Σάββατο, Μαΐου 29, 2021

Του Χρυσοστόμου, περί των δογμάτων και της Ανάγνωσης και Γνώσης των Αγίων Γραφών.



Ας νιώσουμε ντροπή και ας κοκκινίσουμε εμείς λοιπόν από το αίσθημα αυτό: Μία γυναίκα, που είχε πέντε άντρες διαδοχικώς, που ήταν Σαμαρείτιδα, δείχνει τόσο ενδιαφέρον για τα δόγματα και ούτε η ώρα της ημέρας, ούτε το γεγονός ότι ήλθε εκεί για άλλο σκοπό, ούτε τίποτε άλλο την απέτρεψε από τη συζήτηση για τα θέματα αυτού του είδους. Εμείς, αντιθέτως, όχι μόνο δε συζητούμε για τα δόγματα, αλλά για τα πάντα κατεχόμαστε από αστόχαστη και άσκοπη διάθεση. Για τον λόγο αυτό έχουν παραμεληθεί τα πάντα. Διότι ποιος από εσάς, πες μου σε παρακαλώ, όταν πήγε στο σπίτι του, πήρε στα χέρια του ένα χριστιανικό βιβλίο και μελέτησε το περιεχόμενό του και ερεύνησε την Αγία Γραφή; Κανένας δεν μπορεί να πει κάτι παρόμοιο, αλλά στους περισσότερους θα βρούμε πεσσούς και ζάρια και πουθενά βιβλία, παρά σε λίγους μονάχα. Αλλά και αυτοί είναι όμοιοι με εκείνους που δεν έχουν, διότι τα έδεσαν και τα έβαλαν διαπαντός μέσα σε κιβώτια και όλο το ενδιαφέρον τους για αυτά περιορίζεται στη λεπτότητα των μεμβρανών και το κάλλος των γραμμάτων και όχι στην ανάγνωση αυτών. Διότι δεν τα απέκτησαν για ωφέλεια και κέρδος ψυχικό αλλά φρόντισαν για αυτά για να κάνουν επίδειξη πλούτου και φιλοδοξίας, ω, πόση είναι η υπερβολή της κενοδοξίας… Πραγματικά δεν ακούω κανέναν να καυχάται ότι γνωρίζει το περιεχόμενο ενός βιβλίου, παρά ότι είναι γραμμένο με χρυσά γράμματα. Και ποιο το κέρδος; Πες μου. Διότι οι άγιες Γραφές δε μας δόθηκαν για τον λόγο αυτό, για να τις έχουμε δηλαδή ως βιβλία μόνο, αλλά για να τις γράψουμε μέσα στις καρδιές μας. Ο τρόπος βέβαια αυτός της κτήσεως αρμόζει στην ιουδαϊκή φιλοδοξία, να εναποθέτουν τις εντολές μόνο στα γράμματα. Σε εμάς όμως ο νόμος δε δόθηκε έτσι από την αρχή, αλλά στις σάρκινες πλάκες της καρδιάς μας.
Και αυτά δεν τα λέω για να εμποδίσω την απόκτηση των βιβλίων, αλλά αντίθετα το συμβουλεύω αυτό και ολοψύχως το εύχομαι. Επιθυμώ όμως από εκείνα να έχουμε συνεχώς στη διάνοιά μας και τα γράμματα και τα νοήματα, ώστε να γίνεται καθαρή, δεχόμενη τις ιδέες των όσων γράφονται. Διότι εάν δε θα τολμήσει ο διάβολος να πλησιάσει σε ένα σπίτι, μέσα στο οποίο υπάρχει το Ευαγγέλιο, πολύ περισσότερο δε θα εγγίσει ούτε θα κυριεύσει ο δαίμων ή η αμαρτία την ψυχή εκείνη, η οποία περικλείει τα νοήματα αυτού του είδους. Αγίασε λοιπόν την ψυχή σου, αγίασε το σώμα σου, έχοντας πάντα αυτά στην καρδιά και τη γλώσσα σου. Διότι εάν η αισχρολογία καταρρυπαίνει και προσκαλεί τους δαίμονες, είναι φανερό ότι η πνευματική ανάγνωση αγιάζει και προσελκύει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Τα γράμματα αυτά είναι θεία άσματα. Ας τα ψάλλουμε λοιπόν στους εαυτούς μας και με αυτά ας κατασκευάζουμε τα φάρμακα για τα πάθη της ψυχής μας. Αν γνωρίσουμε καλά την αξία αυτών που διαβάζουμε, θα τα ακούσουμε με μεγάλη προθυμία.
Αυτά τα λέγω πάντοτε και δε θα πάψω να τα λέγω. Διότι πώς δεν είναι άτοπο οι μεν άνθρωποι της αγοράς να λέγουν τα ονόματα, τα γένη, τις πόλεις και τους τρόπους της ενέργειας των ηνιόχων και των χορευτών και να εξαγγέλλουν με ακρίβεια τα καλά και τα κακά γνωρίσματα και αυτών ακόμα των ίππων, ενώ όσοι έρχονται εδώ να μην εννοούν τίποτε από όσα γίνονται, αλλά να αγνοούν και αυτόν τον αριθμό των βιβλίων της Αγίας Γραφής; Εάν βέβαια επιδιώκεις εκείνα για χάρη της ηδονής, θα σου αποδείξω ότι εδώ υπάρχει σε μεγαλύτερο ποσοστό αυτή. Διότι, πες μου, σε παρακαλώ, τι είναι περισσότερο ευχάριστο, τι πιο θαυμαστό, να δεις άνθρωπο να παλεύει με άνθρωπο ή άνθρωπο να αγωνίζεται προς τον διάβολο και σώμα να συμπλέκεται με δύναμη ασώματη και να νικά; Σε αυτού του είδους την πάλη ας γινόμαστε θεατές (διότι αυτήν είναι ευπρεπές και ωφέλιμο να μιμούμαστε και μιμούμενοι υπάρχει η δυνατότητα να στεφανωθούμε ως νικητές) και όχι σε εκείνους τους αγώνες, η μίμηση των οποίων φέρει ντροπή στον μιμούμενο. Διότι εκείνην την πάλη την παρακολουθείς μαζί με τους δαίμονες, εάν βέβαια την παρακολουθείς, ενώ αυτήν μαζί με τους αγγέλους και τον Κύριο των αγγέλων. Διότι πες μου: Εάν είχες τη δυνατότητα να κάθεσαι και να απολαμβάνεις ένα θέαμα μαζί με τους άρχοντες ή τους βασιλείς, δε θα το θεωρούσες αυτό μεγάλη τιμή; Εδώ όμως που παρακολουθείς μαζί με τον Βασιλέα των αγγέλων και βλέπεις τον διάβολο να κατέχεται από το μέσο των νώτων και παρά τις προσπάθειες που καταβάλλει για να νικήσει, να μην κατορθώνει τίποτε, δεν τρέχεις στο θέαμα αυτό; «Και πώς είναι δυνατόν να γίνει αυτό;» θα ρωτούσε κάποιος. Αν έχεις το βιβλίο της Αγίας Γραφής στα χέρια σου· διότι μέσα σε αυτό θα δεις και τα σκάμματα και τους μακρούς αγωνιστικούς διαδρόμους και τις λαβές εκείνου και του δικαίου την τέχνη. Όταν βλέπεις αυτά, θα μάθεις και εσύ να παλεύεις με τον ίδιο τρόπο και θα απαλλαγείς από τους δαίμονες. Διότι τα όσα τελούνται εκτός της Εκκλησίας είναι πανηγύρεις δαιμόνων και όχι θέατρα ανθρώπων. Αφού δεν επιτρέπεται να εισέλθεις στο ναό των ειδώλων, πολύ περισσότερο δεν επιτρέπεται σε εορτή σατανική να συχνάζεις.
Αυτά τα λέγω και δε θα παύσω να σας ενοχλώ, μέχρις ότου να δω την επιστροφή σας. Διότι το να σας λέγω αυτά σε εμένα μεν δεν προκαλεί οκνηρία, σε εσάς όμως είναι ασφαλές. Μην ενοχλείσθε από την παραίνεση. Εάν έπρεπε κάποιος να ενοχλείται, αυτός είμαι εγώ, ο οποίος τα λέγω πολλές φορές και δε με ακούτε, και όχι εσείς, που συνεχώς τα ακούτε και πάντοτε τα παρακούτε.


(επιλεγμένα αποσπάσματα από την ομιλία ΛΓ΄που εμπεριέχεται στο Υπόμνημα του Ιερού Χρυσοστόμου στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο)

Κυριακή της Σαμαρείτιδος



Τέσσερις εβδομάδες μετά το Πάσχα το ευαγγέλιο που διαβάζεται στις εκκλησίες είναι η αφήγηση του ευαγγελιστή Ιωάννη για την εκπληκτική συζήτηση του Χριστού με μια Σαμαρείτισσα. Σύμφωνα με το ευαγγέλιο, ο Χριστός σταματά σ’ ένα πηγάδι κοντά στη πόλη Σιχάρ, ενώ οι μαθητές Του πάνε στη πόλη για να αγοράσουν τρόφιμα. Μια γυναίκα έρχεται στο πηγάδι για να πάρει νερό, και ο Χριστός της ζητεί να πιει. Αρχίζουν μια συζήτηση, και κάποια στιγμή η γυναίκα ρωτά το Χριστό, “οι πατέρες ημών εν τω όρει τού­τω προσεκύνησαν και υμείς λέγετε ότι εν Ιεροσολύμοις εστίν ο τόπος όπου δει προσκυνείν” (Ιωάν. 4,20). Το ερώτημα αυτό αφορά μια πολύχρονη αντιδικία μεταξύ Ιουδαίων και Σαμαρειτών, που είχαν απομακρυνθεί από τον ορθόδοξο Ιουδαϊσμό. Για τους Ιουδαίους το θρησκευτικό κέντρο ήταν η Ιερουσαλήμ· για τους Σαμαρείτες ένα βουνό στη Σαμάρεια. Είναι σαφές πως ήταν μια διαμάχη για τα εξωτερικά, τελετουργικά χαρακτηριστικά της θρησκείας.
Απαντώντας της ο Χριστός της λέει:«Γύναι, πίστευσόν μοι ότι έρχεται ώρα ότε ούτε εν τω όρει τούτω ούτε εν Ιεροσολύμοις προσκυνήσετε τω πατρί… αλλ’ έρχεται ώρα και νυν εστίν, ότε οι αληθινοί προσκυνηταί προσκυνήσουσι τω πατρί εν πνεύματι και αληθεία· και γαρ ο πατήρ τοιούτους ζητεί τους προσκυνούντας αυτόν, πνεύμα ο Θεός, και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν. (Ιωάν. 4, 22-24). Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι στίχοι αυτοί από το ευαγγέλιο του Ιωάννη είναι κρίσιμοι στην κατανόηση του Χριστιανισμού. Αυτά τα λόγια εκφράζουν και αιώνια διακηρύσσουν μια γνήσια θρησκευτική επανάσταση, μια επανάσταση στην έννοια της θρησκείας· σ’ αυτές τις λίγες γραμμές βλέπουμε τη γέννηση του Χριστιανισμού. “Εν πνεύματι και αληθεί­α”! Η θρησκεία μέχρι τότε και για αιώνες αποτελείτο από κανόνες, νόμους και διατάξεις και έτσι η τήρηση της θρησκείας συνίστατο αποκλειστικά από μια τυφλή, αναντίρρητη υποταγή σε αυτούς τους κανόνες. Όχι σε αυτό το βουνό αλλά στα Ιεροσόλυμα· όχι ε­δώ, αλλά εκεί· όχι μ’ αυτόν τον τρόπο αλλά μ’ εκείνο. Έτσι προσφέροντας στο Θεό χιλιάδες τέτοιες συνταγές, οι άνθρωποι προστατεύονταν από τους μπελάδες, από το φόβο και από την επώδυνη αναζήτηση. Είχαν κατασκευάσει ένα κλουβί στο όποιο το καθετί ήταν προσεκτικά και σαφώς καθορισμένο και δεν υπήρχε άλλη απαίτηση από την ακριβή τήρησή του. Όλα αυτά τώρα σβήνονται και ανατρέπονται με λίγες λέξεις. Η προσκύνηση δε γίνεται σ’ αυτό το βουνό, ούτε στα Ιεροσόλυμα, αλλά “εν πνεύματι και αληθεία”. Μ’ άλλα λόγια όχι με φόβο και στα τυφλά, όχι με αγωνία και στενοχώρια, αλλά με γνώση και ελευθερία, με ελεύθερη επιλογή και αγάπη, όπως η αγάπη του παιδιού για τον πατέρα του.
Τώρα στο κέντρο της θρησκείας, στη καρδιά της, δε βρίσκεται ο νόμος, η υποταγή, η συνταγή, αλλά η αλήθεια: “γνώσεσθε την αλήθειαν”. είπε ο Χριστός, “και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς” (Ιωάν. 8, 32). Στην καρδιά της τώρα βρίσκεται η διαδικασία της αναζήτησης: “ζητείτε, και ευρήσετε” (Ματθ. 7,7). Όχι καθησυχασμός. αλλά δίψα: “μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην” (Ματθ. 5.6). Όχι δουλεία, αλλά ελευθερία: “ουκέτι υμάς λέγω δούλους. Ότι ο δούλος ουκ οίδε τί ποιεί αυτού ο κύριος” (Ιωάν. 15.15), Όχι φιλονομία αλλά αγάπη: “ελεον θέλω και ου θυσίαν” (Ματθ. 9.13)· “έντολήν καινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς ίνα και υμείς αγαπάτε αλλήλους” (Ιωάν. 1334).
Φυσικά στην ιστορία του Χριστιανισμού οι άνθρωποι συχνά ξέχασαν τα λόγια του Χριστού για το πνεύμα και την αλήθεια και επέστρεψαν στη θρησκεία του φόβου και της τυπολατρίας, στη διαμάχη για το βουνό και την Ιερουσαλήμ. Απ’ έξω δε ο Χριστιανισμός πολύ συχνά φαίνεται να είναι μόνο νόμοι και συνταγές. Δεν πρέπει όμως να κριθεί από τα εξωτερικά, ούτε από τις ήττες και τις παραμορφώσεις, αλλά από την εσωτερική θεία φώτιση. Πρέπει να κριθεί επί τη βάσει αυτών που δέχθηκαν σοβαρά και χωρίς καμιά επιφύλαξη αυτά τα λόγια του Χριστού για το πνεύμα και την αλήθεια, και που ολόκληρη η ζωή τους έχει γίνει μια συνεχής πτήση αγάπης, ελευθερίας, χαράς και πνευματικής μεταμόρφωσης.
Παρ’ όλες τις ιστορικές πτώσεις και αποτυχίες του, ο Χριστιανισμός ποτέ δεν έσβησε αυτά τα λόγια από το ευαγγέλιο, και γι’ αυτό κρίνεται με βάση αυτά. Η αντιθρησκευτική προπαγάνδα, με πολύ πιο τραγικά αποτελέσματα, με το τυφλό μίσος της προς τη θρησκεία, αγνοεί αυτά τα λόγια σαν να μην ειπώθηκαν ποτέ και για να ξεμπερδέψει με τη θρησκεία με τη μεγαλύτερη ευκολία, την εξισώνει με τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, τις προλήψεις και το φόβο. Ο Χριστιανισμός όμως κατεξοχήν είναι ο Χριστός, και η διδασκαλία Του, το ευαγγέλιο. Το ευαγγέλιο αφηγείται πως οι άνθρωποι προτίμησαν τη δική τους γνώμη, τη δική τους ιδεολογία, το δικό τους νόμο από το “εν πνεύματι και αληθεία”, και πόσο αφόρητη ήταν αυτή η πρόσκληση για απελευθέρωση. Εδώ, σ’ αύτη την ιστορία των ανθρώπων που απέρριψαν Αυτόν που τους κάλεσε να ζήσουν “εν πνεύματι και αληθεία”, βρίσκεται ολόκληρο το νόημα του ευαγγελίου. Έτσι το ίδιο το ευαγγέλιο μας δίνει μια εξήγηση για το μίσος ενάντια στο Χριστό, το ίδιο μίσος που σήμερα αναγκάζει τους ανθρώπους να ψεύδονται, να συκοφαντούν και σιωπηλά να Τον αγνοούν.
Ακόμη και τώρα η απειλή που θέτει ο Χριστιανισμός σε κάθε ιδεολογία είναι αυτό το “εν πνεύματι και αληθεία”. Αυτά τα λόγια είναι μια αιώνια χειρονομία περιφρόνησης κάθε ειδώλου, θρησκευτικού ή ιδεολογικού· όσο δε αυτές οι λέξεις δεν έχουν εντελώς ξεριζωθεί από τη μνήμη, ο άνθρωπος ποτέ δε θα δεχθεί ολοκληρωτικά μια διδασκαλία που τον σκλαβώνει στην ύλη και που τον μετατρέπει σε έναν οδοντωτό τροχό μιας απρόσωπης πορείας, σε έναν υπηρέτη μιας απρόσωπης συλλογικότητας. Όταν λοιπόν οι οπαδοί τέτοιων ιδεολογιών προσβάλλουν τη θρησκεία με τη δικαιολογία πως ξεριζώνουν την πρόληψη, αυτό γίνεται μόνο για επίδειξη. Όχι, η θρησκεία ως πρόληψη, ως νόμος, ως δουλεία τους είναι ακόμη χρήσιμη, επειδή επαληθεύει τα επιχειρήματά τους. Αυτό που τους φοβίζει περισσότερο από καθετί άλλο στο κόσμο, είναι μήπως κάποιος ανακαλύψει το αληθινό νόημα της πίστεως, αυτά τα εκπληκτικά και απελευθερωτικά λόγια του Χριστού: “εν πνεύματι και αληθεία”. Η δύναμη βρίσκεται τώρα με το πλευρό της στρατευμένης αθεΐας. Η πίστη έχει φιμωθεί για σχεδόν εξήντα χρόνια. Και μόνο αυτό όμως αποδεικνύει τη δύναμη της, Η φωνή της είναι φιμωμένη ακριβώς επειδή μέσα στα βάθη της συντηρεί ακόμη τη διδασκαλία του “εν πνεύματι και αληθεία”, που σημαίνει πως, δίχως το πνεύμα και την αλήθεια ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει, πως το πνεύμα και η αλήθεια είναι ισχυρότερα απ’ οτιδήποτε άλλο πάνω στη γη. Η συζήτηση που άρχισε δίπλα από το πηγάδι εκείνο το ζεστό μεσημέρι ακόμη συνεχίζεται, επειδή οι άνθρωποι ποτέ δε θα σταματήσουν να ψάχνουν, να αναζητούν, να διψούν και να ανακαλύπτουν ξανά και ξανά πως αυτή η δίψα, αυτή η αναζήτηση, αυτή η πνευματική πείνα δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με τίποτε άλλο παρά μόνο με το Θεό, που είναι Πνεύμα και Αλήθεια, Αγάπη και Ελευθερία, αιώνια Ζωή και πληρότητα των πάντων.

(Αλέξανδρου Σμέμαν. «Εορτολόγιο», εκδ. Ακρίτας)

Τετάρτη, Μαΐου 26, 2021

Σοφία, λοιπόν, είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού



«Η σοφία ωκοδόμησεν εαυτή οίκον και υπήρεισε στύλους επτά, εσφαξε τα εαυτής θύματα, εκέρασεν εις κρατήρα τον εαυτής οίνον, και ητοιμάσατο την εαυτής τράπεζαν. απέστειλε τούς εαυτής δούλους, συγκαλούσα μετά υψηλού κηρύγματος επί κρατήρα λέγουσα. ος εστιν άφρων, εκκλινάτω πρός με, και τοις ενδεέσι φρενών είπεν, Έλθετε, φάγετε των εμων άρτων, και πίετε οίνον, όν εκέρασα υμίν». (Παροιμ. 9: 1-15)
Θησαυρό ηύραμε! Σοφία είναι ο Χριστός. Εδώ μιλάει ξεκάθαρα για την Εκκλησία, για τα επτά μυστήρια και κυρίως για το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Εγώ τα έχω χωνεμένα και τα βγάζω τώρα, έτσι μου ‘ρχονται από μέσα μου. Αλλά πως θα αγαπήσομε τη σοφία, για να μας αγαπήσει κι εκείνη; Πως θα αναπτυχθεί αυτή η σχέση, όταν ζει κανείς ακόμη με τα πάθη; Και ο απόστολος Παύλος στην αρχή, πριν να τον πλημμυρίσει η χάρις, έλεγε: «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος, τις με ρυσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου; ». Αλλά μετά, που ζούσε μέσα του τον Χριστό, συνεχώς έλεγε: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοι Χριστός. Και συνέχομαι δε εκ των δυο, την επιθυμίαν έχων εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι, πολλώ μάλλον κρείσσον….».…

Στο βιβλίο των Παροιμιών παρουσιάζεται όλο το μεγαλείο, η πηγή και οι δωρεές της σοφίας. Συγκεκριμένα στο όγδοο κεφάλαιο. Διαβάστε μου.

Είδατε που ονομάζει τον Ιησού Χριστό Σοφίαν του Θεού; Σοφία, λοιπόν, είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού. Και όλα τα γνωρίσματα της σοφίας είναι και γνωρίσματα του Υιού του Θεού. Ο Χριστός είναι η Σοφία. Το βλέπουμε αυτό και στον απόστολο Παύλο. Λέει. Ο Χριστός είναι «σοφία από Θεού και δύναμις».
Διαβάστε μου από την αγαπημένη μου, την Σοφία Σολομώντος. Διαβάστε μου τον ύμνο προς την σοφία.

Έχω τρέλα, μέθη, θεία μέθη. Δεν τα χορταίνω. Λέει και στην Ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως: «Και ούτω του τήδε βίου απάρας επ’ ελπίδι ζωής αιωνίου, εις την αίδιον καταντήσω ανάπαυσιν, ένθα ο των εορταζόντων ήχος ο ακατάπαυστος και η απέραντος ηδονή των καθορώντων του Σου προσώπου το κάλλος το άρρητον. Συ γαρ ει το όντως εφετόν και η ανέκφραστος ευφροσύνη των αγαπώντων Σε, Χριστέ ο Θεός ημών και Σε υμνεί πάσα η Κτίσις εις τους αιώνας».

Είναι μια πανήγυρις και το κέντρο όλης της χαράς είναι το πρόσωπο του Χριστού. Τι είναι ακριβώς, δεν μπορούμε στο βάθος να το καταλάβουμε, διότι ο Θεός είναι μυστήριο, είναι σιωπή, είναι άπειρος. Ο Θεός είναι πολύ μυστικός, αλλά υπάρχει παντού.
Θεό ζούμε, Θεό αναπνέουμε, αλλά δεν μπορούμε να αισθανθούμε το μεγαλείο Του, την πρόνοιά Του. Συχνά κρύβει τις ενέργειες της Θείας Του πρόνοιας. Όταν, όμως, αποκτήσουμε την αγία ταπείνωση, τότε τα βλέπουμε όλα κι όλα τα ζούμε.
Ζούμε τον Θεό ολοφάνερα κι αισθανόμαστε τα μυστήριά Του. Τότε πιά αρχίζουμε να Τον αγαπάμε. Κι αυτό είναι κάτι που το ζητάει Εκείνος. Είναι το πρώτο που ζητάει για τη δική μας ευτυχία, όπως λέει: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη καρδία σου και εν όλη τη ψυχή σου και εν όλη τη διανοία σου. αύτη εστί πρώτη και μεγάλη εντολή» (Ματθ. 22, 37-38).

Μια τέτοια αγάπη είχαν οι άγιοι.

άγιος Πορφύριος

Μεσοπεντηκοστή_ Σοφία- καί – Λόγος- του- Θεού_Mid-Pentecost_ Преполовение _cf83cebfcf86ceb9ceb1-cebfcf81cf86ceb1cebdcebfcf830_-dbbf3_24693c9c_xxxlΟμιλία
για το πώς η σοφία κηρύσσεται παντού
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

Σοφία ἐν ἐξόδοις ὑμνεῖται, ἐν δὲ πλατείαις παῤῥησίαν ἄγει·ἐπ᾿ ἄκρων τειχέων κηρύσσεται, ἐπὶ δὲ πύλαις δυναστῶν παρεδρεύει, ἐπὶ δὲ πύλαις πόλεως θαῤῥοῦσα λέγει· (Παροιμίες 1: 20-21).

Η Σοφία του Θεού είναι ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός, δια του οποίου δημιουργήθηκε κάθε δημιούργημα. Ό, τι δημιουργήθηκε φανερώνει τον Παντοδύναμο Δημιουργό του, τόσο αυτό που είναι στους αγρούς, όσο και αυτό που βρίσκεται στις πολιτείες. Στους αγρούς είναι μια καθαρή και φωτεινή φύση, ενώ στην πόλη είναι ο άνθρωπος με τα επαγγέλματα και τις δεξιότητές του. Η Σοφία του Θεού φωνάζει και δεν ψιθυρίζει, σε όλη τη φύση και μέσα από όλα τα ωφέλιμα επαγγέλματα και τις ικανότητες του ανθρώπου. Η [Σοφία] καλύπτει όλους τους αγρούς, γεμίζει όλη την πόλη και είναι πάνω από τη γη και κάτω από τη γη, στα ύψη των αστεριών και στα βάθη των θαλασσών. Όποιος θέλει να την ακούσει μπορεί να την ακούσει σε κάθε τόπο, αυτός που θέλει να μάθει από αυτήν και να είναι ευτυχισμένος από αυτήν μπορεί να διδάσκεται και να χαίρεται σε κάθε τόπο.

Έτσι, η Σοφία του Θεού είναι αισθητή και εμφανής σε όλα τα δημιουργήματα του κόσμου εξ αρχής. Όμως η Σοφία του Θεού είναι πιο αισθητή και πιο εμφανής στους προφήτες και σε άλλους ανθρώπους του Θεού, που αξιώθηκαν να την προσεγγίσουν έξω από την κτιστή φύση. Μέσα από το στόμα τους, η Σοφία του Θεού κηρύχθηκε στους αγρούς, στις πόλεις, στους δρόμους των πόλεων και στις πόρτες των ανθρώπων.

Αλλά, η Σοφία του Θεού είναι πιο εμφανής και πιο διαυγής στο πρόσωπο του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού. Στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού, η Σοφία του Θεού φανερώθηκε εν σαρκί και εκδηλώθηκε στους ανθρώπους με τη θαυματουργή δύναμη και το κάλλος Της. Αυτή η Σοφία του Θεού δεν μιλά διαμέσου των πραγμάτων ούτε μέσω των ανθρώπων, αλλά μιλάει αφ’ Εαυτής και εξ Αυτής μόνον, προσωπικά και άμεσα. Με τη Σοφία Του ο Κύριος επλήρωσε ολόκληρο τον κόσμο μέσω της αγίας Εκκλησίας Του, έτσι ώστε να μπορεί κανείς να πεί ότι σήμερα, όπως και πριν από είκοσι αιώνες στην Παλαιστίνη, Αυτός, μέσω των υπηρετών του Λόγου, κηρύσσει στους αγρούς, στους δρόμους, στα πλήθη των ανθρώπων απανταχού της γης, σε όλες τις πόλεις και σε όλες τις πόρτες των ανθρώπων .

Ω! αδελφοί μου, ας ανοίξουμε τις θύρες των ψυχών μας στη Σοφία του Θεού, την ενσαρκωμένη στο Πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού!

Ω! Κύριε Ιησού, η Σοφία και η Δύναμις του Θεού, άνοιξε τις ψυχές μας και σκήνωσε μέσα ς’ αυτές!.

Ότι Σοι πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Πηγή: Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Ο Πρόλογος της Οχρίδας», (Ιούνιος), Εκδ. Άθως.



iconandligt

Σάββατο, Μαΐου 22, 2021

Κυριακή τοῦ Παραλύτου :Ο ΠΑΡΑΛΥΤΟΣ, Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ

 


 Θεολογική καί κοινωνική προσέγγιση

πρωτ.Βασιλείου Ἰ. Καλλιακμάνη

α) Τό βάπτισμα συνδεόταν στήν ἐκκλησιαστική παράδοση κυρίως μέ τήν ἀγρυπνία τοῦ Πάσχα. Τότε, πλῆθος ἀνθρώπων πού εἶχαν στή διάρκεια τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς κατηχηθεῖ, ἔρχονταν πανηγυρικά διά τοῦ βαπτίσματος στήν Ἐκκλησία. Ἡ λαμπάδα τῶν νεοφώτιστων, πού συνδέεται μέ τήν πασχαλινή λαμπάδα, ἀποτελεῖ σύμβολο τοῦ ἐσωτερικοῦ φωτός καί τῆς πνευματικῆς ἀναγέννησης τοῦ ἀνθρώπου.

Σύμβολο τῆς μετάβασης ἀπό τή ζωή τοῦ σκότους στή ζωή τοῦ φωτός. Εἶναι δύσκολο στίς μέρες μας νά ἀντιληφθοῦμε τό βαθύ θεολογικό νόημα τῆς εἰσόδου τοῦ ἀνθρώπου στό χῶρο τῆς χάριτος. Κι αὐτό, διότι τό βάπτισμα ἔγινε ἁπλῶς ἕνα καλό ἔθιμο, ἕνα πολιτιστικό αὐτονόητο γιά βρέφη, συχνά χωρίς πνευματική προοπτική.

β) Ἴσως δέ γίνεται εὐρύτερα ἀντιληπτό, ὅτι ἡ εἴσοδος στό ἁγιασμένο ὕδωρ τῆς κολυμβήθρας χαριτώνει τόν ἄνθρωπο καί δραστηριοποιεῖ ὅλες τίς ψυχικές του δυνάμεις γιά τόν πολύμορφο πνευματικό ἀγώνα. Δέν κατανοεῖται ἐπίσης, ὅτι ἡ ἔνταξη αὐτή ἀποσπᾶ ἀπό τή μοναξιά καί φέρει σέ κοινωνία τούς ἀνθρώπους μέ τόν Χριστό καί μεταξύ τους. Τούς καθιστᾶ ὄντως ἀδελφούς ἐν Χριστῷ. Καί λέγονται αὐτά, διότι τίς ἀνοιξιάτικες αὐ- τές μέρες γίνονται στούς ἐνοριακούς ναούς πολλές βαπτίσεις νηπίων καί σύμφωνα μέ ἐπίσημες στατιστικές, πάνω ἀπό τό 90% τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ βαπτίζει τά παιδιά του. Πῶς τώρα φθάνουμε στό σημεῖο, ἐνῶ οἱ νέοι ἀποτελοῦν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, νά μήν «πᾶνε στήν Ἐκκλησία», δύσκολα ἑρμηνεύεται.

γ) Ὅσα εἰπώθηκαν πιό πάνω γιά τό βάπτισμα, μποροῦν νά συνδεθοῦν μέ τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα (Ἰωάν. 5, 1-15). Ἡ σύνδεση αὐτή ἐξάλλου ἀπαντᾶ τόσο στήν ὑμνολογία ὅσο καί στήν πατερική σκέψη καί θεολογία. Ἡ προβατική κολυμβήθρα ἦταν τύπος τῆς κολυμβήθρας τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, γράφει ὁ Ζιγαβηνός. Καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐπισημαίνει ὅτι τότε, μόνο ἕνας εἶχε τή δυνατότητα νά θεραπευθεῖ, ἐνῶ στό βάπτισμα τῆς Ἐκκλησίας «κἄν ἡ οἰκουμένη πᾶσα ἔλθῃ, ἡ χάρις οὐκ ἀναλίσκεται». Καί πράγματι ἡ χάρη εἶναι ἀνεξάντλητη, ἀρκεῖ ὁ χριστιανός νά ἀνταποκρίνεται στήν ἔλευση τῆς χάριτος καί μέ ἐπίγνωση νά ζεῖ σέ κοινωνία μέ τούς ἄλλους τό μυστήριο τῆς πίστεως.

δ) Ὅταν βιώνεται ἡ ἐκκλησιαστική ἑνότητα ὡς σχέση καί κοινωνία, ὡς ἄρση τοῦ σταυροῦ τοῦ ἄλλου, ὡς συμμετοχή στό πρόβλημα, στόν πόνο καί στή θλίψη, τότε παραμερίζεται ἡ μοναξιά καί γεμίζει ἡ κοινωνία ἀπό ἀνθρώπους. Ὅταν ὅμως καλλιεργεῖται στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο ἡ ἀτομική εὐσέβεια, αὐτή διαχέεται καί στήν κοινωνία ὡς ἀτομισμός καί ὡς συμφεροντολογικός ἐγωκεντρισμός. Τότε ψάχνουμε ἀνθρώπους καί δέν τούς βρίσκουμε. Ἀναζητοῦμε ἀνθρωπιά καί αὐτή ἔχει ξεθωριάσει. Ὁπότε, βρίσκει πρόσφορο ἔδαφος ἡ μοναξιά καί ἡ ἀπελπισία.

ε) Ὁ Χριστός ὡς θεάνθρωπος ἀποτελεῖ πρότυπο αὐθεντικοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἦλθε στόν κόσμο γιά νά διακονηθεῖ, ἀλλά νά διακονήσει καί νά προσφέρει τή ζωή Του γιά τή σωτηρία τοῦ δημιουργήματός Του. Ὅμως, σέβεται τήν ἐλευθερία καί τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου. Δέν ἐπεμβαίνει βίαια στή ζωή του. Ἀκόμη καί γιά τό δῶρο τῆς ὑγείας ρωτᾶ: «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;». Μιά ἐρώτηση μάλλον περιττή γιά κάποιον πού περίμενε τριάντα ὀκτώ ἔτη. Κι ὅμως, ἡ ἀπάντηση ἀποκαλύπτει τό πρόβλημα τοῦ παραλύτου, ὁ ὁποῖος εἶχε δεχθεῖ μοιρολατρικά τήν κατάστασή του καί δέν εἶχε τό κουράγιο καί τήν ἐλπίδα νά σηκωθεῖ, γιά νά εἰσέλθει στά ἰαματικά νερά.

στ) Φαίνεται ὅτι δέν ἦταν μόνο σωματικά ἀλλά καί ψυχικά παράλυτος. Ἀντί λοιπόν μέ πόθο καί λαχτάρα νά ἀπαντήσει, «ναί Κύριε, θέλω νά γίνω καλά», μεταθέτει τό πρόβλημα λέγοντας: «Δέν ἔχω ἄνθρωπο νά μέ βάλει στή δεξαμενή, ὅταν ταραχθοῦν τά νερά». Κι ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἀνατρέποντας τή λογική τῆς ἀπελπισίας τοῦ λέγει: «Σήκω πάνω, πάρε τό κρεβάτι σου καί περπάτα». Κι ἀμέσως ἔγινε ὑγιής, πῆρε τό κρεβάτι του καί περπατοῦσε. Δέ χρειάζεται νά σχολιασθεῖ ὁ φθόνος καί ἡ τυπολατρία τῶν θρησκευτικῶν ἀρχόντων τῶν Ἰουδαίων γιά τή δῆθεν παράβαση τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Ἄς ἑστιασθεῖ ἡ προσοχή μας στήν εὐθύνη τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στά νεοβαπτιζόμενα παιδιά.

 ζ) Χαρά Θεοῦ κατά τήν ἡμέρα πού βαπτίζεται στά ἁγιασμένα νερά ἕνα νέο μέλος, κατά κανόνα μικρό παιδί, καί εἰσέρχεται στήν Ἐκκλησία. Συμμετέχουμε πλῆθος ἀνθρώπων: κληρικοί, ἀνάδοχοι, συγγενεῖς, φίλοι, γείτονες, συνάδελφοι καί γνωστοί. Ἡ ἀτμόσφαιρα πανηγυρική, συγκινητική καί εὐφρόσυνη. Ὅλοι δίδουμε εὐχές καί χαιρόμαστε τή μεγάλη αὐτή στιγμή. Ἀλλά μήπως αὐτό κρατᾶ μόνο λίγες ὧρες; Ποῦ εἴμαστε ἀλήθεια ὅλοι ἐμεῖς, ὅταν τό παιδί αὐτό ἀρχίζει νά ἀντιμετωπίζει τή μοναξιά, τήν ἐφηβική μελαγχολία, τό ἄγχος τῆς ζωῆς, τίς ἐσωτερικές συγκρούσεις, τά ἀδιέξοδα καί τίς πρῶτες ἀπογοητεύσεις; Εἴμαστε δίπλα του ὡς ἄνθρωποι ἤ ὡς κριτές καί τιμητές; Εἶναι λυπηρό στή σημερινή κοινωνία, νέα παιδιά νά παραλύουν ψυχικά καί νά φωνάζουν «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Ἄς σκεφθοῦμε σοβαρά τήν εὐθύνη μας, ἐπαναφέροντας στήν κοινωνία τήν ἀνθρωπιά μέ ἀναφορά στό Θεάνθρωπο Χριστό, τόν Ἀναστημένο Κύριο.

‘Από τό βιβλίο: ΜΑΘΗΤΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

imaik

Τρίτη, Μαΐου 18, 2021

Ολιβιέ Κλεμέντ-Η Ζώσα Ζωή(απόσπασμα)



Στὴ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, τὸν καιρὸ τῶν διωγμῶν, ἀποκαλοῦσαν τοὺς Χριστιανοὺς «ἐκείνους ποὺ δὲν φοβοῦνται τὸν θάνατο». Ἡ ἐμπειρία τοῦ μαρτυρίου (κι ὁ 20ος αἰώνας ἀνέδειξε ἀναμφίβολα περισσότερους μάρτυρες ἀπ’ ὅσους ὁλόκληρη ἡ προγενέστερη ἱστορία τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου) εἶναι μία μυστικὴ ἐμπειρία, μία ἐμπειρία, δηλαδή, Πασχάλια. Στὸ Χριστιανισμό, κάθε μυστικὴ ἐμπειρία τελικὰ δὲν μπορεῖ νἆναι στὴν πραγματικότητα παρὰ μόνο ἐμπειρία τοῦ Πάσχα.


Ὁ μάρτυρας εἶναι ἕνας ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος, καθόλου ἕνας ἀσκητής, ἕνας ἄνθρωπος ὅμως γεμάτος μὲ πίστη. Τὴ στιγμὴ τοῦ πιὸ μεγάλου πόνου δὲν γίνεται σκληρὸς κι ἄκαμπτος, οὔτε ἐπαναστατεῖ, ἀλλὰ παραδίδεται στὸ Χριστό, ταυτίζεται μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ μαζί Του συγχωρεῖ τοὺς δήμιούς του, παρακαλώντας: «Πάτερ, ἅφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λκ. κγ', 34). Τὸν πλημμυρίζει τότε ἡ χαρὰ τῆς ἀνάστασης καὶ συχνὰ τὸν λυτρώνει ἀπὸ τὸν πόνο.

Ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς καλούμαστε, μ’ ἕνα τρόπο πολὺ ταπεινὸ καὶ διαφορετικὸ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλο, νὰ ζήσουμε αὐτὴ τὴν ἐμπειρία ἀργὰ ἤ γρήγορα, ἴσως στὴν ἐπιθανάτιά μας ἀγωνία....

«Ἐγὼ εἰμι ἡ Ἀνάστασις καὶ ἡ Ζωή• ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται• καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰώνα». ( Ἰωάν. ια', 25-26).

Σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ὑψηλὴ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία, ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἀγγέλλει πρῶτα, οὔτε μοναχά, τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Σ’ ἀντίθεση μὲ τὸν Ἰουδαϊσμό, δὲν ἀγγέλλει μόνο τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν τὴν ἔσχατη ὥρα τοῦ κόσμου. Ὁ Χριστιανισμὸς ἀγγέλλει τὴν ἐν Χριστῷ ἀνάστασή μας ἀπὸ τώρα. Κηρύττει τὴ μυστική, μὰ πραγματική, παρουσία τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν ἀπὸ τώρα. Ἀγγέλλει στὸν κόσμο ὅτι ἡ αἰωνία ζωὴ ἀρχίζει ἀπὸ ἐδῶ κάτω στὴ γῆ καὶ πὼς «ὁ ἄλλος κόσμος», ἐν Χριστῷ βρίσκεται στὴν καρδιά, στὰ ἐνδόμυχα τοῦ κόσμου τούτου. Ὁ Πὼλ Ἐλυὰρ ἦταν προφητικὸς ὅταν ἔγραφε: «Ὑπάρχει ἕνας ἄλλος κόσμος ποὺ εἶν’ ὡστόσο σὲ τοῦτο δῶ τὸν κόσμο μέσα».

Λέγεται γιὰ τὸν μυθιστοριογράφο Τολστόη πὼς ἦταν «ἕνας ἐνορατικός της σάρκας», πὼς ἔβλεπε τὸ μυστήριο μέσα στὴν ἴδια τὴν πυκνότητα τῶν ὄντων καὶ τῶν πραγμάτων. Αὐτὸ θὰ μποροῦσε νἆναι ἕνας ἀρκετὰ καλὸς ὁρισμὸς τοῦ Χριστιανοῦ σὰν Πασχάλιου ἄνθρωπου, σὰν ἐνορατικοῦ τοῦ Πασχάλιου μυστηριακοῦ χαρακτήρα τοῦ ὄντος.

Ὁ θάνατος, μὲ τὴν τρομερὴ καὶ καθολικὴ ἔννοια αὐτοῦ τοῦ ὅρου, δὲν ὀρθώνεται πιὰ μπροστά μας, ἀλλ’ ἀποτελεῖ παρελθοῦσαν κατάσταση, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε καὶ τὸ Βάπτισμα μᾶς ἔχει ἐνδύσει καὶ περιβάλει μὲ τὴν ἀνάστασή του. Ἀπὸ δῶ καὶ μπρὸς ὅλες οἱ καταστάσεις θανάτου, ποὺ πρέπει νὰ διέλθουμε, περιλαμβανομένου καὶ τοῦ σωματικοῦ μας θανάτου («κἄν ἀποθάνῃ, ζήσεται») εἶναι μοναχὰ περάσματα (διαπορεύσεις), ἰσάριθμα πάσχα (ξέρουμε ὅτι ἡ λέξη «πεσσὰχ» σημαίνει «πέρασμα»), ὅπου ἡ ζωὴ λαμπικάρεται καὶ γίνεται πιὸ καθάρια καὶ διαφανής, πιὸ ἔντονη. Μᾶς συμβαίνει κάποτε νὰ περπατᾶμε νωρὶς τὸ πρωὶ σὲ μία βουνοκορφή, πού, σταματώντας τὶς ἀκτίδες, ποὺ ἀκόμα χαμοφέγγουν, ὁροθετεῖ ἀνάμεσα σκιᾶς καὶ φωτός. Ἔτσι πορευόμαστε κι ἐμεῖς ἀνάμεσα βραδύνοντος θανάτου καὶ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ποὺ ἔρχεται. Στὸ βάθος τῆς καρδίας μας «μεταβεβήκαμεν (ἤδη) ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν».

«Ξέρω πὼς δὲν θ’ ἀποθάνω», ἔγραφε ἕνας Ἕλληνας μυστικὸς συγγραφέας τοῦ 11ου αἰώνα, «γιατί νοιώθω ὁλόκληρη τὴ ζωή, ποὺ ἀναβλύζει μέσα μου». Ὅλα, καὶ τὶς αἰσθήσεις καὶ τοὺς λογισμούς μας, τὴν ὀδύνη μας καὶ τὴν εὐτυχία μας καὶ τὴν ὑποδοχὴ προσώπων καὶ πραγμάτων, πρέπει νὰ τὰ αἰωροῦμε ἀσταμάτητα μέσα σ’ αὐτὸ τὸν ὠκεανὸ Φωτός, γιὰ νὰ μᾶς κατακλύσει, καὶ γιὰ ν’ ἀκτινοβολεῖ ἀπό μᾶς, ἀνάλαφρη καὶ δυνατή, ἡ χαρὰ τοῦ ὑπάρχειν.

Τὴν ἀγαθὴ δύναμη, ποὺ μᾶς ἔρχεται μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ ποὺ ἀναβλύζει, «ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς», ἀπὸ τὸ ἅγιο τῆς Θείας Εὐχαριστίας ποτήριο, χρέος ἔχουμε νὰ τὴν καταχωροῦμε στὴν ἱστορία. Ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸν ἅδη καὶ τὸ θάνατο ἀπαιτεῖ νὰ μαχόμαστε ἐνάντια σ’ ὅλες τὶς μορφὲς θανάτου, ἐνάντια σ’ ὅλες τὶς καταχθόνιες καταστάσεις, μέσα στὰ πλαίσια τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς κοινωνίας• ἐνάντια στὴ φυσικὴ ἤ τὴν ἠθικὴ ὑποδούλωση, ἐνάντια στὴ μοναξιά, τὸ βασανισμό, τὴ δολοφονία καὶ τὴν αὐτοκτονία, ἐνάντια στὸ ψεῦδος καὶ τὴν ἐκλεπτυσμένη γοητεία τοῦ μηδενὸς καὶ τῆς ἀνυπαρξίας, ἐνάντια στὸ καθετὶ ποὺ ἀποξηραίνει καὶ σκληρύνει ἐδῶ τὶς καρδιές, κι ἀλλοῦ τὴ γῆ καὶ τὰ σώματα.

Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὶς ὁλοκληρωτικὲς οὐτοπίες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ Χριστιανωσύνη δὲν προφυλάχτηκε πάντα. Ἀλλὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Βασιλεία αὐτὴ ἀναδύεται ἤδη μέσα στὴν εἰρήνη, τὸ κάλλος καὶ τὴν ἀγάπη τῆς θ. λειτουργίας καὶ τῆς θεωρίας μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὶς ἀπογοητεύσεις καὶ τὶς πικρίες, ποὺ καθιστοῦν τὸν ἄνθρωπο κυνικὸ καὶ σκληρό.

Τίποτα δὲν εἶναι περισσότερο δημιουργὸ ἱστορίας ἀγαθῆς ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ Πάσχα (καὶ κατὰ συνέπεια ἀπὸ τὴν προσδοκία καὶ τὴν προβίωση τῆς Ἐπιστροφῆς τοῦ Χριστοῦ), ποὺ γίνεται τωρινὴ πραγματικότητα μέσα στὴν ἱκετήρια μεσιτεία τῶν μοναχῶν, ποὺ σκεπάζει τὸν κόσμο μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα ἀδελφότητας τῶν εὐχαριστιακῶν κοινοτήτων, τῶν ἀπαρχῶν αὐτῶν κοινωνικῆς ἐπανένωσης, ἐκεῖ ποὺ παντοῦ πληθύνονται τραγικὰ οἱ ἀθεράπευτες κοινωνικὲς πληγές, τὰ γκουλὰγκ ἤ οἱ ἀναίσθητες μεγαλουπόλεις, ἀλλὰ καὶ μέσα στὶς ὁράσεις τῶν προφητῶν, ποὺ βλέπουν νὰ ἀνατέλλει ἡ ζωή, μέσα στὴν ἤρεμη δύναμη τῶν «βασιλέων» ἐκείνων, ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν κοινωνία τῶν προσώπων καὶ τὸ κάλλος. Τὸ «μυστήριο τοῦ θυσιαστηρίου», ἔλεγε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, εἶναι ἀξεχώριστο ἀπὸ τὸ «μυστήριο τοῦ ἀδελφοῦ».

Ἡ ἀληθινὴ «θεολογία τῆς ἀπελευθέρωσης» εἶναι θεολογία τοῦ Πάσχα• ὄχι μοναχὰ ἕνας ἐπαναστατικὸς (καὶ πνευματικὸς ἐπίσης) συμβολισμὸς ἑνὸς λαοῦ, ποὺ ἀποσπᾶται ἀπὸ τὴν Αἰγυπτιακὴ δουλεία, ἀλλὰ καὶ γονιμοποίηση τῆς Ἱστορίας μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ περιλαμβάνει καὶ τὶς ἀπαραίτητες μορφὲς κοινωνικῆς ἀπελευθέρωσης, ἀλλὰ καὶ τὶς σχετικοποιεῖ καὶ τὶς ἐπαναπροσανατολίζει ὄχι πρὸς μίαν ἱστορία, ποὺ θὰ εἶναι σίγουρα ἐπιτυχὴς μέσα στὰ δικά της ὅρια, ἀλλὰ πρὸς τὴν Ἔλευση τοῦ Κυρίου.

Μόνο ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀνάστασή μας ἐν Αὐτῷ μποροῦν νὰ μεταμορφώσουν στὰ μύχια τῆς ψυχῆς μας τὸ μῖσος σὲ ἐμπιστοσύνη καὶ νὰ κάνουν ὥστε νὰ ἀναφανοῦν ἄνθρωποι ἐλευθερωμένοι ἀπὸ τὸ θάνατο, τὸν θεμελιώδη, πνευματικὸ θάνατο, καὶ κατὰ συνέπεια ἱκανοὶ νὰ πραγματοποιοῦν μέσα στὴν ἱστορία ἀπελευθερωτικὰ κατορθώματα, ποὺ νὰ μὴ ὑποδουλώνουν τὸν ἄνθρωπο διαφορετικά, κατορθώματα ἀγάπης νοήμονος, μαχητικῆς καὶ δημιουργικῆς, ποὺ θὰ περιορίσουν κι ὕστερα θὰ μεταθέσουν στὸ ἐσωτερικο τοῦ ἀνθρώπου τὴ βία καὶ θὰ συντρίψουν τὰ αἴτια καὶ τὰ παράγωγά της.

Ἴσαμε τὴν Ἔλευση τοῦ Χριστοῦ πορευόμαστε μέσα στὴ σποδὸ τοῦ θανάτου, ἀλλὰ τὸ ζωοποιὸν Πνεῦμα, τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀνάστασης — ἂν Τὸ ἀφήσουμε νὰ μᾶς διαπεράσει — διασκορπίζει κάποτε καὶ διαλύει τὴ σποδὸ τούτη γιὰ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τοὺς ἀπαστράπτοντες πολύτιμους λίθους τῆς Πασχάλιας Πολιτείας, ὅπου ἐπὶ τέλους ὁ θάνατος ἀποκαλύπτεται νεκρὸς καὶ ὁ κόσμος φανερώνεται μεταμορφωμένος.

Σάββατο, Μαΐου 15, 2021

Κυριακή των Μυροφόρων (Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς)

 




Ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἀνανέωση τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι τὸ ξαναζωντάνεμα καὶ τὸ ξαναπλάσιμο τοῦ πρώτου Ἀδάμ, ποὺ ἡ ἁμαρτία τὸν ὡδήγησε στὸ θάνατο κι ὁ θάνατος πάλι τὸν ἔκαμε νὰ παλινδρομήση στὴ γῆ ἀπ’ ὅπου πλάστηκε. Εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἀθάνατη ζωή. Ἐκεῖνον κανένας ἄνθρωπος δὲν τὸν εἶδε, ὅταν τὸν ἔπλαθε ὁ Θεὸς καὶ τὸν ζωοποιοῦσε –τὴν ὥρα ἐκείνη κανένας ἄνθρωπος δὲν ὑπῆρχε ἀκόμα. Κι ὅταν μὲ τὸ φύσημα τοῦ Θεοῦ ἔλαβε πνοὴ ζωῆς, πρώτη ἀπ’ τοὺς ἄλλους τὸν εἶδε ἡ γυναίκα· ὕστερ’ ἀπ’ αὐτόν, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Εὔα. Ἔτσι καὶ τὸ δεύτερο Ἀδάμ, δηλ. τὸν Κύριο, κανένας ἄνθρωπος δὲν τὸν εἶδε ν’ ἀναστήνεται ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Γιατὶ μήτε κανένας δικός του ἦταν κοντὰ κι οἱ φρουροὶ στρατιῶτες συγκλονισμένοι ἀπὸ τὸ φόβο ἔγιναν σὰ νεκροί. Καὶ μετὰ τὴν ἀνάσταση γυναῖκα πρώτη ἀπ’ τοὺς ἄλλους τὸν εἶδε, ὅπως ἀκούσαμε τὸ Μᾶρκο νὰ εὐαγγελίζεται σήμερα. «Μετὰ τὴν ἀνάστασή του ὁ Ἰησοῦς τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς παρουσιάστηκε πρῶτα στὴ Μαρία Μαγδαληνή». Πιστεύουν ὅτι ὁ εὐαγγελιστὴς δήλωσε καθαρὰ καὶ τὴν ὥρα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου· ὅτι ἦταν πρωΐ, καὶ φάνηκε πρῶτα στὴ Μαρία Μαγδαληνὴ κι ὅτι φάνηκε τὴν ἴδια ὥρα τῆς ἀναστάσεως. Δὲν εἶπε ὅμως ἔτσι, ὅπως θὰ φανῆ, ἄν προσέξωμε κάπως. Λίγο πιὸ πάνω κι αὐτὸς σὲ συμφωνία καὶ μὲ τοὺς ἄλλους εὐαγγελιστὰς λέει ὅτι ἡ Μαρία αὐτὴ ἦρθε μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες Μυροφόρες στὸν τάφο κι ὅτι τὸν εἶδαν ἄδειο κι ἔφυγαν. Ὥστε ὁ Κύριος ἀναστήθηκε, πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸ πρωΐ, ὁπότε αὐτὴ τὸν εἶδε. Ἀλλὰ θέλοντας νὰ προσδιορίση καὶ ἐκείνη τὴν ὥρα δὲν λέει ἁπλῶς πρωί, ὅπως ἐδῶ, ἀλλὰ πολὺ πρωί. Γι’ αὐτό καὶ ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου ἐκεῖ ἐννοεῖ τὸ λιγοστὸ φέγγος ποὺ προτρέχει στὸν ὀρίζοντα ἀπὸ τὴν ἀνατολή. Αὑτὸ θέλει νὰ φανερώση κι ὁ Ἱωάννης καὶ λέγει ὅτι ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ ἦρθε πρωί στὸ μνημεῖο, ἐνῶ κρατοῦσε ἀκόμη τὸ σκοτάδι, κι εἶδε τὴ πέτρα τραβηγμένη ἀπὸ αὐτό.

Καὶ δὲ ἦρθε μονάχα αὐτὴ στὸ μνῆμα, κατὰ τὸν Ἰωάννη, ἀλλὰ κι ἔφυγε ἀπ’ τὸ μνῆμα χωρὶς νὰ δῆ ἀκόμα τὸν Κύριο. Γιατὶ ἔτρεξε κι ἐπῆγε στὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ δὲν τοὺς ἀναγγέλει ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Κύριος ἀλλὰ ὅτι τὸν πῆραν ἀπὸ τὸν τάφο· ἄρα δὲν ἤξερε ἀκόμα τὴν ἀνάσταση. Διεκδίκηση λοιπὸν τῆς Μαρίας ἀπομένει ὄχι μόνο ὅτι ὁ Χριστὸς φάνηκε σ’ αὐτὴν πρώτη ἀλλὰ ὅτι φάνηκε μετὰ τὴν πραγματικὴ ὥρα τῆς ἡμέρας. Εἶναι βέβαια σκεπασμένο μὲ κάποια σκιὰ ἀπὸ τοὺς εὐαγγελιστὰς αὐτὸ ποὺ θὰ ξεσκεπάσω μπροστὰ στὴν ἀγάπη σας. Τὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ πρώτη ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τὸ δέχτηκε ἀπὸ τὴν Κύριο ἡ Παναγία. Κι ἔτσι ἦταν τὸ σωστὸ καὶ τὸ δίκαιο. Αὐτὴ πρώτη τὸν εἶδε μετὰ τὴν ἀνάστασή του, κι εἶχε τὴ χαρὰ ν’ ἀκούση τὸ μίλημά του. Καὶ δὲν τὸν εἶδε μόνο μὲ τὰ μάτια της καὶ τὸν ἄκουσε μὲ τ’ αὐτιὰ της ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ χέρια της πρώτη καὶ μόνη ἄγγιξε τὰ ἄχραντα πόδια του, ἀκόμα κι ἄν οἱ εὐαγγελισταὶ δὲν ὁμιλοῦν γιὰ ὅλ’ αὐτὰ φανερά. Δὲ θέλουν νὰ προβάλλουν τὴ μαρτυρία τῆς μητέρας, γιὰ νὰ μὴ δώσουν στοὺς ἄπιστους ἀφορμὴ ὑποψίας. Ἀφοῦ ὅμως τώρα ὁ δικός μου λόγος μὲ τὴ χάρη τοῦ ἀναστάντος ἁπευθύνεται σὲ πιστοὺς , ἡ εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς μᾶς παρακινεῖ νὰ διευκρινήσωμε τὰ σχετικὰ μὲ τὶς Μυροφόρες· τὴ δικαιολογία τὴ δίνει αὐτὸς ποὺ εἶπε «Δὲν ὑπάρχει κρυφὸ ποὺ δὲ θὰ γίνη φανερό». Κι αὐτὸ λοιπὸν θὰ φανερωθῆ.

Μυροφόρες εἶναι ὅσες ἀκολούθησαν μαζὶ μὲ τὴν μητέρα τοῦ Κυρίου καὶ ἔμειναν μαζί της τὶς ὥρες τοῦ σωτηρίου πάθους καὶ μὲ πόθο τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου ἀρωμάτισαν. Κι ὅταν ὁ Ἰωσὴφ κι ὁ Νικόδημος ζήτησαν κι ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Πιλάτο τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου καὶ ἀφοῦ τὸ κατέβασαν ἀπὸ τὸ σταυρὸ καὶ τυλιγμένο σὲ σεντόνι μὲ δυνατὰ ἀρώματα τὸ ἀπόθεσαν σὲ λαξευτὸ μνημεῖο κι ἔκλεισαν μὲ μεγάλη πέτρα τὴ θύρα τοῦ μνημείου ἦσαν κοντὰ καὶ κοίταζαν, κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Μᾶρκο, ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία καθισμένες ἀπέναντι στὸ τάφο. Μὲ τὴν ἔκφραση καὶ ἡ ἄλλη Μαρία ὑπονοεῖ ὁπωσδήποτε τὴ μητέρα τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ αὐτὴ τὴν ἔλεγαν καὶ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωσῆ, ποὺ ἦσαν παιδιὰ τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Μνήστορος. Δὲν ἦσαν αὐτὲς μόνο, ποὺ κοίταζαν τὸν ἐνταφιασμὸ τοῦ Χριστοῦ μὰ κι ἄλλες γυναῖκες, καθὼς διηγήθηκε κι ὁ Λουκᾶς. Κι ἀφοῦ τὸν συνόδεψαν γυναῖκες ποὺ εἶχαν ἔλθει γιὰ χάρη του ἀπὸ τὴ Γαλιλαία εἶδαν τὸ μνῆμα καὶ ὅτι εἶχε ἀποτεθῆ ἐκεῖ τὸ σῶμα του κι αὐτὲς ἦσαν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Ἰωάννα καὶ ἡ Μαρία τοῦ Ἰακώβου καὶ οἱ ἄλλες ποὺ ἦσαν μαζί». Καὶ γράφει ὅτι πῆγαν κι ἀγόρασαν ἀρώματα καὶ μύρα. Γιατὶ δὲν ἤξεραν ἀκόμα ἀκριβῶς ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ τὸ ἄρωμα τῆς ζωῆς γι’ αὐτοὺς ποὺ τὸν πλησίαζαν μὲ πίστη, ὅπως εἶναι καὶ ἡ ὀσμὴ τοῦ θανάτου γιὰ ἐκείνους ποὺ μένουν ἄπιστοι ὡς τὸ τέλος. Καὶ τῶν ρούχων του ἡ ὀσμὴ, ἡ ὀσμὴ τοῦ ἴδιου τοῦ σώματός του, εἶναι ἀνώτερη ἀπ’ ὅλα τὰ ἀρώματα. Καὶ τὄνομά του εἶναι σὰν χυμένο μύρο, ποὺ πλημμύρισε τὴν οἰκουμένη μὲ τὴ θεία του εὐωδία. Δὲν ἤξεραν κι ἑτοιμάζουν μυρωδικὰ καὶ ἀρώματα πρὸς τιμὴ τοῦ νεκροῦ κι ἐπινοοῦν γιὰ ὅσους ἤθελαν νὰ μείνουν κοντὰ ἀντιφάρμακο τῆς κακοσμίας ἀπὸ τὸ ἀποσυνθεμένο σῶμα ἀλείβοντάς το μ’ αὐτά.

Ἕτοίμασαν λοιπὸν τὰ μύρα καὶ τ’ ἀρώματα καὶ τὸ Σάββατο ἡσύχαζαν σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ ποὺ εἶχαν. Γιατὶ δὲν εἶχαν ζήσει ἀληθινὰ Σάββατα, οὔτε ἕνιωσαν ἐκεῖνο τὸ ὑπερευλογημένο Σάββατο, ποὺ μᾶς μεταφέρει ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἅδη σ’ ὅλο τὸ λαμπρὸ καὶ θεῖο ὕφος τοῦ οὐρανοῦ. Τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας, ὅπως λέει ὁ Λουκᾶς, ἐνῶ ἦταν νύχτα ἀκόμα ἦρθαν στὸ μνῆμα μὲ τὰ ἀρώματα ποὺ εἶχαν ἑτοιμάσει. Κι ὁ Ματθαῖος λέει· «ἀργὰ τὸ Σάββατο πρὸς τὰ ξημερώματα τῆς Κυριακῆς» κι ὅτι ἦσαν δύο αὐτὲς ποὺ ἦρθαν. Κι ὁ Ἰωάννης συμπληρώνει· «πρωί, ἐνῶ ἦταν σκοτεινὰ ἀκόμη». Καὶ ὅτι αὐτὴ ποὺ ἦρθε ἦταν μόνο ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Πρώτη τῆς ἑβδομάδος ὅλοι οἱ εὐαγγελισταὶ ἐννοοῦν τὴν Κυριακή. Μὲ τὶς ἐκφράσεις ἀργὰ τὸ Σάββατο, καὶ βαθειὰ αὐγή, καὶ πολὺ πρωί καὶ πρωί, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη σκοτεινά, ἐννοῦν τὴν αὐγινὴ ὥρα ποὺ τὸ σκοτάδι παλεύει μὲ τὸ φῶς, κι αὐτὴ εἶναι ἡ ὥρα ποὺ ἀρχίζει νὰ φωτίζεται τὸ ἀνατολικὸ μέρος τοῦ ὁρίζοντα προμηνῶντας τὴν ἡμέρα. Παρατηρῶντας ἀπὸ μακριὰ βλέπει κανένας τὸ φῶς ν’ ἀλλάζη τὰ χρώματα στὴν ἀνατολὴ τὴν ἐνάτη περίπου ὥρα τῆς νύχτας καὶ μένουν ὡς τὴν τέλειαν ἡμέρα τρεῖς ὧρες ἀκόμα. Μοιάζει νὰ διαφωνοῦν κάπως οἱ εὐαγγελισταὶ καὶ στὴν ὥρα αὐτὴ καὶ τὸν ἀριθμὸ τῶν γυναικῶν. Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι, ὅπως εἶπαν, οἱ Μυροφόρες καὶ πολλὲς ἦσαν καὶ δὲν ἦρθαν μιὰ φορὰ στὸν τάφο ἀλλὰ δύο καὶ τρεῖς φορές, ὄχι πάντα οἱ ἴδιες· καὶ τὴν αὐγὴ ὅλες, μὰ ὄχι τὴν ἴδια στιγμὴ ἀκριβῶς. Ἡ Μαγδαληνὴ ἦρθε καὶ μόνη της χωρὶς τὶς ἄλλες, κι ἔμεινε περισσότερο. Καθένας λοιπὸν ἀπὸ τοὺς Εὐαγγελιστὰς ἕνα ἐρχομὸ μερικῶν ἀπ’ αὐτὲς ἀναφέρει καὶ ἀφήνει τὶς ἄλλες. Κι ὅπως ἐγὼ συμπεραίνω συγκρίνοντας ὅλους τοὺς εὐαγγελιστὰς- τὸ προεῖπα κι αὐτό- πρώτη ἀπ’ ὅλες ἦρθε στὸν τάφο τοῦ Γιοῦ καὶ Θεοῦ της ἡ Θεοτόκος, μαζὶ μὲ τὴν Μαρία Μαγδαληνή. Αὑτὸ κυρίως μᾶς τὸ πληροφορεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. «Ἦρθε, λέει, ἡ Μαρία Μαγδαληνή καὶ ἡ ἄλλη Μαρία –ποὺ ἦταν πάντως ἡ Παναγία- νὰ κοιτάξουν τὸν τάφο. Καὶ τὸτε ἔγινε ἰσχυρὸς σεισμός. Ἕνας ἄγγελος Κυρίου κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κι ἦρθε καὶ κύλισε τὴν πέτρα ἀπὸ τὴ θύρα τοῦ μνημείου καὶ κάθισε πάνω σ’ αὐτή. Τὸ προσωπό του ἦταν σὰν ἀστραπὴ καὶ τὸ ροῦχο του σὰν χιόνι λευκό. Ταράχτηκαν οἱ φύλακες ἀπὸ τὸ φόβο ποὺ τοὺς προξένησε κι ἔγιναν σὰ νεκροί.

Ὅλες οἱ ἄλλες γυναῖκες ἦρθαν μετὰ τὸ σεισμὸ καὶ τὴ φυγὴ τῶν φρουρῶν καὶ βρῆκαν τὸν τάφο ἀνοιχτό καὶ κυλισμένη τὴν πέτρα. Ἡ Παρθένος ὅμως ἦταν ἐκεῖ, ὅταν ἔγινε ὁ σεισμὸς κι εἶχε κυλίσει ἡ πέτρα κι ὁ τάφος ἄνοιξε κι οἱ φύλακες ἦσαν ἐκεῖ, ἄν καὶ καταταραγμένοι ἀπὸ τὸ φόβο. Γι’ αὐτὸ κι ὅταν συνῆλθαν ἀπὸ τὸ σεισμὸ εὐθὺς σκέφτηκαν τὴ φυγή, ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ ὅμως χωρὶς φόβο χαιρόταν μ’ αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε. Ἐγὼ νομίζω πὼς καὶ γι’ αὐτὴν πρώτη ἄνοιξε ἐκεῖνος ὁ ζωηφόρος τάφος. Γι’ αὐτὴν πρῶτα καὶ χάρη σ’ αὐτὴν καὶ γιὰ μᾶς ὅλους ἄνοιξαν τὰ πάντα, ὅσα εἶναι πάνω στὸν οὐρανὸ καὶ ὅσα στὴ γῆ κάτω, καὶ γιὰ χάρη της ἀστράφτει ἔτσι ὁ ἄγγελος, ὥστε μόλο ποὺ ἦταν ἀκόμα σκοτάδι, μὲ τὸ λαμπρὸ ἀγγελικὸ φῶς εἶδε ὄχι μόνο ἀνοικτὸ τὸν τάφο ἀλλὰ καὶ τὰ ἐντάφια μὲ σειρὰ καὶ τάξη νὰ μαρτυροῦν μὲ πολλοὺς τρόπους τὴν ἀνάσταση τοῦ ἐνταφιασμένου. Ἦταν ἔπειτα καὶ ὁ ἴδιος ἐκεῖνος ἄγγελος τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ὁ Γαβριήλ· τὴν εἶδε νὰ προχωρῆ βιαστικὰ πρὸς τὸν τάφο, αὐτὸς ποὺ στὴν ἀρχὴ τῆς εἶχε πεῖ: «Μὴ φοβᾶσαι Μαρία· ὁ Θεὸς σοῦ δίνει τὴ χάρη του». Κι ἀμέσως κατεβαίνει καὶ τώρα τὴν ἴδια πάλι προτροπὴ ν’ ἀπευθύνη στὴν ἀειπάρθενο. Ἦρθε νὰ εὐαγγελιστῆ τὴν ἀνάσταση ἐκείνου ποὺ μὲ ἄσπορη σύλληψη ἐγέννησε καὶ τὴν πέτρα νὰ σηκώση καὶ νὰ δείξη ἄδειο τὸν τάφο καὶ τὰ ἐντάφια καὶ νὰ βεβαιώση σ’ αὐτὴ τὸ χαρούμενο μήνυμα. Γράφει «Ἀποκρίθηκε ὁ ἄγγελος κι εἶπε στὶς γυναῖκες· Μὴ φοβᾶστε· ζητᾶτε τὸ Χριστὸ ποὺ σταύρωσαν; Ἀναστήθηκε. Νὰ, ὁ τόπος ὅπου κοιτόταν ὁ Κύριος. Κι ἄν βλέπετε τοὺς φύλακες καταταραγμένους ἀπὸ τὸ φόβο σεῖς μὴ φοβᾶστε. Ξέρω πὼς ζητᾶτε τὸ Χριστό ποὺ σταύρωσαν. Ἀναστήθηκε, δὲν εἶναι ἐδῶ». Γιατὶ αὐτὸς δὲν εἶναι μόνο ἀκράτητος ἀπ’ τὰ κλειδιὰ καὶ τοὺς μοχλοὺς καὶ τὶς σφραγίδες τοῦ θανάτου καὶ τοῦ τάφου ἀλλὰ εἶναι καὶ Κύριος δικός μας, τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ κι αὐτὸς εἶναι τοῦ κόσμου ὅλου ὁ μόνος Κύριος. «Δῆτε τὸν τόπο ὅπου κοιτόταν ὁ Κύριος. Πηγαίνετε γρήγορα καὶ πέστε στοὺς μαθητὰς του ὅτι ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς». Καὶ βγῆκαν. Λέγει, μὲ φόβο καὶ χαρὰ μαζὶ μεγάλη.

Καὶ σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἔχω τὴ γνώμη ὅτι φοβισμένη ἦταν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ οἱ ἄλλες γυναῖκες ποὺ εἶχαν ἔρθει ὡς τότε. Γιατὶ δὲν κατάλαβαν τὸ νόημα τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου οὔτε μπόρεσαν νὰ βαστάξουν ὡς τὸ τέλος τὴ δύναμη τοῦ φωτὸς, ὥστε νὰ δοῦν καὶ νὰ ἀντιληφθοῦν μὲ ἀκρίβεια. Ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ ὅμως νομίζω ἔκαμε κτῆμα της τὴ μεγάλη χαρά, ἐπειδὴ κατανόησε τοὺς λόγους τοῦ ἀγγέλου καὶ ἔλαμψε ὁλόκληρη ἀπὸ τὸ φῶς σὰν ὁλοκάθαρη ποὺ ἦταν καὶ γεμάτη ἀπὸ τὴ θεία χάρη. Μὲ ὅλα αὐτὰ ἀκόμα τὰ σημεῖα καὶ τὴν ἀλήθεια ἔκαμε σταθερὸ κτῆμα της καὶ στὸν ἀρχάγγελο πίστεψε, ἀφοῦ μάλιστα αὐτὸς ἀπὸ παλιὰ εἶχε ἀποδειχτῆ γι’ αὐτὴ μέσα στὰ πράγματα ἄξιος ἐμπιστοσύνης. Ἀλλὰ καὶ πῶς νὰ μὴ καταλάβη ἡ Παρθένος μὲ τὴ θεϊκὴ σοφία, ὅ,τι εἶχε συντελεστῆ, ἀφοῦ παρακολούθησε τὰ γεγονότα ἀπὸ κοντά· εἶδε τὸ σεισμὸ τὸ μεγάλο, τὸν ἄγγελο νὰ κατεβαίνη ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἀστραποβολῶντας. Εἶδε τὴν νέκρωση τῶν φρουρῶν, τὸ μετατόπισμα τῆς πέτρας, τὸ ἄδειασμα τοῦ τάφου, τὸ μέγα θαῦμα τῶν ἐνταφίων, ποὺ ἦσαν ἀσκόρπιστα, συγκρατημένα ἀπὸ τὴ σμύρνα καὶ τὴν ἀλόη, χωρὶς ὅμως νὰ περιβάλλουν τὸ σῶμα. Κι ἐκτὸς ἀπ’ ὅλα αὐτὰ εἶδε τὸ χαρμόσυνο θέαμα τοῦ ἀγγέλου, κι ἄκουσε τὸ χαρούμενο μήνυμα. Ἀλλὰ βγαίνοντας ἀπὸ τὸν εὐαγγελισμὸν, αὐτό, ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία σὰ νὰ μὴν ἄκουσε κἄν τὸν ἄγγελο -ἐξ ἄλλου σ’ ἐκείνη δὲν εἶχε μιλήσει- διαπιστώνει μονάχα τὸ ἄδειασμα τοῦ τάφου καὶ γιὰ τὰ ἐντάφια δὲν κάνει κανένα λόγο καὶ τρέχει εὐθὺς στὸν Πέτρο καὶ τὸν ἄλλον μαθητή, ὅπως λέει ὁ Ἰωάννης. Ἡ μητέρα πάλι τοῦ Θεοῦ, ὅταν συνάντησε ἄλλες γυναῖκες ξαναγύρισε πίσω καὶ νὰ, ὅπως λέει ὁ Ματθαῖος, ὁ Ἰησοῦς τὶς συνάντησε καὶ τοὺς εἶπε «Χαίρετε».

Βλέπετε ὅτι καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ Μαγδαληνὴ Μαρία ἡ Παναγία εἶδε αὐτὸν ποὺ γιὰ τὴ σωτηρία μας ἔπαθε καὶ ἐνταφιάστηκε κι ἀναστήθηκε. «Σ’ αὐτὲς πλησίασαν», γράφει, ἔπιασαν τὰ πόδια του καὶ τὸν προσκύνησαν. Κι ὅπως ἡ Παναγία κατάλαβε μόνη τὴ δύναμη τῶν ἀγγελικῶν λόγων, ἄν κι ἄκουσε τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως μαζὶ μὲ τὴν Μαρία Μαγδαληνή, ἔτσι καὶ μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες γυναῖκες, ὅταν συναντοῦσε τὸ γιό της καὶ Θεό, πρώτη ἀπ’ ὅλες τὶς ἄλλες καὶ εἶδε καὶ γνώρισε τὸν ἀναστημένο. Προσπέφτοντας τοῦ ἔπιασε τὰ πόδια κι ἔγινε ἀπόστολός του πρὸς τοὺς ἀποστόλους του. Ὅτι ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ δὲν ἦταν μαζὶ μὲ τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ξαναγυρίζοντας ἀπὸ τὸν τάφο τὴν συνάντησε ὁ Κύριος, τὸ μαθαίνομε ἀπὸ τὸν Ἰωάννη. «Τρέχει πρὸς τὸν Σίμωνα Πέτρο καὶ τὸν ἄλλο μαθητὴ», γράφει, ποὺ ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς λέει· Πῆραν τὸν Κύριο ἀπὸ τὸ μνημεῖο καὶ δὲν ξέρομε ποὺ τὸν ἔβαλαν. Πῶς, ἄν τὸν εἶδε καὶ τὸν ἄγγιξε μὲ τὰ χέρια της καὶ τὸν ἄκουσε νὰ μιλᾶ, θὰ μποροῦσε νὰ λέη τέτοια λόγια, ὅτι τὸν πῆραν καὶ τὸν πῆγαν ἀλλοῦ καὶ δὲν ξέρομε σὲ ποιὸ μέρος; Ἀλλὰ μετὰ τὸ τρέξιμο τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Ἰωάννη στὸν τάφο, ὅταν εἶδαν τὰ ἐντάφια καὶ γύρισαν, ἡ Μαρία, λέει, στεκόταν κοντὰ στὸ μνημεῖο καὶ ἔκλαιγε.

Βλέπετε ὅτι ὄχι μόνο δὲν εἶχε δεῖ ἀκόμα ἀλλὰ οὔτε εἶχε ἀκούσει. Κι ὅταν τὴ ρώτησαν ἄγγελοι ποὺ παρουσιάστηκαν «Γιατὶ κλαῖς, γυναῖκα;» ἐκείνη πάλι ἀποκρίνεται σὰ νὰ ἦταν νεκρός. Κι ὅταν γυρίζοντας εἶδε τὸν Ἰησοῦ καὶ πάλι δὲν κατάλαβε καὶ στοῦ ἴδιου τὴν ἐρώτηση «γιατὶ κλαίει», παραπλήσια ἀπαντᾶ. Ὥσπου τὴν κάλεσε μὲ τὄνομά της, καὶ τῆς ἔδειξε πὼς ἦταν ὁ ἴδιος. Τότε ἀφοῦ ἔπεσε κι αὐτὴ μπροστὰ του θέλοντας ν’ ἀσπαστῆ τὰ πόδια του, τὸν ἄκουσε νὰ τῆς λέη «μὴ μ’ ἀγγίζης». Ἀπὸ τοῦτο καταλαβαίνομε ὅτι κατὰ τὴν προηγούμενη ἐμφάνισή του στὴν Μητέρα του καὶ στὶς γυναῖκες, ποὺ τὴ συντρόφευαν αὐτὴν μονάχα ἄφησε νὰ τοῦ ἀγγίξη τὰ πόδια, ἄν καὶ ὁ Ματθαῖος τὸ θέλει κοινὴ παραχώρηση σ’ ὅλες. Δὲν ἤθελε, γιὰ τὸ λόγο ποὺ εἴπαμε στὴν ἀρχή, νὰ προβάλη ἔντονα τὴ Μητέρα στὸ ζήτημα αὐτό. Κι ἀφοῦ πρώτη ἦρθε στὸν τάφο ἡ ἀειπάρθενος Μαρία καὶ πρώτη δέχτηκε τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως, μαζεύτηκαν πολλὲς καὶ εἶδαν καὶ κεῖνες τραβηγμένη τὴν πέτρα καὶ ἄκουσαν τὸν ἄγγελο. Στὴν ἐπιστροφὴ χωρίστηκαν. Καὶ ἄλλες καθὼς λέει ὁ Μᾶρκος ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο ἔμφοβες καὶ ἐκσταστικὲς χωρὶς νὰ ποῦν τίποτα σὲ κανένα, ἐπειδὴ φοβοῦνταν. Ἄλλες ἀκολούθησαν τὴ Μητέρα τοῦ Κυρίου κι αὐτὲς ἐπέτυχαν νὰ δοῦν καὶ ν’ ἀκούσουν τὸν Κύριο. Ἡ Μαγδαληνὴ ἔφυγε στὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ μαζὶ τους ἔρχεται πίσω στὸν τάφο. Κι ἐνῶ ἐκεῖνοι ἔφυγαν αὐτὴ ἔμεινε νὰ ἀξιώνεται κι αὐτὴ νὰ δῆ τὸν Κύριο καὶ νὰ τὴ στείλει κι αὐτὴν στοὺς ἀποστόλους καὶ ξαναέρχεται σ’ αὐτοὺς φωνάζοντας σ’ ὅλους, ὅπως λέει ὁ Ἰωάννης, «ὅτι εἶχε δεῖ τὸν Κύριο καὶ τῆς εἶχε πεῖ αὐτά».

Καὶ ὁ Μᾶρκος λέει ὅτι αὐτὴ ἡ ἐμφάνιση ἔγινε τὸ πρωΐ, τὴν ἀδιαφιλονίκητη ἀρχὴ, τῆς ἡμέρας, ὅταν εἶχε περάσει ἡ αὐγή. Δὲν ἰσχυρίζεται ὅμως ὅτι τότε ἔγινε ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου οὔτε ἡ πρώτη ἐμφάνισή του. Ἔχομε λοιπὸν σχετικὰ μὲ τὶς Μυροφόρες σὲ μιὰ ἀκριβῆ ἔκθεση καὶ τὴ σχετικὴ συμφωνία τῶν τεσσάρων Εὐαγγελιστῶν σὰν ἀνώτερη ἐπιβεβαίωση. Οἱ μαθηταὶ ὅμως τὴν ἴδια ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως ποὺ ἄκουσαν κι ἀπὸ τὶς Μυροφόρες καὶ ἀπὸ τὸν Πέτρο, κι ἀκόμα ἀπὸ τὸν Λουκᾶ καὶ τὸν Κλεόπα ὅτι ὁ Κύριος ζῆ κι ὅτι τὸν εἶδαν, ἔδειξαν ἀπιστία. Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς κατηγορεῖ, ὅταν παρουσιάστηκε σ’ ὅλους μαζὶ συγκεντρωμένους. Κι ἀφοῦ πιὰ μὲ τὰ μάτια πολλῶν καὶ πολλὲς φορὲς ἔδειξε ὅτι ἦταν ζωντανός, ὄχι μονάχα πίστεψαν ὅλοι ἀλλὰ καὶ τὰ κήρυξαν παντοῦ. Ἡ φωνὴ τους ξεχύθηκε σ’ ὅλη τὴ γῆ καὶ τὰ λόγια τους σκορπίστηκαν στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης». Καὶ μὲ τὴ συνέργεια τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἐπιβεβαίωση τοῦ λόγου ποὺ ἔκαμε μὲ τὰ σημεῖα ποὺ ἐπακολούθησαν. Γιατὶ τὰ σημεῖα ὥσπου νὰ κηρυχθῆ ἡ διδασκαλία σὲ ὅλη τὴ γῆ ἦσαν ἀπαραίτητα. Καὶ χρειάζονται σημεῖα ὑπερβολικὰ γιὰ νὰ παρασταθῆ καὶ νὰ βεβαιωθῆ ἡ ἀλήθεια του κηρύγματος. Δὲν χρειάζονται ὅμως σημεῖα ὑπερβολικὰ γι’ αὐτοὺς ποὺ δέχτηκαν τὸ λόγο, ἄν πίστεψαν σταθερά. Ποιοὶ εἶναι αὐτοί; Ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς μαρτυροῦν τὰ ἔργα τους «Δεῖξε μου, λέει τὴν πίστη σου ἀπὸ τὰ ἔργα σου» καὶ «ποιὸς εἶναι πιστός;» Ἄς τὸ δείξη μὲ τὰ ἔργα τῆς καλῆς ζωῆς του. Γιατί ποιὸς θὰ πιστέψη ὅτι ἔχει ἀντίληψη ἀληθινὰ ὑψηλὴ καὶ μεγάλη, οὐράνια, γιὰ νὰ πῶ ἔτσι, ὅπως εἶναι ἀκριβῶς ἡ εὐσέβεια; Αὐτὸς ποὺ πράττει φαῦλα ἔργα εἶναι προσηλωμένος στὴ γῆ καὶ τὰ γήϊνα;

Κανένα ὄφελος ἀδέλφια, ἄν λέγη κανένας ὅτι ἔχει θεϊκὴ πίστη, δὲν ἔχη ὅμως ἔργα ἀνάλογα μὲ τὴ πίστη. Τί ὠφέλησαν τὶς ἀνόητες κόρες οἱ λαμπάδες, ἀφοῦ δὲν εἶχαν λάδι, δηλαδὴ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συμπόνιας; Τί ὠφέλησε τὸν πλούσιο ἐκεῖνο, ποὺ ψηνόταν στὴν ἄσβεστη φλόγα ἀπὸ τὴν ἀδιαφορία του πρὸς τὸν Λάζαρο, ἡ ἐπίκληση τοῦ πατέρα Ἀβραάμ; Τί ὠφελεῖ αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει τὸ ροῦχο τῶν καλῶν ἔργων, τὸ κατάλληλο γιὰ τὸ θεῖο γάμο καὶ τὸν ἄφθαρτο ἐκεῖνο νυφικὸ θάλαμο, ἡ ἀποδοχὴ τάχα τῆς πρόσκλησης; Ἔλαβε πρόσκληση βέβαια καὶ ἦρθε, ἀφοῦ πίστεψε ὁπωσδήποτε καὶ κάθιστε ἀνάμεσα στοὺς ἁγίους ἐκείνους συμποσιαστάς. Δέχτηκε ὅμως τὸν ἔλεγχο καὶ ντροπιάστηκε, ἐπειδὴ ἦταν ντυμένος τὴ φαυλότητα τῆς συμπεριφορᾶς καὶ τῶν πράξεων κι ἀφοῦ τοῦ ἔδεσαν σκληρὰ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τὸν ρίχνουν στὴ γέενα, ἐκεῖ ποὺ ἀντηχεῖ τὸ κλάμα καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν. Αὐτὴ κανένας ποὺ ἔχει τοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα νὰ μὴν τὴ δοκιμάση. Μόνο ὅλοι νὰ δείξουν βίο ἀνάλογο μὲ τὴν πίστη καὶ νὰ μποῦν στὸ νυφικὸ θάλαμο τῆς ἀκηλίδωτης χαρᾶς καὶ νὰ ζήσουν στὸν αἰῶνα μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους, ὅπου εἶναι τὸ κατοικητήριο ὅλων, ποὺ νιώθουν τὴν ἀληθινὴ εὐφροσύνη. Ἀμήν.

 

(Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου, “Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον” Τόμος Δεύτερος, Ἀθῆναι 1969, σελ.27-36)

Κυριακή των Μυροφόρων (Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)



Το ευαγγέλιο της Κυριακής των Μυροφόρων αναφέρεται στη φροντίδα που έδειξαν για το θάνατο του Αθάνατου οι γυναίκες εκείνες που η διδασκαλία του Χριστού τους έδωσε ζωή.
Τότε «ελθών Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής, ως και αυτός ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού, τολμήσας εισήλθεν προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού» (Μάρκ. ιε΄ 43). Υπήρχε κι άλλος ένας μεγάλος άνδρας που είχε έρθει από την Αριμαθαία στο όρος Εφραίμ. Αυτός ήταν ο προφήτης Σαμουήλ. Ο Ιωσήφ αναφέρεται κι από τους τέσσερις ευαγγελιστές, κυρίως σε όσα σχετίζονται με την ταφή του Κυρίου Ιησού. Ο Ιωάννης τον αποκαλεί κρυφό μαθητή του Ιησού (ιθ’ 38). Ο Λουκάς τον ονομάζει άνδρα «αγαθό και δίκαιο» (κγ’ 50), ο Ματθαίος πλούσιο (κζ’ 57). Ο ευαγγελιστής δεν ονομάζει πλούσιο τον Ιωσήφ από ματαιότητα, για να δείξει πως ο Κύριος ανάμεσα στους μαθητές Του είχε και πλούσιους, αλλά για να καταλάβουμε πως μπορούσε εκείνος να πάρει το σώμα του Ιησού από τον Πιλάτο. Ένας φτωχός και άσημος άνθρωπος δε θα ήταν δυνατό να πλησιάσει τον Πιλάτο, εκπρόσωπο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Ο Ιωσήφ ήταν πλούσιος ψυχικά. Είχε φόβο Θεού κι ανέμενε κι αυτός τη βασιλεία του Θεού. Εκτός όμως από τα ιδιαίτερα πνευματικά του χαρίσματα, ο Ιωσήφ ήταν και πλούσιος, άνθρωπος επιρροής. Ο Μάρκος κι ο Λουκάς τον ονομάζουν βουλευτή. Ήταν κι αυτός, όπως κι ο Νικόδημος, ένας από τους πρεσβύτερους του λαού. Όπως κι ο Νικόδημος επίσης, ήταν κι αυτός θαυμαστής και κρυφός μαθητής του Χριστού. Μπορεί οι δύο αυτοί άνδρες να ήταν κρυφοί οπαδοί της διδασκαλίας του Χριστού, ήταν έτοιμοι όμως να εκτεθούν στον κίνδυνο και να σταθούν κοντά Του. Ο Νικόδημος κάποτε ρώτησε κατά πρόσωπο τους πικρόχολους Ιουδαίους άρχοντες, όταν αναζητούσαν να σκοτώσουν τον Χριστό: «Μη ο νόμος ημών κρίνει τον άνθρωπον, εάν μη ακούση παρ’ αυτού πρότερον και γνω τί ποιεί;» (Iωάν. ζ’ 51).

Ο από Αριμαθαίας Ιωσήφ μπήκε σε μεγαλύτερο κίνδυνο όταν αποφάσισε να πάρει το σώμα του Κυρίου, την ώρα που οι στενοί μαθητές Του είχαν διασκορπιστεί, γιατί οι Ιουδαίοι λύκοι που δολοφόνησαν τον ποιμένα, ήταν έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να επιπέσουν και στο ποίμνιο. Το ότι αυτό που έκανε ο Ιωσήφ ήταν επικίνδυνο, το επισημαίνει ο ευαγγελιστής με τη λέξη «τολμήσας». Ήθελε τότε κάτι παραπάνω από θάρρος. Ήθελε τόλμη το να παρουσιαστεί στον αντιπρόσωπο του Καίσαρα και να ζητήσει το σώμα του σταυρωμένου «κακούργου». Ο Ιωσήφ όμως, με τη μεγαλοσύνη της ψυχής του, απέβαλε το φόβο του κι απόδειξε πως ήταν πραγματικός μαθητής του Ιησού Χριστού.

«Ο δε Πιλάτος εθαύμασεν ει ήδη τέθνηκε, και προσκαλεσάμενος τον κεντυρίωνα επηρώτησεν αυτόν ει πάλαι απέθανε· και γνούς από του κεντυρίωνος εδωρήσατο το σώμα τω Ιωσήφ» (Μάρκ. ιε’ 44-45). Ο Πιλάτος ήταν καχύποπτος και επιφυλακτικός. Ήταν από τους κυβερνήτες που ασκούν την εξουσία τους με βία, όπως με βία την είχε αποσπάσει από άλλους. Δεν μπορούσε να πιστέψει ούτε λέξη ακόμα κι από ευγενείς ανθρώπους, όπως ο Ιωσήφ. Ίσως δυσκολευόταν πραγματικά να πιστέψει πως Εκείνος, που μόλις το προηγούμενο βράδυ είχε καταδικάσει σε σταυρικό θάνατο, είχε ήδη παραδώσει την τελευταία του πνοή στο σταυρό. Ο Πιλάτος αποδείχτηκε πως ήταν ένας γνήσιος αντιπρόσωπος της ρωμαϊκής τυπολατρείας. Ήταν πολύ πιο πρόθυμος να πιστέψει τον κεντυρίωνα, που τον είχε επιφορτίσει με το καθήκον να φρουρήσει το Γολγοθά, παρά έναν εξέχοντα πρεσβύτερο του λαού. Μόνο όταν ο κεντυρίων επιβεβαίωσε «επίσημα» την αναφορά του Ιωσήφ, θέλησε ο Πιλάτος να ικανοποιήσει το αίτημά του.

«Και αγοράσας σινδόνα και καθελών αυτόν ενείλησε τη σινδόνι και κατέθηκεν αυτόν εν μνημείω, ο ην λελατομημένον εκ πέτρας, και προσεκύλισε λίθον επί την θύραν του μνημείου» (Μάρκ. ιε’ 46-47). Άλλος ευαγγελιστής λέει πως αυτός ο τάφος ήταν του Ιωσήφ· «και εθηκεν αυτόν εν τω καινώ αυτού μνημείω» (Ματθ. κζ’ 60) – «εν ω ουδείς ανθρώπων ετέθη» (Ιωάν. ιθ’ 41). Όταν σταυρώνουμε το νου μας για τον κόσμο και τον ενταφιάζουμε σε μια αναγεννημένη καρδιά, σαν σε τάφο, τότε ο νους μας θα αναζωογονηθεί και θ’ αναγεννηθεί ολόκληρος ο εσωτερικός μας άνθρωπος.

Ένας νέος τάφος, σφραγισμένος. Μια μεγάλη πέτρα στην είσοδο του τάφου κι ένας φύλακας να φρουρεί μπροστά στον τάφο. Τί σημαίνουν όλ’ αυτά; Όλα τους ήταν προληπτικά μέτρα, παρμένα με τη σοφία της πρόνοιας του Θεού. Έτσι, μ’ αυτόν τον τρόπο, θα σφραγίζονταν κι όλα τα στόματα εκείνων που θα τολμούσαν να ισχυριστούν πως ο Χριστός είτε δεν πέθανε είτε δεν αναστήθηκε είτε ότι έκλεψαν το σώμα Του. Αν ο Ιωσήφ δεν είχε ζητήσει το σώμα Του από τον Πιλάτο· αν ο κεντυρίων δεν είχε δώσει επίσημη διαβεβαίωση για το θάνατο του Χριστού· αν το σώμα δεν είχε ενταφιαστεί και σφραγιστεί με την παρουσία φίλων και εχθρών του Χριστού, ίσως να ισχυρίζονταν πολλοί πως ο Χριστός δεν είχε πεθάνει πραγματικά, αλλά είχε πέσει σε κώμα και μετά ανέκτησε τις αισθήσεις του. Κάτι τέτοιο υποστήριξαν τελευταία ο Σλαϊερμάχερ και κάποιοι προτεστάντες. Αν ο τάφος δεν είχε σφραγιστεί μ’ έναν ογκόλιθο κι αν δεν τον φύλαγαν φρουροί, ίσως παραδέχονταν πως ο Χριστός πέθανε κι ενταφιάστηκε, αλλά οι μαθητές του έκλεψαν το σώμα του από τον τάφο. Αν δεν ήταν καινούργιος ο τάφος, ίσως να υποστήριζαν πως δεν ήταν ο Χριστός αυτός που αναστήθηκε αλλά κάποιος άλλος νεκρός, που είχε ταφεί εκεί παλιότερα. Έτσι όλα τα προληπτικά μέτρα που πήραν οι Ιουδαίοι για να πνίξουν την αλήθεια, με την πρόνοια του Θεού βοήθησαν για να την καταδείξουν.

Ο Ιωσήφ πήρε το σώμα του Ιησού, «ενετύλιξεν αυτό σινδόνι καθαρά» (Ματθ. κζ’ 59) και το απόθεσε στον τάφο. Αν θέλουμε ν’ αναστηθεί μέσα μας ο Κύριος, πρέπει να τον διατηρούμε μέσα στο καθαρό και αγνό σώμα μας. Το καθαρό σεντόνι υποδηλώνει το καθαρό σώμα. Το σώμα που έχουν μολύνει οι κακίες και τα πάθη δεν είναι κατάλληλος τόπος για ν’ αναστηθεί εκ νεκρών και να ζήσει ο Κύριος.

Ο ευαγγελιστής Ιωάννης συμπληρώνει την εικόνα που δίνουν οι άλλοι ευαγγελιστές, λέγοντας πως στην ταφή του Χριστού ήρθε και ο Νικόδημος «φέρων μίγμα σμύρνης και αλόης ως λίτρας εκατόν, έλαβον ουν το σώμα του Ιησού και έδησαν αυτό εν οθονίοις μετά των αρωμάτων, καθώς έθος εστί τοις Ιουδαίοις ενταφιάζειν» (Ιωάν. ιθ’ 39-40).

Ευλογημένοι άνθρωποι! Πήραν το πανάγιο σώμα του Ιησού με τόλμη, στοργή και αγάπη και το απέθεσαν στο μνημείο. Τί υπέροχο παράδειγμα είναι αυτό σε όλους εκείνους που αγαπούν τον Κύριο! Και τί φοβερό κατηγορητήριο για τους ιερείς και τους λαϊκούς που ντρέπονται τον κόσμο και πλησιάζουν το άγιο ποτήριο απρόσεκτα, αδιάφορα και χωρίς αγάπη, για να κοινωνήσουν τα ζωοποιά τίμια δώρα, το πάντιμο σώμα και το αίμα του αναστημένου Κυρίου!

Ο Ιωσήφ κι ο Νικόδημος δεν ήταν μόνο φίλοι του Χριστού, που διαπίστωσαν με τα μάτια τους πως ο Ιησούς πέθανε κι ενταφιάστηκε. Η μέριμνα για το νεκρό Κύριο ήταν πράξη αγάπης για τον αγαπημένο τους Φίλο και Διδάσκαλο, αλλά και ανθρωπιστικό καθήκον προς Εκείνον που είχε υποφέρει για χάρη της δικαιοσύνης.

Με θέα τον τάφο όμως βρίσκονταν και δύο ακόμα ψυχές που αγαπούσαν τον Κύριο και παρακολουθούσαν με μεγάλη προσοχή τις ενέργειες του Ιωσήφ και του Νικόδημου. Προετοιμάζονταν κι αυτές από την πλευρά τους για μια πράξη αγάπης προς τον Κύριο. Ήταν οι δύο μυροφόρες γυναίκες: η Μαρία η Μαγδαληνή κι η Μαρία, η μητέρα του Ιωσή.

«Η δε Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία Ιωσή εθεώρουν που τίθεται. Και διαγενομένου του σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσιν αυτόν» (Μάρκ. ιε’47, ιστ’ 1).

Πρώτα αναφέρονται δύο γυναίκες κι έπειτα τρεις. Δύο ήταν οι, μάρτυρες για όλα όσα έγιναν στο Γολγοθά, που είδαν τους κρυφούς μαθητές του Χριστού να κατεβάζουν το νεκρό σώμα Του από το σταυρό. Μετά είδαν όλα όσα έκαναν στο νεκρό σώμα και, αυτό που τις ενδιέφερε περισσότερο, είδαν τον τάφο όπου τον τοποθέτησαν. Αλήθεια, πόση χαρά θα ένιωθαν αν μπορούσαν να τρέξουν και να βοηθήσουν τον Ιωσήφ και το Νικόδημο για να ξεπλύνουν το άγιο σώμα Του από τα αίματα, να καθαρίσουν τις πληγές Του, να ισιώσουν τα μαλλιά Του, να σταυρώσουν τα χέρια Του, να δέσουν το μαντήλι γύρω από το κεφάλι Του και να τυλίξουν όλο το σώμα Του με το σεντόνι! Όμως ούτε το έθιμο ούτε κι ο νόμος επέτρεπε να το κάνουν αυτό μαζί με άνδρες. Γι’ αυτό και θα πήγαιναν αργότερα να τα κάνουν όλα μόνες τους, και κυρίως για ν’ αλείψουν τον Κύριο με αρώματα. Μαζί τους αργότερα θα πήγαινε κι η τρίτη μυροφόρα, η φίλη τους. Το Πνεύμα του Χριστού τις έδεσε όλες με φιλία.

Ποιές ήταν οι γυναίκες αυτές; Τη Μαρία τη Μαγδαληνή την ξέρουμε. Ήταν η Μαρία εκείνη που ο Κύριος τη θεράπευσε, της έβγαλε επτά δαιμόνια από μέσα της. Η Μαρία του Ιωσή κι η Μαρία του Ιακώβου, όπως λένε οι πατέρες, ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο. Η Σαλώμη ήταν σύζυγος του Ζεβεδαίου, η μητέρα των αποστόλων Ιακώβου και Ιωάννη.

Τί μεγάλη διαφορά υπάρχει ανάμεσα στις γυναίκες αυτές και στην Εύα! Αυτές έτρεξαν από αγάπη για να υπακούσουν το νεκρό Κύριο, ενώ η Εύα δεν έκανε υπακοή στον Ζώντα Κύριο! Εκείνες φάνηκαν υπάκουες στο Γολγοθά, στον τόπο του εγκλήματος, της κακίας και της αιματοχυσίας, ενώ η Εύα έκανε παρακοή μέσα στον παράδεισο!

«Και λίαν πρωί της μιας σαββάτων έρχονται επί το μνημείον, ανατείλαντος του ηλίου» (Μάρκ. ιστ’ 2). Σ’ αυτό, ότι δηλαδή ήταν η πρώτη μέρα τής εβδομάδας όταν αναστήθηκε ο Κύριος, η επόμενη μέρα του σαββάτου, συμφωνούν όλοι οι ευαγγελιστές. Ο Μάρκος το ξεκαθαρίζει καλύτερα: «και διαγενομένου του σαββάτου…» (Μάρκ. ιστ’ 1), αφού είχε περάσει το σάββατο. Όλοι οι ευαγγελιστές συμφωνούν πως ο Κύριος αναστήθηκε πολύ πρωί την Κυριακή. Συμφωνούν επίσης πως οι γυναίκες πήγαν στον τάφο του Κυρίου πολύ νωρίς το πρωί. Ο Μάρκος στο ευαγγέλιό του φαίνεται πως το γεγονός αυτό το μεταφέρει λίγο αργότερα, γιατί λέει ανατείλαντος του ηλίου.

Είναι πολύ πιθανό οι γυναίκες να πήγαν στον τάφο αρκετές φορές, τόσο από αγάπη για το νεκρό Κύριο, όσο κι από φόβο, μήπως οι εχθροί Του έρθουν και βεβηλώσουν τον τάφο και το ίδιο Του το σώμα. Όπως λέει ο Ιερώνυμος στο σχόλιό του στο κατά Ματθαίον, «πηγαινοέρχονταν με ανυπομονησία, δεν ήθελαν ν’ απομακρυνθούν για πολύ από τον τάφο του Κυρίου». Ίσως εδώ ο Μάρκος να μη μιλάει για τον αισθητό ήλιο αλλά για τον ίδιο τον Κύριο, σύμφωνα με τα λόγια του προφήτη, «και ανατελεί υμίν… ήλιος δικαιοσύνης» (Μαλαχ. Δ΄ 2), αναφερόμενος στο Μεσσία. Ο Ήλιος της Δικαιοσύνης είχε ήδη αναστηθεί εκ νεκρών την πρωινή ώρα που οι μυροφόρες πήγαν στον τάφο. Όπως ο Ήλιος αυτός έλαμψε πολύ προτού δημιουργηθεί ο αισθητός ήλιος, έτσι και τώρα, στη δεύτερη δημιουργία, στην αναγέννηση του κόσμου, έλαμψε στην ανθρώπινη ιστορία προτού ανατείλει στη γη ο αισθητός ήλιος.

«Και έλεγον πρός εαυτάς· τίς αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου;» (Μάρκ. ιστ’ 3). Καθώς οι μυροφόρες γυναίκες ανέβαιναν προς το Γολγοθά, συζητούσαν μεταξύ τους το πρόβλημα αυτό. Ποιός θα κυλίσει τη βαριά πέτρα από τη θύρα του μνημείου; Όλα έδειχναν πως δεν περίμεναν κάτι αναπάντεχο. Τα γυναικεία χέρια δεν ήταν δυνατά για να σπρώξουν τη βαριά πέτρα και να ελευθερώσουν την είσοδο του μνημείου. Κι ο λίθος ήταν μέγας σφόδρα.

Καημένες γυναίκες! Δεν θυμήθηκαν πως το έργο που πήγαιναν με τόσο ζήλο και σπουδή να κάνουν στον τάφο, είχε ήδη συντελεστεί όσο ζούσε ο Κύριος. Στο δείπνο που παρέθεσε στον Κύριο στη Βηθανία ο Σίμων ο λεπρός, κάποια γυναίκα έχυσε στο κεφάλι του Χριστού ένα πολύτιμο μύρο. Ο παντογνώστης Κύριος είπε τότε για τη γυναίκα αυτή: «Βαλούσα γαρ αύτη το μύρον τούτο επί του σώματός μου, προς το ενταφιάσαι με εποίησεν» (Ματθ. κστ’ 12). Προγνώριζε με ακρίβεια ότι το σώμα Του δε θα δεχόταν κανένα άλλο άρωμα στο θάνατό Του. Ίσως διερωτηθείς: Γιατί τότε η πρόνοια του Θεού άφησε τις αφοσιωμένες αυτές γυναίκες ν’ απογοητευτούν τόσο πολύ; Πήγαν ν’ αγοράσουν το πολύτιμο μύρο, ήρθαν φοβισμένες μέσα στη νύχτα στο μνημείο και στο τέλος να μην εκτελέσουν το καθήκον αυτό, που με τόση αγάπη και θυσία είχαν προετοιμάσει; Μήπως όμως η θεία αυτή πρόνοια δεν αποζημίωσε τις προσπάθειές τους μ’ έναν ασύγκριτα πλουσιότερο τρόπο κι αντί να δουν νεκρό τον Κύριο τον είδαν ζωντανό;

«Και αναβλέψασαι θεωρούσιν ότι αποκεκύλισται ο λίθος· ην γαρ μέγας σφόδρα, και εισελθούσαι εις το μνημείον είδον νεανίσκον καθήμενον εν τοις δεξιοίς, περιβεβλημένον στολήν λευκήν, και εξεθαμβήθησαν» (Μάρκ. ιστ’ 4-5). Όταν ο Μωυσής έφτασε με το λαό του στην Ερυθρά Θάλασσα, αντιμετώπισε μια δυσκολία, ένα μεγάλο πρόβλημα. Πώς θα άνοιγε δρόμο στη θάλασσα, εκεί που δεν υπήρχε; Μόλις όμως κραύγασε για βοήθεια στο Θεό η θάλασσα χώρισε στα δύο κι ο δρόμος άνοιξε. Το ίδιο έγινε τώρα με τις Μυροφόρες. Προβληματισμένες πολύ έντονα για το ποιός θα κυλίσει τη μεγάλη πέτρα, κοίταξαν και είδαν «ότι αποκεκύλισται ο λίθος». Η πέτρα είχε μετακινηθεί κι εκείνες μπήκαν αμέσως μέσα στο μνημείο. Μα πού πήγαν οι στρατιώτες που φρουρούσαν τον τάφο; Αυτοί δεν αποτελούσαν μεγαλύτερο εμπόδιο για να μπουν στο μνημείο, από τη βαριά πέτρα; Εκείνη την ώρα οι φρουροί είτε κείτονταν στη γη μισοπεθαμένοι από το φόβο, είτε είχαν δραπετεύσει προς την πόλη για να διηγηθούν με τρεμάμενη φωνή στους ανθρώπους αυτά που από την εποχή του Αδάμ ως τότε δεν είχαν ακούσει ανθρώπινα αυτιά. Δεν υπήρχε κανένας στο μνημείο για να τις εμποδίσει, κανένας και τίποτα στην είσοδο. Υπήρχε κάποιος όμως μέσα στο μνημείο. Κάποιος που το πρόσωπό του ήταν «ως αστραπή και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών» (Ματθ. κη’ 3). Ήταν ένας νέος άνδρας. Ήταν πραγματικά άγγελος του Θεού. Οι γυναίκες φοβήθηκαν κι έπεσαν με το πρόσωπο στη γη. Είναι φοβερό να βλέπει κανείς τη μορφή ενός ουράνιου αγγελιαφόρου του Θεού, εκείνου που έφερε τις πιο υπερφυσικές και χαρμόσυνες ειδήσεις στη γη, από τότε που ο πεσμένος άνθρωπος άρχισε να περιπλανιέται μακριά από τον παράδεισο. Ο Ματθαίος λέει πως ο άγγελος καθόταν πάνω στην πέτρα που είχε κυλίσει από τη θύρα του μνημείου, ενώ ο Μάρκος πως ο άγγελος ήταν μέσα στο μνημείο. Το γεγονός αυτό όμως δεν έχει καμιά αντίθεση. Ίσως οι γυναίκες είδαν πρώτα τον άγγελο πάνω στην πέτρα κι έπειτα άκουσαν τη φωνή του μέσα στο μνημείο. Ο άγγελος δεν είναι κάτι υλικό και ακίνητο. Μπορεί να εμφανιστεί οποιαδήποτε στιγμή και οπουδήποτε. Το γεγονός ότι ο Λουκάς αναφέρει δύο αγγέλους, ενώ ο Ματθαίος κι ο Μάρκος έναν, δεν πρέπει να φέρει σε σύγχυση τους πιστούς. Όταν γεννήθηκε ο Κύριος στη Βηθλεέμ, ένας άγγελος εμφανίστηκε ξαφνικά στους ποιμένες κι εκείνοι «εφοβήθησαν φόβον μέγαν» (Λουκ. β’ 9), Πολύ σύντομα μετά, «εξαίφνης εγένετο συν τω αγγέλω πλήθος στρατιάς ουρανίου αινούντων τον Θεόν» (Λουκ. β’ 13). Στην ανάσταση του Κυρίου στο Γολγοθά ίσως παρευρίσκονταν λεγεώνες αγγέλων του Θεού. Γιατί πρέπει να εκπλαγούμε αν οι Μυροφόρες είδαν τη μια φορά έναν άγγελο και την άλλη δύο;

«Ο δε λέγει αυταίς· μη εκθαμβείσθε· Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον· ηγέρθη, ουκ εστίν ώδε· ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν, αλλ’ υπάγετε, είπατε τοις μαθηταίς αυτού και τω Πέτρω ότι προάγει υμάς εις την Γαλιλαίαν εκεί αυτόν όφεσθε, καθώς είπεν υμίν» (Μάρκ. ιστ’ 6-8).

Ο αστραπόμορφος άγγελος του Θεού φροντίζει πρώτα να ηρεμήσει τις γυναίκες από το φόβο και τον τρόμο τους. Ήθελε να τις προετοιμάσει για τα καταπληκτικά νέα της Ανάστασης του Κυρίου. Η πρώτη έκπληξη για τις γυναίκες ήταν όταν είδαν το μνημείο ανοιχτό. Μετά η έκπληξή τους μεταβλήθηκε σε τρόμο όταν, αντί για Εκείνον που γύρευαν, είδαν αυτόν που δεν περίμεναν.

Ο άγγελος είπε στις γυναίκες με σιγουριά: Ιησούν ζητείτε τον Ναζαρηνόν τον εσταυρωμένον. Γιατί μίλησε έτσι; Για να τις στερήσει από κάθε αμφιβολία και σύγχυση για Εκείνον που είχε αναστηθεί. Ο άγγελος μιλάει πολύ συγκεκριμένα τόσο για τις ίδιες τις γυναίκες όσο και για τις μελλούμενες γενιές. Με την ίδια πρόθεση ο άγγελός τους δείχνει το καινό μνημείο. «Ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν». Αυτό που είπε ο άγγελος ήταν πλεονασμός. Οι γυναίκες είχαν δει οι ίδιες με τα μάτια τους αυτό που τους είπε ο άγγελος. Δε γινόταν το ίδιο όμως με τους λοιπούς ανθρώπους, γι’ αυτούς που επίσης ο Κύριος πέθανε κι αναστήθηκε. «Ηγέρθη, ουκ έστιν ώδε». Ο ουράνιος αγγελιαφόρος πρόφερε με τον πιό απλό τρόπο την συγκλονιστικότερη είδηση που ακούστηκε ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία. «Ηγέρθη, ουκ εστίν ώδε». Για τις αθάνατες χορείες των αγγέλων η συγκλονιστικότερη είδηση ήταν ο θάνατος του Κυρίου, όχι η ανάστασή Του. Για τους ανθρώπους τα πράγματα ήταν αντίθετα.

Μετά απ’ αυτό ο άγγελος είπε στις γυναίκες να μεταφέρουν τη χαρμόσυνη είδηση «στους αποστόλους και τω Πέτρω». Γιατί και τω Πέτρω; Σίγουρα επειδή ο Πέτρος ένιωθε περισσότερο ταραγμένος από τους άλλους μαθητές. Η συνείδησή του πρέπει να τον ενοχλούσε επειδή πρόδωσε τρεις φορές τον Κύριο και στο τέλος έφυγε μακριά Του. Η αφοσίωση του ευαγγελιστή Ιωάννη, που μαζί με τον Πέτρο ήταν οι πιό στενοί μαθητές του Κυρίου, θα πρέπει να έκανε πιό ευαίσθητη τη συνείδηση του Πέτρου. Ο Ιωάννης δεν είχε φύγει. Παρέμεινε κάτω από το σταυρό του σταυρωμένου Κυρίου του. Κοντολογίς, ο Πέτρος πρέπει να ένιωθε προδότης του Κυρίου και θα αισθανόταν άβολα στη συντροφιά των αποστόλων, κυρίως μπροστά στην Παναγία Μητέρα Του. Η πίστη του Πέτρου δεν φάνηκε σταθερή σαν πέτρα. Η διστακτικότητα κι η δειλία του τον έκαναν να νιώθει περιφρονημένος στα ίδια του τα μάτια. Είχε ανάγκη να σταθεί ξανά στα πόδια του, ν’ ανακτήσει την υπόληψή του ως άνθρωπος και ως απόστολος. Ο Κύριος, που αγαπά ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, ακριβώς αυτό έκανε τώρα. Αυτός είναι ο λόγος που ο άγγελος έκανε ειδική αναφορά στον Πέτρο.

Γιατί ο άγγελος μίλησε για την εμφάνιση του Κυρίου στη Γαλιλαία κι όχι για τις άλλες εμφανίσεις Του στην Ιερουσαλήμ και στα περίχωρα, που θα γίνονταν νωρίτερα; «Εκεί αυτόν όψεσθε, καθώς είπεν υμίν». Γιατί η Γαλιλαία ήταν περισσότερο ειδωλολατρική κι όχι ισραηλιτική περιοχή. Η θέληση του Κυρίου λοιπόν ήταν να εμφανιστεί εκεί για να δείξει στους μαθητές το δρόμο του ευαγγελίου Του, το βασικό χώρο όπου έπρεπε να δραστηριοποιηθούν για να ιδρύσουν την Εκκλησία του Θεού. Κι άλλος ένας λόγος ήταν επειδή στη Γαλιλαία θα ένιωθαν ελεύθεροι, όχι όπως στην Ιερουσαλήμ που ζούσαν με φόβο. Όχι στο σκοτάδι ή στο μεσόφωτο, αλλά στο φως της ημέρας, για να μην πει κανείς πως ο φόβος έχει μεγάλα μάτια, πως οι μαθητές είδαν ζωντανό τον Κύριό τους στην Ιερουσαλήμ πάνω στον πανικό τους και με την πίεση του φόβου τους. Και τελικά ο άγγελος του Θεού μίλησε για την εμφάνιση του Κυρίου στη Γαλιλαία χωρίς ν’ αναφέρει τίποτα για τις εμφανίσεις Του στην Ιερουσαλήμ, για ν’ αφαιρέσει τα όπλα από τα χέρια των απίστων, που διαφορετικά θα ισχυρίζονταν πως οι απόστολοι είχαν δει κάποιο φάντασμα, επειδή περίμεναν με μεγάλη ψυχική αγωνία να τον δουν. Λέει ο Νικηφόρος: «Γιατί ο άγγελος μιλάει ειδικά για την εμφάνισή Του στη Γαλιλαία; Επειδή η εμφάνιση αυτή ήταν η πιο σπουδαία. Εκεί ο Κύριος δεν εμφανίστηκε σε κάποιο σπίτι με κλειδωμένες τις πόρτες, άλλα σ’ ένα βουνό, ορατός από όλους. Οι μαθητές με το που τον είδαν εκεί τον προσκύνησαν. Εκεί παρουσιάστηκε δυναμικά μπροστά τους και τους αποκάλυψε για την εξουσία που του έδωσε ο Πατέρας Του. «Εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθ. κη’ 18). «Μετά το εγερθήναι με προάξω υμάς εις την Γαλιλαίαν» (Μάρκ. ιδ’ 28), είχε πει ο Κύριος. Ως νικητής, δηλαδή, θα προπορευτώ στον ειδωλολατρικό κόσμο και σεις θα με ακολουθήσετε. Οπουδήποτε κι αν σας οδηγήσει το Πνεύμα για να κηρύξετε, κοιτάξτε Με, θα βρίσκομαι μπροστά σας. Θα προπορεύομαι για να σας ανοίγω το δρόμο.

«Και εξελθούσαι έφυγον από του μνημείου· είχε δε αυτάς τρόμος και έκστασις, και ουδενί ουδέν είπον εκφοβούντο γαρ» (Μάρκ. ιστ’ 8). Οι Μυροφόρες τα είχαν χάσει. Πού βρίσκονταν, στον ουρανό ή στη γη; Με ποιόν μιλούσαν; Τί άκουσαν; Τέτοια πράγματα ούτε στον ύπνο τους δεν τα βλέπουν οι άνθρωποι. Μα αυτό που βλέπουν και ακούν τώρα δεν είναι όνειρο, είναι αληθινό. Απ’ όλα όσα έγιναν, προκύπτει πως ζούσαν μια πραγματικότητα.

Τί ευλογημένος είναι ο φόβος κι ο τρόμος που νιώθει ο άνθρωπος όταν βλέπει ανοιγμένους τους ουρανούς, όταν ακούει μια χαρούμενη φωνή από την αληθινή, αθάνατη και ποθεινή πατρίδα του! Δεν είναι μικρό πράγμα να δεις έναν αθάνατο άγγελο του Θεού, ούτε ν’ ακούσεις μια φωνή που βγαίνει από αθάνατα χείλη. Πιό εύκολα αντέχεις να δεις το πρόσωπο και ν’ ακούσεις τον ορυμαγδό ολόκληρου του φθαρτού σύμπαντος, παρά να δεις το πρόσωπο και ν’ ακούσεις τη φωνή κάποιου αθάνατου όντος που δημιουργήθηκε πριν από το σύμπαν, που το κάλλος του είναι ασύγκριτα ανώτερο από την ανοιξιάτικη αυγή. Όταν ο προφήτης Δανιήλ, ο άνθρωπος του Θεού, άκουσε τη φωνή του αγγέλου, μονολόγησε: «Ουχ υπελείφθη εν εμοί ισχύς, και η δόξα μου μετεστράφη εις διαφθοράν, και ουχ εκράτησα ισχύος… ήμην κατανενυγμένος, και το πρόσωπόν μου επί την γην» (Δανιήλ, ι’ 8,9).

Πώς λοιπόν να μην τις πιάσει φόβος και τρόμος τις αδύναμες γυναίκες; Πώς να μη φύγουν γρήγορα από το μνημείο; Πώς θα μπορούσαν ν’ ανοίξουν το στόμα τους και να μιλήσουν; Με τί λόγια να πουν αυτά που είδαν; Κύριε, η δόξα Σου είναι ανέκφραστη! Εμείς οι θνητοί άνθρωποι ευκολότερα μπορούμε να την εκφράσουμε με τη σιωπή και τα δάκρυά μας παρά με λόγια.

«Και ουδενί ουδέν είπον εφοβούντο γαρ». Δεν είπαν τίποτα στο δρόμο, σε κανέναν. Δε μίλησαν σε κανέναν από τους εχθρούς του Χριστού, σ’ εκείνους που έχυσαν το αίμα Του, ούτε σ’ ολόκληρη την Ιερουσαλήμ που συμφώνησε μαζί τους. Μίλησαν όμως στους αποστόλους, ούτε τόλμησαν μα ούτε και μπορούσαν να μην τους πουν τα νέα, αφού έτσι τις πρόσταξε ο αθάνατος άγγελος. Πώς μπορούσαν να μην εκτελέσουν την εντολή του Θεού; Είναι σαφές λοιπόν, πως οι γυναίκες μίλησαν σ’ εκείνους που έπρεπε (βλ. Λουκ. κδ’ 10)· και πως δεν είπαν τίποτα σ’ αυτούς που δεν έπρεπε, τους οποίους φοβούνταν.

Έτσι τέλειωσε η επίσκεψη που έκαναν οι Μυροφόρες γυναίκες στο μνημείο του Χριστού το πρωί της Ανάστασης. Τα φτωχά τους μύρα, που σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν για να συντηρήσουν από τη φθορά Εκείνον που τηρεί τους ουρανούς από τον αφανισμό, να μυρώσουν Αυτόν που χαρίζει στους ουρανούς το άρωμά Του, έμειναν στα χέρια τους.

Κύριε, είσαι το μόνο άρωμα της ανθρώπινης ύπαρξης στην ιστορία του. Πόσο πλούσια και θαυμαστά αποζημιώνεις τις αφοσιωμένες ψυχές που δεν σε ξέχασαν νεκρό μέσα στο μνήμα Σου!

Έκανες τις Μυροφόρες γυναίκες φορείς του αγγέλματος της Ανάστασης και της δόξας Σου. Δεν έχρισαν το νεκρό Σου σώμα· Εσύ έχρισες τις ζωντανές ψυχές τους με το μύρο της χαράς. Εκείνες που θρηνούσαν το νεκρό Κύριο, έγιναν χελιδόνια της καινούργιας άνοιξης, άγιοι στην ουράνια βασιλεία Σου.

Αναστημένε Κύριε, με τις προσευχές τους ελέησέ μας, σώσε μας, ώστε να σε δοξάζουμε μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

(Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Αναστάσεως ημέρα», ομιλίες Γ΄, Αθήνα 2011, σ. 64-82)


alopsis