Κυριακή, Οκτωβρίου 25, 2020

Πατριωτισμός-Νίκος Ματσούκας

 Από τα πεζά ποιήματα του Νίκου Ματσούκα, ο θαμπός καθρέφτης, λόγος περί πατριωτισμού και συνάμα λόγος επίκαιρος...




Θα τολμήσω να κάνω λόγο για πατριωτισμό, μολονότι σήμερα είναι σκληρός ένας τέτοιος λόγος  · παγκοσμιοποιημένοι υπερασπιστές- κατά το μάλλον και ήττον υποκριτές- μιας οικουμένης χωρίς σύνορα και μισαλλόδοξες πατρίδες, όπως λένε, θα χαμογελάσουν ή θα εξοργιστούν. Με τη σειρά μου, τους καταλαβαίνω, μια και έχουμε μπερδέψει πολύ τα πράγματα. Όμως, όπως όλες οι αλήθειες, και τούτη η πραγματικότητα είναι αφάνταστα απλή. Δεν έχουμε μονάχα το σώμα μας, ή , για να μιλήσω καλύτερα και υπαρξιακά, δεν κλεινόμαστε σε στεγανά όρια, με άλλα λόγια στα περιγράμματα του σώματος μας · έχουμε κατ'αδήριτη νομοτέλεια και δεύτερο σώμα, δηλαδή το περιβάλλον, όπου γεννιόμαστε, γινόμαστε και αναπτυσσόμαστε. Αυτό το περιβάλλον είναι η πατρίδα είτε ως μικρή γενέτειρα είτε ως ευρύτερος γεωπολιτικός χώρος. Με τη πατρίδα, λοιπόν, θέλουμε δέ θέλουμε, γινόμαστε ένα, δενόμαστε με τα χώματα, με τις πέτρες, με το φώς, με τα νερά, με τον αέρα! Και σ'αυτές τις διαστάσεις βλασταίνει ο πολιτισμός ως συνείδηση και παράδοση. Λοιπόν, υπάρχουν άνθρωποι που δεν τα πάνε διόλου καλά με το σώμα τους ·  τούτη η κατάσταση είναι εκτροπή ή αρρώστια, οπότε προβληματική είναι η προσαρμογή τους στα δεδομένα της ζωής. Το ίδιο ισχύει και για το δεύτερο σώμα μας, για την πατρίδα. Κάθε δυσαρμονία μιας ακαμψίας ή δυσκαμψίας σε σχέση προς την πατρίδα κάνει τον ένα ή τον άλλο ή ακόμη κι ολόκληρους λαούς προσαρμοστικά ατροφικούς , να μή μπορούν να δημιουργήσουν έργα αυθεντικά, να αφομοιώσουν στοιχεία του περιβάλλοντος τους και κατ'επέκταση της οικουμένης ολάκερης. Άν τυχόν λένε ότι είναι κοσμοπολίτες ή υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων , τούτο στην πράξη δεν λέει τίποτα. Αγαπάμε κατά φύση το σώμα μας, σ'όλες τις φάσεις της άνθισης του, και το ίδιο ως πατριώτες αγαπάμε το δεύτερο σώμα μας, έχοντας ακέραιη τη συνείδηση πραγμάτων, γεγονότων και έργων σε μια αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια, δηλαδή σ'αυτό που λέμε παράδοση. Επομένως, όσοι εχθρεύονται την παράδοση, εχθρεύονται το ίδιο το σώμα τους ·  γίνονται συσπειρωτικά εγωκεντρικοί, πλεονέκτες και υβριστές (=αλαζόνες). Απεναντίας, ο πατριώτης, ερωτευμένος με τη γη του, και έτσι ανοιχτός καθώς είναι, αβίαστα αγαπά ολάκερο τον κόσμο  · είναι υγιής και κατά το δεύτερο σώμα του. Γι'αυτό είναι γενναιόδωρος , λιτοδίαιτος, μεγαλόψυχος. Τη γη του υπερασπίζεται όχι μονάχα απαραίτητα με πόλεμο, αλλά και με τη δημιουργική του παρουσία, που είναι τόσο αφομοιωτική και ανθεκτική, ώστε όχι μόνα να παίρνει ξένα στοιχεία, αλλά άφοβα να εγκλιματίζει ανθρώπους ακόμη κι άλλης φυλής στο δικό του τρόπο ζωής, και κυρίως , αν είναι απλώς ανάγκη, στη δική του πατριωτική συνείδηση, ωστόσο λεύτερα και αφομοιωτικά.  Κραυγαλέο παράδειγμα παρ'ημίν οι Αρβανίτες , που με την πρωτοβουλία των Ελλήνων το 14ο αιώνα και εγκαταστάθηκαν στην Αττική, στην Εύβοια και στην Πελοπόννησο ·  αφομοιώθηκαν ριζικά και έγιναν Έλληνες κατά συνείδηση. Οι Υδραίοι, λόγου χάρη, καπετάνιοι αγωνιστές του 1821 είναι άκρως χαρακτηριστικό δείγμα. Έτσι, όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, μόνο ο πατριώτης μπορεί άνετα να είναι κοσμοπολίτης·  όποιος άλλωστε δεν αγαπά την πατρίδα του, τη συγκεκριμένη γη και την παράδοση του, δεν μπορεί να αγαπά μιά (αφηρημένη) ανθρωπότητα που έτσι κι αλλιώς  του είναι ξένη και μακρινή. Η αγάπη είναι σχέση πραγματική, όχι ανέραστη φαντασίωση. Στην προκειμένη περίπτωση ισχύει ο λαγαρός ευαγγελικός λόγος: εάν δεν αγαπάς το διπλανό σου που τον βλέπεις, είναι αδύνατο ν'αγαπάς το Θεό που δεν τον βλέπεις. Πάντως πολλά παράσιτα μπορούν να διαβρώσουν τον πατριωτισμό ·  ένα από αυτά, ίσως το πιο ανθεκτικό, είναι ο ευδαιμονισμός, που μπορεί να μεταβάλει ύπουλα τους πατριώτες σε εγωκεντρικούς κοσμοπολίτες. Από τον Ελληνισμό της διασποράς ωστόσο έχουμε θαυμάσια δείγματα πατριωτισμού . Ο Καβάφης, λόγου χάρη, σε μια γωνιά της Αλεξάνδρειας, αναδείχτηκε συναρπαστικός πατριώτης και συνάμα κοσμοπολίτης. Συναρπαστικοί είναι και οι στίχοι από το ποίημα του Επάνοδος από την Ελλάδα:


Σ'Έλληνας σαν κ'εμάς δεν κάνουν τέτοιες μικροπρέπειες.

Το αίμα της Συρίας και της Αιγύπτου

πού ρέει μές στές φλέβες μας να μή ντραπούμε,

να το τιμήσουμε και να το καυχηθούμε.



Σάββατο, Οκτωβρίου 24, 2020

Κυριακή ΣΤ’ Λουκά (Θεραπεία του δαιμονιζομένου των Γαδαρηνών)




άγιος Νικόλαος Αχρίδος

Οι άνθρωποι είναι άδικοι με το Θεό, γι’ αυτό και εξοργίζονται μαζί Του. Ποιός έχει το δικαίωμα όμως να εξοργιστεί εναντίον οποιουδήποτε και μάλιστα εναντίον του Θεού;

Οι άθεοι κλείνουν το στόμα τους και σκέφτονται: «Ας μην αναφέρουμε το όνομα του Θεού, ώστε να εξαφανιστεί απ’ αυτόν τον κόσμο». Ανόητοι άνθρω­ποι! Τα στόματά σας είναι μια μικρή μειονότητα στο εύρος του κόσμου. Έχετε δει η ακούσει πώς δίνει φωνή στο ποτάμι ένα φράγμα; Αν δεν ήταν το φράγμα, το ποτάμι δε θ’ ακουγόταν, θα ήταν μουγγό. Το φράγμα όμως άνοιξε το λαρύγγι του και κάθε μικρή σταγόνα απέκτησε γλώσσα.

Το δικό σας φράγμα θα κάνει το ίδιο: θ’ ανοίξει το λαρύγγι των άλαλων και θα διδάξει τους βωβούς να μιλήσουν. Αν τα χείλη σας πάψουν να ομολογούν το όνομα του Θεού, η καρδιά σας θα γεμίσει με φόβο όταν ακούσετε να τον ομολογούν οι άσοφοι και οι βουβοί. Αλήθεια σας λέω: Αν εσείς σιωπήσετε, οι λίθοι κεκράξονται. Ακόμα κι αν δε μιλήσει κανένας άνθρω­πος στη γη, θ’ αποκτήσει φωνή το χορτάρι. Ακόμα κι αν αποκηρύξουν το όνομα του Θεού όλοι οι άνθρωποι, αυτό θα γραφτεί στο ουράνιο τόξο, στον ουρανό, θα χαραχτεί με φωτιά σε κάθε χόρτο, σε κάθε κόκκο άμμου. Τότε η άμμος θα μετατραπεί σε άνθρωπο κι ο άνθρωπος σε άμμο.

«Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χειρών αυτού αναγγέλει το στερέωμα, ημέρα τη ημέρα ερεύγεται ρήμα, και νυξ νυκτί αναγγέλλει γνώσιν» (Ψαλμ. ιη’ 2, 3). Αυτά μας απαγγέλει ο ιερός Ψαλμωδός και προφήτης. Κι εσείς τί λέτε; Κρατάτε μια περιφρονητική σιγή για το Θεό. Γι’ αυτό λοιπόν θα δώσουν φωνή οι πέτρες. Κι όταν μιλήσουν οι πέτρες θα θελήσεις να μιλήσεις κι εσύ, μα δε θα μπορέσεις. Θα σου αφαιρεθεί ο λόγος και θα δοθεί στις πέτρες. Και τότε οι πέτρες θα μετατραπούν σε ανθρώπους κι οι άνθρωποι σε πέτρες.

Στους παλιότερους καιρούς άνθρωποι με σκληρό στόμα έτυχε να δουν τον Υιό του Θεού και να μη τον αναγνωρίσουν, οι γλώσσες τους δεν ήταν λυμένες για να τον δοξολογήσουν. Τότε ο Θεός ελευθέρωσε τα στόματα των δαιμόνων για να ντροπιάσουν τους ανθρώπους, αφού οι δαίμονες αναγνώρισαν τον Υιό του Θεού. Οι δαίμονες που ήταν σκληρότεροι από την πέτρα και κατώτεροι σε αξία από την άμμο, έκραξαν όταν είδαν τον Υιό του Θεού. Οι άνθρωποι γύρω Του όμως έμειναν άφωνοι. Κι όταν εκείνος που είχε εντελώς αποχωριστεί από το Θεό αναγκάστηκε να ομολογήσει το όνομά Του, πώς δε θα μπορούσε να κάνει το ίδιο η αθώα πέτρα, που υποτάσσεται τυφλά στο θέλημα του Θεού;

Ο Θεός δίνει μαθήματα στους ανθρώπους όχι μόνο από τον ουρανό, που είναι γεμάτος αγγέλους και στο­λίζεται από άστρα, όχι μόνο από τη γη, που είναι γε­μάτη απ’ όλα τα δημιουργημένα πλάσματα του Θεού, αλλ’ ακόμα κι από τους δαίμονες. Κι αυτό για να δώσει μια ευκαιρία στους ειδωλολάτρες, που βρίσκουν πολύ εύκολα το δρόμο που οδηγεί στην κόλαση, ώστε να ντροπιαστούν από κάτι, οτιδήποτε, να κοιτάξουν ψηλά στον ουρανό και να σώσουν την ψυχή τους από την άβυσσο, από τη φωτιά και τη δυσωδία.

Οι εκλεκτοί που συνόδευαν τον Κύριο Ιησού στις πορείες Του είχαν αποδείξει πως η πίστη τους ήταν ρηχή. Έτσι ο Κύριος τους οδήγησε σε μια περιοχή όπου επικρατούσε η πιο φανατική ειδωλολατρία, ώστε μ’ αυτά που θα γίνονταν, να τους συνετίσει και να καταγγείλει τη λειψή τους πίστη. Αυτά που έγιναν, περιγράφονται στο σημερινό ευαγγέλιο.

***

 

«Και ελθόντι αυτώ εις το πέραν εις την χώραν των Γεργεσηνών, υπήντησαν αυτώ δύο δαιμονιζόμενοι εκ των μνημείων εξερχόμενοι, χαλεποί λίαν, ώστε μη ισχύειν τινά παρελθείν διά της οδού εκείνης» (Ματθ. κη’ 28). Τα Γέργεσα και τα Γάδαρα ήταν δυο πόλεις ειδωλολατρικές, στην απώτερη ακτή της θάλασσας της Γαλιλαίας. Ήταν δυο από τις δέκα πόλεις που βρί­σκονταν στα παράλια αυτά. Σύμφωνα με όσα αναφέρουν οι ευαγγελιστές Μάρκος και Λουκάς, τα Γάδαρα αναφέρονται αντί για τα Γέργεσα. Αυτό σημαίνει πως οι δυο πόλεις πρέπει να βρίσκονταν πολύ κοντά η μια στην άλλη και πως το περιστατικό που αναφέρουν πρέπει να έγινε κάπου ανάμεσα στις δυο.

Οι ευαγγελιστές αναφέρουν έναν τρελό άνθρωπο, ενώ ο Ματθαίος μιλάει για δύο. Οι πρώτοι ευαγγελι­στές αναφέρουν τον ένα από τους δύο, που φαίνεται πως ήταν χειρότερος από τον άλλο και τον έτρεμε όλη η περιοχή. Ο Ματθαίος τους αναφέρει και τους δύο, επειδή και τους δύο θεράπευσε ο Κύριος. Το ότι ο ένας από τους δύο ήταν πιο γνωστός από τον άλλον, φαίνεται από την περιγραφή του Λουκά, που λέει πως ο τρελός αυτός καταγόταν από την πόλη («υπήντησεν αυτώ ανήρ τις εκ της πόλεως», Λουκ. η’ 9). Σαν ντόπιο λοιπόν πρέπει να τον γνώριζαν καλύτερα από τον άλλον, που μάλλον καταγόταν από κάποιο χωριό. Από τα λόγια του Λουκά επίσης συμπεραίνουμε πως είχε δαιμόνια εκ χρόνων ικανών. Αυτό σημαίνει πως ήταν άρρωστος από χρόνια και γι’ αυτό το λόγο τον ήξερε όλη η περιοχή. Το ότι ήταν πολύ πιο άρρωστος και φρενιασμένος από τον άλλον, προκύπτει από αυτά που μας λέει ο Λουκάς, πως «εδεσμείτο αλύσεσι και πέδαις φυλασσόμενος, και διαρρήσσων τα δεσμά ηλαύνετο υπό του δαίμονος εις τας ερήμους» (Λουκ. η’ 29). Αυτός είναι ο λόγος που οι δύο ευαγγελιστές αναφέρουν μόνο τον ένα δαιμονιζόμενο, αν και ήταν δύο. Πολύ συχνά κάνουμε το ίδιο και μεις σήμερα όταν αναφέρουμε κάποιο περιστατικό και αναφέρουμε για παράδειγμα μόνο τον αρχηγό μιας συμμορίας ληστών που συλλήφθηκαν. Όταν συλλήφθηκε ολόκληρη η συμ­μορία με τον αρχηγό της λέμε πως ένας ληστής έτσι κι έτσι, αρχηγός των υπόλοιπων ληστών, πιάστηκε. Το ίδιο κάνουν κι οι ευαγγελιστές. Όπως ο Μάρκος κι ο Λουκάς συμπληρώνουν την αφήγηση του Ματθαίου σε μια λεπτομέρεια, έτσι κάνει κι ο Ματθαίος στο Μάρκο και το Λουκά σε άλλες περιπτώσεις. Παράδειγμα το περιστατικό με τους δύο δαιμονιζόμενους.

Οι δαιμονιζόμενοι αυτοί ζούσαν στους τάφους, πε­ριπλανιούνταν στην έρημο και τρομοκρατούσαν τους ανθρώπους στους αγρούς και στους δρόμους. Ιδιαί­τερα φόβιζαν αυτούς που περνούσαν κοντά από το δρόμο όπου έμεναν εκείνοι. Οι ειδωλολάτρες συχνά έφτιαχναν τους τάφους δίπλα στο δρόμο, ενώ και οι Ιουδαίοι συνήθιζαν πολλές φορές να κάνουν το ίδιο. Ο τάφος της Ραχήλ είναι δίπλα στο δρόμο που οδηγεί από την Ιερουσαλήμ στη Βηθλεέμ. Ο τάφος του Μανασσή είναι δίπλα στο δρόμο που οδηγεί στη Νεκρά Θάλασσα. Ο διάβολος είχε καταλάβει τους δυο αυτούς δαιμονιζόμενους και τους χρησιμοποιούσε ως όπλα για να βλάψει τους ανθρώπους. Όλοι οι άνθρωποι που έχουν καταληφθεί από δαιμόνια, έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τους να κάνουν το κακό και να κατα­στρέφουν. Ήταν γυμνοί από κάθε καλό πράγμα. Για τον ένα απ’ αυτούς λέγεται πως δε φορούσε ρούχα (ιμάτιον ουκ ενεδιδύσκετο). Μαζί με τη σωματική του γύμνωση, ήταν γυμνή και άδεια η ψυχή του, δεν είχε κανένα καλό μέσα του, κανένα δώρο του Πνεύματος του Θεού. Ήταν κυριολεκτικά γυμνός από κάθε καλό, που είναι χάρισμα του Θεού. Κι οι δυο τους ήταν τόσο κακοί και πονηροί, ώστε μη ισχύειν τινά παρελθείν δια της οδού εκείνης.

«Και ιδού έκραξαν λέγοντες· τί ημίν και σοι, Ιησού, υιέ του Θεού; ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς;» (Ματθ. η’ 29). Το πιο αξιοσημείωτο στην κραυγή αυτή των δαιμόνων, είναι ότι αναγνώρισαν τον Ιησού ως Υιό του Θεού και το βροντοφώνησαν με τρόμο. Ας καταισχυνθούν λοιπόν εκείνοι που κοιτάζουν κατά πρόσωπο τον Κύριο και δεν τον αναγνωρίζουν ή τον αναγνωρίζουν μεν αλλά δεν τον ομολογούν δη­μόσια. (Γράφει ο Ζηγαβηνός: «Καθώς οι μαθητές κι ο λαός τον έβλεπαν σαν άνθρωπο, οι δαίμονες ήρθαν τώρα να κηρύξουν τη θεότητά Του»).

Είναι αλήθεια πως οι δαίμονες δεν ομολόγησαν το Χριστό με χαρά και ευχαρίστηση, δε χάρηκαν και γι’ αυτό έκραξαν δυνατά. Δε φώναξαν όπως κάνει ο άνθρωπος που βρήκε μεγάλο θησαυρό ή όπως φώναξε γεμάτος χαρά ο απόστολος Πέτρος, «συ ει ο Χριστός, ο υιός του Θεού του ζώντος» (Ματθ. ιστ’ 16). Οι δαίμονες έκραξαν από φόβο και τρόμο, γιατί μπροστά τους έβλεπαν Εκείνον που θα τους κρίνει. Έκραξαν και ομολόγησαν Εκείνον που στο όνομά Του μόνο έτρεμαν από φόβο, που το όνομα αυτό προσπαθούσαν να κρύψουν από τους ανθρώπους, να το σβήσουν από τις καρδιές τους. Ομολόγησαν το όνομά Του μέσα στον τρόμο και την απελπισία τους, με τον ίδιο τρόπο, με την ίδια απέχθεια κι απόγνωση που προφέρουν το όνομα του Θεού πολλοί άνθρωποι.

Τί ημίν και σοι, Ιησού, υιέ του Θεού; ρώτησαν οι δαίμονες. Τί κοινό έχουμε μεταξύ μας Εσύ κι εμείς; Ποιό είναι το μήνυμα που φέρνει αυτή η αναπάντεχη κι ανεπιθύμητη επίσκεψή Σου; «Τίς δε κοινωνία Χριστού και Βελίαλ;» (Β’ Κορ. στ’ 15). Απολύτως καμία. Οι υπηρέτες του Βελίαλ επομένως, οι βασανιστές των ανθρώπων, ρωτούν το Χριστό γιατί ήρθε πρόωρα, πριν από τον καιρό Του, να τους βασανίσει. Ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς; Την ώρα της κρίσης και της αιώνιας καταδίκης τους την περιμένουν. Η εμφάνιση του Χριστού μπροστά τους από μόνη της ήταν ένα βάσανο, ένα βασανιστήριο χειρότερο απ’ ό,τι είναι η λάμψη της φωτιάς σε μια αράχνη. Όταν λείπει ο Χριστός, οι δαίμονες είναι τόσο βάναυσοι και αλαζόνες, ώστε υποτιμούν και υποβιβάζουν τους ανθρώπους στην κατηγορία των ζώων, τρομοκρατούν όλη την περιοχή ώστε μη ισχύειν τινά παρελθείν διά της οδού εκείνης.

Η παρουσία του Χριστού τους έφερε σε αξιοθρήνητη απόγνωση. Ο τρόμος τους ταπείνωσε, όπως και κάθε τύραννο ο κριτής. Γι’ αυτό κι άρχισαν να ζητούν ταπεινωμένοι από τον Κύριο ίνα μη επιτάξη αυτοίς εις την άβυσσον απελθείν, να μη τους στείλει στα βάθη της θάλασσας (Λουκ. η’ 31). Η ικεσία τους ίνα μη επιτάξη αυτοίς να πάνε στην άβυσσο, σημαίνει πως αν τους διέταζε, θα ήταν αναγκασμένοι να πάνε. Αυτή ήταν η εξουσία του Χριστού, αυτή ήταν η δύνα­μή Του! Η άβυσσος ήταν ο πραγματικός τους τόπος, η αληθινή τους κατοικία. Είπε ο προφήτης για τον αρχηγό των δαιμόνων: «Πως εξέπεσεν εκ του ουρανού ο εωσφόρος ο πρωί ανατέλλων … νυν δε εις άδην καταβήση και εις τα θεμέλια της γης» (Ησ. ιδ’ 12, 15). Θα καταδικαστεί στην άβυσσο, όπου είναι ο βρυγμός και ο τριγμός των οδόντων.

Ο Θεός άφησε τους δαίμονες να περιφέρονται ελεύ­θεροι ανάμεσα στους ανθρώπους, λόγω των αμαρτιών τους. Είναι καλύτερα γι’ αυτούς να κυκλοφορούν ανά­μεσα στους ανθρώπους, παρά να κατοικήσουν στην άβυσσο; Όταν κυκλοφορούν ανάμεσα στους ανθρώ­πους, βασανίζουν εκείνους· όταν βρίσκονται στα βάθη της αβύσσου, μόνο τον εαυτό τους έχουν να βασανί­ζουν. Όταν βρίσκονται ανάμεσα στους ανθρώπους βασανίζονται πάλι, μα τότε η κόλασή τους μειώνεται από την κόλαση των άλλων.

Ο διάβολος είναι καταστροφέας για το σώμα, σκώλωψ τη σαρκί, όπως τον ονόμασε ο απόστολος Παύλος που είχε νιώσει την παρουσία του (βλ. Β’ Κορ. ιβ’ 7). Χρησιμοποιεί το σώμα σαν σκάλα, σκαρφαλώνει στην ψυχή και πιάνεται από την καρδιά και το νου, ωσότου κατασπαράξει ολόκληρο τον άνθρωπο, ώσπου να τον παραμορφώσει και να τον γυμνώσει από κάθε κάλλος και αγνότητα, από κάθε αίσθημα δικαιοσύνης, αγάπης και πίστης, ελπίδας κι επιθυμίας για το αγαθό. Μετά εγκαθίσταται στον άνθρωπο όπως κάθεται ο βασιλιάς στο θρόνο του, και παίρνει τα ηνία της ψυχής και του σώματος στα χέρια του. Τότε ο άνθρωπος μεταβάλλε­ται σε κτήνος που το ιππεύει ο σατανάς, γίνεται ένα άθυρμα που τον διασκεδάζει, ένα άγριο θηρίο που κατασπαράζει.

Κάπως έτσι ήταν οι δαιμονιζόμενοι που περιγράφονται στο ευαγγέλιο. Δεν αναφέρεται αν οι άνθρω­ποι αυτοί είδαν το Χριστό, αν τον αναγνώρισαν, τον ονόμασαν ή αν συνομίλησαν μαζί Του. Όλ’ αυτά τα έκαναν οι δαίμονες που ήταν μέσα τους. Οι δαιμο­νιζόμενοι ήταν σα να μην υπήρχαν, σαν δυο σώματα που τα οδηγούσαν οι δαίμονες και τα κατεύθυναν με τα καμτσίκια τους. Το να θεραπεύσει κανείς τέτοιους ανθρώπους, ήταν σα ν’ ανασταίνει νεκρούς. Αλλά ήταν και κάτι παραπάνω απ’ αυτό, γιατί νεκρός άνθρωπος σημαίνει πως η ψυχή έχει αποχωριστεί από το σώμα. Τότε όμως η ψυχή βρίσκεται στα χέρια του Θεού, κι ο Θεός μπορεί να την ξαναγυρίσει στο σώμα, να επαναφέρει τη ζωή. Οι άνθρωποι αυτοί όμως ήταν αιχμάλωτοι στους δαίμονες, που τους κρατούσαν δέ­σμιους. Έπρεπε ν’ αποσπάσει πρώτα τις ψυχές τους από τους δαίμονες, να εκβάλλει τους δαίμονες από το σώμα τους κι έπειτα να τους θεραπεύσει. Έτσι το θαύμα της θεραπείας των δύστυχων αυτών ανθρώπων είναι τουλάχιστον ίσο με ανάσταση νεκρών, αν όχι μεγαλύτερο.

Ήλθες ώδε προ καιρού βασανίσαι ημάς; ρώτησαν οι δαίμονες το Χριστό. Ήξεραν πως τελικά τους πε­ριμένει η κόλαση. Αχ να το γνώριζαν κι οι άνθρωποι αυτό! Να συνειδητοποιούσαν πως τους περιμένει κό­λαση όμοια με κείνην που περιμένει τους δαίμονες! Οι δαίμονες ήξεραν πως στο τέλος το ανθρώπινο γένος, η βασική τροφή τους, θα ελευθερωνόταν από τα χέρια τους, πως οι ίδιοι θα ρίχνονταν στη σκοτεινή άβυσσο, όπου μόνο τον εαυτό τους θα είχαν να βασανίζουν. Ο μέγας προφήτης είπε για τον αρχηγό των δαιμόνων: «συ δε ριφήση εν τοις όρεσιν ως νεκρός εβδελυγμένος μετά πολλών τεθνηκότων εκκεκεντημένων μαχαίραις, καταβαινόντων εις άδου» (Ησ. ιε’ 19). Κι ο ίδιος ο Κύριος επιβεβαίωσε: «Εθεώρουν τον σατανάν ως αστραπήν εκ του ουρανού πεσόντα» (Λουκ. ι’ 18). Στο τέλος θα δουν όλοι οι άνθρωποι τους αμαρτωλούς, που θα ριφθούν και κείνοι σαν αστραπή «εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού» (Ματθ. κε’ 41).

Την ώρα που οι δαίμονες ικέτευαν με φόβο και τρόμο το Χριστό, στο διπλανό λόφο ήταν ένα μεγάλο κοπάδι από δυο περίπου χιλιάδες χοίρους, που έβο­σκαν ήρεμα εκεί (βλ. Μάρκ. ε’ 13). Οι δαίμονες παρακάλεσαν το Χριστό: «Ει εκβάλλεις ημάς, επίτρεψον ημίν απελθείν εις την αγέλην των χοίρων» (Ματθ. η’ 31). Μη μας στέλνεις στην άβυσσο, του είπανε, αλλά άφησέ μας τουλάχιστο να μπούμε μέσα στους χοίρους. Ει εκβάλλεις ημάς. Δεν είπαν μη μας βγάζεις από τον άνθρωπο, αυτόν δεν ήθελαν ούτε να τον κατονομάσουν, γι’ αυτούς ήταν τελείως νεκρός.

Απ’ όλα τα πλάσματα στον κόσμο, δεν υπάρχει κανένας που να μισεί και να φθονεί τόσο ο διάβολος, όσο ο άνθρωπος. Ο Κύριος Ιησούς, αντίθετα, τόνιζε ιδιαίτερα τη λέξη «άνθρωπος». «Έξελθε το πνεύμα το ακάθαρτον εκ του ανθρώπου» (Μάρκ. ε’ 8). Οι δαίμονες δεν ήθελαν να φύγουν από τον άνθρωπο. Θα προτιμούσαν πολύ περισσότερο να μείνουν σ’ αυτόν παρά να πάνε στους χοίρους. Σε τί θα τους χρησί­μευαν οι χοίροι; Οι δαίμονες μπορούν να κάνουν τους ανθρώπους να μοιάζουν με τους χοίρους, οπότε τί τους χρειάζονται οι χοίροι; Όπως και νά ‘χουν τα πράγμα­τα, ακόμα κι αν βρίσκονται μέσα στους χοίρους ή σε οποιοδήποτε άλλο πλάσμα, η κακία τους στρέφεται ίσια στον άνθρωπο. Μέσα από τους χοίρους, σκοπός τους ήταν να βλάψουν τον άνθρωπο. Αν δεν μπορούσαν με άλλον τρόπο, θα έκαναν το κακό με το να πνίξουν τους χοίρους και να στρέψουν την οργή των ανθρώπων εναντίον του Θεού. Έτσι, όταν μπροστά τους έχουν την απειλή της αβύσσου, αντί γι’ αυτήν προτιμούν να πάνε στους χοίρους.

«Και είπεν αυτοίς· υπάγετε, οι δε εξελθόντες απήλθον εις την αγέλην των χοίρων· και ιδού ώρμησε πάσα η αγέλη των χοίρων κατά του κρημνού εις την θάλασσαν και απέθανον εν τοις ύδασιν» (Ματθ. η’ 32). Οι δαίμονες θα μπορούσαν εύκολα να οδηγήσουν τους ταλαίπωρους αυτούς ανθρώπους να πνιγούν στη θάλασσα, αν δεν τους εμπόδιζε η δύναμη του Θεού. Δεν είναι ασυνήθιστο να βλέπει κανείς ανθρώ­πους που έχουν παρανοήσει να πέφτουν από μεγάλο ύψος και να γίνονται κομμάτια ή να πνίγονται στο νερό ή να πέφτουν στη φωτιά ή να απαγχονίζονται. Οι παγκάκιστοι δαίμονες οδηγούν τους ανθρώπους σε τέτοιο τέλος με σκοπό όχι μόνο να καταστρέψουν τη ζωή τους, αλλά να νεκρώσουν και την ψυχή τους, τόσο στην παρούσα όσο και στη μέλλουσα ζωή. Πολύ συχνά όμως συμβαίνει να παρεμβαίνει ο Θεός με τη σοφή πρόνοιά Του και να προφυλλάσσει τον άνθρωπο από τέτοιο θάνατο.

Γιατί ο Κύριος επέτρεψε στα πονηρά πνεύματα να μπουν στους χοίρους; Θα μπορούσε να τα είχε στείλει στα δέντρα ή στις πέτρες. Γιατί ειδικά στους χοίρους; Όχι βέβαια για να κάνει το θέλημά τους, επειδή εκείνοι του το ζήτησαν, αλλά για να διδάξει τους ανθρώπους. Όπου υπάρχουν χοίροι, υπάρχει και ακαθαρσία. Και τα πονηρά πνεύματα αγαπούν τα ακάθαρτα μέρη. Όπου δεν υπάρχει ακαθαρσία, τη φτιάχνουν μόνοι τους βιαίως. Όταν βρίσκουν λίγη ακαθαρσία, προσθέτουν σύντομα κι άλλη και την κάνουν περισσότερη. Όταν μπαίνουν μέσα ακόμα και στον πιο καθαρό άνθρωπο, μαζεύουν γρήγορα μέσα του ακαθαρσία χοίρων. Με το τρέξιμο των χοίρων και το πέσιμό τους στη θάλασσα, ο Κύριος ήθελε να μας διδάξει πόσο αδύναμη είναι η αντίσταση της λαιμαργίας και της πολυφαγίας στις διαβολικές δυνάμεις και να μας θυμίσει την αρετή της νηστείας.

Τί σχέση έχουν η λαιμαργία κι η πολυφαγία με τους χοίρους; Προσέξτε πόσο γρήγορα τους κατέλαβαν οι δαιμονικές δυνάμεις και τους οδήγησαν στην κατα­στροφή! Το ίδιο γίνεται με τους λαίμαργους και τους αχόρταγους ανθρώπους, που νομίζουν πως θα γίνουν δυνατοί με την πολυφαγία. Με τον τρόπο αυτόν όμως δε γίνονται δυνατότεροι, αλλά μάλλον ασθενέστεροι, τόσο σωματικά όσο και πνευματικά. (Ο Μέγας Βασί­λειος λέει στο λόγο του Ι’ περί νηστείας τ’ ακόλουθα: «Γνωρίζω πως οι γιατροί δε συνιστούν στους αρρώστους ποικιλία φαγητών, αλλ’ αποχή και νηστεία. Μη νομίσεις πως ο καπετάνιος κάποιου πλοίου θα σώσει ευκολότερα το πλοίο του αν το υπερφορτώσει κι όχι αν το φορτώσει με μέτρο»). Οι λαίμαργοι άνθρωποι έχουν αδύναμο χαρακτήρα. Δειλιάζουν τόσο μπροστά στους ανθρώπους, όσο (και πολύ περισσότερο) μπροστά στους δαίμονες. Δεν υπάρχει τίποτα ευκολότερο στους δαίμονες από το να τους πνίξουν στη θάλασσα του πνευματικού θανάτου.

Εδώ βλέπουμε μια ακόμα πιο καθαρή διδασκαλία. Βλέπουμε πόσο φοβερή είναι η δύναμη του διαβόλου αν δεν την ελέγχει ο Θεός. Οι δαίμονες που κατοικούσαν σε δύο μόνο ανθρώπους, έπνιξαν σε λίγα λεπτά περίπου δύο χιλιάδες γουρούνια. Ο Θεός όμως τους κρατούσε εκεί ωσότου έρθει ο Χριστός για να δείξει τη δύναμη και την εξουσία που είχε πάνω τους. Μετά τους επέτρεψε να πάνε στους χοίρους, για να δείξει τη δύναμη των δαιμόνων. Αν το επέτρεπε ο Θεός, οι δαίμονες θα έκαναν μέσα σε λίγα λεπτά σ’ όλους τους ανθρώπους, αυτό που έκαναν στους χοίρους. Ο Θεός όμως αγαπά το ανθρώπινο γένος. Η απεριόριστη αγάπη Του μας συντηρεί στη ζωή και μας προστατεύει από τους πιο σκληρούς κι αδυσώπητους εχθρούς μας.

Θα ρωτήσουν μερικοί: Δε λυπήθηκε ο Θεός πρώτα με το χαμό τόσων πολλών χοίρων και δεύτερο με τη ζημιά των χωρικών; Μόνο ο πονηρός οδηγεί τους ανθρώπους σε τέτοιες σκέψεις, για να δείξει πως ο ίδιος είναι πιο εύσπλαχνος από το Χριστό. Τί άλλο είναι οι χοίροι, παρά άνθος του αγρού; Όταν ο Θεός δε λυπάται τα λευκά κρίνα του αγρού, που είναι στολι­σμένα καλύτερα από το βασιλιά Σολομώντα και αύριο ρίχνονται στη φωτιά, γιατί να λυπηθεί τα γουρούνια; Είναι δυσκολότερο στο Θεό να φτιάξει χοίρους από το να φτιάξει τα κρίνα του αγρού; Θα πουν όμως κάποιοι άλλοι: Δεν είναι θέμα κάλλους αλλά χρησιμότητας. Και είναι οι χοίροι χρήσιμοι στους ανθρώπους μόνο όταν τους τρέφουν και τους παχαίνουν κι όχι όταν βοηθούν στο φωτισμό της ψυχής τους; Κι εδώ ερχόμαστε στη δεύτερη περίπτωση. «Πολλών στρουθιών διαφέρετε υμείς» (Ματθ. ι’ 31). Εσείς αξίζετε περισσότερο από πολλά σπουργίτια, είπε ο Κύριος στους μαθητές Του. Δεν αξίζουν περισσότερο οι άνθρωποι από πολλούς χοίρους, έστω και δυο ή τρεις χιλιάδες απ’ αυτούς;

Ας αναλογιστεί ο καθένας τη δική του αξία. Και τότε θα φτάσει στο ασφαλές συμπέρασμα πως, σε σχέση με τη μεγάλη ωφέλεια που δέχτηκαν οι άνθρωποι, η απώλεια (των χοίρων) ήταν πολύ μικρήΉταν οπωσ­δήποτε απαραίτητο να δείξει στο αναίσθητο ανθρώπινο γένος πόσο ακάθαρτοι είναι οι δαίμονες, αλλά και πόση είναι η δύναμή τους.

Δεν υπάρχουν λόγια ανθρώπινα να το εκφράσουν καλύτερα αυτό, όσο η δαιμονοληψία κι ο πνιγμός των χοίρων τη στιγμή ακριβώς που τα ακάθαρτα πνεύματα μπήκαν μέσα τους. Ποιά λόγια θα μπορούσαν να πείσουν τους ειδωλολάτρες Γεργεσηνούς και Γαδαρηνούς, αν αυτή η τρομερή απόδειξη -ή μάλλον αποκάλυψη- δεν μπορούσε να τους ξυπνήσει από το λήθαργο της αμαρτίας και να τους κάνει να συνειδητοποιήσουν σε ποιο λάκκο τους τραβούσαν ανηλεώς οι δαίμονες, όπως έκαναν με τους χοίρους; Τί θα μπορούσε να τους φέρει ευκολότερα στην πίστη του παντοδύναμου Χριστού;

Ας δούμε όμως τι έγινε μετά. «Οι δε βόσκοντες έφυγον, και απελθόντες εις την πόλιν απήγγειλαν πάντα και τα των δαιμονιζομένων. και ιδού πάσα η πόλις εξήλθεν εις συνάντησιν τώ Ιησού, και ιδόντες αυτόν παρεκάλεσαν όπως μεταβή από των ορίων αυτών» (Ματθ. η’ 33, 34). Οι βοσκοί κι οι κάτοικοι της πόλης φοβήθηκαν πολύ (Λουκ. η’ 35), τρόμαξαν. Είδαν κάτι που ποτέ τους δεν είχαν δει ή ακούσει. Οι δαιμο­νισμένοι που τους κατατρόμαζαν τόσα χρόνια, τώρα κάθονταν στα πόδια του Χριστού ήρεμοι, νηφάλιοι. Άκουσαν το περιστατικό από τους αποστόλους και τους βοσκούς, πως δηλαδή ο Χριστός θεράπευσε τους δαιμονισμένους κι έτρεμαν από φόβο μπροστά στο Χριστό. Όταν άκουσαν μάλιστα πως οι δαίμονες τον παρακαλούσαν έντρομοι να τους επιτρέψει να μπουν στους χοίρους, αν τους έβγαζε από τους ανθρώπους, η κατάπληξή τους μεγάλωσε. Έμαθαν τελικά πως τα πονηρά πνεύματα όρμησαν σαν ανεμοστρόβιλος, παρέσυσαν τους χοίρους και τους έριξαν στη θάλασσα.

Τ’ άκουσαν όλ’ αυτά οι Γεργεσηνοί κι οι Γαδαρηνοί και τα συνειδητοποίησαν καλά. Μετά είδαν και τους δυο θεραπευμένους, που ενώ λίγο νωρίτερα έμοιαζαν νεκροί, τώρα κάθονταν ιματισμένοι και σωφρονούντες, σα ν’ αναστήθηκαν εκ νεκρών. Κοίταξαν μετά το πρό­σωπο του πράου και ταπεινού Κυρίου. Έστεκε ήρεμα και ειρηνικά μπροστά τους, σα να μην είχε κάνει λίγο πριν ένα θαύμα μεγαλύτερο από το να ισοπεδώσει το λόφο των Γεργεσών και να το ρίξει στη θάλασσα. Απ’ όλ’ αυτά ένα κράτησαν οι κάτοικοι των δύο πόλεων στο νου και την καρδιά τους: πώς τα γουρούνια τους χάθηκαν, η περιουσία τους καταστράφηκε χωρίς επανόρθωση. Αντί να κάνουν μετάνοια και να τον ευχαριστήσουν που έσωσε τους δυο δαιμονισμένους, εκείνοι παραπονιούνταν επειδή έχασαν τα γουρούνια! Αντί να προσκαλέσουν τον Κύριο για να τον φιλοξενήσουν, του ζήτησαν να φύγει από τα όριά τους όσο γίνεται πιο γρήγορα. Αντί να υμνήσουν και να δοξολογήσουν το Θεό, εκείνοι άρχισαν να θρηνούν για το χαμό των γουρουνιών.

 

***

 

Ας μη βιαστούμε να κατηγορήσουμε την αγάπη των Γεργεσηνών για τα γουρούνια τους, προτού αξιολογήσουμε τη σημερινή κοινωνία. Να εκτιμήσουμε όλους τους συμπολίτες μας που επίσης είναι πολύ δεμένοι με τα ζώα τους, όπως οι Γεργεσηνοί, που νόμιζαν πως τα γουρούνια τους αξίζουν περισσότερο από τους γείτονές τους. Για σκεφθείτε, πόσοι είναι σήμερα εκείνοι απ’ αυτούς που κάνουν το σταυρό τους, ομολογούν το Χριστό με τη γλώσσα τους, αλλά πολύ σύντομα θα μπορούσαν να σκοτώσουν δυο ανθρώπους, αν η πράξη αυτή θα τους χάριζε δυο χιλιάδες χοίρους; Ή σκεφθείτε αν υπάρχουν πολλοί ανάμεσά σας που θα θυσίαζαν δυο χιλιάδες χοίρους για να σώσουν τη ζωή δύο δαιμονισμένωνΑς ντραπούν εκείνοι που κατα­δικάζουν τους Γεργεσηνούς προτού κατηγορήσουν τον εαυτό τουςΑν οι Γεργεσηνοί ανασταίνονταν σήμερα από τους τάφους τους κι άρχιζαν να μετρούν πόσοι άνθρωποι έχουν την ίδια νοοτροπία μαζί τους, στην Ευρώπη θά ‘φθαναν σ’ ένα τεράστιο αριθμό. Εκείνοι τουλάχιστο ζήτησαν από το Χριστό να φύγει, ενώ οι λαοί της Ευρώπης τον απομακρύνουν οι ίδιοι. Γιατί; Για να μείνουν μόνοι με τα γουρούνια τους και τους κυρίους τους, τους δαίμονες.

Ολόκληρο το περιστατικό αυτό όμως, από την αρχή ως το τέλος, έχει κι ένα βαθύτερο νόημα. Αυτά που είπαμε ως τώρα είναι αρκετά για διδασκαλία, για υπόμνηση και για την ανάσταση όλων εκείνων που μέσα στο σώμα τους νιώθουν κλεισμένοι σα να βρί­σκονταν μέσα σε τάφο· εκείνων που αντιλαμβάνονται την επίδραση των δαιμονικών δυνάμεων στα πάθη που τους πιέζουν σαν χειροπέδες ή σαν αλυσίδες, που τους τραβούν βίαια στην άβυσσο της καταστροφής· εκείνων που, παρ’ όλ’ αυτά, πιστεύουν στην αξία του ανθρώπου, ότι η ψυχή τους αξίζει περισσότερο απ’ όλα τα γουρούνια, όλα τα κτήνη, όλες τις περιουσίες και τα πλούτη, που αναζητούν τη θεραπεία και το Θεραπευτή των ασθενειών τους περισσότερο απ’ όλα τ’ αγαθά τους.

Ολόκληρη η διήγηση τελειώνει με τα εξής λόγια: «Και εμβάς εις πλοίον διεπέρασε και ήλθεν εις την ιδίαν πόλιν» (Ματθ. θ’ 1). Στους Γεργεσηνούς δεν είπε ούτε λέξη. Σε τί θα χρησίμευαν οι λέξεις εκεί που δεν έπεισε το θαύμα; Οι λέξεις δε θα τους έκαναν να πιστέψουν. Τί αξία θα είχε να κάνει τους νεκρούς τάφους να πιστέψουν; Κατέβηκε το λόφο σιωπηλός, μπήκε στο πλοίο κι αναχώρησε. Τί ταπείνωση, πόση υπομονή, τί θεϊκό μεγαλείο! Πόσο κενή ήταν η νίκη για έναν από τους καίσαρες που έγραψε στη σύγκλητο: «Ήλθον, ειδον, εκυρίευσα!». Ο Χριστός είδε, κυρίευσε και έμεινε σιωπηλός. Κρατώντας τη σιωπή Του έδωσε στη νίκη Του έναν υπέροχο κι αιώνιο χαρακτήρα. Αν θέλουν οι ειδωλολάτρες ας μάθουν από το παράδειγμα του ταπεινού Κυρίου Ιησού, που ποτέ δε φροντίζει να εντυπωσιάσει. Όποιος τον δέχεται, δέχεται την αιώνια ζωή. Όποιος τον διώχνει από τη ζωή του, παραμένει στη συντροφιά των χοίρων, στην αιώνια παραφροσύνη και τον αιώνιο θάνατο.

Κύριε Ιησού, Υιέ του Θεού, ελέησέ μας τους αμαρτωλούς, θεράπευσέ μας, σώσε μας! Σε Σένα πρέπει δόξα και ύμνος, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.


αλλη όψις

Σάββατο, Οκτωβρίου 10, 2020

Κυριακή Δ’ Λουκά: Λόγος στο ευαγγέλιο που λέγει «βγήκε ο σπορέας να σπείρει τον σπόρο του» (Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς)







Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός εξέλεξε τους μαθητές του όχι από τους σοφούς, όχι από τους ευγενείς, όχι από τους πλούσιους ή ένδοξους, αλλά από αλιείς και σκηνορράφους, φτωχούς και αγράμματους, με σκοπό να δείξει σε όλους, ότι ούτε η φτώχεια, ούτε η απαιδευσία, ούτε η ευτέλεια, ούτε κάποιο άλλο από τα παρόμοια είναι εμπόδιο για την απόκτηση της αρετής και την επίγνωση των θείων λογίων και των μυστηρίων τού Πνεύματος, αλλά και ο φτωχότερος και ο ευτελέστερος και ο πιο αμόρφωτος, αν δείξει προθυμία και την πρέπουσα επιστροφή προς το καλό, μπορεί όχι μόνο να γνωρίσει τη θεία διδασκαλία, αλλά και ο ίδιος να καταστεί διδάσκαλος με τη χάρη του ΘεούΑυτά βέβαια που εμποδίζουν προς τη σύνεση και την κατανόηση των πνευματικών διδαγμάτων είναι η ραθυμία μας και η με όλη τη δύναμη προσκόλληση στα πρόσκαιρα και στα βιοτικά, και εξαιτίας αυτών δεν μας δίνεται χώρος και ευκαιρία για την ακρόαση και μελέτη και ανάμνηση αυτών που ακούσθηκαν, ούτε φροντίζομε για τα μελλοντικά και τα αιώνια.
Και αυτό γίνεται φανερό περισσότερο από όλα και από την περικοπή τού ευαγγελίου που διαβάζεται σήμερα.

Αφού ο Κύριος μίλησε στο λαό παραβολικά, πλησιάζοντάς τον οι μαθητές του ιδιαιτέρως ζητούσαν να μάθουν τον σκοπό και τη σημασία τής παραβολής που λέχθηκε τότε και ερωτούσαν για ποιο λόγο μιλάει στο λαό με παραβολές, που δεν οδηγούν αβίαστα στην κατανόηση. Και ο Κύριος τότε λέγει προς αυτούς· «σε σας έχει δοθεί να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας τού Θεού, ενώ σ’ εκείνους προσφέρονται με παραβολές, ώστε βλέποντας να μη βλέπουν και ακούοντας να μη αντιλαμβάνονται».
Θα μπορούσε όμως κανείς να βρει το θάρρος και να πει· και τί σημαίνει αυτό, Κύριε; Εσύ που είσαι ο μόνος μεσίτης όλων, ο μόνος Δεσπότης και προνοητής των πάντων, ο μόνος κοινός Πατέρας, ο μόνος κοινός Σωτήρας, το φως αυτών που βρίσκονται στο σκότος της άγνοιας, το φως «που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο», τώρα φωτίζεις μόνο τους επίλεκτους μαθητές σου, ενώ στους άλλους μιλάς με ασάφεια, για να μη αναληφθούν τα λεγόμενα και φωτισθούν; Ναι, λέγει. Το μοναδικό ζώο σ’ αυτόν τον κόσμο που θέλησα να πλάσω με δική του προαίρεση είναι ο άνθρωπος· ήρθα βέβαια στον κόσμο όχι να εξαλείψω το πλάσμα των χεριών μου επειδή παραφθάρθηκε, αλλά να το διασώσω. Γι’ αυτό δεν σύρω με τη βία κανένα απολύτως· μόνους άξιους να φωτισθούν θεωρώ δίκαια αυτούς που θέλουν από μόνοι τους και ποθούν και ζητούν να κάνουν πράξη τη σωτήρια γνώση· γιατί «καθένας που αιτεί λαμβάνει και καθένας που ζητεί βρίσκει, και σε όποιον κρούει, θα ανοιχθεί»· από υπερβολική όμως φιλανθρωπία ομιλώ και σε εκείνους που δεν είναι τέτοιοι, αν και όχι με σαφήνεια, για να τους παρακινήσω και να τους προτρέψω να προτιμήσουν και να μάθουν να ζητούν, ώστε να δεχθούν τη σωτήρια γνώση. Γιατί έτσι θα δοθεί και σ’ αυτούς να γνωρίσουν τα μυστήρια της βασιλείας τού ΘεούΣε σας λοιπόν, λέγει, έχει δοθεί να τα γνωρίσετε, που το επιζητείτε με ιδιαίτερη φιλοπονίαώστε να μετατρέψετε σε έργο τη γνώση. Γιατί καλό είναι όχι απλώς η γνώση, αλλ’ η έμπρακτη γνώση, όπως και η σύμφωνα με το λόγο πράξη· γιατί λέγει· «δεν θα δικαιωθούν οι ακροατές, αλλά οι εκτελεστές τού νόμου».
Αλλά βλέπετε ότι από τη δική μας απραξία και ραθυμία, αδελφοί, προέρχεται το να μη αντιλαμβανόμαστε και να μη κατανοούμε εύκολα την ιερή διδασκαλία; Αυτό λέγω και εγώ τώρα προς την αγάπη σας, που με εντολή, που ο Κύριος γνωρίζει, ορί­σθηκα διδάσκαλός σας. Αν κάποιος δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί τελείως το νόημα των διδασκομένων από εμένα στην εκκλησία, ας προσέρχεται σ’ εμένα κατ’ ιδίαν και να με ερωτά, και θ’ ακούσει με πολλή σαφήνεια και θα μετατρέψει σε έργο αυτό που άκουσε, με τη βοήθεια σ’ αυτό του Θεού, που μου δίνει λόγο, «όταν ανοίγω το στόμα μου», λόγω της επίμονης αυτής επιζήτησης αυτού.
Τώρα όμως ας δούμε από την αρχή την παραβολή. «Βγήκε ο σπορέας να σπείρει τον σπόρο του». Καλώς η χάρη τού Πνεύ­ματος νομοθέτησε να διαβάζεται τώρα η παραβολή αυτή στην εκκλησία ενώπιον όλων· γιατί τώρα είναι η εποχή τής σποράς και οι περισσότεροι φροντίζουν να παραχώνουν στη γη τούς από τη γη σπόρους. Αυτός όμως που σπέρνει στη γη τους ετήσιους καρπούς, επειδή σπέρνει φθαρτά, που αν δεν φθαρούν δεν φυτρώνουν, οπωσδήποτε θα θερίσει και θα καρπωθεί φθαρτά, πρόσκαιρη συντήρηση της σάρκας που έπειτα από λίγο θα διαλυθεί. Θα διδαχθούμε όμως με την παραβολή αυτή ποιά είναι τα πνευματικά και άφθαρτα σπέρματα και ποιος ο καιρός τής σποράς αυτής, ποιος επίσης ο σπορέας αυτών και ποια η κατάλληλη γι’ αυτά γη, για να μη κοπιάζομε με την ελπίδα τού θερισμού που θα μας θρέ­ψει πρόσκαιρα, αλλά και να κάνομε τα πάντα με την ελπίδα τού θέρους που θα μας προσφέρει αιώνια ζωή. Γιατί λέγει, «βγήκε ο σπορέας να σπείρει τον σπόρο του». Ποιός είναι αυτός; Είναι ο ίδιος ο Κύριος, αυτός που μέσω του Ψαλμωδού προείπε για τον εαυτό του, «θ’ ανοίξω το στόμα μου με παραβολές». Αλλά από πού βγήκε αυτός που είναι παντού παρών; Και πού ήρθε αυτός που δεν είναι από πουθενά απών; Αυτός λέγει πάλι για τον εαυτό του, «βγήκα από τον Πατέρα μου και ήρθα στον κόσμο». Βγήκε από τον Πατέρα του χωρίς να αποχωρισθεί από τους πατρικούς κόλπους, και ήρθε στον κόσμο αυτός που βρίσκεται μέσα στον κόσμο και μέσω του οποίου έγινε ο κόσμος, και κατέβηκε από τον ουρανό στη γη αυτός που γεμίζει τον ουρανό και τη γη. Ώστε το να εξέλθει ο μονογενής τού Θεού και το να έχει κατεβεί από τους ουρανούς δεν δηλώνει τίποτε άλλο, παρά την με σάρκα παρουσία του στον κόσμο και την κένωσή του από το απόρρητο ύψος της θεότητας στη μηδαμινότητα της ανθρώπινης φύσης.
Βγήκε λοιπόν αυτός έτσι «για να σπείρει τον σπόρο του». Ποιός είναι αυτός ο σπόρος; Ο λόγος τής διδασκαλίας, τα λόγια τής αιώνιας ζωής, οι εντολές τής αθανασίας, η επαγγελία τής νέας ζωής, το ευαγγέλιο της βασιλείας των ουρανών. Αυτού είναι αυτά· γιατί και αυτός λέγει για τον εαυτό του, «τα λόγια που εγώ λαλώ, είναι πνεύμα και ζωή», και ο Πέτρος έλεγε προς αυτόν, «έχεις λόγια ζωής αιώνιας». Μόνον αυτού λοιπόν είναι ο τέτοιος σπόρος και μόνον αυτός είναι που τον σπέρνει ασταμάτητα, με το οποίο γίνεται φανερό ότι αυτός είναι ο Θεός των πάντων. Βέβαια κάθε διδάσκαλος και ευαγγελιστής και κήρυκας της ευσέβειας και του ευσεβούς τρόπου ζωής σπέρνει ασφαλώς και αυτός τα λόγια τής ζωής, τον λόγο τής ευαγγελικής και ουράνιας διδασκαλίας, αλλά, αφού υπηρετήσει στη γενεά του τη βουλή τού Θεού, παρέρχεται, ενώ δεν υπήρχε ούτε προηγουμένως· και ο λόγος βέβαια της σωτηρίας που διδάσκοντας σπέρνει δεν είναι δικός του, αλλά του Θεού, που και συνεργεί με αυτόν και «του δίνει λόγο όταν ανοίγει το στόμα του».
Ο Κύριος όμως Ιησούς Χριστός, όντας Θεός αληθινός, έχει δικό του τον σπόρο αυτό τής αιώνιας ζωής και αυτός σπέρνει παντοτινά και μέσω του φυσικού νόμου μέσα στη κτίση, και μέσω του νόμου που έχει δοθεί γραπτώς στους Ισραηλίτες, και μέσω του προφητικού λόγου, και μέσω του ευαγγελίου τής χάριτος ύστερα. Καιρός βέβαια του σπόρου αυτού του είδους είναι όλος ο βίος κάθε ανθρώπου, και μάλιστα όλος ο χρόνος μετά την παρουσία τού Κυρίου μέχρι τη συντέλεια, ενώ καιρός τού θερισμού τού σπόρου αυτού είναι ο κατά την προσδοκώμενη δεύτερη έλευση και παρουσία τού Κυρίου· γι’ αυτό και ο απόστολος λέγει, «ο γεωργός οφείλει να οργώνει με ελπίδα», και «αυτός που σπέρνει στο πνεύμα, θα θερίσει αιώνια ζωή»· και ο Ψαλμωδός προφήτης· «αυτοί που σπέρνουν τώρα με δάκρυα, θα θερίσουν τότε με αγαλλίαση»
Βγήκε ο Κύριος να σπείρει τον σπόρο του. ΠούΣτις καρδιές των ανθρώπων γιατί αυτές είναι τα χωράφια που δέχονται τα πνευματικά σπέρματα. Από αυτές άλλες μοιάζουν με δρόμο, καταπατημένες κατά κάποιο τρόπο και καταπιεσμένες από τους πονηρούς λογισμούς και τα πάθη και από τους επόπτες αυτών, τους πονηρότατους δαίμονες, άλλες μοιάζουν με πετρώδη γη, όσες από μικροψυχία και πώρωση δεν μπορούν να συγκρατήσουν μέχρι το τέλος τα σπέρματα της διδασκαλίας και να καρποφορήσουν με αυτά καρπούς προς αιώνια ζωή, και άλλες μοιάζουν με γεμάτο από αγκάθια έδαφος, επειδή το ενδιαφέρον τους συγκεντρώνεται στα κτήματα και τον πλούτο και τις πρόσκαιρες απολαύσεις και στα προερχόμενα από αυτές.
Καθώς λοιπόν παρατηρούνται πολλές διαφορές στις καρδιές τών ανθρώπων, «βγήκε» λέγει, «ο σπορέας να σπείρει τον σπόρο του· και καθώς έσπερνε, άλλος έπεσε στο δρόμο και καταπατήθηκε και το κατέφαγαν τα πετούμενα του ουρανού». Ένα μέρος λοιπόν, λέγει, ότι έπεσε στο δρόμο, δηλαδή σε καρδιές που ή ήταν έξω από την κύρια και ευθεία οδό, γι’ αυτό και καταπατήθηκε από τους πονηρούς δαίμονες που περπατούν στον κακότοπο, ή ήταν στην πονηρή οδό αυτών, γι’ αυτό και τα πετεινά τού ουρανού, δηλαδή τα εναέρια πονηρά πνεύματα, τον κατέφαγαν και τον αφάνισαν, και έτσι οι άνθρωποι εκείνοι είναι σαν να μη άκουσαν καθόλου τον λόγο τού Θεού· γιατί λέγει, «εκείνοι που έπεσαν δίπλα στο δρόμο είναι οι άνθρωποι που άκουσαν, έπειτα έρχεται ο διάβολος και αφαιρεί από τις καρδιές τους τον λόγο, για να μη σωθούν πιστεύοντας». «Και άλλο μέρος», λέγει, «έπεσε στην πέτρα», ενώ ο Ματθαίος λέγει, «στα πετρώδη μέρη», δηλαδή σε πωρωμένη και σκληρή καρδιά, μέσα στην οποία δεν μπορεί να εισχωρήσει ο λόγος, ώστε να την κυριεύσει με δύναμη και να ριζωθεί κατά κάποιο τρόπο μέσα σ’ αυτήν. Γι’ αυτό και λέγει, «αφού φύτρωσε, ξηράθηκε, γιατί δεν είχε ικμάδα»· δηλαδή, αφού έμεινε λίγο και φάνηκε να προοδεύει κάπως, έπειτα εξαφανίσθη­κε, καθώς προέκυψαν κάποιοι πειρασμοί, χωρίς να μπορέσει να φέρει τέλειο καρπό εξ’ αιτίας τής αδυναμίας της προαίρεσης· γιατί λέγει, «εκείνοι που έπεσαν πάνω στην πέτρα είναι εκείνοι που όταν ακούσουν τον λόγο τον δέχονται με χαρά, δεν έχουν όμως ρίζα, αλλά πιστεύουν προσωρινά, και σε καιρό πειρασμού απομακρύνονται». «Και άλλο μέρος έπεσε ανάμεσα στα αγκάθια», δηλαδή σε καρδιές που είναι τελείως προσκολλημένες στα σωματικά και πρόσκαιρα και βιωτικά και βυθισμένες στις φροντίδες γι’ αυτά και στις ηδονές από αυτά. Γι’ αυτό και αφού βλάστησαν τα τέτοια αγκάθια μαζί με τον σπόρο, τον κατέπνιξαν και τον αφάνισαν. Γιατί λέγει, «αυτό που έπεσε στα αγκάθια είναι εκείνοι που άκουσαν τον λόγο, αλλά πορευόμενοι μέσω των φροντίδων και του πλούτου και των ηδονών τού βίου πνίγονται μαζί μ’ αυτά και δεν φέρουν καρπό».
Αφού ο Κύριος απομάκρυνε έτσι και αποδοκίμασε και εκείνους που δεν πρόσεξαν στη διδασκαλία τού θείου Πνεύματος, και που αυτοί είναι όσοι έπεσαν δίπλα στο δρόμο, και εκείνους που πρόσεξαν βέβαια, αλλά για λίγο, και που είναι αυτοί που μοιάζουν με πετρώδη γη, και εκείνους που τη δέχθηκαν οπωσδήποτε και την κρατούν με γνώση, αλλ’ έχουν διαφθαρεί από τον πλούτο και τη δόξα και την απόλαυση (γιατί αυτοί είναι οι ακανθώδεις), έπειτα με την παραβολή εισάγει και παρουσιάζει ποιοι είναι οι ευδόκιμοι, λέγοντας, «το άλλο μέρος έπεσε στο εύφορο το έδαφος», δηλαδή σε ψυχή που έχει καλή και αγαθή προαίρεση, η οποία και δέχεται με προθυμία και κρατεί μέσα της τον λόγο τής διδασκαλίας, μη επιτρέποντας στους εχθρούς τής σωτηρίας της να δημιουργήσουν μέσα από αυτήν είσοδο, και τον φυλάσσει υπομονετικά, μένοντας με σταθερότητα στα όσα άκουσε, με το να υποφέρει, με γενναιότητα τους πειρασμούς και τελεσφορεί, απορρίπτοντας τον χρηματιστικό και απολαυστικό και ρευστό βίο, και φέρει καρπό, όπως λέγει ο θείος Μάρκος, «που ανεβαίνει και αυξάνει σε τριάντα και εξήντα και εκατό φορές περισσότερο».
Θα μπορούσε όμως κάποιος να ονομάσει αυτά δουλεία, μισθοφορία, υιότητα. Πραγματικά αυτός που πλησιάζει τον Θεό αληθινά, πρώτα βέβαια ως υπεύθυνος είναι δούλος εξ αιτίας τής πρώτης ανυποταξίας και ανυπακοής, έπειτα, αφού δουλεύσει, επιθυμεί και μισθό, και αφού προκόψει στην αγάπη, είναι σαν υιός πλέον, που έχει φθάσει στην κατοχή τής αρετής και υπακούει κατά τρόπο φυσικό και αβίαστο στον ουράνιο Πατέρα. Ας προσπαθήσομε, αδελφοί, ή τη θεία υιοθεσία να κερδίσομε με την αγάπη προς τον Θεό, την απομάκρυνση από όλα τα γήινα, και τη διαρκή προσευχή και ψαλμωδία και απερίσπαστη προσήλωση σ’ αυτά, ή να συνταχθούμε με τους μισθωτούς, κατορθώνοντας την σε όλα εγκράτεια κατά τον αγώνα, ή να συναριθμηθούμε με τους δούλους πενθώντας τις προηγούμενες αμαρτίες μας· όποιος είναι έξω και από τα τρία αυτά, είναι έξω από τον χορό των σωζομένων.
Αλλά, λέγει, «λέγοντας αυτά ο Κύριος φώναζε, όποιος έχει αυτιά για να ακούει ας ακούει». Όχι ότι δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι αυτιά, αλλ’ ότι δεν τα έχουν όλοι για να ακούνε τον λόγο τής σωτηρίας. Επειδή όμως, σύμφωνα μ’ αυτό που λέγεται, «νους βλέπει και νους ακούει», αυτοί που ακούουν με νου και σύνεση, αυτοί έχουν αυτιά ν’ ακούουν. Αν επί πλέον «είναι και αγαθή η σύνεση εκείνων που την πραγματοποιούν» και ο λόγος διαβάζεται με τις πράξεις, εκείνος έχει αυτιά για ν’ ακούει, όχι εκείνος που απλώς ακούει, αλλ’ αυτός που υπακούει και κάνει πράξη αυτό που άκουσε.
Ας ακούσομε λοιπόν, αδελφοί, και εμείς με σύνεση, παρακαλώ, προ πάντων το ότι δεν είπε ο Κύριος, ότι βγήκε να οργώσει τα λογικά χωράφια, ούτε να κατακόψει δυο και τρεις φορές και να ξερριζώσει τις ρίζες τών άγριων βοτανών και να καταθρυμματίσει τους βώλους, δηλαδή να προκαλλιεργήσει τις καρδιές και τις διά­νοιές μας, αλλά βγήκε απευθείας να σπείρει. Γιατί; Επειδή η πριν από τη σπορά καλλιέργεια αυτή της ψυχής πρέπει να γίνεται από μας. Γι’ αυτό και ο πρόδρομος του ευαγγελίου τής χάριτος από πριν προέτρεπε με μεγάλη φωνή, λέγοντας, «ετοιμάσατε την οδό τού Κυρίου, κάμετε ευθείς τους δρόμους του», και «μετανοείτε, γιατί πλησίασε η βασιλεία τών ουρανών». Ετοιμασία βέβαια και αρχή μετάνοιας είναι η αυτομεμψία, η εξομολόγηση, η αποχή από τα κακά. Αλλά και επί πλέον απειλεί εκείνους που δεν είναι έτσι προετοιμασμένοι, ώστε να φέρουν καρπούς άξιους της μετάνοιας· γιατί λέγει· «κάθε δένδρο που δεν κάμνει καλό καρπό κόβεται και ρίχνεται στη φωτιά». Εκκοπή ασφαλώς είναι η απόφαση του Θεού εναντίον εκείνων που αμαρτάνουν αμετανόητα, σύμφωνα με την οποία, αφού αποσπασθούν και από την παρούσα και από τη μέλλουσα ζωή, παραπέμπονται, αλλοίμονο, στην άσβεστη γέεννα του πυρός.
Ας μετανοήσομε λοιπόν, αδελφοί, και ας δείξομε καρπούς άξι­ους της μετάνοιας· ας απομακρυνθούμε καθένας από τις κακίες του· ας μάθομε να λέμε και να πράττομε καλά· ας καταστήσομε τους εαυτούς μας πρόθυμους για την υποδοχή τού ουράνιου σπέρματος, του λόγου τής ζωής· ας σταματήσομε τη γλώσσα μας από τα κακά (ποιά είναι αυτά; η ματαιολογία, η κατηγορία, η καταλα­λιά), και τα χείλη μας, ώστε να μη εκστομίζουν όρκους και ψεύδη και φλυαρίες. Προφανώς αυτά είναι τα από την παραβολή λεγόμενα πονηρά πετεινά τού ουρανού, τα οποία κατατρώγουν και αφανίζουν το καλό σπέρμα. Γιατί κάθε λόγος είναι κατά κάποιο τρόπο εναέριο πτηνό· γι’ αυτό και κάποιοι ονόμασαν τους λόγους πτερόεντες. Ο πονηρός όμως λόγος, βγαίνοντας από τον πονηρό θησαυρό τής καρδιάς, σαν από φωλιά, μέσω του στόματος, αφαιρεί τον αγιασμό τής ψυχής· γι’ αυτό και ο Κύριος λέγει αλλού, ότι «αυτά που βγαίνουν από το στόμα είναι εκείνα που μολύνουν τον άνθρωπο». Να μη βγαίνει λοιπόν λόγος σάπιος από το στόμα σας αλλ’ εκείνος που είναι ικανός να προσφέρει εποικοδόμηση σ’ όσους τον ακούνε.
Κανένας λοιπόν από σας να μη είναι τόσο προσηλωμένος στα βιωτικά, ώστε ν’ απολιθωθεί κατά κάποιο τρόπο από αυτά, και να μη μπορεί ν’ ανοίγει τα αυτιά και την καρδιά στη δροσιά τών λόγων τής διδασκαλίας τού Πνεύματος. Γιατί δηλαδή το χώμα τής γης, όταν δέχεται τη βροχή, φουσκώνει και μαλακώνει και λιπαίνεται, ενώ το κεραμίδι μένει σκληρό και ξηρό και αδιάλυτο; όχι γιατί η γη θερμαίνεται με τις ακτινοβολίες τού ηλίου, αλλά δεν  κατακαίεται, γι’ αυτό και έχει ανοιχτούς τους πόρους προς υποδοχή τής βροχής, ενώ το κεραμίδι κατακαιόμενο από τη βίαια επαφή με τη φωτιά έχει τους πόρους στο βάθος δυνατά σφραγισμένους και κλειστούς, ώστε να μη μπορούν να δέχονται τη βροχή, έστω και αν είναι πάρα πολύ λεπτή; Έτσι και αυτός που κατέχεται από τα σωματικά και τα γήινα και τα βιωτικά σκληρύνεται υπερβολικά και για πάντα στην καρδιά και έχοντας νεκρωμένη τη διάνοια πριν επιστρέψει στη γη δεν συναισθάνεται την από τον Θεό διδασκαλία· αυτός όμως που χρησιμοποιεί τον κόσμο αυτό και σύμφωνα με την παραίνεση του αποστόλου δεν κάνει κατάχρηση αυτού, θα είναι έτοιμος να ζητεί και ν’ ακούει με σύνεση και να ενεργεί με ζήλο και προθυμία και τα ουράνια· και όχι μόνο ν’ ακούει έτσι, αλλά και να κρατά μέσα του τη διδασκαλία και να την μετατρέπει σε έργο, για να μακαρισθεί από τον Κύριο εξομοιούμενος με τον πιστό και φρόνιμο δούλο· γιατί λέγει· «αυτός που ακούει τους λόγους μου και τους εφαρμόζει, αυτόν θα τον θεωρήσω όμοιο με φρόνιμο άνδρα».
Αυτός που παραδίδεται αποχαυνωμένος στη γαστριμαργία και το υπερβολικό ποτό και τις απολαύσεις και τη μέθη να μη το κάνει αυτό στο εξής, αλλιώς μάταια θα δεχθεί το ουράνιο σπέρμα, τον λόγο τής διδασκαλίας. Γιατί δεν θα μπορέσει να φανεί καρποφόρα γη για τον Θεό. Όλοι εσείς γνωρίζετε ότι, όταν το υγρό υπερχειλίζει στα σπαρμένα χωράφια, αυτά δεν μπορούν να φέρουν καρπό· πώς λοιπόν θα μπορέσει να παρουσιάσει ουράνιο καρπό μια καρδιά που είναι καταμουσκεμένη με απολαύσεις και κρασοπότια; Αυτός που περιέπεσε σε κάποια ακαθαρσία πορνείας ας επιστρέψει και ας απομακρυνθεί απ’ αυτήν και ας καθαρίσει τον εαυτό του με τη μετάνοια. «Μήπως δηλαδή αυτός που πέφτει δεν σηκώνεται, ή αυτός που απομακρύνεται δεν επιστρέφει;». Γιατί αν κυλιέται σ’ αυτόν τον βόρβορο, πώς δεχόμενος το θείο μύρο θα το κρατήσει μέσα του αβλαβές, το πολύτιμο μαργαριτάρι, εννοώ τον σωτήριο λόγο; Το μαργαριτάρι δεν φοριέται σε χοίρο, και το μύρο από τους συνετούς δεν ανακατεύεται με τον βόρβορο· γιατί είτε κάποιος χύσει αυτό και το αναμίξει με την κοπριά, είτε το βάλει σε ακάθαρτο σκεύος, όμοια αχρειώνει και καταστρέφει το μύρο, αν και βέβαια το θείο μύρο είναι απαθές· αλλ’ αυτό που θα πάθαινε, αν ήταν παθητό, αχρειωνόμενο, αυτό οπωσδήποτε θα πάθει αυτός που το τοποθέτησε σε τέτοιο σκεύος και δεν απομακρύνεται από την αμαρτία. Ο πλεονέκτης να σταματήσει στο εξής την πλεονεξία του, αλλά και να δίνει από όσα έχει σε εκείνους που δεν έχουν. Γιατί, αν δεν το κάνει αυτό, δεν θα διαφύγει τη θεία οργή, και αν δεν διαφύγει τη θεία οργή, πώς θα υποδεχθεί το θείο σπέρμα; Γιατί προς εκείνους που ερώτησαν, πώς θα αποφύγομε τη θεία οργή, ο Ιωάννης, ο Πρόδρομος του Κυρίου, έλεγε· «όποιος έχει δύο χιτώνες να προσφέρει τον ένα σε εκείνον που δεν έχει, και όποιος έχει τρόφιμα να κάνει το ίδιο».
Και γενικά ο καθένας σας τ’ αγκάθια και τα τριβόλια της αμαρτίας που έθρεψε μέσα του με την εμπαθή και φιλήδονη ζωή να τα ξερριζώσει με τη μετάνοια. Γιατί έτσι θα καλλιεργήσει τον εαυτό του και θα ετοιμασθεί για την υποδοχή τού σωτήριου σπέρματος και, αφού το λάβει, θα τελεσφορήσει και θα καρποφορήσει την αιώνια ζωή, για την οποία ζωή όχι μόνο τις ορέξεις τού σώματος αλλά, αν χρειασθεί, και την ίδια τη ζωή μας να προσφέρομε, γιατί έτσι θ’ ακολουθήσομε τα δεσποτικά ίχνη και θα γίνομε μέτοχοι τής με τη χάρη του Χριστού δόξας και βασιλείας, ζώντας μαζί μ’ αυτόν και δοξαζόμενοι μαζί του αιώνια.
Και μάρτυράς μας αδιάψευστος είναι ο κορυφαίος των μαρτύρων, ο θαυματουργός και μυροβλύτης Δημήτριος, στου οποίου την εικόνα γονατίζουν και παρίστανται χαρούμενοι βασιλείς και ιερείς, επειδή ακολούθησε τα δεσποτικά ίχνη με τον βίο και τον λόγο και τα πάθη, τού οποίου ευπρόσδεκτος πανηγυριστής και κοινωνός τής προκηρυσσόμενης ήδη τελετής θα είναι όχι γενικά οποιοσδήποτε, αλλ’ όποιος έχει προετοιμασθεί με τη μετάνοια. Γιατί, αυτός που απομακρύνθηκε από κάθε υλική προσπάθεια και, σύμφωνα με τον Παύλο, απέδειξε τον εαυτό του ολόκληρον ευωδία σε τέτοιο βαθμό, ώστε μετά την άθληση ν’ αναδείξει και τη σορό του πηγή ευωδέστατων μύρων, πώς θα δεχθεί να χορεύει γύρω του και να αναπέμπει ύμνους αυτόν που αναδίδει εμπαθή ύλη και εκπέμπει σαπίλα από αθεράπευτους μώλωπες αμαρτημάτων; Γιατί, σύμφωνα μ’ αυτό που έχει γραφεί, «δεν είναι ωραίος ο ύμνος των μαρτύρων σε στόματα αμαρτωλών». Ώστε λοιπόν, προεορτάζοντας, ας προκαθαρίσομε επίσης τους εαυτούς μας για την επερχόμενη κύρια ημέρα τής πανηγύρεως του μεγαλομάρτυ­ρα, ώστε, αφού ευφρανθούμε πνευματικά με την ανάμνηση των άθλων του για τον Χριστό και τον πριν από τους άθλους κατά Χριστόν βίο του και ευφρανθούμε μαζί μ’ αυτόν, να λάβομε αυτό αρραβώνα τής ελπιζόμενης από μας συμβίωσης μαζί με τους αιώνια ευφραινόμενους στους ουρανούς.
Αυτή τη συμβίωση είθε να επιτύχομε όλοι μας με τις πρεσβείες τού πολιούχου τής πόλης μας και Χριστομάρτυρα προς δόξα τού Πατέρα και τού Υιού και τού αγίου Πνεύματος, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.
(Πηγή: Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 11, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»)

άλλη όψις