Τρίτη, Ιουνίου 29, 2021

Εάν οι απόστολοι ισχυρίζονταν την ανάσταση του Χριστού από τους νεκρούς και γι’ αυτό τον ισχυρισμό έπαιρναν μαρμάρινα παλάτια δίπλα στον Ηρώδη στα Ιεροσόλυμα ή το επάγγελμα του συγκλητικού στη Ρώμη, αμέσως ο ισχυρισμός τους θα έδειχνε ψεύτικος.





Όμως, το κήρυγμά τους παίρνει όψη αλήθειας από τη στιγμή, που ξεκινούν γι’ αυτό τους το κήρυγμα να θυσιάζουν τις περιουσίες τους, το χρόνο, τους φίλους, την υγεία και την ευτυχία τους.
Όταν πρώτη φορά οι απόστολοι μίλησαν περί του αναστημένου Χριστού, οι άνθρωποι γελούσαν και τους αποκαλούσαν μεθυσμένους.
Όταν μίλησαν δεύτερη φορά, οι άνθρωποι δεν γελούσαν, αλλά μπόρεσαν να τους αποκαλέσουν πληρωμένους. Όταν οι άνθρωποι τους έβαλαν στα μαρτύρια και πάλι άκουσαν τα ‘ίδια λόγια από το στόμα τους, τότε άρχισαν να σκέφτονται.
Και μόλις είδαν οι άνθρωποι ότι ούτε το αίμα τους δεν λυπούνται να χύσουν προκειμένου να μιλήσουν περί αναστάσεως, τους πίστεψαν.
Όχι η λογική αλλά το αίμα των μαρτύρων απέδειξε την ανάσταση του Χριστού...

(Από Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, ''Αργά βαδίζει ο Χριστός'')

Δευτέρα, Ιουνίου 28, 2021

Πέτρου και Παύλου

Αν η μνήμη κάθε αγίου τελείται, για τους λόγους που είπα­με, από εμάς με ύμνους και τα εγκώμια που ταιριάζουν σ’ αυτούς, πόσο περισσότερο πρέπει του Πέτρου και του Παύλου, της κορυ­φαίας ακρότητας του κορυφαίου χορού των Αποστόλων; Αυτοί είναι κοινοί πατέρες και καθοδηγητές όλων εκείνων που φέρουν το όνομα του Χριστού, αποστόλων, μαρτύρων, οσίων, ιερέων, ιεραρχών, ποιμένων και διδασκάλων, και όλων των ποιμαινομένων και διδασκομένων, ως αρχιποιμένες ή και αρχιτέκτονες της κοινής όλων ευσέβειας και αρετής, και «ως φωστήρες στον κόσμο που επέχουν θέση ζωής» (Φιλ. 2, 16), που τόσο πολύ ξεπερνούν σε λάμψη εκείνους που διέλαμψαν με την ευσέβεια και την αρετή τους, όσο υπερβαίνει τους άλλους αστέρες ο ήλιος, ή όσο οι ουρανοί τους ουρανούς, διηγούμενοι την ανώτατη δόξα του Θεού· τόσο πολύ ξεπερνούν το μέγεθος των ουρανών και το κάλλος των αστέρων και την ταχύτητα και των δύο και την τάξη και τη δύναμη, όσο αυτοί φανερώνουν και τα πάνω από την αίσθηση προς αυτά τα υπερουράνια και υπερκόσμια, και αναπέμπουν φως, «στο οποίο δεν υπάρχει παραλλαγή ή αποσκίασμα μετατροπής» (Ιακ. 1, 17), όχι μόνο εξάγοντας από το σκότος στο θαυμαστό αυτό φως, αλλά καθι­στώντας με τη μετάδοση αυτούς που μετέχουν φως και γεννήμα­τα τέλειου φωτός, ώστε και ο καθένας από αυτούς κατά τη μελλο­ντική ένδοξη παρουσία και επιφάνεια του αρχίφωτου και θεάν­θρωπου Λόγου να λάμψει σαν ήλιος.
Τέτοιοι φωστήρες έχοντας ανατείλει σήμερα σε μας ο ένας μαζί με τον άλλο λαμπρύνουν την Εκκλησία· γιατί η σύνοδος αυτών δεν προκαλεί έκλειψη, αλλά περίσσεια φωτός· γιατί δεν συμβαίνει, περιπολώντας ο ένας επάνω, να είναι εδραιωμένος στα ύψη, και ο άλλος να είναι χαμηλότερα για να υποσκιάσει τον άλλο, ούτε ο ένας να ηγείται της ημέρας και ο άλλος της νύχτας, ώστε φερόμενος αντίκρυ να πέσει στη σκιά, ούτε ο ένας να εκπέμπει το φως και ο άλλος να παίρνει το φως από εκεί, ώστε να παθαίνει από αυτό αλλοίωση, δεχόμενος άλλοτε αλλιώς τον φωτι­σμό ανάλογα με την απόσταση, αλλά, αφού και οι δύο κατέστη­σαν εξίσου μέτοχοι του Χριστού, της αστείρευτης πηγής, του αιώ­νιου φωτός, απέκτησαν ίσο και το ύψος και τη δόξα και τη λαμπρότητα. Γι’ αυτό και είναι αλληλουχία η σύνοδος των φω­στήρων αυτών, που χορηγεί διπλάσια έλλαμψη στις ψυχές των πιστών.

άγιος γρηγόριος παλαμάς

Κυριακή, Ιουνίου 27, 2021


 

Καθώς δηγοσαν τούς μάρτυρες γυμνούς, μέ δεμένα πίσω τά χέρια καί πό παντο τούς χτυποσαν καί τούς ξέσκιζαν, φαίνονταν πώς νικονταν, μως ατοί ν καί τραυματίζονταν, στηναν τό τρόπαιο τς νίκης ναντίον το διαβόλου. Καί πως τό διαμάντι ταν χτυπιέται δέν σπάζει, οτε μαλακώνει, λλά διαλύει τό σίδερο πού τό χτυπτσι κριβς καί ο ψυχές τν γίων, ν βασανίζονταν τόσο πολύ, ο διες δέν πάθαιναν κανένα κακό, λλά διέλυαν τή δύναμη κείνων πού τούς χτυποσαν καί τούς διωχναν πό τούς γνες νικημένους, ντροπιασμένους καί βαριά τραυματισμένους. Γιατί δεσαν τούς μάρτυρες καί στό ξύλο καί τρυποσαν τά πλευρά τους, νοίγοντας βαθιά αλάκια, σάν νά ργωναν τή γλλά δέν σκιζαν τά σώματά τους. Καί μποροσε νά δε κανείς λαγόνες ξεσκισμένες, πλευρά νοιγμένα καί στήθη τσακισμένα. Οτε δ μως σταματοσαν τή μανία τους τά αμοβόρα κενα θηρία, λλά, φο τούς κατέβαζαν πό τό ξύλο, τούς τέντωναν σέ σιδερένια σχάρα πάνω σέ ναμένα κάρβουνα. Καί τότε μποροσες νά δες κόμη σκληρότερα θεάματα πό τά προηγούμενα. Νά τρέχουν δηλαδή διπλές σταγόνες πό τά σώματά τους, λλες πό τό αμα πού χυνόταν καί λλες πό τίς σάρκες πού λειωναν. Ο γιοι μως πού ταν ξαπλωμένοι πάνω στά κάρβουνα σάν νά ταν ρόδα, παρακολουθοσαν μέ πολλή εχαρίστηση τά σα γίνονταν.

2. σύ μως ταν κούσεις σιδερένια σχάρα φέρε στό νο σου τή νοητή σκάλα, πού εδε  πατριάρχης ακώβ νά πλώνεται πό τή γ στόν ορανό. πό κείνη κατέβαιναν γγελοι, πό ατήν νεβαίνουν μάρτυρες, καί τίς δύο δέ τίς στηρίζει  Κύριος. Δέν θά ντεχαν τούς πόνους ατοί ο γιοι, ν δέν στηρίζονταν σ ατή τή σκάλα. πό κείνη νεβαίνουν καί κατεβαίνουν γγελοι. Καί πό ατή, εναι λοφάνερο πώς νεβαίνουν καί μάρτυρες. Καί γιατί ατό; πειδή ο γγελοι στέλνονται γιά νά πηρετήσουν ατούς πού θά κληρονομήσουν τή σωτηρία. Ο μάρτυρες μως σάν θλητές καί νικητές, φο παλλάχθηκαν πό τούς γνες, φυγαν στή συνέχεια γιά τόν γωνοθέτη.

λλά ς μήν γγίζουν μονάχα τ φτιά μας τά σα λέγονται. ταν δηλαδή κομε τι πρχαν κάρβουνα, κάτω πό τά καταπληγωμένα σώματα, ς ναλογιστομε πς νιώθουμε ταν μς πιάσει ξαφνικά πυρετός. Νομίζουμε τι  ζωή εναι νυπόφορη, ταραζόμαστε, δυσανασχετομε, γκρινιάζουμε σάν μικρά παιδιά, θεωρώντας τι  φλόγα το πυρετο δέν εναι καθόλου μικρότερη πό τήν κόλαση. Ατοί μως, χωρίς νά τούς πιάσει πυρετός, λλά χοντας λόγυρά τους τή φλόγα νά τούς ζώνει καί τίς σπίθες νά πηδον πάνω στίς πληγές καί νά δαγκώνουν τά τραύματα πιό γρια πό κάθε θηρίο, ταν σάν δαμάντινοι καί βλεπαν τά σα γίνονταν σάν νά συνέβαιναν σέ ξένα σώματα. τσι μέ πολλή γενναιότητα καί μέ πολλή νδρεία στέκονταν σταθεροί στήν μολογία τους, μένοντας κλόνητοι σ λα τά βασανιστήρια καί κάνοντας νά λάμψει καί  δική τους νδρεία καί  χάρη το Θεοχετε δε πολλές φορές ν νεβαίνει ψηλά τήν αγή  λιος καί νά στέλνει τίς χρυσές κτίνες του; , τέτοια ταν τά σώματα τν γίων. Σάν χρυσές κτίνες τούς περικύκλωναν πό παντο σάν ρυάκια μέ τό αμα καί καναν νά λάμπει τό σμα τους πολύ περισσότερο π ,τι κάνει  λιος τόν ορανό.

Βλέποντας ατό τό αμα ο γγελοι χαίρονταν, ο δαίμονες φοβονταν καί  διος  διάβολος τρεμε. Γιατί δέν ταν πλς αμα ατό πού τώρα βλεπαν, λλά αμα σωτήριο, αμα γιο, αμα ξιο γιά τούς ορανούς, αμα πού διαρκς ποτίζει τά καλά φυτά τς κκλησίας. Εδε τό αμα καί φριξε  διάβολος, γιατί θυμήθηκε λλο αμα, τό αμα το Δεσπότου Χριστο. Γιά χάρη κείνου το αματος χύθηκε ατό. Γιατί πό τότε πού κεντήθηκε  πλευρά το Δεσπότου βλέπεις στή συνέχεια νά κεντονται μέτρητες πλευρές. Ποιός λοιπόν δέν θά παιρνε μέρος μ εχαρίστηση πολλή σ ατούς τούς γνες, ταν πρόκειται νά γίνει μέτοχος τν παθημάτων το Δεσπότου καί νά χει τόν διο θάνατο μέ τόν Χριστό; Εναι ρκετή ατή  νταπόδοση καί μεγαλύτερη  τιμή.  μοιβή ξεπερνάει τά κατορθώματα καί ρχεται πρίν πό τόν ρχομό τς Βασιλείας τν ορανν. ς μήν φοβόμαστε λοιπόν ταν κομε τι  τάδε μαρτύρησε, λλά ς τρομάζουμε ταν κομε τι  τάδε δειλίασε καί πεσε, ν μπροστά του εχε τέτοια βραβεα.

Καί ν θέλεις ν κούσεις τί γινε στερα μάθε πώς ατά δέν μπορε νά τά παραστήσει κανένας νθρώπινος λόγος, πως λέει καί  πόστολος Παλος: «Οτε μάτι εδε, οτε ατί κουσε, οτε νθρώπινος νος ναλογίστηκε ατά, πού τοίμασε  Θεός γιά κείνους πού τόν γαπον» (Α’ Κορ. 2, 9). Καί κανένας πό τούς νθρώπους δέν γάπησε τόσο τό Θεό, σο ο μάρτυρες. Βέβαια δέν θά σιωπήσουμε, πειδή τό μέγεθος τν γαθν πού χουν τοιμαστε ξεπερν καί τό λόγο καί τή σκέψη μας, λλά σο εναι δυνατόν καί μες νά πομε καί σες ν κούσετε, θά προσπαθήσουμε νά σς δείξουμε μυδρά τή μακαριότητα πού περιμένει τούς μάρτυρες στόν ορανό. Γιατί θά τή γνωρίσουν καθαρά μόνον ατοί ο ποοι θά τήν πολαύσουν προσωπικά. Καί τά μέν δεινά ατά καί βάστακτα τά ποφέρουν ο μάρτυρες γιά λίγο χρονικό διάστημα. Μετά μως πό τήν παλλαγή τους πό τή ζωή ατή νεβαίνουν στούς ορανούς, ν προπορεύονται γγελοι καί τούς περιστοιχίζουν ρχάγγελοι. Γιατί ο γγελοι δέν ντρέπονται τούς συνδούλους τους, λλά θά θελαν νά κάνουν τά πάντα γι ατούς, πειδή καί κενοι προτίμησαν νά δεινοπαθήσουν γιά τό Δεσπότη τους Χριστό.

Καί ταν νεβον στόν ορανό, λες κενες ο γιες δυνάμεις τρέχουν νά τούς προϋπαντήσουν. ν λοιπόν, ταν ξένοι θλητές ρχονται στήν πόλη, λος  λαός τρέχει πό παντο καί φο τούς περικυκλώσουν παρατηρον καλά πό κοντά τή δύναμη πού χουν τά μέλη το σώματός τους, πολύ περισσότερο ταν ο θλητές τς εσέβειας νεβον στούς ορανούς τρέχουν νά τούς προϋπαντήσουν ο γγελοι καί λες ο οράνιες δυνάμεις. Τρέχουν πό παντο γιά νά παρατηρήσουν τά τραύματά τους καί τούς ποδέχονται λους καί τούς σπάζονται σάν ρωες πού γύρισαν πό τόν πόλεμο καί τή μάχη καί στερα πό πολλά τρόπαια καί νίκες. πειτα τούς δηγον μέ μεγάλη συνοδεία πρός τό βασιλιά τν ορανν, στό θρόνο κενο πού εναι γεμάτος πό πολλή δόξα, που βρίσκονται τά Χερουβίμ καί τά Σεραφίμ. Καί ταν φτάσουν κε καί προσκυνήσουν κενον πού κάθεται πάνω στό θρόνο, πολαμβάνουν πλέον περισσότερη τιμή πό τό Δεσπότη πό κείνη πού πολαμβάνουν πό τούς συνδούλους τους γγέλους. Γιατί δέν τούς δέχεται σάν δούλους - ν καί ατό θά ταν μεγάλη τιμή καί δέν μπορε κανείς νά βρε ση μ ατήν - λλά σάν φίλους Του. «Γιατί σες», λέει  Κύριος, «εσαστε φίλοι μου» (ωαν. 15, 14). Καί πολύ σωστά τό λέει, γιατί καί λλο επε: «Μεγαλύτερη πό ατή τήν γάπη δέν χει κανένας, στε νά δώσει τή ζωή του γιά χάρη τν φίλων του» (ωαν. 15, 13).

ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

γκώμιο στούς γίους Πάντες,
πού μαρτύρησαν σ λο τόν κόσμο


 

 

Τετάρτη, Ιουνίου 23, 2021

Στή Γέννηση τοῦ Ἁγίου Προφήτου Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ Ἰωάννου



ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ
α’. — Ἀκόμα καί ἄν ἔμοιαζε ὁ λόγος μας μέ ἀνοιξιάτικο τραγούδι καλικέλαδου ἀηδονιοῦ, πολύ φτωχά θά κατάφερνε νά ὑμνήσει τή μεγάλη φωνή τῆς ἀλήθειας πού γεννιέται σήμερα. Τώρα ὅμως πού ἡ λαλιά μας εἶναι ἀσθενική καί πολύ κακοφωνή, πῶς νά ὑμνήσει τόν πιό δοξασμένο ἀπό ὅλους τούς Προφῆτες; Πῶς νά ψάλλει αὐτόν πού εἶναι ἡ τιμή καί ἡ δόξα τῶν Ἀποστόλων; Πῶς νά δοξολογήσει αὐτόν πού ἔχει μιά ξέχωρη τιμή ἀνάμεσα στούς μάρτυρες;
Ἐκεῖνο δέ πού μοῦ φαίνεται ἀξιοπρόσεχτο εἶναι τό ὅτι, ὅσον ἀφορᾶ τούς ἄλλους ἁγίους, πλέκει ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου τά ἐγκώμια, ὁ πιό ἀξιοτίμητος τοῦ πιό ἀναγνωρισμένου καί ὁ λιγότερο γνωστός τοῦ λιγότερο φημισμένου. Αὐτόν ὅμως πού τώρα ἐμεῖς ἐξυμνοῦμε τόν ἐγκωμίασε, πρίν ἀπ’ ὅλους τούς ἄλλους ἐγκωμιαστές του, ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός καί Θεός, ἡ Ἀλήθεια, λέγοντας: «Δέν ἔχει μέχρι σήμερα γεννηθεῖ μεγαλύτερος προφήτης ἀπό τόν Ἰωάννη τό Βαπτιστή» (Ματθ. 11, II).
 Ἀφοῦ  λοιπόν τόσο πλούσια καί ἀνυπέρβλητα ἔχει ἐπαινεθεῖ καί ἔχει ἐγκωμιαστεῖ ὁ μέγας Πρόδρομος ἀπό τόν Ὑψιστο Θεό-Λόγο, ἔχει τάχα ἀνάγκη ἀπό τά φτωχά μας λόγια, ἀγαπητοί μου ἀκροατές; Ὄχι βέβαια, δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό τά φτωχά μας λόγια ὁ Τίμιος Πρόδρομος. Ἐμεῖς ὅμως ἀποτολμᾶμε νά ποῦμε δυό λόγια γι’ αὐτόν, γιατί εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά τό κάνουμε ἀπό ὑπακοή στόν πατέρα καί ἡγούμενό μας, ἐκτελώντας ὁπωσδήποτε τήν ἐντολή πού μᾶς ἔδωσε. Συγχρόνως ὅμως θά λάβουμε ἁγιασμό καί Χάρη καί μόνο πού ὁ νοῦς μας θ’ ἀσχοληθεῖ μέ τόν Τίμιο Πρόδρομο.
β’.— Ἐμπρός λοιπόν, ἄς γιορτάσουμε τήν ἡμέρα. Ἄς πανηγυρίσουμε τό γεγονός τῆς γεννήσεώς του, ὄχι μόνο ὅσοι κατοικοῦν στά περίχωρα, ἀλλά καί ὅλοι ὅσοι περιτριγυρίζουν τόν πνευματικό Ἰορδάνη.
Ἄς μποῦμε βαθιά στό νόημα αὐτοῦ τοῦ παράδοξου μυστηρίου. Ἄς γνωρίσουμε αὐτό πού τόσο ὑπερφυσικά γίνεται σήμερα. Ἄς ἐμβαθύνουμε στά ὅσα ἔχουν συμβεῖ γύρω ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Ζαχαρία. Καί ἄς μήν παραλείψουμε νά ἀναφέρουμε ὅλα ἐκεῖνα πού διαδραματίστηκαν στό πρόσωπο τῆς Ἐλισάβετ. Πόσο μεγάλος ὑπῆρξε ὁ Πρόδρομος φαίνεται καί μόνο ἀπό τούς γονεῖς πού εἶχε, γιατί οἱ γονεῖς του δέν ὑπῆρξαν ἄσημοι ἀλλά πολύ περίδοξοι καί ἐπιφανεῖς.
Ὁ μέν Ζαχαρίας, σάν ἄλλος Ἀαρών καί στήν ἡλικία καί στό ἀξίωμα, ντυμένος τήν Ἀρχιερατική στολή —δηλαδή τό περιστήθιο, τήν ἐπωμίδα, τό χιτώνα πού ἔφτανε μέχρι τούς ἀστραγάλους καί τό χιτώνα τόν κροσσωτό, τό διακριτικό σκοῦφο τῆς ἱερωσύνης καί τή ζώνη, πού ἦταν ὅλα καταστόλιστα μέ χρυσάφι καί πολύτιμους λίθους καί ὑάκινθο καί βύσσο— εἰσῆλθε στά Ἅγια τῶν Ἁγίων νά ἱερουργήσει γιατί ἐφημέρευε.
Ἡ δέ Ἐλισάβετ ὑπῆρξε ἴδια στή δόξα μέ τή Σάρρα καί μᾶλλον πιό δοξασμένη ἀπ’αὐτήν, ὡς συγγενής τῆς Θεομήτορος. Αὐτή λοιπόν σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ χαριτώθηκε, ἄν καί ἦταν στείρα, νά γεννήσει ὄχι τόν Ἰσαάκ, πού ὀνομάστηκε δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Γέν. 34, 14 καί Δαν. 3, 35), ἀλλά τόν Ἰωάννη πού ἔγινε γνήσιος φίλος τοῦ Χριστοῦ.
Ὤ ἄγονη μήτρα, πού κράτησες μέσα σου τέτοιο παιδί! Ὤ ἄκαρπη γῆ, πού βλάστησες τέτοιο καρπερό στάχυ!
Γι’ αὐτό δέν πρέπει νά διστάσουμε ν’ ἀναφωνήσουμε καί πάλι πρός αὐτήν, μέ καινούργιο τώρα νόημα τά λόγια τοῦ μεγαλόστομου Ἠσαῦ. «Γέμισε τήν καρδιά σου μ’ εὐφροσύνη στείρα, πού δέν ἀπόχτησες παιδιά. Φώναξε μ’ ὅλη σου τή δύναμη ἐσύ πού δέν δοκίμασες ὠδίνες τοκετοῦ» (Ἠσ. 54, 1), γιατί ἔκανες ν’ ἀνθίσει ἀπό τήν ἔρημη μήτρα σου ὁ Ἰωάννης, τό κρίνο τῆς ἁγνότητας, τό τριαντάφυλλο πού εὐωδιάζει ἀπό Ἅγιο Πνεῦμα, τό λιβάδι τῆς ἐγκράτειας, πού μᾶς γεμίζει μέ ἀγαθά, ἡ φωτοδότρα πηγή πού λάμπει κατά τή φανέρωση τοῦ Χριστοῦ πάνω στή γῆ, ὁ Ἰωάννης, ὁ στρατιώτης τοῦ οὐράνιου βασιλιᾶ, πού ὁ Ἴδιος τόν ξεχώρισε καί τόν ὑπέδειξε στό λαό Του, ὁ ἄριστος νυμφαγωγός τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ πρός τόν οὐράνιο Νυμφίο της Χριστό, ὁ ἀκούραστος διαλαλητής καί μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι ἡ μόνη Ἀλήθεια, ὁ Ἰωάννης, ὁ φλογερός κήρυκας τῆς μετάνοιας, ὁ σαρκωμένος ἄγγελος τοῦ Κυρίου, αὐτός πού φανέρωσε σέ ὅλους τόν Ἀμνό, πού θά σήκωνε πάνω του ὅλου τοῦ κόσμου τίς ἁμαρτίες.
Καί δέν θά μπορέσω μέ ὅ,τι καί νά πῶ νά ἀναφέρω ὅλες τίς ἀρετές του, ἀκόμα καί ἄν ἀραδιάσω ὅλους τούς τίτλους πού τοῦ ἔχουν δοθεῖ. Γιατί τοῦ ταιριάζουν πολλά ὀνόματα καί εἶναι κοσμημένος μέ πάρα πολλές ἀρετές, μιά καί αὐτός ἀξιώθηκε νά πάρει τήν πιό μεγάλη χάρη ἀπ’ ὅλους ἐκείνους πού σφράγισε τό Ἅγιο Πνεῦμα.
γ’.— Τιμοῦμε βέβαια καί τή γενέθλια ἡμέρα τοῦ προπάτορα Ἰσαάκ, τόν ὁποῖο συνέλαβε καί γέννησε στά γηρατιά της ἡ Σάρρα καί γιά τόν ὁποῖο εἶπε: «Ποιός θά φέρει τό χαρούμενο μαντάτο στόν Ἀβραάμ καί θά τοῦ μηνύσει ὅτι ἡ Σάρρα θηλάζει βρέφος;» (Γέν. 21, 7), γεγονός πού πανηγύρισε ὁ Ἀβραάμ μέ μεγάλο συμπόσιο τήν ἡμέρα ταῆς ἀπογαλακτίσεώς του.
Ἐπίσης τιμοῦμε καί τή γενέθλια ἡμέρα τοῦ Σαμψών πού καί αὐτός χαρίστηκε στό Μανωέ ἀπό στείρα μάνα, σύμφωνα μέ τό ξεχωριστό θέλημα καί τήν ξεχωριστή χάρη τοῦ Θεοῦ (Ἰουδ. 13,14). Αὐτός, καθώς λέει ἡ Ἁγία Γραφή, δέν θα ‘πινε κρασί καί οἰνοπνευματώδη ποτά καί δέν θά ‘τρωγε τίποτα ἀκάθαρτο. Θά ἀναδειχνόταν ἀκόμα ἀρχηγός τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ γιά νά τόν σώσει ἀπό τούς ἀλλοφύλους ἐχθρούς του.
Τέλος, προσπερνώντας καί ἄλλων ἁγίων σχετικές περιπτώσεις, θά ἀναφέρω τόν προφήτη Σαμουήλ, τόν ὁποῖο γέννησε ἡ πολυδοξασμένη Ἄννα μέ τόν Ἐλκανά καί τόν ἀφιέρωσε ἀπό βρέφος στόν Θεό. Ἀλλά ὅλοι αὐτοί δέν φτάνουν, ἀγαπητοί μου, τό μεγαλεῖο τοῦ Ἰωάννη. Γιατί ἄλλοι ἀπ’ αὐτούς ἔζησαν πρίν ἀπό τήν παράδοση τοῦ γραπτοῦ Νόμου καί ἄλλοι μετά ἀπ’ αὐτή. Ὁ Ἰωάννης ὅμως, ὁ γιός τοῦ ἱερέα Ζαχαρία καί τῆς ἀξιοθαύμαστης Ἐλισάβετ, τό ἄνθος πού στόλισε τήν εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, φύτρωσε καί ἄνθισε στό μεσοδιάστημα τοῦ Νόμου καί τῆς Χάρης. Ἀνέτειλε τό νοητό ἀστέρι, προαναγγέλλοντας τήν ἀνατολή τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης. Προέτρεξε ὁ στρατιώτης, κηρύττοντας τόν ἐρχομό τοῦ βασιλιᾶ ὁλόκληρης τῆς κτίσης. Ἦρθε ὁ ὁδηγός τῆς Νύμφης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, διαλαλώντας τήν ἐπικείμενη παρουσία τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ. Καί οἱ μέν ἄλλοι προφῆτες προφήτεψαν ἡ θαυματούργησαν ἀρκετά χρόνια μετά τή γέννησή τους, ὁ Τίμιος Πρόδρομος ὅμως πληρώθηκε ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἀναδείχτηκε θαυματουργός ἐνόσω ἀκόμα βρισκόταν στήν κοιλιά τῆς μάνας του.
δ’.— Θά κάνω λοιπόν μιά παρομοίωση γιά νά δείξω τή μεγαλοπρέπεια τῆς μορφῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ὅπως ἕνας βασιλιᾶς, πού βγαίνει μέ πομπή καί βασιλική μεγαλοπρέπεια ἀπό τά ἀνάκτορά του, ἔχει ραβδούχους και ἄλλους πού προπορεύονται μέ σκῆπτρα, μετά ὑπάτους, ὑπάρχους καί ταξιάρχους —τελευταία δέ ἔρχεται ἕνας ἀξιωματικός μέ πολύ μεγάλο βαθμό καί μετά ἀπ’ αὐτόν ἀμέσως ἐμφανίζεται ὁ βασιλιᾶς, ἀστράφτοντας μέσα στό χρυσάφι καί τούς πολύτιμους λίθους— τό ἴδιο φανταστεῖτε ὅτι συνέβη καί μέ τόν ἀληθινό καί μόνο βασιλιᾶ ὁλόκληρης τῆς κτίσης, τόν Χριστό καί Θεό μας. Ὅταν ἐπρόκειτο νά ἔρθει ὁ Χριστός στόν κόσμο σάν ἄνθρωπος, προπορεύτηκαν οἱ πατριάρχες, ὅπως ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαάκ καί ὁ Ἰακώβ. Ἔπειτα ὁ Μωυσῆς, πού ἀξιώθηκε νά φανερώσει τό νόμο τοῦ Θεοῦ στούς ἄνθρωπους, ὁ Ἀαρών καί ὁ Σαμουήλ καί ὅλος ὁ χορός τῶν ἁγίων προφητῶν. Τελευταῖος δέ ἀπό ὅλους ἐμφανίστηκε ὁ Ἰωάννης καί ἀμέσως μετά ὁ Δεσπότης μας Χριστός, γιά τόν Ὁποῖο ὁ Ἰωάννης εἶπε: «Αὐτός πού ἔρχεται μετά ἀπό μένα, εἶναι ἀνώτερός μου, γιατί ὑπῆρξε πρίν ἀπό μένα» (Ἰωάν. 1, 15). Ἔτσι ἀποδείχτηκε ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἄν καί τελευταῖος στήν παράταξη, πρῶτος στήν ἀξία καί ἀπό αὐτούς ἀκόμα τούς Προφῆτες καί τούς Ἀποστόλους καί ἀπό ὅλους τούς ἄλλους ἁγίους σπουδαιότερος, σύμφωνα μέ ὅσα κήρυξε ὁ ἀληθινός Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός. Καί εἶναι πιότερο τιμημένος, γιατί ἦταν τελευταῖος ἀπό τούς προφῆτες καί πρῶτος ἀπό τούς ἁγίους τῆς ἐποχῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ἀναπτύσσοντας λοιπόν τήν ἱστορία, ὅπως ἀναφέρεται στό ἱερό Εὐαγγέλιο, ἄς ἀκούσουμε τί ἦταν ἐκεῖνα πού ὁ Γαβριήλ εἶπε στό Ζαχαρία.
ε’.— «Φανερώθηκε σ’ αὐτόν», λέει, «ἄγγελος Κυρίου καί παραστάθηκε δεξιά ἀπό τήν Τράπεζα πού ἔκαιγαν τό θυμίαμα. Καί μόλις τόν εἶδε ὁ Ζαχαρίας ταράχτηκε και φοβήθηκε πολύ» (Λουκ. 1, 11-12). Γιατί ἦταν πολύ σεβάσμια καί ἱερή ἡ ὀπτασία καί φοβερός ὁ τόπος πού συνέβη τό γεγονός. Γιατί λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «Πόσο φοβερός εἶναι αὐτός ὁ τόπος! Αὐτός δέν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρά ἡ ἴδια ἡ κατοικία τοῦ Θεοῦ» (Γέν. 28, 17). Καί δέν εἶναι περίεργο τό ὅτι ὁ ἱερέας, ἄν καί ἦταν δίκαιος, ταράχτηκε καί κυριεύτηκε ἀπό φόβο, ἀφοῦ τό ἴδιο συνέβη καί μέ τόν Δανιήλ τόν «ἄνθρωπο τῶν ἐπιθυμιῶν» (Δαν. 10, 8), πού βλέποντας τόν ἄγγελο θαμπώθηκε καί ἔμεινε ἄφωνος καί ἔπεσε μέ τό πρόσωπο στή γῆ, ἀπό τοῦ ἄγγελου τήν ὑπέρμετρη καί ἀσύγκριτη λαμπρότητα. «Φάνηκε» λέει, «σ’ αὐτόν ἄγγελος Κυρίου». Τί ἔχουν νά μᾶς ποῦν γι’ αὐτό οἱ μισοχριστιανοί πού δέν ἱστοροῦν εἰκόνες τῶν ἁγίων ἀγγέλων; Ἄν ποτέ ἔχει φανερωθεῖ ἄγγελος σέ ἄνθρωπο, τότε ἔχει καί ζωγραφιστεῖ ὅπως ἀκριβῶς καί φανερώθηκε καί ὄχι μέ μορφή διαφορετική. Καί φανερώθηκε μέ τήν ἴδια ἀκριβῶς μορφή πού παρουσιάστηκαν παλιά στό Μωυσῆ, στό ὅρος Σινᾶ, τά Χερουβείμ πού περιστοιχίζουν τό ἱλαστήριο τῆς κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης. Ἐάν λοιπόν αὐτό πού οὔτε σῶμα οὔτε ὑλική μορφή ἔχει, δύναται νά περιγραφεῖ —σύμφωνα μέ τήν μορφή πού φανερώθηκε— πῶς δέν θά μπορούσαμε νά ἱστορήσουμε εἰκόνα γιά κάτι πού καί σῶμα ἔχει καί ὑλική μορφή καί προσλαμβάνει διάφορα χρώματα καί ψηλαφιέται σάν τρισδιάστατο ἀντικείμενο, ὅπως εἶναι καί ἡ μορφή τοῦ Σωτήρα μας, ὥστε μ’ αὐτόν τόν τρόπο νά κάνουμε ὁλοφάνερη τή σάρκωσή του, γεγονός πού πρέπει νά μένει ἔξω ἀπό κάθε φαντασία;
Ἄς μή νομίσουν λοιπόν οἱ ἄφρονες ὅτι, ζωγραφίζοντας τή μορφή τοῦ Χριστοῦ, ἀπεικονίζουμε ταυτόχρονα καί τή θεότητά Του, ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά ἐκφραστεῖ, οὔτε νά κατανοηθεῖ ἤ νά περικλειστεῖ, οὔτε νά πάρει σχῆμα, οὔτε θέση, οὔτε ἔκταση, οὔτε μέγεθος, οὔτε κανένα ἄλλο γνώρισμα, ἀπ’ ὅσα εἶναι δυνατόν νά περιγραφοῦν. Γιατί ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρη καί ἀκατάληπτη.
Γι’ αὐτό καί ὅταν ἱστοροῦμε τήν εἰκόνα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μέ τό νά περιγράφουμε τή μορφή Του δέν περιγράφουμε συγχρόνως καί τήν ψυχή Του πού εἶναι ἄυλη καί ἄμορφη —αὐτό εἶναι ἀδύνατον— ἀλλά ἀποδίδουμε χωριστά καί ξεκάθαρα στό ἄυλο καί στό ὑλικό αὐτό πού τοῦ ταιριάζει. Δηλαδή τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ πού δέν περιγράφεται, δέν τήν ἀπεικονίζουμε. Εἰκονίζουμε ὅμως τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού δύναται νά περιγραφεῖ, σύμφωνα μέ ὅσα στοιχεῖα μᾶς δίνει τό ἱερό Εὐαγγέλιο.
Ἀλλά ἄς γυρίσουμε στό θέμα μας.
στ’.— «Καί τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος·μή φοβᾶσαι Ζαχαρία, γιατί ὁ Θεός δέχτηκε τήν προσευχή σου» (Λουκ. 1, 13). Ἀμέσως μέ τή διαβεβαίωση αὐτή τοῦ ‘διωξε τό φόβο, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μέ κάθε ἀγγελική ὀπτασία. Μετά δηλαδή ἀπό τό φόβο πού προκαλεῖ ἡ ἐμφάνιση τοῦ ἀγγέλου, ἀφαιρεῖται ἀπό τόν ἄνθρωπο ἡ δειλία. Ἐνῶ γίνεται ἀκριβῶς τό ἀντίθετο ὅταν ἐμφανίζεται ὁ δαίμονας. Δηλαδή στήν ἀρχή ὁ ἄνθρωπος πού τόν δέχεται εἶναι χαρούμενος καί θαρραλέος, μετά ὅμως ἀπό λίγο γεμίζει ταραχή καί φόβο.
«Μή φοβᾶσαι, εἶπε, Ζαχαρία, γιατί ὁ Θεός δέχτηκε τήν προσευχή σου καί ἡ γυναίκα σου ἡ Ἐλισάβετ θά φέρει στόν κόσμο ἕνα γιό» (Λουκ. 1, 10).
Ὤ ἀξιοεπιθύμητο καί θεόσδοτο παράγγελμα, σύμφωνο μέ τή βαθιά ἐπιθυμία τους! Ὤ ἀγγελοφερμένη ὑπόσχεση, πού εἶσαι καρπός τόσων ἐπίμονων προσευχῶν! Κατάφερε ὁ Ζαχαρίας νά κερδίσει ἐκεῖνο πού ἡ ψυχή του ἐπιθυμοῦσε! Πέτυχε ἐκεῖνο γιά τό ὁποῖο παρακαλοῦσε μέ τόση θέρμη! Βρῆκε ἐκεῖνο πού ζητοῦσε. Βρῆκε, ὄχι ἀπό φυσική συνάφεια ἀλλά ἀπό καρποφόρα προσευχή τό ξανάνιωμα τῆς ἄγονης μήτρας καί τήν ἱκανοποίηση τῆς λαχτάρας της νά κάνει παιδί. Διότι ἡ στείρωσή της δέν ἦταν βέβαια ἐπιτίμιο καί κατάρα τοῦ Θεοῦ —μήν πάει ἐκεῖ τό μυαλό σας— ἀλλά ἦταν προφητικό ἐξάγγελμα μεγάλου μυστηρίου.
Ἔχω τήν ἐντύπωση ὅτι, παρόλο πού ὁ Ζαχαρίας εἶχε παραδοθεῖ σέ πολλή προσευχή καί παρακαλοῦσε τόν Θεό νά λύσει τή στείρωση τῆς Ἐλισάβετ, δέν εἰσακούστηκε ἀμέσως ἀπό τόν Θεό, γιατί δέν ἦταν ἀκόμα ὁ κατάλληλος καιρός. Δέν εἶχε φτάσει ἀκόμα ἡ ἐποχή πού ὁ Χριστός θά σαρκωνόταν. Τότε μόνον νά ἐλπίζεις ὅτι θά ἀπόκτησεις παιδί, Ζαχαρία, ὅταν ἔρθει στή γῆ Αὐτός πού χρόνια προσδοκοῦν καί περιμένουνε τά ἔθνη. Τότε νά περιμένεις πώς ἡ Ἐλισάβετ θά πάψει νά εἶναι στείρα, ὅταν ἔρθει Αὐτός πού εἶναι ἡ ἐλπίδα τῆς οἰκουμένης. Ἐπειδή ὅμως ἦρθε πιά αὐτή ἡ ὥρα, δέξου μέ τήν προαγγελία τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ τῆς καρδιᾶς σου τό ποθούμενο. Σάν ἄλλος ἀετός ξαναπάρε τό νεανικό σου σφρίγος (Ψαλμ. 102, 5). «Γνώρισε, εἶπε ὁ ἄγγελος, τή σύζυγό σου. Γιατί ἔγινε δεκτή ἡ προσευχή σου καί ἡ γυναίκα σου Ἐλισάβετ, θά σοῦ γεννήσει ἕνα γιό καί θά τοῦ δώσεις τό ὄνομα Ἰωάννης». Φανέρωσε ἔτσι ὁ ἄγγελος καί τό ὄνομα πού θά ‘παιρνε τό παιδί, ὄνομα πού καί ἀπό τήν ἴδια τήν ἐτυμολογία του φανερώνει ὅτι τό παιδί θά ἦταν οὐρανόσταλτο.
ζ’.— Εἶπε δέ ὁ Ζαχαρίας στόν ἄγγελο —γιατί μιλάει μέ τόν ἄγγελο μέ θάρρος σάν ἴσος πρός ἴσο. «Πῶς θά βεβαιωθῶ γι’ αὐτό, ἀφοῦ ἐγώ εἶμαι γέροντας καί ἡ γυναίκα μου προχωρημένη στήν ἡλικία;» (Λουκ. 1, 18). Ἡ ἀπόδειξη πού χωρίς ἰδιαίτερη σκέψη ζήτησε, γιά τόν τρόπο πού θά γινόταν πατέρας, τοῦ προσάπτει ὡς ἱερέα τό ἁμάρτημα τῆς ἀπιστίας. Αὐτή ἡ ἐρώτηση ὅμως δέν προέρχεται ἀπό τήν ἀπιστία, ἀλλά ἀπό τήν ἀνάγκη ἐξακριβώσεως τῆς ἀλήθειας. Ἔπαθε ἔτσι καί ὁ Ζαχαρίας τό ἴδιο μέ τόν Ἀπόστολο Θωμᾶ. Γιατί δέν ἦταν δικαιολογημένο, προφήτης αὐτός καί γνώστης τῶν θείων πραγμάτων, νά ἀγνοεῖ ὅτι ὁ Θεός μπορεῖ νά ἀνακαινίσει τή φύση, νά ξανανιώσει τά γηρατειά, νά βγάλει ἀπό τό ἀδιέξοδο τόν ἄνθρωπο, νά βρεῖ λύσεις στά προβλήματα, ὅπως ἄλλωστε συνέβη μέ τόν Ἀβραάμ καί τή Σάρρα, μέ τήν Σωμανίτιδα καί μέ τόσες καί τόσες ἄλλες ἀνάλογες περιπτώσεις, πού ἔδειξε τή θαυματουργική Του δύναμη. Ἀλλ’ ὅμως ἐπειδή οἱ χαρούμενες ἀγγελίες, πού μηνύουν τήν πραγματοποίηση τῶν μεγάλων καί ἀσυνήθιστων προσδοκιῶν τῆς ψυχῆς, ὅταν ἀκουστοῦν ἀπροσδόκητα καί ξαφνικά φέρνουν συνήθως ταραχή, γι’ αὐτό καί τώρα ὁ Ζαχαρίας, ἐπειδή ταράχτηκε, τηρεῖ ἐπιφυλαχτική στάση. Καί αὐτό νομίζω ὅτι τό κάνει ὄχι ἐξαιτίας τῆς ἀπιστίας του, ἀλλά γιατί βιάζεται νά φτάσει στήν ἀναμφισβήτητη καί ἀδιάσειστη βεβαιότητα. Καί ἀμέσως σάν νά κυριεύτηκε ἀπό ἀφόρητη χαρά, φωνάζει πρός τόν ἄγγελο καί λέει: «Πῶς θά βεβαιωθῶ γι’ αὐτό  πού μοῦ λές»; Μήπως παραλογίζεσαι; Μή καί δέν βγοῦν ἀληθινά αὐτά πού μοῦ ἀναγγέλλεις; Δός μου ἐπίσημη διαβεβαίωση, δός μου χειροπιαστή ἀπόδειξη, ὅπως παλιότερα ἔδωσε ὁ Θεός στόν Ἀβραάμ τό σημεῖο τῆς περιτομῆς, βεβαιώνοντάς τον ἔτσι ὅτι θά γίνει πατέρας πολλῶν ἐθνῶν καί ὅτι θά γεννηθοῦν ἀπ’ τή γενιά του πολλοί βασιλεῖς. Καί ὅπως διαβεβαίωσε πρίν ἀπ’ αὐτόν τό Νῶε μέ τό σημεῖο τοῦ οὐράνιου τόξου, ὅτι δηλαδή δέν θά καταστρέψει μέ κατακλυσμό τή γῆ. Ἀκόμα ὅπως ἔκανε τή ράβδο τοῦ Μωυσῆ νά πάρει μορφή φιδιοῦ καί νά ξαναγίνει ἀμέσως πάλι ραβδί, γιά νά πιστέψουν μ’ αὐτόν τόν τρόπο οἱ Αἰγύπτιοι ὅτι τοῦ φανερώθηκε ὁ Θεός.
η’.— Καί ἀποκρίθηκε ὁ ἄγγελος καί τοῦ εἶπε: Νά τό σημεῖο πού ζητᾶς: Θά χάσεις τή λαλιά σου καί δέν θά μπορεῖς πιά νά βγάλεις λέξη, γιατί δέν πίστεψες στά λόγια μου —ἐννοεῖται βέβαια γιατί δέν πίστεψε ἁπλά καί ἀνεξέταστα— πού θά ἐκπληρωθοῦν ὅταν φτάσει ὁ κατάλληλος καιρός. Πῆρε λοιπόν τήν κατάλληλη γιά τήν περίσταση ἀπόδειξη, πού ζητοῦσε ὁ Ζαχαρίας, δηλαδή τή σιγή τῆς φωνῆς του, μιᾶς φωνῆς πού κάποτε θά σταματοῦσε γιά πάντα μπροστά στή ζωντανή καί σαρκωμένη φωνή, τόν Πρόδρομο πού θά γεννιόταν ἀπ’ αὐτόν. Καί ἐνῶ ἔμεινε μέ κλειστό στόμα συνέχισε νά ὑμνεῖ, μέ μυστική πιά φωνή τό Δωρητή τοῦ παιδιοῦ, πού ἔμελλε νά γεννηθεῖ. Ὅταν βγῆκε, λέει ὁ ἱερός εὐαγγελιστής, ἀπό τό ἱερό τοῦ Ναοῦ, «δέν μποροῦσε πιά νά μιλήσει. Καί ἀπ’ αὐτό κατάλαβαν οἱ ἄλλοι ὅτι εἶχε δεῖ κάποιο ὅραμα στό ἱερό, ἐνῶ ὁ ἴδιος προσπαθοῦσε νά ἐξηγήσει μέ νοήματα καί παρέμενε βουβός» (Λουκ. 1, 22). Ἔμεινε κωφάλαλος, πρῶτα-πρῶτα γιά νά μή δέχεται ἐρωτήσεις, γιατί ἀλλιῶς δέν θά μποροῦσε νά μήν πληροφορήσει τούς ἄλλους γιά τό ὅραμα. Ἔπειτα δέ ἐπειδή κατά κάποιο τρόπο εἶχε βγεῖ ἀπό τίς αἰσθήσεις του καί καθώς ἔμεινε κατάπληκτος καί ἐμβρόντητος ἀπό τό ὅραμα πού ἐξακολουθοῦσε νά τό ζεῖ τόσο βαθιά μέσα του, δέν μποροῦσε νά δώσει προσοχή στά κούφια λόγια τῶν ἄλλων. Ἡ σιωπή λοιπόν δέν εἶχε κανένα ἄλλο νόημα, παρά ἦταν μονάχα μιά προφητεία, πού προδήλωνε ὅτι θά γινόταν πατέρας προφήτη. Καί αὐτό ἦταν ἴσως καί σημεῖο τοῦ τέλους τῆς λατρείας τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ἀλλά καί σημεῖο τῆς ἀνατολῆς τῆς ἐποχῆς τῆς Χάρης, πού θά ἄρχιζε μέ τό γεγονός τῆς γεννήσεως τοῦ Ἰωάννη.
Προσπερνώντας ὅμως τά ἄλλα σημεῖα πού σχετίζονται μέ τό θέμα μας —γιατί δέν εἶναι οὔτε τῆς ἡμέρας, οὔτε τῆς δυνατότητάς μας— ἄς ἔρθουμε ἀμέσως σ’ αὐτό πού μᾶς ἐνδιαφέρει ἄμεσα.
θ’.— Καί συνέβη, ὅπως λέει ὁ ἱερός εὐαγγελιστής, τό ἑξῆς: «Μόλις ἄκουσε ἡ Ἐλισάβετ τό χαιρετισμό τῆς Μαρίας, σκίρτησε ἀπό χαρά μέσ’ τήν κοιλιά της τό βρέφος» (Λουκ. 1, 41).
Ὤ Ἰωάννη, μακαριστό βρέφος, ἀκοίμητο ἔμβρυο! Ἐνῶ ἀκόμα βρισκόσουν στήν κοιλιά τῆς μητέρας σου, πῶς ἔνιωσες τί γίνεται στόν κόσμο; Ἐνῶ ἀκόμα δέν εἶχες τελειωθεῖ πῶς παρουσιάζεσαι ὑπερτέλειος; Πῶς ἔξι μόλις μηνῶν ἔμβρυο, ἐκφράστηκες σάν σοφός γέροντας; Πῶς χωρίς ἀκόμα νά μπορεῖς νά διανοηθεῖς φάνηκες τόσο συνετός; Πῶς μίλησες μέ τόση εὐφράδεια, ἐνῶ ἀκόμα δέν μποροῦσες νά ἀρθρώσεις λέξη; Πές μας, πές μας λοιπόν, πῶς ἐνῶ βρισκόσουν ἀκόμη στή σκοτεινή χώρα τῶν μητρικῶν σπλάχνων, χωρίς νά βλέπεις, χωρίς ν’ ἀκοῦς, χωρίς νά ἔχεις ἀρθρώσει ἀκόμα μιά λέξη, χωρίς νά ἔχεις κάνει ἀκόμα οὔτε ἕνα βῆμα, χωρίς νά ἔχεις ἀκόμα σκάσει τό πρῶτο χαριτωμένο παιδικό χαμόγελο, πῶς βλέπεις τόσο καθαρά ὅσα δέν μποροῦν νά δοῦν οἱ ἄνθρωποι; Πῶς ἔχεις μιά τόσο σοφή γνώση; Πῶς θεολογεῖς; Πῶς σκιρτᾶς χαρούμενα; Γιατί χαίρεσαι τόσο πολύ; Ἀπάντησέ μας, ἀπάντησέ μας, πανθαύμαστε!
Μεγάλο, λέει, τό μυστήριο πού συντελεῖται καί δέν μπορεῖ νά τό συλλάβει νοῦς ἀνθρώπινος αὐτό πού διαδραματίζεται. Ἄν καί εἶμαι ἁπλός ἄνθρωπος ἐπιτελῶ παράδοξα πράγματα, γιά νά φανερώσω Ἐκεῖνον πού πρόκειται ὡς Θεάνθρωπος νά ὑπερβεῖ τούς ὅρους τῆς φύσης. Βλέπω μολονότι εἶμαι ἀκόμα ἔμβρυο, γιατί αἰσθάνομαι κοντά μου νά κυοφορεῖται ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης. Ἔχω τή δυνατότητα νά ἀκούω ἐπειδή γνωρίζω πολύ καλά τά πάντα καί ἐπειδή γεννιέμαι γιά νά εἶμαι ἡ φωνή τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Κράζω μέ ὅλη μου τή δύναμη, γιατί νιώθω νά σαρκώνεται ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Πατρός. Σκιρτάω, γιατί αἰσθάνομαι νά παίρνει ἀνθρώπινη μορφή ὁ Ποιητής ὅλης τῆς κτίσης. Χαίρομαι μέ ὅλη μου τήν ψυχή, γιατί λογίζομαι ὅτι σαρκώνεται ὁ Λυτρωτής τοῦ κόσμου. Σᾶς ἀναγγέλλω τήν ὥρα πού ὁ Θεός ἔρχεται σάν ἄνθρωπος στόν κόσμο. Τρέχω μπροστά, πρίν φτάσει Ἐκεῖνος ἀνάμεσά σας, σάν κορυφαῖος τοῦ δοξολογικοῦ χοροῦ σας καί σάν τόν Δαυίδ λοιπόν σᾶς παραγγέλλω προφητικά: Ἀρχίστε τό τραγούδι, πάρτε καλόηχο τύμπανο, ψαλτήρι καί κιθάρα. Τραγουδῆστε, ψάλτε γι’ Αὐτόν, ὑμνεῖστε ὅλο του τό μεγαλεῖο πού βρίσκεται σέ ὅσα θαυμάσια ἐπιτελεῖ.
Γ.— Ἄρα λοιπόν Ἰωάννη, σηκώθηκες πάνω ἀπ’ τά ἐπίγεια καί ἀξιώθηκες νά ἀντικρύσεις τά οὐράνια; Ξεπέρασες καί αὐτές τίς ἀγγελικές δυνάμεις πού ὑπῆρχαν πρίν ἀπό τή δημιουργία τοῦ ὁρατοῦ κόσμου; Πῶς λοιπόν τιμήθηκες μέ τό ἀξίωμα τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων, ἐνῶ δέν πλάστηκες ἄγγελος; Καί πῶς ἀγέννητος ἀκόμα, μᾶς ἐμήνυσες καί μᾶς προανάγγειλες μέ ἄμεση θεϊκή ἔμπνευση ἐκεῖνο πού καί γιά τούς ἀγγέλους ἀκόμα ἦταν ἄγνωστο καί ἀδίδακτο;
Δέν προσπάθησα ν’ ἀνέβω σέ φανταστικά ὕψη. Οὔτε περπάτησα πάνω στά σύννεφα, οὔτε ξεπέρασα τούς οὐρανούς, οὔτε ἀνέβηκα πιό ψηλά ἀπό τίς τάξεις τῶν φλογερῶν καί ἀσώματων ἀγγέλων. Κανένας ἄς μή φανταστεῖ κάτι τέτοιο. Ἀλλά μάθετε ὅτι Αὐτός πού βρίσκεται πάνω ἀπ’ ὅλα καί μένει στούς Πατρικούς κόλπους μαζί μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, χωρίς νά χωριστεῖ ἀπό τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα διέφυγε τήν προσοχή —καί αὐτῶν ἀκόμα τῶν πύρινων λειτουργῶν του— καί εἰσῆλθε στή μήτρα τῆς «ἀειπαρθένου» Μαρίας, σάν σέ ἄλλο οὐρανό. Αὐτός λοιπόν, μοῦ φανερώθηκε καί μέ μύησε σ’ αὐτά τά θεϊκά μυστήρια. Εἶμαι λοιπόν κήρυκας τοῦ βρέφους. Διαλαλῶ ὅτι «γεννήθηκε παιδί γιά χάρη μας καί μᾶς δόθηκε σάν δῶρο Αὐτός πού εἶναι ὁ προαιώνιος Θεός», ὅπως λέει καί ὁ μεγάλος προφήτης Ἡσαΐας (Ἡσ. 9, 6). Γεννήθηκα ἀπό μήτρα στείρα, γιατί πρόκειται νά γεννηθεῖ παιδί ἀπό μάνα παρθένο. Πόσο ὑπερφυσικά πράγματα, πόσο παράδοξα θαύματα εἶναι αὐτά, πού χαρούμενα μᾶς μηνύει σήμερα τό ἀγέννητο ἀκόμα βρέφος! Πόσο πρωτοφανῆ μηνύματα θεολογώντας μᾶς προανάγγειλε ὁ γιός τῆς Ἐλισάβετ;
Σκίρτησε ἀπό χαρά λοιπόν ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη, ψάλλε καί ὕμνησε Ἐκκλησία, τά προεόρτια πανηγυρίζοντας, πρίν ἀπό τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τά γενέθλια τοῦ Ἰωάννη. Γέμισε ἀπό χαρά ὁλόκληρη ἡ κτίση, καθώς δέχεσαι τό μαντατοφόρο τῆς Σαρκώσεως τοῦ βασιλιά τῶν πάντων.
ια’.— Μακαριστέ Ἰωάννη, πού εἶσαι μεγαλύτερος ἀκόμα καί ἀπό τούς πιό ἔνδοξους προφῆτες, ὁ πιό ἐπιφανής ἀπό τούς ἀποστόλους, ὁ πιό ἀξιοτίμητος ἀπ’ ὅλους τούς μεγαλομάρτυρες, ὁ κοσμημένος μέ θεία κάλλη ἀρχηγός τῶν ἐρημιτῶν, ὁ ἀγαπημένος φίλος τοῦ πάγκαλου Νυμφίου, τό ἑτοιμασμένο λυχνάρι πού λάμπει τό φῶς ἐκεῖνο, πού μέ λόγια δέν μπορεῖ νά περιγραφεῖ, ὁ ἔμπιστος κήρυκας τοῦ ἄμωμου Ἀμνοῦ, ὁ προσεκτικός ἀκροατής τῆς πατρικῆς φωνῆς, ὁ φημισμένος Βαπτιστής τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἀτρόμητος ἔλεγχος τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἡρώδη, ὁ προάγγελος τῆς ζωῆς γιά ὅσους βρίσκονταν στόν Ἅδη, ἡ σάλπιγγα πού σημαίνει τά θεϊκά προστάγματα στήν οἰκουμένη, μίλησέ μας καί τώρα ἀπό τόν οὐρανό, μέ τίς ἱερές πρεσβεῖες σου καί τίς εὐχές τοῦ μακαριστοῦ πνευματικοῦ πατέρα μου καί δεῖξε τήν εὐμένειά σου στό λαό καί στό μικρό σου ποίμνιο πού σέ ὑμνεῖ, συγχωρώντας ταυτόχρονα τό τολμηρό ἐπιχείρημα ἑνός φτωχοῦ, πού στό προσφέρει ὄχι σάν δῶρο, ἀλλά σάν ταπεινό χρέος καί φόρο πού ὀφείλεται ἀπό τιποτένιο δοῦλο, πού προσφέρεται ὅμως μέ πόθο ψυχῆς.
Στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό πρέπει ἡ δόξα, ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση, καθώς καί στόν Παντοκράτορα Πατέρα καί στό Πανάγιο Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Ἀπό τό βιβλίο: «Θεϊκό Λυχνάρι, ὁ Τίμιος Πρόδρομος»
Ἐκδόσεις ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ
Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Καρέα
imaik