Σάββατο, Μαΐου 30, 2020

Κυριακή των Αγίων πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου: Λόγος εις τους οσίους 318 θεοφόρους Πατέρες και εις τον Κωνσταντίνον τον ευσεβέστατον Βασιλέα (πρεσβύτερος Γρηγόριος Καισαρείας)


Όταν εβασίλευσαν στην Ρώμη ασεβώς ο Μαξιμιανός, ο Λικίνιος και ο Μαξέντιος, πολλούς πιστούς Χριστιανούς, οι οποίοι ηρνήθησαν να θυσιάσουν στους δαίμονες, υπέβαλαν σε βασανιστήρια και θάνατον, ευρήκαν δε δικαίως και αυτοί τέλος αντάξιο της ειδωλομανίας τους. Τότε ανέτειλε παραδόξως από την Δύση, σαν φωστήρας, ο φιλοχριστότατος Κωνσταντίνος, ο αρχηγός της Ορθοδόξου πολιτείας και πρόβολος της αμώμου πίστεως. Αυτός, συγχρόνως με την μεταφορά της έδρας του από την Δύση στην Ανατολή, δέχεται στην ψυχή πλούσιο τον θείο φωτισμό. Και χρίοντας τoν νου του με την ευσέβεια, αναλαμβάνει τoν πρώτο αγώνα κατά του διαβόλου: εκδίδει κατά τόπους προγράμματα για ελευθερία στους Χριστιανούς: λύνει την κατήφεια που είχαν προξενήσει στους πιστούς οι άνομοι, καταστρέφει τα σεβάσματα των ειδώλων, γνωστοποιεί την ανυπαρξία του ψεύδους, φανερώνει το κήρυγμα της αληθείας, αποδίδει τιμές και ενθαρρύνει όσους ετίμησαν τoν Κύριο. Θεραπεύει σώματα πιστών κακοποιημένα από τις μαστιγώσεις. Τιμωρούνται τέλος και εξορίζονται όσοι λατρεύουν τους δαίμονες. Ήταν δυνατόν να ιδής τότε τους πιστούς που απηλλάγησαν από τους διωγμούς και εκείνους που συνήλθαν από την δαιμονική πλάνη, όλους μαζί να δοξολογούν τoν Κύριο με παρρησία, ομοιάζοντας με αγγελικήν χοροστασία.
Εχαίρετο λοιπόν ο πιστότατος βασιλεύς για την καθημερινήν αύξηση των Χριστιανών, αντιλαμβανόμενος ότι όλα αυτά οφείλονται σε θείαν ενέργεια, η οποία προσείλκυσε σε λίγο χρόνο τους υπηκόους του στην επίγνωση του Κυρίου Ιησού Χριστού. Τι ήταν δε αυτό που ήλθε και προσετέθη στα προηγούμενα; Ενώ τα γύρω έθνη προηγουμένως συνεχώς επαναστατούσαν, αθετώντας τις συμφωνίες με τους πριν απ’ αυτόν βασιλείς, τους οποίους δεν άφηναν σε ησυχία και οι φονικές εμφύλιες εξεγέρσεις, από τότε που ο Κωνσταντίνος ανεδείχθη από τoν Σωτήρα μας Χριστό βασιλεύς όλου του Κράτους, αμέσως σαν από κοινό πρόσταγμα, τα δεινά των εθνών υπεχώρησαν και οι υπήκοοι ησπάσθησαν την ειρήνη.
Ο μισόκαλος όμως εχθρός δεν ημπορούσε να υποφέρη ούτε αυτή την πρόοδο των ανθρώπων προς την επίγνωση της αληθείας. Αλλά όπως παλαιά εφθόνησε την άλυπο ζωή των πρωτοπλάστων και διά μέσου του όφεως έσπειρε στην ακοή την παρακοή της εντολής, έτσι και τότε, σπαράζοντας από την επιστροφή των πρώην ειδωλολατρών προς τoν Θεόν, αποστέλλει σε κάποιον πνεύμα πύθωνος. Αυτός δε ήταν ο Άρειος, χριστιανός στο όνομα και μάλιστα πρεσβύτερος της Αλεξανδρινής Εκκλησίας. Του είχε ανατεθή, ως μη ώφειλε, η εξήγησις των Θείων Γραφών. Είχε καταληφθεί όμως από κενοδοξία και φιλαργυρία, τα όπλα αυτά του διαβόλου. Και βλέποντας ότι μετά τoν Πέτρο, τoν νικηφόρον ιερομάρτυρα και ισαπόστολο αρχιερέα, και τον διάδοχό του Αχιλλά, την προεδρεία της Εκκλησίας των Αλεξανδρέων ανέλαβε ο υπέρμαχος των αποστολικών δογμάτων και πάναγνος ιεράρχης Αλέξανδρος, άρχισε να εξωτερικεύη τις εμετικές βασκανίες που σαν δηλητηριώδης δράκοντας έκρυβε στην καρδία του. Και κατά μεν του ιδίου του Αλεξάνδρου δεν ήταν ικανός να αυθαδιάση, επειδή ο Αλέξανδρος ήταν άμεμπτος και αμέτοχος από κάθε κακία, σύμφωνα με την μαρτυρία του Κυρίου για τον Ιώβ. Τι μηχανεύεται λοιπόν ο αλιτήριος; Οπλίζεται εναντίον των δογμάτων εκείνου του οσίου, ώστε να τον συκοφαντήση διά μέσου αυτών. Και έτσι «τίθησιν επί τον ουρανόν το στόμα αυτού και λαλεί κατά του Υψίστου αδικίαν». Ενώ ο όσιος Αλέξανδρος ωμολογούσε σαφώς τον Υιόν ομοούσιο και ομότιμο με τον Πατέρα, αντιθέτως, ο φρενοβλαβής Άρειος παραληρούσε περί του Υιού ότι είναι κτίσμα και δημιούργημα και ότι κάποτε δεν υπήρχε, και άλλα ασεβέστερα τα οποία όντως το μόνο που αξίζουν είναι να σιωπηθούν και να λησμονηθούν. Βλέποντας λοιπόν ο θεσπέσιος Αλέξανδρος ότι σαν επιδημική νόσος διαδίδεται το κακό, και είχε προσβάλει εκτός από την Αίγυπτο και τις γειτονικές Θηβαϊδα και Λιβύη, εφοβείτο μην επεκταθή σε όλο το σώμα των πιστών. Αφού μετά από πολλές κατά πρόσωπο παραινέσεις με τις οποίες συμβούλευε πατρικώς τον ατίθασο, μετά από πολλούς και ποικίλους ελέγχους από τις άγιες Γραφές, για τους οποίους σεμνύνεται και η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη, είδε ότι ο ασεβής διακατέχεται ακόμη από την σκοτεινή του πλάνη, καταφεύγει στον υβριζόμενο από εκείνον Ιησούν Χριστόν, καλώντας τον σε βοήθεια του πιστού λαού του εναντίον του θεομάχου εγχειρήματος. Με νηστεία, αγρυπνία και δάκρυα ζητεί την συμμαχία του αρχηγού της αληθείας. Ενώ δε ο ασεβής όλο και περισσότερον εξηγριώνετο και λογομαχούσε, προσκαλεί ο Αλέξανδρος περισσοτέρους συνεργάτες για να αντιμετωπίσουν τoν κίνδυνο και στέλνει γράμματα προς τους κατά τόπους επισκόπους, μηνύοντας τα τερατώδη κινήματα της καρδίας του Αρείου κατά της Ορθοδοξίας. Γι’ αυτό ασφαλίζει μεν εκ των προτέρων τις ακοές τους, ώστε να μην παρασυρθούν μερικοί και πέσουν στο βάραθρο των φρονημάτων του Αρείου, σπεύδει δε να τα γνωστοποιήση χωρίς αναβολή και στον ένδοξον αυτοκράτορα. Μόλις έμαθε αυτά ο καλλίνικος βασιλεύς, σαν να εκτυπήθη από κεντρί με το λυπηρό και αναπάντεχο νέο που άκουσε, και στέλνει αμέσως και συγκαλεί με επίσημα έγγραφα από όλη την επικράτεια όσους επισκόπους διατίθενται να συγκεντρωθούν στην Νίκαια, την πρωτεύουσα της Βιθυνίας, για να εξετάσουν το θέμα, να φανερώσουν την αληθινή πίστη, να αφορίσουν δε και να αφανίσουν εντελώς την δαιμονικήν αίρεση των κακοδόξων.
Αφού λοιπόν προηγήθησαν όλα αυτά, ποίους επισκόπους είχε το ζωοποιό πνεύμα προετοιμάσει να ευρεθούν εκείνον τον καιρό και από ποίαν επαρχία προήρχετο ο καθένας, ημπορούν αυτοί που ερευνούν με ενδιαφέρον να τα διαβάσουν στον συνοδικό τόμο.
Οι άγιοι Πατέρες, λοιπόν, σαν εργατικές μέλισσες, αναχωρώντας ο καθένας από την Εκκλησία του σαν από ανθισμένο κήπο, έφθασαν στο συμβολοποιό τόπο της Νικαίας. Ο δε θείος Κωνσταντίνος, ακούγοντας ότι πλησιάζει η ιερά και στους αγγέλους σεβαστή παρουσία των αγίων Πατέρων, τους υποδέχεται με τις τιμές που αρμόζουν, και αφού έστειλε κάποιους από την ιερά Σύγκλητο να τους υποδεχθούν από τα προπύλαια ακόμη, τους περιποιείται και τους εξασφαλίζει με επιτηδειότητα τα χρειώδη, ώστε να είναι απερίσπαστοι. Όταν δε έμαθε πως οι Πατέρες είχαν τακτοποιηθή, ακριβώς τότε παρουσιάζεται και αυτός στην Νίκαια, αφού απομακρύνεται προηγουμένως από τους εξωτερικούς θορύβους, για να έχη νηφάλιο λογισμό, όπως αρμόζει σε θεία πράγματα που αφορούν στην σωτηρία των ψυχών, και έρχεται να συναντηθή και να συνομιλήση με το σύστημα των αγίων Πατέρων. Είναι γνωστόν ότι μερικοί από αυτούς διέπρεπαν με αποστολικά χαρίσματα, άλλοι δε «τα στίγματα του Χριστού εν τω σώματι αυτών εβάσταζον», από τα οποία θα αναφέρω μερικά, για να πληροφορηθούν και να ωφεληθούν ψυχικώς οι αναγνώστες.
Ο όσιος, λοιπόν Ιάκωβος, ο πρόεδρος της Εκκλησίας των Νισσιβηνών, πολλούς ελευθέρωσε από νοσήματα. Διαβεβαιώνουν δε ότι ανέστησε και νεκρούς. Ο επίσκοπος της Νεοκαισαρείας, ο όσιος Παύλος, είχε γίνει παίγνιο της μανίας του Λικινίου, ο οποίος του έκοψε τα γεννητικά όργανα. Ο αιγύπτιος Παφνούτιος, άνδρας σημειοφόρος, και άλλοι πολλοί από αυτούς τους αγίους, είχεν εξορυγμένους τους οφθαλμούς, άλλοι κομμένα τα χέρια, άλλοι είχαν τα χέρια και τα πόδια κατεστραμμένα, επειδή τους είχαν δέσει με ωμά νεύρα από ζώα. Ο αντίπαλος δε των αγαθών, βλέποντας στην γη τον ουράνιον αυτόν χορό των αγίων, δεν τους άφησε απειράστους από το κεντρί του. Αλλά όπως μεταξύ των Αποστόλων του Κυρίου κατέστησε προδότη τον Ιούδα, έτσι και μέσα στον θίασο των αγίων έφερε άλλους λύκους αραβικούς, καλυμμένους με δέρμα προβάτων. Εννοώ τoν Μηνόφαντα από την Έφεσο, τoν Πατρόφιλο από την Σκυθόπολι και τoν Θεωνά από την Μαρμαρική, μαζί με άλλους ολίγους μαθητάς της αφροσύνης του Αρείου, για τους οποίους θα ομιλήσωμε στα επόμενα. Επειδή δε το θέμα που είχε προκύψει απαιτούσε συζήτησιν, ώστε να αποσαφηνισθή η αλήθεια, και έψαχναν να εύρουν έναν τόπο κατάλληλο γι’ αυτόν τoν σκοπό, ξεχωρίζει ο ένδοξος βασιλεύς από το παλάτι που υπήρχε εκεί, ένα πολύ μεγάλο κτίριο, τον οφθαλμό θα ελέγαμε των βασιλικών κοιτώνων, η ομορφιά και η κοσμιότης του οποίου με την σκέπη των οσίων Πατέρων εχει διατηρηθή μέχρι των ημερών μας. Αυτό το διέθεσε σαν απαρχή και προσφορά του βασιλείου προς την αγία Σύνοδο, και διατάζει να τοποθετηθούν ισάριθμα με τους Πατέρες έδρανα, φροντίζοντας για την ανάπαυση των γηρατειών και τιμώντας την ιερωσύνη τους. Αφού εισήλθαν λοιπόν αυτοί και έλαβαν τις θέσεις τους, παρουσιάζεται και ο ένδοξος βασιλεύς. Όχι με σοβαροφανές, υπεροπτικό και βασιλικόν ύφος, αλλά με βλέμμα συνεσταλμένο και ήρεμο βηματισμό. Καθώς συναντά τους αγίους τους ασπάζεται και συνομιλεί μαζί τους ευχαρίστως, εκδηλώνοντας το άνθος της επιεικίας του, με ένα πράο χαμόγελο, και αποκαλύπτοντας, στις συστάσεις που γίνονται με τους αγίους, την λαμπρότητα της ψυχής του. Φανερώνει δε την υψηλή προς τους Πατέρες συγκατάβασή του, το χαμηλό κάθισμα στο οποίο εκάθισε σε σχέση με τα έδρανα των επισκόπων.
Όταν, λοιπόν, οι όσιοι και ο θεοσεβής βασιλεύς εκάθισαν, ο Ευστάθιος Αντιοχείας, καθώς σε τούτον ανέθεσε η αγία Σύνοδος να απευθυνθή προς τoν βασιλέα, είπε: «Ευχαριστούμε τoν Θεό, ένδοξε βασιλεύ, με τoν οποίο κι εμείς και συ έχουμε συνταχθή. Εκείνος με την μεσολάβησή σου κατήργησε την πλάνη των ειδώλων, με αποτέλεσμα να επικρατήση η ευθυμία στους ελευθέρους πλέον πιστούς. Έπαυσαν οι κνίσσες από τα ζώα που εκαίγοντο προς χάριν των δαιμόνων. Κατελύθησαν της ελληνικής πολυθεϊας τα σεβάσματα. Απομακρύνεται το σκότος της αγνωσίας. Η οικουμένη φωτίζεται από το φως της Θεογνωσίας. Ο Πατήρ δοξολογείται, ο Υιός συμπροσκυνείται, το Πνεύμα το Άγιον αναγγέλλεται. Τριάς ομοούσιος κηρύττεται, μία Θεότης σε τρία πρόσωπα και υποστάσεις. Αυτή είναι που στερεώνει, βασιλεύ, την εξουσία της ευσεβείας σου. Διαφύλαξέ μας την απαραβίαστον. Κανένας αιρετικός προσπαθώντας να εισχωρήση ύπουλα στην Εκκλησία να μην αφαιρέση κάτι από την Τριάδα υποτιμώντας αυτό. Ο Άρειος, που το όνομά του θυμίζει την μανία του πολέμου, είναι ο αίτιος του λόγου και όλης της συνελεύσεως. Ο οποίος, δεν γνωρίζουμε πώς, συγκαταλεγόμενος στο πρεσβυτέριο της Εκκλησίας των Αλεξανδρέων, μας διέφευγε ότι ήταν ξένος από την διδασκαλία των τρισμακαρίων Προφητών και Αποστόλων. Διότι δεν εντρέπεται να αποστερή τον Μονογενή Υιό και Λόγο του Πατρός από την ομοουσιότητα με τον Πατέρα, και σπεύδει ο κτιστολάτρης να συναριθμήση τον Κτίστη με την κτίση. Αυτόν να έπειθες, αυτοκράτορ, να αλλάξη φρόνημα και να μην εναντιώνεται στην αποστολική διδασκαλία ή, εάν επιμείνη στις ασέβειες της κακοδοξίας από την οποίαν έχει κυριευθή, να τον εξηφάνιζες από του Χριστού και την ιδική μας έπαυλη. Για να μην πέσουν οι ψυχές των απλουστέρων θύματα της ομιχλώδους ωραιολογίας του».
Ο δε εκλαμπρότατος Βασιλεύς Κωνσταντίνος, συμβάλλοντας από την αρχή στην Σύνοδο με την θερμότητα της πίστεως και απευθύνοντας στους Πατέρες λόγους ειρηνικούς ως φιλοπάτωρ υιός, είπε: «Εμπρός, πατέρες, με κάθε επιμέλεια να μελετήσωμε την οριοθέτηση και αποσαφήνιση της αληθείας μέσα από τις προφητικές προρρήσεις και τις αποστολικές παραδόσεις, μακρυά από κάθε μισαδελφία και κακοδοξία. Διότι θα ήταν φοβερό, μετά την κατάλυση της πολυθέου ασεβείας και τον εξαναγκασμό των εχθρών σε υποταγή, την κατάπαυση δε των εμφυλίων πολέμων, να πολεμούνε μεταξύ μας οι πιστοί όχι με ξίφη, αλλά με δόγματα. Και να προσπαθούμε την ευαγγελικήν διδασκαλία, η οποία είναι απλή και άτεχνος, αφού βασίζεται στην δύναμη των έργων και όχι των λόγων, να την ανατρέψωμε ασχολούμενοι με αυτήν διανοητικώς και αναζητώντας ρητορικά σχήματα. Ας επιληφθούμε λοιπόν της συζητήσεως αναθέτοντας την αποκάλυψη της αλήθειας για το θέμα που μας απασχολεί στον Θεό και Πατέρα και στον Μονογενή Υιό του Πατρός και στο Ζωοποιόν Πνεύμα. Κι εμείς πρόθυμα θα είμεθα εδώ στην διάθεσή σας συμμετέχοντας στους αγώνες σας, εως ότου αποκαλυφθή εντελώς η αλήθεια. Επειδή πιστεύουμε πως θα ευτυχήσωμε να έχωμε και την επιφοίτηση του Ζωοποιού Πνεύματος, με την οποία θα βεβαιωθή η σωτήριος πίστις μας, απηλλαγμένη από κάθε αιρετικήν κακοδοξία και θεωρία και αμέτοχος από κάθε πονηράν ως προς το Θείον έννοια».
Προχωρεί λοιπόν το πλήθος των ονομαστών αυτών Πατέρων, στην εξέταση και αποσαφήνιση της Ορθοδόξου πίστεως με ομόνοια, ενδυναμούμενοι από το Ζωοποιό Πνεύμα που κατοικούσε μέσα τους. Και βάζοντας στο στόχαστρο τον Άρειο, του επιτίθενται με πολλές μαρτυρίες της Παλαιάς και της Νέας Διαθήκης για το ότι ο Υιός είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, τον αφορίζουν από την υγιή πίστη και την Αγίαν Εκκλησία, και τον υποβάλλουν σε ανάθεμα μαζί με τα έργα που είχε γράψει και με τα κηρύγματά του.
Έτσι αποκλείοντας από όλες τις κατευθύνσεις την είσοδο κάθε αιρετικής κακοδοξίας, συνθέτουν όλοι μαζί, το πράγματι Θείον Σύμβολον, καταργώντας με κάθε άρθρο το ανάλογο αιρετικόν φρόνημα, ώστε να γίνουν σε όλους φανερά όσα απεφασίσθησαν στην Σύνοδο του παλατίου. Υπελείπετο τώρα να συζητήσουν το θέμα του εορτασμού της κυρίας των ημερών, ο οποίος ετελείτο από τον καθένα σε διαφορετικήν ημέρα. Άλλοι την εόρταζαν στην αρχή της αγίας Τεσσαρακοστής, άλλοι στα μέσα του αγώνος της εγκρατείας και άλλοι κάποιαν άλλην ημέρα επιτελούσαν την ανάμνηση της σωτηριώδους Αναστάσεως. Και έτσι την ίδια ώρα άλλοι εσκληραγωγούντο με μετάνοια, με δάκρυα και νηστείες, και άλλοι επανηγύριζαν τα Δεσποτικά νικητήρια με τα οποία κατελύθη ο Άδης, κατηργήθη ο θάνατος, ανέστη ο Αδάμ και ο Σατανάς εδεσμεύθη. Και για το θέμα αυτό με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος οι Θεοφόροι Πατέρες, εθέσπισαν μαζί με τον ένδοξο Κωνσταντίνο, η αγία ημέρα της Αναστάσεως του Χριστού και Θεού μας να εορτάζεται κοινώς από όλο το γένος των Χριστιανών. Με τον τρόπον αυτόν εκανόνισαν, ώστε σε όλη την Εκκλησία, ως μία οικογένεια, να υπάρχη κοινός χρόνος εγκρατείας και προσευχής, καθώς επίσης και χαράς και πανηγυρισμού. Επίσης εξέδωσαν θείους κανόνες και για άλλα εκκλησιαστικά ζητήματα, οι οποίοι μαζί με τα προηγούμενα απετέλεσαν τον τόμο της Ορθοδοξίας.
Μετά από αυτά έγινε πρότασις από τον ένδοξο βασιλέα να επικυρωθή ο τόμος με τις υπογραφές καθενός από τους Πατέρες. Μετά λοιπόν από την έκθεση και την δημοσία ανάγνωση του τόμου, έγινε ένα αξιομνημόνευτο θαύμα προς καύχηση όσων επίστευσαν, προς εντροπή δε των αντιφρονουντων. Δύο, δηλαδή, από τους οσίους επισκόπους, ο Χρύσανθος και ο Μουσώνιος, οι οποίοι δεν είχαν ακόμη υπογράψει τον τόμο, συνέβη από πρόνοια Θεού να φύγουν από την ζωήν αυτή. Οι θεοφόροι λοιπόν πατέρες, αφού ήλθαν στον τόπον όπου είχαν τοποθετηθή τα λείψανα, σαν να ευρίσκωνται μαζί τους και να υπακούουν στα λόγια τους, είπαν: «Ω πατέρες και αδελφοί», «τον καλόν αγώνα ηγωνίσθητε». μαζί μας «τον δρόμον τετελέκατε, την πίστιν τετηρήκατε». Εάν λοιπόν κρίνετε ως θεάρεστα αυτά που εγράφησαν στον τόμο και μάλιστα τώρα που έχετε καθαρωτέρα αντίληψη των πραγμάτων, τι σας εμποδίζει να υπογράψετε και σεις, σύμφωνα με τoν νόμο, μαζί μας; Αφού είπαν αυτά οι Πατέρες και ετοποθέτησαν τoν τόμο σφραγισμένο κοντά στα λείψανα των οσίων, αφιερώνουν όλη εκείνη την νύκτα σε άγρυπνον προσευχή. Ερχόμενοι δε την επαύριον εμπρός στις σορούς, κι ενώ οι σφραγίδες ήσαν άθικτες, εξεδίπλωσαν τoν άγιον τόμο, ευρήκαν δε μέσα και τις υπογραφές των δύο οσίων επισκόπων. Όπως ομολογούν όλοι χωρίς δισταγμό, ακόμη και αλλόθρησκοι, στην χορείαν εκείνη των οσίων πατέρων, παρευρίσκετο και συνεργούσε η ομοούσιος Τριάς.
Αλλά κάτι που παρελείψαμε στα προηγούμενα είναι ότι, ενώ η θεομάχος βλασφημία ηλέγχετο από την αγία Σύνοδο, ένας ειδωλολάτρης φιλόσοφος προσπαθούσε όχι με φιλαλήθειαν, αλλά φιλονεικώντας, να υπερασπισθή την κακοδοξία του Αρείου. Τότε, αφού με τους συλλογισμούς του φιλοσόφου ανεπτερώθησαν ο Μηνόφαντος, ο Πατρόφιλος και ο Θεωνάς μαζί με τους άλλους για στους οποίους είπαμε παραπάνω, εφανέρωσαν την αποκρουστική δυσωδία της Αρειανικής πληγής τους, και με θρασύτητα συμπαρεστέκοντο στον φιλόσοφον εναντίον της αληθείας. Αλλά ο αλιεύς των αλιέων και Σωτήρ του διώκτου, κάνει πάλι κάτι αντάξιο των τεραστίων θαυματουργιών του: καταργεί, με τρόπο θαυμαστό την εριστικότητα των προτάσεων του φιλοσόφου, αναγκάζοντάς τον να σιωπήση, και χειροτονεί αντίπαλο του συνηγόρου της ελληνικής αθεϊας και της αιρετικής βλασφημίας, κάποιον από τους αγίους, ο οποίος ήταν στολισμένος όχι με την κοσμική σοφία, αλλά με την αγγελική πολιτεία. Αυτός, επαναλαμβάνοντας τους λόγους με τους οποίους ο Κύριος ηπείλησε τους δαίμονες και την θάλασσα, απευθύνεται στον φιλόσοφο λέγοντας «Σιώπα, πεφίμωσο», και με τους λόγους αυτούς αποδεικνύει άλογο τον πολύλογο, ώστε με την αφωνία που τον κατέλαβε ξαφνικά, να προσέλθη με τρόμο και δέος στον χορό των αγίων, ζητώντας την λύση του δεσμού και την δωρεά του αγίου βαπτίσματος. Με αυτόν τον τρόπον ο Κύριος των θαυμασίων εκάλεσε στην σωτηρία τoν φιλόσοφο μαζί με όλη την οικογένειά του, και τον χθεσινό κατήγορο της Ορθοδοξίας τον ανέδειξε συνήγορο της αληθείας. Τούτο το θαύμα τόσην έκπληξη προεκάλεσε στους περί τον Μηνόφαντα, ώστε, καθώς λέγουν, απεφάσισαν με την θέλησή τους να συναινέσουν με την αγία Σύνοδο στoν αναθεματισμό του ασεβούς Αρείου και των δογμάτων του. Όμως, κατόπιν, όπως οι κύνες, επέστρεψαν επί το ίδιον εξέραμα. Όταν δε η αγία Σύνοδος των τριακοσίων δέκα οκτώ αγίων Πατέρων εξεπλήρωσε τον σκοπό για τον οποίο συνηθροίσθη, και οι άγιοι επείγοντο να επιστρέψουν, ο ευσεβής Κωνσταντίνος τους εκάλεσε σε κοινήν τράπεζα και τους απηύθυνε λόγους συμβουλευτικούς, εθεράπευσε δε και τις ανάγκες των Εκκλησιών τους, χαρίζοντας σε κάθε τόπο συσσίτια για τα νοσοκομεία και τα πτωχοτροφεία τους, και τους απεχαιρέτησε με αυτά τα λόγια: «Βλέπετε την λατρεία που προσφέρω στoν Θεόν» με τις ιδικές σας κατηχήσεις, και πως ολοπρόθυμα έχω κατεργασθή την κατάλυση των ειδώλων και εφρόντισα να διαδοθή παντού η πίστις των Χριστιανών, ώστε να μη μας μείνη καμμία άλλη θρησκευτική δοξασία παρά μόνο των Χριστιανών, οι οποίοι προσκυνούν και ασπάζονται την αγία και ομοούσιο Τριάδα. Αυτήν σας παραδίδω σήμερα ακεραία. Θα είναι της ιδικής σας προσευχής και μελέτης η διά της βοηθείας του Κυρίου καθημερινή εξύψωσις και επαύξησίς της».
Αφού είπε αυτά και άλλα παρόμοια, βλέποντας δε άλλους από αυτούς χωρίς οφθαλμούς, άλλους με παραλυμένα χέρια, άλλους κυρτωμένους από τους πολλούς ξυλοδαρμούς και άλλους να έχουν υποστή το μαρτύριο της αποκοπής των γεννητικών οργάνων και μαθαίνοντας ότι αυτά τους έμειναν από τα κτυπήματα που υπέστησαν κατά τους διωγμούς, τους οποίους είχαν καρτερικά υπομείνει ομολογώντας τον Χριστό, κατενύγη πολύ και εξεδήλωσε εμπράκτως την ευλάβειά του. Προσκυνούσε τα σημάδια από τις πληγές των αθλοφόρων, ησπάζετο τα παραλυμένα μέλη τους. Στα κατεστραμμένα μέλη ήγγιζε άλλοτε τα μέλη του ιδικού του σώματος, άλλοτε την βασιλικήν πορφύρα, πιστεύοντας ότι με αυτόν τoν τρόπον αγιάζεται. Και στους εξωρυγμένους οφθαλμούς έφερνε τις κόρες των ιδικών του οφθαλμών για να φωτισθούν από εκεί οι οφθαλμοί της ψυχής του. Αφού με αυτό τον τρόπον ησπάσθη τους αγίους, εξεκίνησε πάλι για την νέα Ρώμη, αναγγέλλοντας εκεί το ορθό κήρυγμα της πίστεως. Οι δε πανάγιοι Πατέρες αντήμειψαν τον μεγαλειότατο με ευχαριστίες και ευλογίες, με τις οποίες ηύχοντο για την ειρήνη και την ενίσχυση της βασιλείας, την ενότητα των επισκόπων και την ταπείνωση των εχθρών. Αναχωρώντας δε από την Νίκαια ανταπέδωσαν την φιλοξενία με την οποία τους είχαν διακονήσει προσευχόμενοι για ενίσχυση και στερέωση όλων όσων τους διηκόνησαν. Αυτό το μαρτυρεί και το θαυμαστόν σημείο που έγινε εκείνη την ώρα. Καθώς επρόκειτο την τελευταίαν ημέρα να αναπέμψουν προσευχές στον Σωτήρα των όλων για την επάνοδο στις βάσεις τους και την σωτηρία της πόλεως που τους υπεδέχθη, συνέβη στον χώρον εκείνο της ανατολικής εισόδου, που λέγεται «μεσόμφαλο», και γύρω από τον οποίο εστέκετο η χορεία των αγίων, να αναβλύσουν πηγές από λάδι, εκεί στην μέση της αψίδος. Η πηγή αυτή φαίνεται μέχρι σήμερα, δεικνύοντας τους καρπούς των τότε προσευχών.
Η φήμη που έχει η Νίκαια μέχρι σήμερα οφείλεται στους τριακοσίους δέκα οκτώ πατέρες που ετίμησαν την Σύνοδον αυτή. Τεκμηριώνει δε και την αγωνία και πρόνοιά τους για την πόλιν αυτή και το παράδοξο θαύμα που έγινε στην γενεά μας. Οι Ασσύριοι εκδηλώνοντας την αχαριστία τους επέδραμαν κατά της βασιλείας των Ρωμαίων, από την οποία παλαιότερα είχαν σωθή. Και ενώ τα είχαν αφανίσει όλα με βαρβαρικήν αγριότητα, αυτή η πόλις της Νικαίας έμεινε σώα από κάθε βαβυλωνιακή επήρεια. Καμμία βλάβη ανδρών, γυναικών ή παιδιών δεν έγινε με την φωτιά ή με τα ξίφη, αν και πολλές φορές έκαναν επίθεση κρυφά και φανερά. Λέγεται μάλιστα ότι ο άθλιος ταξίαρχος του στρατού τους, χωρίς καμμίαν εντροπή, επεχείρησε να επιτεθή εναντίον του ναού των Αγίων αυτών, να ορμήση μέσα και να εκτελέση τις αποκρουστικές βδελυγμίες της μαγείας του. Απειλήθη όμως πικρά την νύκτα με κάποιο όραμα, και την ημέρα με φοβερισμούς που μόνον αυτός αντελαμβάνετο. Αυτό μετέβαλλε τον αλιτήριο, ώστε τον μεν ναό, ή μάλλον Αυτόν που κατοικούσε στον ναό, τον Χριστό και αληθινό Θεό μας, να τιμήση και να τον εξιλεώση ανάβοντας λαμπάδες, χάριν δε αυτού του γεγονότος να αποκλείση την είσοδο της αγίας Εκκλησίας για όλον τον Βαβυλωνιακό στρατό. Έδειξε μάλιστα παράδοξον ημερότητα και στους διακονητάς του ναού, που δεν συγκρίνεται με την πρώην βαρβαρική θρασύτητά του, η οποία έγινε αιτία να σωθούν και πολλοί από τους αλλοδαπούς. Επειδή από τότε, εάν συνελάμβαναν κάποιον αιχμάλωτο, μία απλή προσποίησις, ότι κατάγεται από την Νίκαια, αρκούσε για να ανατρέψη τον άμεσο κίνδυνο που διέτρεξε από αυτούς.
Αυτά είναι τα χαρίσματα της φιλοξενίας των Πατέρων, τα οποία ημπορούν να παραστήσουν στους αιώνες που έρχονται την φροντίδα τους για την Νίκαια. Αυτοί, ωσάν διαυγείς ποταμοί, ξεκινώντας από την πηγή της Νικαίας, διηρέθησαν πορευόμενοι ο καθένας στο ποίμνιό του, και μεταφέροντας εκεί τον καρπό της ιεράς αποδημίας τους, το σωτήριο του κόσμου Σύμβολον. Και ηξιώθησαν να κοιμηθούν μακαρίως σε προχωρημένο γήρας, αφού κατελάμπρυναν τον δρόμο της επιγείου ζωής τους με την προκοπή τους στην αρετή. Ο δε φιλάνθρωπος Θεός και φιλόδουλος ευεργέτης «ο δοξάζων τους δοξάζοντας αυτόν» ηξίωσε και τις ψυχές τους να απολαύσουν τα αγαθά που είναι αποθησαυρισμένα στους ουρανούς, δεν άφησε όμως αστεφάνωτα και τα πάναγνα σώματά τους, αλλά τους ετίμησε και διά μέσου αυτών, με κάποιο παράδοξο θαύμα ως λειτουργούς ιδικούς του. Διότι επέτρεψε ο θάνατός τους να επέλθη τόσον ειρηνικά, όπως ο φυσικός ύπνος. Στην συνέχεια δε, και μέχρι τώρα, τα σώματα των Πατέρων αυτών, τα οποία είχαν δεχθή την Θεία Χάρη, να μείνουν στην επαρχία του καθενός αδιάλυτα. Πολλοί είναι εκείνοι που μαρτυρούν το γεγονός, οι οποίοι τους είδαν «ιδίοις όμμασι», σαν να κοιμώνται μέσα στις λάρνακές τους που ανοίγονται κατά καιρούς, και τους προσεκύνησαν. Είμεθα δε και εμείς αψευδείς μάρτυρες αυτού του θεάματος. Έχουμε ασπασθή το λείψανο του Ισαγγέλου Λεοντίου, του τότε προέδρου της Εκκλησίας των Καισαρέων, ο οποίος πολλούς ιδρώτες έχυσε για την πίστη και πριν από την παρουσία του στην Σύνοδο της Νικαίας. Πολλοί μάρτυρες και αθλοφόροι ανεδείχθησαν από αυτόν παλεύοντας εναντίον του νοητού αντιπάλου. Πολλοί επίσης, χρησιμοποιώντας την ζωή του ως διδάσκαλο, έγιναν πολίτες του ουρανού. Ένας από αυτούς είναι ο μεγάλος αθλοφόρος Γρηγόριος, ο φωτιστής της Αρμενίας, ο οποίος ευρήκε τα λείψανα των αγίων μαρτύρων Ριψιμίας και Γαϊανής (εορτάζονται στις 30 Σεπτεμβρίου), και αφού ενίκησε πρώτα τον ακόλαστο Τηριδάτη, τον οδήγησε έπειτα στην πίστη. Αυτού το τίμιο λείψανο είδαν και πολλοί μαζί μ’ εμάς ότι δεν είχε χάσει ούτε τις τρίχες ούτε τους όνυχες, ευωδίαζε δε ολόκληρο. Και μην απιστήση γι’ αυτά κανείς. Επειδή τοιαύτα είναι τα δώρα της Χάριτος, και μεγαλύτερα ακόμη, προς καύχηση των πιστών και έπαινο των Εκκλησιών, προς δόξαν Χριστού του Θεού ημών, μετά του οποίου τω Πατρί δόξα και τω Ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.

Kυριακή των αγίων Πατέρων


Ο ευαγγελιστής Λουκάς, στην σχετική με την Ανάληψη του Κυρίου περικοπή, παρουσιάζει τους μαθητές να φεύγουν από τον ευλογημένο τόπο της Αναλήψεως με χαρά μεγάλη και να παραμένουν στο Ιερό των Ιεροσολύμων, υμνώντας και δοξολογώντας τον Θεό.
Είναι η χαρμόσυνη δοξολογική κατάληξη του ευαγγελίου πού φανερώνει την αιώνια λειτουργία και ευχαριστία της Εκκλησίας μας.
Και η χαρά τους είναι μεγάλη, καίτοι ο διδάσκαλος και Κύριος τους διέστη από αυτών, γιατί είδαν την δόξα Του και για όλα τα θαυμάσια της οικονομίας Του, πού Αυτός πλήρωσε πλέον εδώ στην γή και για εκείνους και για όλο το ανθρώπινο γένος. Είναι μια φωτεινή εικόνα στο ευαγγέλιο πού αποτυπώνεται για πάντα στην καρδιά και την θύμηση μας και μας δίνει μια προοπτική ακατάπαυστης δοξολογίας, μιας διαρκούς πανήγυρης μέσα στην Εκκλησία,πού είναι ο τόπος πιά της Χαράς!
Διανύουμε την περίοδο μεταξύ Ανάληψης και Πεντηκοστής.Οι απόστολοι έλαβαν εντολή και επαγγελία να παραμείνουν στα Ιεροσόλυμα για να λάβουν την δύναμη εξ ύψους, τον άλλο Παράκλητο, το άγιο Πνεύμα. Βλέπουμε πώς αυτή την περίοδο εκείνοι την πέρασαν μέσα στην προσευχή, την ευχαριστία, την λειτουργική ζωή.Είναι σαν να μας δίνουν ένα υπόδειγμα, μια αποστολική παρακαταθήκη, όπως λέμε αποστολική πίστη και παράδοση, για το κλίμα και την προϋπόθεση της λήψης του Παρακλήτου και από εμάς.
Πού λαμβάνουμε τον Παράκλητο;Στο Ιερό. Στο Ιερό της Εκκλησίας, στην λειτουργική ζωή. Αλλά και στο Ιερό της καρδίας, με την έννοια πού μας παρέδωσε η ορθόδοξη πνευματικότητα.
Πότε Τον λαμβάνουμε;Εδώ δεν απαντάμε με χρονικούς αλλά με τροπικούς προσδιορισμούς.
Προσευχόμενοι! Μέσα στην προσευχή. Την προσευχή όχι ως μία θρησκευτική πράξη, αλλά ως τρόπο ύπαρξης μας.
Μια ύπαρξη θυσία και ολοκαύτωμα για τον Κύριο, μια ύπαρξη πού είναι η ίδια προσευχή και θυμίαμα και θυσιαστήριο, όπου συντελείται συνεχώς η κατάβαση του αγίου Πνεύματος, το μυστήριο της Πεντηκοστής.Προευτρεπισμένος χώρος για τον Κύριο πού έρχεται να κατοικήσει σε εμάς.
Η Πεντηκοστή ως μυστήριο είναι συνεχής βέβαια μέσα στην Εκκλησία και την πνευματική μας ζωή.Αυτό όμως πού μας προτείνει η Εκκλησία αυτή την περίοδο είναι αυτή η προετοιμασία πού γεννάει και στηρίζει τον διακαή πόθο και την προσμονή του μεγάλου Ερχομού. Στην Εκκλησία δεν τελούμε απλές αναμνήσεις γεγονότων, πού συνέβησαν "τω καιρώ εκείνω", αλλά βιώνουμε αυτά τα ίδια τα γεγονότα ως παρόντα και ερχόμενα. Έχω λοιπόν την πίστη και την συναίσθηση πως αυτές τις δέκα μέρες θα προσπαθήσω να ζήσω μέσα σε σιγή σκιρτημάτων, σιωπή και στροφή στο θυσιαστήριο της καρδιάς μου, προετοιμασία με αδιάλειπτη προσευχή,γονυκλισία όχι σώματος αλλά ψυχής ταπεινωμένης και συντετριμμένης. Έτσι την μεγάλη Κυριακή της Πεντηκοστής το άγιο Πνεύμα δεν θα κατέλθει μέσα στα συναξάρια, τα κιτάπια και τους ύμνους σαν μια επετειακή χαρμόσυνη ανακύκληση κάποιου γεγονότος, αλλά εγώ ο ίδιος θα βρεθώ π ρ α γ μ α τ ι κ ά στο υπερώο μαζί με την πρώτη Εκκλησία και θα λάβω μαζί τους άγιο Πνεύμα κι εγώ.
Εν τέλει,εγώ ο ίδιος θα γίνω μια Πεντηκοστή, μια φανέρωση του Θεού για τον εαυτό μου και τους γύρω μου. Και Αμην! Το εύχομαι και για μένα και για τους αδελφούς μου.
(2017)

Πέμπτη, Μαΐου 28, 2020

πάλιν ἀφίημι τὸν κόσμον καὶ πορεύομαι πρὸς τὸν Πατέρα


«Καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, οἳ καὶ εἶπον· ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν» (Πράξ. α’ 10-11). Οἱ δυὸ ἄνθρωποι πού ἦταν ντυμένοι ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, εἶναι δυὸ ἀπὸ τὶς ἀόρατες χορεῖες ἀγγέλων πού συνόδευσαν τὸν Κύριό τους ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό, ὅπως τὸν εἶχαν συνοδεύσει νωρίτερα ἀπό τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ, ὅταν ἔγινε ἡ σύλληψή Του στὴ Ναζαρὲτ κι ἡ Γέννησή Του στὴ Βηθλεέμ. Στὴν Ἀνάληψη δυὸ ἀπ’αὐτοὺς μὲ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἔγιναν ὁρατοὶ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ δώσουν ἕνα μήνυμα στοὺς μαθητές.
Τὸ μήνυμα αὐτὸ ἦταν ζωτικῆς σημασίας γι’ αὐτούς, ἀπαραίτητο, γιὰ νὰ μὴ νιώσουν μόνοι τους κι ἐγκαταλελειμμένοι μετὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ Σωτήρα μας· «οὗτος ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται». Αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμα πού ἒστειλε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητὲς μέσω τῶν δύο ἀγγέλων Του.
Βλέπεις τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους; Ἀκόμα καὶ τὴν ὥρα τῆς Ἀνάληψής Του στοὺς οὐρανούς, στὸ θρόνο τῆς δόξας τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ, δὲν ἀσχολήθηκε μὲ τὸν ἑαυτό Του ἡ μὲ τὴ δόξα Του, μετὰ τὶς ταπεινώσεις πού δέχτηκε, οὔτε ν’ ἀναπαυτεῖ μετὰ τὸ βαρὺ ἔργο πού ἒκανε ὅσο ζοῦσε στὴν ἐπίγεια ζωή, ἀλλά μὲ τοὺς μαθητές Του, πού ἔμειναν πίσω στὴ γῆ. Ἂν καὶ τοὺς εἶχε συμβουλεύσει πολὺ ὁ ἴδιος καὶ τοὺς εἶχε ἐνθαρρύνει, τοὺς στέλνει καὶ τοὺς ἀγγέλους Του γιὰ νὰ τοὺς παρηγορήσει περισσότερο καὶ νὰ τοὺς χαροποιήσει. Μ’ ὅλο πού εἶχε ὑποσχεθεῖ πώς θὰ τοὺς στείλει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸν Παράκλητο, ἂν καὶ τοὺς εἶχε πεῖ πώς «οὐκ ἀφήσω ὑμᾶς ὀρφανοὺς· ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς» (Ἰωάν. ιδ’ 18), ὁ ἴδιος κάνει τώρα στὴν πράξη κάτι περισσότερο ἀπ’ ὅσα εἶχε ὑποσχεθεῖ: τοὺς φανερώνει ἀγγέλους ἀπὸ τὸν οὐρανό, τοὺς ὑπηρέτες κι ἀγγελιοφόρους Του, πρῶτον γιά νὰ τοὺς πείσει γιὰ τὴν ἐξουσία Του καὶ δεύτερον γιὰ ν’ ἀνανεώσει μὲ τὰ χείλη τῶν ἀγγέλων τὴν ὑπόσχεσή Του πώς θὰ ἔρθει πάλι κοντά τους.
«Καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης», (Λουκ. κδ’ 52). Προσκύνησαν τὸν Κύριο μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα τους, σὲ ἔνδειξη σεβασμοῦ καὶ ὑπακοῆς. Ἡ προσκύνησή τους σημαίνει: Γενηθήτω τὸ θέλημά Σου, παντοδύναμε Κύριε! Κι ἔπειτα γύρισαν ἀπὸ τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν στὴν Ἱερουσαλήμ, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ πού εἶχαν λάβει. Γύρισαν μετὰ χαρᾶς μεγάλης, ὄχι μὲ λύπη. Θὰ ἦταν λυπημένοι ἂν ὁ Κύριός τους εἶχε ἀποχωριστεῖ μὲ κάποιον ἄλλο τρόπο. Ὁ ἀποχωρισμὸς αὐτὸς ὅμως γι’ αὐτοὺς ἦταν μιὰ καινούργια καὶ μεγαλειώδης ἀποκάλυψη. Δὲν εἶχε ἐξαφανιστεῖ ἀπὸ μπροστά τους μὲ κάποιο τρόπο γιὰ νὰ πάει ἀπλά κάπου. Ἀνέβηκε στὸν οὐρανὸ μὲ δόξα καὶ δύναμη.
Ἔτσι ἐκπληρώθηκαν κι ἐδῶ τὰ προφητικὰ λόγια Του, ὅπως εἶχαν ἐκπληρωθεῖ στὸ πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Κι ὁ νοῦς τῶν ἀποστόλων ἄνοιξε γιὰ νὰ κατανοήσουν αὐτὰ πού τοὺς εἶχε πεῖ: «Οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανόν εἰμὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὧν ἐν τῷ οὐρανῷ» (Ἰωάν. γ’ 13). Κι ἄλλοτε τοὺς εἶχε πεῖ κάτι μὲ τὴ μορφὴ ἐρώτησης, τότε πού εἶχαν σκανδαλιστεῖ μὲ τὰ λόγια Του γιὰ τὸν ἄρτο πού κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανό: «Ἐὰν οὖν θεωρῆτε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἀναβαίνοντα ὅπου ἦν τὸ πρότερον;» (Ἰωάν. στ’ 62). Κι ἀλλοῦ πάλι: «Ἐξῆλθον παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον· πάλιν ἀφίημι τὸν κόσμον καὶ πορεύομαι πρὸς τὸν πατέρα» (Ἰωάν. ιστ’ 28).

άγιος Νικόλαος Αχρίδας

Ἡ Ἀνάληψις τοῦ Κυρίου-Aγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης


«Ἐξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ ηὐλόγησεν αὐτούς, καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ᾿ αὐτῶν, καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν»
(Λουκ. 24,50)
Τὸ μέγα καὶ ὑψηλὸν μυστήριον, τὸ ὁποῖον περικρύπτει ἡ τὴν Τεσσαρακοστὴν ἀπὸ τοῦ Πάσχα ἡμέραν, Πέμπτην, ἑορταζομένη μεγάλη καὶ ἔνδοξος τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου εἰς οὐρανοὺς ἡμέρα καὶ πανήγυρις, περικλείεται εἰς τοὺς ὀλίγους ἀλλὰ βαθυτάτας ἐννοίας καὶ ὑψηλὰ διδάγματα περιλομβάνοντας τελευταίους τούτους λόγους, διὰ τῶν ὁποίων ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς κατακλείει τὸ κατ᾽ αὐτὸν ἱερὸν Εὐαγγέλιον: «Ἐξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν» κ.τ.λ.
Κατὰ τοὺς λόγους τούτους ἡ τελευταία ἐπὶ τῆς γῆς πρᾶξις τοῦ Θεανθρώπου ἡμῶν Λυτρωτοῦ ἦτο νὰ παραλάβῃ τοὺς μαθητάς του ἐκ τῆς Ἱερουσαλήμ, νὰ τοὺς ἐξαγάγῃ ἔστω καὶ μακρὰν τῆς Χριστοκτόνου πόλεως Ἱερουσαλήμ, νὰ τοὺς ὁδηγήσῃ εἰς τὸ κεχαριτωμένον ὄρος τῶν ἐλαιῶν, καὶ ἐκεῖ, ὅπου καὶ ὅτε οἱ ἄχραντοι πόδες τοῦ τὸ ὕστατον ἐπάτουν τὴν γῆν, ν᾿ ἁπλώσῃ καὶ ἐκτείνῃ εἰς μῆκος καὶ ὕψος τὰς χεῖράς του ἐπὶ τοὺς Ἀποστόλους καὶ νὰ δώσῃ εἰς αὐτοὺς τὴν μεγάλην δεσποτικὴν εὐλογίαν του.
Ἐν δὲ τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτούς, ἐν ᾧ δηλονότι χείμαρροι ἀτελεύτητοι τῆς μεγάλης καὶ ἀκενώτου δεσποτικῆς του ταύτης εὐλογίας ἐξηκολούθουν νὰ ἐκπορεύωνται ἐκ τῶν ἐκτεταμένων χειρῶν τοῦ Ἰησοῦ ἐπὶ τοὺς Ἀποστόλους, ὁ Ἰησοῦς βαθμιαίως καὶ μικρὸν κατὰ μικρὸν ἀπεσπᾶτο ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἀπεχωρίζετο τῶν μαθητῶν του, καὶ ὑψούμενος ὑπεράνω τῶν κεφαλῶν τῶν ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ ἀναλαμβανόμενος ἔπαυε πλέον νὰ εἶνε ὁρατός, ὡς ἐκ τοῦ ὑπερμέτρου ὕψους, εἰς ὃ ἀνήρχετο, εἰς τοὺς ἐκστατικοὺς καὶ ἐνεοὺς Ἀποστόλους. Ἀλλ᾽ οἱ Ἀπόστολοι καὶ πάλιν ἐξηκολούθουν νὰ βλέπωσι πρὸς τὰ ἄνω, καὶ ἐδέησαν Ἄγγελοι ἐπιφανέντες νὰ τοῖς εἴπωσιν «ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν;»
Οἱ Ἀπόστολοι δὲν ἠδύναντο ν᾽ ἀποσπασθῶσι τοῦ ἐξαισίου ἐκεῖνοῦ θεάματος· αὐτοὶ ἠτένιζον μετὰ συνεχομένης πνοῆς, μετὰ μὴ συγκρατουμένης ἀγωνίας καὶ θαυμασμοῦ, εἰς τὸν οὐρανόν, ὅπου μετεφέρετο ὁ πολύτιμος καὶ μοναδικὸς αὐτῶν θησαυρός, ὁ Χριστός, ὅστις εὑρέθη δι᾽ αὐτοὺς ἐν τῷ σπηλαίῳ καὶ τῇ φάτνῃ τῆς Βηθλεέμ, ὅστις ἄνεγνωρίσθη ὡς τοιοῦτος καὶ ὡμολογήθη καὶ ἄνωθεν ὑπὸ τῆς ἐνεχθείσης φωνῆς τοῦ Πατρὸς καὶ κάτωθεν ὑπὸ τοῦ Προδρόμου καὶ Προφῆτου Ἰωάννου ἐν τῷ Ἰορδάνῃ, ὅστις διεσκορπίσθη καὶ ἐξεχύθη διὰ τῶν θαυμαστῶν ἔργων καὶ τοῦ κηρύγματός του καθ᾽ ὅλην τὴν Ἰουδαίαν, τὴν Σαμάρειαν καὶ τὴν Γαλιλαίαν τῶν Ἐθνῶν, ὅστις ἡρπάγη διὰ τῆς προδοσίας τοῦ Ἰούδα ὑπὸ χειρῶν ἀνόμων ἐκ τοῦ κήπου τῆς Γεθσημανῆς, ὅστις μετεκομίσθη καὶ ἐβασανίσθη ἐν τῷ σταυρῷ ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ ὄρους Γολγοθᾶ, ὅστις κατεβιβάσθη ἐκεῖθεν διὰ χειρῶν ἁγνῶν καὶ ὁσίων τοῦ Ἰωσὴφ καὶ Νικοδήμου καὶ ἐκρύβη ἐν τάφῳ ὑπὸ τὴν πέτραν τὴν ἐν τῷ κήπῳ τοῦ ἀπὸ Ἀριμαθαίας Ἰωσήφ, ὅστις ἀνέστη κατὰ τὰς βουλὰς τοῦ Θεοῦ τριήμερος ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ τέλος ἀνελήφθη ἐν δόξῃ καὶ ἐναπετέθη εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον τοῦ οὐρανοῦ, καθίσας ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης τοῦ Πατρός. «ὅπου ἦν τὸ πρότερον».
Τὸ μέγα λοιπὸν μυστήριον, ὅπερ ὑποκρύπτει ἡ μεγάλη αὕτη τῆς ἔνδόξου Ἀναλήψεως τοῦ Ἰησοῦ ἑορτή, εἶνε ὅτι τὸ μέγα ἔργον τῆς σῶτηρίας τῶν ἀνθρώπων πλήρως ἐτελέσθη, ὅτι τὰ ἐπὶ γῆς ἡνώθησαν τοῖς ἐπουρανίοις, ὅτι ὁ καταβὰς αὐτὸς ἐστι καὶ ὁ ἀναβάς, ὅτι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἧς κομιστὴς εἰς τὴν γῆν εἶνε ὁ Χριστός, μένει εἰς τὸν αἰῶνα, ὅτι ὁ κομιστὴς τῆς βασιλείας ταύτης, ἀφ᾽ οὗ ἐπὶ τεσσαράκοντα μετὰ τὴν Ἀνάστασίν του ἡμέρας ἐξηκολούθησεν ἐμφανιζόμενος εἰς τοὺς Ἀποστόλους, λαλῶν τὰ περὶ τῆς βασιλείας του καὶ ἐνισχύων αὐτοὺς μὲ τὰς μεγάλας ἐκείνας ἐπαγγελίας καὶ ὑποσχέσεις «καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος», τέλος ὡς ἐσχάτην εὐεργεσίαν πρὸς τοὺς Ἀποστόλους του ἔδωκε τούτην «ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν», καὶ ἐκεῖ ἐπὶ τοῦ ὄρους τοῦ καλουμένου Ἐλαιῶνος ἔδωκεν αὐτοῖς τὰς ἐσχάτας του ὑποθήκας, καὶ τοῖς εἶπεν ἀπὸ Ἱεροσολύμων νὰ μὴ ἀπομακρυνθῶσιν, ἕως οὗ ἐνδυθῶσι τὴν ἐξ ὕψους δύναμιν, καὶ λάβωσι τὸν φωτισμὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἐξέλθωσι καὶ μαθητεύσωσι πάντα τὰ ἔθνη, καὶ οὕτω συνεχίσωσι καὶ συμπληρώσωσι καὶ ἀποτελειώσωσιν αὐτοὶ καὶ οἱ μετ᾽ αὐτοὺς διάδοχοι αὐτῶν τὸ ἔργον τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ὑπὲρ τοῦ ὁποίου αὐτὸς ἐθυσιάσθη, καὶ τέλος ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοὺς ηὐλόγησεν αὐτούς, καὶ ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς ἀνελήφθη ἀπ᾽ αὐτῶν ἐν δόξῃ.
Καὶ ἵνα τὸ μέγα τοῦτο μυστήριον καλῶς κατανοήσωμεν, ἄς ἀνυψώσωμεν τὸν νοῦν ἡμῶν, ἵνα νοερῶς καὶ ἡμεῖς ἴδωμεν τὸ ἐξαίσιον τοῦτο τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου θέαμα, τὸ ὁποῖον καὶ οἱ Ἄγγελοι ἐθεώρουν μετὰ τοσούτου θαυμασμοῦ μεθ᾽ ὅσου ἐθεώρουν αὐτὸ καὶ οἱ Ἀπόστολοι.
Τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Ἀναλήψεως, ὅπερ ἀναγινώσκεται σταθερῶς κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἑορτῆς, πρὶν διηγηθῇ τὰ τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, ἐξιστόρησε μίαν τῶν ἀπροόπτων καὶ αἰφνιδίων ἐκείνων ἐμφανίσεων τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τοὺς μαθητάς του. Κατὰ τὴν διήγησιν ταύτὴν ὁ Ἰησοῦς δὲν ἐνεφανίσθη πρὸς τοὺς μαθητάς τοῦ ἐν τῷ τόπῳ, ὁπόθεν ἔμελλε ν᾿ ἀναληφθῇ, ἐπὶ τοῦ ὄρους τοῦ Ἐλαιῶνος, ἀλλ᾽ ἐνεφανίσθη πρὸς αὐτοὺς ἐν μέσῳ τῆς Ἱερουσαλήμ· ἐνεφανίσθη πρὸς αὐτοὺς ἐν μέσῳ τῆς αὐτοκατακρίτου καὶ Χριστοκτόνου πόλεως, καὶ ἐκεῖθεν παραλαβὼν αὐτοὺς καὶ ἐπὶ κεφαλῆς αὐτῶν βαδίζων, διέτρεξε μετ᾽ αὐτῶν τὰς κυριωτέρας ὁδοὺς τῆς πόλεως, τοὺς ὡδήγησε καὶ τοὺς εἰσήγαγεν εἰς τὴν μεγάλην ὁδόν, ἥτις ἔφερεν ἐξ Ἱεροσολύμων εἰς τὸ ὄρος τῶν ᾿Ελαιῶν, καὶ τοὺς ἐξήγαγε διὰ τῶν πυλῶν της. Καὶ ὅλη αὐτὴ ἡ κίνησις λαμβάνει χώραν καὶ γίνεται ἡ τελευταία αὕτη σωματικῇ ἐμφάνεια καὶ παρουσία τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τοὺς μαθητάς του κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴν ἡμέραν, ὁπόθεν θ᾽ ἀνελαμβάνετο εἰς οὐρανούς, ἵνα ἐξυπνίσῃ ἐπὶ τέλους ἀπὸ τῆς ἀναισθησίας της ἡ καθεύδουσα πόλις, καὶ λάβῃ γνῶσιν τῆς ἐσχάτης τοὐλάχιστον ταύτης ἐπισκέψεως τοῦ Λυτρωτοῦ τῆς.
Ἐμφανίζεται ἐν Ἱερουσαλὴμ τὸ ὕστατον ὁ Χριστός, διέρχεται μετὰ τῶν μαθητῶν του τὰς ὁδούς, τὰς ἀτραποὺς καὶ ρύμας τῆς πόλεως, ἐξέρχεται ἐκ τῶν πυλῶν της τόσον ἐπισήμως καὶ πανηγυρικῶς, καὶ εἰσέρχεται μὲ σταθερὸν βῆμα εἰς τὴν φέρουσαν εἰς Βηθανίαν καὶ πρὸς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν μεγάλην λεωφόρον, διατί; ἵνα ἴδῃ ἐπὶ τέλους ἡ ἄπιστος πόλις, ἡ ἀποκτείνουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν, ἡ πόλις ἡ βυθισθεῖσα εἰς τὸ μεγὰ ἔγκλημα τῆς θεοκτονίας, ἵνα ἴδῃ τὸν Βασιλέα τοῦ Ἰσραὴλ ἐπισκεπτόμενον τὸ ἔσχατον αὐτὴν καὶ ἀναγνωρίσῃ αὐτὸν καὶ σωθῇ!
Ἀλλ᾽ ἡ Ἱερουσαλὴμ ἔμεινεν ἀναίσθητος καὶ πρὸς τὴν ἐσχάτην ταύτην ἐπίσκεψιν! Ἆρά γε ἡ Ἱερουσαλὴμ εἶδε τότε τὸν Ἀναστάντα Βασιλέα της ἀλλ᾽ ἐν τῇ ἀπιστίᾳ καὶ τῇ πωρώσει της δὲν ἐπίστευσε καὶ πάλιν εἰς αὐτόν, ἢ οὐδόλως εἶδεν αὐτόν, οὐδ᾽ ἠσθάνθη κἂν καὶ τὴν ἐπίσκεψίν του ταύτην τὴν ἐσχάτην, καθ᾽ ὅν χρόνον τόσοι καὶ τόσοι ταπεινοὶ πιστοὶ εἶδον αὐτὸν καὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν καὶ ἐσόθησαν;
Εἴτε οὕτως εἴτε ἄλλως ὁποία οἰκτρὰ τύφλωσις διὰ τὴν Ἱερουσαλήμ, ὁποία σκληρὰ τύχη διὰ τὴν ἔνδοξον πόλιν Ἱερουσαλήμ! Ὁ Χριστὸς διὰ τελευταίαν φορὰν ἐπιφαίνεται ἐν μέσῳ τῆς πόλεως ὄχι ὡς Κριτής, ἀλλ᾽ ὡς Σωτήρ, ἕτοιμος ν᾿ ἀκούσῃ καὶ δεχθῇ τὴν μετάνοιάν τῆς, διὰ τὸ ἔγκλημα εἰς ὃ προσφάτως ἐβυθίσθη, ἕτοιμος ν᾿ ἀκούσῃ καὶ δεχθῇ τὴν μετάνοιάν της καὶ τὴν ἐλεήσῃ καὶ διὰ τοῦτο διέρχετας ὅλας τὰς ἀγυιάς της· ἀλλ᾽ οἱ ἄρχοντές της ἐν τῇ ἀλαζονίᾳ καὶ τῇ παρώσει τῆς καρδίας τῶν δὲν ἠσθάνθησαν τὴν ἐπίσκεψιν, ἢ μᾶλλον ἀπέρριψαν καὶ τὴν μεγίστην ταύτην συγκατάβασιν καὶ δωρεάν, καὶ οὕτως ἡ ὡραία πόλις, ἡ ἔνδοξος Ἱερουσαλήμ, ἡ ἕδρα τῶν Προφητῶν, ἡ καθέδρα τοῦ Βασιλέως τῶν βασιλευόντων, ἐγκαταλείπεται πλέον ἔρημος, διότι ἐξῆλθε καί ἀπεμακρύνθη πλέον ἀπ᾽ αὐτῆς ὁ Ἰησοῦς. Χριστός, καὶ μετ᾽ οὐ πολὺ κατηδαφίσθη ἐξ ὁλοκλήρου, καὶ δὲν ἔμεινε, λίθος ἐπὶ λίθον ἐκεῖ, τὰ δὲ μεγαλοπρεπῆ ἐρείπιά της, καὶ αὐτὰ ἐγένετο ὡσεὶ χνούς, ὅν ἐκρίπτει ὁ ἄνεμος ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς, καὶ τὰ πάντα ἠφανίσθησαν εἰς σημεῖον τῆς ἀπιστίας καὶ τιμωρίας της καὶ πρὸς σωφρονισμὸν καὶ παραδειγματισμὸν τῶν ἀπιστούντων καὶ διεφθαρμένων ἐθνῶν!
Ἀδελφοί, ἄς φοβηθῶμεν καὶ ἡμεῖς αὐτὴν τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν πώρωσιν τῶν Ἱεροσολυμιτῶν! Ὅπως ὁ παλαιὸς Ἰσραὴλ διὰ τὴν ἀπιστίαν τοῦ ὡς ἀδιόρθωτος καὶ σκληροτράχηλος καὶ ἀπερίτμητος τῇ καρδίᾳ ἀπεβλήθη, ἂς φοβηθῶμεν μήπως πάθωμεν τὸ αὐτὸ καὶ ἡμεῖς· ὁ νέος Ἰσραήλ, ἡμεῖς ὁ λαὸς ὁ περιούσιος, ὁ Ὀρθόδοξος Ἑλληνικὸς λαός.
Ποσάκις καὶ ἐνώπιον ἡμῶν δὲν διέρχεται ὁ Ἰησοῦς, ὡς καὶ ἐνώπιον τῶν Ἱεροσολυμιτῶν, χωρὶς νὰ προσελκύῃ τὴν προσοχήν μας, χωρὶς νὰ κάμπτῃ εἰς μετάνοιαν τὴν σκληρὰν καρδίαν μας; Ὅταν λ.χ. ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀκούωμεν τὰ Εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα, τότε δὲν διέρχεται καὶ ἐνώπιον ἡμῶν ὁ Χριστός; Ὅταν ἔν τινι συναθροίσει πιστῶν κηρύττηται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, δὲν λαλεῖ τότε πρὸς ἡμᾶς αὐτὴ ἡ φωνὴ τοῦ Λόγου; Ὅταν κατὰ τὴν ὕψωσιν τῶν τιμίων δώρων ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ φωνῇ ὁ ἱερεὺς τὸ «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε», καὶ διέρχεται τρόπον τινὰ ἔμπροσθεν ἡμῶν αἱσθητῶς καὶ σωματικῶς πλέον ὁ Θεάνθρωπος Σωτὴρ καὶ ἡμεῖς μένομεν ἀδιάφοροι πρὸς τὴν ἐπίσκεψιν ταύτην τῆς θείας χάριτος, δὲν ὁμοιάζομεν τότε καὶ ἡμεῖς πρὸς τοὺς ἀναισθήτους καὶ πεπωρωμένους ἐκείνους Ἱεροσολυμίτας, ἐνώπιον τῶν ὁποίων διῆλθεν ὁ Ἰησοῦς, χωρὶς νὰ προσελκύσῃ τὴν προσοχήν των, καὶ διὰ τοῦτο ἀφῆκε τὸν οἶκον ἐκείνων ἔρημον;
Οὗτος εἶνε ὁ λόγος, διὰ τὸν ὁποῖον τὴν ἐσχάτην ταύτην ἡμέραν τῆς ἐπὶ γῆς σωματικῆς παρουσίας του ὁ Ἰησοῦς δὲν ἐφάνη εἰς τοὺς μαθητάς του ἀπ᾽ εὐθείας ἐπὶ τοῦ τόπου, ὅν ἐξελέξατο διὰ τὴν Ἀνάληψιν αὐτοῦ, ὡς ἄλλοτε ἵνα πιστοποιήσῃ τὴν Ἀνάστασίν του ἐνεφανίσθη εἰς τὸ ὑπερῶον, ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι, ἢ εἰς Ἔμμαούς, ἢ εἰς τῆς Γαλιλαίας τὸ ὄρος τοῦτο, ἢ εἰς τὰς ὄχθας τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος, ἀλλ᾽ ἐμφανίζεται ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ἐκεῖθεν παραλαμβάνει αὐτοὺς καὶ τοὺς ὁδηγεῖ ἔξω τῶν τειχῶν τῆς ἕως εἰς Βηθανίαν, ἵνα ὀφθαλμοφανῶς διὰ τούτου δειχθῇ ὅτι ἡ θεία χάρις ἐξέρχεται πλέον καὶ ἀπομακρύνεται τῆς Ἱερουσαλήμ, ἥτις διὰ τῆς ἀπιστίας καὶ ἀναισθησίας της παρεσκεύασεν εἰς ἑαυτὴν τὴν ἐγκατάλειψιν ταύτην, ἣν ἐπηκολούθησεν ἡ καταδίκη καὶ ὁ ὄλεθρός της.
Ἐκ τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐξερχόμενος δὲν παραλαμβάνει παρὰ ὀλίγους, ἀλλ᾽ ἐκλεκτούς, λίθους, τοὺς Ἀποστόλους του, ἵνα ἐξ αὐτῶν κατασκευάσῃ τὴν νέαν ζῶσαν πόλιν τῆς οὐρανίου βασιλείας του ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ φέρῃ τοὺς ὑπ᾽ αὐτοῦ ἐκλεγέντας λίθους τούτους ἀπὸ τῆς παλαιᾶς καὶ καταδεδικασμένης πόλεως εἰς ἐλεύθερον, καθαρὸν καὶ ὑψηλὸν τόπον, εἰς τὸ κεχαριτωμένον ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἵνα ἐνταῦθα, καθαγιάσῃ καὶ εὐλογήσῃ τοὺς θεμελίους λίθους τῆς νέας οἰκοδομῆς, καὶ κατόπιν μεταχειρισθῇ αὐτοὺς ὡς σκεύη τῆς νέας χάριτος, ἀφ᾽ οὖ καθαρισθῶσι καὶ διέλθωσι καὶ ἀπὸ τὰς φλόγας τῆς Πεντηκοστῆς, ἵνα οἰκοδομήσῃ τὴν Ἐκκλησίαν, ἧς καὶ πύλαι ᾍδου οὐ κατισχύσουν: «Ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν».
Ἐντεῦθεν ἄρχεται τὸ μέγα ἔργον τῆς εὐλογίας τῶν μαθητῶν «ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς, καὶ ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ᾽ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν».
Αγίου Χρυσοστόμου Μητροπολίτου Σμύρνης του Ιερομάρτυρος, Λόγοι ευσέβειας: Γραπτά κηρύγματα εις δεσποτικάς εορτάς, 1η έκδ., Θεσσαλονίκη, Μυγδονία, 2000
[1] «Ἱερὸς Πολύκαρπος» Ἔτος Β΄. Σμύρνη, ἀρ. 57, 5.5.1912, σσ. 917-922

Σάββατο, Μαΐου 23, 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ


Καὶ προχωρῶντας εἶδε κάποιον τυφλὸ ἐκ γενετῆς· τὸν ρώτησαν οἱ μαθηταὶ του καὶ τοῦ εἶπαν· «Δάσκαλε, ποιὸς ἁμάρτησε αὐτὸς ἤ οἱ γονεῖς του γιὰ νὰ γεννηθῆ τυφλός;» Βγαίνοντας ἀπὸ τὸ ἱερὸ ὁ Κύριος μηχανεύεται τρόπο νὰ διασκεδάση τὸν θυμὸ τῶν Ἰουδαίων καὶ βαδίζει γιὰ νὰ θεραπεύση τὸν τυφλό. Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο θέλει νὰ μαλακώση τὴν σκληρότητα καὶ τὴν ἀπείθειά τους, ἄν καὶ δὲν ἐδόχοντα αὐτοὶ καμμιὰ ἐπίδραση. Συνάμα τοὺς ἔδειχνε ὅτι δὲν εἶπε μάταια καὶ κομπαστικά «Πρὶν γίνη ὁ Ἀβραάμ, ἐγὼ ὑπῆρχα».
Νὰ ποὺ κάνει ἕνα θαῦμα ποὺ δὲν τὸ ἔκανε κανένας πρωτύτερα. Μπορεῖ ν’ ἄνοιξε κάποιος τὰ μάτια ἑνὸς τυφλοῦ· ὄχι ὅμως τυφλοῦ γεννημένου. Εἶναι φανερὸ λοιπὸν ὅτι σὰν Θεὸς ποὺ ὑπῆρχε καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ κάνει αὐτὸ τὸ θαῦμα, ποὺ δὲν εἶχε γίνει ὡς τότε. Ἐπίτηδες πῆγε καὶ στὸν τυφλό· δὲν πῆγε ὁ τυφλός σ’ ἐκεῖνον. Ἔτσι λοιπὸν κι οἱ μαθητὲς ὅταν τὸν εἶδαν ποὺ παρατήρησε προσεκτικὰ τὸν τυφλό, τὸν ρώτησαν· «ποιὸς ἁμάρτησε αὐτὸς ἤ οἱ γονεῖς του, γιὰ νὰ γεννηθῆ τυφλός»; Φαίνεται ὅμως ἡ ἐρώτηση ἄστοχη. Πῶς θὰ μποροῦσε ν’ ἁμαρτήση αὐτὸς πρὶν γεννηθῆ; Γιατὶ βέβαια οἱ ἀπόστολοι δὲν παραδέχτηκαν τὶς ἑλληνικὲς φλυαρίες, ὅτι ἡ ψυχὴ πρὶν μπῆ στὸ σῶμα ζῆ σ’ ἄλλο κόσμο, ὅπου ἁμαρτάνει κι ἔπειτα ἡ εἴσοδός της στὸ σῶμα εἶναι σὰν τιμωρία γι’ αὐτό. Γιατὶ σὰν ψαράδες ποὺ ἦσαν οὔτε ποὺ θὰ εἶχαν ἀκούσει κάτι τέτοιο· αὐτὰ εἶναι τῶν φιλοσόφων σοφίες. Οἱ ἀπόστολοι ἄκουσαν τὸ Χριστὸ νὰ λέη πρὸς τὸν παράλυτο «Ἔγινες καλά, μὴν ξαναμαρτήσεις πιά, μὴ πάθης τίποτα χειρότερο». Ἀφοῦ εἶδαν τὸν τυλφὸ ἀποροῦν καὶ κάτι τέτοια σὰ νὰ συλλογίστηκαν. Καλὰ ἐκεῖνος ἔγινε παράλυτος ἀπὸ ἁμαρτήματα; Δὲν ὑπάρχει ἀντίρρηση γι’ αὐτό. Ἀπὸ ἁμαρτήματα δικά του; Δὲν μπορεῖς νὰ τὸ πῆς ἀφοῦ εἶναι τυφλὸς ἐκ γενετῆς. Ἀπὸ ἁμαρτήματα γονέων; οὔτε αὐτὸ λέγεται γιατὶ δὲν τιμωρεῖται γυιὸς γιὰ τὸν πατέρα. Δὲν διατυπώνουν λοιπὸν αὐτὲς τὶς σκέψεις σὰν ἐρωτήσεις ἀλλὰ ἐκφράζουν τὴν ἀπορία τους. Κι ὁ Κύριος ἀπαντῶντας στὴν ἀπορία τοὺς λέει· Οὔτε αὐτὸς ἁμάρτησε (πῶς θὰ γίνονταν αὐτὸ πρὶν γεννηθῆ;) οὔτε οἱ γονεῖς του. Δὲν τὸ εἶπε ἐπειδὴ τοὺς ἀπαλλάσσει ἀπὸ ἁμαρτήματα. Γιατὶ δὲν εἶπε μόνο ὅτι «δὲν ἁμάρτησαν οἱ γονεῖς» ἀλλὰ συμπλήρωσε «γιὰ νὰ γεννηθῆ τυφλός». Ἁμάρτησαν βέβαια οἱ γονεῖς του ἀλλὰ δὲν ἦταν συνέπεια τῆς ἁμαρτίας ἡ ἀναπηρία. Γιατὶ δὲν εἶναι σωστὸ οἱ ἁμαρτίες τῶν πατέρων νὰ φορτώνωνται στὰ παιδιὰ ποὺ δὲν ἀδίκησαν τίποτα. Αὐτὸ διδάσκει ὁ Θεὸς μὲ τὸ στὸμα τοῦ Ἰεζεκιὴλ λέγοντας ὅτι «Δὲν ἰσχύει πιὰ ἡ μεταφορὰ ποὺ λέγεται: Οἱ πατέρες ἔφαγαν ἀγουρίδες καὶ μούδιασαν τὰ δόντια τῶν παιδιῶν». Καὶ μὲ τὸ χέρι τοῦ Μωυσῆ γράφει «Δὲν θὰ πεθάνει ὁ πατέρας γιὰ χάρη τοῦ παιδιοῦ». Πῶς ὅμως ἔχει γραφῆ «Ἀφίνει νὰ ξεσπάσουν στὰ παιδιὰ οἱ ἁμαρτίες τῶν γονέων ὡς τὴν Τρίτη καὶ τέταρτη γενεά;». Μπορεῖ κανένας νὰ πῆ πρῶτα ὅτι μήτε καθολικὸ κῦρος ἔχει αὐτὴ ἡ ἀπόφαση, μήτε ἔχει λεχθῆ γιὰ ὅλους παρὰ μόνο γι’ αὐτοὺς ποὺ ἐλευθερώθηκαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Ὕστερα λογάριασε καὶ τὸ πνεῦμα τῆς ἀποφάσεως. Δὲ λέγει ὅτι γι’ αὐτό, ποὺ ἁμάρτησαν οἱ γονεῖς, τιμωροῦνται τὰ παιδιὰ, ἀλλὰ ὅτι οἱ ἁμαρτίες τῶν πατέρων, δηλαδὴ οἱ τιμωρίες γιὰ τὶς ἁμαρτίες θὰ ξεσπάσουν καὶ στὰ παιδιὰ τους σὰ νὰ ἔχουν πέσει στὰ ἴδια παραπτώματα. Γιὰ νὰ μὴ νομίσουν αὐτοὶ ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο ὅτι δὲ θὰ ὑποστοῦν τὶς ἴδιες τιμωρίες, ἀκόμα κι ἄν λιγώτερο ἀπὸ τοὺς γονεῖς ἁμαρτήσουν, τοὺς λέει ὅτι δὲ θὰ γίνη ἔτσι ἀλλὰ οἱ ἁμαρτίες τῶν πατέρων σας, δηλαδὴ οἱ τιμωρίες θὰ ξεσπάσουν καὶ σὲ σᾶς ἐπειδὴ δὲν γίνατε καλύτεροι ἀλλὰ πέσατε στὰ ἴδια ἤ καὶ χειρότερα παραπτώματα. Κι ἄν βλέπης, πολλὲς φορὲς ἀκόμα καὶ νήπια νὰ ἁρπάζωνται, γιὰ τιμωρία τάχα τῶν γονέων, νὰ ξέρης καλά, ὅτι ἀπὸ φιλανθρωπία, ὁ Θεὸς τὰ ἁρπάζει προτοῦ ζήσουν. Αὐτὸ συμβαίνει γιὰ νὰ μὴν γίνουν χειρότερα ἀπὸ τοὺς γονεῖς καὶ νὰ μὴ ζήσουν γιὰ κακὸ τῆς ψυχῆς τους καὶ πολλῶν ἄλλων. Ἀλλὰ αὐτὰ μένουν κρυμμένα στῶν θείων βουλῶν τὴν ἄβυσσο. Ἐμεῖς ἄς προχωρήσωμε.
Ἀπάντησε ὁ Ἰησοῦς· οὔτε αὐτὸς ἁμάρτησε οὔτε οἱ γονεῖς του, γιὰ νὰ γεννηθῆ τυφλὸς ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνουν φανερὰ στὴν περίπτωσή του τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Ἐγὼ πρέπει νὰ ἐκτελῶ τὰ ἔργα ἐκείνου ποὺ μὲ ἔστειλε, ὅσο εἶναι μέρα. Ἔρχεται νύχτα, ὁπότε κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἐργασθῆ. Ὅσο βρίσκομαι στὸν κόσμο, «εἶμαι τὸ κόσμου τὸ φῶς». Αὐτὸ ἀποτελεῖ δεύτερη ἀπορία. Θὰ ρωτοῦσε κανένας, πῶς τὸ εἶπε αὐτό; Ἀδικήθηκε ὁ ἄνθρωπος μὲ στέρηση τοῦ φωτὸς «γιὰ νὰ γίνουν φανερὰ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ»; Δὲν μποροῦσε νὰ φανερωθοῦν μ’ ἄλλο τρόπο; Σὲ τὶ ἀδικήθηκες; στερήθηκα τὸ φῶς, ἀπαντᾶ καὶ τί βλάβη προέρχεται ἀπ’ τὴ στέρηση τοῦ αἰσθητοῦ φωτός; τὸ ἀντίθετο, ἔχει εὐεργετηθῆ. Γιατὶ μαζὶ μὲ τὰ σωματικὰ μάτια φωτίστηκαν καὶ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς· ὥστε ἡ ἀναπηρία τὸν ὠφέλησε, ἀφοῦ μὲ τὴ θεραπεία γνώρισε τὸν ἀληθινὸ Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Δὲν ἀδικήθηκε λοιπὸν ὁ τυφλὸς ἀλλὰ ἔχει εὐεργετηθῆ. Ἔπειτα κάθε μελετητὴς τῶν θείων ἄς γνωρίζη ὅτι τὸ «ἵνα» καὶ «ὅπως» πολλὲς φορὲς στὴ Γραφὴ δὲν ἀπαντοῦν αἰτιολογικὰ ἀλλὰ ἀποτελεσματικά. Παράδειγμα τὸ χωρίο τοῦ Δαυίδ «ὅπως ἄν δικαιωθῆς ἐν τοῖς λόγοις σου» (Μέ ἀποτέλεσμα νὰ δικαιωθῆς στοὺς λόγους σου). Δὲν ἁμάρτησε ὁ Δαυίδ μὲ σκοπὸ νὰ δικαιωθῆ ὁ Θεός, ἀλλὰ αὐτὸ ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα. Μὲ τὴν ἁμαρτία τοῦ Δαυίδ πραγματοποιεῖται ἡ δικαίωση τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τόσα ὅσα δὲν ἦταν ἄξιος νὰ λάβη κι αὐτὸς ἐπάτησε τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ κοντὰ στὴ μοιχεία διέπραξε φόνο καὶ ἔκαμε χρήση τῆς βασιλείας του ἀθετῶντας τὸ Θεό, τί ἄλλο ἀκολουθεῖ σὰν ἀποτέλεσμα παρὰ νὰ δικαιωθῆ ὁ Θεός στὴν κρίση του καὶ τὸ διάλογο πρὸς τὸν Δαυίδ καὶ νὰ πάρη τὴ νικῶσα ψῆφο καὶ νὰ καταδικασθῆ ὁ βασιλεύς; Γιατὶ ἐκείνου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔλαβε τὴ βασιλεία, τοὺς νόμους ἀψήφησε ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἦταν βασιλεύς. Γιατὶ ἄν ἦταν ἰδιώτης δὲ θὰ μποροῦσε τόσο εὔκολα νὰ διαπράξη δύο τέτοια μεγάλα κακουργήματα. Καταλαβαίνεις ὅτι τὸ «ὅπως ἄν δικαιωθῆς» δὲν ἔχει σημασία αἰτιολογική (τελικοῦ αἰτίου) ἀλλὰ ἀποτελεσματική. Ἄπειρα παρόμοια συνατοῦμε καὶ στὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὅπως τὸ χωρίο τῆς ἐπιστολῆς πρὸς Ρωμαίους. «Γιατὶ ἡ γνώση του Θεοῦ εἶναι ἀποδεδειγμένη στοὺς Ἕλληνες ὥστε νὰ εἶναι ἀναπολόγητοι». Δὲν ἔδωσε βέβαια ὁ Θεὸς στοὺς Ἕλληνες τὴ γνώση μὲ τὸ σκοπὸ νὰ εἶναι ἀναπολόγητοι στὰ σφάλματά τους. Τοὺς τὴν ἔδωσε γιὰ νὰ μὴ σφάλουν· κι ἔπειτα ἀφοῦ ἔσφαλαν, ἡ γνώση εἶχε σὰν ἀποτέλεσμα τὴν ἀδυναμία τῆς ἀπολογίας. Καὶ τὸ ἄλλο χωρίο. «Ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ νόμου ἔγινε γιὰ νὰ περισσέψη ἡ καταδίκη». Δὲν ἔγινε βέβαια γι’ αὐτὸ ἀλλὰ μᾶλλον γιὰ νὰ σταματήση ἡ ἁμαρτία. Κι ἐπειδὴ δὲ θέλησαν ἐκεῖνοι ποὺ δέχτηκαν τὸ νόμον νὰ τὴ σταματήσουν, ὁ νόμος ἔγινε αἰτία νὰ περισέψη ἡ ἁμαρτία. Γιατὶ περισσότεροι καὶ βαθύτερη γι’ αὐτοὺς λογαριάστηκε ἡ ἁμαρτία, ἐπειδὴ ἁμάρταναν μόλο ποὺ εἶχαν τὸ νόμο. Ἔτσι κι ἐδῶ ἡ φράση «ἵνα φανερωθῆ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ» δὲν ἔχει νόημα αἰτιολογικὸ ἀλλὰ ἀποτελεσματικό. Σὰν ἀποτέλεσμα τῆς θεραπείας του τυφλοῦ προέκυψε ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι κι ὁ οἰκοδόμος πολλὲς φορὲς ἄλλα μέρη τῆς οἰκοδομῆς τὰ τελειώνει κι ἄλλα τ’ ἀφήνει ἀτελειοποίητα. Κι ἔτσι, ἄν κάποτε δυσπιστήση κάποιος ὅτι δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ δημιούργησε τὸ τέλειο, κατασκευάζοντας κι ἐκεῖνο τὸ ἀτελείωτο, μπορεῖ ν’ ἀποδείξη ὅτι αὐτὸς εἶναι καὶ τοῦ τελειωμένου τεχνίτης. Ὅμοια καὶ ὁ Θεός μας Ἰησοῦς θεραπεύοντας τὰ ἀνάπηρα μέλη μας καὶ ἀποκαθιστῶντας τὴν ὑγεία τους ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι ὁ δημιουργὸς καὶ τῶν ἄλλων μελῶν μας. Κι ὅταν εἶπε «γιὰ νὰ φανερωθῆ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ» μίλησε γιὰ τὸν ἑαυτό του κι ὄχι γιὰ τὸν Πατέρα. Γιατὶ ἡ δόξα ἐκείνου ἦταν φανερή, ἐνῶ ἔπρεπε νὰ φανερωθῆ κι ἡ δική του κι ἀκόμη ὅτι αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ εἶχε πλάσει τὸν ἄνθρωπο. Κι ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι μικρὴ δόξα νὰ ἀποδειχθῆ ὅτι αὐτὸς ποὺ παρουσιάστηκε σὰν ἄνθρωπος τώρα, ἔχει δημιουργήσει τὸν ἄνθρωπο, Θεὸς στὴν ἀρχή. Ὅτι αὐτὸ τὸ λέει γιὰ τὸν ἑαυτό του ἄσκουσε τὰ παρακάτω. Προσθέτει «Ἐγὼ πρέπει νὰ πραγματοποιῶ τὰ ἔργα ἐκείνου ποὺ μ’ ἔστειλε». Ἐγὼ πρέπει νὰ φανερώσω, λέει, τὸν ἑαυτὸ μου καὶ νὰ κάνω ἔργα, ποὺ ν’ ἀποδείξουν ὅτι κάνω τὰ ἴδια μὲ τὸν Πατέρα. Πρόσεξε ὅτι δὲν εἶπε τέτοια ἔργα ποὺ κάνει ὁ Πατέρας πρέπει νὰ παραγματοποιῶ κι ἐγώ. Ἀλλὰ ἐκεῖνα ποὺ κάνει ὁ Πατέρας. Πρέπει, λέγει, νὰ πραγματοποιῶ ἐκεῖνα τὰ ἴδια ἔργα ποὺ κάνει ἐκεῖνος ποὺ μ’ ἔστειλε κι αὐτὰ πρέπει καὶ νὰ ἐκτελῶ «ὅσο εἶναι ἡμέρα» δηλαδὴ ὅσο διαρκεῖ αὐτὴ ἡ ζωὴ καὶ μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ πιστεύουν σὲ μένα. Γιατὶ ἔρχεται νύχτα, ὁπότε κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἐργασθῆ, δηλαδὴ νὰ πιστέψη. Ἔργο ὀνομάζει τὴν πίστη. Στὴ μέλλουσα ζωὴ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ πιστέψει. Ἡ μέρα εἶναι ἡ παροῦσα ζωή; γιατὶ μποροῦμε νὰ ἐργασθοῦμε ὅπως ὅταν εἶναι ἡμέρα (Ὁ Παῦλος ὅμως τὴ ζωὴ αὐτὴ τὴν ἀποκαλεῖ νύχτα γιατὶ ἐδῶ ἁγνοοῦνται ποιοὶ πράττουν τὴν ἀρετὴ καὶ ποιοὶ τὴν κακία. Κι ἀκόμα γιατὶ συγκρίνει μ’ αὐτὴ τὸ φῶς ποὺ μέλλει νὰ περιλάμψη τοὺς δικαίους). Νύχτα εἶναι ἡ μέλλουσα ζωή, γιατὶ ἐκεὶ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἐργασθῆ (Αὐτὴν ὁ Παῦλος τὴν ἀποκαλεῖ ἡμέρα γιὰ τὴ λαμπρότητα τῶν δικαίων καὶ τὴν παρουσίαση τῶν πράξεων τοῦ καθενός). Στὴ μέλλουσα ζωὴ λοιπὸν δὲν ὑπάρχει πίστη ἀλλὰ θέλοντας μὴ θέλοντας θὰ ὑπακούσουν ὅλοι «Ὅταν λοιπὸν βρίσκωμαι στὸν κόσμο, εἶμαι φῶς τοῦ κόσμου». Γιατὶ μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὰ θαύματα φωτίζω τὶς ψυχές. Ὥστε πρέπει καὶ τώρα νὰ φωτίσω τὶς ψυχὲς πολλῶν θεραπεύοντας τὸν τυφλό καὶ φωτίζοντας τὶς κόρες τῶν ματιῶν. Ἀφοῦ εἶμαι φῶς πρέπει νὰ φωτίζω καὶ αἰσθητὰ καὶ πνευματικά.
«Αὐτὰ ἀφοῦ εἶπε ἔφτυσε, ἔκαμε πηλὸ ἀπὸ τὸ φτύμα κι ἀλείβοντας τὸν πηλὸ στὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ τοῦ εἶπε· πήγαινε καὶ πλύσου στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, ποὺ θὰ πῆ ἀπεσταλμένος. Ἔφυγε, πλύθηκε κι ἦρθε βλέποντας».
Ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς δὲν ἔμεινε στὰ λόγια ἀλλὰ ἔφερε σὰν συμπλήρωμα καὶ τὸ ἔργο. Ἔφτυσε κάτω, καὶ ἀφοῦ ἔκαμε πηλό, ἅλλειψε τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ. Ἔδειξε μὲ τὸν πηλό ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ποὺ ἔπλασε ἀπὸ πηλὸ τὸν Ἀδάμ. Γιατὶ τὸ νὰ πῆ ὅτι «Ἐγὼ εἶμαι ποὺ ἔπλασα τὸν Ἀδάμ» φαινόταν δύσκολο στοὺς ἀκροατάς του. Φανερωμένο μὲ τὰ ἔργα δὲ χτυποῦσε πιά. Γι’ αὐτὸ δημιουργεῖ τὰ μάτια, ἀπὸ πηλὸ μὲ τὸν ἴδιο δημιουργικὸ τρόπο ποὺ δημιούργησε καὶ τὸν Ἀδάμ. Καὶ δὲν ἔπλασε μονάχα τὰ μάτια, οὔτε τ’ ἄνοιξε μόνο, ἀλλὰ τοὺς χάρισε τὴν ὅραση. Αὐτὸ εἶναι τεκμήριο ὅτι ἐμφύσησε στὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν ψυχή. Γιατί, ἄν αὐτὴ δὲ λειτουργῆ, κι ἄν ἀκόμα τὸ μάτι εἶναι συγκροτημένο, ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ δῆ. Ἀλλὰ χρησιμοποίησε τὸ φτύμα γιὰ νὰ ξαναβρεθῆ τὸ φῶς. Αὐτὸ ἐπειδὴ ἦταν νὰ τὸν στείλη στὸ Σιλωάμ, γιὰ νὰ μὴν καταλογιστῆ τὸ θαῦμα στὴν δύναμιν τοῦ νεροῦ ἀλλὰ νὰ μάθωμε ὅτι ἡ δύναμη ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα του καὶ διαμόρφωσε καὶ τοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια. Γι’ αὐτὸ ἔφτυσε κάτω κι ἔκαμε πηλό. Καὶ πάλι γιὰ νὰ μὴ νομίσης ὅτι τὸ θαῦμα ἦταν τῆς γῆς τοῦ λέει νὰ νιφτῆ γιὰ ν’ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὸν πηλό. Μερικοὶ ἔχουν τὴ γνώμη ὅτι δὲν ἔβγαλε τὸν πηλὸ ἀλλὰ μεταβλήθηκε σὲ μάτια καὶ τοῦ λέει νὰ πάη στὸ Σιλωὰμ γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους. Πρῶτα γιὰ νὰ δοῦμε τὴν πίστη τοῦ τυφλοῦ καὶ πὼς ἦταν ὑπάκουος. Δὲ σκέφτηκε ἄν ἦταν ὁ πηλὸς ὅλο κι ὅλο καὶ τὸ φτύμα ποὺ τοῦ ἔδωσε τὰ μάτια, τί τοῦ χρειαζόταν ὁ Σιλωάμ ἤ τὸ νίψιμο; Ἀλλὰ ὑπάκουσε σ’ αὐτὸν ποὺ τὸν διέταξε. Κι ἔπειτα γιὰ νὰ ἀποστομώση τοὺς ἀχαρίστους Ἰουδαίους . Γιατὶ εἶναι φυσικὸ ὅτι τὸν εἶδαν πολλοὶ νὰ ἁλείφη στὰ μάτια τὸν πηλὸ καὶ θὰ παρακολουθοῦσαν μὲ προσοχή, γιὰ νὰ μὴ μποροῦν νὰ ποῦν ὕστερα αὐτὸς εἶναι καὶ δὲν εἶναι αὐτός. Καὶ τρίτο, παρουσιάζεται ὅτι δὲν ἦταν ἐχθρὸς τοῦ Νόμου καὶ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀφοῦ, ἔστειλε στὸ Σιλωάμ. Καὶ γιατὶ ὁ Εὐαγγελιστὴς πρόσθεσε καὶ τὴν ἐξήγηση τοῦ Σιλωάμ; Γιὰ νὰ μάθωμε ὅτι κι ἐκεῖ ὁ Χριστὸς ἦταν ποὺ τὸν ἐθεράπευσε, καὶ ὅτι ὁ Σιλωάμ εἶναι τύπος τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως ὁ Χριστὸς εἶναι πνευματικὴ πέτρα, ἔτσι κι ὁ Σιλωάμ εἶναι πνευματικός. Καὶ καθὼς ὁ χείμαρρος αὐτὸς τοῦ Σιλωάμ ἔμοιαζε μ’ ἕνα φοβερὸ ρεῦμα, ἔτσι κι ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου, κρυφὴ καὶ ἄγνωστη στοὺς ἀγγέλους ὄλη τὴν ἁμαρτία κατακλύζει μὲ τὴ δύναμή της.
«Οἱ γείτονες ποὺ τὸν ἔβλεπαν ἀπὸ πρῶτα ὅτι ἦταν τυφλὸς ἔλεγαν· δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ καθισμένος ζητιάνευε; Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι αὐτὸς εἶναι· κι ἄλλοι πὼς εἶναι κάποιος ποὺ τοῦ μοιάζει. Κι ἐκεῖνος ἔλεγε ὅτι ἐγὼ εἶμαι. Πῶς λοιπὸν ἄνοιξαν τὰ μάτια σου; τοῦ παρατηροῦσαν. Κι αὐτὸς ἀποκρίθηκε. Κάποιος λεγόμενος Ἰησοῦς ἔκαμε πηλό, μοῦ ἔλειψε τὰ μάτια καὶ μοῦ εἶπε: Πήγαινε νίψου στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Πῆγα κι ἀφοῦ νίφτηκα ξαναεῖδα». Ξαφνιασμένοι ἀπὸ τὸ παράδοξο θαῦμα οἱ γείτονες δυσπιστοῦσαν. Κι ὅμως εἶχε ἔρθει στοῦ Σιλωὰμ μὲ ἀλειμμένα μὲ πηλὸ τὰ μάτια, γιὰ νὰ τὸν δοῦνε πολλοὶ καὶ νὰ μὴν ἀρνοῦνται ἔπειτα, ἐπειδὴ τάχα δὲν ἤξεραν. Ἀπιστοῦν ὅμως ἀκόμη. Καὶ δὲ σημειώνει τυχαῖα ὁ Εὑαγγελιστὴς ὅτι ἦταν ἐπαίτης, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξη τὴν ἀνείπωτη φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου, πῶς συγκατέβαινε ὡς τοὺς ἀσήμαντους τῆς ζωῆς, ὥστε μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον νὰ θεραπεύη καὶ τοὺς ζητιάνους καὶ νὰ μάθωμε καὶ μεῖς νὰ μὴν καταφρονοῦμε τοὺς ἐλαχίστους. Κι ὁ τυφλὸς χωρὶς νὰ ντρέπεται οὔτε γιὰ τὴν πορηγούμενη ἀναπηρία του, οὔτε τὸ λαὸ νὰ φοβᾶται ὀμολογεῖ, ὅτι «ἐγὼ εἶμαι» διαλαλῶντας τὸν εὐεργέτη του· Ἕνας ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς. Ὀνομάζει ἄνθρωπο τὸν Κύριο, γιατὶ τίποτε ὡς τότε δὲν ἤξερε γι’ αὐτόν. Αὑτὸ ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγο ἔμαθε, αὐτὸ ὁμολογεῖ. Καὶ πῶς ἤξερε, ὅτι εἶναι ὁ Ἰησοῦς; Ἀπὸ τὴ συνομιλία μὲ τοὺς μαθητάς. Ρώτησαν οἱ μαθηταὶ τὸν Κύριο γι’ αὐτὸν κι αὐτὸς παρέτεινε τὸ λόγο του. «Ὅτι πρέπει νὰ πραγματοποιῶ τὰ ἔργα ἐκείνου ποὺ μ’ ἔστειλε κι ὅτι εἶμαι φῶς τοῦ κόσμου». Τέτοια κανένας ἄλλος δὲν ἐδίδασκε παρὰ μονάχα ὁ Ἰησοῦς καὶ αὐτὰ τὰ ἔλεγε συχνά. Ἀπ’ αὐτὰ κατάλαβε ὁ τυφλὸς ὅτι εἶναι ὁ Ἰησοῦς. Τὸ ὅτι ἔκανε πηλὸ καὶ τοῦ ἄλειψε τὰ μάτια τὸ κατάλαβε ἀπὸ τὸ ἄγγιμα. Τὸ ὅτι ὅμως ἔφτυσε δὲν τὸ ἤξερε ἀκόμα, γιατὶ δὲν τὸ εἶχε δεῖ. Αὐτὸ ποὺ δὲν εἶχε ἀντιληφθῆ, οὔτε τὸ προσθέτει· ἔλεγε τὴν ἀλήθεια ὁ ἄνθρωπος.
«Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος; τὸν ρώτησαν. Δὲν ξέρω, τοὺς λέει. Τὸν δείχνουν στοὺς Φαρισαίους αὐτὸν ποὺ ἦταν κάποτε τυφλός. Ἦταν Σάββατο τότε ποὺ ὁ Ἰησοῦς ἔκαμε τὸν πηλὸ καὶ τοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια. Τὸν ξαναρώτησαν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ξαναβρῆκε τὸ φῶς του. Καὶ τοὺς εἶπε· ἔβαλε πηλὸ στὰ μάτια μου, νίφτηκα καὶ βλέπω. Μερικοὶ Φαρισαῖοι ἔλεγαν ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔρχεται ἀπὸ τὸ Θεὸ, γιατὶ δὲν κρατεῖ τὸ Σάββατο. Κι ἄλλοι ἔλεγαν, πῶς μπορεῖ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος νὰ κάμη τέτοια σημαντικὰ πράγματα; Χωρίστηκαν μεταξύ τους». Ἐπειδὴ ὁ Κύριος, ὅταν ἔκανε θεραπεῖες καὶ θαύματα, συνήθιζε νὰ διαφεύγη ἀπὸ τὸ πλῆθος, γιατὶ δὲν ἤθελε νὰ κομπάζη, ὅταν ρώτησαν τὸν τυφλὸ «ποὺ εἶναι ἐκεῖνος;» ἀπάντησε δὲν ξέρω. Κι εἶπε τότε τὴν ἀλήθεια. Τὸν ὁδηγοῦν στοὺς Φαρισαίους, γιὰ νὰ τοῦ γίνουν περισσότερες καὶ δυσκολώτερες ἐρωτήσεις. Ὁ Εὐαγγελιστὴς σημειώνει, «ἦταν Σάββατο», γιὰ νὰ φανερώση τὴν πονηρία τους, ὅτι ἔβρισκαν προφάσεις γιὰ νὰ ὑποτιμήσουν τὸ Χριστὸ καὶ ὅτι τὸν κατηγοροῦσαν γιὰ τὴν παράβαση τοῦ Σαββάτου κι ὅτι προσπαθοῦσαν νὰ ξεχαστῆ τὸ θαῦμα. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τὸν ρώτησαν πῶς βρῆκες τὸ φῶς σου ἀλλὰ πῶς σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια; Ἐκτοξεύοντας στὸν Κύριον ἀποκλειστικὰ τὴν διαβολὴ ὅτι τάχα ἐργάστηκε τὸ Σάββατο τὸν πηλό. Κι αὐτὸς σὰ νὰ μιλοῦσε σ’ ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν ἤδη ἀκούσει, δὲν ἀναφέρει οὐτε τ’ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, οὔτε τί τοῦ εἶπε ὁ Κύριος παρὰ μόνο ὅτι «ἔβαλε στὰ μάτια μου πηλό, νίφτηκα καὶ βλέπω». Γιατὶ ἦταν φυσικὸ ὅτι οἱ Φαρισαῖοι θὰ εἶχαν ἀκούσει πιὸ μπροστὰ κι ἀπὸ κείνους ποὺ εἶχαν ὁδηγήσει τὸν τυφλό, σ’ αὐτοὺς καὶ εἶχαν ἴσως διατυπώσει τὴ διαβολὴ κατὰ τοῦ Κυρίου. «Κοιτάξτε τί κάνει τὸ Σάββατο ὁ Ἰησοῦς». Ἀξίζει νὰ προσέξωμε τὸ θάρρος τοῦ τυφλοῦ, πῶς μιλᾶ χωρὶς νὰ ξαφνιαστῆ μὲ τοὺς Φαρισαίους. Αὐτοὶ τὸν ἔφεραν γιὰ νὰ τρομάξη καὶ ν’ ἀρνηθῆ τὴ θεραπεία του. Κι αὐτὸς πιό δυνατά φωνάζει «Βλέπω». Μερικοὶ Φαρισαῖοι ἔλεγαν -ὄχι ὅλοι, οἱ πιὸ θρασεῖς- αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ Θεό. Κι ἄλλοι ἔλεγαν πῶς μπορεῖ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος νὰ κάμη τέτοια μεγάλα; Βλέπεις ὅτι οἱ πολλοὶ μαλακώνουν ἀπὸ τὸ θαῦμα. Εἶναι Φαρισαῖοι κι ἄρχοντες· τοὺς συγκλονίζει ὅμως τὸ θαῦμα καὶ τὸ ὑπερασπίζουν. Χωρίστηκαν μεταξύ τους. Αὐτὴ ἡ διαίρεση πρῶτα γεννήθηκε στὸ λαό. Ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι ἐξαπατᾶ τὸ λαό, καὶ ἄλλοι ὄχι. Τώρα παρουσιάζεται κι ἀνάμεσα στοὺς ἄρχοντες καὶ βλέπομε πολλοὺς Φαρισαίους νὰ χωρίζονται ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ ὑπερασπίζουν τὸ θαῦμα. Μόλο ποὺ χωρίστηκαν ὅμως, ἡ ἔνστασή τους γιὰ τὸ Χριστὸ ἦταν ἄτονη δὲν εἶχαν βεβαιότητα, ἀμφέβαλλαν μᾶλλον καὶ διχογνωμοῦσαν. Πῶς μπορεῖ, εἶπαν, ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος νὰ κάμη τέτοια; Αὐτὴ δὲν εἶναι μία ἄτονη ἔνστανση; Προσέξετε καὶ τὴν κακότητα ἐκείνων ποὺ ἔκαμαν τὴ διαβολή. Δὲν λένε ὅτι αὐτὸς δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ Θεό, ἐπειδὴ θεραπεύει τὸ Σάββατο, ἀλλὰ ὅτι δὲν κρατεῖ τὸ Σάββατο, προβάλλοντας μὲ σκόπιμη ἀντιστροφὴ ὄχι τὴν εὐεργεσία ἀλλὰ τὴν παράβαση τῆς ἡμέρας. Προσέξετε καὶ τοῦτο· οἱ ἄρχοντες εἶναι πιὸ διστακτικοὶ στὸ καλὸ ἀπὸ ὅ,τι τὸ πλῆθος. Τὸ πλῆθος προηγήθηκε στὴ διχογνωμία καὶ δὲν συμφωνοῦσαν ὅλοι κατὰ τοῦ Χριστοῦ· οἱ ἄρχοντες ἔπαθαν ἀργότερα τὴν ἐπαινετὴ αὐτὴ διαίρεση. Γιατὶ ὑπάρχει καὶ καλὸ σχίμα· ὅπως λέει ὁ Κύριος· «Ἦρθα νὰ φέρω μαχαίρι στὴ γῆ», τὴ διαίρεση ποὺ ὁδηγεῖ στὸ καλὸ ὁπωσδήποτε καὶ τὴν εὐσέβεια.
Εἶπαν ξανὰ στὸν τυφλό· Σὺ τί ἔχεις νὰ πῆς γιὰ τὸ ὅτι σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια; Κι αὐτὸς εἶπε, ὅτι εἶναι προφήτης. Δὲν πίστεψαν ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι ὅτι ἦταν τυφλὸς καὶ βρῆκε τὸ φῶς του, ὥσπου φώναξαν τοὺς γονεὶς του καὶ τοὺς ρώτησαν· τοῦτος εἶναι ὁ γιός σας ποὺ λέτε ὅτι γεννήθηκε τυφλός; Πῶς τώρα βλέπει; Ποιοὶ ἦσαν αὐτοὶ ποὺ ρώτησαν τὸν τυφλό· σὺ τί ἔχεις νὰ πῆς γι’ αὐτό; Ἦσαν ἀπὸ τὴν μερίδα τῶν καλοδιάθετων. Εἶχαν παρατηρήσει, πῶς μπορεῖ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος νὰ κάμη τέτοια; Γιὰ νὰ μὴ φανῆ ὅτι συνηγοροῦσαν μάταια, φέρνουν σὰν μάρτυρα τὸν ἴδιο ποὺ εὐεργετήθηκε κι εἶχε νιώσει τὴ δύναμη, γιὰ νὰ ἀποστομώση τοὺς συκοφάντες. Πρόσεξε πόσα καλόβολα ρωτοῦν. Δὲν τοῦ εἶπαν· Τί ἔχεις νὰ πῆς ἐσὺ γιὰ τὸ ὅτι ἔκαμε τὸν πηλό; Καὶ ὅτι δὲν ἐκράτησε τὸ Σάββατο; Ἀλλὰ ἀναφέρουν τὸ θαῦμα, ὅτι σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια. Καὶ μόνο δὲν παρακινοῦν· κι αὐτὸν ποὺ θεραπεύτηκε νὰ κάμη τὴ συνηγορία ποὺ ἔπρεπε γιὰ τὸ Χριστό. Τοῦ κάνουν ὑπομνήσεις καὶ τὸν ἐρεθίζουν. «Σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια». Σ’ εὐεργέτησε, τοῦ λένε, ὥστε χρωστᾶς νὰ μιλήσης γι’ αὐτόν. Γι’ αὐτὸ κι ὁ τυφλὸς ὁμολογεῖ αὐτὸ ποὺ μποροῦσε ὅτι «Δὲν εἶναι ἁμαρτωλὸς ἀλλὰ ἀπὸ τὸ Θεό». Εἶναι προφήτης. Κι ἄς λένε ἄλλοι ὅτι δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ Θεό, γιατὶ δὲν κρατᾶ τὸ Σάββατο. Νόμιζαν ὅτι ὁ Χριστὸς καταπατοῦσε τὸ Σάββατο ἐπειδὴ μὲ τὸ ἕνα δάχτυλο ἅλειψε τὸ πηλό. Αὐτοὶ ποὺ μὲ ὅλο τὸ χέρι τους ἔλυναν τὸ Σάββατο τὰ ζῶα τους γιὰ νὰ τὰ ποτίσουν, νόμιζαν πῶς ἦσαν εὐσεβεῖς. Φωνάζουν λοιπόν οἱ σκληροί καὶ ἀνυπάκουοι τοὺς γονεῖς, θέλοντας νὰ τοὺς βάλουν σὲ ἀμηχανία κι ἔτσι νὰ τοὺς κάνουν ν’ ἀρνηθοῦν τὴν ἀναπηρία τοῦ παιδιοῦ τους. Ἐπειδὴ ἐκεῖνοι δὲν μπόρεσαν νὰ κλείσουν τὸ στόμα ποὺ εὐγνωμονεῖ, φοβερίζουν τοὺς γονεῖς, περιμένοντας ὅτι ἔτσι θὰ χτυπήσουν τὸ θαῦμα. Τοὺς βάζουν στὴ μέση μὲ πολὺ θυμό τοὺς ἐρωτοῦν, καλύτερα, μὲ πολλὴ κακότητα. Δὲν τοὺς εἶπαν «τοῦτος εἶναι ὁ γιός σας ποὺ ἦταν τυφλός;» ἀλλὰ «αὐτὸς ποὺ σεῖς λέγατε». Μόνο ποὺ δὲν εἶπαν, αὐτὸς ποὺ σεῖς τὸν κάνατε τυφλό, καὶ διαλαλήσατε τὸ λόγο παντοῦ, διαδίδοντας πλαστὰ καὶ ψεύτικα πράγματα. Ὦ μιαροὶ Φαρισαῖοι! Ποιὸς πατέρας μποροῦσε νὰ πῆ τέτοια ψέματα γιὰ τὸ παιδί του; Μὲ τὰ δύο τοῦτα τοὺς στενοχωροῦν καὶ τοὺς πιέζουν, ν’ ἀρνηθοῦν τὸ γιό τους μὲ τὴ φράση «αὐτὸς ποὺ σεῖς λέγατε» καὶ μὲ τὴν ἄλλη «πῶς λοιπὸν τώρα βλέπει». Βλέπεις ὅτι σὰν ἀπόδειξη, τῆς πρώτης ψευτιᾶς τους, ὅτι τὸ παιδὶ εἶναι τυφλό, προσκομίζουν τὸ γεγονὸς ὅτι ἔπειτα αὐτὸς βλέπει. Ἤ τοῦτο εἶναι ψέμα, ὅτι τώρα βλέπει, ἤ ἐκεῖνο, ὅτι ἦταν τυφλός. Ὅμως τὸ πρῶτο εἶναι ἀληθινό, γιατὶ βλέπει· εἶναι ψέμα ἑπομένως αὐτὸ ποὺ διαδώσατε, ὅτι ἦταν πρῶτα τυφλός.
Τοῦ ἀπάντησαν οἱ γονεῖς του· Ξέρομε ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ γιὸς μας καὶ ὅτι γεννήθηκε τυφλός, πῶς ὅμως τώρα βλέπει, δὲν ξέρομε, οὔτε ξέρομε ποιός τοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια. Ὁ ἴδιος εἶναι ἀρκετὰ μεγάλος καὶ ρωτῆστε τον. Ἄς μιλήση ὁ ἴδιος γιὰ τὸν ἑαυτὸ του. Αὐτὰ εἶπαν οἱ γονεῖς του γιατὶ φοβοῦνταν τοὺς Ἰουδαίους. Γιατὶ εἶχαν ἤδη συμφωνήσει οἱ Ἰουδαῖοι, ἄν κάποιος ὁμολογήση ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ Χριστὸς νὰ γίνη ἀποσυνάγωγος. Γι’ αὐτὸ οἱ γονεῖς του εἶπαν· Ὁ ἴδιος εἶναι ἀρκετὰ μεγάλος καὶ ρωτῆστε τον. Τρεῖς ἐρωτήσεις ἀπηύθυναν οἱ Φαρισαῖοι στοὺς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ, ἄν ἦταν γιὸς τους, ἄν γεννήθηκε τυφλὸς καὶ πῶς βρήκε τὸ φῶς του. Κι ἐκεῖνοι ἀπαντοῦν στὰ δύο ὅτι εἶναι γιός τους κι ὅτι γεννήθηκε τυφλός. Δὲν προσθέτουν καὶ τὸν τρόπο τῆς θεραπείας, γιατὶ δὲν τὸν ξέρουν. Καὶ τοῦτο ὅμως γίνεται γιὰ νὰ ὁμολογηθῆ πιὸ βέβαια ἡ ἀλήθεια. Μαρτυρεῖ γι’ αὐτὸ ὁ ἴδιος ποὺ δέχτηκε τὴν εὐεργεσία καὶ εἶναι καὶ πιὸ ἀξιόπιστος. Τὸ λένε κι οἰ γονεῖς του. Εἶναι ἀρκετὰ μεγάλος ὁ ἴδιος. Μήπως εἶναι νήπιο ἤ ἀνώριμος, ὥστε νὰ μὴν καταλαβαίνη πῶς ἔχει θεραπευτῆ; Τέτοια εἶπαν οἱ γονεῖς του, ἐπειδὴ φοβοῦνταν τοὺς Φαρισαίους. Τόσο ἀνώριμοι ἦσαν ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὸ παιδὶ χειρότεροι. Αὐτὸς στέκεται μάρτυρας τῆς ἀλήθειας ἀτρόμητος. Ἔτσι δέχτηκε φῶς καὶ στὰ μάτια τῆς ψυχῆς.
Φώναξαν γιὰ δεύτερη φορὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἦταν τυφλὸς καὶ τοῦ εἶπαν· Δόξασε τὸ Θεό. Ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ἁμαρτωλός. Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε· Ἄν εἶναι ἁμαρτωλὸς δὲν γνωρίζω. Ἕνα γνωρίζω ὅτι βλέπω ἐνῶ ἥμουν τυφλός. Τοῦ ξαναεῖπαν· τί σοῦ ἔκανε; πῶς σοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια; Τοὺς ἀπάντησε· Σᾶς τὸ εἶπα κιόλας καὶ δὲν τὸ ἀκούσατε· γιατὶ θέλετε νὰ τὸ ἀκούσετε πάλι; Μήπως θέλετε νὰ γίνετε καὶ σεῖς μαθηταί του; Τὸν μάλλωσαν καὶ τοῦ εἶπαν· Σὺ εἶσαι μαθητὴς ἐκείνου· ἐμεῖς εἴμαστε μαθηταὶ τοῦ Μωυσῆ. Ἐμεῖς ξέρομε ὅτι ὁ Θεὸς μίλησε στὸ Μωυσῆ, αὐτὸς δὲν ξέρομε ἀπὸ ποῦ εἶναι. Ἐπειδὴ οἱ γονεῖς ὑπέδειξαν ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐρωτηθῆ ὁ γιός τους αὐτὸ κάνουν οἱ κακόβουλοι· τὸν φέρνουν λοιπὸν ὄχι γιὰ νὰ τὸν ρωτήσουν ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν ὑποβάλουν, ὥστε νὰ κατηγορήσει τὸ θεραπευτή του. Γιατὶ ἐκεῖνο τὸ «δόξασε τὸ Θεό» αὐτὸ σημαίνει. Ὁμολόγησε ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν μοῦ ἔκανε τίποτε (αὐτὸ δόξα Θεοῦ· νὰ μὴ μαρτυρηθῆ κανένα καλὸ γιὰ τὸν Ἰησοῦ). Ἐμεῖς γνωρίζομε ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, πῶς λοιπὸν δὲν τὸν ἐξετάζετε ὅταν σᾶς προκαλοῦσε λέγοντας, ποιὸς ἀπὸ σᾶς μὲ ἐξετάζει γιὰ ἁμαρτία; Κι ὁ τυφλὸς λέει· ἄν εἶναι ἁμαρτωλὸς δὲν τὸ γνωρίζω, δηλαδὴ δὲν τὸ ἐξετάζω τώρα οὔτε ἔχω γνώμη. Γνωρίζω ὅμως φανερὰ ὅτι ἔκαμε σὲ μένα θαῦμα. Ἄς ἐξετάση καθένας τὴν πραγματικότητα κι ἄς ρίξη τὴν ψῆφο του. Κι ἔπειτα πάλι τὸν ρωτοῦσαν «τί σοῦ ἔκανε» θέλοντας νὰ κατηγορήσουν τὸ Σωτῆρα, ἐπειδὴ ἅλειψε τὸν πηλὸ. Κατάλαβε ὁ ἄνθρωπος ὅτι ρωτοῦσαν ὄχι γιὰ νὰ μάθουν ἀλλὰ γιὰ νὰ κατηγορήσουν καὶ τοὺς ἀπαντοῦσε πιὸ προκλητικά. «Μήτε νὰ σᾶς μιλήσω πιὰ δὲν σᾶς ἔχω ἄξιους. Πολλὲς φορὲς σᾶς εἶπα καὶ δὲν προσέξατε». Καὶ προσθέτει αὐτὸ ποὺ περισσότερο μπορεῖ νὰ τοὺς ἐρεθίση· Μήπως θέλετε νὰ γίνετε καὶ σεῖς μαθηταί του; Φανερώνει ὅτι αὐτὸς θέλει νὰ εἶναι μαθητής του. Τοὺς περιπαίζει καὶ τοὺς διακωμωδεῖ -ἤρεμα μιλῶντας- αὐτὸς ποὺ διαθέτει φρόνημα θαρραλέο καὶ ἄφοβο, ποὺ δὲν δειλιάζει γιὰ τὴ μανία τους. Ἔκεῖνοι τοῦ λένε ὑβριστικά· Σὺ εἶσαι μαθητὴς ἐκείνου· ἐμεῖς εἴμαστε μαθηταὶ τοῦ Μωυσῆ. Σ’ αὐτὸ ψεύδονται φανερά. Ἄν ἦσαν μαθηταὶ τοῦ Μωυσῆ θὰ ἦσαν καὶ τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως τοὺς ἔλεγε ὁ ἴδιος. «Ἄν πιστεύατε στὸ Μωυσῆ, θὰ πιστεύατε καὶ σ’ ἐμένα» καὶ δὲν εἶπαν ὅτι «ἐμεῖς ἀκούσαμε» ἀλλὰ «ἐμεῖς γνωρίζουμε» ὅτι ὁ Θεὸς μίλησε στὸ Μωυσῆ. Μολονότι οἱ πρόγονοί τους τοὺς ἄφησαν παράδοση, αὐτοὶ ἰσχυρίζονται ὅτι ἔχουν ἀκριβῆ γνώση γι’ αὐτὰ ποὺ παρέλαβαν μὲ τὴν ἀκοή. Ἐνῶ αὐτὸν ποὺ ἔβλεπαν μὲ τὰ μάτια τους νὰ θαυματουργῆ καὶ τὸν ἄκουαν νὰ λέγη θείους λόγους καὶ οὐράνιους, αὐτὸν τὸν ἀποκαλοῦσαν πλάνο. Βλέπετε ἀνοησία ποὺ προκαλεῖ ἡ κακία;
Τοὺς ἀπάντησε ὁ ἄνθρωπος· Σ’ αὐτὸ ὑπάρχει ἡ ἀπορία· ὅτι σεῖς δὲν ξέρετε ἀπὸ ποῦ ἔρχεται καὶ μοῦ ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ γνωρίζομε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀλλὰ ἄν εἶναι κανένας θεοφοβούμενος καὶ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸν ἀκούει. Ὡς τώρα ποτὲ δὲν ἔχει ἀκουσθῆ ὅτι ἄνοιξε κάποιος τὰ μάτια ἑνὸς γεννημένου τυφλοῦ. Ἄν αὐτὸς δὲν ἦταν ἀπὸ τὸ Θεὸ δὲ θὰ κατόρθωνε τίποτα. Σεῖς, τοὺς λέει, Ἰουδαῖοι, ἀποκρούετε ἐκεῖνον ποὺ μὲ θεράπευσε, γιατὶ τάχα δὲν ξέρετε ἀπὸ ποῦ εἶναι. Κι ἐγὼ σᾶς λέγω ὅτι γι’ αὐτὸ εἶναι πιὸ θαυμαστός. Γιατὶ κάποιος ποὺ δὲν εἶναι ἀπὸ σᾶς τοὺς ἐπίσημους, οὔτε ἀπὸ τοὺς δοξασμένους, κατορθώνει τόσο μεγάλα. Εἶναι λοιπὸν ἀπ’ ὅλα φανερό, ὅτι προέρχεται ἀπὸ μιὰ ἀνώτερη δύναμη, καὶ δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ καμμιὰ ἀνθρώπινη βοήθεια. Ἔπειτα ἐπειδὴ μερικοὶ ἀπ’ αὐτοὺς εἶχαν πεῖ «πῶς μπορεῖ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος νὰ κάνη τέτοια θαύματα;» παίρνει καὶ αὐτῶν τὴ σκέψη καὶ τοὺς ὑπενθυμίζει τὰ ἴδια τὰ λόγια τους. Γνωρίζομε ὅλοι, τοὺς λέει, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει ἁματωλοὺς ἀλλὰ ἄν εἶναι κανένας θεοσεβούμενος καὶ κάνη τὸ θέλημά του, αὐτὸν ἀκούει. Πρόσεξε πὼς μ’ αὐτὰ ὄχι μόνο ἀπάλλαξε τὸν Κύριο ἀπὸ ἁμαρτίες ἀλλὰ τὸν παρουσιάζει ἀκόμα πὼς ἀρέσει πάρα πολὺ στὸ Θεὸ κι ὅτι κάνει πάντα τὸ θέλημά του. Ἀλλὰ ἄν εἶναι κάποιος θεοσεβούμενος καὶ κάνη τὸ θέλημά του. Κι ἐπειδὴ καταλάβαινε ὅτι αὐτοὶ ἤθελαν νὰ συσκιάσουν τὸ θαῦμα, γεμᾶτος ἀπὸ σύνεση πολλή, διαλαλεῖ τὴν εὐεργεσία. «Ἄν δὲν ἦταν ἀπὸ τὸ Θεό», δὲ θὰ πραγματοποιοῦσε τέτοιο θαῦμα. Ὅπως κανεὶς ὡς τώρα. Ἄνοιξαν ἴσως μάτια τυφλοῦ, ὄχι ὄμως χαλασμένα ἐκ γενετῆς ἀλλὰ ἀπὸ ἕνα πάθημα. Τὸ παράξενο εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔγινε τώρα. Εἶναι ὁλοφάνερο λοιπὸν ὅτι αὐτὸς ποὺ ἔκανε τέτοιο θαῦμα εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ἄνθρωπο. Ἀλλὰ μερικοὶ προβάλλουν τὴν ψυχρὴ καὶ σοφιστικὴ ἀπορία τους: «πῶς εἶπε ὅτι δὲν ἀκούει τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀφοῦ ὅταν προσεύχωνται νὰ τοὺς συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες τοὺς ἀκούει, ἐπειδὴ εἶναι φιλάνθρωπος. Τί σημαίνει λοιπὸν αὐτὸ ποὺ λέει ἐδῶ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τοὺς ἁμαρταλωλούς; θὰ ἔπρεπε σ’ αὐτὸ νὰ μὴ δώσωμε καμμιὰ ἀπόκριση. Ὅμως πρέπει νὰ λεχτῆ ὅτι τὸ «ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τοὺς ἁμαρτωλοῦς» σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν παραχωρεῖ στοὺς ἁμαρτωλοὺς νὰ πραγματοποιοῦν θαύματα. Γιατὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δὲν εἰσέρχεται σὲ σῶμα καταχρεωμένο ἀπὸ ἁμαρτίες. Ὅταν ὅμως ζητοῦν τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους ἀληθινὰ καὶ μὲ τὴν καρδιά τους, τοὺς ἀκούει ὄχι σὰν ἁμαρτωλοὺς ἀλλὰ σὰν ἀνθρώπους ποὺ μετανοοῦν. Εὔλογα λοιπὸν ἔχει λεχθῆ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τοὺς ἁμαρτωλούς. Γιατὶ δὲν δίνει στοὺς ἁμαρτωλοὺς μήτε τὴ χάρη τῶν θαυμάτων. Πῶς βέβαια ἐκείνους ποὺ καὶ νὰ ζητήσουν κάτι τέτοιο τοὺς μισεῖ, γιατὶ θέλουν νὰ οἰκειοποιηθοῦν πράγματα ποὺ καθόλου δὲν τοὺς ἀνήκουν, αὐτοὺς ὅταν ζητοῦν ἄφεση ὄχι σὰν ἁμαρτωλοὶ ἀλλὰ σὰν μετανοημένοι τοὺς ἀκούει; Πρόσεξε ὅτι εἶπε «ὅταν εἶναι θεοφοβούμενοι» καὶ πρόσθεσε «καὶ κάνουν τὸ θέλημά του». Ὑπάρχουν πολλοὶ θεοφοβούμενοι ποὺ δὲν κάνουν ὅμως τὸ θέλημά του. Πρέπει ὅμως νὰ ὑπάρχουν καὶ τὰ δύο καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐκτέλεση τοῦ θελήματός του, δηλαδὴ καὶ ἡ πίστη καὶ τὰ ἔργα, ἤ, ὅπως λέει ὁ Παῦλος, πίστη καὶ ἀγαθὴ συνείδηση. Γενικώτερα ἡ θεωρία καὶ ἡ πράξη. Τότε εἶναι ζωντανὴ ἡ πίστη, ὅταν συνοδεύεται κι ἀπὸ θεάρεστα ἔργα, τὰ ὁποῖα φέρνουν τὴν ἀγαθὴ συνείδηση ὅπως τὰ πονηρὰ ἔργα τὴν πονηρὴ συνείδηση. Καὶ τὰ ἔργα πάλι τότε εἶναι ζωντανά, ὅταν τὰ θερμαίνει ἡ πίστη. Χωρισμένα μεταξὺ τους εἶναι νεκρά. Ὅπως ἔχει λεχθῆ «πίστη χωρὶς ἔργα εἶναι νεκρή» καὶ τὰ ἔργα χωρὶς τὴν πίστη. Πρόσεξε πῶς ἡ ἀλήθεια δίδει τὴ δύναμη στὸν ἀσήματνο ζητιάνο νὰ μιλᾶ μὲ θάρρος, νὰ ἐλέγχη αὐτοὺς ποὺ οἱ Ἰουδαῖοι θεωροῦσαν μεγάλους καὶ ἐκτιμοῦσαν. Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ δύναμή της καθὼς καὶ τοῦ ψεύδους ὁ δισταγμὸς καὶ ἡ δειλία.
Τοῦ ἀπάντησαν καὶ τοῦ εἶπαν· Ἐσὺ γεννήθηκες ὁλόκληρος μέσα στὴν ἁμαρτία καὶ θέλεις νὰ διδάξης ἐμᾶς; Τὸν πέταξαν ἔξω ἀπὸ τὴ συναγωγή. Ἔμαθε ὁ Ἰησοῦς ὅτι τὸν ἔβγαλαν ἔξω· τὸν ηὗρε καὶ τοῦ εἶπε. Σὺ πιστεύεις στὸ Γιὸ τοῦ Θεοῦ; Ἀποκριθηκε ἐκεῖνος. Ποιός εἶναι, Κύριε, γιὰ νὰ πιστέψω σ’ αὐτόν; Ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, τὸν ἔχεις δεῖ κι αὐτὸς ποὺ μιλᾶ μαζί σου, ἐκεῖνος εἶναι. Πιστεύω Κύριε, εἶπε αὐτός, κι ἔπεσε στὰ πόδια του. Ὥσπου περίμεναν ὅτι ὁ ἄνθρωπος θὰ μιλοῦσε ὅπως ἤθελαν, τὸν καλοῦσαν καὶ τὸν ρωτοῦσαν καὶ μάλιστα ὄχι μιὰ φορὰ μόνο. Ὅταν ὅμως διαπίστωσαν ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις του ὅτι δὲν συμμεριζόταν τὴ γνώμη τους ἀλλὰ προτιμοῦσε τὴν ἀλήθεια, τὸν ἐξευτελίζουν πρῶτα ὅτι γεννήθηκε μέσα στὴν ἁμαρτία. Προβάλλουν ἀνόητα τὴν τύφλωσή του καὶ νομίζουν ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴ γέννησή του καταδικάστηκε νὰ γεννηθῆ τυφλός. Εἶναι ὁλότελα παράλογο. Κι’ ἔπειτα τὸν βγάζουν ἔξω ἀπὸ τὸ ναό, κήρυκα τῆς ἀλήθειας οἱ γιοὶ τοῦ ψεύδους. Προσέξετε τὸ κέρδος. Τὸν βγάζουν ἀπὸ τὸ ναὸ καὶ τὸν βρίσκει ἀμέσως ὁ Κύριος τοῦ ναοῦ. Τὸν ἀτίμασαν γιὰ τὴν ἰδέα ποὺ εἶχε τὸ Χριστὸ καὶ τιμήθηκε μὲ πλήρη ἐπίγνωση τοῦ Γιοῦ τοῦ Θεοῦ. Τὸν βρῆκε ὁ Ἰησοῦς σὰ νὰ πῆγε ἐπίτηδες γι’ αὐτό, γιὰ νὰ τὸν παρηγορήση, ὅπως ἕνας ἀγωνοθέτης δέχεται τὸν ἀθλητὴ πού πολὺ κοπίασε καὶ στεφανώθηκε, καὶ τὶ τοῦ λέει; «Πιστεύεις στὸ Γιὸ τοῦ Θεοῦ;» Γιατὶ τὸ ρωτᾶ αὐτό; Ὕστερ’ ἀπὸ τόση ἀπολογία πρὸς τοὺς Ἰουδαίους καὶ τόσους λόγους ρωτᾶ ἄν πιστεύη; Δὲν τὸ κάνει αὐτὸ ἐπειδὴ δὲν ξέρει, ἀλλὰ θέλει νὰ γνωρίση τὸν ἑαυτὸ του στὸν τυφλό. Δὲν τὸν εἶχε δεῖ καθόλου μετὰ τὴ θεραπεία. Πῶς μποροῦσε, ἀφοῦ τὸν τραβοῦσαν ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ τὰ πάγκακα σκυλιὰ τῶν Ἰουδαίων. Γι’ αὐτὸ τὸν ρωτᾶ τώρα, ὥστε νὰ ρωτήση κι ἐκεῖνος ποιός εἶναι ὁ γιὸς τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τοῦ παρουσιάση ἔπειτα τὸν ἑαυτό του. Συνάμα τοῦ δείχνει ὅτι δίνει μεγάλη ἀξία στὴν πίστη του, σὰ νὰ λέη τέτοια· Μὲ ὕβρισε τόσος κόσμος, ἀλλὰ δὲν τοὺς ὑπολογίζω καθόλου· ἕνα μ’ ἐνδιαφέρει, ἡ πίστη. Κι ἐκεῖνος ρωτᾶ «ποιός εἶναι, Κύριε ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ;» Ὁ λόγος του βγῆκε ἀπὸ τὸν πόθο τῆς ψυχῆς του. Καὶ ἡ ἀπάντηση· Τὸν εἶδες κι αὐτὸς ποὺ μιλάει μαζί σου, ἐκεῖνος εἶναι. Δὲν τοῦ εἶπε. Ἐγὼ εἶμαι ποὺ σὲ θεράπευσα, αὐτὸς ποὺ σοῦ εἶπε πήγαινε, νίψου. Τοῦ μίλησε πρῶτα συγκεκαλυμμένα κι ἀόριστα. Τὸν ἔχεις δεῖ τοῦ εἶπε κι ὕστερα πιὸ φανερά· Αὐτὸς ποὺ μιλάει μαζί σου, ἐκεῖνος εἶναι. Φαίνεται ὅτι ὁ Κύριος εἶπε ἐπίτηδες τὸν ἔχεις δεῖ, γιὰ νὰ τὸν κάνη ὁπωσδήποτε νὰ θυμηθῆ τὴ θεραπεία κι ὅτι ἔλαβε ἀπ’ αὐτὸν τὴν ἰκανότητα νὰ βλέπη. Καὶ ὅπως πιστεύει εὐθὺς ὁ ἄνθρωπος, δείχνει εὐθὺς ἔμπρακτα τὴ θερμὴ κι ἀληθινὴ πίστη του, προσκυνῶντας καὶ ἐπιβεβαιώνοντας τὸ λόγο μὲ τὸ ἔργο καὶ δοξάζοντάς τον σὰν Θεό. Γιατὶ ἔχει καθιερωθῆ μόνο στὸ Θεὸ ν’ ἀποδίδεται προσκύνηση.
Ὑποθέσετε τώρα ὅτι τὸ θαῦμα τοῦτο πραγματοποιήθηκε μεταφορικά. Ἀφότου καταδικαστήκαμε σὲ θάνατο κι ἀποφασίστηκε νὰ μεγαλώνωμε μέσα στοὺς πόνους, κάτι σὰν πηχτὸ νέφος καὶ δεμάτινο ροῦχο, ὅπως λένε τὰ ἱερὰ Λόγια ἁπλώθηκε στὰ πνευματικά μας μάτια. Ἔτσι τυφλὸς ἦταν εἴτε κάθε ἄνθρωπος ἐκ γενετῆς, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ὅτι ἦταν ὑποκείμενος σὲ γένεση, μὲ τὴν ὁποία ἦταν συνδεδεμένη ἡ φθορὰ, εἴτε καὶ τὰ πλήθη τῶν ἐθνικῶν. Κι αὐτοὶ ἐκ γενετῆς τυφλοὶ ἦσαν, ὅπως οἱ Ἕλληνες. Ἐπειδὴ θεοποίησαν ὅσα ἦταν ὑποκείμενα στὴ γένεση καὶ στὴ φθορά, τυφλώθηκαν σύμφωνα μὲ τὴ ρήση «Σκοτίσθηκε ἡ ἀσύνετη καρδιά τους». Τέτοιοι ἦσαν κι οἱ μάγοι τῶν Περσῶν ποὺ δαπάνησαν τὴ ζωὴ τους σὲ φλυαρίες γιὰ τὴ γένεση καὶ τὰ γενέθλια. Αὐτὸν λοιπὸν τὸν τυφλό, σὰν ἐκπρόσωπο ἤ τοῦ ἀνθρώπου γενικά ἤ τοῦ ἐθνικοῦ ἀνθρώπου –εἶδε ὁ Ἰησοῦς. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος δὲν μποροῦσε νὰ δῆ τὸ Δημιουργὸ μᾶς ἐπισκέφτηκε ὁ ἴδιος ἀπὸ εὐσπλαχνία, σὰν ἀνατολὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Καὶ πῶς τὸν εἶδε; Περνῶντας, ὄχι μένοντας δηλ. στὸν οὐρανό ἀλλὰ ἀφοῦ κατέβηκε ἀδειάζοντας ἀπὸ θεϊκὸ μεγαλεῖο κι ἀφοῦ, κατὰ τὸν Προφήτη ἔσκυψε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κι εἶδε τοὺς ἐθνικούς, δὲν εἶχε δηλ. ἔρθει σ’ αὐτοὺς πιὸ μπροστά. Ἦρθε γιὰ τὰ χαμένα πρόβατα τῆς μάντρας τοῦ Ἰσραήλ. Ὕστερα σὰν παρέκκλιση ἀπὸ τὸ δρόμο του ἐπισκέφτηκε τὸ λαὸ ποὺ καθόταν στὸ σκοτάδι τῆς ὁλικῆς ἄγνοιας. Καὶ πῶς θεραπεύει τὴν τύφλωση; Φτύνοντας στὴ γῆ καὶ κάνοντας πηλό. Ὅποιος δηλαδὴ πιστέψη, ὅτι σὰ σταγόνα βροχῆς ποὺ πέφτει στὴ γῆ, κατέβηκε στὴν ἁγνὴ Παρθένο ὁ Λόγος, αὐτὸς θ’ ἁλείψη τὰ πνευματικὰ μάτια μὲ τὸν πηλὸ ἀπὸ τὸ φτύμα καὶ τὴ γῆ, δηλαδὴ μὲ ἕνα Χριστὸ ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ θεία οὐσία, σύμβολό της τὸ φτύμα, καὶ τὴν ἀνθρώπινη, ποὺ τὴ συμβολίζει ἡ γῆ, ἀπ’τὴν ὁποία προέρχεται τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Ἇραγε θὰ σταματήση τὴ θεραπεία ὡς τὸ σημεῖο ποὺ θὰ πιστέψη κανείς; Ὄχι βέβαια ἀλλὰ πρέπει νὰ πάη καὶ στὸ Σιλωὰμ, τὴν πηγὴ τοῦ Βαπτίσματος καὶ νὰ βαπτιστῆ στ’ ὄνομα τοῦ ἀπεσταλμένου δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ ὅσοι βαφτιστήκαμε πνευματικά, βαφτιστήκαμε στ’ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Κι ἀφοῦ βαφτιστῆ καθένας θὰ πέση καὶ σὲ πειρασμοὺς. Θὰ τὸν ὁδηγήσουν ἴσως δὲ βασιλιάδες κι ἄρχοντες, ἐξ αἰτίας τοῦ Χριστοῦ ποὺ τὸν ἐθεράπευσε. Πρέπει λοιπὸν νὰ εἴμασατε σταθεροὶ καὶ νὰ στεκώμαστε ἀκλόνητα στὴν ὁμολογία μας, νὰ μὴ μᾶς ὁδηγῆ ὁ φόβος στὴν ἄρνηση ἀλλὰ νὰ γίνωμε, ἄν χρειαστῆ ἀποδιωγμένοι κι ἀποσυγάγωγοι κατὰ τὸ λόγο «θὰ σᾶς μισήσουν ὅλοι γιὰ τὄνομά του καὶ θὰ σᾶς κάνουν ἀποσυνάγωγους». Κι ἄν βγάλουν ἔξω οἱ ἄνθρωποι αὐτὸν ποὺ θὰ ὁμολογήση, μισῶντας τον ἐξ αἰτίας τῆς ἀληθειας καὶ τὸν ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ἀκριβὰ τους, τὸν πλοῦτο καὶ τὴν δόξα, θὰ τὸν εὕρη ὁ Ἰησοῦς καὶ πιὸ πολὺ ἀπ’ ὅ,τι τὸν ἀτίμησαν οἱ ἐχθροὶ του, θὰ τὸν τιμήση ὁ Χριστὸς μὲ βαθύτερη ἐπίγνωση καὶ καθαρώτερη πίστη. Θὰ προσκυνήση τότε περισσότερο τὸ Χριστό, ποὺ φαίνεται σὰν ἄνθρωπος, εἶναι ὅμως καὶ γιὸς τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ δὲν εἶναι διαφορετικὸς ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸ Γιὸ τῆς Μαρίας, αὐτὴ εἷναι ἡ ἀσέβεια τοῦ Νεστορίου, ἀλλὰ ἕνας κι ὁ ἴδιος ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ τοῦ ἀνθρώπου. Πρόσεξε πῶς ὁ Κύριος, ὅταν ὀ τυφλὸς ρώτησε· ποιός εἶναι ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ πιστέψω σ’ αὐτόν, του ἀπάντησε· Καὶ τὸν ἔχεις δεῖ καὶ αὐτὸς ποὺ σοῦ μιλᾶ ἐκεῖνος εἶναι. Ποιὸς ὅμως μιλοῦσε; Ὄχι αὐτὸς ποὺ γέννησε ἡ Μαρία; Ὁ ἴδιος ἦταν ὁ Γιὸς τοῦ Θεοῦ, διαφορὰ δὲν ὑπάρχει. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἁγία Μαρία εἶναι κυριολεκτικὰ Θεοτόκος, ἀφοῦ γἐννησε κατὰ σάρκα Γιὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἀδιαίρετος καὶ ἕνας, ἄν καὶ διπλός, καὶ εἶναι ὁ Κύριος ὁ Χριστός.
Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπε. Ἐγὼ ἦρθα στὸν κόσμο τοῦτο γιὰ νὰ γίνη ξεχώρισμα, ὥστε αὐτοὶ ποὺ δὲ βλέπουν νὰ δοῦν κι αὐτοὶ ποὺ βλέπουν νὰ γίνουν τυφλοί. Τ’ ἄκουσαν αὐτὰ μερικοὶ Φαρισαῖοι, ποὺ ἦσαν μαζί του καὶ τοῦ εἶπαν μήπως εἴμαστε καὶ μεῖς τυφλοί; Κι ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε· Ἄν ἤσαστε τυφλοὶ δὲ θὰ εἴχατε ἁμαρτία. Τώρα ὅμως ἰσχυρίζοντες ὅτι βλέπετε· ἡ ἁμαρτία σας λοιπὸν μένει. Ἐπειδὴ εἶδε ὁ Κύριος ὅτι οἱ Φαρισαῖοι πιὸ πολὺ ζημιώθηκαν ἀπὸ τὸ θαῦμα καὶ δὲν ὠφελήθηκαν καὶ γι’ αὐτὸ τοὺς ἄξιζε μεγαλύτερη καταδίκη, παρατηρεῖ ὅτι «ὅπως φαίνεται κι ὅπως καταντοῦν τὰ πράγματα» ἐγὼ ἦρθα γιὰ ξεχώρισα, ἀντὶ νὰ πῆ γιὰ μεγαλύτερη τιμωρία καὶ καταδίκη, γιὰ νὰ βλέπουν αὐτοὶ ποὺ δὲν βλέπουν κι αὐτοὶ ποὺ βλέπουν –οἱ Φαρισαῖοι- νὰ γίνουν τυφλοί, στὰ μάτια τῆς ψυχῆς. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ ἀπὸ τὴ γέννησή του δὲν ἔβλεπε τώρα βλέπει καὶ ψυχικὰ καὶ σωματικά. Ἐνῶ αὐτοὶ ποὺ νομίζουν ὅτι βλέπουν, ἔπαθαν τύφλωση τοῦ νοῦ. Δυὸ ἀναβλέψεις ἀναφέρει ἐδῶ καὶ δυὸ τυφλότητες. Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως ποὺ στέκουν μ’ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα πάντα μπροστὰ στὰ αἰσθητά, ἐπειδὴ νόμισαν ὅτι μιλοῦσε γιὰ ἀναπηρία τῆς αἰσθήσεως, ρωτοῦν μήπως εἴμαστε καὶ μεῖς τυφλοί; Τὴ σωματικὴ μόνο τύφλωση ὑπολόγιζαν. Ὁ Κύριος θέλοντας νὰ τοὺς δείξη ὅτι εἶναι καλύτερο νὰ εἶναι τυφλοὶ στὸ σῶμα παρὰ ἄπιστοι τοὺς λέει· ἄν ἤσατε τυφλοὶ, δὲ θὰ εἴχατε ἁμαρτία. Ἄν εἴχατε πάθε ἀναπηρία ἀπὸ φυσικὸ λόγο, θὰ δινόταν κάποια συγγνώμη γιὰ τὴ νόσο τῆς ἀπιστίας. Τώρα ὅμως ποὺ λέτε ὅτι βλέπετε καὶ μάλιστα ποὺ γίνατε αὐτόπτες τοῦ θαύματος μὲ τὸν τυφλό, ἀφοῦ ἐξακολουθῆτε νὰ ἔχετε ἀκόμα τὴ νόσο τῆς ἀπιστίας, δὲ εἶστε ἄξιοι γιὰ συγγνώμη. Ἡ ἁμαρτία σας ἔμεινε ἀνεξάλειπτη καὶ θὰ τιμωρηθῆτε περισσότερο, ἐπειδὴ δὲν ὁδηγεῖσθε στὴν πίστη ὕστερα ἀπὸ τὸσα θαύματα ποὺ βλέπετε. Ἴσως μποροῦσε κι ἔτσι νὰ ἐννοήση κανένας τὴ φράση «ἄν ἤσαστε τυφλοὶ δὲ θὰ εἴχατε ἁμαρτία». Σεῖς μὲ ρωτᾶτε τοὺς λέει γιὰ σωμτικὴ τύφλωση, ἐπειδὴ αὐτὴν μόνο ντρέπεσθε. Ἐγὼ ὅμως ἐννοῶ τὴν ψυχικὴ σας τύφλωση. Ἄν ἤσαστε τυφλοί, δηλαδὴ δὲν γνωρίζετε τὶς Γραφές, δὲ θὰ εἴχατε τόσο μεγάλη ἁμαρτία, ἀφοῦ θὰ ἁμαρτάνατε χωρὶς νὰ ξέρετε. Τώρα ὅμως λέτε ὅτι βλέπετε καὶ προβάλλετε τοὺς ἑαυτοὺς σας σὰν φρόνιμους καὶ νομομαθεῖς· ὥστε αὐτοκατδικάζεστε καὶ ἡ ἁμαρτία σας εἶναι μεγαλύτερη γιατὶ ἁμαρτάνετε ἐνῶ γνωρίζετε.
[ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ αρχ/που Βουλγαρίας,ἑρμηνεία εἰς τὸ κατὰ Ἰωαν. Εὐαγγέλιον Κεφ. θ΄]