Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ πιὸ σημαντικὸ μήνυμα στὴ ζωή μας. Ἂς προσπαθήσουμε νὰ τὸ δοῦμε ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν θεολογικὴ - θρησκευτική του πλευρά, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ γωνία τοῦ κοινοῦ, τοῦ καθημερινοῦ ἀνθρώπου.
Ὅπου καὶ νὰ κοιτάξω στὴν ζωή μου βλέπω τὸν θάνατο νὰ παραμονεύει. Πρῶτα-πρῶτα ὅλοι ξέρουμε ὅτι εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει τὸν τελευταῖο λόγο, ὁ τελικὸς νικητής. Τὸ ξέρει καὶ τὸ ξέρουμε ὅτι δὲν θὰ τοῦ ξεφύγουμε στὸ τέλος.
Στὸ διάβα στῆς ζωῆς μου βιώνω πολλοὺς θανάτους πρὶν ἀπὸ τὸν τελικό. Τὸ θάνατο τῶν ἐλπίδων μου καὶ τῶν προσδοκιῶν μου γιὰ μιὰ καλλίτερη ζωή. Τὴν ἀποτυχία πολλῶν σχεδίων. Ἡ ζωή μας εἶναι τόσα ὄνειρα, τόσες ὡραῖες προσδοκίες, ἀλλὰ οἱ πιὸ πολλὲς πεθαίνουν, δὲν πραγματοποιοῦνται, καὶ τελικὰ ἀφήνουν τὴν πίκρα, ἢ τὴν δικαιολογία τῆς συνθηκολόγησης, ὅτι ἔτσι εἶναι ἡ ζωή.
Τὸν διακρίνω νὰ ἀρχίζει νὰ ροκανίζει τὴν δύναμή μου, τὴν νιότη μου, πιὸ πολὺ τὴν διανοητική μου ἱκανότητα. Προσπαθεῖ νὰ σβήσει τὴ μνήμη μου. Ἀσπρίζει τὰ μαλλιά μου. Δὲν μὲ ἀφήνει νὰ βλέπω τὸν κόσμο.
Πολλὰ θὰ μποροῦσα νὰ πῶ ἀλλὰ ἴσως δὲν χρειάζεται, ὅλοι μας ξέρουμε πῶς εἶναι τὸ ἄσχημο πρόσωπο τοῦ θανάτου (Χεμινγουέι). Καὶ ἂν πεῖ κανείς, δὲν μὲ νοιάζει μπορῶ νὰ τὸν κοιτάζω κατάματα, μὲ περιφρόνηση καὶ εἰρωνεία, καὶ νὰ τὸν φτύσω καταπρόσωπο τὴν ὥρα ποὺ θὰ μοῦ παίρνει τὴ ζωή, θὰ τὸ καταλάβαινα, ξέρω τί θὰ πεῖ νὰ πεθαίνεις μὲ ἀξιοπρέπεια τουλάχιστον, ὁ Ἀλμπὲρ Καμὺ τὸ ἐξέφρασε τόσο ὄμορφα, ὅμως καὶ πάλι μὲ νικᾶ.
Ὁ θάνατος αὐτῶν ποὺ ἀγαπῶ εἶναι πιὸ ὀδυνηρός. Πῶς θὰ ἀντέξω νὰ πεθαίνει ὅτι ἀγάπησα; Πόσο ὀδυνηρὸ εἶναι νὰ πεθαίνουν τὰ λουλούδια, νὰ πεθαίνει κάθε ὀμορφιά! Πολὺ περισσότερο εἶναι τρομερὸ νὰ πεθαίνει τὸ πρόσωπο ἢ τὰ πρόσωπα ποὺ ἀγαπῶ. Ὅτι ἀγαπῶ εἶναι αὐτὸ ποὺ στοιχειοθετεῖ τὴν ζωή μου. Εἶναι αὐτὸ ποὺ τῆς δίνει νόημα. Ἡ ζωή μου εἶναι μιὰ σχέση. Τελικὰ ὁ ἄλλος ἢ ἡ ἄλλη εἶναι ἡ ζωή μου. Ἡ φιλοσοφία τὸ λέει τόσο ὡραία.
Ἡ ζωή μου εἶναι μιὰ σχέση ἕνας διαρκὴς διάλογος μὲ τὸν ἄλλο. Ἀκόμα καὶ ἡ σκέψη δὲν εἶναι παρὰ ἕνας διάλογος. Πεθαίνοντας ὁ ἄλλος πεθαίνω καὶ ἐγὼ σιγὰ-σιγά. Γιατὶ σταματοῦν πιὰ οἱ σχέσεις μου. Ἡ μοναξιὰ μὲ κυριεύει.
Ἡ ὀσμὴ τοῦ θανάτου κρύβεται παντοῦ καὶ ἀναδύεται τὴ νύχτα ποὺ κι αὐτὴ εἶναι ἕνας θάνατος. Ὁ Χεμινγουέι τὴν περιγράφει μὲ ἄφθαστο τρόπο στὰ λόγια τῆς Πίλαρ...
Τώρα μπορῶ νὰ δῶ γιατί ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τόσο σημαντικὴ γιὰ τὴ ζωή μου. Ἐπειδὴ Αὐτὸς ἀναστήθηκε θὰ ἀναστηθῶ καὶ ἐγώ. Μὰ τί λέγω; Θὰ ἀναστηθεῖ τὸ πρόσωπο ἢ τὰ πρόσωπα ποὺ ἀγάπησα. Θὰ ἀναστηθεῖ γιατὶ ἀνέστη ὁ Χριστός. Θὰ ἀναστηθεῖ καὶ θὰ γίνει τέλειο, θὰ μοιάζει μὲ τὸν Χριστό.
Ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε σωματικά, ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι γιὰ πάντα ἑνωμένη μὲ τὸν Θεό, καὶ ποτὲ πιὰ δὲν θὰ χωρίσει. Ἡ πτώση μου, δὲν μπορεῖ νὰ ἀλλάξει τὸ γεγονὸς αὐτὸ μὲ τίποτα. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ βαθιὰ σημασία τοῦ δόγματος τῆς Χαλκηδόνος, τῆς 4ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση, ἡ ἀνθρώπινη φύση δὲν ἦταν ἑνωμένη μὲ τὸ Θεό, καὶ μὲ τὴν πτώση εἰσῆλθε ἡ κατεύθυνση πρὸς τὸ μηδέν, τὸ εἶναι πρὸς θάνατον. Μὲ τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἀνάληψη, ἡ φύση μας εἶναι ἑνωμένη μὲ τὸν Θεό, ἀτρέπτως ἀδιαιρέτως, ἀσυγχύτως καὶ ἀχωρίστως. Ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς σώζει μόνο ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας, θὰ ἀρκοῦσε ἡ ἁπλὴ συγνώμη του γιὰ αὐτό. Μὰ ἦρθε καὶ νίκησε τὸ θάνατο. Γιατί αὐτὸ εἶναι τελικὰ τὸ πιὸ σημαντικό.
Μερικοὶ σὰν γνήσιοι ὀπαδοὶ τοῦ Πλάτωνα λένε ὅταν πεθαίνει κανείς: «Πρέπει νὰ χαίρεσαι γιατί ἡ ψυχή του εἶναι κοντὰ στὸ Θεό». Ὅμως τότε τί νόημα ἔχει ἡ ἀνάσταση; Ὄχι! Ὁ θάνατος εἶναι κάτι ποὺ πρέπει νὰ κλάψουμε, μᾶς καλεῖ νὰ κλάψουμε ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὄχι μόνο εἶναι ἡ ἐγγύηση τῆς ἀνάστασης αὐτῶν ποὺ ἀγαπῶ ἀλλὰ καὶ μιᾶς ἄλλης ποιότητας ζωῆς. Γιατὶ τώρα ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι γιὰ πάντα ἑνωμένη μὲ τὸν Θεό, ἀχώριστα καὶ ἀσύγχυτα. Εἶναι τὸ ἔσχατο μυστήριο, τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἄλλο νὰ ἀγαπᾶς κάτι, πχ. τὸ σκύλο σου καὶ ἄλλο νὰ γίνεσαι σκύλος. Ἄλλο τὸ συναίσθημα καὶ ἄλλο τὸ νὰ γίνεσαι ἕνα μὲ κάτι. Τὸ ἴδιο ἔκανε ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς. Γιατὶ μᾶς ἀγαπᾶ. Μᾶς ἀγαπᾶ χωρὶς κανένα λόγο, καμία ἀναγκαιότητα, οὔτε γιατί τὸ ἀξίζουμε ἡ ὄχι.
* * *
Τὸ σῶμα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ μέλλοντος αὐτῶν ποὺ ἀγαπῶ καὶ τοῦ δικοῦ μου βέβαια. Τέλειο, πέρα ἀπὸ κάθε ἀνάγκη, πάνω ἀπὸ τοὺς νόμους τῆς φύσης, τῆς βαρύτητας τῆς ἀνάγκης κτλ. Ἔτσι θὰ εἶναι καὶ τὸ σῶμα μας, μιὰ τέλεια ὀμορφιὰ μέσα στὸ φῶς τοῦ Θεοῦ.
Θὰ μοῦ ἔλεγε ὁ φίλος μου ἀπὸ τὴν Κίνα, ὅτι γιὰ μένα δὲν ἔχει σημασία ὁ θάνατος, ἀφοῦ ἐγὼ πιστεύω στὴν μετεμψύχωση. Ὅμως τελικὰ μήπως ἡ μετεμψύχωση δὲν εἶναι ὁ χειρότερος, θάνατος; Γιατὶ μὲ τὴν μετεμψύχωση δὲν μπορῶ νὰ ἀγαπήσω γιὰ πάντα. Πῶς μπορῶ νὰ πῶ σὲ αὐτὴν ποῦ ἀγαπῶ, σὲ ἀγαπῶ γιὰ πάντα; Δὲν μπορῶ νὰ πῶ γιὰ πάντα, γιατὶ σὲ αὐτὴ τὴ ζωὴ σὲ ἀγαπῶ, ἀλλὰ στὴν ἄλλη μετεμψύχωση θὰ ἀγαπῶ μιὰ ἄλλη, ἄλλοτε θὰ εἶμαι ἄνδρας γυναίκα, ζῶο. Συνεπῶς ἡ ποιότητα τῶν σχέσεών μου εἶναι πολὺ χαμηλή.
Θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι δὲν πειράζει αὐξάνονται οἱ ἐμπειρίες μου, ὡριμάζω μέσα σὲ τόσες μετεμψυχώσεις. Ὅμως ἀκόμα κι ἂν παρακάμψουμε τὸ πρόβλημα τοῦ ποιὸς εἶμαι τελικὰ ἐγώ, τί εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει ὅτι εἶμαι ἐγὼ σὲ κάθε μετεμψύχωση, πάλι δὲν παύει νὰ εἶναι φανερὴ ἡ ἔλλειψη τῆς τέλειας ἀγάπης, ἀφοῦ χρησιμοποιῶ τὸν ἄλλο ἔστω γιὰ τὴν τελείωσή μου, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ ἑνωθῶ μαζί του τελικά. Κι ἂν ἑνωθῶ θὰ ἑνωθῶ περιστασιακά. Πόσο νιώθουν ὅλοι αὐτὸ τὸ βαρὺ καὶ βουβὸ θάνατο στὴν ἀνατολικὴ φιλοσοφία... Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ προσπάθεια γιὰ τὸ σπάσιμο τοῦ ὀδυνηροῦ κύκλου τῆς μετεμψύχωσης. Τὸ σταμάτημα τῶν ζωῶν ποὺ εἶναι θάνατοι. Εἶναι φοβερὸ νὰ ξέρεις ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι τελικὰ ἕνας θάνατος. Ὁ Σὰρτρ εἶπε, μᾶς ἔδειξε, πὼς ὁ ἄλλος εἶναι ἡ κόλασή μου, γιατὶ βλέπω σὲ αὐτὸν τὸν περιορισμό μου, ἡ μετεμψύχωσή μου δείχνει πὼς ἡ ἴδια ἡ ζωὴ εἶναι ὁ θάνατος ἀφοῦ τελικὰ δὲν μπορῶ νὰ ἀγαπῶ γιὰ πάντα. Ὅμως ὅταν σπάσει ὁ κύκλος τῶν μετεμψυχώσεων, τί γίνεται; Ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει τὸ πρόσωπο ὑπάρχει μόνο μιὰ γενικὴ κατάσταση ποὺ ὀνομάζεται εὐτυχία. Ὅμως δὲν εἶναι ἀγάπη. Πρῶτα γιατί δὲν ὑπάρχει σάρκα, καὶ ἐγὼ ξέρω ὅτι ἀγαπῶ ἀνθρώπους μὲ σάρκα καὶ μετὰ γιατί δὲν ὑπάρχει Θεὸς συνεπῶς δὲν ὑπάρχει προσωπικὴ ὕπαρξη τέλεια καὶ γιὰ πάντα.
Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, ὄχι μόνο ἔχει ἀγάπη ἀλλὰ εἶναι ἀγάπη. Ἐγὼ μπορεῖ νὰ ἔχω λίγη ἀγάπη ἀλλὰ δὲν εἶμαι ἀγάπη. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη γιατὶ εἶναι κοινωνία τριῶν προσώπων, Πατὴρ Υἱὸς Ἅγιο Πνεῦμα. Ἂν ἕνα πρόσωπο ἀπὸ αὐτὰ δὲν ὑπάρχει δὲν ὑπάρχει Θεός, δὲν ὑπάρχουν καὶ τὰ ἄλλα δύο. Ὅμως ἂν δὲν ὑπάρχει ὁ φίλος μου, ἢ ἂν δὲ μὲ ἀγαπᾶ κάποιος, ἐγὼ θὰ ὑπάρχω. Ὁ Θεὸς μᾶς καλεῖ σὲ αὐτὸ τὸν τρόπο τῆς ὕπαρξης. Τὸ νὰ ὑπάρχουμε στὴν νιρβάνα, εἶναι ἀκόμα τὸ νὰ ὑπάρχουμε μέσα στὸν κτιστὸ κόσμο, χωρὶς τὴν δυνατότητά του νὰ ὑπάρχουμε ἐπειδὴ συνυπάρχουμε ὅπως ὑπάρχει ὁ Θεὸς καὶ ὅπως μᾶς κάνει δῶρο αὐτὸ τὸν μοναδικὸ τρόπο ζωῆς.
Καὶ ἐπειδὴ δέχομαι αὐτὸ τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ μπορῶ νὰ ἀγαπῶ κάποιον γιὰ πάντα.
Ὅταν λοιπὸν θὰ στολίζω μὲ λουλούδια τὸν ἐπιτάφιο, τὸ φέρετρο τοῦ Χριστοῦ, καταλαβαίνω ὅτι τὰ λουλούδια δὲν ἔχουν πιὰ τὴν ὀσμὴ τοῦ θανάτου ἀλλὰ τὴν εὐωδία τοῦ παράδεισου. Γιατὶ ἀκόμα κι αὐτά, ὁλόκληρη ἡ κτίση θὰ ζήσει, ἀφοῦ τελικὰ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ φέρει ὅλη τὴν κτίση, ζεῖ μέσα στὴν τελειότητα τοῦ Θεοῦ. Τώρα πιὰ ἀκόμα καὶ ὁλόκληρη ἡ κτίση μπορεῖ νὰ ἐλπίζει. Ὁ Παῦλος ποὺ ἄκουσε τὸ κρυφὸ κλάμα καὶ τὸ στεναγμὸ τῆς κτίσης ὅλης, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ μεγάλοι δάσκαλοι τῆς Ἀνατολῆς, ποὺ ἀναζητοῦν τὴν τελειότητα στὸ δρόμο τῆς ἁρμονίας τῆς φύσης, - ἁρμονίας ποὺ πρὶν δὲν ὑπῆρχε γιατί πίσω ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ κρύβεται ὁ θάνατος- μόνο τώρα μποροῦν νὰ μοῦ ποῦν γιατὶ τὰ ἄνθη τῆς κερασιᾶς εἶναι ὄμορφα
πηγη
πηγη