Κυριακή, Ιουνίου 30, 2019

H κλήση των Αποστόλων-Μητρ. Αντώνιος Bloom


Εἶναι βασικὸ γιὰ ἐμᾶς νὰ κατανοήσουμε τὴ σχέση ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἀποστόλους. Ἄν μελετᾶτε τὸ Εὐαγγέλιο, θὰ δεῖτε ὅτι οἱ Ἀπόστολοι καὶ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς γεννήθηκαν καὶ ἔζησαν στὴν ἴδια περιοχή. Ὁ Χριστὸς ἦρθε νὰ ζήσει σὰν παιδὶ στὴν Ναζαρέτ∙ οἱ Ἀπόστολοι ἔζησαν ὅλοι γύρω ἀπὸ τὸν τόπο Του. Δὲν γνωρίζουμε τίποτα ἀπὸ τὰ νεανικὰ χρόνια αὐτῶν τῶν ἀνδρῶν, ἀλλὰ ἄν σκεφτοῦμε ὅτι ἡ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας βρισκόταν σὲ ἀπόσταση μικρότερη τῶν 4 μιλίων ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ, ὅτι ὅλες οἱ πόλεις καὶ τὰ χωριὰ, ὅπου ὁ Πέτρος, ὁ Ἀνδρέας, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος καὶ οἱ ἄλλοι μαθητὲς ἔζησαν, βρίσκονταν γύρω ἀπὸ τὸ ἴδιο μέρος, μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε ὅτι εἶχαν συναντήσει δεῖ καὶ ἀκούσει τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ ὡς παιδὶ καὶ ὡς νέο.

Δὲν γνωρίζουμε κάτι γιὰ τὴν ἐπιρροὴ τῆς προσωπικότητας Του, καθὼς μεγάλωνε ἁρμονικὰ εἰς ἄνδρα τέλειον, ἀπὸ ἀπόψεως πνευματικῆς σοφίας καὶ ἀρετῆς, ἀλλὰ ὑπῆρχαν μεταξύ τους δεσμοὶ οἰκειότητας. Οἱ μαθητὲς τοῦ Ἰωάννη, ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Ἰωάννης, ἦταν μαθητὲς ἑνὸς ἐξαδέλφου τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἰάκωβος ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἰωάννη, ὁ Πέτρος ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Ἀνδρέα. Ὅταν πρῶτοι συνάντησαν τὸν Χριστὸ, ἀναζήτησαν τοὺς φίλους τους Ναθαναήλ καὶ Φίλιππο. Ἀκόμα τὰ λόγια τοῦ Ναθαναήλ: «Μπορεῖ κάτι καλὸ νὰ προέλθει ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ;» δὲν εἶναι παράξενα. Τι θὰ ἔλεγε ὁ κάθενας μας, ἄν τοῦ ἔλεγαν ὅτι ὁ Θεὸς ὁ ἴδιος ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ζεῖ σ’ἕνα χωριὸ 4 μίλια μακριὰ ἀπὸ τὸ χωριό του; 


Καὶ ἔπειτα ὑπάρχει μιὰ ὁλόκληρη πορεία ποὺ μποροῦμε ν’ ἀκολουθήσουμε στὰ Εὐαγγέλια, ὅπου μπορεῖ κάποιος νὰ δεῖ πῶς σταδιακὰ οἱ μαθητὲς ἀνακαλύπτουν τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, πῶς σταδιακά ἔρχεται πιὸ κοντὰ τους. Καὶ μιὰ μέρα, ἡ σχέση τους μαζί Του εἶναι τέτοια ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ Τὸν ἀφήσουν ἀκόμα καὶ καὶ ἄν τὸ ἤθελαν. Ὅταν οἱ περισσότεροι μαθητές Του τὸν ἐγκατέλειψαν, ὁ Κύριος εἶπε στοὺς δώδεκα: «Θὰ φύγετε κι ἐσεῖς;» κι ὁ Πέτρος ἀπάντησε: «Ποῦ νὰ πᾶμε; Τὰ λόγια Σου εἶναι λόγια ζωῆς αἰωνίου». Αὐτὴ ἡ σχέση ἀνάμεσα στοὺς μαθητές καὶ τὸν Χριστὸ, ποὺ ἴσως ἄρχισε μέσα ἀπο τὴ φιλία,κατόπιν ἐξελίχθηκε σὲ θαυμασμὸ, γιὰ ν’ἀναπτυχθεῖ σὲ σχέση ἀνάμεσα στοὺς μαθητὲς μὲ τὸν Διδάσκαλο καθ’ὁδὸν πρὸς τὸν Καίσαρα Φίλιππο, ἀναγνωρίζεται καὶ ὁμολογεῖται ἀπὸ ἕναν ἀπ’ αὐτοὺς ὡς δῶρο τοὺ Θεοῦ: «Εἶσαι ὁ Χριστὸς, ὁ Υἱὸς τοῦ Ζωντανοῦ Θεοῦ». 

Εἶναι μιὰ τόσο βαθιὰ, τόσο τέλεια, τόσο ὁλοκληρωμένη σχέση, ἔτσι ποὺ ὅταν ἀκόμα ὁ τρόμος τοὺς συνέχει, δὲν μποροῦν νὰ Τὸν ἀφήσουν. Ὅταν ὁ Χριστὸς λέει στοὺς μαθητὲς Του ὅτι πηγαίνει στὴ Βηθανία, ἐπειδὴ πέθανε ὁ Λάζαρος, οἱ μαθητές Τοῦ λένε: «Ἐπιστρέφεις στὴν Ἰουδαία; Δὲν σκοπεύουν νὰ σὲ σκοτώσουν;» Κι ἕνας λέει: «Ἄς πᾶμε καὶ ἄς πεθάνουμε μαζὶ Του». Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ Θωμᾶς, ἐκεῖνος ποὺ τόσο συχνὰ λογίστηκε σὰν ἄπιστος. Ὄχι, δὲν ἦταν ἄπιστος. Ἦταν ἕτοιμος νὰ ζήσει καὶ νὰ πεθάνει μὲ τὸν Διδάσκαλο του, ἀλλὰ δὲν εἶναι προετοιμασμένος νὰ δεχτεῖ μὲ εὐκολία τὰ νέα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, μ’ ὅ,τι συνεπάγεται τὸ ζωηφόρο μήνυμα αὐτῆς, χωρίς νὰ εἶναι σίγουρος - ἐπειδὴ ὅταν ὁ Χριστὸς πέθανε στὸν Σταυρὸ, οἱ μαθητές Του σκορπίστηκαν φοβισμένοι γιὰ νὰ κρυφτοῦν, καὶ ὅμως ἦταν δεμένοι μ’ Ἐκεῖνον ὡς τὰ μύχια τῆς καρδιᾶς, τοῦ νοῦ καὶ τῆς ψυχῆς τους, ἔνοιωθαν ὅτι ἡ Ζωή ἔπαψε νὰ ὑπάρχει στὸν κόσμο, στὴν ζωή τους. Αὐτὸ μᾶς συμβαίνει ὅταν κάποιο ἀγαπητό πρόσωπο πεθαίνει. Τότε ἀνακαλύπτουμε ὅτι ἐπειδὴ πέθανε, κάθε τι, ρηχό, τετριμμένο, μικρό, πολὺ ἀσήμαντο, γιὰ νὰ εἶναι τόσο σημαντικὸ ὅσο ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος, χάνει κάθε νόημα. Ἀπομακρυνόμαστε ἀπ’ αὐτὸ, γινόμαστε τόσο σπουδαῖοι ὅσο ὁ τρόπος ποὺ ἀντιλαμβανόμαστε τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο.

Αὐτὸ εἶναι ποὺ τοὺς συνέβη, ἀλλὰ τότε δὲν ὑπῆρχε ζωὴ, ὑπῆρχε μόνο ἔνας καταστρεπτικὸς,συντριπτικὸς θάνατος. Δὲν μποροῦσαν πιὰ νὰ ζοῦν, ἐπειδὴ ἡ Ζωὴ εἶχε φύγει ἀπὸ τὴ ζωή τους, ἀλλὰ μποροῦσαν νὰ συνεχίσουν νὰ ὑπάρχουν. Κι ὅμως ξαφνικὰ ἀνακάλυψαν ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν ζωντανός καὶ ὅτι μποροῦσαν νὰ ζοῦν καὶ ἀκόμη περισσότερο, ὅτι, κατὰ ἕνα μυστηριώδη τρόπο, ἐπειδὴ εἶχαν πεθάνει τόσο βαθιὰ καὶ ὁλοκληρωτικά μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἑνότητα μαζί Του, μποροῦσαν, μέσα ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἑνότητα – τὴ δική Του καὶ μαζὶ τὴ δική τους- νὰ εἶναι ζωντανοὶ, ἀλλὰ ζωντανοὶ μὲ ἀδιάσειστη τὴ βεβαιότητα ὅτι κανένας θάνατος δὲν μπορεῖ πλέον νὰ τοὺς ἀποκλείσει ἀπὸ τὴ ζωή, καμιὰ μορφὴ θανάτου∙ ὁ θάνατος εἶχε ἠττηθεῖ. Αὐτὸ εἶναι ποὺ ψάλλουμε τὸ Πάσχα, αὐτὸ διακηρύττουμε ὡς Εὐαγγέλιο. Ἡ ζωὴ ἔχει θριαμβεύσει, ὁ θάνατος δὲν ἔχει δύναμη ἐπάνω μας· τὸ σῶμα μας δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ μᾶς νικήσει ὅταν θὰ πεθάνει. Αὐτὴ εἶναι μία ἀπὸ τὶς κύριες μαρτυρίες τῶν ἀποστόλων· δὲν ἦταν ἁπλὰ τόσο πιστοὶ ὥστε νὰ εἶναι ἕτοιμοι νὰ πεθάνουν, ἀλλὰ ἦταν τόσο βέβαιοι ἀπὸ μιὰν ἐσωτερικὴ βεβαιότητα, ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα ποὺ ἀναβλύζει ἀπὸ μέσα τους, ἀπὸ τὴ νίκη μέσα τους τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δὲν ὑπάρχει πλέον θάνατος. Κάποιος μπορεῖ εἰρηνικὰ ν’ ἀφήσει ὅ,τι εἶναι ἐφήμερο, καθὼς λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Γιὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο θάνατος δὲν σημαίνει ὅτι ἀπεκδύεται τὴν ἐφήμερη ζωή, σημαίνει ὅτι ζεῖ τὴν αἰωνιότητα, τὴν αἰωνιότητα ποὺ πραγματοποιεῖται ἤδη ἀπὸ τώρα, ὅπως ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ, ἀγωνιζόμενος νὰ τὴν κάνει πραγματικότητα σ’ αὐτὸ ποὺ ἀποκαλεῖ σῶμα τῆς ἁμαρτίας. 


agiazoni

Σάββατο, Ιουνίου 29, 2019


Καθὼς ἕνας ἄρχοντας ὁποὺ ἔχει ἀμπέλια καὶ χωράφια καὶ βάζει ἐργάτας, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς ἔχει ἡμᾶς ἀμπέλι. Ἐπῆρε δώδεκα Ἀποστόλους καὶ τοὺς εὐλόγησε καὶ τοὺς ἔστειλε εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Καὶ εἰ μὲν θελήσουν οἱ ἄνθρωποι νὰ περάσουν καὶ ἐδῶ εἰς τοῦτον τὸν μάταιον κόσμον καλὰ καὶ εἰρηνικά, θέλει τοὺς εὐσπλαχνισθῆ ὁ πανάγαθος Θεὸς νὰ τοὺς βάλῃ εἰς τὸν παράδεισον. Τοῦτο τοὺς ἐπαρήγγειλε, νὰ πιστεύωμεν καὶ νὰ βαπτιζώμεθα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ φυλάγωμεν τὰ προστάγματα τοῦ Θεοῦ μας. Εἰς ὁποίαν χῶραν ἐπήγαιναν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ δὲν τοὺς δέχονται οἱ ἄνθρωποι, εἶπεν ὁ Κύριος νὰ τινάζουν τὰ τσαρούχια καὶ νὰ φεύγουν (66). Λαμβάνοντας τὴν χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἔτρεξαν ὡς ἀστραπὴ καὶ μὲ ἐκείνην τὴν χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἰάτρευαν χωλούς, κουτσούς, τυφλοὺς καὶ δαιμονισμένους καὶ μὲ τὴν προσταγὴν τοῦ Χριστοῦ μας ἀνέστησαν νεκρούς.
Πρέπον καὶ εὔλογον εἶνε, ἀδέλφια μου, νὰ εἶχα καὶ ἐγὼ ὁ ἀνάξιος καὶ ἁμαρτωλὸς δοῦλος του τὴν καρδίαν καθαράν, ὡσὰν τοὺς ἁγνοὺς Ἀποστόλους, καὶ νὰ ἔχω καὶ ἐκείνην τὴν χάριν τοῦ Παναγίου καὶ τελεταρχικοῦ Πνεύματος, ἐγὼ ποὺ ἀξιώθηκα καὶ ἦλθα εἰς τὴν χῶραν σας. Ἐπειδὴ καὶ εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ δὲν ἔχω τὴν χάριν τοῦ Παναγίου Πνεύματος, παρακαλῶ ὅμως τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν νὰ στείλη οὐρανόθεν τὴν χάριν του καὶ νὰ εὐλογήση τὴν χῶραν σας καὶ τὰ πράγματά σας καὶ τὸ ἔργον τῶν χειρῶν σας. Καὶ τὸ πρῶτον νὰ μᾶς εὐσπλαχνισθῆ, νὰ συγχωρήσῃ τὰ ἁμαρτήματά μας· καὶ νὰ σᾶς ἀξιώση, παιδιά μου, νὰ περάσετε καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ εἰρηνικά, καὶ νὰ σᾶς βάλῃ εἰς τὸν παράδεισον νὰ δοξάζετε τὴν Ἁγίαν Τριάδα.
Καὶ εἰς ὁποίαν χῶραν ἐπήγαιναν οἱ Ἀπόστολοι, χειροτονοῦσαν ἀρχιερεῖς, ἱερεῖς, εὐλογοῦσαν τὴν χῶραν ἐκείνην καὶ γίνουνταν ἕνας ἐπίγειος παράδεισος, χαρὰ καὶ εὐφροσύνη, κατοικία τῶν ἀγγέλων, κατοικία τοῦ Χριστοῦ μας. Καὶ εἰς ὁποίαν χῶραν δὲν τοὺς ἐδέχονταν, ἔμενε κατάρα καὶ ὄχι εὐλογία, κατοικία τοῦ διαβόλου καὶ ὄχι τοῦ Χριστοῦ μας.

άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός , διδαχή στ'

Λόγος στους Αγίους Δώδεκα Αποστόλους



  Αδελφοί και πατέρες, ιδού τα εμφορώτατα κλήματα της αγίας και αθάνατης και αποτελούσης την αρχή της ζωής αμπέλου, που είναι ο ίδιος ο Χριστός) «Εγώ είμαι», λέγει, «η άμπε­λος, εσείς τα κλήματα». Ιδού (ποίοι, κατά τους λόγους του Κυρίου, μπορούν να γίνουν και να είναι) οι φίλοι του Θεού Λόγου και Σωτήρα μας . «Εσείς είστε φίλοι μου», λέγει, «εάν πράττετε όσα εγώ σας παραγγέλλω. Δεν σας λέγω πλέον δούλους, διότι ο δούλος δεν γνωρίζει τι πράττει ο Κύριός του».


Εγώ όμως «έχω ονομάσει εσάς φίλους, διότι εκείνα τα οποία άκουσα από τον Πατέρα μου, σας τα γνωστοποίησα». Ιδού (ποίοι, κατά τους λόγους του Κυρίου, μπορούν να γίνουν και να είναι) οι Απόστο­λοι και οι κήρυκες της αλήθειας. «Εγώ είμαι», λέγει, «η (απόλυτη) αλή­θεια» και καθώς «με έχει αποστείλει» ο Πατήρ «να κηρύξω την άφεση (συγχώρηση) σε εκείνους που είναι αιχμάλωτοι (της αμαρτίας) και (να χαρίσω) την ανάβλεψη (το φως) σε εκείνους που είναι τυφλοί (από το σκοτισμό των παθών και των αδυναμιών τους)», κατά τον ίδιο τρόπο και εγώ αποστέλλω εσάς με σκοπό να θερα­πεύετε «κάθε ασθένεια και κάθε αδιαθεσία», και (όλα) εκείνα τα οποία ακούσατε (κατ’ ιδίαν) στους ιδιαίτερους χώρους προσευχής από εμένα, «να τα κηρύξετε από τα δώματα (ώστε να τα ακούσουν και να τα μάθουν όλοι)».Ιδού (ποίοι, κατά τους λόγους του Κυρίου, μπορούν να γίνουν και να είναι) οι αλιείς των ανθρώπων».


«Ακολουθήστε με», λέγει, «και θα σας κάνω αλιείς ανθρώπων (δηλαδή ικανούς να ψαρεύετε με τα δίκτυα του ευαγγελικού λόγου ανθρώπους και να τους προσελκύετε στη Βασιλεία του Θεού)». Ιδού (ποίοι, κατά τους λόγους του Κυρίου, μπορούν να γίνουν και να είναι) οι σωτήρες του κόσμου και ξένοι (προς τον υλιστικό και αμαρτωλό τρόπο ζωής) του κόσμου (αυτού). Δεν είναι, λέγει, από τον κόσμο τούτον, όπως (και) εγώ δεν είμαι από τον κόσμο αυτόν, και «φύλαξε αυτούς, Πάτερ, (ώστε να παραμείνουν ενωμένοι με­ταξύ τους) στο όνομά μου».


Ιδού (ποίοι, κατά τους λόγους του Κυρίου, μπορούν να γίνουν και να είναι) τα ευπειθέστατα (πάρα πολύ υπάκουα) πρόβατα που φέρουν τη σφραγίδα του παναγίου ποιμένος (δηλαδή του Χριστού). «Ιδού», λέγει, «εγώ (ο Χριστός) σας αποστέλλω ως (ήμερα) πρόβατα μέσα σε (αιμοβόρους) λύκους».


Και για να αφήσω πίσω τα περισσότερα από αυτά τα εγκώμια (επαίνους), που δίδουν μαρτυρία του Θεού, ιδού, προς εμάς σήμερα επανήλθαν, οι κατά χάριν του Χριστού και Σωτήρα μας αδελφοί -αφού επιστρέφετε, λέγει (ο Χριστός, μετά την Ανάστασή Του, στις Μυροφόρες), πέστε «στους αδελφούς μου» (δη­λαδή στους Αποστόλους)- οι λιμένες της σωτηρίας, οι πύργοι της χάριτος, οι λογικοί ουρανοί, οι νεφέλες του γλυκασμού που φέρνουν βροχή, οι ευαγγελιστές της ειρήνης, οι γρήγοροι της (Θείας) χάριτος ίπ­ποι, οι στύλοι της Εκκλησίας, οι κήρυκες της (Αγίας) Τριάδος -και γι­ατί πρέπει να λέγω και να απαριθμώ πολλά; -τα μουσικά όργανα, λύρες του Πνεύματος και οι σάλπιγγες της σωτηρίας και (οι) κλειδούχοι της Βασιλείας (του Θεού), «διδάσκοντας και νουθετώντας» μας ομόφωνα ο καθένας τους, όπως από κάθε μεν κακία απέχουμε, κρατούμε όμως μπροστά μας (ως ασπίδα) κάθε αρετή.


Και προηγουμένως μεν κηρύττουν ομόφωνα το σωτηριώδες μυστήριο της κατ’ οικονομίαν ενσάρκωσης (του Χριστού) και το άκτιστο και όμοιο στη φύση του (μυστήριο) της (Αγίας) Τριάδος, έπειτα δε διδάσκουν αρμονικά και σε μάς όλα τα «συνδεόμενα με τη σωτηρία». Γι’ αυτό και εγώ έχω κρίνει ότι είναι δί­καιο (ορθό) να μην πω σήμερα κάτι από τον εαυτό μου προς την αγάπη σας, αλλά (κάτι) από εκείνα τα οποία εκείνοι θεοπνεύστως διδάσκουν, (δηλαδή) να εισάξω στο μέσο (σας) (να φέρω ενώπιον σας) προς υπενθύμισή σας λίγα από τα πολλά από εκείνα τα οποία προτρέπει (συμ­βουλεύει) πρώτος ο θείος και αδελφόθεος Ιάκωβος.


«Ποιό είναι το όφελος, αδελφοί μου», λέγει, «εάν κάποιος λέγει (ισχυρίζεται) ότι έχει πίστη, δεν έχει όμως (ενάρετα) έργα; Μήπως μπορεί η (χωρίς έργα θεω­ρητική) πίστη (του) να τον σώσει; Αλλά θα πει κάποιος: συ έχεις (θεω­ρητική) πίστη και εγώ έχω (ενάρετα) έργα (χωρίς όμως και να έχω πίστη). Απόδειξέ μου την πίστη σου από τα έργα σου και θα σου αποδείξω και εγώ την πίστη μου από τα έργα μου. Εσύ πιστεύεις ότι ο Θεός είναι ένας. Καλά κάνεις. (Όμως) και τα δαιμόνια πιστεύουν (στην ύπαρξη του Θεού) και ανατριχιάζουν (μπροστά στη δικαιοσύνη και στη δύναμή Του). Θέλεις να μάθεις, κενέ (ανόητε) άνθρωπε, ότι η (θεωρη­τική) πίστη χωρίς τα (ενάρετα) έργα είναι νεκρή (και δεν μπορεί να σε σώσει);» Μάθε (λοιπόν) ότι «ο Αβραάμ ο προπάτοράς μας δικαιώθηκε (έγινε δίκαιος) από τα (ενάρετα) έργα (του), αφού έφερε (ανέβασε) πάνω στο θυσιαστήριο τον Ισαάκ τον υιό του. Βλέπεις ότι η πίστη τελειοποι­ήθηκε από τα έργα;».
«Βλέπετε ότι ο άνθρωπος δικαιώνεται (γίνεται δίκαιος) από τα (ενάρετα) έργα, και όχι από τη (θεωρητική) πίστη» μόνη της;


«Γι’ αυτό, αφού περιμαζέψετε όλο σας το μυαλό» με σωφροσύνη, λέγει ο θείος Πέτρος, «στηρίξετε πλήρως τις ελπίδες σας στη θεία Χάρη, που προσφέρεται σε σας με την αποκάλυψη του Ιησού Χριστού, ως παιδιά της υπακοής, χωρίς να συσχηματίζεστε με τις πρότερον επιθυμίες σας, οι οποίες σας εξουσίαζαν, όταν βρισκόσασταν στην άγνοια, αλλά σύμφωνα με τον άγιο Θεό, που σας κάλεσε στο δρόμο του αγιασμού, να γίνεστε και σεις οι ίδιοι άγιοι σε κάθε συναναστροφή, διότι είναι γραμ­μένο: Να γίνεστε άγιοι, διότι εγώ (ο Πατέρας σας) είμαι άγιος. Και εάν ονομάζετε Πατέρα σας τον Θεό, ο Οποίος κρίνει αμερόληπτα όλους σύμφωνα με τις πράξεις του καθενός, με φόβο Θεού να συμπεριφερθείτε κατά το χρόνο της παροικίας σας στη γη, που δεν είναι η παντοτινή σας πατρίδα, γιατί γνωρίζετε ότι όχι με φθαρτά λύτρα, δηλαδή με αργυρά ή χρυσά νομίσματα, λυτρωθήκατε από τη μάταιη και αμαρτωλή  ζωή και συναναστροφή σας, αλλά με το τίμιο αί­μα του Χριστού, το οποίο προσφέρθηκε θυσία ως αίμα αμώμου και καθαρού από κάθε ηθική κηλίδα αμνού».


Για τούτο, «αφού αποθέσετε κάθε κακία και κάθε δόλο και υποκρισίες και φθόνους και όλες τις καταλαλιές , ως νεογέννητα βρέφη να επιθυμήσετε πολύ το θρεπτικό ανόθευτο γάλα της θείας Χάριτος, για να μεγαλώσετε με αυτό, εάν βεβαίως γευθήκατε (και από την πείρα σας μάθατε) ότι ο Κύριος είναι πάντοτε ευεργετικός και αγαθός». Και αυτός ο οποίος, αφού έπαθε σωματικά (συσταυρούμενος με τον Χριστό), έχει παύσει να αμαρτάνει, έτσι ώστε να μην επιθυμεί πλέον να ζήσει τον υπόλοιπο χρόνο των ανθρώπων μέσα στην αμαρτία, αλλά σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Διότι είναι αρκετός ο χρόνος της ζωής σας, που έχει περάσει μέσα στις ακολασίες».


«Διότι, εάν ο Θεός δε λογάριασε τους αγγέλους που αμάρτησαν, αλλά, αφού τους έριξε στα τάρταρα, τους παρέδωσε να είναι φυλαγμένοι σε σειρές από βαθύ σκότος μέχρι να δικαστούν κατά την ημέρα της Κρίσεως, και εάν δεν λυπήθηκε τον παλαιό κόσμο (προ του κατακλυσμού) και εάν, αφού μετέβαλε σε στάχτη τις πόλεις των Σοδόμων και των Γομόρρων, τις καταδίκασε σε καταστροφή, αφού τις είχε βάλει ως φοβερό παράδειγμα σε εκείνους που έμελλαν να ασεβούν», τότε να είστε βέ­βαιοι ότι, «θα έλθει η ημέρα του Κυρίου κατά την οποία θα κρί­νει τον κόσμο. Και θα έλθει ξαφνικά, όπως ο κλέφτης μέσα στη νύκτα, κατά την οποία οι ουρανοί με θορυβώδη ήχο θα παρέλθουν, τα δε  στοιχεία, αφού θα καούν, θα διαλυθούν και η γη και τα έργα που θα υπάρχουν σ’ αυτήν, θα κατακαούν.


Αφού λοι­πόν όλα αυτά με αυτόν τον τρόπο διαλύονται, σκεφθείτε πόσο ταπει­νοί πρέπει να είστε σεις οι Χριστιανοί κατά τις αγίες συναναστροφές και τις ευσέβειές σας, προσδοκώντας και επιταχύνοντας την παρουσία (τον ερχομό) της ημέρας του Θεού;».
«Παιδιά μου», λέγει ο Ιωάννης ο Θεολόγος, «τελευταία και κρίσιμη είναι η σημερινή εποχή, και καθώς ακούσατε από τη διδασκαλία των Αποστόλων ότι έρχεται ο αντίχριστος, και τώρα ακριβώς έχουν παρουσιαστεί πολλοί αντίχριστοι· Απ’ αυτό μαθαίνουμε ότι είναι κρίσιμη η εποχή μας», «και σας αναγγέλλουμε, ότι ο Θεός είναι το  φως, και ουδέν ίχνος σκό­τους υπάρχει εις Αυτόν. Εάν λοιπόν πούμε ότι έχουμε κοινωνία μαζί Του και ζούμε στο σκότος της αμαρτίας, ψευδόμαστε και δεν λέμε την αλήθεια. Εάν όμως περπατούμε μέσα στο φως. ζώντας σύμφωνα με τον ευαγγελικό λόγο, όπως ο ίδιος ο Θεός είναι στο φως, τότε έχουμε κοινωνία με­ταξύ μας, και το αίμα του Ιησού Χριστού του Υιού του μας καθαρίζει από κάθε αμαρτία». «Και τώρα, παιδάκια μου, μένετε σταθερά ενωμένοι με Αυτόν, ώστε, όταν φανερωθεί, να έχουμε παρρησία (θάρρος), και να μην αισθανθούμε ντροπή απ’ Αυτόν , όταν Τον δούμε κατά τη (Δευτέρα) Παρου­σία Του».


Και γι’ αυτό λέγει ο Ιούδας ο Ιακώβου: «Τους αγγέλους, οι οποίοι δεν φύλαξαν το (υψηλό) αξίωμά τους, αλλά εγκατέλειψαν την κατοικία τους (στους ουρανούς), τους έχει κρατήσει δεμένους  με αιώνια δεσμά κάτω από σκότος για να δικαστούν στην Κρίση της μεγάλης ημέρας (δηλαδή κατά τη Δευτέρα Παρουσία). Όπως τα Σόδομα και τα Γόμορρα, έτσι και οι πόλεις που βρίσκονταν γύρω απ’ αυτά, οι οποίες με τον ίδιο με τα Σόδομα και τα Γόμορρα τρόπο, αφού παραδόθηκαν στην πορνεία και αφού  παρασύρθηκαν σε παρά φύση ασέλγειες, βρίσκονται μπροστά μας ως παράδειγμα αμαρτωλών, που έχουν να δώσουν λόγο με την ποινή του αιωνίου πυρός».


«Ας μη βασιλεύει λοιπόν η αμαρτία», διδάσκει ο Παύλος, «στο θνητό σας σώμα, ώστε να υπακούετε σ’ αυτήν παρασυρόμενοι από τις επιθυμίες του, ούτε να προσφέρετε τα μέλη σας ως όργανα της αδικίας, με αποτέλεσμα να σας νικά και να σας εξουσιάζει με αυτά η αμαρτία, αλλά να προσφέρετε τους εαυτούς σας στο Θεό, ως άνθρωποι οι οποίοι, αφού αναστηθήκατε με το βάπτισμα από τους νεκρούς, είστε ζωντανοί έχοντας μία νέα και αγία ζωή», και «όπως ακριβώς προσφέρατε τα μέλη σας να εί­ναι δούλα στην αμαρτία, και με την παράβαση του νόμου (να είναι δού­λα) στην ανομία, έτσι και τώρα να προσφέρετε τα μέλη σας (να είναι) δούλα στη δικαιοσύνη προς αγιασμό (σας)».


Γνωρίζετε, αγαπητοί μου αδελφοί, λύρα με δώδεκα χορδές, η οποία να παίζει με θεία έμπνευση και να ομοφωνεί ως προς το πόσο κακό (πράγμα) είναι η αμαρτία; Ας προσέχουμε λοι­πόν, αδελφοί (μου), τους εαυτούς μας, για να σωθούμε. Ας προσέχου­με (σ’ αυτές) τις προτροπές της Αγίας Γραφής και σ’ αυτά εδώ τα σωτηριώδη διδάγματα των Αποστόλων, και ας μη δίδουμε δευτερεύουσα σημασία στους λόγους του Α­γίου Πνεύματος. Διότι, γι’ αυτόν τον λόγο δεν σας είπα και σήμερα (πράγματα) από τον εαυτό μου, αλλά όλα όσα σας είπα είναι αγιοπνευματικά και αποστολικά (λόγια), ώστε να είναι βέβαιη η πίστη (σας σ’ αυτά).


Και τώρα μνημονεύω τον θείο Πέτρο, για να μου επι­σφραγίσει (επιβεβαιώσει) το λόγο και να προσευχηθεί θεόπνευστα για όλους σας, λέγοντας τα εξής: «Ο Θεός, που είναι η πηγή και ο χορηγός κάθε δωρεάς, ο Οποίος σας κάλεσε διά του Ιησού Χριστού στην αιώνια δόξα Του, Αυτός είθε να σας καταρτίσει, να σας στηρίξει, να σας ενδυναμώσει, να σας θεμελιώσει. Εις Αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη εις τους αιώνες των αιώνων. Αμήν».



(Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου, Κατήχησις ΙΖ΄, Εις τους Αγίους και Πανευφήμους Αποστόλους και περί της αγίας και θεοπνεύστου αυτών διδαχής και περί του μη παρέργως ακούειν των σωτηριωδών τούτων διδαγμάτων. Συγγράμματα τ. Β. Έκδ. Ιεράς Βασιλικής και Σταυροπηγιακής Μονής Αγ. Νεοφύτου, σ.278-282.)

Παρασκευή, Ιουνίου 28, 2019

«Αγαπάς με»;

  


 «Αγαπάς με;» (Ιωάν. κα΄, 15). Η ερώτηση που ετέθη από τον Ιησού στον Σίμωνα Πέτρο ισχύει και για τον καθένα μας. Είναι η ουσιαστική ερώτηση. Η απάντηση που θα δώσω προσδιορίζει τη σχέση μου με το Σωτήρα.
Θα τολμήσω να πω με τον Πέτρο: «Κύριε, Συ πάντα οίδας, Συ γινώσκεις ότι φιλώ Σε» (Ιωάν. κα΄, 17). Μα τόσο συχνά η ζωή μου, τα έργα μου, αναιρούν μια παρόμοια βεβαίωση.
   Να ομολογήσω ταπεινά ότι δεν έχω αυτήν την αγάπη; Να πω με απλότητα, ίσως και με ειλικρίνεια: «Όχι, Κύριε, δεν Σ’ αγαπώ»; Μια τέτοια όμως ριζική άρνηση δεν είναι σωστή. Διότι, ακόμη και στις χειρότερες πτώσεις μου, η ανάμνηση του Λυτρωτού, η μορφή Του, δεν σβήνουν εντελώς από την ψυχή μου. Δεν παύουν να με τραβούν. Περίπλοκη κατάσταση του αμαρτωλού, που ακόμη και στο βάθος της αθλιότητός του, κι όταν δεν έχει τη δύναμη να σπάσει τα δεσμά του, στρέφει με πόθο το κεφάλι προς τον Ιησού πλημμυρισμένος από τη νοσταλγία της ενώσεως μαζί Του.
   Η μόνη απάντηση που θα μπορούσα να δώσω είναι: «Κύριε, γνωρίζεις τα πάντα. Γνωρίζεις ότι θα ήθελα να σ’ αγαπώ. Δος μου την αγάπη Σου»…
 «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε» (Ιωάν. ιδ΄, 15). Τρομερή φράση. Με καταδικάζει. Το να τηρούμε το λόγο του Ιησού σημαίνει: να εφαρμόζουμε τα παραγγέλματά Του. Το νόημα της φράσεως, το νόημα το πιο φυσικό, θα ήταν: το δείγμα της αυθεντικής αγάπης για τον Ιησού είναι μια ζωή σύμφωνη με τα παραγγέλματά Του.
   Ένα άλλο νόημα (που δεν αποκλείει το προηγούμενο) είναι:Μόνο εκείνος που αγαπά τον Ιησού μπορεί να τηρήσει το λόγο του Ιησού. Η αγάπη που προηγείται της υπακοής, που είναι προϋπόθεση υπακοής. Η υπακοή διατηρεί και προφυλάσσει την αγάπη, της δίδει συνέχεια και ασφάλεια. Αλλά η πηγή της υπακοής, το νόημά της και η εσωτερική της δύναμη βρίσκεται στην αγάπη.
Κύριε Ιησού, πως μπορώ να Σε υπακούσω, αν δεν Σ’ αγαπώ; Μετάστρεψέ με πρώτα, φέρε με στην περιοχή της αγάπης Σου. Τότε θα μάθω να Σε υπακούω. Είμαι πολύ αδύνατος να τηρήσω το λόγο Σου, αν δεν με κρατήσει, αν δεν με βαστάξει η αγάπη Σου. Εάν η καρδιά μου δεν είναι γεμάτη από την αγάπη Σου, εύκολα θα μπορεί να μπει ο πειρασμός και να την κατακτήσει. Γι’ αυτό και Σε ικετεύω: Γέμισε την καρδιά μου όπως γεμίζουν ένα ποτήρι με νερό ως τα χείλη. Έτσι ώστε να είναι αδύνατο να χωρέσει έστω και μια ξένη σταγόνα. Μόνο η ελπίδα που έχω ότι θα μου δώσεις την αγάπη Σου με κάνει να μην απελπίζομαι. Να μη χάνω την ελπίδα μου ότι θα τηρήσω κάποια μέρα το λόγο Σου…
 … Στην αμαρτωλή γυναίκα συγχωρήθηκαν πολλά, διότι «ηγάπησεν πολύ»; Ή αγάπησε πολύ, διότι της συγχωρήθηκαν πολλά; Το ελληνικό κείμενο του Ευαγγελίου αφήνει περιθώρια και για τις δύο ερμηνείες. Και η μία και η άλλη εκφράζουν μια βαθιά αλήθεια. Η πρώτη τοποθετεί την άφεση σαν απάντηση στην αγάπη. (Φυσικά αποκρούομε μιαν έννοια αγάπης που θα ήταν πρόφαση, για να καλύψει κάθε παράβαση). Ακόμη και σ’ αυτή την πρώτη ερμηνεία η αγάπη που φέρνει την άφεση είναι ήδη μια χάρη, μια πρωτοβουλία του Χριστού. Στη δεύτερη ερμηνεία, όπου η συγχώρηση γεννά την αγάπη, η πρωτοβουλία του Κυρίου παραμένει απόλυτη: Προκαλεί την πρώτη κίνηση της μεταστροφής, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσε να υπάρξει συγχώρηση. Ακολουθεί η άφεση που καθιερώνει πια τη μεταστροφή. Και τέλος η αγάπη, απάντηση της ψυχής που δέχτηκε την άφεση. Αν αγαπούσα τον Ιησού στο μέτρο της αφέσεως που μου χάρισε, σίγουρα θα γινόμουν μια γιγάντια φωτιά αγάπης.
  «Μείνατε εν τη αγάπη τη εμή» (Ιωάν. ιε΄, 9). Το κείμενο δείχνει καθαρά ότι δεν πρόκειται για τη δική μας αγάπη προς τον Ιησού, αλλά για την αγάπη του ίδιου του Ιησού. «Μείνατε στην αγάπη που είναι δική μου, στην αγάπη που με κινεί, στην αγάπη που εκφράζει όλη τη φύση μου». Μα η αγάπη του Ιησού είναι η πηγή και η δύναμη και της δικής μας αγάπης προς τον Ιησού.
(Από το βιβλίο «Ιησούς» του Λεβ Ζιλέ, σελίδα 71- 74)
πηγή

Πέμπτη, Ιουνίου 27, 2019

O Χριστιανισμός είναι το αναποδογυρισμα της θρησκείας





«Ο Χριστιανισμός είναι το αναποδογύρισμα της θρησκείας. Στις διάφορες θρησκείες οι άνθρωποι προσφέρουν θυσίες στο θεό. Στο Χριστιανισμό γίνεται ακριβώς το αντίθετο, ο Θεός προσφέρει θυσία στους ανθρώπους και μάλιστα τον Γιό του. Ο Θεός Πατέρας προσφέρει θυσία το Γιό του στους ανθρώπους για να τους αποδείξει ότι τους αγαπάει πραγματικά, για να τους συμφιλιώσει με τον Εαυτό Του. Ο Απόστολος Παύλος το λέει αυτό με έναν υπέροχο τρόπο: «Ὑπὲρ Χριστοῦ οὖν πρεσβεύομεν ὡς τοῦ Θεοῦ παρακαλοῦντος δι’ ἡμῶν· δεόμεθα ὑπὲρ Χριστοῦ, καταλλάγητε τῷ Θεῷ·» Και σε μετάφραση: «Εμείς ενεργούμε ως πρεσβευτές του Χριστού. Μέσα από τα δικά μας λόγια είναι σαν να σας παρακαλεί ο Θεός. Στο όνομα του Χριστού, λοιπόν, σας παρακαλούμε: Συμφιλιωθείτε με το Θεό!» Ποια θρησκεία μπορεί να παρουσιάσει κάτι τέτοιο; Είναι τελείως αντίθετο προς τις θρησκείες αυτό. Μας παρακαλεί ο Θεός, να συμφιλιωθούμε μαζί Του. Είναι σαν ερωτική ιστορία όλο αυτό. Ο Χριστός έρχεται στη γη, λέει σε όλους σας αγαπώ, η ανθρωπότητα αδιαφορεί και ο Χριστός για να «αποδείξει» την μεγάλη Του αγάπη προς τον άνθρωπο…αυτοκτονεί! Ο Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας παρομοιάζει τον Χριστό με έναν μανικό εραστή που στο τέλος, για να αποδείξει τον έρωτά του θυσιάζει και τη ζωή Του. Αυτό είναι ο Χριστιανισμός, είναι κάτι τελείως διαφορετικό από τις θρησκείες, δεν είναι τυπολατρία. Ο αληθινός Χριστιανισμός είναι μια αληθινή και διαρκής επανάσταση, δεν είναι θρησκεία. ΟΙ στόχοι της επανάστασης του Χριστιανισμού είναι τόσο μακρινοί, είναι τόσο μεγάλοι, με αποτέλεσμα η επανάσταση αυτή θα τελειώσει μόνον με την Δευτέρα Παρουσία. Όποιος βλέπει το Χριστιανισμό σαν κάτι στατικό, σαν κάτι ακίνητο, αυτός δεν έχει καταλάβει τίποτε.»


γέροντας Μακάριος από το κελί Μαρουδά 

Τετάρτη, Ιουνίου 26, 2019

Το ευαγγελικά προκείμενο δεν είναι ακατόρθωτο


Θέλει γενναιότητα να μοιάσει κάποιος στα κρίνα του αγρού και τα πετεινά του ουρανού και να κυνηγά κάθε μέρα και στιγμή την βασιλεία Του, πιστεύοντας μέσα σε ένα είδος θεϊκής σαλότητος, πώς όλα του έχουν ήδη προστεθεί και ο ίδιος έχει αξία, αξία μπροστά σε έναν θεό πού δεν έχει δεί, αλλά πιστεύει ότι υπάρχει μέσα Του, πλάι του, παντού γύρω του και μεριμνά γι Αυτόν. Είναι τόσο αληθινό και αυθεντικό ένα τέτοιο βίωμα όσο τραγική είναι η διάθεση ορισμένων χριστιανών, πού νομίζουν πώς σήμερα ο Χριστός θέτει δύσκολα και ακατόρθωτα για τον αδύναμο άνθρωπο πράγματα και παλαίσματα και βιώματα.Και όλο αυτό γιατί κατορθώσαμε να ξεχάσουμε και ν απωθήσουμε την μοναδική αλήθεια: Τίποτα το ευαγγελικά προκείμενο δεν είναι ακατόρθωτο ή συμβολικό. Όλα είναι μέσα στο φως του ρεαλισμού μίας και μόνης αλήθειας: Χωρίς εμένα, λέγει Κύριος, δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα! Όλα είναι δοσμένα από μένα και εγώ συνεργώ σε αυτά! Δος μου μόνο την καρδία σου και το θέλημα σου.Όταν παραδοθείς στον Χριστό αποκτάς ελευθερία.Ποτέ πριν.Με αυτή την συνείδηση ενός ελεύθερου ανθρώπου, πού κέρδισε την ελευθερία του, μόνο όταν την απέθεσε στα δικά του χέρια, ας πορευτούμε από δω και μπρος.

Δὲν ἔχω παρὰ μιά ἀδύναμη, ἑτοιμόρροπη, ἀλλὰ ὡστόσο γιὰ μένα, ἀδιάλειπτη χαρά. Τὴ θέλετε ;


Πηγὴ τῆς ψευδοῦς θρησκείας εἶναι ἡ ἀνικανότητα νὰ χαρεῖς, ἤ μᾶλλον ἡ ἄρνηση τῆς χαρᾶς, ἐνῶ ἡ χαρὰ εἶναι ἀπόλυτα οὐσιώδης ἐπειδή, δίχως ἀμφιβολία, ἀποτελεῖ καρπὸ τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ γνωρίζει ὅτι ὑπάρχει Θεὸς καὶ νὰ μὴ χαίρεται. Μόνο σὲ σχέση μὲ τὴ χαρά, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ταπείνωση εἶναι σωστός, γνήσιος καὶ καρποφόρος. Ἔξω ἀπὸ τὴ χαρά, ὅλα γίνονται δαιμονικά, μιά βαθύτερη διαστροφὴ κάθε θρησκευτικῆς ἐμπειρίας. Μιά θρησκεία φόβου. Θρησκεία τῆς ψευτοταπείνωσης. Θρησκεία τῆς ἐνοχῆς: τὰ πάντα εἶναι πειρασμοὶ καὶ παγίδες - ὄντως πολὺ δυνατοί, ὄχι μόνο στὸν κόσμο, ἀλλὰ καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Οἱ «θρησκευόμενοι» ἄνθρωποι, κατὰ κάποιο τρόπο, βλέπουν τὴ χαρὰ μὲ ὑποψία.Ἡ χαρὰ εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς ἐλευθερίας, ὅπου καλούμαστε νὰ σταθοῦμε. Ποῦ, πῶς καὶ πότε διαστρεβλώθηκε καὶ ἀμβλύνθηκε αὐτὴ ἡ ἀτμόσφαιρα τοῦ Χριστιανισμοῦ -ἤ μᾶλλον, ποῦ, πῶς καὶ πότε οἱ Χριστιανοὶ ἄρχισαν νὰ κωφεύουν στὴ χαρά; Ποῦ, πῶς καὶ πότε ἡ Ἐκκλησία, ἀντὶ ν' ἀπελευθερώνει τοὺς βασανισμένους ἀνθρώπους, ἄρχισε νὰ τοὺς ἐκφοβίζει καὶ νὰ τοὺς τρομοκρατεῖ μὲ σαδιστικὸ τρόπο;Οἱ ἄνθρωποι ἔρχονται συνεχῶς γιὰ νὰ ζητήσουν συμβουλὲς... καὶ κάποια ἀδυναμία ἤ ψεύτικη ντροπὴ μὲ συγκρατεῖ ἀπὸ τὸ νὰ τοὺς πῶ, «Δὲν ἔχω καμιὰ συμβουλὴ νὰ σᾶς δώσω. Δὲν ἔχω παρὰ μιά ἀδύναμη, ἑτοιμόρροπη, ἀλλὰ ὡστόσο γιὰ μένα, ἀδιάλειπτη χαρά. Τὴ θέλετε ;» Ὄχι, δὲν τὴ θέλουν. Θέλουν νὰ συζητοῦν γιὰ «προβλήματα» καὶ νὰ κουβεντιάζουν γιὰ «λύσεις». Ὄχι, δὲν ὑπῆρξε μεγαλύτερη νίκη τοῦ Διαβόλου πάνω στὸν κόσμο ἄλλη ἀπ' αὐτὴ τὴν «ψυχολογοποιημένη» θρησκεία. Ὑπάρχουν τὰ πάντα στὴν ψυχολογία. Ἕνα πράγμα εἶναι σ' αὐτὴν ἀδιανόητο, ἀδύνατο: ἡ χαρά!
αλεξ. σμέμαν , από το ημερολογιο 1973-1983

Τρίτη, Ιουνίου 25, 2019



Tω αυτώ μηνί KE΄, μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Φευρωνίας.

Προίξ τη γυναικών καλλονή Φευρωνία,
Tομή κεφαλής. Ως καλή σοι προιξ γύναι!
Δώκε δε Φευρωνίη ξίφει αυχένα εικάδι πέμπτη.

Aύτη η αοίδιμος εκ νεαράς της ηλικίας εσήκωσε τον χρηστόν ζυγόν του Kυρίου, και πηγαίνουσα εις ένα Mοναστήριον, το οποίον ευρίσκετο εις τα σύνορα Pωμαίων και Περσών, εν πόλει καλουμένη Nισίβει, ήτις ονομάζεται Aντιόχεια της Mυγδονίας, εις εκείνο έγινε Mοναχή, και υπερέβη όλας τας εν τω Mοναστηρίω καλογραίας κατά την άσκησιν και σύνεσιν, και κατά την μελέτην των θείων Γραφών. Ήτον δε Hγουμένη όλων των εκεί μοναζουσών η Oσία Bρυαίνη. Kατά τους χρόνους δε του Διοκλητιανού εν έτει σπη΄ [288], επειδή ο ηγεμών Σελήνος εδίωκε τους Xριστιανούς, διά τούτο αι μεν λοιπαί Kαλογραίαι, έφυγον από το Mοναστήριον, ζητούσαι να γλυτώσουν από τον θάνατον. H δε μακαρία Φευρωνία, επειδή και ήτον ασθενής, δεν εδυνήθη να φύγη, αλλά εκατάκειτο επάνω εις ένα κρεββάτι, κοντά δε εις αυτήν εκάθοντο η Hγουμένη Bρυαίνη, και η καλουμένη Iερία. Eκεί λοιπόν επήγαν οι στρατιώται του Σελήνου, και τζακίσαντες τας πόρτας με τζεκούρια, εμβήκαν μέσα εις το Mοναστήριον, και ευθύς ετράβιξαν τα σπαθία των, και ήθελον να κατακόψουν την Bρυαίνην. Παρεκάλεσεν όμως αυτούς Πρίμος ο του Λυσιμάχου ανεψιός, να μη κτυπήσουν αυτήν. Eφέρετο γαρ αυτός πάντοτε εις τους Xριστιανούς, με συμπάθειαν και ευσπλαγχνίαν. Aρπάσαντες δε την Φευρωνίαν, επήγαν αυτήν εις τον Σελήνον, ηκολούθουν δε εις την Φευρωνίαν, η Bρυαίνη, η Iερία, και η Θωμαΐς, στηρίζουσαι αυτήν εις την πίστιν και νουθετούσαι, να μη φοβηθή τα βάσανα, μηδέ να προδώση, την εις Xριστόν ευσέβειαν. Παρεκίνουν δε αυτήν να ενθυμηθή την *Λιβύαν και *Λεωνίδα τας αδελφάς, και την νέαν *Eυτροπίαν. Aπό τας οποίας, η μεν Λιβύα, απεκεφαλίσθη διά τον Xριστόν. H δε Λεωνίς, παρεδόθη εις την φωτίαν. H δε νέα Eυτροπία, ακούσασα να της λέγη η μήτηρ της· «Mη φύγης τέκνον μου» ευθύς έδεσε τας χείρας της οπίσω, και κλίνασα τον λαιμόν της εις τον σπεκουλάτορα, εθανατώθη προθύμως.
     Kαι η μεν Bρυαίνη, αφ’ ου εδίδαξε την Φευρωνίαν, εγύρισεν εις το Mοναστήριον, κλαίουσα και θρηνούσα, εφοβείτο γαρ διά το άδηλον αυτής τέλος. Όθεν επαρακάλει τον Θεόν να χαρίση εις αυτήν νίκην κατά του Διαβόλου. H δε Θωμαΐς και Iερία, ενδύθηκαν ανδρίκεια φορέματα, και σμίγουσαι μαζί με τους υπηρέτας, ηκολούθουν εις την Φευρωνίαν. Eφέρθη λοιπόν η Aγία εις τον Λυσίμαχον τον ανεψιόν του Σελήνου, και ερωτήθη από αυτόν να ειπή, ποίον είναι το όνομά της, το γένος της, και η θρησκεία της. H δε Mάρτυς αντί διά όλα έλεγε, πως είναι Xριστιανή. Ύστερον δε ο τούτου θείος Σελήνος, επεχείρησε να μεταθέση την Aγίαν από την πίστιν του Xριστού με κολακείας, και επειδή δεν εδυνήθη, επρόσταξε να εξαπλώσουν αυτήν από τα τέσσαρα μέρη, και από κάτω μεν, να καίουν αυτήν με φωτίαν, από πάνω δε, να δέρνουν αυτήν με ραβδία. Eπειδή λοιπόν, κοντά οπού επλήγωσαν την του Xριστού αμνάδα από τους δαρμούς, έρριπτον ακόμη και λάδι εις την φωτίαν, διά τούτο ανέλυσαν αι σάρκες της μακαρίας Φευρωνίας, και έτρεχον κατά γης. Έπειτα εκρέμασαν αυτήν και εξέσχιζον με σιδηρένια ονύχια, και έκαιον με την φωτίαν. Mετά ταύτα, έκοψαν την γλώσσαν της, την οποίαν η Aγία με ανδρίαν πολλήν, μόνη της εύγαλεν έξω από το στόμα της. Eίτα εξερρίζωσαν τα οδόντιά της, και έκοψαν με σπαθί τα δύω βυζία της. Eπάνω δε εις το κόψιμον των βυζίων, έβαλον κάρβουνα αναμμένα. Ύστερον έκοψαν τας χείρας και τους πόδας της Aγίας, και τελευταίον την απεκεφάλισαν, και ούτως έλαβεν η τρισολβία τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον. Kατά δε προσταγήν του Λυσιμάχου, εσυμμαζώχθη από τους Xριστιανούς το σώμα της Aγίας, και εφέρθη εις το Mοναστήριόν της, διά μέσου Φίρμου του κόμητος. Eβάσταζον δε αυτό και στρατιώται μαζί με τον Φίρμον. Kαι τα μεν άλλα μέλη της Aγίας, εσυναρμόσθησαν το καθ’ ένα εις την τάξιν και φυσικήν αρμονίαν του. Tα δε οδόντια αυτής, εβάλθησαν επάνω εις το στήθος της. Kαι έτζι εσυνάχθησαν Eπίσκοποι, και Kληρικοί μαζί με Mοναχούς, και πλήθος πολύ των Xριστιανών, και ούτω ψάλλοντες ψαλμούς και ύμνους, και ποιήσαντες αγρυπνίαν, ενταφίασαν το μαρτυρικόν εκείνο και άγιον λείψανον.
     Λέγουσι δε, ότι όταν κάθε χρόνον ετελείτο η μνήμη της Aγίας εις το Mοναστήριον, εβλέπετο η Mάρτυς κατά το μεσονύκτιον, παρούσα μαζί με τας άλλας αδελφάς και συμψάλλουσα, και αναπληρούσα τον τόπον, εις τον οποίον και ζωντανή ούσα εστέκετο, έως οπού εγίνετο η ευχή. Mίαν φοράν δε, ηθέλησεν η Bρυαίνη διά να την πιάση, και ευθύς έγινεν άφαντος. O δε Λυσίμαχος, βαρείαν συμφοράν ενόμισε το μαρτύριον της Aγίας: ένα μεν, διατί εκατάγετο από μητέρα Xριστιανήν, και άλλο δε, διατί ο θείος του Σελήνος, έδειξε μεγάλην απανθρωπίαν και ωμότητα εις την Mάρτυρα. Διέφθειρε γαρ το της νέας παρθένου κάλλος, το οποίον ήτον σχεδόν υπέρ άνθρωπον. Όθεν από την λύπην και πικρίαν της ψυχής του, τότε μεν, δεν έφαγε ψωμί, αλλά εθρήνησε και έκλαυσε πικρώς τον θάνατον της Aγίας. Ύστερον δε, επίστευσεν εις τον Xριστόν μαζί με τον Πρίμον, και έλαβεν ομού με εκείνον το Άγιον Bάπτισμα. O δε Σελήνος έξω φρενών γενόμενος, εθεώρησεν εις τον ουρανόν, και εμούγγρισεν ωσάν βόδι. Έπειτα κτυπήσας την κεφαλήν του εις μίαν κολόναν, κακώς ο κακός την ψυχήν του απέρριψε. Tελείται δε η της Aγίας Σύναξις, και εορτή, εις τον Nαόν του Aγίου Προφήτου Προδρόμου και Bαπτιστού Iωάννου, τον ευρισκόμενον εις την Oξείαν. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτής, όρα εις την Kαλοκαιρινήν1.)


ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1. O δε ελληνικός Bίος αυτής σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη των Iβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Eγένετο εν ταις ημέραις Διοκλητιανού».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ο ΦΙΛΟΣ ΤΟΥ ΝΥΜΦΙΟΥ



Αν οι άνθρωποι του κόσμου τούτου επιθυμούν σφοδρά την αμετρία, την υπερβολή, αν επιθυμούν να είναι «Κύριοι» και «Νυμφίοι», το Ευαγγέλιο μάς αφήνει τη φωτεινή εικόνα της ταπεινώσεως: ο άγιος Ιωάννης, ο Τίμιος Πρόδρομος και Βαπτιστής, βρίσκει όλη την χαρά του να είναι Φίλος του Νυμφίου και η Παρθένος να είναι Δούλη του Κυρίου (πρβλ. Λουκ. 1, 38 και 48). Ελαττώνονται, ώστε ο Άλλος, ο αληθινός Νυμφίος και Κύριος, να αυξάνει. Το ένα σε σχέση με το άλλο. Ο Θεός παίρνει την ακριβή θέση Του ανάμεσα στους ανθρώπους, διότι βρίσκει μια τέλεια ομοιότητα. «Ήλθε στον τόπο το δικό Του» (Ιωάν. 1, 11) και τον υποδέχθηκαν η Δούλη και ο Φίλος. Η ταπείνωσή Του, είναι ένα ακριβές αντίγραφο της θείας ταπεινώσεως, της κενώσεως του Δούλου του Ιαχβέ, του «Ἀνδρὸς ὀδυνῶν». Αντανακλά και ακολουθεί την «ανατροπή των ουρανίων αξιών»· ο Παντοκράτωρ γίνεται ο Φιλάνθρωπος και ο Βασιλεύς γίνεται ο εσταυρωμένος Δούλος.

     «Σας βεβαιώνω πως μάνα δεν γέννησε ως τώρα άνθρωπο πιο μεγάλο από τον Ιωάννη το Βαπτιστή» (Ματθ. 11, 11). Ο λόγος είναι αντιθετικός, διότι καταργεί τα όρια των Διαθηκών. Στο «πιο μεγάλο» ανταποκρίνεται το αινιγματικό: «ο πιο μικρός όμως στη Βασιλεία των Ουρανών είναι μεγαλύτερός του». Ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος είναι ταυτόχρονα ο μεγαλύτερος και ο μικρότερος· και είναι ο μεγαλύτερος, διότι είναι ο μικρότερος. «Ο φίλος όμως του Γαμπρού, που στέκεται κοντά και Τον ακούει, είναι γεμάτος χαρά ακούγοντας τη φωνή του Γαμπρού. Αυτή είναι η χαρά η δική Μου και τώρα έχει ολοκληρωθεί» (Ιωάν. 3, 29-30). Αυτή η χαρούμενη εξαφάνιση είναι τόσο βαθιά, που σ’ αυτό το επίπεδο ο Νυμφίος και ο Φίλος του Νυμφίου συγκλίνουν μέχρι το ανέκφραστο μεγαλείο που τους ενώνει: ο Θεός έγινε άνθρωπος και ο άνθρωπος έγινε Θεός, σε βαθμό που να διερωτώνται οι άνθρωποι «για τον Ιωάννη, μήπως αυτός είναι ο Χριστός;» (Λουκ. 3, 15). Τώρα, για όλους, φανερά ο Θεός προτάσσει τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και την Παναγία στην κορυφή της καθολικής Ιερωσύνης, ως «οδηγητική εικόνα» της υπηρεσίας της Εκκλησίας Του. Και η εικονογραφική σύνθεση της «Δεήσεως» μάς το δείχνει καθαρά αυτό…

ΠΑΥΛΟΣ ΕΥΔΟΚΙΜΩΦ

κείμενο ειληταριον

Σάββατο, Ιουνίου 22, 2019

TΟΥΤΟΥΣ ΜΙΜΟΥ


Εάν ἐσύ ὁ ἀναγινώσκων εἶσαι Πατριάρχης, ἀναγίνωσκε τά Συναξάρια τῶν μακαρίων ἐκείνων καί ἁγίων Πατριαρχῶν, οἵτινες εὐηρέστησαν τῷ Θεῷ διά θεωρίας καί πράξεως. Ἐάν εἶσαι ἀρχιερεύς, μιμοῦ τούς ἐν τῷ Συναξαριστῇἁγίους καί ἀοιδίμους ἐκείνους ἀρχιερεῖς. Ἐάν ὑπάρχῃς ἱερεύς, ἀκολούθει  τούς εὐλαβεῖς καί ἁγίους ἱερεῖς, οἵτινες φυλάξαντες καθαρόν τό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, ἐχρημάτισαν φίλοι Θεοῦ. Ἐάν ἔχῃς τό τοῦ διακόνου ἐπάγγελμα, ἀπόβλεπε εἰς τό παράδειγμα τῶν εὐαρεστησάντων τῷ Χριστῷ διακόνων, ἤ δι᾽ ὁμολογίας ἤ διά μαρτυρίου ἤ διά ἀρετῆς, οἵτινες περιέχονται ἐν ταύτῃ τῇ βίβλῳ. Ἐάν ἐνεδύθῃς τό μοναχικόν σχῆμα καί ἔγινες μοναχός, μιμοῦ τά ἐνταῦθα ἀναφερόμενα πολυάριθμα πλήθη τῶν ὁσίων καί μοναχῶν, οἵτινες καταφρονήσαντες τῶν γηΐνων ἁπάντων, καί ἄραντες ἐπί ὤμων τόν ἐλαφρόν ζυγόν τοῦ Χριστοῦ, ἐπολιτεύθησαν θεαρέστως, καί τῆς αἰωνίου δόξης κατηξιώθησαν,. Ἐάν εἶσαι Παρθένος μοναχή, τρέχε ὀπίσω εἰς τά ἴχνη τόσων καί τόσων Παρθένων καί μοναζουσῶν, τῶν ἐν τῷ Συναξαριστῇ τούτῳ περιεχομένων, καί γίνου παρθένος, ὄχι μόνο κατά τό σῶμα, ἀλλά καί κατά τήν ψυχήν. ὄχι μόνον κατά τάς αἰσθήσεις, ἀλλά καί καθ᾽ ὅλας τάς κινήσεις, τάς σωματικάς τε καί ψυχικάς. Ἄκουσον γάρ τί λέγει ὁ Χρυσορρήμων: «τήν παρθένον, οὐ τῷ σώματι μόνον καθαράν εἶναι δεῖ, ἀλλά καί τῇ ψυχῇ. εἴγε μέλλοι τόν ἅγιον ὑποδέχεσθαι Νυμφίον». καί πάλιν: «Παρθενείας ὅρος, τό καί σώματι καί πνεύματι εἶναι ἁγίαν» (Λόγ. Παρθενίας)…

Ἐάν ἦσαι βασιλεύς, ἀκολούθει εἰς τά ἴχνη τών  ἀοιδίμων ἐκείνων βασιλέων,  οἵτινες ὅλοι δέν ἐμποδίσθησαν ἀπό τόν ὄγκον τοῦ βασιλικοῦ ἀξιώματος, ἀλλά ἀγαπήσαντες τόν Θεόν, ἐφύλαξαν τάς τούτου ἐντολάς καί ἐσώθησαν. Ἐάν εἶσαι βασίλισσα, εἴτε μήτηρ βασιλέως, εἴτε γυνή, εἴτε θυγάτηρ ἤ Δόμνα ἤ Ἀρχόντισσα, ἔχε εἰς παράδειγμα τάς ἐν τῷ Συναξαριστῇ ἀναφερομένας Ἀρχοντίσσας καί βασιλίσσας.  Αὗται γάρ αἱ ἀοίδιμοι, βασιλείαν καί τά τῆς βασιλείας καλά, ὡς σκύβαλα λογισάμεναι, διά τήν ἀγάπην τοῦ Βασιλέως τῶν βασιλέων Χριστοῦ, ἀντί τῆς ἐπιγείου βασιλείας, ἔγιναν κληρονόμοι τῆς Οὐρανίου.

Ἐάν εἶσαι ἄρχων καί κριτής καί ἐξουσιαστής, μιμοῦ τόσους καί τόσους ἄρχοντας καί ἐξουσιαστάς τούς ἐδῶ ἀναφερομένους, οἵτινες διατί δέν εἶχον προσπάθειαν εἰς τήν ἀρχοντίαν καί ἐξουσίαν τους, διά τοῦτο οὐδέ ἐπαρέβηκαν τούς ὅρους τῆς δικαιοσύνης, ἀλλά δικαίως πολιτευσάμενοι, εὐηρέστησαν τῷ Θεῷ.

Ἀνίσως εὑρίσκεσαι εἰς τήν κατωτέραν τάξιν τῶν λαϊκῶν καί γυναικί συνδεδεμένων, μή λυπηθῇς διά τοῦτο, ἀλλά ἔχε παράδειγμα τῆς ζωῆς σου πάμπολλα πλήθη τῶν ἐνταῦθα γεγραμμένων λαϊκῶν, οἵτινες διατί ἐφύλαξαν τάς ἐντολάς τοῦ Κυρίου, καί δέν ἦτον προσηλωμένοι εἰς τά τοῦ κόσμου πράγματα, ἔγιναν σκεύη ἐκλογῆς καί ἔζησαν εἰς τόν κόσμον ὄντες, ὡσάν ἔξω τοῦ κόσμου, καί ὡσάν νά ἦτον εἰς τήν ἡσυχίαν καί ἔρημον. Παρακινεῖ δέ σε εἰς τοῦτο καί ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέγων. «Δυνατόν καί σφόδρα δυνατόν, καί γυναῖκας ἔχοντας τήν ἀρετήν μετιέναι, ἐάν θέλωμεν. πῶς; ἐάν ἔχοντες γυναῖκα ὡς μή ἔχοντες ὦμεν. ἐάν μή χαίρωμεν ἐπί κτήσεσιν. ἐάν τῷ κόσμῳ χρώμεθα, ὡς μή καταχρώμενοι. οἱ δέ τινες ἐνεποδίσθησαν ἀπό γάμου ἰδέτωσαν, ὅτι οὐχ ὁ γάμος ἐμπόδιον, ἀλλ᾽ ἡ προαίρεσις ἡ κακῶς χρησαμένη τῷ γάμῳ. ἐπεί οὐδέ ὁ οἶνος ποιεῖ τήν μέθην, ἀλλ᾽ ἡ κακή προαίρεσις, καί τό πέραν τοῦ μέτρου χρῆσθαι. μετά συμμετρίας τῷ γάμῳ χρῶ, καί πρῶτος ἐν τῇ βασιλείᾳ ἔσῃ, καί πάντων ἀπολαύσεις τῶν ἀγαθῶν» (Λογ. ζ’ εἰς τήν πρός Ἑβραίους). Ἐάν εἶσαι γυνή συνδεδεμένη μέ ἄνδρα, καί ἔχουσα τέκνα, μή ἀποκάμῃς διά τοῦτο, μηδέ ἀπελπίσῃς διά τήν σωτηρίαν σου. Ἐδῶ εὑρίσκεις πολλάς ἁγίας γυναῖκας, αἱ ὁποῖαι ὅμοιαι οὖσαι μέ ἐσένα, δέν ἐμποδίσθησαν ἀπό τόν κόσμον καί τά τοῦ κόσμου πράγματα, ἀλλά καλῶς αὐτά μεταχειρισθεῖσαι, ἔλαμψαν ἐν τῷ κόσμῳ διά τῶν ἀρετῶν, ὡς ἡ Σελήνη λάμπει ἐν τῷ καιρῷ τῆς νυκτός.

Τί νά περιττολογῶ; ἐν τῷ Συναξαριστῇ τούτῳ εὑρίσκεις, ἀγαπητέ ἀναγνώστα, τά ἕξ ἐκεῖνα τάγματα τῶν εὐαρεστησάντων Χριστῷ, τά ὁποῖα ἀναφέρει ἡ τοῦ Χριστοῦ ἁγία Ἐκκλησία, ψάλλουσα. «ἀπόστολοι, μάρτυρες καί προφῆται, ἱεράρχαι, ὅσιοι καί δίκαιοι», ἤτοι ἐδῶ εὑρίσκεις τάγματα ἀποστόλων, τάγματα μαρτύρων, τάγματα προφητῶν, ἱεραρχῶν ὁσίων καί δικαίων. Ὅθεν ἐάν φθάσῃς εἰς τόν βαθμόν τῶν ἱερῶν ἀποστόλων καί γένῃς ἰσάποστολος καί κῆρυξ τοῦ Εὐαγγελίου, μιμοῦ τούς ἐνταῦθα ἱερούς ἀποστόλους, μηδέν ἔχων καί πάντα κατέχων, ἀόκνως τρέχων καί κηρύττων τό Εὐαγγέλιον «ἵνα φανῶσιν οἱ πόδες σου ὡραῖοι, κατά τόν Ἡσαΐαν, εὐαγγελιζομένου τήν εἰρήνην καί τά ἀγαθά» (Ἡσ. νβ’ 7). Ἐάν, ἀγαπητέ, ποθῇς μαρτυρῆσαι, μιμοῦ τάς χιλιάδας καί μυριάδας καί μιλλιώνια τῶν ἐνταῦθα γεγραμμένων ἁγίων μαρτύρων, νομίμως ἀθλῶν καί καλῶς τόν καλόν ἀγῶνα ἀγωνιζόμενος, ἵνα καί νομίμως λάβῃς τοῦ μαρτυρίου τόν στέφανον. ἤκουσας γάρ τοῦ ἀποστόλου Παύλου λέγοντος. «Ἐάν δέ καί ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται, ἐάν μή νομίμως ἀθλήσῃ» (Β’ Τιμ. β’ 5).

Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης, από το Προοίμιο του Συναξαριστή

Kυριακή Αγίων Πάντων: Ιωάννου Χρυσοστόμου Εγκώμιον εις τους αγίους Πάντας


Δέν πέρασαν ἀκόμη ἑπτά μέρες, ἀπό τότε πού γιορτάσαμε τήν ἱερή πανήγυρη τῆς Πεντηκοστῆς, καί πάλι μᾶς πρόφθασε χορός μαρτύρων ἤ καλύτερα στρατιά μαρτύρων καί παράταξη, πού δέν εἶναι καθόλου κατώτερη ἀπό τή στρατιά τῶν ἀγγέλων, τήν ὁποία εἶδε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, ἀλλά εἶναι ἴδιας ἀξίας καί τάξης μέ αὐτή. Γιατί μάρτυρες καί ἄγγελοι διαφέρουν μόνο στά ὀνόματα, στά ἔργα τους ὅμως ταυτίζονται.
Στόν οὐρανό κατοικοῦν οἱ ἄγγελοι, στόν οὐρανό καί οἱ μάρτυρες. Αἰώνιοι καί ἀθάνατοι εἶναι ἐκεῖνοι, τό ἴδιο θά γίνουν καί οἱ μάρτυρες. Ἀλλ᾽ ἐκεῖνοι ἔλαβαν καί ἀσώματη φύση; Καί τί σημασία ἔχει αὐτό; Γιατί οἱ μάρτυρες, ἄν καί ἔχουν σῶμα, ὅμως εἶναι ἀθάνατο ἤ καλύτερα καί πρίν ἀπό τήν ἀθανασία ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ στολίζει τά σώματά τους περισσότερο ἀπό τήν ἀθανασία.
Δέν εἶναι τόσο λαμπρός ὁ οὐρανός, πού στολίζεται μέ τό πλῆθος τῶν ἀστεριῶν, ὅσο εἶναι τά σώματα τῶν μαρτύρων, πού στολίζονται μέ τό λαμπρό αἷμα τῶν τραυμάτων. Ὥστε ἐπειδή πέθαναν γι᾽ αὐτό καί εἶναι ἀνώτεροι, καί βραβεύτηκαν πρίν ἀπό τήν ἀθανασία παίρνοντας τά στεφάνια ἀπό τήν ὥρα τοῦ θανάτου τους.
«Τόν ἔκανες λίγο κατώτερο ἀπό τούς ἀγγέλους, τόν στεφάνωσες μέ δόξα καί τιμή» (Ψαλμ. 8, 6), λέει ὁ Δαυίδ, γιά τή φύση ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλά καί τό λίγο αὐτό πού στεροῦνταν οἱ ἄνθρωποι σέ σχέση μέ τούς ἀγγέλους, τό συμπλήρωσε ὁ Χριστός ὅταν ἦρθε, καταδικάζοντας τό θάνατο μέ τό δικό του θάνατο. Ἐγώ ὅμως δέν ἀντλῶ ἀπ᾽ ἐδῶ τά ἐπιχειρήματά μου, ἀλλά ἀπό τό ὅτι τό μειονέκτημα αὐτό τοῦ θανάτου ἔγινε πλεονέκτημα. Γιατί ἄν δέν ἦταν θνητοί δέν θά γίνονταν μάρτυρες.
Ὥστε ἄν δέν ὑπῆρχε θάνατος δέν θά ὑπῆρχε καί στεφάνι. Ἄν δέν ὑπῆρχε θάνατος, δέν θά ὑπῆρχε καί μαρτύριο. Ἄν δέν ὑπῆρχε θάνατος, δέν θά μποροῦσε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νά λέει: «Κάθε μέρα πεθαίνω, μά τό δικό σας καύχημα, πού ἔχω στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Α’ Κορ. 15, 31). Ἄν δέν ὑπῆρχε θάνατος καί φθορά, δέν θά μποροῦσε πάλι ὁ ἴδιος νά λέει: «Χαίρομαι στά παθήματά μου γιά σᾶς, καί ἀναπληρώνω στή σάρκα μου τά ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ» (Κολ. 1, 24). Ἄς μήν λυπούμαστε λοιπόν ἐπειδή γίναμε θνητοί, ἀλλά ἄς εὐχαριστοῦμε, ἐπειδή ἀπό τό θάνατο μᾶς ἀνοίχτηκε τό στάδιο τοῦ μαρτυρίου, ἀπό τή φθορά λάβαμε ἀφορμή γιά τά βραβεῖα. Ἀπό ἐδῶ ἔχουμε τήν ἀφορμή γιά ἀγωνίσματα.
Βλέπεις τή σοφία τοῦ Θεοῦ, πῶς τό πιό μεγάλο κακό τό ἀποκορύφωμα τῆς συμφορᾶς πού μᾶς ἔφερε ὁ διάβολος, ἐννοῶ τό θάνατο, τόν μετέτρεψε σέ τιμή καί δόξα μας, ὁδηγώντας μ᾽ αὐτόν τούς ἀθλητές στά βραβεῖα τοῦ μαρτυρίου; Τί θά κάνουμε ὅμως; Θά εὐχαριστήσουμε τό διάβολο γιά τό θάνατο; Ὁ Θεός νά φυλάξει. Γιατί τό κατόρθωμα δέν εἶναι ἔργο τῆς δικῆς του θελήσεως, ἀλλά εἶναι χάρισμα τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος τόν ἔφερε γιά νά μᾶς καταστρέψει καί ξαναφέρνοντάς μας στή γῆ νά ξεκόψει κάθε ἐλπίδα σωτηρίας. Ὁ Χριστός ὅμως, μέ τό δικό του θάνατο ἄλλαξε τήν πορεία καί μέ τόν ἴδιο τό θάνατο μᾶς ἀνέβασε πάλι στόν οὐρανό.
Κανείς σας λοιπόν ἄς μήν μέ κατηγορήσει, ἄν ὀνόμασα τό σύνολο τῶν μαρτύρων χορό καί στράτευμα, δίνοντας δυό ἀντίθετα ὀνόματα στό ἴδιο πράγμα. Γιατί χορός καί στράτευμα εἶναι ἀντίθετα πράγματα, ἐδῶ ὅμως ἔγιναν ἕνα. Ἐπειδή βάδιζαν μ᾽ εὐχαρίστηση στά βασανιστήρια, σάν νά χόρευαν καί ἔδειξαν τόση ἀνδρεία καί ἀντοχή σάν νά βρίσκονταν σέ πόλεμο καί νίκησαν τούς ἐχθρούς. Ἄν βέβαια ἐξετάσουμε τή φύση τῶν ὅσων γίνονταν, ἦταν μάχη καί πόλεμος καί παράταξη. Ἄν ὅμως ἐξετάσεις τή διάθεση αὐτῶν πού ἔπασχαν, ἦταν χοροί, ὅσα συνέβαιναν, ἦταν διασκεδάσεις καί πανηγύρια καί ἡ πιό μεγάλη ἀπόλαυση.
Θέλεις νά μάθεις ὅτι αὐτά ἦταν πιό τρομερά ἀπό τόν πόλεμο; Ἐννοῶ τά σχετικά μέ τούς μάρτυρες. Ποιό τέλος πάντων εἶναι τό φοβερό στόν πόλεμο; Στήνονται καί ἀπό τίς δυό μεριές στρατόπεδα περιφραγμένα, πού λάμπουν ἀπό τά ὅπλα καί καταυγάζουν τή γύρω περιοχή, ρίχνοντας ἀπό παντοῦ σύννεφα τά βέλη, πού μέ τό πλῆθος τους κρύβουν τόν οὐρανό, τρέχουν αὐλάκια τά αἵματα πάνω στή γῆ καί εἶναι πολλοί ὁλόγυρα οἱ νεκροί. Ὅπως ἀκριβῶς στό θερισμό πέφτουν στή γῆ τά στάχυα, ἔτσι καί ἐδῶ εἶναι οἱ στρατιῶτες, καθώς πέφτουν ὁ ἕνας πάνω στόν ἄλλο.
Ἔλα λοιπόν νά σέ ὁδηγήσω ἀπό ἐκεῖνα σ᾽ αὐτή ἐδῶ τή μάχη. Καί ἐδῶ ὑπάρχουν δυό παρατάξεις, ἡ μία τῶν μαρτύρων καί ἡ ἄλλη τῶν τυράννων. Ἀλλά οἱ τύραννοι εἶναι ὁπλισμένοι τέλεια, οἱ μάρτυρες ὅμως μάχονται μέ γυμνό τό σῶμα καί ἡ νίκη ἀνήκει στούς γυμνούς καί ὄχι στούς ὁπλισμένους. Ποιός δέν θά ἀποροῦσε, μέ τό ὅτι αὐτός πού μαστιγώνεται νικάει ἐκεῖνον πού τόν μαστιγώνει; Ὁ δεμένος νικάει τόν ἐλεύθερο; Αὐτός πού κατακαίγεται νικάει ἐκεῖνον πού τόν καίει; Αὐτός πού πέθαινει νικάει ἐκεῖνον πού τόν σκοτώνει;
Εἶδες πώς αὐτά εἶναι πιό φοβερά ἀπό ἐκεῖνα; Ἐκεῖνα ἄν καί εἶναι φοβερά, γίνονται ὅμως μέ φυσικό τρόπο, αὐτά ὅμως ξεπερνοῦν κάθε φυσικό τρόπο καί κάθε σειρά τῶν πραγμάτων, γιά νά μάθεις ὅτι τά κατορθώματα εἶναι τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ. Ἄν καί τί εἶναι πιό ἄδικο ἀπό τή μάχη αὐτή; Τί πιό παράνομο ἀπό τά ἀγωνίσματα; Γιατί στούς πολέμους καί οἱ δύο πού μάχονται προστατεύονται, ἐδῶ ὅμως δέν συμβαίνει τό ἴδιο. Ἀλλά ὁ ἕνας εἶναι γυμνός καί ὁ ἄλλος ὁπλισμένος. Στούς ἀγῶνες πάλι ἐπιτρέπεται καί στούς δυό νά σηκώνουν τά χέρια ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Ἐδῶ ὅμως ὁ ἕνας εἶναι δεμένος καί ὁ ἄλλος κτυπάει ἐλεύθερος καί πληγώνει. Καί αὐτοί πού δίκαζαν σάν νά ᾽ταν ἐξουσιαστές ἐξασφάλισαν γιά τούς ἑαυτούς τους τό δικαίωμα νά κακοποιοῦν. Στούς δίκαιους μάρτυρες ὅμως ἔδωσαν τό προνόμιο νά κακοποιοῦνται.
 Ἔτσι μάχονται μέ τούς ἁγίους καί οὔτε ἔτσι τούς νικοῦν. Ἀλλά μετά τήν ἄνιση αὐτή μάχη, ἀφοῦ νικήθηκαν ὑποχώρησαν. Καί αὐτό μοιάζει σάν κάποιον πού φέρνει ἕνα πολεμιστή στόν πόλεμο, τοῦ κόβει τήν αἰχμή τοῦ δόρατος, τοῦ βγάζει τό θώρακα καί τόν διατάζει νά μάχεται ἔτσι μέ γυμνό σῶμα. Ἀλλά ὁ πολεμιστής ἄν καί χτυπιέται, πληγώνεται καί τραυματίζεται βαριά, τελικά στήνει τρόπαιο νίκης.
Καθώς ὁδηγοῦσαν τούς μάρτυρες γυμνούς, μέ δεμένα πίσω τά χέρια καί ἀπό παντοῦ τούς χτυποῦσαν καί τούς ξέσκιζαν, φαίνονταν πώς νικοῦνταν, ὅμως αὐτοί ἄν καί τραυματίζονταν, ἔστηναν τό τρόπαιο τῆς νίκης ἐναντίον τοῦ διαβόλου. Καί ὅπως τό διαμάντι ὅταν χτυπιέται δέν σπάζει, οὔτε μαλακώνει, ἀλλά διαλύει τό σίδερο πού τό χτυπᾶ, ἔτσι ἀκριβῶς καί οἱ ψυχές τῶν ἁγίων, ἐνῶ βασανίζονταν τόσο πολύ, οἱ ἴδιες δέν πάθαιναν κανένα κακό, ἀλλά διέλυαν τή δύναμη ἐκείνων πού τούς χτυποῦσαν καί τούς ἔδιωχναν ἀπό τούς ἀγῶνες νικημένους, ντροπιασμένους καί βαριά τραυματισμένους. Γιατί ἔδεσαν τούς μάρτυρες καί στό ξύλο καί τρυποῦσαν τά πλευρά τους, ἀνοίγοντας βαθιά αὐλάκια, σάν νά ὄργωναν τή γῆ, ἀλλά δέν ἔσκιζαν τά σώματά τους.
Καί μποροῦσε νά δεῖ κανείς λαγόνες ξεσκισμένες, πλευρά ἀνοιγμένα καί στήθη τσακισμένα. Οὔτε ἐδῶ ὅμως σταματοῦσαν τή μανία τους τά αἱμοβόρα ἐκεῖνα θηρία, ἀλλά, ἀφοῦ τούς κατέβαζαν ἀπό τό ξύλο, τούς τέντωναν σέ σιδερένια σχάρα πάνω σέ ἀναμένα κάρβουνα. Καί τότε μποροῦσες νά δεῖς ἀκόμη σκληρότερα θεάματα ἀπό τά προηγούμενα. Νά τρέχουν δηλαδή διπλές σταγόνες ἀπό τά σώματά τους, ἄλλες ἀπό τό αἷμα πού χυνόταν καί ἄλλες ἀπό τίς σάρκες πού ἔλειωναν. Οἱ ἅγιοι ὅμως πού ἦταν ξαπλωμένοι πάνω στά κάρβουνα σάν νά ἦταν ρόδα, παρακολουθοῦσαν μέ πολλή εὐχαρίστηση τά ὅσα γίνονταν.
Ἐσύ ὅμως ὅταν ἀκούσεις σιδερένια σχάρα φέρε στό νοῦ σου τή νοητή σκάλα, πού εἶδε ὁ πατριάρχης Ἰακώβ νά ἁπλώνεται ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό. Ἀπό ἐκείνη κατέβαιναν ἄγγελοι, ἀπό αὐτήν ἀνεβαίνουν μάρτυρες, καί τίς δύο δέ τίς στηρίζει ὁ Κύριος. Δέν θά ἄντεχαν τούς πόνους αὐτοί οἱ ἅγιοι, ἄν δέν στηρίζονταν σ᾽ αὐτή τή σκάλα. Ἀπό ἐκείνη ἀνεβαίνουν καί κατεβαίνουν ἄγγελοι. Καί ἀπό αὐτή, εἶναι ὁλοφάνερο πώς ἀνεβαίνουν καί μάρτυρες. Καί γιατί αὐτό; Ἐπειδή οἱ ἄγγελοι στέλνονται γιά νά ὑπηρετήσουν αὐτούς πού θά κληρονομήσουν τή σωτηρία. Οἱ μάρτυρες ὅμως σάν ἀθλητές καί νικητές, ἀφοῦ ἀπαλλάχθηκαν ἀπό τούς ἀγῶνες, ἔφυγαν στή συνέχεια γιά τόν ἀγωνοθέτη.
Ἀλλά ἄς μήν ἀγγίζουν μονάχα τ᾽ ἀφτιά μας τά ὅσα λέγονται. Ὅταν δηλαδή ἀκοῦμε ὅτι ὑπῆρχαν κάρβουνα, κάτω ἀπό τά καταπληγωμένα σώματα, ἄς ἀναλογιστοῦμε πῶς νιώθουμε ὅταν μᾶς πιάσει ξαφνικά πυρετός. Νομίζουμε ὅτι ἡ ζωή εἶναι ἀνυπόφορη, ταραζόμαστε, δυσανασχετοῦμε, γκρινιάζουμε σάν μικρά παιδιά, θεωρώντας ὅτι ἡ φλόγα τοῦ πυρετοῦ δέν εἶναι καθόλου μικρότερη ἀπό τήν κόλαση. Αὐτοί ὅμως, χωρίς νά τούς πιάσει πυρετός, ἀλλά ἔχοντας ὁλόγυρά τους τή φλόγα νά τούς ζώνει καί τίς σπίθες νά πηδοῦν ἐπάνω στίς πληγές καί νά δαγκώνουν τά τραύματα πιό ἄγρια ἀπό κάθε θηρίο, ἦταν σάν ἀδαμάντινοι καί ἔβλεπαν τά ὅσα γίνονταν σάν νά συνέβαιναν σέ ξένα σώματα.
Ἔτσι μέ πολλή γενναιότητα καί μέ πολλή ἀνδρεία στέκονταν σταθεροί στήν ὁμολογία τους, μένοντας ἀκλόνητοι σ᾽ ὅλα τά βασανιστήρια καί κάνοντας νά λάμψει καί ἡ δική τους ἀνδρεία καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔχετε δεῖ πολλές φορές ν᾽ ἀνεβαίνει ψηλά τήν αὐγή ὁ ἥλιος καί νά στέλνει τίς χρυσές ἀκτίνες του; Ἔ, τέτοια ἦταν τά σώματα τῶν ἁγίων. Σάν χρυσές ἀκτίνες τούς περικύκλωναν ἀπό παντοῦ σάν ρυάκια μέ τό αἷμα καί ἔκαναν νά λάμπει τό σῶμα τους πολύ περισσότερο ἀπ᾽ ὅ,τι κάνει ὁ ἥλιος τόν οὐρανό.
Βλέποντας αὐτό τό αἷμα οἱ ἄγγελοι χαίρονταν, οἱ δαίμονες φοβοῦνταν καί ὁ ἴδιος ὁ διάβολος ἔτρεμε. Γιατί δέν ἦταν ἁπλῶς αἷμα αὐτό πού τώρα ἔβλεπαν, ἀλλά αἷμα σωτήριο, αἷμα ἅγιο, αἷμα ἄξιο γιά τούς οὐρανούς, αἷμα πού διαρκῶς ποτίζει τά καλά φυτά τῆς Ἐκκλησίας. Εἶδε τό αἷμα καί ἔφριξε ὁ διάβολος, γιατί θυμήθηκε ἄλλο αἷμα, τό αἷμα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Γιά χάρη ἐκείνου τοῦ αἵματος χύθηκε αὐτό. Γιατί ἀπό τότε πού κεντήθηκε ἡ πλευρά τοῦ Δεσπότου βλέπεις στή συνέχεια νά κεντοῦνται ἀμέτρητες πλευρές.
 Ποιός λοιπόν δέν θά ἔπαιρνε μέρος μ᾽ εὐχαρίστηση πολλή σ᾽ αὐτούς τούς ἀγῶνες, ὅταν πρόκειται νά γίνει μέτοχος τῶν παθημάτων τοῦ Δεσπότου καί νά ἔχει τόν ἴδιο θάνατο μέ τόν Χριστό; Εἶναι ἀρκετή αὐτή ἡ ἀνταπόδοση καί μεγαλύτερη ἡ τιμή. Ἡ ἀμοιβή ξεπερνάει τά κατορθώματα καί ἔρχεται πρίν ἀπό τόν ἐρχομό τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἄς μήν φοβόμαστε λοιπόν ὅταν ἀκοῦμε ὅτι ὁ τάδε μαρτύρησε, ἀλλά ἄς τρομάζουμε ὅταν ἀκοῦμε ὅτι ὁ τάδε δειλίασε καί ἔπεσε, ἐνῶ μπροστά του εἶχε τέτοια βραβεῖα.
Καί ἄν θέλεις ν᾽ ἀκούσεις τί ἔγινε ὕστερα μάθε πώς αὐτά δέν μπορεῖ νά τά παραστήσει κανένας ἀνθρώπινος λόγος, ὅπως λέει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Οὔτε μάτι εἶδε, οὔτε αὐτί ἄκουσε, οὔτε ἀνθρώπινος νοῦς ἀναλογίστηκε αὐτά, πού ἑτοίμασε ὁ Θεός γιά ἐκείνους πού τόν ἀγαποῦν» (Α’ Κορ. 2, 9). Καί κανένας ἀπό τούς ἀνθρώπους δέν ἀγάπησε τόσο τό Θεό, ὅσο οἱ μάρτυρες. Βέβαια δέν θά σιωπήσουμε, ἐπειδή τό μέγεθος τῶν ἀγαθῶν πού ἔχουν ἑτοιμαστεῖ ξεπερνᾶ καί τό λόγο καί τή σκέψη μας, ἀλλά ὅσο εἶναι δυνατόν καί ἐμεῖς νά ποῦμε καί ἐσεῖς ν᾽ ἀκούσετε, θά προσπαθήσουμε νά σᾶς δείξουμε ἀμυδρά τή μακαριότητα πού περιμένει τούς μάρτυρες στόν οὐρανό. Γιατί θά τή γνωρίσουν καθαρά μόνον αὐτοί οἱ ὁποῖοι θά τήν ἀπολαύσουν προσωπικά. Καί τά μέν δεινά αὐτά καί ἀβάστακτα τά ὑποφέρουν οἱ μάρτυρες γιά λίγο χρονικό διάστημα. Μετά ὅμως ἀπό τήν ἀπαλλαγή τους ἀπό τή ζωή αὐτή ἀνεβαίνουν στούς οὐρανούς, ἐνῶ προπορεύονται ἄγγελοι καί τούς περιστοιχίζουν ἀρχάγγελοι. Γιατί οἱ ἄγγελοι δέν ντρέπονται τούς συνδούλους τους, ἀλλά θά ἤθελαν νά κάνουν τά πάντα γι᾽ αὐτούς, ἐπειδή καί ἐκεῖνοι προτίμησαν νά δεινοπαθήσουν γιά τό Δεσπότη τους Χριστό.
Καί ὅταν ἀνεβοῦν στόν οὐρανό, ὅλες ἐκεῖνες οἱ ἅγιες δυνάμεις τρέχουν νά τούς προϋπαντήσουν. Ἄν λοιπόν, ὅταν ξένοι ἀθλητές ἔρχονται στήν πόλη, ὅλος ὁ λαός τρέχει ἀπό παντοῦ καί ἀφοῦ τούς περικυκλώσουν παρατηροῦν καλά ἀπό κοντά τή δύναμη πού ἔχουν τά μέλη τοῦ σώματός τους, πολύ περισσότερο ὅταν οἱ ἀθλητές τῆς εὐσέβειας ἀνεβοῦν στούς οὐρανούς τρέχουν νά τούς προϋπαντήσουν οἱ ἄγγελοι καί ὅλες οἱ οὐράνιες δυνάμεις. Τρέχουν ἀπό παντοῦ γιά νά παρατηρήσουν τά τραύματά τους καί τούς ὑποδέχονται ὅλους καί τούς ἀσπάζονται σάν ἥρωες πού γύρισαν ἀπό τόν πόλεμο καί τή μάχη καί ὕστερα ἀπό πολλά τρόπαια καί νίκες.
Ἔπειτα τούς ὁδηγοῦν μέ μεγάλη συνοδεία πρός τό βασιλιά τῶν οὐρανῶν, στό θρόνο ἐκεῖνο πού εἶναι γεμάτος ἀπό πολλή δόξα, ὅπου βρίσκονται τά Χερουβίμ καί τά Σεραφίμ. Καί ὅταν φτάσουν ἐκεῖ καί προσκυνήσουν ἐκεῖνον πού κάθεται πάνω στό θρόνο, ἀπολαμβάνουν πλέον περισσότερη τιμή ἀπό τό Δεσπότη ἀπό ἐκείνη πού ἀπολαμβάνουν ἀπό τούς συνδούλους τους ἀγγέλους. Γιατί δέν τούς δέχεται σάν δούλους – ἄν καί αὐτό θά ἦταν μεγάλη τιμή καί δέν μπορεῖ κανείς νά βρεῖ ἴση μ᾽ αὐτήν – ἀλλά σάν φίλους Του. «Γιατί ἐσεῖς», λέει ὁ Κύριος, «εἴσαστε φίλοι μου» (Ἰωαν. 15, 14). Καί πολύ σωστά τό λέει, γιατί καί ἀλλοῦ εἶπε: «Μεγαλύτερη ἀπό αὐτή τήν ἀγάπη δέν ἔχει κανένας, ὥστε νά δώσει τή ζωή του γιά χάρη τῶν φίλων του» (Ἰωαν. 15, 13).
Ἐπειδή λοιπόν ἔδειξαν τήν πιό μεγάλη ἀγάπη, τούς ὑποδέχεται καί ἀπολαμβάνουν ἐκείνη τή δόξα. Ἑνώνονται μέ τούς ἀγγελικούς χορούς καί παίρνουν μέρος στήν ὑπερκόσμια δοξολογία. Ἄν λοιπόν καί ὅταν εἶχαν τό σῶμα μετεῖχαν στό χορό ἐκεῖνο μέ τήν κοινωνία τῶν μυστηρίων καί ἔψαλλαν μαζί μέ τά Χερουβίμ τόν τρισάγιο ὕμνο, καθώς γνωρίζετε ἐσεῖς οἱ πιστοί, πολύ περισσότερο τώρα πού βρέθηκαν μέ τούς ἀγγέλους, παίρνουν μέρος στή δοξολογία ἐκείνη, μέ πολλή παρρησία. Ἄραγε δέν φοβόσαστε πρίν τό μαρτύριο; Ἄραγε δέν ἐπιθυμεῖτε τώρα τό μαρτύριο; Ἄραγε δέν λυπᾶστε τώρα, πού δέν εἶναι καιρός μαρτυρίου; Ἄς γυμναζόμαστε λοιπόν γιά τόν καιρό τοῦ μαρτυρίου. Περιφρόνησαν ἐκεῖνοι τή ζωή, περιφρόνησε ἐσύ τίς ἀπολαύσεις. Ἔρριξαν ἐκεῖνοι τά σώματά τους στή φωτιά, ρίξε ἐσύ τώρα χρήματα στά χέρια τῶν φτωχῶν. Καταπάτησαν ἐκεῖνοι τά ἀναμμένα κάρβουνα, σβῆσε ἐσύ μέσα σου τή φλόγα τῆς ἐπιθυμίας.
Εἶναι ἐνοχλητικά αὐτά, ἀλλά μᾶς φέρνουν κέρδος. Μήν βλέπεις τά παρόντα πού εἶναι δυσάρεστα, ἀλλά τά μέλλοντα πού εἶναι εὐχάριστα. Ὄχι τά βάσανα πού περνᾶς τώρα, ἀλλά τά ἀγαθά πού ἐλπίζεις. Ὄχι τά παθήματα, ἀλλά τά βραβεῖα. Ὄχι τούς κόπους, ἀλλά τά στεφάνια. Ὄχι τούς ἱδρῶτες, ἀλλά τίς ἀμοιβές. Ὄχι τούς πόνους, ἀλλά τίς ἀνταποδόσεις. Ὄχι τήν ἀναμένη φωτιά, ἀλλά τή βασιλεία πού σέ περιμένει. Ὄχι τούς δήμιους πού σέ περιτριγυρίζουν, ἀλλά τό Χριστό πού θά σέ στεφανώσει.
Αὐτός εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος καί ὁ εὐκολότερος δρόμος γιά τήν ἀρετή. Νά μήν βλέπει δηλαδή κανείς τούς κόπους μόνο, ἀλλά μαζί μέ τούς κόπους καί τά βραβεῖα. Καί ὄχι ξεχωριστά τό καθένα. Ὅταν λοιπόν πρόκειται νά δώσεις ἐλεημοσύνη, μήν σκέπτεσαι τά χρήματα πού θά ξοδέψεις, ἀλλά τήν ἀπόκτηση τῆς δικαιοσύνης. «Σκόρπισε χρήματα, ἔδωσε στούς φτωχούς. Ἡ δικαιοσύνη του μένει αἰώνια» (Ψαλμ. 111, 9). Μήν βλέπεις τόν πλοῦτο σου πού λιγοστεύει, ἀλλά τό θησαυρό πού πληθαίνει. Ἄν νηστεύεις, μήν σκέπτεσαι τήν καταβολή πού φέρνει ἡ νηστεία, ἀλλά τήν ἄνεση πού θά προέρθει ἀπό τή σωματική ἀδυναμία. Ἄν ἀγρυπνήσεις στήν προσευχή, μήν συλλογίζεσαι τήν ταλαιπωρία τῆς ἀγρυπνίας, ἀλλά τήν παρρησία πού θά ἀποκτήσεις ἀπό τήν προσευχή.
Ἔτσι κάνουν καί οἱ στρατιῶτες. Δέν βλέπουν τά τραύματα, ἀλλά τίς ἀμοιβές. Δέν βλέπουν τίς σφαγές, ἀλλά τίς νίκες. Οὔτε βλέπουν τούς νεκρούς στό πεδίο τῆς μάχης, ἀλλά τούς ἥρωες πού στεφανώνονται. Ἔτσι καί οἱ κυβερνῆτες βλέπουν μπροστά στά κύματα τά λιμάνια, μπροστά στά ναυάγια τά ἐμπορεύματα, μπροστά στά δεινά τῆς θάλασσας τά ἀγαθά μετά τή θάλασσα.
Ἔτσι κάμε καί ἐσύ. Σκέψου πόσο μεγάλο πράγμα εἶναι μέσα στή βαθιά νύχτα, ὅταν κοιμοῦνται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί τά θηρία καί τά κατοικίδια ζῶα, ὅταν ὑπάρχει ἀπόλυτη ἡσυχία, ἐσύ μόνο νά σηκωθεῖς καί νά μιλήσεις μέ τόν Κύριό μας. Εἶναι γλυκός ὁ ὕπνος; Ἀλλά τίποτε δέν εἶναι πιό γλυκό ἀπό τήν προσευχή. Ἄν συνομιλήσεις μόνος μαζί Του, πολλά θά καταφέρεις. Δέν θά σέ ἐνοχλεῖ κανείς, οὔτε θά ἐμποδίσει τήν προσευχή σου. Ἔχεις καί τήν ὥρα σύμμαχο γιά νά ἐπιτύχεις αὐτά πού θέλεις. Ἐσύ ὅμως βαριέσαι νά σηκωθεῖς καί στριφογυρίζεις ξαπλωμένος στό μαλακό στρῶμα; Σκέψου τούς μάρτυρες πού εἶναι σήμερα ξαπλωμένοι στή σιδερένια σχάρα, χωρίς στρῶμα ἀπό κάτω, ἀλλά ἀναμένα κάρβουνα.
Ἐδῶ θέλω νά σταματήσω τό λόγο, γιά νά φύγετε ἔχοντας ἔντονη καί ζωηρή τή μνήμη ἐκείνης τῆς σχάρας καί νά τήν θυμᾶστε νύχτα καί μέρα. Γιατί, καί ἄν ἀκόμα μᾶς κρατοῦν ἄπειρα δεσμά, ὅταν ἔχουμε στό νοῦ μας αὐτή τή σχάρα, θά μπορέσουμε νά τά σπάσουμε ὅλα μέ εὐκολία καί νά σηκωθοῦμε γιά προσευχή. Ὄχι μόνο τή σχάρα, ἀλλά καί τίς ἄλλες τιμωρίες τῶν μαρτύρων ἄς τίς χαράξουμε στό βιβλίο τῆς καρδιᾶς μας.
Ἄς σκεφτοῦμε καί ἐμεῖς σάν αὐτούς πού λαμπροστολίζουν τά σπίτια τους καί κρεμᾶνε σ᾽ ὅλα τά σημεῖα ὄμορφες ζωγραφιές. Ἄς ζωγραφίσουμε στούς τοίχους τῆς δικῆς μας ψυχῆς τίς τιμωρίες τῶν μαρτύρων. Γιατί ἐκεῖνες οἱ ζωγραφιές εἶναι ἀνώφελες, αὐτές ὅμως ἐπικερδεῖς. Αὐτή ἡ ζωγραφική δέν χρειάζεται χρώματα, οὔτε ἔξοδα, οὔτε κάποια τέχνη. Ἀλλά γιά ὅλα αὐτά φτάνει νά χρησιμοποιήσει κανείς τήν προθυμία του καί τή γενναία καί νηφάλια σκέψη του καί μ᾽ αὐτή σάν χέρι ἄριστου τεχνίτη νά ζωγραφίσει τίς τιμωρίες τῶν μαρτύρων.
Ἄς ζωγραφίσουμε λοιπόν στή ψυχή μας ἄλλους νά εἶναι στά τηγάνια, ἄλλους ξαπλωμένους σ᾽ ἀναμμένα κάρβουνα, ἄλλους ἀναποδογυρισμένους στά καζάνια, ἄλλους νά καταποντίζονται στή θάλασσα, ἄλλους νά ξεσκίζονται, ἄλλους νά τούς γυρίζουν στόν τροχό, ἄλλους νά τούς ρίχνουν στόν γκρεμό. Ἄλλους πάλι νά παλεύουν μέ θηρία, ἄλλους νά τούς ὁδηγοῦν στό βάραθρο καί ἄλλους ὅπως ἔτυχε ὁ καθένας νά τελειώσει ἡ ζωή του. Ὥστε μέ τήν ποικιλία αὐτῆς τῆς ζωγραφικῆς, ἀφοῦ λαμπροστολίσουμε τό σπίτι τῆς ψυχῆς μας, νά τό κάνουμε κατάλληλο κατάλυμα γιά τό βασιλιά τῶν οὐρανῶν. Γιατί ἄν δεῖ τέτοιες ζωγραφιές στήν ψυχή μας, θά ἔρθει μαζί μέ τόν Πατέρα καί μαζί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί θά κατοικήσει μέσα μας.
Καί θά γίνει στή συνέχεια ἡ ψυχή μας βασιλικό παλάτι καί κανένας κακός λογισμός δέν θά μπορέσει νά τήν πατήσει, ἀφοῦ ἡ μνήμη τῶν μαρτύρων, σάν ζωγραφιά θά ὑπάρχει πάντοτε μέσα μας καί θά σκορπᾶ πολλή λάμψη καί θά κατοικεῖ συνεχῶς μέσα μας ὁ βασιλιάς τῶν ὅλων Θεός. Ἔτσι λοιπόν, ἀφοῦ ὑποδεχτοῦμε τό Χριστό ἐδῶ, θά μπορέσουμε μετά τήν ἀναχώρησή μας ἀπό τή γῆ νά Τόν ὑποδεχτοῦμε στίς αἰώνιες κατοικίες μας, τίς ὁποῖες εὔχομαι νά ἐπιτύχουμε ὅλοι μας μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, διά τοῦ ὁποίου καί μέ τόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στόν Πατέρα καί στό ἅγιο καί ζωοποιό Πνεῦμα στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
 imaik

Παρασκευή, Ιουνίου 21, 2019

Κυριακή μετά την Πεντηκοστή: Των αγίων Πάντων


Μια Κυριακή μετά την αγία Πεντηκοστή καλούμαστε να εορτάσουμε την σύναξη των Αγίων Πάντων. Και αυτό διότι κάθε άγιος είναι μια εικόνα, ένας χώρος μιας νέας πεντηκοστής, μιας νέας δόξας του Θεού μέσα στην ιστορία των ανθρώπων. Με απλά λόγια κάθε άγιος είναι ο ζωντανός χώρος που κατέρχεται ο Παράκλητος, το άγιον Πνεύμα και αγιάζει δηλ. ξεχωρίζει αυτό το πρόσωπο από τον κόσμο  της αμαρτίας και τον μεταμορφώνει σε στύλο πυρός , που φωτίζει την Εκκλησία με την μακρά και στενή έννοια της. Οι άγιοι είναι ο "αμάραντος καρπός του ευαγγελίου", είναι το αποτέλεσμα του κηρύγματος των αποστόλων μετά το θαύμα της πεντηκοστής. Κατά την γλώσσα της Εκκλησίας, σπορέας ήταν ο Χριστός, εργάτες και θεριστές οι απόστολοι,καρπός και δόξα οι άγιοι πάντες.

Η αγιότητα είναι θεϊκή εντολή αλλά και χάρη-δώρημα. Ο Ελεήμονας διά του προφήτου Του παραγγέλει:  να γίνετε άγιοι, γιατί και Εγώ άγιος είμαι. Άγιος κυριολεκτικά σημαίνει ο ξεχωρισμένος, ο εκλεκτός. Οι αρχαίοι ονόμαζαν "άγιον" το ζώο που ετοίμαζαν για θυσία , το οποίο έπρεπε να είναι άμωμο και καθαρό από κάθε ελάττωμα. Με αυτή την έννοια και ο Σωτήρας Χριστός ήταν ο αγιασμένος από τον Πατέρα, ο αναμάρτητος Αμνός που επιλέχθηκε προαιώνια να σηκώσει την ανθρώπινη αμαρτία και να την νεκρώσει με την θυσία Του πάνω στον βωμό του Σταυρού. Στο πρόσωπο του Χριστού  σωθήκαμε όλοι μας, το Αίμα Του μας αγίασε, μας εξάγνισε, μας διέκρινε από τον κόσμο της φθοράς και του θανάτου. Εγκεντριστήκαμε σε Σώμα Άγιον και εκλεκτόν, βασιλείς και ιερείς ανάμεσα σ'αυτούς που επιλέγουν να ζουν νεκροί  κάτω από την κυριαρχία του διαβόλου.

Γι'αυτό και το σημερινό ευαγγέλιο μας παρουσιάζει μια ευθύνη. Δεν είναι ευθύνη φορτίου και θανάτου, αλλά πρόσκληση και πρόκληση ελευθερίας: Η άρση του σταυρού ως συνώνυμη πορεία της αγιότητας. Κάθε άγιος στην Εκκλησία,  είτε προφήτης, είτε απόστολος, είτε ιεράρχης , είτε μάρτυρας , θεωρείται και ονομάζεται μάρτυρας. Όχι μόνο για την ζωντανή μαρτυρία αλλά κυρίως για το διαρκές του μαρτύριο εν Χριστώ.Είναι ένας άνθρωπος που η ζωή του έχει ως γνωρίσματα:την αγάπη για Θεό και άνθρωπο, την διαρκή πάλη,την αγωνία της προσφοράς και της θυσίας, της μαρτυρίας,της διακονίας, της λυτρωτικής και φοβεράς προσευχής.  Αγιότητα σημαίνει να συμπορεύομαι διηνεκώς με τον Χριστό προς το Πάθος, να συμπάσχω και να συσταυρώνομαι μαζί Του, να νεκρώνω το εγώ μου και να ζει μέσα μου ο Χριστός, να βιώνω την ανάσταση μου.  Αγιότητα σημαίνει να χάνω την ζωή μου, για να κερδίσω την ψυχή μου. Και αυτό κάθε ώρα στιγμή και λεπτό μέχρι την τελείωση μου. Γι'αυτό και άγιος δεν είναι κύρια αυτός που έφτασε στην τελείωση, αυτός που έμεινε πιστός άχρι τέλους και έλαβε τον στέφανον της ζωής. Άγιος κύρια είναι αυτός που βρίσκεται ακόμα στον δρόμο, ο αγωνιστής, ο παλαιστής, αυτός που όταν πέφτει γνωρίζει να σηκώνεται, όταν διώκεται ξέρει πώς να ωφελείται και όταν υποφέρει ακόμα και έως θανάτου, μπορεί ακόμα να είναι ερωτευμένος με τον Σταυρό Του, μπορεί ακόμα να έχει τέλεια πίστη έως μωρίας στον Χριστό.

Σε έναν κόσμο ανεντιμότητας και επιβολής του ισχυρού, όπου η αγιότητα είναι μωρία ή πολυτέλεια η εκκλησία κάνει και πάλι την τομή, την επανάσταση και μας καλεί σε αγιασμό, σε συμπόρευση με τον αρχιμάρτυρα Χριστό και Κύριο μας. Αν ο δρόμος προς την αγιότητα είναι και μοιάζει δρόμος σταυρικός και ανηφορικός εμείς όμως καλά γνωρίζουμε , έχοντας ως πρότυπο την περιπέτεια του Χριστού και των αγίων , πώς στην κορυφή της αγωνίας και του αγώνα βρίσκεται το θαύμα της ανάστασης. Μετά το πικρό ποτήρι ,έρχεται η γλυκειά ηδονή. Μετά τα αίματα η αφθαρσία.Μετά την ταπείνωση η δόξα. Στην σπορά των δακρύων , στάχυα ζωής. Μετά την ατίμωση η συμβασιλεία. Και αν κάποιος δυσανασχετεί και δεν πείθεται ας θυμόμαστε πώς η Εκκλησία δεν μοιράζει εύκολες υποσχέσεις, η Εκκλησία αντί υποσχέσεων προτείνει θυσίες. Αυτό είναι το μεγάλο πείραμα, η μεγάλη πρόκληση. Και αν κάποιος θέλει τέλος αποδείξεις ζωντανές ας ψηλαφήσει τα θαυμάσια που περιέβαλλαν ακόμα και εν ζωή τους αγίους πάντες, με τον οποίων τις πρεσβείες ας αξιωθούμε όλοι εμείς την αιώνια ζωή και κοινωνία. ΑΜΗΝ.


ππκ 2013