Τετάρτη, Μαΐου 29, 2019

Τα τελευταία λόγια του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου


Ὁ βασιλιᾶς πρόσταξε νὰ κάνουνε λιτανεία καὶ βγάλανε τὶς εἰκόνες καὶ μπροστὰ πηγαίνανε οἱ δεσποτάδες, οἱ παπάδες κ οἱ καλογέροι κι ἀπὸ πίσω ὅσος κόσμος δὲν ἤτανε στὶς πόστες, κι᾿ ὅλοι λέγανε «Κύριε ἐλέησον!»
Τὴ Δευτέρα τὸ βράδυ συναχτήκανε οἱ πολεμάρχοι, οἱ στρατιῶτες κι᾿ ὅλος ὁ λαὸς καὶ τοὺς μίλησε ὁ βασιλιὰς νὰ μὴ χάσουνε τὴν ἐλπίδα τους στὸ Θεὸ καὶ στὴν Παναγιά. Τὰ λόγια του μᾶς τὰ κράτησε ὁ φίλος του ὁ Φραντζῆς, κ᾿ εἶνε σὰν συναξάρι:

«Ὑμεῖς, εὐγενέστατοι ἄρχοντες κ᾿ ἐκλαμπρότατοι Δήμαρχοι καὶ γενναιότατοι συστρατιῶται καὶ πᾶς ὁ πιστὸς καὶ τίμιος λαός. Εἰξεύρετε, ὅτι ἐφθασεν ἡ ὥρα καὶ ὁ ἐχθρὸς τῆς πίστεως ἡμῶν θέλει στενοχωρήσει ἡμᾶς μετὰ πάσης τέχνης καὶ μηχανῆς, (... Ἔχω παραλείψει ἀνάμεσα ...) ὅπως, εἰ δυνατόν, ὡς ὄφις ἐκχύσῃ τὸ φαρμάκιον καὶ ὡς λέων ἀνήμερος καταπίῃ ἡμᾶς.
Διὰ τοῦτο σᾶς παρακαλῶ, στῆτε ἀνδρείως.
Ἰδού, σᾶς παραδίδω τὴν ἐκλαμπροτάτην καὶ περίφημον ταύτην Πόλιν, τὴν πατρίδα ἡμῶν καὶ βασιλεύουσαν τῶν πόλεων! 
Αὐτὸς ὁ ἀλιτήριος Ἀμηρᾶς πεντήκοντα καὶ ἑπτὰ ἡμέρας ἄγει σήμερον ἀφοῦ, ἐλθών, μᾶς ἠπείλησε.

Τώρα δέ, ἀδελφοί, μὴ δειλιάσετε. Ἡμεῖς γὰρ πᾶσαν ἐλπίδα εἰς τὴν ἄμαχον δόξαν ἀνεθέμεθα, ἐκεῖνοι δὲ εἰς τὰ ὅπλα.
Διό, συστρατιῶται, γίνεσθε ἕτοιμοι καὶ μεγαλόψυχοι διὰ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ. Μιμήθητε τούς ποτε τῶν Καρχηδονίων ἐλέφαντας, οἵτινες τοσοῦτον πλῆθος ἵππων Ρωμαίων διὰ μόνης της θέας καὶ τῆς φωνῆς αὐτῶν ἐξεδίωξαν. Ἐὰν δὲ τὰ ἄλογα ζῶα ἐδίωξαν τοὺς ἐχθρούς, πόσον μᾶλλον ἡμεῖς, οἱ ὁποῖοι εἴμεθα κύριοι τῶν ἀλόγων ζώων καὶ ἀγωνιζόμεθα πρὸς χείρονας καὶ αὐτῶν τῶν ἄλογων ζώων.
Αἱ ρομφαῖαί σας καὶ τὰ τόξα σας καὶ τὰ ἀκόντια ἂς ριφθῶσι κατ᾿ αὐτῶν, οὐχὶ ὡς κατ᾿ ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ὡς κατ᾿ ἀγρίων χοίρων, διὰ νὰ γνωρίσωσιν οἱ ἀσεβεῖς ὅτι μάχονται πρὸς τοὺς κυρίους καὶ αὐθέντας αὐτῶν, πρὸς τοὺς ἀπογόνους τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Ρωμαίων.»
Πολὺ μεγάλο παράπονο ἔχουν τὰ λόγια, ποὺ λέγει γιὰ τὴν Παναγιὰ καὶ γιὰ τὴν Πόλη, τὴν ἀγαπημένη της πολιτεία. 
Θαρρεῖς πῶς μοιρολογᾷ τὴν κόρη του: «Τὸ καταφύγιον τῶν Χριστιανῶν· ἡ ἐλπὶς καὶ ἡ χαρὰ πάντων τῶν Ἑλλήνων· τὸ καύχημα πάντων ὅσοι ζῶσιν ὑπὸ τὴν ἡλίου Ἀνατολήν. Ζητεῖ δὲ (ὁ Ἀμηρᾶς) πῶς νὰ εὕρῃ καιρὸν νὰ ἀφανίσῃ ὡς ρόδον τοῦ ἀγροῦ τὴν ποτὲ περιφανῆ καὶ ἀνθίζουσαν ταύτην τῶν πόλεων βασιλεύουσαν.»

Ὕστερα γυρίζει καὶ λέγει στοὺς Βενετσάνους, ποὺ στεκόντανε στὰ δεξιά του: «Ἐνετοὶ εὐγενεῖς, ἀδελφοὶ ἠγαπημένοι ἐν Χριστῷ, ἄνδρες ἰσχυροί! Τὴν σήμερον παρακαλῶ νὰ ὑπερασπισθῆτε μεθ᾿ ὅλης τῆς ψυχῆς σας τὴν πόλιν ταύτην, γνωρίζοντες, ὅτι δευτέραν πατρίδα καὶ μητέρα ἔχετε αἰωνίως.»
Στὸ τέλος γυρίζει καὶ λέγει σ ὅλο τὸ λαό: «Καιρὸν δὲν ἔχω νὰ σᾶς εἴπω περισσότερα. Ἰδοὺ τὸ τεταπεινωμένον μου τοῦτο σκῆπτρον εἰς τὰς χεῖρας πάντων ὑμῶν ἀνατίθημι. Φυλάξατέ το μετ᾿ εὐνοίας! Πολὺ δὲ παρακαλῶ ὑμᾶς νὰ δείξητε τὴν πρέπουσαν εὐπείθειαν...»
Ὁ βασιλιὰς ἔκλαιγε, ἔκλαιγε κι᾿ ὁ λαὸς καὶ φώναξε: «Ἂς πεθάνουμε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὴν πατρίδα μας!» Ἀγκαλιαζόντανε καὶ συγχωρνιόντανε...

φώτης κόντογλου

Τρίτη, Μαΐου 28, 2019

«Δίδου μοι καταφιλεῖν σούς πόδας»


Μερικοί πού ἐπισκέπτονταν τόν ἅγιο Παΐσιο στό Ἅγιον Ὄρος παρατήρησαν ὅτι εἶχε μία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἦταν λίγο ἐφθαρμένη στά πόδια τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν τόν ρωτοῦσαν τί σημαίνει αὐτό, ἐκεῖνος ἔδινε τήν ἑρμηνεία ἀπό τήν ὁποία φάνηκε ὅτι περισσότερο ἀγαποῦσε νά ἀσπάζεται τήν εἰκόνα στά πόδια τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἔκφραση μετανοίας. Γιατί τό νά ἀσπάζεται κανείς τά πόδια τοῦ Χριστοῦ στήν εἰκόνα Του εἶναι ἔκφραση μετανοίας, τό νά ἀσπάζεται τό στῆθος εἶναι ἔκφραση σεβασμοῦ καί θεολογίας, καί τό νά ἀσπάζεται τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἔκφραση τελείας ἀγάπης πού εἶναι ἡ θεοπτία.
Λέγει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος σέ μία προσευχή του μέ τήν μορφή τοῦ ποιήματος πρός τόν Θεό: «Δίδου μοι καταφιλεῖν σούς πόδας». Σέ παρακαλῶ, Κύριε, –ἐνῶ ἐμεῖς ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό πάρα πολλά ὑλικά καί οἰκονομικά καί δέν ξέρω τί ἄλλο αἰτήματα– δός μου τό δῶρο νά καταφιλῶ τά πόδια σου. Καί προχωρεῖ: «Δίδου μοι βλέπειν τό πρόσωπόν σου, Λόγε, καί ἀπολαύειν τοῦ ἀπορρήτου κάλλους καί κατανοεῖν καί τρυφᾶν σου τῆς θέας, θέας ἀρρήτου, θέας ἀθεάτου».
Ὅλα αὐτά ἀρχίζουν ἀπό τό «καταφιλεῖν τούς πόδας» καί ἔπειτα ἀνέρχεται κανείς στό νά βλέπη τό πρόσωπο τοῦ Λόγου, νά κατατρυφᾶ τοῦ ἀπορρήτου κάλλους τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καί νά κατανοῆ καί νά τρυφᾶ τῆς θέας τοῦ Θεοῦ, θέας ἀρρήτου, θέας ἀθεάτου.

ιεροθεος ναυπακτου

Κυριακή, Μαΐου 26, 2019


Ὅταν ὁ Κύριος ἦρθε στὸ πηγάδι,

ἡ Σαμαρείτις τὸν Σπλαχνικὸ παρακαλοῦσε:

"Δῶσε μου τὸ νερὸ τῆς πίστεως,

καὶ θὰ βαπτισθῶ στῆς κολυμπήθρας τὰ νάματα

καὶ θὰ λάβω

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία."

Τί, λοιπόν, μᾶς διδάσκει ἡ Βίβλος; Ὁ Χριστός, λέει,

πού δίνει

τὴ ζωὴ στοὺς ἀνθρώπους, ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία

ἐπειδὴ κουράστηκε καθότανε κοντὰ στὸ πηγάδι τῆς

Σαμάρειας.

Καὶ τὸ λιοπύρι ἔκαιγε, γιατί ἐμεσημέριαζε, καθὼς ἡ

Βίβλος γράφει.

Ἔτσι καταμεσήμερο ἔφτασεν ὁ Μεσσίας γιὰ νὰ φωτίση

τῆς νύχτας τὰ παιδιά.

Ἔπιασε τὸ πηγάδι ἡ Πηγὴ τῆς ἀγάπης ὄχι γιὰ νὰ πιῆ

ἀλλὰ γιὰ νὰ ξεπλύνη.

Ὄντας Πηγὴ ἀθάνατου Νεροῦ στ’ αὐλάκι τῆς ταλαίπωρης

ἀνθρωπότητος παρουσιάστηκε σὰν

ἀναγκεμένος.

Κουράζεται ποὺ περπατᾶ Αὐτὸς ποὺ βάδισε στὴ θάλασσα

χωρὶς κόπο,

Ἐκεῖνος ποὺ προσφέρει

χαρὰ μεγάλη καὶ σωτηρία.

[κοντάκιο στην Σαμαρείτιδα(προοίμιο και οίκος δ)
απὸ τὸ βιβλίο, Ρωμανοῦ Μελωδοῦ «Ὕμνοι»,

ἀπόδοση στὰ νέα ἑλληνικὰ Ἀρχιμ. Ἀνανία Κουστένη, τ. Α΄]


Πέμπτη, Μαΐου 23, 2019

ζητείτέ με αποκτείναι, ότι ο λόγος ο εμός ου χωρεί εν υμίν

ζητείτέ με αποκτείναι, ότι ο λόγος ο εμός ου χωρεί εν υμίν. Ιω. 8,37
Γιατί δεν μπορούσε ο λόγος του Χριστού να επικρατήσει στη γερουσία των Εβραίων προεστώτων; Διότι ήταν τόσο γεμάτοι με κακία, ώστε δεν υπήρχε τόπος μέσα τους για τον θείο σπόρο, για τη θεία επαγγελία. Οτιδήποτε φύτρωνε μέσα στις καρδιές τους ήταν ο σπόρος του σατανά, του αντίχριστου. Γι’ αυτό ζητούσαν να σκοτώσουν τον Χριστό. Μέσω του προφητάνακτος ψαλμωδού μιλάει ο Κύριος: Σχολάσατε και γνώτε ότι εγώ ειμί ο Θεός(Ψαλμ. 45:10). Είναι λοιπόν απαραίτητο να κενωθεί κανείς από οτιδήποτε αντιτίθεται στον Θεό, δηλαδή από καθετί εσωτερικό, το οποίο εμποδίζει το φως της γνώσεως του Θεού να κατοικήσει μέσα μας.
Όταν ο άνθρωπος αδειάσει τον εαυτό του απ’ αυτό, τότε και μόνον τότε μπορεί να καταλάβει ότι ο Θεός είναι Θεός. Όσο η ψυχή του ανθρώπου είναι γεμάτη με σκέψεις χωρίς Θεό, συναισθήματα χωρίς Θεό και επιθυμίες χωρίς Θεό, ο άνθρωπος είναι εντελώς ανίκανος να ακούσει η, να δεχθεί τον λόγο του Θεού. Όταν οι άνθρωποι δεν έχουν Θεό μέσα τους, ενεργούν υποκινούμενοι από μια κολασμένη παρόρμηση να ξεριζώσουν τον Θεό απ’ την ψυχή εκείνου πού Τον έχει.
Αλλά ζητείτε με αποκτείναι. Γιατί; Διότι ούτε ένας θείος λόγος του Χριστού δεν μπόρεσε να βρει καταφύγιο ή αποδοχή στις άθεες καρδιές τους. Μη, έχοντας τίποτε κοινό με τον Κύριο Ιησού Χριστό οι Εβραίοι πρεσβύτεροι ήταν εξαρχής ανίκανοι να έχουν οποιοδήποτε είδος φιλικής σχέσης μαζί Του.
Ω Κύριε Ιησού, ευλογημένε Σωτήρα μας, βοήθησέ μας να κενωθούμε άπ’ όλους τους αμαρτωλούς σπόρους μέσα μας, ώστε ο άγιος λόγος Σου να μπορεί να εισέλθει εκεί και να μας φωτίσει, να μας ενισχύσει και να μας αναστήσει.
Ότι Σοι πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Για τους στενόμυαλους για τους οποίους το έγκλημα είναι πιο κοντά από την αγάπη του Θεού.
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

Πηγή: Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Ο Πρόλογος της Οχρίδας», (Φεβρουάριος), Εκδ. Άθως.

Ο κρυφός γελαστός άγιος τού Αιγάλεω Γέροντας Ευμένιος Σαριδάκης: ο άγιος φίλος των λεπρών



Ο π. Ευμένιος γεννήθηκε το 1931 στην Εθιά Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου Κρήτης και ήταν το όγδοο παιδί μιας φτωχής & πιστής οικογένειας. Έγινε μοναχός σε ηλικία 17 χρονών, αγωνίστηκε για την καλλιέργεια της ψυχής του με αγάπη και προσευχή και δοκιμάστηκε σκληρά και από την ασθένεια της λέπρας, αλλά και αργότερα, ενώ ήταν ήδη ιερέας, από δαιμονική επιρροή, με την οποία βασανίστηκε ψυχοσωματικά και ελευθερώθηκε μετά από πολλές προσευχές, αγρυπνίες και εξορκισμούς σε μοναστήρια της Κρήτης, όπως στις μονές Κουδουμά και Παναγίας Καλυβιανής (δες παρακάτω).

Η λέπρα τον έφερε στο Νοσοκομείο Λοιμωδών στην Αγία Βαρβάρα Αθηνών. Εκεί θεραπεύτηκε αλλά, βλέποντας τον ανθρώπινο πόνο, αποφάσισε να παραμείνει στο Νοσοκομείο ως ιερέας, για να βοηθήσει όσο μπορούσε την ανακούφιση των συνανθρώπων του! Εκεί λοιπόν "θα αρχίσει το ποιμαντικό του έργο, που μπροστά του γονατίζουν οι έχοντες θεολογικά πτυχία και εκκλησιαστικά αξιώματα".

 Η αγάπη του και ο ασκητικός του αγώνας έφεραν σ' αυτόν τη χάρη του Θεού και ο ταπεινός ιερέας (λειτουργούσε στο ναό των αγίων Αναργύρων Ιατρών Κοσμά & Δαμιανού, μέσα στο Λοιμωδών) έφτασε σε μεγάλο ύψος αγιότητας -το οποίο διατηρούσε κρυφό όσο μπορούσε- και αξιώθηκε να λάβει το προορατικό χάρισμα, να ζήσει υψηλά πνευματικά βιώματα και οράματα και να βοηθήσει πάρα πολλούς ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης και μορφωτικού επιπέδου, όχι μόνο με τις συμβουλές και την προσευχή του αλλά και με την αγιασμένη παρουσία του.

Ο Γέροντας αγαπούσε όλο τον κόσμο, κάθε άνθρωπο προσωπικά, και ήταν ένας ιδιαίτερα γελαστός άγιος - το τρανταχτό γέλιο του ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά του - όπως και πολλές φορές έβγαινε από το Ιερό, κατά τη λειτουργία, με τα γένια του βρεγμένα από δάκρυα, αφού προσευχόταν για όλους τους πονεμένους και δυστυχισμένους συνανθρώπους μας και είχε προφανώς και το χάρισμα των δακρύων.
Ο παππούλης μας γελούσε, γελούσε πολύ. Γελούσε με εμάς τους ανθρώπους και μας μετέδιδε τη χαρά του. Γελούσε με τους αγίους, με την Κυρία Θεοτόκο, με τους αγγέλους, και μας μετέδιδε πάλι τη χαρά των αγίων, της Κυρίας Θεοτόκου, των αγγέλων, γι’ αυτό, όταν πηγαίναμε εκεί, μπορεί να ήμαστε στενοχωρημένοι και κουρασμένοι ψυχικά ή σωματικά, αλλά φεύγαμε… πετώντας.
Ο π. Ευμένιος γελούσε πολλές φορές και κατά τη διάρκεια των ακολουθιών, μπορεί την ώρα που διάβαζε το ιερό ευαγγέλιο ή όταν εθυμίαζε την Κυρία Θεοτόκο στην «Τιμιωτέρα» [σημαντικό τροπάριο για την Παναγία, που ψάλλεται σε ειδικό σημείο της καθημερινής πρωινής ακολουθίας (όρθρου)] ή την ώρα των παρακλήσεων [παράκληση ή "παρακλητικός κανόνας" = μουσικό + ποιητικό έργο, που αποτελεί προσευχή προς την Παναγία ή προς έναν άγιο.

[...] «Όποιος τον πλησίαζε, έβλεπε έναν ιερέα, έναν καλόγερο, με έντονη χαρά στο πρόσωπό του. Αυτή η χαρά, πολλές φορές, εκφραζόταν με πολλά γέλια, που αναμιγνύονταν με τα λόγια του ή ξεχύνονταν από τις άκρες των κλειστών χειλιών του, όταν έμενε σιωπηλός. Το καταλάβαινες ότι ήταν γέλια ενός χαριτωμένου ανθρώπου [δηλ. ανθρώπου με θεία χάρη], μιας καρδιάς ξέχειλης από αληθινή, θεία γαλήνη και χαρά, που χυνόταν έξω και δρόσιζε, ξενίζοντας [παραξενεύοντας] τους άλλους.
Ήταν εμφανές ότι ο π. Ευμένιος προσπαθούσε να συγκρατηθεί από ταπείνωση, να μη φανεί αυτή η αγία ιδιαιτερότητα, μα δεν το κατάφερνε πάντοτε.

Όποτε τον επισκεπτόμουν έπαιρνα αυτό το δώρο, τη χαρά δηλαδή και τα «αλλιώτικα» γέλια του, που κυλούσαν ως την δική μου καρδιά. Όταν φορούσε την ιερατική του στολή και έβγαινε στην Ωραία Πύλη για το «Ειρήνη πάσι» ή θυμίαζε την Παναγία μας στο τέμπλο, το πρόσωπό του, συγκρινόμενα με τα απαστράπτοντα άμφια, έλαμπε περισσότερο. Ιδιαίτερα μπροστά στην Θεοτόκο, στην Τιμιωτέρα ή στους Χαιρετισμούς, την χαιρετούσε πραγματικά πλημμυρισμένος χαρά και γελούσε μόνος αυτός, σαν να του είπε η Θεοτόκος μιαν ευχάριστη είδηση. […]» (βλ. Σίμωνος μοναχού, π. Ευμένιος - Ο κρυφός άγιος της εποχής μας, Αθήνα 2010, 2η έκδ., σελ. 137-146).

Ο Γέροντας Πορφύριος έλεγε για τον Γέροντα Ευμένιο: «Να πηγαίνετε να παίρνετε την ευχή του Γέροντα Ευμένιου, γιατί είναι ο κρυμμένος Άγιος των ημερών μας. Σαν τον Γέροντα Ευμένιο βρίσκει κανείς κάθε διακόσια χρόνια».

Στο Νοσοκομείο Λοιμωδών ευτύχησε να γνωρίσει το λεπρό άγιο μοναχό Νικηφόρο, που, αν και τυφλός από την ασθένειά του, έγινε μεγάλος πνευματικός πατέρας των χριστιανών και δάσκαλος του Γέροντα Ευμένιου.

Τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» και την 23η Μαίου 1999 παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο και τάφηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του, στον τόπο που γεννήθηκε (στην Εθιά).




 H προσευχή του Γέροντα ("Και εχάρη ο Θεός")

Η μυστική ζωή του αγίου Γέροντα (=οι προσωπικοί ασκητικοί αγώνες του) δεν είναι ευρύτερα γνωστή. Όμως έχει ιδιαίτερη σημασία η παρακάτω προσευχή του, που περιλαμβάνεται, μαζί με πολλά άλλα στοιχεία για τη ζωή του και μαρτυρίες πολλών ανθρώπων που τον γνώρισαν (και πολλές μαρτυρίες για τα αγιοπνευματικά [=θαυματουργικά] χαρίσματά του), στο εξαιρετικό βιβλίο του Σίμωνος Μοναχού π. Ευμένιος - Ο κρυφός άγιος της εποχής μας, σελ. 133-134 [για το βιβλίο, και αποσπάσματα, κλικ εδώ]. Διηγείται ο μητροπολίτης Μόρφου της Κύπρου Νεόφυτος.

«Ένα πολύ σημαντικό περιστατικό, που θυμούμαι από τον γέροντα Ευμένιο, είναι μία προσευχή του έκανε: "Κύριε Ιησού Χριστέ, θέλω να σώσεις όλους τους ανθρώπους".

"Κι εχάρη ο Θεός", μου έλεγε.
"Και μετά είπα: "Κύριε Ιησού Χριστέ, θέλω να σώσεις όλους τους καθολικούς. Και όλους τους προτεστάντες, Χριστέ μου, θέλω να σώσεις". Κι εχάρη ο Θεός.

"Θέλω να σώσεις και τους μουσουλμάνους και όσους ανήκουν σε όλες τις θρησκείες, και τους αθέους ακόμα θέλω να σώσεις". Κι εχάρη πολύ ο Θεός.

Και του είπα: "Χριστέ μου, θέλω να σώσεις όλους τους απ' αιώνες κεκοιμημένους από Αδάμ μέχρι τώρα". Κι εχάρη ο Θεός πολύ.

Και είπα: "Θεέ μου, θέλω να σώσεις και τον Ιούδα". Και στο τέλος είπα: "Θέλω να σώσεις και τον διάβολο". Κι ελυπήθη ο Θεός".

Του λέω: "Γιατί λυπήθηκε ο Θεός;". "Διότι θέλει ο Θεός και δεν θέλουν αυτοί" μου απάντησε, "δεν υπάρχει ίχνος καλής θελήσεως σωτηρίας στον διάβολο".

"Καλά" του είπα, "πώς κατάλαβες εσύ πότε ο Θεός χαιρόταν και πότε ελυπήθη;". Και μου λέει: "Άμα η καρδιά σου γίνει ένα με την καρδία του Χριστού, αισθάνεσαι αυτά που αισθάνεται".

Δηλαδή αντιλαμβάνεσαι τι εύρος είχεν η καρδία αυτού του ανθρώπου; Αυτό είναι από τα πιο δυνατά που έχω ακούσει και δεν το έχω ακούσει από κανέναν άλλον. Κι αυτό το καταλάβαινε από την ένταση της Χάριτος. Ανάλογα με τον βαθμό της Χάριτος αντιλαμβανόταν την λύπη ή την χαρά Του, σ' αυτό που ο ίδιος έλεγε ή έκανε».

[Χάρις: η αγαθή ενέργεια του Θεού, που εκπέμπεται σε όλα τα πλάσματα και που ανάλογα με το βαθμό, που ο άνθρωπος ανοίγεται σ' αυτήν (=την επιθυμεί και γίνεται κατάλληλος για να μπει μέσα του, καλλιεργώντας την ταπεινή αγάπη), σώζεται και γίνεται άγιος. Κατά τους αγίους Πατέρες, η Χάρις είναι "άκτιστη", δηλ. αδημιούργητη: εκπέμπεται απευθείας από το Θεό, δεν είναι δημιούργημά Του - κι έτσι, όποιος ανοίγεται και μπαίνει μέσα του η θεία Χάρις, έχει μέσα του τον Ίδιο το Θεό αυτοπροσώπως και όχι ένα δημιούργημα, ενώνεται δηλαδή με το Θεό (θέωση). ].



Η μάχη με τον εχθρό (διάβολο)

Επειδή πολλοί αναγνώστες θα θέλουν κάτι παραπάνω για το θέμα, ας αναφέρουμε επιγραμματικά λίγες πληροφορίες, προερχόμενες από το βιβλίο του π. Σίμωνα, σελ. 60-65.

Το χτύπημα του εχθρού ήρθε όταν, μετά από σειρά δαιμονικών οραμάτων με άγρια θηρία, ο Γέροντας (νέος & άπειρος ιερέας ακόμη, αν και πιστός, γεμάτος αγάπη & αγωνιστής της προσευχής) έπαψε να έχει ενοχλήσεις και ένιωσε ότι "νίκησε το διάβολο" και τον γελοιοποίησε. Η στιγμή εκείνη ήταν μια εγωιστική πτώση σε παγίδα και ο εχθρός τον χτύπησε καθώς κατέβαινε τη σκάλα του Λοιμωδών, αρχικά στο πρόσωπο και στη συνέχεια στην ψυχή.
Για την περίοδο εκείνη ο Γέροντας είχε πει: "Ήταν ο καιρός που τα δάκρυά μου έκαιγαν το πρόσωπό μου. Ζεματιστά δάκρυα". Η ταλαιπωρία του έπαψε όχι με τη βοήθεια της ψυχιατρικής, αλλά μετά από νηστείες, αγρυπνίες και πολλές επισκέψεις, με τη συντροφιά πιστών φίλων και χωριανών, στα μοναστήρια της Κρήτης. Στην Παναγία του Κουδουμά, κατά τον άγιο Γέροντα, δόθηκε η τελική νίκη κατά του εχθρού, μια νίκη της Παναγίας για χάρη του.

Σημειωτέον ότι η μονή Κουδουμά (νότια νομού Ηρακλείου) είναι μία από τις πιο σημαντικές ορθόδοξες μονές της Κρήτης και πολλοί άγιοι έχουν αναδειχθεί εκεί, όπως οι άγιοι Παρθένιος και Ευμένιος (κοιμήθηκαν αρχές του 20ού αιώνα), Ιωακείμ ο Νάνος, Γεννάδιος ο μετέπειτα ασκητής της Ακουμιανής Γιαλιάς (νομού Ρεθύμνης) κ.λ.π. [για Γεννάδιο και Ιωακείμ δες σχετικό βιβλίο].


Ένα ποίημα αφιερωμένο στο όσιο Γέροντα Ευμένιο Σαριδάκη


 Δεν θυμάμαι την ακριβή ημερομηνία.
Με τους αριθμούς άλλωστε δεν τα πάω καλά.
Έχουν πολύ λογική και με κουράζουν.
Μα εκείνο που σίγουρα θυμάμαι
είναι ότι σαν ήρθε το μακάριο λείψανο στο νησί μας
μετά από διήμερο προσκύνημα στην πρωτεύουσα,
ανέβηκα στο χωριό να δω έναν Άγιο.
Δεν είναι δα και τόσο συχνό το φαινόμενο!!!
Όταν πλησίασα κοντά του,
μια λάμψη που έκαιγε κάθε δισταγμό και λογοκρατούσα συνήθεια
φάνηκε ηχηρά στο πρόσωπό του.
Όχι !!!! Δε την έβλεπα μονάχα εγώ.
Ήταν πολλοί εκεί με αναμμένα τα κεριά
και πληγωμένη την καρδιά.
Έλαμπε!!!!!!
Μα η λάμψη αυτή δεν είχε κάτι από αυτή εδώ την κτίση.
Δεν ήταν φως σε δικό μας ουρανό.
Μήτε μορφή από εκείνες που στολίζουν τους τοίχους του χώρου και του χρόνου μας.
Δεν ήταν κορνίζα, για να ξυπνάει την λήθη και την μοναξιά του χωρισμένου.
Ήταν φως εκ φωτός. Λάμψη λαμπρής κοσμημένης.
Μα πιο πολύ από όλα, εκείνο που σταμάτησε της λογικής τους ήχους,
σώπασε και ηρέμησε,
εσώτερες φωνές των απειθών λογισμών μου,
…τα πόδια τα κουρασμένα του Αγίου.
Ήταν ζεστά και μαλακά σαν την καρδιά του,
κι όμως είχαν περάσει τρεις μέρες που είχε κοιμηθεί !!!
(π. Λίβυος)
http://www.oodegr.com/
 http://ahdoni.blogspot.gr/2012/10/blog-post_7394.html?spref=fb

Τετάρτη, Μαΐου 22, 2019


Tης Μεσοπεντηκοστής , μέρα που ο Κύριος αποκαλύφθηκε ως Σοφία, πανηγύριζε η Αγιασοφιά το μέγα μοναστήρι,γιατί εκείνοι που την έκτισαν την αφιέρωσαν στην Σοφία του Θεού,στο δεύτερο πρόσωπο της αγιας Τριάδας,στον Υιό και Λόγο.
Ο μήνας Μάιος ειναι σημαδιακός για την Πόλη των πόλεων.Μήνας των γενεθλίων της,μήνας της άλωσης της,μήναςπου πανηγύριζε το εμβληματικότερο μνημείο και συμβολο της,μήνας μνήμης του θεοστεπτου ιδρυτή της και πρώτου αυτοκράτορα.
Ο,τι χαρμόσυνο ή τραγικό συμβαίνει την βασιλίδα Ώρα ,κατά την οποια η φυση βρίσκεται στην δόξα της λαμβάνει δραματικά υπερκόσμιες διαστάσεις και αθάνατες και ενα παραξενο μεγαλείο.
Η απόλυτη ομορφια,η τελειότητα,το υψηλό σύμβολο είναι που φερει την ιδανική μελαγχολία και όχι η ασχήμια ή η ασημαντότητα.Αυτά καθησυχάζουν τους ανθρώπους ,γιατί η απωλεια τους θα είναι μηδαμινή.Όμως καθε πληγη στην ομορφιά, καθε προσβολη στο όνειρο και καθε απώλεια στο ιδανικό ,αυτά είναι τα οποία εμφαίνουν την ματαιότητα και το εφημερο των πραγματων.

Mεσοπεντηκοστή: Ο Χριστός δίψασε για να γνωρίσουμε τον Πατέρα


Ο Θεός εμφύσησε την πνοή του στον άνθρωπο και ελκυόμαστε προς αυτόν. Βασανιζόμαστε από την επιθυμία να τον φθάσουμε, να είμαστε ενωμένοι μαζί του σ’ όλη την αιωνιότητα. Μας καλεί. Μας περιμένει με αγάπη. Αυτή η δίψα για το Θεό χρωματίζει την ζωή μας ολόκληρη και σ’ αυτή την κατάσταση περιμένουμε μέχρι τη μέρα του θανάτου μας.

Ο Χριστός δίψασε για να γνωρίσουμε τον Πατέρα. Μας προσκάλεσε λέγοντας: «Ο διψών, ερχέσθω προς με και πινέτω» (Ιωάν. 7,3.7). «Ο πιστεύων εις εμέ ου μη διψήση» (Ιωάν. 6,35). «Ός δ’ αν πίη εκ του ύδατος ου εγώ δώσω αυτώ, ου μη διψήση εις τον αιώνα, αλλά το ύδωρ ό δώσω αυτώ γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. 4,14). «Ουδείς έρχεται προς τον πατέρα ει μη δι’ εμού» (Ιωάν. 14,6). Και εμείς στη βιασύνη μας να ρθούμε προς τον Πατέρα επικαλούμαστε το όνομα του Υιού του: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με, τον αμαρτωλόν».

Από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτου π. Σωφρονίου Σαχάρωφ«Η ζωή Του ζωή μου».

Σάββατο, Μαΐου 18, 2019

Κυριακή Παραλύτου: Στο πέμπτο εωθινό ευαγγέλιο


Την ίδια εκείνη ημέρα της Ανάστασης, δύο μαθητές, ο Λουκάς και ο Κλεόπας, φεύγουν από τα Ιεροσόλυμα και πορεύονται εις Εμμαούς, συζητώντας "περί πάντων των συμβεβηκότων τούτων". Μπορούμε να εννοήσουμε πώς συμβεβηκότα είναι τα περί του Πάθους και του θανάτου του δασκάλου τους, αλλά και περί της αποδοκιμασίας Του από το ιουδαϊκό έθνος. Αυτό πρέπει να στοίχιζε ιδιαίτερα στους ακολούθους του Χριστού, οι οποίοι πίστευαν πώς ο Χριστός ήταν ο κοσμικός βασιλέας, πού θα αποκαθιστούσε την βασιλεία του Ισραήλ και θα τους έδινε εξουσία. Προφανώς , τους τσάκιζε επίσης η θλίψη και το πένθος σε προσωπικό επίπεδο για το τέλος του αγαπημένου τους Ιησού. Σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή της απελπισίας , παρουσιάζεται ο Χριστός δίπλα τους και συμπορεύεται μαζί τους. Αυτοί μεν παρερμήνευσαν τον Χριστό και το έργο Του, αλλά ο Κύριος από φιλανθρωπία δεν θέλει να τους αφήσει στο σκοτάδι και την απιστία.Ο ευαγγελιστής μας λέει πώς "εκρατούντο οι οφθαλμοί" των δύο μαθητών δηλαδή τα μάτια τους και η αντίληψη τους, ήταν από τον Θεό δέσμια κατά κάποιον τρόπο, ούτως ώστε να μην γνωρίσουν αμέσως τον Κύριο τους. Και αυτό γιατί έπρεπε η αποκάλυψη να γίνει σταδιακά. Πρώτον να τους πλησιάσει, δεύτερον να τους ερμηνεύσει την Γραφή και έπειτα να αναχθούν στο νόημα της και να αναγνωρίσουν τον Χριστό . 

Ο Κύριος υποκρίνεται πώς δεν γνωρίζει τίποτα από αυτά πού συζητούν προκειμένου να τους δώσει την ευκαιρία να αποκαλύψουν οι ίδιοι την ανεπάρκεια και την αγωνία τους προς αυτόν. Αποκρινόμενος ο Κλεόπας δηλώνει κατάπληξη πού ο συνοδοιπόρος τους δεν γνωρίζει αυτά πού συνέβησαν στην Ιερουσαλήμ, δηλαδή τα περί Ιησού του Ναζωραίου, πού αναδείχθηκε προφήτης μέγας μπροστά στον Θεό και  ανάμεσα στον λαό με λόγο και έργα, αποδοκιμάστηκε από άρχοντες και ιερατείο, παραδόθηκε από αυτούς στον Σταυρό της ατίμωσης, ενώ οι μαθητές του πίστευαν πώς αυτός θα λύτρωνε τον Ισραήλ.Προφήτης λέγεται ο Χριστός ως αγγελιαφόρος και ποιητής του θελήματος και του θαυμαστού έργου του Θεού Πατέρα στον κόσμο, αλλά και ευαγγελιστής Του.Επίσης, είναι σημαντικό για να καταλάβουμε την έκπληξη και απογοήτευση των μαθητών να θυμηθούμε πώς όποιος πέθαινε στον σταυρό ήταν άνομος και καταραμένος. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν αυτός πού νόμιζαν για βασιλιά του Ισραήλ να πεθάνει ως κακούργος και καταραμένος από τον νόμο του Μωϋσή;Η απογοήτευση λοιπόν και ο σκανδαλισμός τους ήταν πολύ μεγάλος, γιατί έτρεφαν κοσμικά μεσσιανικά όνειρα πολιτικού περιεχομένου και διεψεύσθησαν οικτρά.Και ήδη είναι τρίτη ημέρα από την ατιμωτική σταύρωση, του λένε, χωρίς να επιστρέψει για να πληρώσει τα όνειρα του λαού του Ισραήλ. Αλλά κοντά σε αυτά τα φοβερά, είναι και η μαρτυρία κάποιων γυναικών και μαθητών πού πήγαν στο μνημείο και το βρήκαν κενό. Καν οι μυροφόρες τους είπαν περί αγγέλου και αναστάσεως, αυτοί όμως δεν είδαν ούτε ανάσταση, ουτε αναστημένο και παραμένουν έκπληκτοι. Τα λόγια λοιπόν των δύο μαθητών κρύβουν την πιό θανατερή απελπισία , πού φτάνει τα όρια της βλασφημίας ακόμα και ίσως της αποδοκιμασίας του προσώπού του ίδιου του Χριστού, για τα όνειρα πού, κατά τους μαθητές, τους υπέβαλε ο ίδιος, έτι ζων.

Εδώ έρχεται ο Χριστός να διασκεδάσει την απιστία και να αποσοβήσει το σκάνδαλο. Ανενδεής είναι ο Θεός, αλλά είναι η αγάπη Του για το ανθρώπινο γένος , πού είναι δέσμιο στην αγνωσία και την αντίληψη για την κυριαρχία του θανάτου, Τον παρακινεί τινί τρόπω στην αποκάλυψη Του στους εκλεκτούς, ούτως ώστε να βαδίσουν την οδό και να βρούν την αλήθεια και την ζωή. Τους μέμφεται λοιπόν και τους λέει πώς είναι ανόητοι και πώς το πνεύμα τους είναι αργό και βαρύ έτσι ώστε να κινηθεί προς την αλήθεια και να δεί πώς όλα αυτά για το Πάθος και την Ατίμωση, είχαν προφητευτεί από τους δίκαιους της ΠΔ, τους οποίους ονομάζει προφήτες συλλήβδην. Και άρχισε από Μωσέως και από των Γραφών να τους εξηγεί τις μεσσιανικές αναφορές στο Πάθος και την Ανάσταση και την δόξα του Χριστού, πού ερμηνεύεται ως βασιλεία. Δόξα του μεσσία στα ευαγγέλια εννοείται και λέγεται η ώρα του θανάτου και η μέρα της ανάστασης Του και η αποκατάσταση Του στα δεξιά του ΘεούΕχει επίσης και την έννοια της Εκκλησίας ως ζωσας βασιλείας στον ιστορικό κόσμο. Ονομάζεται επίσης ώρα του Υιού του Ανθρώπου.Επομένως , αυτό πού θεωρείται ονειδισμός και ατίμωση για τους ιουδαίους και σκάνδαλο για τους ελληνομαθείς σοφούς, θα πεί αργότερα ο απόστολος Παύλος,δηλαδή ο σταυρός, είναι το καύχημα και η δόξα του Θεού μέσα στον κόσμο και η κυριαρχία Του, αλλά και η δοξαστική φανέρωση της αγάπης Του. Επίσης σημαντικό είναι πώς από τον ίδιο τον Χριστό μαθαίνουμε,και αυτό είναι αυθεντία,πώς  τα βιβλία του Μωϋσή και οι Γραφές, δηλαδή, ο Νόμος, οι προφήτες και οι ψαλμοί και σύνολη η Παλαιά Διαθήκη, έχουν ως κέντρο τον Χριστό. Πρωταγωνιστής και της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης είναι ο Χριστός. Στην πρώτη προαναγγέλεται στον κόσμο με τύπους και σκιά, στη δε δεύτερη αποκαλύπτεται φανερά. Η δε Καινή ερμηνεύει την Παλαιά και η Παλαιά προτυπώνει την Καινή. Συνεπώς, η παλαιά διαθήκη δεν είναι βίβλος της ιουδαϊκής θρησκείας και μυθολογία ιστορική των εβραίων, αλλά σύνολο βιβλίων, υπαγορευμένο από το άγιο Πνεύμα στους προφήτες, πού αναγγέλει και προετοιμάζει τον ερχομό του Μεσσία.Δεν είναι θρησκευτική ή λογοτεχνική παράδοση ενός έθνους, αλλά ιερά κείμενα της Εκκλησίας, ισότιμα με αυτήν την Καινή και την Ιερά της Παράδοση.Ορθότερα, κομμάτι της ίδιας της εκκλησιαστικής μας Παράδοσης. Μια χριστολογική αποκάλυψη στον κόσμο.

Φτάνοντας σχεδόν στους Εμμαούς, ο Κύριος προσποιείται πώς πορεύεται σε μακρυνότερο μέρος. Αλλά οι δύο μαθητές εντυπωσιασμένοι και θερμαινόμενοι στην καρδιά από την διδαχή του, τον κρατούν σχεδόν με την βία για να Τον φιλοξενήσουν. Μάλιστα, ο Κλεόπας του λέει να μείνει μαζί τους, γιατι πλησιάζει η νύχτα και η μέρα πάει να τελειώσει. Στον αιώνα τον ζοφερό του κόσμου, της μεγάλης νύχτας της αμαρτίας, εκεί πού νομίζουμε πώς απουσιάζει ο Θεός και το κακό κυριαρχεί, η ψυχή του Χριστιανού, δέεται με αγωνία να παραμείνει πλησίον της ο Κύριος και να συνεχίζει να της δίνει φως και παρηγοριά με την παρουσία Του. Αλλά και η νύχτα είναι στοιχείο αποκαλυπτικό και εσχατολογικό. Νύχτα θα εμφανιστεί το δεύτερον ο Χριστός για να αποκαταστήσει τον άνθρωπο και να αναγγείλει την ανατολή της νέας ημέρας της βασιλείας Του. Ενώ ανακλίνονται στο δείπνο την ώρα πού κόβει τον άρτο για να τον μοιράσει ως σπουδαίο πρόσωπο, κατά το έθος των ιουδαίων,και αφού ευλογεί και τον μοιράζει, εκείνοι μολις τότε Τον αναγνωρίζουν και εκείνος γίνεται άφαντος από αυτούς. Είναι ισχυρή ευχαριστηριακή αναφορά. Πότε και πού γνωρίζουμε τον Χριστό; Στο δείπνο και στην ευλογία και την  κλάση και την διανομή του άρτου. Δηλαδή στην Θεία Κοινωνία.Στην λειτουργική μυστηριακή ζωή μας. Και έγινε άφαντος από αυτούς λέγουν οι πατέρες, γιατί εισήλθε εντός της καρδίας των δύο μαθητών. Αυτής της ίδιας καρδιάς, η οποία τόση ώρα κατεκαίετο από πνευματική μυστική δύναμη και καθαρτήρια φωτιά, για να δεχθεί τώρα ολόκληρον τον Χριστό!

Οι δύο μαθητές μόλις τότε ομολογούν ο ένας στον άλλο, πόσο ήταν αδιανόητο το γεγονός ότι δεν Τον αναγνώρισαν εξ αρχής, αφού την ώρα πού τους άνοιγε τα μάτια, ερμηνεύοντας τις Γραφές, ένιωθαν την καρδιά τους να κατακαίεται. Την πραγματικότητα αυτη την βλέπουμε ολοκάθαρα στην οικονομία και θεία διάταξη της Θείας Λειτουργίας. Προηγείται η ανάγνωση των Γραφών. Το Ιερό Ευαγγέλιο, το αποστολικό ανάγνωσμα και το κήρυγμα( το οποίο δεν είναι περιττό , αλλά λειτουργικό και καίριο στοιχείο της Ιερουργίας) . Ωστόσο, το ευαγγέλιο και η ακρόαση του θερμαίνει και κατακαίει την καρδία και την διάνοια μας με την δύναμη της αλήθειας και της αποκάλυψης Του στον κόσμο. Πότε όμως τελικά  φωτίζει; Στην τελείωση και την κορύφωση της Θείας Ιερουργίας. Όταν ο πιστός κοινωνεί των αχράντων μυστηρίων και η φλόγα της καρδίας γίνεται φωτισμός και γνώση των ρημάτων και των αποκαλύψεων. Η Εκκλησία μας λοιπόν είναι ευχαριστηριακή εκκλησία. Οι Γραφές ερμηνεύονται χριστολογικά, δηλαδή με κέντρο το πρόσωπο του Χριστού και το έργο Του στον κόσμο και ιδία υπό το πρίσμα της Αναστάσεως. Ερμηνεύονται όμως και μυστηριακά και λειτουργικά, δηλαδή εντός της ιερουργίας και εντός του Σώματος και του φυσικού και πνευματικού χώρου της Εκκλησίας. Εκτός Εκκλησίας η Γραφή είναι ένα ωραίο ανάγνωσμα θρησκευτικού και λογοτεχνικού περιεχομένου και υψηλού πολιτισμού, το οποίο ζεσταίνει επιφανειακά, αλλά δεν φωτίζει, ούτε αφήνει το ανεξίτηλο σημάδι της σε μια καρδιά η οποία διψά. Πολλές φορές δε και παράλογη και απόκοσμη. Εντός όμως της εκκλησιαστικής ζωής ερμηνεύεται ορθά και γίνεται πράξη και ζωή και ύδωρ αλλόμενον εις ζωήν.Επίσης, εδώ φαίνεται η υπεροχή του Ποτηρίου , της μετοχής στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού, της Θείας Ευχαριστίας, έναντι του Ιερού Ευαγγελίου. Δείτε ότι το ευαγγέλιο μεταφέρεται από το σκευοφυλάκιο στο μέσο του Ναού, ενω το Ποτήριον παραμένει πάντα πάνω στην Αγία Τράπεζα, στο κέντρον του Ναού.Από την μετοχή στο Ποτήριο εγράφη το ευαγγέλιο και το ευαγγέλιο οδηγεί στην μετοχή του Ποτηρίου. Γι αυτό και επιγραμματικά το μεν Ποτήριο, δηλαδή τα Άχραντα Δώρα είναι αυτός ο Λόγος του Θεού, δηλαδή ο ίδιος ο Χριστός παρών με το Σώμα και το Αίμα Του, ενώ το Ιερό Ευαγγέλιο είναι ο λόγος για τον Λόγο του Θεού, δηλαδή λόγος διά τον Χριστό. Υπάρχει μια προτεραιότητα της Θείας Ευχαριστίας στην πνευματική ζωή, όχι απλά λογική, αλλά μέσα στην ανάγκη της Ζωής μου εν Χριστώ.

Οι δύο μαθητές τρέχουν προς τα Ιεροσόλυμα και αναγγέλουν στους ένδεκα και σε όλους τους ακολούθους του Χριστού, την εμφάνιση Του σε αυτούς, αυτά πού συνέβησαν στην οδό και στην κλάση του άρτου. Αλλά και οι ένδεκα τους πληροφορούν πώς ηγέρθη ο Κύριος όντως, στα αλήθεια και πώς το γνωρίζουν από εμπειρία γιατί φανερώθηκε στον Σίμωνα. Σίμωνας εδώ μάλλον εννοείται ο Σίμων Πέτρος, αλλά δεν μας δίνεται άλλη πληροφορία για την εμφάνιση του Αναστάντος σε Αυτόν , παρά μόνο πώς οι μαθητές είναι πλέον σίγουροι για την Ανάσταση. Ας μην απορούμε, αγαπητοί αδελφοί, πού ο Χριστός εμφανίστηκε ταυτόχρονα στον Σίμωνα και μακρυά στους Εμμαούς στους δύο μαθητές. Διότι μετά την Ανάσταση το σώμα Του είναι πραγματικό μεν , πνευματικό δε και δεν υπόκειται στους νόμους του χώρου,του χρόνου και της απόστασης.

Αυτό πού είναι σημαντικό στην σημερινή περικοπή και πρέπει καλώς να εννοήσουμε είναι πώς στην πορεία μας σε αυτόν τον κόσμο, δεν είμαστε μόνοι. Γιατί, ο Αναστημένος Χριστός, όπως κάποτε στον δρόμο προς Εμμαούς, έτσι συμπορεύεται με τους αγαπημένους Του σε αυτήν την ζωή , ερμηνεύοντας τους κατά κάποιον τρόπο τις Γραφές και τους Προφήτες, δηλαδή με την αιώνια αλήθεια του ευαγγελίου Του, πού οδηγεί εις ζωήν αιώνιον. Και όχι μόνο πορεύεται εντός μας και χαράζει οδό και αλήθεια, αλλά παρακάθεται σε δείπνο μυστικό , εντός της εκκλησίας Του και μας τροφοδοτεί με άρτον ουράνιον και ποτήριον Ζωής. Γι αυτό και πίστη και ομολογία ακράδαντη του χριστιανου είναι τα εξής ρήματα πού είπε στους εκλεκτούς Του μετά την Ανάσταση: Και ιδού  εγω μεθ ημών Ειμί  έως της συντελείας του αιώνος. Και αυτό δεν είναι η υπόσχεση ενός νεκρού διδασκάλου, αλλά η φανέρωση ανά πάσα στιγμή του Ζωντανού μας Θεού.
Αμην

εγραφα 22-6-2015 


Κυριακή του Παραλύτου: Ο Κύριος έρχεται κοντά στον άνθρωπο


Η Αγία Γραφή κι η εκκλησιαστική ιστορία μάς προσφέρουν τα μεγαλύτερα παραδείγματα υπομονής σε βάσανα πρωτάκουστα στους ανθρώπους. Το σημερινό ευαγγέλιο περιγράφει ένα τέτοιο παράδειγμα μεγάλης και μακρόχρονης υπομονής στον πόνο. Κι όχι μόνο αυτό. Κάνοντας την περιγραφή τού δύστυχου ανθρώπου που ήταν παράλυτος για τριάντα οκτώ χρόνια, με υπομονή κι ελπίδα, το ευαγγέλιο μας αποκαλύπτει ταυτόχρονα ή μάλλον μας διαβεβαιώνει για δύο μεγάλα μυστήρια. Το πρώτο είναι πως ο άνθρωπος αυτός, που ήταν τόσα χρόνια άρρωστος, χρωστούσε την αιτία τής αρρώστιας του στον ίδιο, στην αμαρτία του. Το δεύτερο είναι πως ο παντοδύναμος Κύριος Ιησούς θε­ράπευσε τον άρρωστο με τη θεϊκή του δύναμη, λέγοντας τα εξής: «έγειρε, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει» (Ιωάν. ε’ 8). Με τα λόγια αυτά αποκαλύφτηκαν για μια ακόμα φορά η θεϊκή αγάπη Του για το ανθρώπινο γένος κι η θεϊκή Του δύναμη, που επιφανειακά καλύπτονταν με το παραπέτασμα της ανθρώπινης σάρκας.Εκείνο τον καιρό «ανέβη ο Ιησούς εις Ιεροσόλυμα, έστι δε εν τοις Ιεροσολύμοις επί τη προβατική κολυμβήθρα, η επιλεγόμενη Εβραϊστί Βηθεσδά, πέντε στοάς έχουσα» (Ιωάν. ε’ 1,2). Πριν πάει στα Ιεροσόλυμα ο Κύριος βρισκόταν στη Γαλιλαία. Στην αγία πόλη πήγε για τη γιορτή. Δεν είναι εύκολο να συμπεράνουμε ποια ήταν η γιορτή αυτή. Ήταν το Πάσχα, η Πεντηκοστή ή η γιορτή τού Καθαρισμού; Δε μας είναι απαραίτητο όμως να γνωρίζουμε. Αν ήταν κάτι ουσιαστικό, ο ευαγγελιστής θα το είχε ξεκαθαρίσει.
Η Προβατική Κολυμβήθρα ή Βηθεσδά, πήρε τ’ όνομά της από τη γειτονική Προβατική Πύλη (βλ. Νεεμ. α’ 1, 32), απ’ όπου περνούσαν τα πρόβατα που προορίζονταν για θυσία, για να τα πλύνουν πρώτα στην κολυμβήθρα. Η κολυμβήθρα αυτή υπάρχει ακόμα στην Ιερουσαλήμ, αν και ερειπωμένη και δε χρησιμοποιείται πια. Την εποχή τού ευαγγελιστή όμως η κολυμβήθρα ήταν σε χρήση, γι’ αυτό και χρησιμοποιεί ενεστώτα χρόνο: έστι δε εν τοις Ιεροσολύμοις επί τη προβατική κολυμβήθρα.
Γύρω από την κολυμβήθρα υπήρχαν πέντε στεγασμένοι χώροι, για να φιλοξενούν τους πολλούς αρρώστους ανθρώπους που κατέφευγαν εκεί για να θεραπευτούν. «Εν ταύταις κατέκειτο πλήθος πολύ των ασθενούντων, τυφλών, χωλών, ξηρών, εκδεχομένων την του ύδατος κίνησιν. άγγελος γαρ κατά καιρόν κατέβαινεν εν τη κολυμβήθρα, και εταράσσετο το ύδωρ· ο ουν πρώτος εμβάς μετά την ταραχήν τού ύδατος υγιής εγίνετο ω δήποτε κατείχετο νοσήματι» (Ιωάν. ε’ 3-4). Σ’ αυτόν τον περίεργο τόπο μαζεύονταν απ’ όλα τα μέρη άνθρωποι που υπόφεραν από διάφορες αρρώστιες, για να βρουν τη θεραπεία που μάταια είχαν αναζητήσει από ανθρώπους σε άλλους τόπους. Το νερό αυτό δεν είχε από μόνο του θεραπευτικές ιδιότητες. Ήταν απλό φυσικό νερό με μίγματα μεταλλικά. Η θεραπευτική ιδιότητά του ήταν θεϊκή, προερχόταν από ουράνιες δυνάμεις. Κι αυτό είναι σαφές από το γεγονός ότι τις θεραπευτικές αυτές ιδιότητες τις αποκτούσε από καιρό σε καιρό, μόνο όταν με τη θεία πρόνοια άγγελος του Θεού κατέβαινε και τάραζε το νερό.
Τί περίεργη, τί δραματική σκηνή! Φανταστείτε τους χώρους στις πέντε στοές να κατακλύζονται από τους πιο απελπισμένους και πονεμένους ανθρώπους που έρχονταν από παντού! Φανταστείτε πέντε χώρους γεμάτους πόνο, θλίψη, δάκρυα και διαγκωνισμούς. Γύρω τους υπήρχε μια πόλη γεμάτη κόσμο που αναζητούσε την άνεση, κυνηγούσε τον πλούτο κι αγωνιζόταν ν’ αποκτήσει δόξα, τιμές κι εξουσία, υπήρχαν άνθρωποι που τόσο με το σώμα όσο και με την ψυχή τους ήταν σα νά ’παιζαν κωμωδία. Εδώ όμως υπήρχε η αγωνία τού θανάτου που ήταν κοντά κι ο μοναδικός τόπος όπου ήταν όλα τα μάτια γυρισμένα: το νερό. Κι ο μοναδικός που περίμεναν: ο άγγελος. Μία και μοναδική η επιθυμία τους: να θεραπευτούν.
Τί αξία έχει η υγεία για σάς; θα τους ρωτούσε κανείς. Μήπως για χάρη τής παγκόσμιας αυτής κωμωδίας, ψυχικής και σωματικής, που παίζεται γύρω σας; Δεν είναι αρκετή αυτή που παίζεται παντού, χωρίς τη δική σας συμμετοχή; Ή μήπως για να υπηρετήσετε το Θεό; Μα δεν υπηρετούν το Θεό εκείνοι που υπομένουν τα πάντα για χάρη Του με υπομονή κι ελπίδα; Ή μήπως αναζητείτε την υγεία μόνο για την υγεία και τη ζωή μόνο για τη ζωή; Μα ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Όταν ο Θεός σάς έστειλε στον κόσμο αυτόν, τό ’κα­νε για κάποιο σκοπό. Όταν σας έδωσε την υγεία, είχε κάποιο σκοπό. Λέει ο Ιώβ: «Ουχί πειρατήριόν εστιν ο βίος ανθρώπου επί της γης και ώσπερ μισθίου αυθημερινού η ζωή αυτού;» (Ιώβ ζ’ 1). Ο άνθρωπος που υπηρετεί στο στρατό πρέπει να εκπαιδεύεται για να μάχεται και να νικά. Αν είναι μισθοφόρος, περιμένει την αμοιβή του όταν τελειώσει η υπηρεσία του. Ζωή όμως για χάρη τής ζωής, επίγεια ζωή για χάρη τής επίγειας ζωής και υγεία για χάρη τής υγείας, σημαίνουν ζωή άσκοπη και υγεία άσκοπη. Στην ουσία μιλάμε για ζωή και υγεία για χάρη τής κωμωδίας τής αμαρτίας. Κι αυτό είναι σαν δίκοπο μαχαίρι που μπήγεται στο στομάχι.
Πέντε στοές γεμάτες με ανάπηρους· τί περίεργος χώρος για την άσκηση της υπομονής και της ελπίδας στο Θεό! Τί περίεργη, τί ζωντανή εικόνα! Τί παράδοξη και ψηλαφητή απεικόνιση της κατάστασης όπου δαπανούν τη ζωή και την υγεία τους όλοι οι κάτοικοι τής πόλης! Και για ποιό σκοπό; Για ν’ αγοράσουν αμαρτία, να μαζέψουν αμαρτία.
Οι πέντε στοές στην Προβατική Κολυμβήθρα έχουν καταρρεύσει εδώ και πολλά, πάρα πολλά χρόνια. Μη νομίζετε όμως πως η ιστορία τής ανθρώπινης θλίψης και της φτώχειας που κείτεται θαμμένη στα ερείπιά της έχει τελειώσει. Μη νομίζετε πως αυτή είναι μια μεμονωμένη ιστορία, πως βρίσκεται μακριά από σας και πως δεν έχει τίποτα κοινό με τη δική σας ζωή. Δεν έχει υποπέσει στις αισθήσεις σας συγκεντρωμένος πόνος και θλίψη, δάκρυα και στεναγμοί, αμαρτία κι ανομία, πονηρές και κακές σκέψεις, τυφλές επιθυμίες και άνομα πάθη, ατελέσφορες προσπάθειες και φρούδες ελπίδες; Αχ Βηθεσδά, Βηθεσδά, πόσο παγκόσμια είσαι! Σε σένα ο άγγελος τού Θεού εκείνη την εποχή λειτουργούσε σαν τον ποιμένα που σώζει ένα ένα τα χαμένα πρόβατά του, ωσότου εμφανιστεί ο Ποιμήν των πάντων, αγγέλων κι ανθρώπων. Ένας σιωπηλός άγγελος, υπηρέτης τού Δημιουργού του, τάραζε το νερό για να πλύνει το άρρωστο πρόβατο από τη μόλυνση της αμαρτίας. Κι όταν κατέβηκε σε σένα ο καλός Ποιμένας, ο σαρκωμένος Λόγος τού Θεού, με το δημιουργικό λόγο Του απομάκρυνε την αμαρτωλή μόλυνση και σε άδειασε. Αυτός ήταν ο Καλός Ποιμένας. Γι’ αυτό το λόγο η κολυμβήθρα αυτή προφητικά είχε ονομαστεί προβατική. «Τα πρόβατα τής φωνής αυτού ακούει, και τα ίδια πρόβατα καλεί κατ’ όνομα και εξάγει αυτά… και τα πρόβατα αυτώ ακολου­θεί, ότι οίδασι την φωνήν αυτού» (Ιωάν. ι΄ 3, 4). Τα πρόβατα ακούνε τη φωνή τού Καλού Ποιμένα.«Ην δέ τις άνθρωπος εκεί τριάκοντα και οκτώ έτη έχων εν τη ασθενεία αυτού. τούτον ιδών ο Ιησούς κατακείμενον, και γνούς ότι πολύν ήδη χρόνον έχει, λέγει αυτώ· θέλεις υγιής γενέσθαι; απεκρίθη αυτώ ο ασθενών· Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω, ίνα όταν ταραχθή το ύδωρ, βάλη με εις την κολυμβήθραν· εν ω δε έρχομαι εγώ, άλλος προ εμού καταβαίνει» (Ιωάν. ε’ 5-7). Ο παντογνώστης Κύριος είχε δει από πριν κι από μακριά ποιός τον ζητούσε, ποιός τον είχε ανάγκη. Δεν πέρασε τυχαία από τη λίμνη για να πάει στη χώρα των Γαδαρηνών, για παράδειγμα, όπως ίσως νόμιζαν οι σύντρο­φοί Του. Εκείνος γνώριζε πως εκεί βρίσκονταν δύο άνθρωποι δαιμονισμένοι που έπρεπε να τους θεραπεύ­σει. Ούτε βρέθηκε τυχαία στην πόλη τής Ναΐν την ώρα που μετέφεραν το νεκρό γιό τής χήρας. Εκείνος προγνώριζε πως εκεί τον περίμενε ένα μεγάλο έργο, σ’ εκείνον τον τόπο κι εκείνη την ώρα. Με τον ίδιο τρόπο δε βρέθηκε τυχαία στην Ιερουσαλήμ για τη γιορτή, όποια κι αν ήταν αυτή, ούτε και βρέθηκε πάλι από τύχη ή από περιέργεια στο χώρο των πέντε στοών, στο χώρο τού πόνου και της θλίψης. Όλα έγιναν σύμφωνα με την ακριβή προόρασή Του για τον τόπο και το χρόνο. Είναι φανερό πως στην Ιερουσαλήμ δεν ήρθε για τη γιορτή, όπως νόμιζαν οι μαθητές Του, αλλά για τον άρρωστο άνθρωπο, γι’ αυτό που έμελλε να του προσφέρει.
Ο συγκεκριμένος παράλυτος άνθρωπος ήταν πολύ-πολύ άρρωστος. Μια αρρώστια που κρατάει τριάντα οκτώ μέρες, στους ανθρώπους μοιάζει ατέλειωτη. Τί να πούμε τώρα για μια αρρώστια που κρατάει τριάντα οκτώ χρόνια; Το πόσο γρήγορα ή αργά περνάει η αρρώστια, εξαρτάται από τη δική μας στάση, από τη δική μας διάθεση. Οι χαρούμενες ώρες έχουν φτερά, περνάνε γρήγορα. Οι ώρες του πόνου όμως είναι άπτερες, συχνά δεν έχουν ούτε πόδια και περνάνε πολύ αργά. Για έναν παράλυτο άνθρωπο, φαίνεται νά ‘χει παραλύσει κι ο ίδιος ο χρόνος. Ο χρόνος για εκείνον μοιάζει ακίνητος, όπως είναι κι ο ίδιος. Αν το χρόνο αυτό των τριάντα οκτώ ετών τον πολλαπλασιάσεις τουλάχιστο με το τρία, θα πλησιάσεις περίπου το χρόνο του ανθρώπου που είναι υγιής, κινητικός, δημιουργικός και χαρούμενος. Ο παραλυτικός είχε ζήσει τόσο όσο ζει ο υγιής άνθρωπος, για έναν αιώνα, και μάλιστα κατάκοιτος, στο κρεβάτι του. Αντί να τον κυνηγάει ο χρόνος, τον κυνηγούσε αυτός, τον έσπρωχνε.
Τί ηρωική υπομονή είχε ο άνθρωπος αυτός! Τί υπεράνθρωπες προσπάθειες θα κατέβαλε για να συρθεί ως την κολυμβήθρα τη στιγμή που ο άγγελος του Θεού τάραζε το νερό! Τί σταθερή ελπίδα είχε στη θεραπεία του από μέρα σε μέρα, από χρόνο σε χρόνο, ακόμα κι από δεκαετία σε δεκαετία! Μ’ όλο που ο άνθρωπος αυτός υπέφερε τόσο πολύ για τις αμαρτίες του, δεν μπορούμε παρά να τον θαυμάζουμε. Όταν τον φέρνουμε στο νου μας, δεν μπορεί παρά να σκεφτόμαστε τόσους αδύναμους χαρακτήρες -άνδρες και γυναίκες, νέους και νέες- στις μέρες μας που, αν και υφίστανται πολύ λιγότερη πίεση, σηκώνουν τα χέρια τους, παραιτούνται από τη ζωή κι αναχωρούν για την άλλη αυτόχειρες.
«Θέλεις υγιής γενέσθαι;», τον ρώτησε ο μοναδικός φίλος που έσκυψε ποτέ κοντά του, στο κρεβάτι του, τα τριάντα οκτώ αυτά χρόνια. «Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω», του απάντησε ο άρρωστος. Ο τυφλός έχει κάποιον οδηγό, ο ανάπηρος έχει συγγενείς, ο αδύνατος έχει φίλους. Εγώ δεν έχω κανέναν στον κόσμο ολόκληρο να με λυπηθεί και να με βάλει στο νερό τη στιγμή που παίρνει τη θεραπευτική δύναμη. Την ώρα που προσπαθώ να συρθώ στο νερό άλλος προλαβαίνει, μπαίνει πρώτος και θεραπεύεται κι εγώ πρέπει να ξανακάνω την ίδια επώδυνη προσπάθεια για να γυρίσω στο κρεβάτι μου. Κι αυτό γίνεται για τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια τώρα. Δεν έχω ούτε χρήματα ούτε υπηρέτη. Ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους στην Ιερουσαλήμ, από τους άνεργους ως τους πλούσιους και δυνατούς, δεν υπάρχει ούτε ένας και μοναδικός για ν’ απλώσει το χέρι του και να σε βοηθήσει για χάρη της ψυχής του; Δεν μπορούσε τουλάχιστο να στείλει τον υπηρέτη του και να σε βοηθήσει; Όχι, ούτε ένας. Έπρεπε να ‘ρθει κάποιος Άνθρωπος από τη Γαλιλαία, να κάνει ένα τριήμερο και κουραστικό ταξίδι, την ώρα που πολλοί άνεργοι και χασομέρηδες γυρνούν ανέμελα στην πόλη μέρα νύχτα, λίγα μόλις μέτρα μακριά από το κρεβάτι σου; Υπάρχουν, Κύριε, πολλοί περπατούν κοντά μου, μα εγώ «άνθρωπον ουκ έχω». Κι υπάρχουν τόσο πολλοί ιερείς! Δες το ναό, απέναντι ακριβώς από το δρόμο. Αμέτρητοι ιερείς διαβάζουν το νόμο του Θεού και διδάσκουν τους ανθρώπους να δίνουν ελεημοσύνες. Και δε βρέθηκε κανένας τους να έρθει ή έστω να στείλει κάποιον για να σε βοηθήσει; Έτσι είναι, Κύριε. Εκεί στο ναό υπάρχουν πολλοί ιερείς. Εγώ όμως «άνθρωπον ουκ έχω». Υπάρχουν πολλοί Ιουδαίοι, χιλιάδες χιλιάδων, που συνάχτηκαν στην Ιερουσαλήμ για τη γιορτή. Κανένας τους όμως δεν ενδιαφέρεται για έναν πονεμένο και ήσυχο άνθρωπο. Ενδιαφέρονται για το Σάββατο. Χιλιάδες χιλιάδων απ’ αυτούς ήρθαν μόνο για να προσευχηθούν και να προσκυνήσουν το Σάββατο, όπως οι πατέρες του προσκύνησαν τη χρυσή αγελάδα στην έρημο. Χιλιάδες χιλιάδων Ιουδαίοι, μα εγώ «άνθρωπον ουκ έχω».
Εδώ βρέθηκε ένας άνθρωπος, ο μοναδικός άνθρωπος! Εδώ είναι ο Κύριος, που αγαπά περισσότερο από το συγγενή και το φίλο, που υπηρετεί πιο πιστά από τον υπηρέτη. Δεν έκανε το μακρύ και κουραστικό ταξίδι από τη Γαλιλαία ως την Ιερουσαλήμ για το Σάββατο και τη γιορτή, αλλά για χάρη ενός πονεμένου άνθρωπου. Ήρθε ώστε με τα έργα του, κι όχι με λόγια, να καταγγείλει τη φοβερή έλλειψη αγάπης ενός λαού που τα αισθητήρια του έχουν αμβλυνθεί. Ο Άνθρωπος ήρθε για χάρη του ανθρώπου. «Λέγει αυτώ ο Ιησούς· έγει­ρε, άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει, και ευθέως εγένετο υγιής ο άνθρωπος, και ήρε τον κράβαττον αυτού και περιεπάτει» (Ιωάν. ε’ 8-9). Από τη στιγμή αυτή και προφανώς για πάντα, ο άγγελος σταμάτησε να έρχεται και να ταράζει το νερό στη Προβατική Κολυμβήθρα. Γιατί εμφανίστηκε ο Μεσσίας, ο Κύριος των αγγέλων, που θεραπεύει χωρίς μεσάζοντες. Ενόσω οι άνθρωποι βρίσκονταν κάτω από το Νόμο, υπηρέτες του Νόμου, ο Κύριος χρησιμοποιούσε τους δούλους του. Τώρα που ήρθε η χάρη κι ο Νόμος ατόνησε, έρχεται ο ίδιος ο Κύριος κοντά στον άνθρωπο, όπως ο πατέρας στα παιδιά του. Ο ίδιος, με τα ίδια του τα χέρια, τους προσφέρει τις δωρεές του.
Ίσως ρωτήσει κάποιος: Γιατί ο Κύριος δεν έκανε στον άρρωστο άνθρωπο τη συνηθισμένη ερώτηση: Πιστεύεις; Γιατί δεν ερεύνησε να δει αν υπήρχε πίστη μέσα του, όπως έκανε με πολλούς άλλους; Μα η πίστη του ανθρώπου αυτού δεν ήταν ολοφάνερη; Τριάντα οκτώ χρόνια κείτονταν υπομονετικά σ’ ένα συγκεκριμένο τόπο, με την ελπίδα πως θα λάβει βοήθεια από τον ουρανό. Δεν πιστεύει μόνο στη θαυματουργική ενέργεια του αγγέλου του Θεού. Κατά κάποιο τρόπο πιστεύει και στον Κύριο Ιησού, μ’ όλο που δεν τον αποκαλεί Κύριο. Δεν είπε, «Ναι, Κύριε, θέλω να γίνω καλά, μα άνθρωπον ουκ έχω». Θα πρέπει με την ευκαιρία αυτή να θυμηθούμε πως ο Κύριος θεράπευσε πολλούς δαιμονισμένους και κωφάλαλους, χωρίς να τους ρωτήσει για την πίστη τους. Τους θεράπευσε απλά από αγάπη. Έτσι και στη Βηθεσδά τότε ο Κύριος ενήργησε από τη μια από αγάπη προς τον άνθρωπο που υπόφερε για τόσο μακρύ διάστημα, σ’ ένα περιβάλλον ελεεινό. Από την άλλη μεριά τώρα, έδρασε έτσι και μ’ ένα σκοπό· για να καταδείξει την έλλειψη αγάπης όχι μόνο των κατοίκων της Ιερουσαλήμ, αλλά όλων των ανθρώπων της εποχής, που έβλεπαν τον συνάνθρωπό τους να υποφέρει και δεν κουνάγανε το δαχτυλάκι τους για να βοηθήσουν. Και τέλος, ο Κύριος σκόπιμα θεράπευσε τον παραλυτικό ημέρα Σάββατο, αν και θα μπορούσε να το κάνει αυτό και Παρασκευή, αν ήθελε. Το έκανε αυτό για να καταγγείλει την ειδωλολατρική προσκύνηση των Ιουδαίων στην ημέρα του Σαββάτου. Να δείξει πως ο άνθρωπος αξίζει περισσότερο από το Σάββατο, πως η αγάπη αξίζει περισσότερο από οποιοδήποτε είδος νομικής τυπολατρείας. Η πράξη αυτή του Χριστού έχει τη μοναδική σφραγίδα του τρόπου που ενεργεί ο Θεός: να στοχεύσει σε πολλούς στόχους ταυτόχρονα.
«Ην δε σάββατον εν εκείνη τη ημέρα, έλεγον ουν οι Ιουδαίοι τω τεθεραπευμένω· σάββατόν εστιν ουκ έξεστί σοι άραι τον κράβαττον» (Ιωάν. ε’ 9-10). Τί στρεψόδικες ψυχές έχουμε εδώ! Πόσο κλεισμένες καρδιές! Αντί να χαρούν που ένα σερνάμενο σκουλήκι στάθηκε όρθιο και ξανά ’γινε άνθρωπος, αντί να τον συγχαρούν που αποκαταστάθηκε η υγεία του, αντί να ξεσηκώσουν την πόλη ολόκληρη, να τους καλέσουν όλους για να δοξάσουν το ζωντανό και στοργικό Θεό, αντί για όλ’ αυτά εξοργίστηκαν με τον άνθρωπο επειδή κουβαλούσε στους ώμους του το κρεβάτι του και ξαναγύριζε υγιής στο σπίτι του. Αν μπροστά στα μάτια τους είχε αναστηθεί κάποιος νεκρός άνθρωπος ημέρα Σάββατο, δε θα είχαν θαυμάσει για την ανάστασή του αλλά θα τον ρωτούσαν: «Γιατί είσαι σκονισμένος και λερωμένος σήμερα, που είναι Σάββατο;»
«Απεκρίθη αυτοίς· ο ποιήσας με υγιή, εκείνος μοι είπεν άρον τον κράβαττόν σου και περιπάτει. ηρώτησαν ουν αυτόν· τίς εστιν ο άνθρωπος ο ειπών σοι, άρον τον κράβαττόν σοι και περιπάτει;» (Ιωάν. ζ’ 11,12). Εδώ έχουμε μια ακόμα απόδειξη της τυφλότητας των Ιου­δαίων, της τυπολατρικής και μαγικής αντίληψηςπου είχαν για το Σάββατο. Ο άνθρωπος που θεραπεύτηκε μιλάει πρώτη φορά για τη θεραπεία του, την ομολογεί ως το πιο σπουδαίο πράγμα, και δεύτερο για το κρεβάτι που κουβαλάει στους ώμους του. Οι Ιουδαίοι δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τη θεραπεία του, για την ίδια τη ζωή του που άλλαξε. Αφού άκουσαν την απάντησή του, θα ήταν φυσικό να τον ρωτήσουν μετά: «Ποι­ός είναι ο άνθρωπος που σε θεράπευσε;» Μα όχι. Εκείνο που ρωτούν είναι το άλλο, το δευτερεύον και συμπτωματικό: Τίς εστιν ο άνθρωπος ο ειπών σοι, άρον τον κράβαττόν σοι και περιπάτει; Πόσο διεφθαρμένος κατάντησε ο περιούσιος λαός! Δέστε τι καρποί βλάστησαν στη γη που εξέθρεψε το Μωυσή, τον Ησαΐα, το Δαβίδ! Η άλλοτε γνωστή ευλάβεια των Ισραηλιτών εξελίχτηκε σε μια σαββατολατρεία. Η ιερατική υπηρεσία τού Ζώντος Θεού έγινε μιααστυνομική εγρήγορση και παρακολούθηση της τάξεως τής θεάς που ονομάζεται «Σάββατο»!
«Ο δε ιαθείς ουκ ήδει τίς εστιν· ο γαρ Ιησούς εξένευσεν όχλου όντος εν τω τόπω» (Ιωάν. ε’ 13). Ο θεραπευμένος άνθρωπος είχε κοιτάξει από το κρεβάτι του τα μάτια τού Κυρίου. Είχε νιώσει τη ζωοποιό ανάσα Του, είχε γνωρίσει τη θαυματουργική Του δύναμη. Παρ’ όλ’ αυτά όμως δεν μπορούσε να τους δώσει το όνομα του θεραπευτή του ή να τους πει από που ερχόταν. Ο Κύριος με το που πραγματοποίησε τη θεραπεία χάθηκε μέσα στο πλήθος κι άφησε τα πράγματα να εξελιχτούν μόνα τους. Εκείνος είναι ο σπορέας. Σπέρνει τον καλό σπόρο και τον αφήνει ν’ αναπτυχθεί και με τον καιρό να καρποφορήσει, ανάλογα με τον τόπο όπου έπεσε. Ο Κύριος έκανε το καλό έργο, το θεϊκό, τόσο σε δύναμη όσο και σε αγάπη, κι αποσύρθηκε για να γλιτώσει τον έπαινο των ανθρώπων, όπως είπε λίγο αργότερα: «Δόξαν παρά ανθρώπων ου λαμβάνω» (Ιωάν. ε’ 41). Φεύγει μακριά από τους ανθρώπους για να μη τον φθονήσουν, όπως γίνεται συνήθως. Φεύγει όμως για να δώσει παράδειγμα και σ’ όλους εμάς που λεγόμαστε χριστιανοί. Το καλό έργο τελειοποιείται και δικαιώνεται όταν γίνεται μόνο από αγάπη για τον άνθρωπο και για τη δόξα τού Θεού. Όλοι εκείνοι που επιθυμούν να κάνουν καλά έργα, ας μη τα κάνουν από ματαιότητα, για να προσελκύσουν τον έπαινο των ανθρώπων. Όποιος επιδείχνει τα καλά του έργα σε κοινή θέα, μοιάζει με τον άνθρωπο που βάζει τα πρόβατα ανάμεσα στους λύκους. Γι’ αυτό και πρέπει να προσέχουμε πολύ τα καλά μας έργα, ν’ αποφεύγουμε να προκαλούμε τον έπαινο ή το φθόνο των άλλων. Όποιος γυρεύει σκόπιμα τον έπαινο των άλλων, ξέχωρα από το καλό του έργο, θα κάνει και δύο κακά: Τον έπαινο, που θα βλάψει τον ίδιο προσωπικά, και το φθόνο, που θα βλάψει τους άλλους.
«Μετά ταύτα ευρίσκει αυτόν ο Ιησούς εν τω ιερώ και είπεν αυτώ· ίδε υγιής γέγονας· μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρον σοι τι γένηται» (Ιωάν. ε’ 14). Ο Κύριος θεράπευσε το σώμα και τώρα αναβιβάζει το γεγονός αυτό σε ανώτερη σφαίρα, στην πνευματική του διάσταση. Κάνει τον θεραπευμένο να συνειδητοποιήσει ότι η πηγή κι η αιτία τής φοβερής του αρρώστιας ήταν η αμαρτία. Και τον προειδοποιεί να πάψει ν’ αμαρτάνει. Ίνα μη χείρον σοί τι γένηται.
Δεν είναι γνωστό σε τί είδος αμαρτίας είχε πέσει ο άνθρωπος αυτός, μα ούτε και μας βοηθάει η γνώση αυτή. Ξέρουμε πως ο Θεός αποστρέφεται κάθε αμαρτία, πως η αμαρτία μας απομακρύνει από κοντά Του. Γνωρίζουμε πως κάθε αμαρτία για την οποία δεν έχουμε μετανοήσει, αργά ή γρήγορα θα προκαλέσει πόνο, θα φέρει βάσανα. Μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρον σοί τι γένηται. Τώρα ο Θεός σού έδειξε το έλεός Του, η αμαρτία σου συχωρέθηκε. Μην εξακολουθείς να πειράζεις το Θεό όμως, μη τον προκαλείς. Γιατί τότε, αντί για την ευσπλαχνία τού Θεού, ίσως συναντήσεις τη δικαιοκρισία Του. Αν κατόρθωσες να δικαιωθείς ενώπιον του Θεού για την προηγούμενη αμαρτία σου, με μια ανεπαρκή γνώση για τη δύναμή Του, μετά απ’ αυτό που έγινε δε θα μπορέσεις να βρεις δικαιολογία.
Αυτή είναι μια θαυμάσια αλλά και φοβερή προειδοποίηση προς όλους μας. Πως αν για μια φορά νιώσαμε το έλεος του Θεού πάνω μας δεν πρέπει να ξαναμαρτήσουμε, μήπως μας βρει κάτι χειρότερο απ’ αυτό που μας λύτρωσε ο Θεός.
«Απήλθεν ο άνθρωπος και ανήγγειλε τοις Ιουδαίοις ότι Ιησούς εστιν ο ποιήσας αυτόν υγιή» (Ιωάν. ε’ 15). Είδε ότι ωφελήθηκε ο άνθρωπος κι είπε στους Ιουδαίους πως τον έκανε καλά ο Ιησούς. Το έκανε αυτό με καλή πίστη, με καλές προθέσεις. Τον ρωτήσανε για τον Ιησού κι αυτός νόμισε πως ήταν καλό να το πει. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ένιωσε πως το όφειλε αυτό στον ευεργέτη του, έπρεπε να γνωρίσει το όνομά του στους άλλους, να το μάθουν όλοι, και μάλιστα εκείνοι που τον ρώτησαν. Βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του τριάντα οκτώ χρόνια. Το μόνο που σκεφτόταν όλ’ αυτά τα χρόνια ο φτωχός άνθρωπος, ήταν οι πόνοι του. Ούτε να φανταστεί δεν μπορούσε πόσο πονηρές ήταν οι καρδιές εκείνων που ρωτούσαν για τον Ιησού. Πώς θα μπορούσε να υποψιαστεί πως εκείνοι δε ρωτούσαν για να δοξάσουν τον Ιησού σαν θαυματουργό, μα για να τον θανατώσουν, επειδή δεν τήρησε την αργία τού Σαββάτου;
Πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα το σημείο αυτό. Πηγαίνει και λέει στους Ιουδαίους πως ο Ιησούς ήταν που τον θεράπευσε. Κατέχεται ολόκληρος από τη σκέψη τής θεραπείας και του θεραπευτή του. Οι Ιουδαίοι, αντίθετα, κατέχονταν από τη σκέψη τού σαββατισμού, της μη τήρησης του Σαββάτου. Σ’ αυτές τις περίεργες στιγμές, εκείνος ίσως δεν καταλάβαινε τη διαφορά τού τρόπου που σκέφτονταν για τον Ιησού, από τη μια αυτός κι από την άλλη οι Ιουδαίοι. Συνεπαρμένος από το θαύμα τους μεταδίδει τη δική του εκδοχή, τις μεγάλες και ευχαριστήριες σκέψεις για την επίσκεψη που δέχτηκε από το Θεό, για το καλό που του έκανε ο Θεός. Δεν είναι σε θέση να παρατηρήσει τη στενομυαλιά και τις πονηρές διαθέσεις τους, που κρύβονταν όπως τα φίδια κάτω από τα φυλλώματα. Η σκέψη κι η διάθεσή του ήταν να δοξολογήσει τον Κύριο Ιησού, τον ευεργέτη του. Η σκέψη κι η διάθεση των Ιουδαίων ήταν να τον θανατώσουν. «Οι Ιουδαίοι εζήτουν αυτόν αποκτείναι», γράφει ο ευαγγελιστής (Ιωάν. ε’ 16). Γιατί ήθελαν να τον σκοτώσουν; Μήπως επειδή ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που πρόσεξε το δυστυχή παράλυτο τα τριάντα οκτώ αυτά χρόνια; Μάλιστα, γι’ αυτό. Αλλά και για έναν άλλο λόγο. Επειδή ο Κύριος ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που έδωσε μεγαλύτερη σημασία στη ζωή ενός ανθρώπου, από την τυπολατρία τού σαββατισμού των Ιου­δαίων.
Ο Κύριος πέρασε απαρατήρητος ανάμεσα από τις παγίδες και τις ενέδρες τής κακίας των Ιουδαίων, σκορπίζοντας με λόγο και έργα το ευαγγέλιο της αγάπης για τους ανθρώπους, ως τη στιγμή που αποφάσισε πως ήρθε η ώρα να παραδοθεί στα χέρια των Ιουδαίων. Για να δείξει τη μεγαλοσύνη Του με την ταπείνωσή Του, να νικήσει το θάνατο με το θάνατό Του. Σ’ Αυτόν πρέπει η τιμή κι η δόξα, μαζί με τον Πατέρα και το Αγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν

αγίου Νικολάου Αχρίδος, Kυριακή του Παραλύτου

Τετάρτη, Μαΐου 15, 2019


Στίς βιτρίνες τῶν γραφείων κηδειῶν ὑπάρχει κάποιες φορές ἡ ἐπιγραφή «Δεχόμαστε παραγγελίες στεφάνων ἤ σταυρῶν». Ὅμως στή πραγματικότητα δέν ὑπάρχει δυνατότητα ἐπιλογῆς μεταξύ τῶν δύο: δέν μποροῦμε νά φορέσουμε τό στεφάνι τῆς ἀναστάσιμης νίκης, ἄν δέν σηκώσουμε μαζί μέ τό Χριστό τό Σταυρό. Κατά τό Μεσαίωνα, τά «πασχάλια μνήματα», οἱ κατασκευές δηλαδή ἐκεῖνες πού ἑτοιμάζονταν γιά νά στολίσουν κάθε Πάσχα τούς ἀγγλικούς ναούς, ἔφεραν πάνω τους τήν ἐπιγραφή «Vincit qui patitur» – «Αὐτός πού πάσχει νικᾶ». Αὐτό συνέβη μέ τό Σωτήρα μας καί αὐτό πρέπει νά συμβεῖ καί μέ μᾶς. Ἄς βαστάξουμε λοιπόν στό σῶμα μας τά στίγματα τοῦ σταυρωθέντα Ἰησοῦ, καί στή συνέχεια, μέ τή δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θά μοιραστοῦμε μαζί μέ τούς ἄλλους τήν Εἰρήνη καί τή Χαρά τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ!
επισκ. Διοκλείας Κάλλιστος

Τη ΙΕ ' του αυτού μηνός Μνήμη του οσίου πατέρα μας ΠΑΧΩΜΙΟΥ του Μεγάλου


...Μία ημέρα, άγγελος Κυρίου παρουσιάσθηκε στον Παχώμιο κατά την αγρυπνία του και του είπε τρεις φορές: «Παχώμιε, το θέλημα του Θεού είναι να διακονείς το γένος των ανθρώπων, για να τους συμφιλιώσεις μαζί Του». Από τότε, άνθρωποι από τα γειτονικά χωριά συγκεντρώθηκαν γύρω του για να διάγουν από κοινού τον ασκητικό βίο. Ο καθένας ζούσε χωριστά, κατά το δοκούν, και συνεισέφερε το μερίδιό του στις υλικές ανάγκες της αδελφότητος. Ο Παχώμιος έθετε τον εαυτό του ταπεινά στην υπηρεσία τους, ετοιμάζοντας την τροφή που επιθυμούσαν, δεχόμενος τους επισκέπτες και φροντίζοντας τους αδελφούς όταν ασθενούσαν, ενώ ο ίδιος αρκείτο πάντα σε ψωμί και αλάτι. Οι αγροικοι αυτοί άνθρωποι δεν έδειχναν, ωστόσο, απέναντί του κανέναν σεβασμό, και μάλιστα τον κορόιδευαν κιόλας. Ο άνθρωπος του Θεού έκανε υπομονή πέντε χρόνια, μέχρι την ημέρα που, έχοντας λάβει εντολή από τον Θεό κατά την διάρκεια μιάς ολονύχτιας προσευχής, τους επέβαλε έναν κανόνα κοινής ζωής και έδιωξε με απόφασή του όλους εκείνους που δεν ήθελαν να συμμορφωθούν. Νέοι υποψήφιοι για τον μοναχικό βίο παρουσιάστηκαν, καί ο Παχώμιος, αφού τους δοκίμασε επαρκώς, τους επέβαλε να ζούν «κατά τας Γραφάς» έχοντας τα πάντα κοινά, σε πλήρη ισότητα, κατά το παράδειγμα της αποστολικής κοινότητος (βλ. Πραξ. 2). Υπηρετώντας όλους, όπως και προηγουμένως, τους δίδαξε να βαστάζουν τον σταυρό τους για να ακολουθούν τον Χριστό και να έχουν μοναδική μέριμνα στον νού τους τα λόγια του Κυρίου. Λέγεται πως άγγελος, με μοναχική περιβολή, του υπέδειξε τον τύπο της ενδυμασίας τους και του παρέδωσε μία πλάκα στην οποία ήταν χαραγμένος ο Κανόνας της αδελφότητος, «όριζε να δίνεται φαγητό και νερό στον καθένα ανάλογα με την κράση του και την εργασία του, δίχως να εμποδίζονται εκείνοι που επιθυμούσαν να εγκρατεύονται περισσότερο, όφειλαν να ζούν σε ξεχωριστά κελλιά, χωρισμένοι κατά «οίκους», σύμφωνα με τον χαρακτήρα τους η τις ενασχολήσεις τους, και να συναθρίζονται τρεις φορές την ημέρα για να αναπέμπουνστόν Θεό δώδεκα ευχές, που αποτελούνταν από Ψαλμούς και προσευχές. Όταν ο Παχώμιος αντέτεινε ότι οι προσευχές δεν ήσαν πολλές, ο άγγελος αποκρίθηκε; «όλα όσα ορίζω διασφαλίζουν ότι ακόμη και οι μικροί θα μπορούν να τηρούν τον Κανόνα, δίχως να αποθαρρύνονται, όσο για τους τελείους, αυτοί δεν έχουν ανάγκη νόμου, αφού στο κελλί τους αφιερώνουν όλη την ζωή τους στην θεωρία του Θεού». Όταν οι αδελφοί έφθασαν τους εκατό, ο Παχώμιος τους έκτισε ναό μέσα στο μοναστήρι και την Κυριακή καλούσε έναν ιερέα από το χωρίο να τελέσει την θεία Λειτουργία, διότι αρνούνταν να χειροτονηθεί κληρικός κάποιος από τους μοναχούς, από φόβο μήπως διαταραχθεί από ματαιοδοξία και αντιζηλία η επιτευχθείσα αρμονία τους.
από Νέο Συναξαριστή,Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου