Παρασκευή, Απριλίου 30, 2021



Μακαρίζω τα χέρια σου, Ιωσήφ, που υπηρέτησαν και ψηλάφισαν τα θεόσωμα χέρια και πόδια του Ιησού, που έσταζαν ακόμη αίμα. Μακαρίζω τα χέρια σου, που άγγιξαν την αιμορροούσα πλευρά του Θεού πριν από τον πιστό – άπιστο Θωμά που είχε αξιέπαινη περιέργεια. Μακαρίζω το στόμα σου που γέμισε αχόρταγα και ασπάσθηκε το στόμα του Ιησού κι’ από εκεί γέμισε με Άγιο Πνεύμα. Μακαρίζω τα μάτια σου που ενώθηκαν με τα μάτια του Ιησού, και από εκεί πήραν το αληθινό φως. Μακαρίζω το πρόσωπο σου που πλησίασε το πρόσωπο του Θεού. Μακαρίζω τους ώμους σου που σήκωσαν Αυτόν που βαστάζει όλους. Μακαρίζω το κεφάλι σου που το άγγιξε ο Ιησούς, η κεφαλή των πάντων. Μακαρίζω τα χέρια σου στα οποία βάσταξες Αυτόν που βαστάζει τα πάντα. Μακαρίζω τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο, γιατί έγιναν Χερουβίμ μπροστά στα Χερουβίμ σηκώνοντας και μεταφέροντας επάνω τους τον Θεό. Γιατί έγιναν υπηρέτες του Θεού μπροστά στα εξαπτέρυγα Σεραφίμ, όχι με τα φτερά, αλλά με τα σεντόνια καλύπτοντας και τιμώντας τον Κύριο. Αυτόν που τρέμουν τα Χερουβίμ Τον μεταφέρουν επάνω στους ώμους τους ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος και γεμίζουν από έκσταση όλες οι τάξεις των ασωμάτων Αγγέλων.

[Άγιος Επιφάνιος Σαλαμίνος] 

ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ




Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Παρασκευῇ, τὰ ἅγια καὶ σωτήρια καὶ φρικτὰ Πάθη τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπιτελοῦμεν, τοὺς ἐμπτυσμούς, τὰ ῥαπίσματα, τὰ κολαφίσματα, τὰς ὕβρεις, τοὺς γέλωτας, τὴν πορφυρᾶν χλαίναν, τὸν κάλαμον, τὸν σπόγγον, τὸ ὄξος, τοὺς ἥλους, τὴν λόγχην, καὶ πρὸ πάντων, τὸν σταυρόν, καὶ τὸν θάνατον, ἃ δι' ἡμᾶς ἑκὼν κατεδέξατο, ἔτι δὲ καὶ τὴν τοῦ εὐγνώμονος Λῃστοῦ, τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ, σωτήριον ἐν τῷ Σταυρῷ ὁμολογίαν.
Στίχοι εἰς τὴν Σταύρωσιν
Ζῶν εἶ Θεὸς σύ, καὶ νεκρωθεὶς ἐν ξύλῳ,
Ὦ νεκρὲ γυμνέ, καὶ Θεοῦ ζῶντος Λόγε.
Ἕτεροι εἰς τὸν εὐγνώμονα Λῃστὴν
Κεκλεισμένας ἤνοιξε τῆς Ἐδὲμ πύλας,
Βαλὼν ὁ Λῃστὴς κλεῖδα τό, Μνήσθητί μου.
Κοντάκιον
Τὸν δι' ἡμᾶς Σταυρωθέντα, δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν· αὐτὸν γὰρ κατεῖδε Μαρία ἐπὶ τοῦ ξύλου, καὶ ἔλεγεν· Εἰ καὶ σταυρὸν ὑπομένεις, σὺ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.
Ὁ Οἶκος
Τὸν ἴδιον Ἄρνα, ἡ ἀμνὰς θεωροῦσα πρὸς σφαγὴν ἑλκόμενον, ἠκολούθει Μαρία, τρυχομένη μεθ' ἑτέρων γυναικῶν, ταῦτα βοῶσα· Ποῦ πορεύῃ Τέκνον, τίνος χάριν, τόν ταχὺν δρόμον τελεῖς; μὴ ἕτερος γάμος πάλιν ἐστὶν ἐν Κανᾷ; Κᾀκεὶ νῦν σπεύδεις, ἵνα ἐξ ὕδατος αὐτοῖς οἶνον ποιήσης; συνέλθω σοι Τέκνον, ἢ μείνω σοι μᾶλλον, δός μοι λόγον Λόγε, μὴ σιγῶν παρέλθῃς με, ὁ ἁγνὴν τηρήσας με· σὺ γὰρ ὑπάρχεις ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου.
ΣΥΝΑΞΑΡΙΟΝ
Αφού ο Κύριός μας παραδόθηκε από το φίλο και μαθητή Του, που τον πούλησε για τριάντα αργύρια, πρώτα-πρώτα οδηγείται στον Άννα, τον αρχιερέα. Αυτός με τη σειρά του Τον στέλνει στον Καϊάφα. Εκεί Τον φτύνουν στο πρόσωπο και Τον χτυπούν στο μάγουλο. Την ώρα μάλιστα που Τον εμπαίζουν και Τον περιγελούν, ακούει να Του λένε· «Προφήτευσέ μας, Χριστέ, ποιος σε χτύπησε»; Εκεί ήλθαν και ψευδομάρτυρες που Τον κατηγορούσαν ότι είπε: «Γκρεμίστε αυτόν το ναό, και σε τρεις μέρες θα τον ξαναχτίσω». Επιπλέον ισχυρίζονταν ότι ονόμασε τον εαυτό Του Υιό του Θεού. Τότε κι ο αρχιερέας μη μπορώντας τάχα ν’ αντέξει τη βλασφημία, έσχισε το χιτώνα του.
Όταν ξημέρωσε, οδηγείται στον Πιλάτο, στο Πραιτώριο, όμως οι Ιουδαίοι -λέει το Ευαγγέλιο- δε μπήκαν μέσα, για να μη μολυνθούν, γιατί ήθελαν να φάνε το Πάσχα καθαροί…!
Βγαίνει, λοιπόν, έξω ο Πιλάτος και τους ρωτάει «Τι τον κατηγορείτε;». Κι επειδή δεν Του βρήκε τίποτα επαρκές για κατηγορία, Τον στέλνει πίσω στον Καϊάφα. Εκείνος όμως πάλι Τον γύρισε στον Πιλάτο, γιατί ο Καϊάφας ήταν αυτός ο οποίος παρακινούσε τους Ιουδαίους να Τον σκοτώσουν. Ο Πιλάτος τότε τους λέει: «Πάρτε τον εσείς, κρίνετέ τον σύμφωνα με το νόμο σας, και σταυρώστε τον». Αυτοί όμως του απαντούν « Εμάς δε μας επιτρέπεται να σκοτώσουμε κανέναν», προκαλώντας έτσι τον Πιλάτο να Τον σταυρώσει. Ρωτάει, λοιπόν, το Χριστό ο Πιλάτος, αν είναι βασιλιάς των Ιουδαίων. Εκείνος το παραδέχεται, αλλά διευκρινίζει ότι είναι αιώνιος Βασιλιάς. «Δεν είναι σ’ αυτόν τον κόσμο η Βασιλεία μου», του λέει. Ο Πιλάτος, επειδή θέλει να Τον ελευθερώσει, αρχικά λέει στους Ιουδαίους ότι δε βρίσκει καμιά πειστική κατηγορία εναντίον Του. Έπειτα τους προβάλλει το έθιμο της εορτής, δηλαδή το να απελευθερώνει κάθε χρόνο έναν από τους φυλακισμένους. Όμως σ’ αυτούς ο Βαραββάς είναι πιο αρεστός από το Χριστό. Έτσι ο Πιλάτος, κάνοντας το χατίρι των Ιουδαίων, πρώτα-πρώτα μαστιγώνει τον Ιησού. Ύστερα τους Τον ξαναπαρουσιάζει δεμένο και κυκλωμένο από στρατιώτες, ντυμένο με μια κόκκινη χλαμύδα, να φοράει αγκάθινο στεφάνι, να κρατάει ένα καλάμι στο δεξί Του χέρι και να εμπαίζεται από τους στρατιώτες που Του έλεγαν: «Χαίρε, βασιλιά των Ιουδαίων!». Έτσι, αφού έκανε όλες αυτές τις παρανομίες για να τους ευχαριστήσει, πάλι τους λέει ο Πιλάτος: «Δεν του βρίσκω καμία κατηγορία για να τον καταδικάσω ως ένοχο θανάτου». Αυτοί όμως επέμεναν: «Εμείς θα τον τιμωρήσουμε, γιατί ονομάζει τον εαυτό του υιό του Θεού». Καθώς λέγονταν όλα αυτά, ο Ιησούς σώπαινε. Κι οι όχλοι κραύγαζαν προς τον Πιλάτο: «Σταύρωσέ τον, σταύρωσέ τον». Ήθελαν να Τον καταδικάσουν σε ατιμωτικό θάνατο, για να εξαλείψουν μ’ αυτόν τον τρόπο κάθε καλή ανάμνηση γι’ Αυτόν. Τότε ο Πιλάτος, για να τους κάνει να ντραπούν (και να σκεφθούν πιο συνετά), τους λέει: «Το Βασιλιά σας να σταυρώσω;» Αυτοί όμως απαντούν ότι δεν έχουν άλλο βασιλιά εκτός από τον Καίσαρα. Κι επειδή δεν κατάφεραν τίποτα κατηγορώντας Τον μόνο ως βλάσφημο, γι’ αυτό ακριβώς αναφέρουν τον Καίσαρα, για να ικανοποιήσουν μ’ αυτόν τον τρόπο τη μανία τους (για την καταδίκη του Χριστού). Γιατί είχαν ένα νόμο που έλεγε ότι, όποιος θεωρεί τον εαυτό του βασιλιά, αντιστέκεται στον Καίσαρα. Κι ενώ συνέβαιναν αυτά, η γυναίκα του Πιλάτου του στέλνει αγγελιοφόρο ζητώντας του να αθωώσει τον Ιησού, γιατί τη νύχτα κατατρόμαξε και βασανίστηκε για χάρη Του από φοβερά όνειρα. Του λέει λοιπόν: «Μην αναμιχθείς στην υπόθεση αυτού του δικαίου ανθρώπου. Ήδη όλη τη νύχτα, ταλαιπωρήθηκα πολύ για χάρη Του». Έτσι εκείνος, αφού ένιψε τα χέρια του, θεώρησε ότι τάχα απαλλάχτηκε από την ευθύνη για εκείνο το αθώο αίμα που θα χυνόταν. Οι Ιουδαίοι πάλι από κάτω φώναζαν: «Το αίμα του ας πέσει σ’ εμάς και στα παιδιά μας. Εάν τον αφήσεις ελεύθερο δεν θα είσαι φίλος του Καίσαρα». Τότε, λοιπόν, ο Πιλάτος Τον έδεσε, παρόλο που ήταν σίγουρος ότι δεν έφταιγε, και Τον παρέδωσε στη σταυρική καταδίκη, αφού πρώτα ελευθέρωσε το Βαραββά. Όταν τα είδε αυτά ο Ιούδας, πήγε και πέταξε τα αργύρια στο Ναό (μπροστά στους αρχιερείς) κι αφού έφυγε από κει, κρεμάστηκε από ένα δέντρο. Όμως δεν πέθανε αμέσως, αλλά πρήστηκε τόσο πολύ, ώστε έσπασε στη μέση και χύθηκαν έξω τα εντόσθιά του. Έτσι τιμωρήθηκε ο προδότης μ’ αυτόν τον τόσο εξευτελιστικό και φρικιαστικό τρόπο.
Οι στρατιώτες, αφού πρώτα ενέπαιξαν τον Ιησού χτυπώντας Τον με το καλάμι στο κεφάλι, Του φόρτωσαν το Σταυρό. Σύντομα όμως αγγάρευσαν το Σίμωνα τον Κυρηναίο να τον σηκώσει στον υπόλοιπο δρόμο. Έφτασαν στον τόπο του Κρανίου περίπου την τρίτη ώρα της ημέρας, (δηλαδή κατά τις εννέα το πρωί), κι εκεί Τον σταύρωσαν. Δίπλα Του, αριστερά και δεξιά, κρέμασαν και άλλους δύο ληστές, για να θεωρηθεί απ’ όσους θα Τον έβλεπαν κι Εκείνος σαν κακούργος. Και μάλιστα, για να Τον εξευτελίσουν μοιράστηκαν μεταξύ τους τα ιμάτιά Του. Τον άρραφο χιτώνα Του όμως τον έριξαν σε κλήρο (για να μην τον σχίσουν). Όλα αυτά τα έκαναν με τόση υπερβολή, σα να ήταν μεθυσμένοι. Κι όχι μόνο αυτά, αλλά και πάνω στο Σταυρό Τον χλεύαζαν λέγοντας: « Εμπρός, λοιπόν, εσύ που θα γκρέμιζες το Ναό και σε τρεις μέρες θα τον ξανάχτιζες, σώσε τον εαυτό σου». Κι ακόμα: «Άλλους έσωσε, τον εαυτό του όμως δε μπορεί να τον σώσει». Και πάλι: « Αν είναι βασιλιάς του Ισραήλ, ας κατέβει τώρα απ’ το σταυρό και θα τον πιστέψουμε». Βέβαια, αν έλεγαν αλήθεια, έπρεπε αμέσως χωρίς δισταγμό να πιστέψουν σ’ αυτόν, γιατί αποδείχθηκε ότι ήταν Βασιλιάς όχι μόνο του Ισραήλ, αλλά και όλου του κόσμου. Αλλιώς, τι ήθελε ο ήλιος κι έκρυψε τις ακτίνες του για τρεις ολόκληρες ώρες, και μάλιστα στη μέση της ημέρας; Ασφαλώς για να γίνει το Πάθος ολοφάνερο σε όλους. Και η γη γιατί σείστηκε; Οι πέτρες γιατί άνοιξαν, αν όχι για να ελέγξουν τη σκληρότητα των Ιουδαίων; Κι ακόμα δεν αναστήθηκαν πολλά σώματα νεκρών, για να επιβεβαιώσουν την κοινή Ανάσταση και για να φανερώσουν τη δύναμη του Πάσχοντος; Και τέλος, το καταπέτασμα του Ναού που σχίσθηκε στα δυο, δεν έδειχνε κατά κάποιο τρόπο το θυμό του Ναού για Εκείνον που έπασχε και δοξαζόταν μέσα σ’ αυτόν; Εξάλλου, ο Ναός δεν ξεσκέπαζε μ’ αυτόν τον τρόπο κι αυτά που ως τότε ήταν κρυμμένα για τους ανθρώπους;
Την τρίτη ώρα, λοιπόν, σταυρώθηκε ο Χριστός, όπως λέει ο Ευαγγελιστής Μάρκος. Κι από την έκτη ώρα ως την ενάτη (δηλαδή από τις δώδεκα το μεσημέρι ως τις τρεις το απόγευμα), έγινε σκοτάδι σε όλη τη γη. Τότε κι ο Λογγίνος ο Εκατόνταρχος, βλέποντας όλα αυτά τα παράδοξα και ιδίως το ότι εσκοτίσθει ο ήλιος, ομολόγησε μεγαλόφωνα: «Αληθινά, αυτός ήταν Υιός του Θεού!».
Εν τω μεταξύ ο ένας από τους ληστές έβριζε τον Ιησού. Ο άλλος όμως τον εμπόδιζε κι έντονα τον μάλωνε κι ομολογούσε πως είναι Υιός του Θεού. Τότε κι ο Σωτήρας μας ανταμείβοντάς τον για την πίστη του, του υπόσχεται ότι θα μείνει για πάντα μαζί Του στον Παράδεισο.
Τελικά αφού εκτοξεύθηκε κατά του Χριστού κάθε είδος ύβρεως, ο Πιλάτος έγραψε κι επιγραφή από πάνω Του, η οποία έλεγε: «Αυτός είναι ο Ιησούς, ο Ναζωραίος, ο Βασιλιάς των Ιουδαίων». Βέβαια, οι Εβραίοι τον πίεζαν να μη γράψει έτσι, αλλά να γράψει ότι Εκείνος είπε πως είναι βασιλιάς τους. Μα ο Πιλάτος τους αποκρίθηκε: «Ο,τι έγραψα, έγραψα».
Έπειτα, όταν ο Σωτήρας μας είπε: «Διψώ», ανακάτεψαν ύσσωπο (ένα πολύ πικρό χορτάρι) με ξύδι και Του το πρόσφεραν. Τότε Εκείνος είπε: «Τετέλεσται», δηλαδή όλα πια τελείωσαν, κι αφού έγειρε το κεφάλι παρέδωσε το Πνεύμα. Ύστερα όλοι Τον εγκατέλειψαν κι έφυγαν. Η μητέρα Του όμως καθόταν δίπλα στο Σταυρό μαζί με την αδελφή της τη Μαρία, την κόρη του Κλωπά. (Αυτή τη Μαρία ο Ιωακείμ τη γέννησε για χάρη του Κλωπά που είχε πεθάνει άτεκνος). Επιπλέον δίπλα στο Σταυρό καθόταν κι ο Ιωάννης, ο αγαπημένος Του μαθητής.
Οι αγνώμονες Ιουδαίοι, λοιπόν, μην ανεχόμενοι να βλέπουν τα σώματα κρεμασμένα στο Σταυρό (επειδή ήταν σπουδαία η ημέρα του Πάσχα και η Παρασκευή), ζήτησαν απ τον Πιλάτο να συντρίψουν τα σκέλη των καταδίκων, για να επισπευθεί ο θάνατός τους. Και πράγματι, έσπασαν τα κόκαλα των δύο ληστών, γιατί ήταν ακόμα ζωντανοί. Όταν όμως έφτασαν στον Ιησού, βλέποντάς Τον ήδη νεκρό, δίστασαν να το κάνουν. Ένας όμως από τους Ρωμαίους στρατιώτες, για να κάνει το απάνθρωπο χατίρι των αχαρίστων Ιουδαίων, σήκωσε το δόρυ του και λόγχισε το Χριστό στη δεξιά πλευρά Του. Κι αμέσως χύθηκε αίμα και νερό. Το ένα ήταν για την ανθρώπινη φύση του Ιησού, ενώ το άλλο για τη θεϊκή. Κι επιπλέον, το αίμα συμβόλιζε τη Μετάληψη των θείων αγιασμάτων, ενώ το νερό το Βάπτισμα. Κι εκείνη η δίκρουνη πηγή αποτέλεσε πραγματικά τη βάση των Μυστηρίων της πίστεώς μας. Αυτά τα είδε κι ο Ιωάννης και τα επιβεβαιώνει κι είναι αληθινή η μαρτυρία του, γιατί ήταν παρών σε όλα και τα καταγράφει. Εξάλλου, αν ήθελε να γράψει ψέματα, δε θα συνέγραφε κι εκείνα που φαίνονται ότι προξενούν ντροπή στο Διδάσκαλό του (όπως π.χ. η ειρωνική επιγραφή κι ο λογχισμός). Ο Ιωάννης, λένε, ότι καθώς ήταν τότε παρών, συγκέντρωσε το θείο και υπεράγιο Αίμα που έρρεε από τη ζωήρρυτη πλευρά, μέσα σε κάποιο δοχείο που βρήκε εκεί κοντά.
Όλα αυτά συνέβησαν μ’ αυτόν τον υπερφυσικό τρόπο. Κι όταν έφτασε πια το δειλινό, βγαίνει ο Ιωσήφ απ’ την Αριμαθαία, ένας μαθητής που κρυβόταν εξ αρχής, όπως κι οι υπόλοιποι. Αυτός πηγαίνει με τόλμη στον Πιλάτο, που ήταν γνωστός του, και ζητάει το σώμα του Ιησού. Εκείνος του επιτρέπει να το πάρει. Κι ο Ιωσήφ το κατέβασε απ’ το Σταυρό με όλη του την ευλάβεια. Όταν σε λίγο έπεσε η νύχτα, ήλθε κι ο Νικόδημος, φέρνοντας κάποιο μείγμα φτιαγμένο από σμύρνα και αλόη, κατάλληλο για τη περίσταση. Αυτοί οι δυο Τον τύλιξαν μ’ ένα σεντόνι, όπως συνήθιζαν οι Ιουδαίοι να ενταφιάζουν, και Τον τοποθέτησαν εκεί κοντά, στο μνημείο που είχε σκαλίσει από πέτρα για τον εαυτό του ο Ιωσήφ και στο οποίο κανείς άλλος δεν είχε ταφεί πρωτύτερα. Τον έβαλαν μάλιστα στο κενό μνήμα μη τυχόν, όταν αναστηθεί ο Ιησούς, οι εχθροί Του ειπούν, ότι άλλος αναστήθηκε.
Ο Ευαγγελιστής, μάλιστα, επίτηδες αναφέρει το μείγμα της αλόης και της σμύρνας, που είναι δύο πολύ κολλητικές ουσίες, για να μη νομίσουν οι Ιουδαίοι ότι ο Ιησούς κλάπηκε, όταν δουν το σουδάριο και το σεντόνι εγκατελειμμένα στον τάφο. Γιατί πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό; Και να το ήθελαν οι μαθητές Του, δε θα μπορούσαν να το κάνουν, γιατί δεν είχαν τόση άνεση χρόνου και τόση τόλμη, ώστε να καθίσουν να τα ξεκολλήσουν απ’ το σώμα Του και να τ’ αφήσουν εκεί μέσα. Όλα αυτά, τα οποία έγιναν με τόσο παράδοξο τρόπο την ημέρα της Παρασκευής θέσπισαν οι θεοφόροι Πατέρες μας να τα φέρνουμε κι εμείς σήμερα στη μνήμη μας με συντριβή καρδιάς και με κατάνυξη.
Πρέπει να ξέρουμε όμως ότι ο Κύριός μας σταυρώθηκε την έκτη ημέρα της εβδομάδας, δηλαδή την Παρασκευή, επειδή στην αρχή της Δημιουργίας του κόσμου, ο άνθρωπος πλάστηκε την έκτη ημέρα. Αλλά και την έκτη ώρα της ημέρας καρφώθηκε ο Κύριος στο Σταυρό, επειδή όπως λένε, κι ο Αδάμ την ίδια ώρα άπλωσε τα χέρια του κι έφαγε τον απαγορευμένο καρπό και πέθανε. Έπρεπε, δηλαδή, ο άνθρωπος, να αναπλαστεί και πάλι, την ίδια ακριβώς ώρα μ’ εκείνη που συντρίφτηκε απ’ το διάβολο και νικήθηκε.
Ο Ιησούς σταυρώθηκε σε κήπο, γιατί κι ο Αδάμ στον κήπο του Παραδείσου αμάρτησε. Η πικρή γεύση που αισθάνθηκε ο Κύριός μας όταν ήπιε το ξύδι με τον ύσσωπο, θεράπευσε τη ζημιά που προκάλεσε ο Αδάμ με τη γεύση του απαγορευμένου γλυκού καρπού στον Παράδεισο. Το ράπισμα που δέχτηκε ο Κύριος, φανέρωνε τη δική μας απελευθέρωση. Το φτύσιμο κι η ατιμωτική πορεία Του έδειχνε την προς εμάς τιμή. Το αγκάθινο στεφάνι φανέρωνε την απομάκρυνση της κατάρας από πάνω μας. Η πορφυρή χλαμύδα συμβόλιζε τους δερμάτινους χιτώνες, δηλαδή την ανθρώπινη φύση που φόρεσαν εκείνη την ημέρα ο Αδάμ και η Εύα, αλλά και τη βασιλική στολή που μας χάρισε ύστερα ο Ιησούς. Τα καρφιά συμβόλιζαν την προηγούμενη ολοκληρωτική ακινητοποίησή μας από την αμαρτία. Ο Σταυρός θύμιζε το ξύλο (δηλαδή το δέντρο) στον Παράδεισο. Η λογχευμένη πλευρά του Ιησού εικόνιζε την πλευρά του Αδάμ, απ’ όπου δημιουργήθηκε η Εύα, απ’ την οποία προήλθε η παράβαση. Η λόγχη μας θυμίζει την πύρινη ρομφαία με την οποία φυλασσόταν ο Παράδεισος (και με την οποία ο άγγελος έδιωξε τους Πρωτοπλάστους από εκεί). Το νερό που έτρεξε από την πλευρά Του, ήταν εικόνα του Βαπτίσματος. Το αίμα και το καλάμι σήμαιναν ότι ο Χριστός σαν βασιλιάς μας χάρισε την αρχαία πατρίδα, σαν με έγγραφο γραμμένο με κόκκινα γράμματα. Λέγεται μάλιστα ότι το κρανίο του Αδάμ βρισκόταν εκεί όπου σταυρώθηκε ο Χριστός, η κεφαλή όλων μας. Βαπτίστηκε, λοιπόν, κι ο Αδάμ με το αίμα του Χριστού που χύθηκε εκεί. Λέγεται μάλιστα ο Γολγοθάς Κρανίου τόπος, γιατί ακριβώς εκεί, τον καιρό του κατακλυσμού η γη έβγαλε έξω το κρανίο του Αδάμ κι ήταν θέαμα φοβερό να το βλέπει κανείς. Γι’ αυτό το λόγο ο σοφός βασιλιάς Σολομών, από σεβασμό στον προπάτορά μας Αδάμ έβαλε το στρατό του και κάλυψε με πολλές πέτρες την περιοχή. Έτσι ο τόπος αυτός από τότε ονομάστηκε Λιθόστρωτο. Λένε μάλιστα κάποιοι έγκριτοι άγιοι Πατέρες πως η παράδοση αναφέρει ότι και ο ίδιος ο Αδάμ τάφηκε εκεί από κάποιον άγγελο. Εκεί, λοιπόν, όπου ήταν το πτώμα του Αδάμ, εκεί παρουσιάστηκε κι ο ουράνιος αετός, ο Χριστός, ο αιώνιος Βασιλιάς, ο νέος Αδάμ, για να θεραπεύσει με το ξύλο του Σταυρού τον παλαιό Αδάμ που είχε ξεπέσει και αμαρτήσει με το πρώτο εκείνο ξύλο, το δέντρο της παρακοής.
Τῇ ὑπερφυεῖ καὶ περὶ ἡμᾶς παναπεῖρῳ σου εὐσπλαγχνίᾳ, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Ἀδελφοί, ὁ λόγος ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δὲ σῳζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι. γέγραπται γάρ· ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν, καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω. Ποῦ σοφός; Ποῦ γραμματεύς; Ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου; Ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας. Ἐπειδὴ καὶ ᾽Ιουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καὶ ῞Ελληνες σοφίαν ζητοῦσιν· ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, ᾽Ιουδαίοις μὲν σκάνδαλον, ῞Ελλησι δὲ μωρίαν· αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, ᾽Ιουδαίοις τε καὶ ῞Ελλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν· ὅτι τὸ μωρὸν τοῦ Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί, καὶ τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί. (A΄Κορ.)

Πέμπτη, Απριλίου 29, 2021



Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν οι ταύροι χτυπούσαν με τα κέρατα και ο ταύρος στεκόταν ήσυχος, όταν το λιοντάρι ωρυόταν και οι ταύροι στέκονταν αγέρωχοι, όπως έχει γραφεί στους ψαλμούς, «Με περικύκλωσαν πολλά και με τριγύρισαν ταύροι καλοθρεμμένοι. Άνοιξαν το στόμα τους εναντίον μου, όπως το λιοντάρι που αρπάζει και ωρύεται» (Ψαλμ. κα΄ 12).

Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν γάβγιζαν τα σκυλιά και ο Δεσπότης έδειχνε ανοχή. Όταν οι λύκοι άρπαζαν και το πρόβατο δεν έφερνε αντίσταση. Όταν ο ληστής δεχόταν πρόσκληση στη ζωή, ενώ η ζωή του κόσμου συρόταν στο θάνατο. Όταν έβγαζαν εκείνη την άτακτη και ολέθρια φωνή, «θάνατος, θάνατος, σταύρωσέ Τον. Το αίμα Του πάνω μας και στα παιδία μας» (Ιωάν. ιθ΄ 15, Ματθ. κζ΄ 25), οι φονιάδες του Κυρίου και των προφητών, οι θεομάχοι, οι μισόθεοι, οι υβριστές του νόμου, οι πολέμιοι της χάριτος, οι εχθροί της πίστεως, οι συνήγοροι του διαβόλου, τα γεννήματα των εχιδνών, οι ψιθυριστές, οι κατήγοροι, οι σκοτισμένοι στη διάνοια, η ζύμη των Φαρισαίων (Ματθ. ιστ΄ 6, Μαρκ. η΄ 15, Λουκ. ιβ΄ 1), το συνέδριο των δαιμόνων, οι μιαροί, οι κακότατοι, οι ψιθυριστές, οι μισόκαλοι. Και δίκαια φώναζαν «θάνατος, θάνατος, στάυρωσέ Τον», διότι τους βάραινε η παρουσία της Θεότητος με σάρκα και τους στενοχωρούσε ο έλεγχος για τον τρόπο της ζωής τους. Είναι συνήθεια οι αμαρτωλοί να μισούν τη συναναστροφή με τους δικαίους.
Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν φραγγέλωσαν και βασάνισαν το άγιο σώμα Εκείνου που υπέφερε τα πάθη με τη θέλησή Του, για να θεραπεύσει τις παλιές πληγές των αμαρτημάτων μας. Όταν σήκωνε το ξύλο του Σταυρού επάνω στους ώμους Του, τρόπαιο κατά του διαβόλου. Όταν φορούσαν αγκάθινο στεφάνι σ’ Εκείνον που στεφανώνει όσους πιστεύουν σ’ Αυτόν. Όταν έντυσαν με πορφύρα περιπαιχτικά Αυτόν που χαρίζει αφθαρσία σε όσους ξαναγεννιούνται με νερό και Πνεύμα Άγιο (Ιωαν. γ΄ 5, Ματθ. κζ΄ 48). Όταν κάρφωσαν στο ξύλο του Σταυρού Αυτόν που είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου.
Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν οι στρατιώτες θριάμβευαν περιπαίζοντας το Δεσπότη της ουρανίας στρατιάς των Αγγέλων.
Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν έδεσαν σε καλάμι σπόγγο γεμάτο ξύδι και Τον πότισαν και έδιναν χολή σ’ Αυτόν που τους έριξε το μάνα (Εξ. ιστ΄ 13-15). Όταν έσπαζαν οι πέτρες και σκιζόταν το καταπέτασμα του Ναού κατάπληκτα από το θράσος των ασεβών. Όταν ο ήλιος πενθούσε και ντυνόταν το σκοτάδι σαν σάκο, πενθώντας την πτώση των Ιουδαίων. Διότι η ημέρα θρηνούσε τις συμφορές των Ιουδαίων, όταν η Ζωή, δηλαδή ο Χριστός, ήταν κρεμασμένος ανάμεσα σε δύο Ληστές, και ο ένας Τον χλεύαζε και Τον κατηγορούσε, ο δε άλλος με τη μετάνοιά του άρπαζε τον Παράδεισο (Λουκ. κγ΄ 39-43).
Πότε ήταν ατιμασμένος; Όταν το σώμα παραδινόταν για να ταφεί.
Πότε ήταν ταπεινωμένος; Όταν οι στρατιώτες Τον φύλαγαν και η γη έκρυβε Αυτόν που στήριξε τη γη επάνω στα νερά (Γεν. α΄ 9). Όταν οι Απόστολοι κρύβονταν, μην μπορώντας να υποφέρουν τους πολλούς πειρασμούς.
Όμως πρόσεχε, αγαπητέ, τα θαύματα του Θεού και τα κατορθώματα της χαράς που ήλθε μετά το πάθος. Ο ατιμασμένος μεταβαλλόταν σε ένδοξο και η χαρά του κόσμου ανασταίνεται άφθαρτη μαζί με το σώμα. Τότε είχε ωδίνες τοκετού η γη και κυοφόρησε η ημέρα. Και ο θάνατος απέβαλε τη ζωή των όλων. Διότι δεν ήταν δυνατόν ο θάνατος να κρατήσει Εκείνον που κρατά τα πάντα με το λόγο Του.

ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ, Λόγος εις την φωτοφόρον και αγίαν Ανάστασιν

“τω μώλωπι [πληγή] αυτού ημείς ιάθημεν” (Ησαΐας 53: 5).



Θεραπευόμαστε δια των πληγών του Χριστού. Αυτό προφήτευσε , ο προφήτης του Θεού και τώρα εμείς το γνωρίζουμε, ότι η προφητεία του είναι αληθινή. Δια του Πάθους του Χριστού, σωθήκαμε από τα αιώνια βάσανα. Δια του Πανάμωμου Αίματός Του, καθαριζόμαστε από τη λέπρα της αμαρτίας και ξαναζωντανεύουμε. Το αίμα και το σώμα μας έγιναν ακάθαρτα από τα αμαρτωλά πάθη, αλλά κυρίως το πνεύμα μας, η φωλιά και η πηγή της σωματικής ακαθαρσίας, έγινε πρώτα ακάθαρτο. Μπορεί ο ακάθαρτος να καθαριστεί από το ακάθαρτο; Μπορεί ένα βρώμικο λινό να πλυθεί με βρώμικο νερό; Δεν μπορεί.

Μόνον αυτό που είναι καθαρό μπορεί να πλύνει αυτό που είναι ακάθαρτο. Ακόμη και οι ειδωλολάτρες αισθάνονται ότι η ανθρωπότητα είναι ακάθαρτη. Όμως, αυτοί, [οι παγανιστές] θέλουν να καθαρίσουν με κάτι ακάθαρτο το ακάθαρτο, πρώτον επικαλούμενοι ακάθαρτα πνεύματα και λατρεύοντάς τα. Και δεύτερον, προσφέροντας ακάθαρτες θυσίες, είτε ανθρώπων είτε ζώων.

Μια μόνο σταγόνα του Αίματος του Πανάμωμου Χριστού μπορεί να καθαρίσει την ανθρωπότητα περισσότερο από όλες τις ειδωλολατρικές θυσίες από την αρχή του κόσμου. Γιατί; Επειδή το Αίμα του Χριστού είναι αγνό και όλα τα άλλα είναι ακάθαρτα.
Οι γιατροί λαμβάνοντας μία σταγόνα από ένα ισχυρό φάρμακο και διαλύοντάς το, εμβολιάζουν πολλούς ανθρώπους με αυτό για να τους προστατεύσουν από ασθένειες. Εμείς αραιώνουμε το αίμα του Χριστού με νερό στο άγιο Ποτήριον και στη συνέχεια το πίνουμε, γιατί λέγεται ότι όταν τρύπησαν το σώμα του Κυρίου με ένα δόρυ «εξήλθεν αίμα και ύδωρ» (Ιωάννης 19:34). Τέτοια δύναμη υπάρχει σε μια σταγόνα του Αίματός Του, ώστε ο κόσμος όλος θα μπορούσε να καεί από αυτήν! Αυτό είναι το πανάσπιλο Αίμα, το μόνο αναμάρτητο αίμα του μόνου Αναμαρτητου, το πανακήρατο Αίμα, το μόνο Πανάχραντο Αίμα στον κόσμο.

Ω, εάν οι άνθρωποι γνώριζαν μόνο ποια είναι η δύναμη της απόλυτης καθαρότητας! Όλοι οι ακάθαρτοι από την αμαρτία θα έσπευδαν να καθαριστούν από τον Πάναγνο Χριστό, και όλοι οι ανήμποροι θα έσπευδαν να μεταλάβουν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού [Θεία Κοινωνία], και όλοι οι άπιστοι θα πίστευαν στον Χριστό. Διότι εδώ υπάρχουν τρία και τα τρία είναι καθαρά και τα τρία καθαρίζουν: καθαρό πνεύμα, καθαρό αίμα και καθαρό σώμα. Και μόνο το καθαρό μπορεί να καθαρίσει το ακάθαρτο. Μόνο το υγιές μπορεί να θεραπεύσει το ασθενές, και μόνον αυτό που είναι ισχυρό μπορεί να εγείρει το αβοήθητο.

Ω Κύριε, Παντοδύναμε Κύριέ μας, καθάρισέ μας τους αμαρτωλούς με το Αίμα των πληγών Σου, των αθώων και πάναγνων πληγών Σου.

Ότι Σοι πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων! Αμήν.

άγιος Νικόλαος Βελιμόροβιτς, ο Πρόλογος της Αχρίδος

Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Πέμπτῃ, οἱ τὰ πάντα καλῶς διαταξάμενοι θεῖοι Πατέρες, ἀλληλοδιαδόχως ἔκ τε τῶν θείων Ἀποστόλων, καὶ τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων, παραδεδώκασιν ἡμῖν τέσσαρά τινα ἑορτάζειν, τὸν ἱερὸν Νιπτῆρα, τὸν μυστικὸν Δεῖπνον (δηλαδὴ τὴν παράδοσιν τῶν καθ' ἡμᾶς φρικτῶν Μυστηρίων), τὴν ὑπερφυᾶ Προσευχήν, καὶ τὴν Προδοσίαν αὐτήν.




Επειδή ο Αμνός του Εβραϊκού Πάσχα επρόκειτο να θυσιαστεί την Παρασκευή, ήταν ταιριαστό τον τύπο να τον ακολουθήσει η αλήθεια. Έπρεπε δηλαδή κι ο Χριστός που είναι ο Αμνός του Καινούριου Πάσχα, να θυσιαστεί κι Αυτός την Παρασκευή. Γι’ αυτό, λοιπόν, ο Χριστός τη νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης παρέδωσε στους Μαθητές Του το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας (που είναι η διαιώνιση της Θυσίας Του). Αυτό το έκανε γιατί οι Εβραίοι θεωρούσαν πως η εσπέρα ανήκει στην επόμενη μέρα. Άρα η βραδιά εκείνη λογιζόταν ως Παρασκευή, κι ο Χριστός θυσιαζόμενος (με την Θεία Ευχαριστία) εκείνο το βράδυ, εκπλήρωνε μ’ αυτόν τον τρόπο και τον τύπο και τις προφητείες (ότι πρέπει ο Αμνός να θυσιαστεί την Παρασκευή).
Το βράδυ εκείνο της Πέμπτης ο Χριστός έφαγε το (νομικό) Πάσχα μαζί με τους Μαθητές Του σύμφωνα με όλους τους τύπους που υπαγόρευε ο Μωσαϊκός νόμος. Οι Εβραίοι δηλαδή έτρωγαν το Πάσχα όρθιοι, με ζωσμένα τα ενδύματά τους, φορώντας υποδήματα στα πόδια και στηριζόμενοι σε βακτηρίες (ραβδιά). Κι όλα αυτά ο Χριστός τα έκανε ακριβώς έτσι -σύμφωνα με τη γνώμη διαφόρων ερμηνευτών και μεταξύ αυτών και του ιερού Χρυσοστόμου- για να δείξει ότι δεν είναι παραβάτης του Νόμου. Μετά όμως απ’ το νομικό Πάσχα, το όποιο ήταν ο τύπος, ακολούθησε η αλήθεια, που ήταν η παράδοση της θυσίας του Μυστικού Πασχαλίου Αμνού (δηλ. του Χριστού μέσω της Θείας Ευχαριστίας).
Το Δείπνο εκείνο το ετοίμασε ο Ζεβεδαίος. (Αυτός ήταν ο άνθρωπος που βάσταζε τη στάμνα με το νερό, όπως εξηγεί ο Μέγας Αθανάσιος, έστω κι αν κάποιοι άλλοι είχαν διαφορετική άποψη). Τότε, λοιπόν, ο Ιησούς εισάγει σε τελειότερο μυστήριο τους Μαθητές Του και τους παραδίδει το Μυστήριο του δικού μας Πάσχα στο ανώγειο εκείνο του Μυστικού Δείπνου, όταν πλέον ήταν νύχτα. Κάθισε, λέει, στα ανάκλιντρα (ανεκλίθη) μαζί με τους δώδεκα Μαθητές Του, όταν θα γινόταν το δείπνο (δείπνο είναι το φαγητό μέσα στη νύχτα). {Προσέξτε ότι αυτό δεν ήταν το «νομικό» εβραϊκό Πάσχα, γιατί εδώ έχουμε δείπνο, κάθισμα, άρτο (δηλ. ένζυμα) και νερό, ενώ στο εβραϊκό Πάσχα τα έχουμε όλα ψητά στη φωτιά και άζυμα}.
Πριν ν’ αρχίσει το δείπνο (έτσι λέει ο ιερός Χρυσόστομος) ο Ιησούς σηκώνεται από το τραπέζι, ενώ όλοι είχαν καθίσει, αφήνει κάτω τα ιμάτιά Του, βάζει νερό στο νιπτήρα (δοχείο) και τα κάνει όλα μόνος Του. Με τον τρόπο αυτό θέλει να οδηγήσει σε συναίσθηση τον Ιούδα και να υπενθυμίσει στους Μαθητές Του ότι δεν πρέπει να επιζητούν τα πρωτεία. Με παρόμοιο τρόπο τους διδάσκει και μετά από τη νίψη των ποδιών, λέγοντας: «Όποιος θέλει να είναι πρώτος, να είναι τελευταίος απ’ όλους». Και με την πράξη Του βάζει σαν πρότυπο τον Εαυτό Του. Φαίνεται ότι πρώτα έπλυνε τα πόδια του Ιούδα, ο οποίος είχε καθίσει με περισσή αναίδεια. Έπειτα πήγε στον Πέτρο. Αυτός όμως, ως πιο ορμητικός απ’ όλους, στην αρχή σταματάει το Διδάσκαλο, αλλά ύστερα υποχωρεί με την καρδιά του, γιατί τον ελέγχει ο Κύριος.
Όταν έπλυνε τα πόδια των Μαθητών και τους υπέδειξε αυτόν τον παράξενο τρόπο της υψώσεως με την ταπείνωση, πήρε πάλι τα ιμάτιά Του και ξανακάθισε. Και τότε άρχισε να τους νουθετεί ν’ αγαπούν ο ένας τον άλλον και να μην επιζητούν το ποιος θα είναι πρώτος. Ενώ έτρωγαν, άρχισε να τους μιλάει για ένα άλλο θέμα, την προδοσία. Κι ενώ με το λόγο αυτό θορυβήθηκαν όλοι (για το ποιος είναι ο προδότης), ο Ιησούς στρέφεται και λέει με ήρεμο τρόπο μόνο στον Ιωάννη: «Αυτός, στον οποίο θα δώσω το ψωμί που θα βάλω στο κρασί, αυτός είναι εκείνος που θα με προδώσει». Γιατί αν ο Πέτρος είχε ακούσει το λόγο αυτό, σαν παρορμητικός χαρακτήρας που ήταν, θα χειροδικούσε με τον Ιούδα. Και πάλι είπε: «(Είναι) αυτός που έβαλε μαζί μ’ Εμένα το χέρι στο τρυβλίο (δοχείο)». Αφού έγιναν και τα δύο αυτά, μετά από μικρή σιωπή πήρε ψωμί στα χέρια Του και είπε: «Λάβετε φάγετε». Το ίδιο έκανε και με το ποτήρι με το κρασί λέγοντας: «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου, τὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν» (Ερμηνεία: «Πάρτε και φάτε – Πιέστε απ’ αυτό όλοι, γιατί αυτό είναι το αίμα Μου, της νέας Συμφωνίας. Αυτό να κάνετε για να Με θυμάστε»). Φυσικά κάνοντας αυτά έτρωγε κι έπινε μαζί τους. Πρόσεξε μάλιστα ότι το Σώμα Του το ονομάζει άρτο, (άρα κανονικό ψωμί, ένζυμο), κι όχι άζυμο. Αυτά τα λόγια δείχνουν ότι πρέπει να ντρέπονται όσοι βάζουν στην αναίμακτη θυσία άζυμα (όπως οι παπικοί). Μετά απ’ τη στιγμή κατά την οποία έφαγε εκείνο το ψωμί ο Ιούδας, μπήκε μέσα του ο Σατανάς. Τον πείραζε, βέβαια, και νωρίτερα, αλλά τώρα μπήκε και κατοίκησε εντελώς μέσα του. Και λέει το Ευαγγέλιο ότι έφυγε τότε και συμφώνησε με τους αρχιερείς να τους Τον παραδώσει στην τιμή των τριάντα αργυρών νομισμάτων (τριάκοντα αργύρια).
Στη συνέχεια οι Μαθητές μετά το Δείπνο βγήκαν στο όρος των Ελαίων σε μια τοποθεσία που ονομάζεται Γεθσημανή. Κι ύστερα από πολλά τους λέει ο Ιησούς: «Όλοι σας θα με αρνηθείτε αυτή τη νύχτα». Ο Πέτρος τότε είπε: «Κι αν όλοι Σε αρνηθούν, εγώ δεν πρόκειται να Σε αρνηθώ». Ήταν βαθειά προχωρημένη η νύχτα κι ο Ιησούς του λέει: «Πριν να λαλήσει δυο φορές ο πετεινός, εσύ θα μ’ αρνηθείς τρεις φορές» Πράγματι, από συνήθεια ο πετεινός λαλεί όχι μόνο μια φορά, αλλά και δυο και τρεις. Έτσι κι έγινε, πράγμα που γέμισε με πολύ δέος τον Πέτρο. Του το έκανε αυτό ο Θεός, για να του δείξει το πόσο ασθενική είναι η φύση μας. Ταυτόχρονα, επειδή αργότερα του έδωσε -θα λέγαμε- στα χέρια του όλη την οικουμένη, του το έκανε να μάθει απ’ αυτό πόσο ευμετάβολη είναι η φύση μας και να είναι γεμάτος συγγνώμη σε όσους αμαρτάνουν.
Όμως η τριπλή άρνηση του Πέτρου ήταν και συμβολική: Συμβόλιζε την τριπλή αμαρτία όλων των ανθρώπων προς το Θεό. Πρώτη αμαρτία ήταν η παράβαση της εντολής του Αδάμ. Δεύτερη ήταν η παράβαση του γραπτού (Μωσαϊκού) νόμου και τρίτη ήταν η αθέτηση του ίδιου του Ευαγγελικού κηρύγματος (και της σαρκώσεως του Λόγου). Αργότερα, όταν ο Πέτρος μετάνιωσε, ο Χριστός θεράπευσε τρισσώς τη τριπλή άρνησή του, λέγοντας τρεις φορές: «Πέτρο, Με αγαπάς;» Μετά απ’ αυτά, δείχνοντας πόσο φοβερός είναι ο θάνατος για όλους τους ανθρώπους, λέει στους μαθητές Του: «Περίλυπη είναι η ψυχή μου μέχρι θανάτου». Κι αφού απομακρύνθηκε λίγο, όσο πετάμε την πέτρα, προσευχήθηκε και είπε τρεις φορές: «Πατέρα μου, αν δε μπορεί αυτό το ποτήρι να απομακρυνθεί από μένα χωρίς να το πιω, γεννηθήτω το θέλημά Σου». Αυτά τα έλεγε και σαν άνθρωπος, αλλά και με σκοπό να ξεγελάσει το διάβολο, για να νομίσει εκείνος, επειδή θα Τον έβλεπε να φοβάται, ότι είναι απλός άνθρωπος (και όχι Θεός) κι έτσι να μην εμποδίσει την εξέλιξη του μυστηρίου του σταυρικού θανάτου Του. Όταν ύστερα επανήλθε και βρήκε τους Μαθητές Του να κοιμούνται βαθιά, απευθύνθηκε στον Πέτρο και του είπε: «Δε μπορέσατε ούτε μία ώρα να μου συμπαρασταθείτε και να αγρυπνήσετε μαζί Μου»; Ήταν σα να του έλεγε: «Εσύ, που με διαβεβαίωνες ότι θα είσαι μαζί μου μέχρι το θάνατο, τώρα κοιμάσαι, όπως οι υπόλοιποι;» Κι αφού πέρασε πέρα από το χείμαρρο των Κέδρων, όπου υπήρχε κάποιος κήπος, κάθισε εκεί μαζί με τους Μαθητές Του. Συνήθιζε να πηγαίνει συχνά σ’ αυτό το μέρος και γι’ αυτό ήξερε τον τόπο και ο Ιούδας.
Αυτός λοιπόν, ο Ιούδας, αφού πήρε μαζί του μερικούς από τη στρατιωτική φρουρά και ακολουθούμενος από όχλο, ήλθε εκεί και τους έδειξε ποιος ήταν ο Χριστός με φίλημα, όπως είχε συμφωνήσει μαζί τους. Αυτό το συμφώνησε, γιατί πολλές φορές που Τον είχαν πιάσει, Αυτός χανόταν μέσα από τα χέρια τους. Και τους ξέφευγε. Αυτή τη φορά όμως ο ίδιος ο Χριστός προχωράει προς αυτούς και τους λέει: «Ποιον ζητάτε;» Ωστόσο αυτοί, ακόμα και τότε δεν Τον γνώρισαν. Όχι γιατί τους εμπόδιζε η νύχτα! Είχαν, λέει, φακούς αναμμένους και λαμπάδες. Απ’ το φόβο τους όμως έπεσαν κάτω κι έφυγαν. Κι όταν ήλθαν πάλι, τους ξαναρώτησε ο Ιησούς. Ο Ιούδα τότε Του έδωσε το φίλημα, όπως είχε συμφωνήσει με όλους αυτούς. Κι ο Χριστός του είπε: Φίλε, είναι ώρα γι’ αυτό το οποίο ήλθες». Και συνέχισε: «Βγήκατε να Με συλλάβετε με ξύλα και μαχαίρια, σα να είμαι ληστής». Η επιχείρησή τους αυτή έγινε τη νύχτα, γιατί φοβόντουσαν μήπως γίνει καμιά εξέγερση απ’ το λαό. Τότε ο Πέτρος, που ήταν ο πιο ορμητικός, έβγαλε το μαχαίρι που είχε μαζί του (έρχονταν από δείπνο κι είχαν τα σχετικά μαζί τους), χτύπησε το δούλο του αρχιερέως, που ονομαζόταν Μάλχος και του έκοψε το δεξί αυτί. Αυτό είχε συμβολική σημασία: Έδειχνε κατά κάποιο τρόπο ότι ο αρχιερέας δεν άκουγε καλά και δε δίδασκε σωστά το νόμο του Θεού. Ο Χριστός όμως έλεγξε τον Πέτρο, λέγοντάς του ότι δεν είναι σωστό αυτός, που έχει ακούσει τόσα πνευματικά λόγια (είναι πνευματικός άνθρωπος) να καταφεύγει τώρα στη βία της μαχαίρας. Και γιάτρεψε το αυτί του Μάλχου.
Εκείνοι τότε, αφού συνέλαβαν τον Ιησού, Τον έφεραν δεμένο στην αυλή του αρχιερέα Άννα, που ήταν πεθερός του Καϊάφα. Εκεί ήταν συγκεντρωμένοι όλοι όσοι ήταν εναντίον του Χριστού, οι Φαρισαίοι κι οι Γραμματείς. Εδώ έγιναν τα γνωστά, τα σχετικά με τον Πέτρο και την υπηρέτρια και η άρνηση του Πέτρου. Κι ενώ πλέον είχε περάσει η νύχτα, ο πετεινός λάλησε τρεις φορές. Κι ο Πέτρος θυμήθηκε το λόγο του Χριστού κι έκλαψε πικρά. Όταν σχεδόν ξημέρωσε, οδήγησαν το Χριστό απ’ τον Άννα στον Καϊάφα, τον αρχιερέα. Εκεί οι Ιουδαίοι Τον έφτυσαν (για να Τον εξευτελίσουν) και κάλεσαν ψευδομάρτυρες. Κι όταν άρχισε να φέγγει η μέρα, ο Καϊάφας Τον έστειλε στον Πιλάτο. Αυτοί που Τον μετέφεραν όμως δε μπήκαν μέσα στο Πραιτώριο, για να μη μολυνθούν και να μπορέσουν να φάνε καθαροί το Πάσχα τους. Απ’ αυτό συμπεραίνουμε ότι παρανόμησαν οι Ιουδαίοι, όπως λέει ο θείος Χρυσόστομος, γιατί μετέθεσαν το Πάσχα. Έπρεπε, δηλαδή, να φάνε για Πάσχα εκείνο το βράδυ της Πέμπτης (όπως και ο Χριστός με τους μαθητές Του), αλλά αυτοί το ανέβαλαν, για να ασχοληθούν με την εξόντωση του Χριστού. Αυτό, όπως είπαμε, το αποδεικνύει η πράξη του Ιησού, ο Οποίος έφαγε για το Πάσχα το βράδυ εκείνο με τους μαθητές Του και τους παρέδωσε το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Γιατί, όπως είπαμε στην αρχή, η αλήθεια έπρεπε να ακολουθήσει την προεικόνιση, που ήταν ο νομικός τύπος. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μας λέει ότι όλα έγιναν τη νύχτα της Πέμπτης, πριν απ’ την εορτή του Πάσχα. Γι’ αυτό γιορτάζουμε σήμερα, τη Μεγάλη Πέμπτη, κι εμείς για να ενθυμούμεθα με δέος όλα εκείνα τα φοβερά κι απόρρητα που συνέβησαν εκείνο το βράδυ».
Τῇ ἀφάτῳ σου εὐσπλαγχνίᾳ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Τετάρτη, Απριλίου 28, 2021

[Προς σε ποιώ το Πάσχα]-Λέβ Ζιλέ



Ο Κύριος στέλνει μήνυμα στον ιδιοκτήτη του δωματίου: «Πρὸς σὲ ποιῶ τὸ Πάσχα μετὰ τῶν Μαθητῶν μου». Είναι μια φράση που απευθύνεται προς τον καθένα μας. Κάθε Πάσχα ο Ιησούς επιθυμεί ιδιαιτέρως να έρθει μέσα μας και να γιορτάσει πνευματικά το Πάσχα στη δική μας ψυχή. Ακόμη και πέρα από την Πασχαλινή περίοδο, κάθε φορά που ο Κύριος Ιησούς κόβει και μοιράζει στην τράπεζα Του τον Άρτο, που είναι η κοινωνία του Σώματός Του, και προσφέρει τον Οίνο, που είναι η κοινωνία του Αίματός Του, τελεί τον Μυστικό Δείπνο στο δικό μας εσωτερικό Υπερώο.

Ας προσθέσουμε εδώ ότι κάθε ψυχή έχει, κατά κάποιο τρόπο, τα δικά της μυστικά δωμάτια, όπου μαζεύονται η σκόνη και τα σκουπίδια, δωμάτια που προτιμούμε να μην ανοίγουμε σε κανέναν. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να θεωρούμε τη Θεία Ευχαριστία μια «επίσκεψη φιλοφρόνησης» εκ μέρους του Θεού, οπότε φροντίζουμε να Τον δεχθούμε «στο σαλόνι», ενώ αντιθέτως τα υπόγεια της ψυχής και οι αποθήκες της είναι ο χώρος όπου θα πρέπει να Τον οδηγήσουμε.

Και κάτι ακόμη. Πέρα από την εορτή του Πάσχα, πέρα από την ορατή Ευχαριστία, έχουμε κάθε μέρα και κάθε στιγμή τη δυνατότητα να τελούμε στο μυστικό Υπερώο της ψυχής μας ένα Πάσχα αόρατο και σιωπηρό. Μπορούμε, κάθε φορά που θα το θελήσουμε, να δεχθούμε μέσα μας τον Κύριο και να Του επιτρέψουμε να γίνει, εν πνεύματι, η τροφή μας. Και γι’ αυτόν τον εσωτερικό και πνευματικό Μυστικό Δείπνο ο Ιησούς λέει: «Πρὸς σὲ ποιῶ τὸ Πάσχα…». Πού είναι όμως το δωμάτιο που θα Τον υποδεχθούμε; Είναι όλα έτοιμα; Κανένα δωμάτιο της ψυχής μου δεν είναι αληθινά καθαρό και διακοσμημένο για μια τέτοια επίσκεψη. Εξάλλου δεν θα έφτανε να προετοιμάσω μια γωνιά μόνο της ψυχής μου, στριμώχνοντας την ακαταστασία που υπάρχει στα άλλα μέρη του εαυτού μου. Πρέπει να πλυθεί και να καθαριστεί ολόκληρη η ψυχή. Δεν έχω το κουράγιο να το κάνω. Ε, λοιπόν, Κύριε, έλα εσύ μέσα μου να ετοιμάσεις ένα Υπερώο. Μείνε μαζί μου και πέρα από τον χρόνο μιας παροδικής επίσκεψης. Γίνε ο μόνιμος οικοδεσπότης της ψυχής μου, ο κύριος της. Να τα κλειδιά που ανοίγουν όλες τις πόρτες· τώρα εγώ είμαι φιλοξενούμενος στο δικό Σου σπίτι.

Κι αν θέλεις να έρθεις στον οίκο μου, Κύριε, μαζί με τους μαθητές Σου, αυτό σημαίνει ότι πρέπει να σε δεχτώ μέσα μου κατά τρόπο «καθολικό». Δεν μπορώ να σε χωρίσω από το μυστικό Σου Σώμα. Δεχόμενος Εσένα, δέχομαι πνευματικά όλη την κοινότητα των μαθητών Σου, όλη την Εκκλησία. Η ψυχή μου πρέπει να ανοίξει εν αγάπη και να ενωθεί με όλους εκείνους που πιστεύουν σ’ Εσένα, όσους Σε αγαπούν, όλους εκείνους οι οποίοι Σε επικαλούνται. Και μακάρι να γίνω ένα με όλους αυτούς, με όσους ζουν «ἐν Σοί», με όσους έχουν κοιμηθεί «ἐν Σοί», μαζί με την υπερευλογημένη Μητέρα Σου, τους αποστόλους, τους μάρτυρες, τους αγίους τού χθες, τού σήμερα και τού αύριο. Έλα μέσα μου, Κύριε, «μετὰ τῶν Μαθητῶν Σου».

Πλησιάζεις να μου πλύνεις τα πόδια, Κύριε. Δεν μου επιτρέπεις να διαμαρτυρηθώ ενάντια στην περίσσια της ταπείνωσής Σου, που Σε κάνει να γονατίζεις μπροστά μου και να με πλένεις. Μου λες ότι, αν δεν μου πλύνεις τα πόδια, δεν έχω μέρος κοντά Σου… Ο Ιησούς με αυτά τα λόγια, δύο πράγματα υπονοεί: πρώτον, ότι πρέπει να αφήνουμε να μας καθαρίζει από τις αμαρτίες μας, από τη σκόνη του δρόμου αλλά και από τους μεγάλους λεκέδες: «Κύριε, μὴ τοὺς πόδας μου μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰς χείρας καὶ τὴν κεφαλήν!», όπως είπε και ο Πέτρος. Και δεύτερον, ότι το να έχουμε μέρος κοντά Του σημαίνει να μετέχουμε στη δική Του ταπείνωση και στο δικό Του σκύψιμο, όταν πλένει τα πόδια των ανθρώπων. Ανήκω στους φίλους Του, λοιπόν, αν Τον αφήνω να μου πλένει τα πόδια και αν πλένω εγώ τα πόδια των άλλων κατά το παράδειγμα Του: «Εἰ οὖν ἐγὼ ἔνιψα ὑμῶν τοὺς πόδας, ὁ Κύριος καὶ ὁ Διδάσκαλος, καὶ ὑμεῖς ὀφείλετε ἀλλήλων νίπτειν τοὺς πόδας».

Τι σημαίνει πλένω τα πόδια των αδελφών μου; Πριν χύσω το νερό στα πόδια τους, πρέπει πρώτα να πάρω τη μόνη στάση που το επιτρέπει, τη στάση της απόλυτης ταπείνωσης: Πρέπει να κατεβώ στο επίπεδό τους και να γονατίσω μπροστά τους. Με λίγα λόγια πρέπει να σκύψω. Το σημείο αυτό έχει μεγάλη αξία για ολόκληρη την πνευματική μας ζωή: μπορούμε να πορευθούμε προς τον Θεό, είτε μέσα από στιγμές ανάτασης, είτε μέσα από το σκύψιμο στις ανάγκες των αδελφών μας, είτε ανεβαίνοντας, είτε κατεβαίνοντας. Κάποιες ώρες, δεν έχουμε καθόλου φτερά, η ξηρότητα μας πλημμυρίζει, είναι αδύνατον να ανυψωθούμε προς τον Θεό. Τότε, όταν δεν μπορούμε να Τον βρούμε πιο πάνω από μας, όταν ίσως δεν μπορούμε να Τον βρούμε πια ούτε μέσα μας, μπορούμε να Τον βρούμε πιο χαμηλά. Μπορούμε να σκύψουμε σε μια αμαρτία ενός αδελφού μας, ας μην πούμε χειρότερη από τις δικές μας (αφού, όταν τα μάτια μας είναι καθαρά, θα ξέρουμε ότι οι δικές μας αμαρτίες έχουν ήδη φθάσει στον πάτο), αλλά φαινομενικά πιο «κραυγαλέα», πιο ορατή. Ας σκύψουμε πάνω από ένα φυσικό πόνο ενός αδελφού μας και, βοηθώντας αυτόν, θα βρούμε τον Θεό, την ώρα ακριβώς που σκύβουμε.

Πλένω τα πόδια των ανθρώπων σημαίνει φέρνω δροσιά και ανακούφιση σε όποιον υποφέρει. Σημαίνει όμως επίσης ότι προσπαθώ να ελευθερώσω τον αμαρτωλό από την αμαρτία του. Η μέθοδος του « πλυσίματος των ποδιών», όταν εφαρμόζεται σε έναν αμαρτωλό, είναι πολύ ξεχωριστή και πολύ λεπτή. Δεν τίθεται θέμα παρατηρήσεων ή διδασκαλίας. Ο τόνος της ανωτερότητας (νόμιμος κάποιες φορές) δεν έχει θέση εδώ. Πρέπει να πάρουμε ως προς αυτόν στάση ταπεινού υπηρέτη. Πρέπει αυτή η ταπείνωση κι αυτή η φιλανθρωπία να ασκήσουν στον αμαρτωλό τέτοια πίεση, ώστε να τον σπρώξουν, χωρίς αντίλογο, έξω από την αμαρτία του. Να η βαθιά και δύσκολη προοπτική της νίψεως των ποδιών…

Ομιλία στην πόρνη (Όσιος Εφραίμ ο Σύρος)



Ελάτε, φιλόχριστοι και τέλειοι ακροατές, χαρείτε με την καλή διήγηση εκείνη τη σπουδαία και θαυμαστή γυναίκα, η οποία μας προσκαλεί να δούμε ένα υπέροχο θέαμα. Εγώ ονομάζω θέαμα εκείνο το θέατρο, το οποίο παρουσίασε στους Αγγέλους και στους ανθρώπους. Πώς δηλαδή μπήκε ολοφάνερα, χωρίς καθόλου να την προσκαλέσουν· και πώς επίσης πλησίασε τον Χριστό, που καθόταν έτσι στο τραπέζι, αναγγέλλοντας όλα τα μυστικά της καρδιάς της, αναθέτοντας όλα σ’ αυτόν χωρίς φωνή και λέξη.

… έφθασε στο σπίτι, όπου γευμάτιζε ο Χριστός, και βρίσκει την πόρτα του σπιτιού ανοιχτή, και μπήκε, και αμέσως πλησιάζει από πίσω, και αγγίζει τα άγια πόδια του, και σκύβοντας το κεφάλι μαζί με την καρδιά, με στεναγμούς και με χείμαρρους δακρύων έβρεχε τα πόδια του, καταφιλώντας τα με χαρά, με σφοδρότατο πόθο, και τα σκούπισε με τα μαλλιά της, και τα άλειφε με το μύρο με προθυμία, λέγοντας:

«Μόνο εσύ ο ίδιος ξέρεις το πώς εγώ τόλμησα να το κάνω αυτό. Χωρίς να αγνοώ, Κύριε, τα φαύλα έργα μου, τόλμησα να πλησιάσω εσένα τον άχραντο· θέλοντας όμως να σωθώ, έπεσα και προσκύνησα, όπως οι τελώνες και οι αμαρτωλοί. Δέξου, Χριστέ, τους χείμαρρους των δακρύων μου. Δέξου, Κύριε, τον πόθο της ψυχής μου. Η τόλμη μου ας θεωρηθεί παράκληση, και η θρασύτητά μου προσευχή· το μύρο μου ας συντελέσει στην εξιλέωσή μου, και η συντριβή της καρδιάς μου στο φωτισμό μου.

»Δε σε βλέπω, όπως σε βλέπει ο Φαρισαίος Σίμων, που σε κάλεσε σε γεύμα· αλλά σε βλέπω ως τον μεγάλο δημιουργό Θεό, ο οποίος με το λόγο του δημιούργησε τα σύμπαντα. Είμαι αμνάδα του κοπαδιού σου, που περιπλανιέμαι· φέρε με πίσω στο μαντρί σου, Χριστέ, διότι ο ίδιος είσαι βοσκός καλός και μοναδικός, που συναθροίζεις στην αυλή σου εκείνους που περιπλανιώνται. Είμαι περιστέρα σου, φιλάνθρωπε, που αρπάχθηκα από φοβερότατο γεράκι. Φλέγεται η ψυχή μου, που πληγώθηκε για τη μεγάλη σου άχραντη εξιλέωση. Απομάκρυνε με τη χάρη σου τη φοβερότατη δυσοσμία των ανομιών μου. Ως ανταπόδοση για το μύρο, Κύριε, καθάρισέ μου τις πληγές των φοβερότατων αμαρτημάτων μου, ξεπλύνοντάς τα με τα δάκρυά μου.

»Η χάρη σου άνοιξε το στόμα μου να τα πω αυτά μπροστά σου, από την καρδιά μου, για να γίνω καλό παράδειγμα για τους αμαρτωλούς, τους οποίους ήρθες να σώσεις ο ίδιος, φιλάνθρωπε. Ναι, Σωτήρα, σε παρακαλώ, μην παραβλέψεις τα δάκρυα της ταλαίπωρης καρδιάς μου· διότι ξέρω ότι τίποτε δεν είναι αδύνατο για σένα· και ότι όλα τα μπορείς».

Προσευχόταν, μέσα στην καρδιά της, σ’ αυτόν που έπλασε μόνος τις καρδιές των ανθρώπων, και πήρε ανταμοιβή για το μύρο, μύρο ζωής· ανταμοιβή για το φθαρτό, τον άφθαρτο και μόνιμο μισθό. Δεν ήταν τόσο ευωδιαστό το μύρο, όσο ήταν το μύρο του λόγου του Χριστού. Πρόσφερε μύρο και αγάπη, και δέχθηκε τη συγχώρηση των χρεών της. Διότι ο Σωτήρας, καθώς είναι Θεός προγνώστης, φανέρωσε τον πόθο της ψυχής της, κάνοντας να μη μείνουν άγνωστα τα αμαρτήματα που προηγουμένως διέπραξε η θαυμαστή γυναίκα. Αλλά πρώτα-πρώτα διακήρυξε τα αμαρτήματά της, έπειτα έδειξε την αγάπη της, λέγοντας στους μαθητές:

«Γιατί ενοχλείτε τη γυναίκα; Έκανε μια καλή πράξη για μένα. Διότι τους φτωχούς τους έχετε πάντοτε μαζί σας, εμένα όμως δε με έχετε πάντοτε. Διότι, όταν αυτή έχυσε το μύρο στο κεφάλι μου, το έκανε ως προετοιμασία για τον ενταφιασμό μου. Αλήθεια σας λέω· όπου και αν κηρυχθεί αυτό το Ευαγγέλιο, σε όλο τον κόσμο, θα διαλαληθεί και αυτό που έκανε αυτή, για την ανάμνησή της».

Στο διάστημα της προσευχής και του θρήνου της γυναίκας, όταν είδε ο Φαρισαίος, ταράχθηκε πάρα πολύ. Μετανιωμένος λοιπόν, διότι κάλεσε τον Χριστό στο σπίτι του με την ιδιότητα του προφήτη, και κάνοντας μέσα στην καρδιά του πικρούς λογισμούς, έλεγε μέσα του: «Εγώ νόμιζα ότι αυτός είναι προφήτης, που γνωρίζει τα μέλλοντα και ξέρει καλά αυτά που έχουν περάσει, και προφήτης τέλειος. Τώρα όμως αντιλήφθηκα ότι δε γνωρίζει ούτε αυτά που είναι μπροστά στα μάτια του, αλλά είναι όπως όλοι οι άνθρωποι».

Ο Κύριός μας όμως, που πάντοτε εξετάζει τα μυστικά των καρδιών μας, ως Πλάστης, δεν ελέγχει αμέσως με σκληρότητα τον πονηρό, αλλά χωρίς κακία φέρνει στο φως τα μυστικά· και μάλιστα με πραότητα και με πολλή καλοσύνη εκφράσθηκε σ’ αυτόν αινιγματικά, γι’ αυτά που σκέφθηκε: «Σίμων, Σίμων, έχω να σου πω κάποια παραβολή, και θέλω να σε βάλω κριτή των λόγων μου. Κάποιος δανειστής είχε δύο χρεοφειλέτες· ο ένας χρωστούσε σ’ αυτόν πενήντα χρυσά νομίσματα, και ο άλλος χρωστούσε πεντακόσια· και βρίσκονταν και οι δύο μέσα στη φτώχεια. Βλέποντας λοιπόν εκείνος ο μεγάλος δανειστής τη δυσκολία τους, χάρισε και στους δύο εξίσου το χρέος τους και έδειξε σε όλους ολοφάνερα πολύ μεγάλη συμπόνια. Πώς εσύ κρίνεις για τον ένα και για τον άλλο; Ποιος έχει υποχρέωση να αγαπά περισσότερο τον ευεργέτη του· εκείνος που του χαρίσθηκαν λίγα, ή καλύτερα εκείνος που του χαρίσθηκαν πολλά; Διότι και οι δυο ευεργετήθηκαν από αυτόν».

Αποκρίθηκε ο Σίμων: «Εκείνος στον οποίο χαρίσθηκαν πολλά, εκείνος έχει υποχρέωση να δείξει την αγάπη πολύ περισσότερο». Και ο Κύριος είπε σ’ αυτόν: «Ορθά έκρινες. Άκουσε λοιπόν, θα σου πω για την άγνοιά σου. Τιμώντας με ο ίδιος, με κάλεσες στο σπίτι σου· δεν έπλυνες με νερό τα πόδια μου, ως προφήτη· η γυναίκα όμως που βλέπεις, με τα δάκρυά της έπλυνε τα πόδια μου, και με τα μαλλιά της τα σκούπισε· επίσης εσύ, Σίμων, δε μου έδωσες φίλημα, αυτή όμως δε σταμάτησε να φιλά τα πόδια μου· ποτέ δεν άλειψες το κεφάλι μου με λάδι, αυτή όμως άλειψε τα πόδια μου με εκλεκτό μύρο. Γι’ αυτό το λόγο οι πολλές της αμαρτίες, σου λέω, που ο ίδιος νομίζεις ότι τις αγνοώ, θα συγχωρηθούν σ’ αυτή, επειδή πρόφθασε να δείξει την αγάπη της για τη συγχώρηση. Σ’ εκείνον που λίγο αγαπά, προσφέρεται λίγη συγχώρηση· σ’ εκείνον όμως που αγαπά πολύ, προσφέρεται πολλή συγχώρηση.

»Λοιπόν μη σκανδαλισθείς για τη σωτηρία αυτής της αμαρτωλής· διότι εγώ ήρθα να σώσω αμαρτωλούς, να φωτίσω σκοτισμένους. Με ασάλευτη πίστη και με τέλειο πόθο με αγάπησε, και με όλη της την καρδιά και με όλη της την ψυχή. Την δέχομαι αυτή ως εκλεκτή, και θα συμπεριλαμβάνεται στον αριθμό των δικαίων που με αγάπησαν, και θα συγχωρηθούν σ’ αυτή τα αμαρτήματά της. Και το όνομά της δε θα σβήσει, αλλά θα διαλαληθεί από γενεά σε γενεά αυτό που έκανε, για να την μνημονεύουν. Και όταν μάθουν όλοι την πράξη της, θα γίνουν και οι ίδιοι εραστές καλών έργων, και συμμέτοχοι πλούσιων και αιώνιων δωρεών».

Αυτής της γυναίκας εύχομαι να γίνουμε και εμείς μιμητές, και εξομολογούμενοι να καθαρίσουμε με τα δάκρυά μας το ρύπο των ψυχών, και να πετύχουμε τη φιλανθρωπία από τον άγιο Θεό· διότι δική του είναι η δόξα· του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

 

[Από το βιβλίο: ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ ΕΡΓΑ, τόμος Ζ’. Εκδόσεις “Το Περιβόλι της Παναγίας”, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 90, 104 (αποσπάσματα)]

Τῇ Ἁγίᾳ καὶ Μεγάλῃ Τετάρτῃ τῆς ἀλειψάσης τὸν Κύριον μύρῳ πόρνης γυναικὸς μνείαν ποιεῖσθαι οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν, ὅτι πρὸ τοῦ Σωτηρίου Πάθους μικρὸν τοῦτο γέγονε.



Καθώς ο Κύριος ανέβαινε προς τα Ιεροσόλυμα, κι ενώ βρισκόταν στο σπίτι του λεπρού Σίμωνα, τον πλησίασε μια πόρνη γυναίκα κι άλειψε το κεφάλι Του με πολύτιμο μύρο. Έχει τοποθετηθεί, λοιπόν, από τους θείους Πατέρες εδώ αυτή η διήγηση, για να διακηρυχθεί, σύμφωνα με τα λόγια του Σωτήρα Χριστού, σε όλη τη γη και σε όλους τους ανθρώπους το θερμότατο έργο της.
Από πού άραγε παρακινήθηκε ώστε να πλησιάσει τον Κύριο; Τόλμησε να κάνει αυτή την κίνηση, επειδή έβλεπε πόσο συμπαθητικός και κοινωνικός ήταν ο Χριστός προς όλους. Ιδιαίτερα όταν Τον είδε να μπαίνει στο σπίτι του λεπρού, για τον οποίο ο νόμος έλεγε ξεκάθαρα ότι ήταν ακάθαρτος και απαγορευόταν να έχει επικοινωνία με τους ανθρώπους, γεννήθηκε μέσα της η ελπίδα. Αναλογίστηκε η γυναίκα πως, όπως ο Χριστός ανέχθηκε τη λέπρα εκείνου, έτσι θα ανεχθεί και τη δική της αρρωστημένη ψυχή. Όταν, λοιπόν, ο Κύριος βρισκόταν στο τραπέζι κατά το δείπνο, παρουσιάστηκε μπροστά Του και άλειψε το κεφάλι Του μ’ ένα μύρο, που η τιμή του ήταν γύρω στα τριακόσια δηνάρια, (δηλαδή εξήντα ασσάρια, δέκα νομίσματα και τρία αργύρια). Οι Μαθητές την επέκριναν γι’ αυτό, και περισσότερο απ’ όλους ο Ιούδας! Ο Χριστός όμως την υπερασπίστηκε, για να μην αποτραπεί απ’ τον καλό της σκοπό. Ανέφερε μάλιστα και τον ενταφιασμό Του, προσπαθώντας να αποτρέψει τον Ιούδα από την προδοσία, αλλά μάταια. Τότε απέδωσε και στη γυναίκα την ύψιστη τιμή να διακηρύσσεται το ενάρετο έργο της σε ολόκληρη την οικουμένη.
Πρέπει να διευκρινιστεί ότι η γυναίκα αυτή θεωρείται από ορισμένους πως είναι μία και η ίδια σε όλους τους Ευαγγελιστές, δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Όπως υποστηρίζει ο θείος Χρυσόστομος, οι τρεις πρώτοι Ευαγγελιστές (Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς) αναφέρουν μία και την ίδια γυναίκα, η οποία έτσι πήρε την ονομασία πόρνη. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης όμως δεν κάνει λόγο για την ίδια γυναίκα, αλλά για κάποια άλλη, αξιοθαύμαστη, η οποία ζούσε βίο σεμνό και τίμιο, τη Μαρία, την αδελφή του Λαζάρου, την οποία αγαπούσε πολύ ο Χριστός, πράγμα που δε θα ίσχυε, αν εκείνη ήταν πόρνη.
Η Μαρία, λοιπόν, έξι μέρες πριν από το Πάσχα κι ενώ ο Ιησούς ήταν καλεσμένος σε δείπνο στο σπίτι της στη Βηθανία, έχρισε τον Κύριο με μύρο αλείφοντας τα άχραντα πόδια Του και σκουπίζοντάς τα με τις τρίχες των μαλλιών της. Το έκανε αυτό θέλοντας να Τον τιμήσει εξαιρετικά και ήταν σαν να πρόσφερε το μύρο στο Θεό, γιατί γνώριζε καλά ότι στις θυσίες προσέφεραν λάδι στο Θεό και οι ιερείς χρίονταν με μύρο κι ακόμα ότι και ο Ιακώβ κάποτε άλειψε με μύρο μια στήλη και την αφιέρωσε στο Θεό. Η Μαρία, λοιπόν, προσέφερε το μύρο, δήθεν για να το χαρίσει στο Διδάσκαλο, στην πραγματικότητα όμως για να το αφιερώσει στο Θεό σαν ευχαριστία για την ανάσταση του αδελφού της. Γι’ αυτό ακριβώς ο Ιησούς δεν της υποσχέθηκε μισθό. Τότε, λοιπόν, μόνο ο Ιούδας γόγγυσε, επειδή ήταν φιλοχρήματος.
Η άλλη γυναίκα, η πόρνη, δυο μέρες πριν από το Πάσχα, ενώ ο Χριστός βρισκόταν ακόμη στη Βηθανία και είχε πάει στο σπίτι του λεπρού Σίμωνα και είχε καθίσει και πάλι στο τραπέζι για το δείπνο, άλειψε την κεφαλή του Ιησού με το πολύτιμο εκείνο μύρο, όπως διηγούνται οι ιεροί Ευαγγελιστές Ματθαίος και Μάρκος. Μ’ αυτή την πόρνη κι οι μαθητές του Ιησού αγανάκτησαν, επειδή γνώριζαν καλά πόσο μεγάλο ζήλο έδειχνε πάντοτε ο Χριστός για την ελεημοσύνη προς τους φτωχούς. Σ’ αυτήν ωστόσο τη γυναίκα δόθηκε από τον Κύριο ως ανταμοιβή να διακηρύσσεται σ’ ολόκληρη την οικουμένη το θεάρεστο έργο της. Επομένως οι άγιοι Ευαγγελιστές Ματθαίος και Μάρκος αναφέρουν μία γυναίκα, ενώ ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος υποστηρίζει πως αυτές ήταν δύο.
Υπάρχουν ακόμη μερικοί, οι οποίοι ισχυρίζονται πως ήταν τρεις οι γυναίκες που άλειψαν με μύρο τον Ιησού: Οι δύο προαναφερθείσες που άλειψαν τον Κύριο λίγες μέρες πριν από το Σωτήριο Πάθος, και πριν απ’ αυτές μια άλλη τρίτη, για την ακρίβεια πρώτη, που έκανε την ίδια ενέργεια στα μισά περίπου του ευαγγελικού κηρύγματος του Κυρίου. Αυτή ήταν αμαρτωλή και πόρνη. Μέσα στην οικία όχι του λεπρού, αλλά του Φαρισαίου Σίμωνα, άλειψε κι αυτή με μύρο τα πόδια μόνο (κι όχι την κεφαλή) του Χριστού. Σ’ αυτή την περίπτωση μόνο ο Φαρισαίος που Τον φιλοξενούσε, σκανδαλίστηκε. Ο Σωτήρας Χριστός τότε χάρισε σ’ αυτή ως ανταμοιβή την άφεση των αμαρτιών της. Γι’ αυτή τη γυναίκα μόνο ο ιερός Ευαγγελιστής Λουκάς μιλάει στα μισά περίπου του Ευαγγελίου του, όπως αναφέρθηκε. Κι αμέσως μετά τη διήγηση αυτή για την πόρνη, συνεχίζει ο ιερός Ευαγγελιστής λέγοντας: «Κι ύστερα απ’ αυτό, περιόδευε ο Ιησούς στις πόλεις και στα χωριά διακηρύσσοντας το χαρμόσυνο μήνυμα της Βασιλείας τού Θεού». Αυτό δείχνει ότι αυτό το συγκεκριμένο περιστατικό δε συνέβη την εποχή των Παθών του Κυρίου. Απ’ το χρόνο, λοιπόν, του περιστατικού, από τα πρόσωπα που υποδέχτηκαν το Χριστό, από τον τόπο, από τα σπίτια κι ακόμα από τον τρόπο εκχύσεως του μύρου, γίνεται φανερό πως οι γυναίκες ήταν τρεις, οι δύο πόρνες και η τρίτη η Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου, που ζούσε τίμιο και σεμνό βίο. Ακόμη, άλλο ήταν το σπίτι του Φαρισαίου Σίμωνα, άλλο το σπίτι του λεπρού Σίμωνα στη Βηθανία και τέλος άλλο το σπίτι της Μάρθας και της Μαρίας, των αδελφών του Λαζάρου, το οποίο βρισκόταν κι αυτό στη Βηθανία.
Απ’ όλα αυτά μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι δύο δείπνα παρατέθηκαν στο Χριστό, και τα δύο στη Βηθανία. Το πρώτο έγινε έξι μέρες πριν το Πάσχα στο σπίτι του Λαζάρου, όταν συνέτρωγε με το Χριστό κι ο Λάζαρος, όπως αναφέρει ο Υιός της Βροντής (ο Ευαγγελιστής Ιωάννης) λέγοντας τα εξής: «Έξι μέρες πριν το Πάσχα ήλθε ο Ιησούς στη Βηθανία, όπου έμενε ο Λάζαρος, ο οποίος είχε πεθάνει και αναστήθηκε εκ νεκρών». Εκεί, λοιπόν, του παρέθεσαν δείπνο κι η Μάρθα Τον υπηρετούσε. Ο Λάζαρος μάλιστα ήταν ένας από τους συνδαιτυμόνες. Η Μαρία, λοιπόν, αφού αγόρασε εκατό δράμια περίπου γνήσιο, πολύτιμο νάρδο, άλειψε τα πόδια του Ιησού και τα σκούπισε με τις τρίχες των μαλλιών της». Το δεύτερο δείπνο παρατέθηκε προς τιμήν του Κυρίου δύο μέρες πριν το Πάσχα, όταν ο Χριστός βρισκόταν ακόμη στη Βηθανία στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού. Τότε Τον πλησίασε η πόρνη και Τον άλειψε με το πολύτιμο μύρο. Αυτά τα αναφέρει λεπτομερώς ο ιερός Ευαγγελιστής Ματθαίος, παρουσιάζοντας το Χριστό να λέει στους μαθητές Του: «Γνωρίζετε ότι σε δύο ημέρες γίνεται η εορτή του Πάσχα». Κι ύστερα από λίγο αναφέρει πάλι: «Όταν ο Ιησούς ήλθε στη Βηθανία στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού, τον πλησίασε μια γυναίκα, κρατώντας ένα δοχείο από αλάβαστρο γεμάτο με πολύτιμο μύρο και το περιέχυσε στο κεφάλι του Χριστού, ενώ Αυτός ήταν γερμένος στο τραπέζι». Ομοίως κι ο Ευαγγελιστής Μάρκος λέει: «Ύστερα από δύο ημέρες ήταν το Πάσχα κι η εορτή των αζύμων. Κι ενώ ο Ιησούς βρισκόταν στη Βηθανία στο σπίτι του Σίμωνα του λεπρού, την ώρα που ήταν καθισμένος στο τραπέζι, ήλθε μια γυναίκα…» και ούτω καθεξής.
Όσοι πάλι ισχυρίζονται πως οι τέσσερις Ευαγγελιστές αναφέρουν πως ήταν μία η γυναίκα που άλειψε με μύρο τον Κύριο, αυτοί πιστεύουν πως ο Σίμων ο Φαρισαίος κι ο Σίμων ο λεπρός ήταν ένας, και πως ήταν ο ίδιος Σίμων, ο οποίος, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, ήταν και πατέρας του Λαζάρου και των αδελφών του, της Μαρίας, δηλαδή, και της Μάρθας. Ισχυρίζονται ακόμη πως παρατέθηκε ένα μόνο δείπνο σε ένα μόνο σπίτι, στο σπίτι του Σίμωνα στη Βηθανία, στο οποίο ετοιμάστηκε και το ανώγειο με το στρωμένα τραπέζια, όπου έγινε ο Μυστικός Δείπνος. Δεν έχουν όμως δίκαιο όσοι υποστηρίζουν αυτή την άποψη. Γιατί, όπως προαναφέρθηκε, αυτά τα δύο δείπνα παρατέθηκαν στο Χριστό έξω από τα Ιεροσόλυμα, στη Βηθανία, έξι και δύο μέρες αντίστοιχα πριν από το Πάσχα των Ιουδαίων, όταν οι γυναίκες προσέφεραν με διαφορετικό τρόπο η καθεμιά τα μύρα στο Χριστό. Αντίθετα, ο Μυστικός Δείπνος και το ανώγειο με τα στρωμένα τραπέζια ετοιμάστηκαν εντός της πόλεως των Ιεροσολύμων, μια μέρα πριν από το Πάσχα των Ιουδαίων και το Πάθος του Χριστού. Άλλοι πάλι λένε πως ο Μυστικός Δείπνος έγινε στο σπίτι ενός αγνώστου ανθρώπου, ενώ άλλοι ισχυρίζονται πως τελέσθηκε στο σπίτι του αγαπημένου Μαθητή του Κυρίου, του Αποστόλου Ιωάννου, στην Αγία πόλη Σιών (Ιερουσαλήμ), εκεί όπου παρέμεναν κρυμμένοι οι μαθητές «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων». Εκεί έγινε και η ψηλάφηση του Αποστόλου Θωμά ύστερα από την Ανάσταση του Κυρίου και η Επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή. Σ’ εκείνο το μέρος μάλιστα πραγματοποιήθηκαν κι άλλα ακόμη μυστικά κι απόκρυφα γεγονότα.
Επομένως φαίνεται ότι πράγματι η άποψη του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια. Οι γυναίκες πρέπει να θεωρούνται δύο. Η μία, όπως ειπώθηκε, η οποία αναφέρεται από τους τρεις Ευαγγελιστές, ήταν αμαρτωλή και πόρνη και περιέχυσε το μύρο στην κεφαλή του Χριστού. Η άλλη γυναίκα, που παρουσιάζεται στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, ήταν η Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου, η οποία έφερε το μύρο και άλειψε μ’ αυτό μόνο τα θεϊκά πόδια του Χριστού. Ακόμη, άλλα ήταν τα δείπνα που παρατέθηκαν προς τιμήν του Κυρίου στη Βηθανία κι άλλος ήταν ο Μυστικός Δείπνος. Αυτό γίνεται φανερό και από το γεγονός ότι μετά απ’ αυτή τη διήγηση για την πόρνη, ο Σωτήρας Χριστός έστειλε τους Μαθητές Του στην πόλη των Ιεροσολύμων για να ετοιμάσουν να φάνε το Πάσχα. «Πηγαίνετε», τους είπε, «στην πόλη στον τάδε άνθρωπο και πείτε του: “Ο Διδάσκαλος λέει ότι σε σένα σκέφτομαι να εορτάσω το Πάσχα μαζί με τους Μαθητές μου”». Σε άλλο σημείο πάλι ο Ευαγγελιστής αναφέρει: «“Θα σας συναντήσει ένας άνθρωπος, που θα κρατάει μια στάμνα γεμάτη νερό, κι αυτός θα σας δείξει ένα μεγάλο ανώγειο με στρωμένο τραπέζι, έτοιμο. Εκεί ετοιμάστε μας το Πάσχα”. Οι Μαθητές τότε έφυγαν και, αφού βρήκαν τα πάντα, όπως τους είπε ο Κύριος, ετοίμασαν το Πάσχα». Ο άγιος Ευαγγελιστής εννοεί, βέβαια, το νομικό Πάσχα, το οποίο πλησίαζε. Ο Ιησούς τότε, όπως λέει ο θείος Χρυσόστομος, πήγε και εόρτασε αυτό το Πάσχα μαζί με τους Μαθητές Του. Στη συνέχεια, αφού τελέστηκε ο Μυστικός Δείπνος και πραγματοποιήθηκε στο μεταξύ η τελετή του Θείου Νιπτήρος, ο Ιησούς κάθισε ξανά και μας παρέδωσε πάνω στο ίδιο τραπέζι το δικό μας Πάσχα, δηλαδή το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, σύμφωνα με την ερμηνεία που δίνει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Οι θείοι Ευαγγελιστές Ιωάννης και Μάρκος προσέθεσαν ακόμη και το είδος του μύρου, ονομάζοντάς το «πιστικό» και πολύτιμο. Συνηθίζουν να ονομάζουν το μύρο «πιστικό», για να δείξουν ότι είναι γνήσιο, ανόθευτο και εγγυημένα καθαρό. Ίσως ακόμα η λέξη «πιστικό» να ήταν ονομασία του αρίστου και πρώτης ποιότητος μύρου. Ο Ευαγγελιστής Μάρκος προσθέτει ότι η γυναίκα από τη βιασύνη της έσπασε το αγγείο, επειδή είχε στενό άνοιγμα. Το αγγείο αυτό το ονομάζει «αλάβαστρο». Όπως λέει ο άγιος Επιφάνιος, το αλάβαστρο ήταν ένα γυάλινο αγγείο, χωρίς λαβή, το οποίο ονομαζόταν αλλιώς «βυκίο». Το μύρο εκείνο ήταν κατασκευασμένο κι από άλλα πολλά είδη, αλλά κυρίως από άνθος σμύρνας, μοσχομυριστό κινάμωμο, ίριδα, αρωματικό καλάμι και λάδι.
Ἀλλ᾿ ὁ τῷ νοητῷ μύρῳ χρισθείς, Χριστὲ ὁ Θεός, τῶν ἐπιρρύτων παθῶν ἐλευθέρωσον, καὶ ἐλέησον ἡμᾶς, ὡς μόνος ἅγιος, καὶ φιλάνθρωπος. Ἀμήν.

[Ιερομ. Ιερώνυμος Δελημάρης, Τί γιορτάζουμε από το Τριώδιο έως την Πεντηκοστή; Τα συναξάρια του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου σε απλή γλώσσα, 1η έκδ. Αδελφότης Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναυπάκτου, Ναύπακτος, 2001].