν ο διάβολος ο ίδιος με κέρατα και πόδια ζώου, με οπλές που τα κτυπούσε κάτω ελαφρά. Μπροστά από τον διάβολο ήταν ξαπλωμένος ένας ξυπόλυτος άνδρας που φορούσε μόνο παντελόνι και πουκάμισο.
Και καθώς ονειρευόταν ο Παχόμ, πήγε πιο κοντά να δει τι άνθρωπος ήταν αυτός, και διαπίστωσε πως ήταν νεκρός και πως ήταν… ο εαυτός του!
Τρομοκρατημένος ο Παχόμ πετάχτηκε επάνω. «Τι μπορεί να ονειρεύεται ο άνθρωπος!» σκέφτηκε.


Ο Παχόμ έφτασε στην πεδιάδα εκείνη που είχαν συμφωνήσει καθώς ο ουρανός άρχιζε να κοκκινίζει. Έβαλε τα χίλια ρούβλια στο γούνινο καπέλο του αρχηγού που το είχε βάλει στο χώμα, και ξεκίνησε. Το βήμα του δεν ήταν ούτε αργό, ούτε γρήγορο. Όσο όμως περπατούσε στην γη έκανε πιο μεγάλα βήματα γιατί η γη σε κάθε βήμα που έκανε φαίνονταν και πιο ωραία. Μάλιστα σε μια προσπάθεια να συμπεριλάβει μέσα ένα πολύ ωραίο λιβάδι, πήγε πολύ μακριά πριν να βάλει το σημάδι που είχε μαζί του, και να αρχίσει να γυρίζει πίσω. Έτσι κύλησε η μέρα και τώρα βιαζόταν και περπατούσε πραγματικά γρήγορα κάτω από τον καυτό ήλιο που όμως είχε αρχίσει να δύει.


Κατακουρασμένος αφού έκανε κύκλο τέτοια μεγάλη έκταση ο Παχόμ γύριζε πίσω στο λοφάκι από όπου είχε ξεκινήσει περπατώντας με δυσκολία, σέρνοντας τα πόδια του. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε σαν των παλιών σιδεράδων το φυσερό, η καρδιά του χτυπούσε σαν σφυρί, τα πόδια του άρχιζαν σιγά-σιγά να τον εγκαταλείπουν. Σε λίγο έβλεπε ο Παχόμ τον λόφο και τους Μπασκίρς να του φωνάζουν.


Και ο Τολστόι κλείνει την ιστορία:


«Ο Παχόμ κοίταξε τον ήλιο που είχε αγγίξει την γη. Η μια πλευρά του είχε ήδη χαθεί. Με όση δύναμη του απέμενε βιάστηκε τόσο πολύ που έγερνε το κορμί του μπρος τα εμπρός ίσα-ίσα που τα πόδια του ακολουθούσαν ώστε να μην πέσει. Με το που άγγιξε τον λοφίσκο ξαφνικά σκοτείνιασε. Κοίταξε ψηλά, ο ήλιος είχε ήδη δύσει! Φώναξε με αγωνία: «όλος μου ο κόπος πήγε χαμένος,» και ενώ σκεφτόταν να σταματήσει άκουσε τους Μπασκίρς να του φωνάζουν και θυμήθηκε πως αν και για αυτόν που ήταν χαμηλά ο ήλιος είχε δύσει, για αυτούς όμως που ήταν στην κορυφή ο ήλιος ακόμη φαινόταν. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, ανέβηκε πάνω στον λόφο. Εκεί ήταν ακόμη φως.


Και καθώς έφτασε στην κορυφή είδε τον σκούφο. Δίπλα από αυτόν καθόταν ο αρχηγός γελώντας και έχοντας τα χέρια στη μέση του. Πάλι ο Παχόμ θυμήθηκε το όνειρό του και έβγαλε μια κραυγή. Τα πόδια του τον εγκατέλειψαν, έπεσε μπροστά και άρπαξε το καπέλο (με τα ρούβλια) στα χέρια του…-πέθανε από την υπερβολική προσπάθεια.

Ο υπηρέτης του σήκωσε μια αξίνα και έσκαψε ένα λάκκο μακρύ αρκετά για να χωράει τον Παχόμ και τον έθαψε εκεί. Έξι πόδια, όσο από το κεφάλι στις πατούσες του, τόσο του έλειπε για να φτάσει στον στόχο του.»


“Πόση γη χρειάζεται ένας άνθρωπος;”  Mια ιστορία με μεγάλη δύναμη και παγκόσμια απήχηση γιατί η πλεονεξία, η απληστία είναι αρρώστια που μολύνει την ψυχή όλης της ανθρωπότητας. Όλοι βέβαια απορρίπτουν την πλεονεξία και την απληστία. Αλλά η πραγματικότητα είναι πως κάθε μέρα κάποιος κήρυκας, ή ιερέας κάπου θα κάνει την κηδεία κάποιου που ξόδεψε την ζωή του, θυσίασε τα πάντα, ακόμη και την οικογένειά του για να φτάσει στην κορυφή του λόφου του Παχόμ, για να αποκτήσει όλο και πιο πολλά.

απαντα ορθοδοξίας

Ανθρωπος και Θεάνθρωπος (Αγ. Ιουστίνος Πόποβιτς)



Άνευ του Θεανθρώπου ο άνθρωπος είναι πράγματι άνευ κεφαλής και επί πλέον άνευ του εαυτού του, άνευ του αιωνίου εαυτού του, άνευ του αθανάτου, του θεοειδούς εαυτού του. 
Εκτός του Θεανθρώπου δεν υπάρχει άνθρωπος, αλλά πάντοτε υπάνθρωπος ή ημιάνθρωπος ή μη άνθρωπος.

Εδώ πρέπει να προστεθή και η εξής αλήθεια: άνευ του Θεανθρώπου ο άνθρωπος είναι πάντοτε δούλος του θανάτου, δούλος της αμαρτίας, δούλος του διαβόλου. Μόνον δια του Θεανθρώπου φθάνει ο άνθρωπος εις τον υπό του Θεού τεθέντα προορισμόν του: γίνεται «Θεός κατά χάριν» και ούτω φθάνει εις την τελείαν πληρότητα της υπάρξεώς του και της προσωπικότητός του. Φθάνει εις την θείαν του αιωνιότητα δια της Θεανθρωπότητος. Ζων εν τω θεανθρωπίνω σώματι της Εκκλησίας «συν πάσι τοις αγίοις» ο άνθρωπος θεανθρωποποιείται βαθμηδόν δια των αγίων μυστηρίων και των αγίων αρετών. Και τον γεμίζει η χαρά εκείνου του αγίου μηνύματος και της ουρανίου εντολής του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου: «Θεού τε κτίσμα τυγχάνων και Θεός είναι κεκελευσμένος».

 Δημιουργηθείς ως δυνάμει θεάνθρωπος, ο άνθρωπος προσπαθεί μέσα εις το θεανθρώπινον σώμα της Εκκλησίας να ομοιώση τον νουν του προς τον Θεόν, να τον μεταμορφώση εις Θεό-νουν («ημείς νουν Χριστού έχομεν» - Α’ Κορ. 2, 16). προσπαθεί να ομοιώση ακόμη την συνείδησίν του προς τον Θεόν, να την μεταμορφώση εις Θεο-συνείδησιν. την θέλησίν του να την ομοιώση προς τον Θεόν, να την μεταμορφώση εις Θεο-θέλησιν. να ομοιώση και το σώμα του προς το σώμα του Θεανθρώπου, να το μεταμορφώση εις Θεό-σωμα («το σώμα τω Κυρίω, και ο Κύριος τω σώματι» - Α’ Κορ. 6, 13). Θεανθρωποποιούμενος δια της Εκκλησίας και εν τη Εκκλησία, ο άνθρωπος επαναφέρει τον εαυτόν του εις το προπτωτικόν θεοειδές, συμπληρών αυτό υπερεκπερισσού με το θείον κάλλος της εξαισίας χριστοειδείας (Γαλ. 4, 19. 3, 27. Ρωμ. 8, 29).

 Άνευ του Θεανθρώπου και εκτός του Θεανθρώπου ο άνθρωπος πάντοτε διατρέχει τον κίνδυνον να καταστή διαβολοειδής, διότι η αμαρτία είναι ταυτοχρόνως και δύναμις και εικών του διαβόλου. και δουλεύων εκτός του Θεανθρώπου εις την αμαρτίαν ο άνθρωπος εκουσίως καταντά διαβολοειδής, γίνεται οικείος του διαβόλου: «Ο ποιών την αμαρτίαν εκ του διαβόλου εστί» (1 Ιωάνν. 3, 8). Δεν πρέπει να μας διαφεύγη ότι ο κύριος σκοπός του διαβόλου είναι να στερήση τον άνθρωπον του θεοειδούς, να τον απο-θεανθρωποποιήση, να τον α-θεώση και ούτω να τον μεταβάλη εις ένα ον όμοιον προς τον εαυτόν του. Ο ουμανιστικός ανθρωποκεντρισμός είναι κατ’ ουσίαν διαβολοκεντρισμός, διότι και οι δύο θέλουν ένα πράγμα: να ανήκουν μόνον εις τον εαυτόν των, να είναι μόνον εις τον εαυτόν των, δια τον εαυτόν των. Τοιουτοτρόπως όμως εις την πραγματικότητα μεταφέρουν εαυτούς εις το βασίλειον του «δευτέρου θανάτου», όπου ουκ έστι Θεός ούτε τι του Θεού (Αποκ. 21, 8. 20, 14).

Ό,τι ελέχθη μέχρις εδώ δεν είναι άλλο τι παρά ο ευαγγελικός, ο αποστολικός, ο αγιοπατερικός, ο ορθόδοξος θεανθρωπισμός (θεοουμανισμός, θεοχομινισμός).


alopsis

Τρίτη, Νοεμβρίου 21, 2017

Λόγος στη γιορτή της Υπεραγίας Δέσποινάς μας Θεοτόκου όταν οδηγήθηκε από τους γονείς της στον Ναό



Θεοφυλάκτου Αρχιεπισκόπου Αχρίδος

Στον ναό προσφέρουν στον Δεσπότη αφιέρωμα ζωντανό που κινείται και στον οίκο του Θεού προστίθεται ωραιότητα και ο τόπος του ναού κληρώνεται σαν κατοικητήριο της δόξας —πράγμα που και ο Δαβίδ παραδέχεται ότι επιθυμεί, αλλά δεν αξιώνεται να το δει με τα μάτια του. Και ξεχνά η παιδούλα το πατρικό της σπίτι και οδηγείται στον βασιλιά, που επιθύμησε το κάλλος της.
Οδηγείται με τη θέλησή της, με τιμές και δόξα, με λαμπρή πομπή βγαίνει από το σπίτι της, ενώ όλοι χειροκροτούν εγκωμιαστικά την έξοδο. Συνοδεύουν τους γονείς της όλοι οι συγγενείς, οι γείτονες, οι φίλοι. Οι πατέρες συνοδεύουν χαρούμενα τον πατέρα κι οι μητέρες τη μητέρα, οι κοπέλλες και οι νεαρές κρατώντας λαμπάδες συμπορεύονται με την κόρη του Θεού σαν ένας κύκλος αστεριών φωτεινών γύρω από τη σελήνη κι όλη η Ιερουσαλήμ μαθαίνει το γεγονός και παρακολουθεί την πρωτοφανή αυτή πομπή, δηλαδή ένα κοριτσάκι τριών ετών να περιστοιχίζεται με τόση δόξα, να τιμάται με τόση λαμπαδηφορία. Όταν έφτασαν στον ναό, τους περίμενε και τους χαιρετούσε με ψαλμωδίες όλη η ιερατική τάξη και ο ίδιος ο αρχιερέας συγκινούνταν από το θαύμα αυτό και μάλιστα περισσότερο από όλους, επειδή ήταν θεόπνευστος.
Οι γονείς οδηγούν σ’ αυτόν την κόρη, που την εμπιστεύονται και διηγούνται τα σχετικά με τη στείρωση της Άννας και την υπόσχεση που έλαβαν σ’ αυτό το θέμα και γενικά παραδέχονται πως υπερβαίνει τις δυνάμεις τους η ανατροφή της κόρης. Επειδή ήταν πολύ αγαπητή από τον Θεό, έπρεπε και η ανατροφή της να είναι ανάλογη, ώστε ένα μαργαριτάρι τόσο λαμπρό και σπάνιο να μη ραφτεί πάνω σ’ ένα φτηνό και τιποτένιο ύφασμα, αλλά σ’ ένα βασιλικό ένδυμα, για να το στολίσει και να το αναδείξει πάρα πολύ.
Ο αρχιερέας εκείνη τη στιγμή μάλλον έπεσε σε έκσταση, καταλείφθηκε από το πνεύμα του Θεού και διέγνωσε ότι η κόρη είναι πραγματικά κατοικητήριο θείας χάρης και ότι είναι αυτή περισσότερο άξια απ’ αυτόν να εμφανίζεται συνεχώς ενώπιον του Θεού. Ταίριαζε αυτό που ειπώθηκε και είχε βαθύ νόημα στον νόμο για την κιβωτό, ότι θα κατοικήσει στα Άγια των αγίων, γιατί αυτό ακριβώς αναφέρεται ολοφάνερα σ’ αυτήν την κόρη. Ο αρχιερέας χωρίς ενδοιασμούς και χωρίς φόβο τολμά κάτι δίκαιο, που ξεπερνά τον νόμο, μάλλον ξεπερνά τον ανθρώπινο νόμο καθώς και την ασάφεια του γράμματος τού νόμου, γιατί ακολουθεί το άγιο Πνεύμα και οδηγεί και αποθέτει στα Άγια των αγίων αυτό το αφιέρωμα. Δέχεται ο τόπος αυτός την κόρη, αυτός που κανείς άλλος άνθρωπος δεν τον είδε, που δεν τον πατούν ούτε οι ιερείς ούτε ο ίδιος ο αρχιερέας, παρά μια μόνο φορά τον χρόνο. Έπρεπε βέβαια να μην υπακούει δουλικά στη σπουδαιότητα του νόμου, αυτή που αγιάσθηκε με την καθαρότητά της περισσότερο από ολόκληρη τη φύση και δικαιώθηκε από τότε που ήταν στη μήτρα της μητέρας της, ενός νόμου που δεν θεσπίστηκε για τους δίκαιους, αλλά για τους αμαρτωλούς. Ο νόμος καθιερώθηκε για τις παραβάσεις και θεωρήθηκε παιδαγωγός για κείνους που χρειαζόταν διαπαιδαγώγηση. Σ’ αυτήν που ξεπερνούσε τους αγγέλους όχι ο νόμος, αλλά η χάρη του Θεού εκτελούσε τα τέλεια. Φανερώνει ο Θεός ότι αρέσει αυτά τα όποια συνέβησαν, γιατί χρησιμοποιεί σαν διάκονό της άγγελο για να αναθρέψει την αφιερωμένη και τρέφει με παράδοξο τρόπο αυτήν που θα τον γεννήσει και θα τον αναθρέψει, ώστε κανένα χαρακτηριστικό της να μη φαίνεται ότι είναι ανθρώπινο, αλλά όλα να φαίνονται ότι είναι θεϊκά.
Αυτή είναι η σημερινή μας πανήγυρη, αυτό το γεγονός γιορτάζουμε σήμερα, την προσαγωγή της κόρης στον ναό και την εισαγωγή της στα Άγια των αγίων. Τι παράξενο γεγονός, τι παράξενο πράγμα ακούμε! Ένα μικρό κορίτσι να ζει στα άδυτα και αθέατα του Θεού. Ακόμη κι αν μόνο πατούσε στην αυλή του ναού, αυτό θα έδειχνε ξεκάθαρα την οικειότητα που θα είχε με τον Δεσπότη, αφού βέβαια το «να πατάει κανείς την αυλή μου δεν το επιτρέπω» ορίσθηκε από τον Θεό γι’ αυτούς που έρχονται σε ρήξη μ’ αυτόν. Ακόμη κι αν έβλεπε μόνο τα Άγια του ναού, κι αυτό θα ήταν μεγάλη απόδειξη παρρησίας προς τον Θεό. Ακόμη κι αν μια φορά τον χρόνο έμπαινε στα Άγια του ναού, κι αυτό θα ξεπερνούσε πάρα πολύ την ταπεινή θέση της γυναίκας.
Τώρα όμως περνώντας την αυλή, διασχίζοντας το δεύτερο χώρισμα και φτάνοντας στα Άγια των αγίων, ορίζεται να μένει συνεχώς μαζί με τον Θεό κι αυτό είναι ένας αρραβώνας μεταξύ της ανθρώπινης φύσης και της χάρης του Θεού, που εμφανίζεται αργότερα. Δείχνει μ’ αυτή της την ενέργεια η Θεοτόκος προφητικά σ’ εμάς και ανοίγει τον δρόμο σ’ όλο το ανθρώπινο γένος για την άνοδο και είσοδό του στα ουράνια και αληθινά Άγια των αγίων και έτσι μετά απ’ αυτό φαίνεται ότι καταργεί τον μωσαϊκό νόμο, ο οποίος επειδή δεν μπορούσε να μας δικαιώσει και να μας καθαρίσει από την αμαρτία, σχεδόν μας εμπόδιζε όλους να μετέχουμε σε κάθε μορφή αγιότητας. Επρόκειτο βέβαια ο Χριστός με τη θεία χάρη να μας δικαιώσει όλους και «αφού με τον σταυρικό θάνατό του γκρέμισε ό,τι σαν τοίχος μας χώριζε και προκαλούσε έχθρα», άνοιξε για όλους τους ανθρώπους τις εισόδους, που ήταν προηγουμένως άβατες, και αφού μας άγιασε όλους και μας καθάρισε με νερό και άγιο Πνεύμα, μας δέχτηκε στα Άγια. Γι’ αυτό τώρα στον ναό υποδέχεται την Παρθένο. Και όσα συμβαίνουν τώρα στη Θεοτόκο, μοιάζουν σαν να μας δίνει ό Θεός αξιόπιστα ενέχυρα για τη συμφιλίωση αργότερα ολόκληρου του ανθρώπινου γένους μαζί του.
Μικρό παιδί αφιερώνεται εξαιτίας της έλλειψης κακίας και εξαιτίας της ευθύτητάς του· «Γιατί η βασιλεία του Θεού ανήκει σε ανθρώπους που είναι σαν κι αυτά» και «Βοηθάει ο Κύριος τους αθώους και βλέπει με ευμένεια τους ευθείς ανθρώπους». Μιλάμε για γυναίκα, που εξαιτίας της Εύας προήλθε η αμαρτία, ώστε «εκεί όπου πλεόνασε η αμαρτία, εκεί θα υπερπερισσεύσει η χάρη του Θεού». Και ενώ η γυναί¬κα διώχτηκε από τον παράδεισο, θα προηγηθεί της φύσης της και θα εισέλθει στα Άγια των άγιων, θα είναι τριών ετών, γιατί έτσι συμβολίζεται η αγία Τριάδα, αυτή που αυξάνει την αγιότητα. Τί σημαίνει η πομπή: Είναι η ελεύθερη διατύπωση της χάρης του θεού, η οποία απλώθηκε σ’ ολόκληρη τη γη και δεν περιορίσθηκε σ’ ένα τόπο σύμφωνα με τη στενή αντίληψη του νόμου. Τί σημαίνει η παρουσία νέων κοριτσιών; Ψυχές του «καινούργιου ζυμαριού» του Θεού, που συμπορεύονται μιμούμενες την Παρθένο. Μπορώ να διακρίνω κάποιον συμβολισμό στις λαμπάδες που κρατούν; Είναι το φως της ζωής, που λάμπει για να δοξάζεται ο Θεός, είναι ο φωτισμός της γνώσης, αυτό που ανάβει και κρατιέται από δυνατά χέρια, κι όχι σαν να το κρατούν αποκαμωμένα χέρια και εγκαταλελειμμένο από κάθε δύναμη, όπως λέει ο θείος Δαβίδ, ότι και «το φως των οφθαλμών κι αυτό ακόμη σβήνει». Γιατί το άγιο Πνεύμα θα αποφύγει τον δόλο και δεν θα κατοικήσει σε σώμα καταχρεωμένο με πολλές αμαρτίες.

Χθες ήσουν, ακροατή, μια στείρα και άκαρπη ψυχή, που δεν μπορούσε να γεννήσει ένα τέκνο, το οποίο θα ήταν άξιο να δει το φως της ζωής; Σήμερα λάβε μέσα σου τον δεσποτικό φόβο και με χρήσιμες νηστείες, με δάκρυα, με δοξολογίες, γέννησε για τον εαυτό σου τα αγαθά όντως σπέρματα και πνεύμα σωτηρίας και θρέψε, παιδί μου, και αύξησε την πίστη σου μέχρι αυτή να φτάσει την πίστη της σεβάσμιας Τριάδας. Μην ασπάζεσαι την πολυθεΐα, γιατί αυτό είναι κάτι χυδαίο, ούτε έναν Θεό με μια μόνον υπόσταση, γιατί αυτό είναι κάτι φτωχό. Το πρώτο έχει σχέση με την ειδωλολατρική αισχρότητα και με την επινόηση της διαδοχής της θεότητας, το δεύτερο έχει σχέση με την ιουδαϊκή μικροπρέπεια, επειδή τα τρία δεν χωρούν μαζί εξαιτίας της στενότητας της σκέψης τους. Πρόσφερε το αφιέρωμά σου στον Κύριο, από τον οποίο προέρχεται «κάθε καλή προσφορά», και μην αφιερώνεις ό,τι καλό καταφέρεις να κάνεις νομίζοντας ότι προέρχεται από τους κόπους σου, αλλά να ξέρεις πως αυτό οφείλεται στη δύναμη και στη χάρη εκείνου. Ας σε φωτίζει και το άσβεστο φως της παρθενίας ή της σωφροσύνης κι έτσι θα γίνεις άξιος να εισέλθεις εσύ ή να εισαγάγεις άλλον στα Άγια των αγίων. Γιατί χωρίς «αγιασμό και καθαρότητα κανείς δεν θα αντικρύσει τον Κύριο», όπως λέει ο Παύλος. Έχε εμπιστοσύνη στον Κύριο. Έτσι βέβαια θα τραφείς με τον μυστικό θεϊκό άρτο, που θα μεταφέρει άγγελος και θα σου τον προσφέρει, αν βέβαια λέμε και πιστεύουμε ότι ο ιερέας είναι άγγελος του Κυρίου.

(Δημητρίου Γ. Τσάμη, «Θεομητορικόν», τ.Β΄, εκδ. Ορθ. Χριστ. Αδελφότητα ΛΥΔΙΑ, σ. 57-69, απόσπασμα)



Δευτέρα, Νοεμβρίου 20, 2017

Και είδον και ιδού πλήρης δόξης ο οίκος Κυρίου!- Ηλίας Μηνιάτης



Ιδού η μεγαλύτερα θυσία, όπου να έγεινε προς τον Θεόν, αφού εκτίσθη ο κόσμος. Μαρία, η αειπάρθενος κόρη, εις την ηλικίαν τριών χρόνων προσφέρεται να αφιερωθή προς τον Κτίστην, εις τον ναόν της Ιερουσαλήμ. Καθώς δεν εστάθη άλλο ένα τελειότερον πράγμα, έτσι δεν εστάθη άλλη μία τιμιωτέρα προσφορά και εις τον Θεόν πλέον ευπρόσδεκτος. Όθεν, όταν εγώ με ευλαβητικήν θεωρίαν στοχάζομαι την σεβάσμιον ταύτην είσοδον, φαίνεται μοι να βλέπω ένδοξον αλη­θινά και λαμπράν πανήγυριν εδώ κάτω εις την γην, μέσα εις την αγίαν πάλιν άλλ' όμως και άλλην ενδοξοτέραν και λαμπροτέραν φαν­τάζομαι εκεί επάνω εις τον ουρανόν, μέσα εις τον παράδεισον. Βλέ­πω εδώ να προπορεύωνται λαμπαδηφόροι παρθένοι, πανηγυρίζουσαι χαρμασύνως την αειπάρθενον και εκεί αστραπομόρφων αγγέλων ταξιαρχίαι να χορεύουσιν, υμνολόγουσαι φαιδρώς την εν σώματι καθαρωτέραν των Ασωμάτων.

Εδώ ο μέγας αρχιερεύς απλώνει τας ευλαβητικάς χείρας και, θεία επιπνοία εμφορηθείς, εισάγει μέσα εις τα άγια των αγίων την έμψυχον κιβωτόν τού αγιάσματος˙ και εις τον ίδιον καιρόν ανοίγει τους μακαρίους κόλπους ο προαιώνιος πατήρ και δέχεται εκ δεξιών τού θρόνου της θείας μεγαλειότητος τού υιού αυτού την προορισθείσαν μητέρα. Διπλή είναι η είσοδος της κεχαριτωμένης Θεόπαιδος· μία μεν ορατή εδώ εις το ιερόν, και άλλη νοερά εκεί εις τας λαμπρότητας των αγίων και δια τούτο, εδώ πλήρης θείας φωτοφανείας ακτινοβολεί ο ναός τού Σολομώντος, και εκεί διπλούν αστράπτει της τρισηλίου θεαρχικής αίγλης το τρισόλβιον φως· όθεν ίσως εις τούτο αφεώρα ο Ιεζεκιήλ, όταν έλεγε˙ «και είδον, και ιδού πλή­ρης δόξης ο οίκος Κυρίου»· ο οίκος Κυρίου, και επίγειος δηλαδή και ουράνιος. 

Όμως εγώ, φιλέορτοι ακροαταί, δεν θέλω σήμερον να στοχασθώ άλλο, ούτε εις την γην ούτε εις τον ουρανόν, παρά αυτήν την θοοχαρίτωτον Κόρην, την οποίαν, βλέποντας να εμβαίνη εις τον ναόν τού Θεού, την στοχάζομαι αληθινά ένα έμψυχον ναόν της Θεότητας, περί τού οποίου ημπορώ να ειπώ αρμοδιώτερον «και είδον, και ιδού πλήρης δόξης ο οίκος Κυρίου».

Αυτή η Παρθένος το ομολογεί: «εποίησέ μοι μεγαλεία ο δυνατός· εποίησε κράτος εν βραχίονι αυτού»· οπού θέλει να ειπή: δια να την πλάση ο Θεός, έκαμε τόσον, όσον εδύνατο να κάμη ένας Θεός παντοδύναμος. Την έπλασε με ένα κάλλος σωματικόν, οπού παραβαλλόμενον, αυξάνει πολύ αυτό το κάλλος των άυλων πνευμάτων. Με μίαν ψυχήν, σκεύος δεκτικόν όλων ομού των υπερφυών χαρισμάτων τού πνεύματος· Με ένα νουν, φωτισμένον προς την γνώσιν της αληθείας, με όλας τας ακτίνας των θείων εκλάμψεων. Με θείαν θέλησιν, αναμμένην προς την έφεσιν τού αγαθού, με όλας τας φλόγας τού θείου έρωτος, οπού εστάθη ακατά­παυστα ενεργούν και συνεργούν το πανάγιον Πνεύμα. Ο Ιερός Αυ­γουστίνος ονομάζει την πλάσιν της παρθένου: «έργον αϊδίου βουλής». Τούτος ο κόσμος, οπού βλέπομεν.......................
Πράγμα εξαίσιον εστάθη εις την οικοδομήν τού ναού˙ διατί λέ­γει «και ο οίκος εν τω οικοδομείσθαι αυτόν, λίθοις ακροτόμοις ολοκλή-ροις ωκοδομήθη˙ και σφύρα και πέλεκυς και παν σκεύος σιδήρου ουκ ηκούσθη», και τα εξής... Αλλά διατί τόση έξοδος και τόση επιμέλεια εις την οικοδομήν; διατί· και τα εξής...................
Αλλά πλέα εξαίσιον πράγμα εστάθη εις την Παρθένον, η οποία, επειδή και έμελλε να είναι (καθώς ψάλλει η Εκκλησία) ο καθαρώτατος ναός τού Σωτήρος, το ιερόν θησαύρισμα της δόξης τού Θεού, το κατοικητήριον της σεσαρκωμένης Θεότητος, το έμψυχον παλάτιον τού ουρανίου Βασιλέως, ήτον και κατά το σώμα και κατά την ψυχήν—λέγει ο θεολόγος — προετοιμασμένη, προκαθαρμένη, τετελειωμένη, κεχαριτωμένη. «Άνθρωπος Θεός κυηθείς εκ Παρθένου, και ψυχήν και σάρκα προκαθαρθείσης τω Πνεύματι»· εις τρόπον ότι η Παρθένος Μαρία, όταν έγεινεν από τον Θεόν, υπερέβη την φύσιν τού νόμου, και όταν εγέννησε τον Θεόν, υπερέβη τον νόμον της φύσεως.

Εννέα πράγματα ήτον μέσα εις τον ναόν τού Σολομώντος, τα ιερώτερα και σεβασμιώτερα· πρώτον η Επτάφωτος λυχνία· δεύτερον η τράπεζα της προθέσεως των άρτων τρίτον το χρυσούν θυμιατήριον τέταρτον, η στάμνος η χρυσή, όπου είχε το μάννα· πέμπτον, αι πλά­κες της Διαθήκης, όπου ήτον γραμμένος ο δεκάλογος· έκτον, η ράβδος τού Ααρών, όπου εβλάστησεν εβδομον, η κιβωτός· όγδοον τα Χερουβίμ, όπου επεσκίαζον το Ιλαστήριον και έννατον τα άγια των άγιων όλα τύπος, όλα αινίγματα και σκιαί των προνομίων της Θεομήτορος. Αυτή ήτον όντως η επτάφωτος λυχνία των επτά χαρισμάτων τού α­γίου Πνεύματος, με τα οποία έλαμπε — λέγει ο μέγας Αθανάσιος — από τους πρώτους χρόνους της ηλικίας. Αυτή ήτον η ζωηφόρος τρά­πεζα του άρτου της ζωής. Αυτή το χρυσούν θυμιατήριον όπου εκράτησεν αφλέκτως το πυρ της Θεότητος. Αυτή η στάμνος η χρυσή, οπού εβάσταξε το ουράνιον μάννα. Αυτή η πλάκα, οπού έφερε σωματούμενον τον ενυπόστατον Λόγον. Αυτή η ράβδος, όπου εβλάστησε παραδό­ξως το άνθος της αφθαρσίας. Αυτή η κιβωτός, οπού έσωσεν εκ τού κα­τακλυσμού της αμαρτίας το ανθρώπινον γένος. Αυτή το θείον ιλαστήριον, οπού επεσκίαζεν, όχι τα Χερουβίμ, άλλ' αυτή η δύναμις τού Υψίστου. Αυτή η θεοδόχος γαστήρ, τα όντως άγια των αγίων, οπού άπαξ εισήλθεν ασπόρως και εξήλθεν αφθόρως ο αθάνατος Αρχιερεύς, όταν ο Λόγος σαρξ εγένετο.

Και ιδού η Παρθένος Μαρία, ναός έμψυχος τού Θεού, τον οποίον επροεικόνιζε τυπικώς εκείνος τού Σολομώντος· όθεν και η δό­ξα εκείνη, οπού επλήρωσε μετά την καθιέρωσιν τον ναόν τού Σολο­μώντος, αίνιγμα μόνον αμυδρόν ήτον της απειρουσίου δόξης, οπού επλήρωσε την Θεομήτορα, περί της οποίας προφητικώς το Πνεύμα το άγιον προανεφώνησε˙ «και είδον, και ιδού πλήρης δόξης ο οίκος Κυ­ρίου». Διατί, τριών χρόνων ούσα η Παρθένος, εισήλθεν εις τον ναόν; εις τους τρεις χρόνους, γνωρίζεται το μέγεθος της ηλικίας τού ανθρώπου˙ όστις, όσος είναι εις τους τρεις χρόνους, δύο φοραίς τόσον ακόμη αυξάνει και όχι περισσότερον ή ολιγώτερον το σημειώνει ο μέγας Βα­σίλειος εις την εξαήμερον: «όσος εν τη τριετία, δις τοσούτος έσται». Τριών χρόνων ήτον η Παρθένος και είχε τόσην αγιότητα οπού ενομίσθη αξία να εισέλθη εις τα άγια των αγίων, όπου δεν εισέβαινε τινάς άλλος, παρά μόνος ο Αρχιερεύς, και τούτος μίαν φοράν τον χρόνον λοιπόν από τούτο απεικάζομεν, πως η Παρθένος με τον καιρόν έμελλε να αυξήση δύο φοραίς τόσον ακόμη εις την αγιότητα˙ ήγουν, καθώς ούσα τριών χρόνων υπερέβαινεν εις την αγιότητα όλους τους δικαίους και προφήτας και πατριάρχας τού παλαιού νόμου· έτσι έμελ­λε να αυξήση άλλο τόσον εις την αγιότητα, άλλο τόσον να υπερέβη όλους τους Αποστόλους και μάρτυρας και οσίους και διδασκάλους της Εκκλησίας· Και πάλιν άλλο τόσον να υπερέβη όλους και Αγγέλους και Αρχαγγέλους και Σεραφείμ και Χερουβείμ του ουρανού. Όθεν, αν τριών χρόνων έφθασεν έως εις τα άγια των αγίων τού ναού, έως τέλους θέλει φθάσει έως εις τα άγια των αγίων τού παραδείσου˙ Έως δηλαδή εις αυτόν τον θρόνον της τρισηλίου Θεότητός. Και εδώ αλη­θινά την προείδεν ανεβασμένην ο προφητάναξ Δαυίδ: «παρέστη η βασίλισσα εκ δεξιών σου»· και τούτο είναι το σωστόν μέγεθος της αγιότητας, οπού έλαβεν η Παρθένος, ο έμψυχος ναός τού Θεού˙ πλήρης χάριτος εδώ εις την γην, πλήρης δόξης εις τον ουρανόν «και είδον, και ιδού πλήρης δόξης ο οίκος Κυρίου».


Αλλά εσύ, δεδοξασμένη Παρθένε, εσύ εμβαίνεις σήμερον εις τον ναόν τού Θεού, ο έμψυχος ναός τού Θεού· εμβαίνεις εις τα άγια των αγίων, το ηγιασμένον σκήνωμα τού Υψίστου· εμβαίνεις εις το ιλαστήριον τού Κυρίου, ο ιλασμός των ψυχών ημών˙ και ημείς, ωσάν αι λαμπηδοφόροι Παρθένοι, με καρδίας αναμμένος από ευλάβειαν, σε δορυφορούμεν νοερώς και πανηγυρίζομεν εν αγαλλιάσει πνευματική τα ένδοξά σου εισόδια.

ηλία μηνιάτη,επισκ Κερνίκης και Καλαβρύτων, λόγος εις τα εισόδια της θεοτόκου

Σάββατο, Νοεμβρίου 18, 2017

Ένατη Κυριακή του Λουκά: Η αφροσύνη της απληστίας


Τις τελευταίες αυτές Κυριακές, συχνά το ευαγγέλιο αναφέρεται στον πλούτο και την ασπλαχνία. Διότι ο χειμώνας ο οποίος έρχεται,είναι βαρύς για κάθε φτωχό και πένητα και ο άνθρωπος κάθε εποχής δεν έχει το δικαίωμα να περιορίζεται στην λατρεία του εαυτού του και την δουλεία στην απληστία του, αλλά να κοιτάζει τον αδελφό του πού στερείται, γιατί κάθε χειμώνας είναι δυσβάσταχτος για τον ταπεινό και πολύ λαό .Οι πατέρες οι οποίοι διέταξαν την σειρά των ευαγγελίων μιμούνται θα λέγαμε τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος πριν από  τον βαρύ χειμώνα σε καιρό πείνας έγινε επαίτης για τον Χριστόν με την περίφημη λογία, τον έρανο δηλαδή των εκκλησιών για την δοκιμαζόμενη εκκλησία της Ιουδαίας.

Ο Ιερός Χρυσόστομος ορίζει τον πλούτο ως κάτι το άψυχο και αδιάβλητο, το οποίο δεν μπορεί να είναι κακό, παρά μόνον στην άκριτη διαχείριση του από τον καθένα μας. Ο ίδιος ωστόσο πατέρας παραδέχεται πώς οι πλούσιοι είναι ελεεινότεροι ζητιάνοι από τους φτωχούς, γιατί αναπτύσσουν μια αρρωστημένη εξάρτηση από τα υλικά αγαθά, από την ακόρεστη δίψα για πλούτο και έτσι εξαχρειώνονται και γίνονται δούλοι της ύλης. Ο ίδιος ο Χριστός ανάμεσα σε όλα τα δαιμόνια, ονόμασε τον μαμωνά, την χαλδαϊκή θεότητα του πλούτου,σαν ανταγωνιστή του Θεού στην καρδιά των ανθρώπων. Και είπε με έμφαση πως κάθε άνθρωπος δεν μπορεί παρά να είναι ή δούλος στον Θεό ή δούλος στον μαμμωνά. Η πρόκριση της λατρείας αυτού του δαιμονίου, αυτού του πάθους, έναντι όλων των άλλων , αποδεικνύει τον μεγάλο και επικίνδυνο πειρασμό, αυτού του σκοτεινού έρωτα.

Λένε οι πατέρες:"Ρίζα πάντων κακών η φιλαργυρία". Η απληστία στην πράξη της κατήντησε τα έθνη υπόδουλα και δυστυχισμένα, ενώ η πονηρή μεθοδεία των οικονομιστών εξαθλίωσε συνειδήσεις, λαούς και πρόσωπα. Και πόσο ακριβά το πληρώνουμε όλοι σήμερα, την εποχή της περιβόητης οικονομικής κρίσης!Όταν υποδουλωθήκαμε στο χρήμα, υποδουλωθήκαμε στην θεραπεία ποικίλλων παθών και αλοίμονο χάσαμε και την πνευματική και την σωματική μας περιουσία και ελευθερία.

Αδηφάγος ο άνθρωπος, καταστροφικός για την φύση, καταστροφικός για τον αδελφό του, επινοητικός στην εύρεση τρόπων, ώστε να ξεχειλίσει το μάτι και η κοιλία με αγαθά υλικά και πρόσκαιρα, εις βάρος κάθε συνειδησιακής ηθικής, κάθε αξίας, έναντι και ενάντια του Δικαιοκρίτη Θεού! Ο άνθρωπος καταφέρνει να ξεχνάει τον θάνατο, το αιφνίδιο και ανέλπιστο του θανάτου. Οι ευλογημένες ψυχές γνωρίζοντας την αλήθεια πως "στον καθένα μας επίκειται να πεθάνει και μετά τούτο κρίσις", προσεύχονται στον Θεό, να τους βρει η έξοδος από τούτον τον κόσμο πνευματικά έτοιμους. Όσοι όμως θεοποίησαν την ματαιότητα του κόσμου, όχι μόνο δεν σκέφτονται την ώρα του θανάτου, αλλά καταφέρνουν να εξοβελίζουν από την σκέψη και την ζωή τους την φρικτή πραγματικότητα.Από την άλλη,ένας διανοητής  αυτού του αιώνα υπογραμμίζει ότι όσο ο άνθρωπος θυμάται τον θάνατο, πέφτει με τα μούτρα στην ικανοποίηση της σάρκας και των αισθήσεων του, για να προλάβει να κατακτήσει και να γευτεί τα πάντα, πριν πεθάνει.Γιατί στο νού του έχει ένα μεταθανάτιο Μηδέν. Την ανυπαρξία κοινωνίας ή μη κοινωνίας με τον Θεό. Μα μια τέτοια κοιλία και όχι άνθρωπος πλέον, ούτε με τα γήινα θα καταφέρει να χορτάσει, ούτε τα ουράνια θα απολαύσει ποτέ.Αυτή η ελεεινή πραγματικότητα επεκτείνει την έννοια του πλουσίου, δηλαδή του εγωϊστή και άθεου άνθρωπου σε κάθε τάξη  οικονομική και κοινωνική, στον άνθρωπο της "διπλανής πόρτας", μια υπενθύμιση ακόμα και σε εμάς τους ίδιους. 


Η Εκκλησία αυτή την περίοδο προβάλλει το εκκλησιαστικό αγαθό της νηστείας. Το ονομάζουμε αγαθό γιατί είναι από πολλές απόψεις. Και εκκλησιαστικό γιατί δεν είναι επιλογή προσωπική, αλλά κοινωνική έκφραση ολόκληρου του σώματος, κοινή εξωτερική έκφραση πού ερμηνεύεται ως δόσιμο της Εκκλησίας και του καθένα μας χωριστά προς τον κόσμο πού στερείται και πάσχει. Όταν νηστεύω εκτιμώ την αξία της ολιγάρκειας, εκτιμώ το δίκαιο και την αδικία ταυτόχρονα, γιατί γίνομαι σπλαχνικότερος στους λιγότερο ευνοημένους.Η στέρηση με βοηθά στην ταπείνωση, στην μνήμη του πρόσκαιρου, με φέρνει στην θέση αυτού πού στερείται και αδικείται, αυτού πού μοιράζεται την κοινή φύση και πορεία με μένα, στην φιλοσοφία και υπέρβαση του θανάτου.Γιατί ο θάνατος τρομάζει τους υλοπαθείς και τους αμαρτωλούς, αυτούς πού αγαπούν τον εαυτό τους και όχι τους φιλοσόφους των ουσιαστικών πραγμάτων αυτού του βίου. Και πάνω απ'όλα  με την νηστεία ξεριζώνω την καταραμένη φιλαργυρία. Δεν ζω για μένα, αλλά ο Χριστός πού μορφώνεται και ζεί μέσα μου, αρχίζει και ζεί για τον άλλο, γίνεται ο άλλος. Μοιράζομαι το ψωμί μου και κάτι περισσότερο: το στερούμαι για να το διανείμω. Η αφροσύνη της απληστίας, η τρέλα του ειδώλου εγώ θεραπεύεται με αυτό το μοίρασμα και το δόσιμο. 

Ας βγούμε λοιπόν από την φυλακή του εαυτού μας, μήπως βρούμε την πραγματική ελευθερία. Η Εκκλησία μας δίνει συνεχώς πνευματικές ευκαιρίες και αφορμές με έμπρακτα παραδείγματα και μακρές περιόδους επιστροφής, όπως αυτή η σαρακοστή των χριστουγέννων. Ας την εκμεταλλευτούμε στο έπακρον!

ππκ 2013, διορθωση σήμερα 18-11-17