Όταν ο Κύριος πάνω στον Σταυρό παρέδωσε την φροντίδα της Μητέρας Του, στον ηγαπημένο μαθητή και επιστήθιο Ιωάννη, ήταν σαν να μας κατέλιπε, σε μας στην εκκλησία, την φροντίδα και την στοργή της μάνας Του.Ήταν σαν να μας άφηνε παρακαταθήκη και παραγγελία παρηγοριάς προς Αυτήν , πού δίστομος ρομφαία καταξέσκισε την μητρική της καρδιά, όταν είδε τον Γιό της σταυρωμένο και νεκρό. Όμως αυτή η ελάχιστη στοργή και αγάπη πού δείξαμε ως άνθρωποι αδύναμοι και εγκόσμιοι στην μεγάλη και κοινή μητέρα, αυτή η λατρευτική σχεδον απόδοση τιμής στο αγνότατο πρόσωπο της, μετηλλάχθη σε στοργή άπειρη, σε αγάπη ουράνια, σε λατρεία και αφοσίωση ως προς μητρός προς τα τέκνα, από την Παναγία Θεοτόκο προς εμάς τους ολίγιστους. Εμείς την βάλαμε στο μέσον της Εκκλησίας, εκεί ψηλά στην κόγχη του ιερού, να ενώνει γή και ουρανό και αυτή μας έβαλε μέσα στην ποδιά της, στην πανάγια σκέπη της. Και η φροντίδα η δική μας, έγινε φροντίδα δική της και αυτή πού ονομάσαμε πρώτη αδελφή και μάνα μας, έγινε η Μεγάλη μας Μητέρα, η ουράνια σκέπη, η πηγή κάθε στοργής και μέριμνας, η ακαταμάχητη προστασία και η θερμότερη μεσιτεία για όλους, από αμαρτωλού εβδελυγμένου έως αγίου, προς τον Υιο της.
Πέμπτη, Ιουλίου 08, 2021
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ
Λίγο μετά την έκδοση των διαταγμάτων του διωγμού κατά των χριστιανών (303), ο Διοκλητιανός μετέβη, καθώς λένε, στην Αίγυπτο για να καταστείλει τη στάση που προκάλεσε ο σφετεριστής Αχίλλειος. Μετά τη νίκη του και τη στερέωση της εξουσίας του, μετέβη στην Αντιόχεια, όπου η πλειονότητα των κατοίκων είχε αποστραφεί τη λατρεία των ειδώλων για να στραφεί στον Χριστό, τον μόνο αληθινό Θεό και Σωτήρα. Προσέφερε θυσία στον ναό του Απόλλωνος στη Δάφνη και έπειτα επέστρεψε στην πόλη για να δεχθεί τις τιμές των προκρίτων. Μία ειδωλολάτρισσα ευγενικής καταγωγής από την Ιερουσαλήμ, η Θεοδοσία, χήρα ενός χριστιανού ονόματι Χριστοφόρου, ήλθε να παρουσιάσει στον αυτοκράτορα τον γιο της, τον Νεανία, φέρνοντας ως δώρο άφθονο χρυσό και ασήμι και παρακάλεσε τον ηγεμόνα να δεχθεί στην υπηρεσία του τον νέο. Ο Νεανίας κίνησε αμέσως τη συμπάθεια στον Διοκλητιανό και πολύ σύντομα έλαβε τον τίτλο του δούκα της Αλεξανδρείας, με αποστολή τη δίωξη των χριστιανών και τη θανάτωση εκείνων που δεν θα υπάκουαν στα αυτοκρατορικά διατάγματα.
Ο Νεανίας πήρε τον δρόμο για την Αλεξάνδρεια επικεφαλής δύο κοοριτών υπό τη διοίκηση δύο τριβούνων, του Νικόστρατου και του Αντίοχου. Σταμάτησαν στην Απάμεια της Συρίας, απ’ όπου ξεκίνησαν πάλι τη νύχτα για να αποφύγουν τον καυτό ήλιο. Θα είχαν διανύσει περίπου πενήντα χιλιόμετρα, όταν αίφνης μια αστραπή έσχισε τον ουρανό και μια φωνή ακούστηκε: «Πού πηγαίνεις, Νεανία; Και ενάντια σε Ποιον ξεκίνησες να κάνεις πόλεμο;». Τον προειδοποίησε δε, ότι ο διωγμός που ετοιμαζόταν να εξαπολύσει εναντίον των χριστιανών θα οδηγούσε στον θάνατό του και στην αιώνια κόλαση. Ωθούμενος από την καλή διάθεση της συνείδησής του, ο Νεανίας αποκρίθηκε στην φωνή αυτή αποκαλώντας την «Κύριε». Τότε έλαμψε στον ουρανό ένας κρυστάλλινος Σταυρός και από αυτόν βγήκε φωνή λέγουσα: «Εγώ είμαι ο Ιησούς ο Εσταυρωμένος, ο Υιός του Θεού». Ο Νεανίας δέχθηκε τότε όλο το Μυστήριο της ενσάρκου Οικονομίας και ο Χριστός πρόσθεσε: «Αφού Με είδες, θα γίνεις σκεύος εκλογής. Με το σημείο αυτό θα νικήσεις όλους τους αντιπάλους σου. Η ειρήνη Μου ας είναι μαζί σου!». Μόλις χάθηκε η οπτασία, ο Νεανίας έσπευσε στη Σκυθόπολη, όπου έβαλε έναν Εβραίο χρυσοχόο να του φτιάξει έναν ασημένιο Σταυρό σύμφωνα με το πρότυπο εκείνου που του είχε φανερωθεί. Μόλις δε τελείωσε ο Σταυρός, φάνηκαν τυπωμένες σε αυτό τρεις εικόνες με εβραϊκές επιγραφές. Στο επάνω μέρος ήταν γραμμένο «Εμμανουήλ», στη μία πλευρά «Μιχαήλ» και στην άλλη «Γαβριήλ». Ασπάσθηκε ευλαβικά τον Σταυρό και τις αχειροποίητες αυτές εικόνες [1] και επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ.
Συμμορίες Βεδουίνων κούρσευαν κάθε χρόνο τις πόλεις της περιοχής και αρπάζανε νέες κοπέλες ευγενικής καταγωγής για να τις κάνουν στανικά γυναίκες τους. Τη χρονιά εκείνη, επειδή κρεμόταν πάλι η απειλή πάνω από την Ιερουσαλήμ, οι πρόκριτοι ήλθαν να παρακαλέσουν τον Νεανία να τους υπερασπισθεί με τα στρατεύματά του. Ο άγιος άδραξε τον Σταυρό που κρατούσε κρυμμένο και ρίχθηκε στη μάχη επικαλούμενος το σωτήριο Όνομα του Χριστού. Πάνω από έξι χιλιάδες Αγαρηνοί έπεσαν νεκροί χωρίς να πληγωθεί ούτε ένας από τους στρατιώτες του. Επιστρέφοντας στην πόλη, ανήγγειλε την είδηση της νίκης του στη μητέρα του, η οποία, όντας φανατική ειδωλολάτρισσα, την απέδωσε στην προστασία των θεών και τον κάλεσε να προσφέρει ευχαριστήρια θυσία προς τιμήν τους. Ο άγιος τής αποκρίθηκε ότι τη νίκη αυτή τη χρωστούσε στη δύναμη του Χριστού· και φέρνοντας τη μητέρα του στο δωμάτιο όπου βρίσκονταν τα οικογενειακά είδωλα, τα έκανε κομμάτια. Ξεχνώντας κάθε μητρικό αίσθημα και κυριευμένη από οργή η Θεοδοσία, πήγε και κατέδωσε τον γιο της στον αυτοκράτορα Διοκλητιανό, ο οποίος ανέθεσε στον διοικητή της Καισάρειας της Παλαιστίνης, Ουλκίωνα (ή Ούλκιο), να διενεργήσει έρευνα. Ο Νεανίας έσκισε μπροστά στον διοικητή την αυτοκρατορική επιστολή, δηλώνοντας ότι ήταν γι’ αυτόν προτιμότερο να προσφέρει τον εαυτό του θυσία για τον Χριστό παρά να προσφέρει άλογη λατρεία στους ψευδείς θεούς· και βγάζοντας τη ζώνη του την πέταξε με περιφρόνηση στο πρόσωπό του. Ο Ουλκίων πρόσταξε να τον αλυσοδέσουν και να τον μεταφέρουν στην Καισάρεια, τη μητρόπολη της Παλαιστίνης, για να μαστιγωθεί μπροστά στον λαό. Βλέποντας κάποιους από τους παρευρισκομένους να κλαίνε στο θέαμα των βασανιστηρίων του, ο γενναίος αθλητής φώναξε: «Μην κλαίτε για μένα, αλλά για την απώλεια της ψυχής σας. Ποιο το όφελος, αν το σώμα μας βρει την ανάπαυση στη ζωή αυτή και η ψυχή μας την αιώνια κόλαση; Όσο για μένα, χαίρομαι όπως ο γεωργός που ρίχνει τον σπόρο περιμένοντας τη μελλοντική ανταμοιβή». Αφού βασανίστηκε όλη την ημέρα, ρίχθηκε στη φυλακή μισοπεθαμένος και λουσμένος στο αίμα του. Τότε εμφανίσθηκε ο Χριστός μέσα σε δόξα, μέσα σε αγγελικό χορό, έλυσε τα δεσμά του και του είπε: «Στο εξής θα ονομάζεσαι Προκόπιος, γιατί θα προκόψεις στην αρετή μέχρι να βρεις την τελείωση του μαρτυρίου και θα προσφέρεις πλήθος ψυχών στον Θεό» [2]. Ο Κύριος γιάτρεψε όλες τις πληγές του και με την οπτασία αυτή μετέδωσε σ’ αυτόν ανδρεία και τόλμη, ώστε ο Προκόπιος ήταν έτοιμος στο εξής να υπομείνει όλες τις δοκιμασίες στις οποίες τον υπέβαλλαν οι υπηρέτες των δαιμόνων, για να κάνει στο τέλος να διατρανωθεί και να θριαμβεύσει η Αλήθεια.
Λίγο αργότερα ήλθαν οι φύλακες να τον βγάλουν από το δεσμωτήριο και παρουσιάσθηκε μπροστά στον διοικητή με πρόσωπο που έλαμπε σαν ήλιος και με το σώμα άθικτο σαν άσπιλο σεντόνι. Ο Ουλκίων απέδωσε πλανερά το θαύμα τούτο στην εύνοια και προστασία των θεών και τότε ο Προκόπιος, προς έκπληξη του ηγεμόνα, πρότεινε να μεταβούν στον ναό για να προσφέρει θυσία. Περιχαρείς για τη νίκη τους, οι ειδωλολάτρες γέμισαν τους δρόμους με λευκά ενδύματα και κήρυκες σύναξαν όλο τον λαό. Φθάνοντας μπροστά στον ναό, ο άγιος ζήτησε να εισέλθει μόνος του για να προσευχηθεί. Κλείνοντας πίσω τις πόρτες, ο Προκόπιος ανέπεμψε φλογερή προσευχή στον Χριστό και, μόλις έκανε το σημείο του Σταυρού, ευθύς τριάντα έξι αγάλματα συνετρίβησαν και έλιωσαν. Μπροστά στο παράδοξο αυτό, οι δύο τριβούνοι, ο Νικόστρατος και ο Αντίοχος, όπως και άλλοι στρατιώτες του [3], ομολόγησαν τον αληθινό Θεό. Από τον φόβο της στάσης ο διοικητής δεν τόλμησε να τους τιμωρήσει αμέσως, έτσι ήλθαν να βρουν τη νύχτα τον άγιο στη φυλακή για να του ζητήσουν να τους εντάξει στην άφθαρτη στρατιά του Βασιλέα των Ουρανών. Ο Προκόπιος τούς εμπιστεύθηκε στον δεσμοφύλακα Τέρτιο, που ήταν φίλος του και τον παρηγορούσε στις δοκιμασίες του, για να τους οδηγήσει κατόπιν στον επίσκοπο Λεόντιο, ο οποίος και τους βάπτισε. Λίγο αργότερα, με προσταγή του Ουκλίωνος, οι νεόφυτοι αποκεφαλίσθηκαν μπροστά στα μάτια του αγίου Προκοπίου, ενώ ένας αξιοσέβαστος άνθρωπος της πόλης, ο Ευλάλιος, ενταφίασε τα σώματά τους.
Δώδεκα γυναίκες συγκλητικές, που είχαν πιστέψει στον Χριστό μπροστά στα θαυμαστά που ενήργησε ο άγιος Μάρτυρας, συνελήφθηκαν και ρίχθηκαν στην ίδια φυλακή. Ο άγιος Προκόπιος τις κατήχησε όλη την νύκτα στο μυστήριο της Σωτηρίας και τις παρότρυνε να μη φοβηθούν διόλου τα παροδικά μαρτύρια που θα τις λυτρώσουν από την κόλαση και θα τις κάνουν αθάνατες. Το πρωί οδηγήθηκαν μπροστά στον τύραννο στο αμφιθέατρο και πιέσθηκαν να θυσιάσουν. Βλέποντας την υπερφυσική εγκαρτέρηση των αγίων αυτών μαρτύρων στα βασανιστήρια, η Θεοδοσία, η μητέρα του αγίου, κινούμενη από τη θεία Χάρη και αποτασσόμενη κάθε δόξα και κάθε μέριμνα του κόσμου τούτου, φώναξε: «Είμαι κι εγώ δούλη του Εσταυρωμένου!». Την έριξαν στη φυλακή και εκεί φρόντιζε τις πληγές των δώδεκα μαρτύρων, ενώ προπαρασκευάστηκε για το άγιο Βάπτισμα από τον γιο της, που την προέτρεψε στο μαρτύριο, λέγοντας: «Έλα μαζί μας, για να δεις τον αόρατο Θεό στον ουρανό με μάτια αθάνατα!». Αφού βαπτίσθηκε από τον επίσκοπο Λεόντιο, εισήλθε κι αυτή με ζήλο στον χορό των δώδεκα μαρτύρων. Μετά από νέα ακρόαση στο δικαστήριο, κατά την οποία η Θεοδοσία ομολόγησε με φλόγα την Πίστη, υποβλήθηκαν όλες σε βασανιστήρια: τις έσπασαν τα σαγόνια, ξερίζωσαν τους μαστούς και με πυρακτωμένες σιδερένιες σφαίρες έκαψαν τις μασχάλες τους. Παρέμειναν όμως όλες ακλόνητες και ο διοικητής πρόσταξε να τις δέσουν όλες μαζί και να τις αποκεφαλίσουν.
Λίγες μέρες αργότερα, ο άγιος Προκόπιος ανακρίθηκε εκ νέου και, ενώ υποβαλλόταν σε μαρτύρια, θεράπευσε ένα κοριτσάκι που βασανιζόταν από τον δαίμονα. Παρέμεινε στις δοκιμασίες ακλόνητος σαν θαλασσόπληκτος βράχος, σε σημείο που ο Ουλκίων συντετριμμένος από την αποτυχία του προσβλήθηκε από βίαιο πυρετό και εξέπνευσε.
Στη θέση του διορίσθηκε ένας άλλος διοικητής, ο Φλαβιανός, το ίδιο θηριώδης απέναντι στους χριστιανούς. Κάλεσε αμέσως τον άγιο Προκόπιο, ο οποίος προέβη σε μια λαμπρή απολογία της χριστιανικής Πίστεως, αποδεικνύοντας ότι ακόμη και οι αρχαίοι σοφοί είχαν διαισθανθεί τον μόνο αληθινό Θεό [4]. Έξαλλος ο Φλαβιανός, διέταξε έναν στρατιώτη, τον Αρχέλαο, να αποκεφαλίσει τον άγιο· μόλις όμως αυτός ύψωσε το ξίφος, παρέλυσε το χέρι του και ξεψύχησε.
Έξι ημέρες αργότερα, ο άγιος παρουσιάσθηκε πάλι στο δικαστήριο. Κατηγορούμενος για μαγεία, προσφέρθηκε με τη θέλησή του στο μαρτύριο και, ενώ τον κτυπούσαν, συνέχιζε να εμπαίζει τον ανίσχυρο δικαστή. Αφού τον έδειραν με βούνευρα και έκαψαν το σώμα του με αναμμένα κάρβουνα, ο Φλαβιανός διέταξε να βάλουν στο χέρι του κάρβουνα με λιβάνι πάνω από έναν ειδωλολατρικό βωμό με σκοπό να καεί και από τον αφόρητο πόνο να ρίξει το λιβάνι μέσα στον βωμό εν είδει αναγκαστικής θυσίας. Ο άγιος όμως, προσηλώνοντας όλη την έφεση και τη θέλησή του προς τον Θεό, κράτησε ακίνητο το χέρι του για δύο ολόκληρες ώρες, έως ότου αυτό κατακάηκε ολόκληρο!
Ο Φλαβιανός θαύμασε την υπερφυσική αυτή εγκαρτέρηση, αλλά έχοντας τελείως πωρωμένη τη λίθινη καρδιά του, όπως άλλοτε ο σκληροτράχηλος Φαραώ στην Αίγυπτο, παρέδωσε τον Προκόπιο σε νέα βασανιστήρια. Αφού τον κρέμασαν με τα χέρια του τεντωμένα από δύο βαριές πέτρες, τον έριξαν σε αναμμένη κάμινο. Οι στρατιώτες που βρίσκονταν εκεί κοντά κάηκαν, αλλά ο άγιος παρέμεινε αβλαβής σαν τους Τρεις Παίδες στη Βαβυλώνα. Ο Φλαβιανός τότε τον καταδίκασε σε θάνατο. Φθάνοντας στον τόπο της θανάτωσης ο Προκόπιος στράφηκε προς την ανατολή και μεσίτευσε για την πόλη, ώστε να στείλει ο Θεός το φως της γνώσεως στους κατοίκους της, να θεραπεύσει τους ασθενείς της, να έρθει αρωγός στους ανήμπορους και να χορηγήσει τη Χάρη Του σε όλους εκείνους που θα τιμούν με πίστη τη μνήμη του. Μια ουράνια φωνή επιβεβαίωσε ότι όντως η Προσευχή του εισακούσθηκε και τότε ο άγιος έσκυψε γαλήνια τον αυχένα κάτω από το ξίφος για να λάβει έτσι τον αμάραντο στέφανο του σεπτού μαρτυρίου [5].
- Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ -
[1] Το επεισόδιο τούτο χρησιμοποιήθηκε από τους Πατέρες της Δευτέρας Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας, δηλ. της Ζ΄ Οικ. Συνόδου (787), ως επιχείρημα υπέρ της τιμής των ιερών εικόνων.
[2] Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο Χριστός τον βάπτισε και τον κοινώνησε.
[3] Σύμφωνα με ορισμένες εκδοχές οι στρατιώτες ήσαν 1.500.
[4] Παραλλαγές του «Μαρτυρίου» του αγίου αναφέρουν το παράθεμα από την «Ιλιάδα» (Β, 203), η οποία βρισκόταν στην αρχική αφήγηση του Ευσεβίου Καισαρείας (βλ. 22 Νοεμ.).
[5] Τα λείψανα του αγίου Μεγαλομάρτυρος Προκοπίου βρίσκονται από το 1386 στην πόλη Prokuplje της Σερβίας. Να επισημανθεί ότι ο άγιος Προκόπιος που εορτάζεται στις 8 Ιουλίου πρέπει πιθανώς να ταυτισθεί με τον ομώνυμο άγιο που μνημονεύεται στις 22 Νοεμβρίου και που αναφέρεται από τον Ευσέβιο Καισαρείας ως «πρωτομάρτυς» της Παλαιστίνης. Η παρούσα μνήμη του αγίου εμφαίνει τη μεταγενέστερη παράδοση που διεύρυνε σε σημαντικό βαθμό την αφήγηση του μαρτυρίου του.
※
«Νέος Συναξαριστής
της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Τόμ. 11ος (Ιούλιος),
Εκδόσεις «Ίνδικτος».
ΜΙΚΡΟ ΩΡΟΛΟΓΙΟ
Σάββατο, Ιουλίου 03, 2021
Κυριακή Β’ Ματθαίου: Λόγος εις το “Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων” (Όσιος Βασίλειος, Επίσκοπος Σελευκείας)
+Bασιλείου Επισκόπου Σελευκείας
O πάνσοφος ιατρός και βασιλεύς, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, βλέποντας την Οικουμένη να νοσεί από το πάθος της ασεβείας και να φλεγμαίνει από τις κοσμικές απάτες που την οδήγησαν στην ειδωλομανία, δεν ρίπτει πύρινη βροχή, ούτε ωθεί τη θάλασσα να εκστρατεύσει κατά της ξηράς, ούτε εξοπλίζει κατά της ασεβείας τη βία των στοιχείων της φύσεως, αλλά πείθει με θαύματα, προσελκύει με ευεργεσίες, και με ουράνιους λόγους μεταπλάθει τα φλεγμονώδη πάθη της ψυχής. Ήδη δε επιλέγει και μερικούς ευτελείς μαθητάς και εμπιστεύεται στα χέρια και στις γλώσσες τους την ιατρεία της Οικουμένης.
«Περιπατών» λέγει «παρά την θάλασσαν της Γαλιλαίας είδε δύο αδελφούς, Σίμωνα τον λεγόμενον Πέτρον και Ανδρέαν τον αδελφόν αυτού, βάλλοντας αμφίβληστρον (δίκτυ) εις την θάλασσαν. Ήσαν γαρ αλιείς. Και λέγει αυτοίς. Δεύτε οπίσω μου και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων. Οι δε ευθέως αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ». Ω της αληθώς μεγάλης βουλής και της αθανάτου σοφίας! Θέλοντας να διδάξει τους ανθρώπους πράγματα παράδοξα και δόγμα νέον και πολιτείαν ουράνιον, και αναζητώντας εκείνους που θα υπηρετήσουν ένα τέτοιο δόγμα, παρέβλεψε πόλεις, διέγραψε δήμους, δεν εζήτησε τη βοήθεια κάποιας βασιλείας, περιφρόνησε τη δύναμη του πλούτου, εμίσησε την ισχύ των ρητόρων, δεν εστήριξε την ελπίδα του σε γλώσσες φιλοσόφων. Παρέτρεξε έθνη και δεν υπελόγισε ούτε σε στρατιωτική προπαρασκευή ούτε σε ικανότητα χειρών ούτε σε ταχύτητα ποδών. Και γιατί απαριθμώ τα ανθρώπινα πλεονεκτήματα; Αφήνοντας τις τάξεις των αγγέλων να παραμένουν στην ησυχία, περιήρχετο λιμένες και ποταμούς, ακρογιαλιές και εργαστήρια, θέλοντας να δανεισθεί από αυτά τους υπηρέτες των δογμάτων. Και παρουσιαζόμενος ενώπιόν τους παρακαλούσε λέγοντας: «Δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων». Εσάς, λέγει, ήλθα να θηρεύσω. Αλιείς επιζητώ και όχι βασιλείς. Ναύτες προτρέπω, όχι δυνάστες. Παύσετε να αγωνίζεσθε κατά της αψύχου θαλάσσης. Μεταφέρετε για χάρη μου την αλιευτική τέχνη στην ξηρά. Εδώ υπάρχει πέλαγος ασεβείας. Σ’ αυτό απλώστε προς χάριν μου τα δίκτυα σας και θηρεύσετε την ευσέβεια. «Δεύτε οπίσω μου» μαθηταί ιδικοί μου και καθηγηταί της Οικουμένης. Χρησιμοποιήστε την τέχνη σας για αλιεία ουράνια. Θάλασσα ειδωλολατρίας απλώνεται παντού, από νέφος πολυθεΐας καλύπτεται η κτίσις. Βυθός ασεβείας έχει κατακλύσει τα πάντα. Πνίγονται άνθρωποι κάτω από τα δαιμονικά κύματα. Πλήρης ο κόσμος από τη δυσωδία των αιμάτων, μολύνεται από τις ζωές που θυσιάζονται. Σε αλιείς θα αναθέσω τη θεραπεία τους, την ιδική σας τέχνη επιζητεί το πάθος τούτο. Ας χρησιμοποιήσουμε σωτήριο φάρμακο για την κτίση που κινδυνεύει.
«Δεύτε οπίσω μου. Οι δε, αφέντες τα δίκτυα ηκολούθησαν αυτώ». Συντρέχει από τον πόθο του Δεσπότου ο χορός των μαθητών. Δεν εθεώρησε ως φαντασία την κλήση, ούτε το μέγεθος της υποσχέσεως τους στέρησε τις ελπίδες, ούτε τους ανάγκασε να εκστομίσουν παρόμοια λόγια προς τον Δεσπότη: Γιατί μας χλευάζεις άνθρωπε, βλέποντάς μας να παλεύουμε με τα κύματα; Γιατί εμπαίζεις τον κόπο μας με λόγια άξια γέλωτος; Μας βλέπεις να ταλαιπωρούμεθα με τη θάλασσα, και ενώ η τέχνη κηρύττει την ευτέλεια, εσύ λέγεις «Δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων»; Ποίον πλούτον επικαλούμενοι, ειπέ μας, θα ελκύσουμε τους ακροατάς; Μήπως θα τους δείξουμε τα σχισμένα δίκτυα και θα συλλάβουμε σαν θηράματα τους λαούς; Ποίαν ρητορικήν ικανότητα χρησιμοποιώντας θα σαγηνεύσουμε με την καλλιέπεια του λόγου τις ακοές; Ή μήπως με ναυτικές εκφράσεις θα αιχμαλωτίσουμε τις ψυχές των βασιλέων; Ιχθείς εμάθαμε να αλιεύουμε, όχι ανθρώπους.
Τίποτε από αυτά δεν είπαν, ούτε εσκέφθησαν, αλλά πραγματικά, αφού τους διαπέρασε ο λόγος σαν άγκιστρο, ακολούθησαν τον Δεσπότη που τους ωμιλούσε και εδιδάσκοντο μυστικώς τον τρόπο της αλιείας. Να αγρεύουν μάθαιναν, και εκείνα που επρόκειτο να πράξουν, τα υπέμειναν πρώτα εμπράκτως. Έλεγε: «Δεύτε», και καλούμενοι ακολουθούσαν. Ω! η έμπρακτος απόδειξις των λόγων! «Δεύτε», εγώ παρασκευάζω το δόλωμα με τα δικά σας λόγια. Εγώ θα επιστρέψω πόλεις και λαούς με τις φωνές τις δικές σας, σεις είσθε η απαρχή της αλιείας μου. Σας καλλιεργώ χρησιμοποιώντας προς τούτο εσάς τους ίδιους. Μου ήταν δυνατόν να χρησιμοποιήσω βασιλείς ως υπηρέτες. Μου ήταν δυνατόν να προσελκύσω γλώσσες ρητόρων για να υπηρετήσουν το δόγμα μου. Ημπορούσα να εμπιστευθώ στα αγγελικά τάγματα το κήρυγμα. Αλλά τότε η σπουδαιότης των υπηρετών θα αποσπούσε από εμένα τη δοξολογία. Διότι η δύναμις του υπηρετούντος υποκλέπτει τη δόξα του ενεργούντος. Δεν δέχομαι να υπηρετηθώ από τον πλούτο, μήπως συνεργαζόμενος νοθεύσει το θαύμα. Εσάς ευρίσκω έμπιστους φύλακες των θαυμάτων μου. Διότι από όποιους δεν διαθέτουν κανένα ανθρώπινο πλεονέκτημα, από εκείνους διαφυλάττεται ακεραία η δύναμις της Θεότητος. Έτσι θαυμάζεται και ο στρατιώτης, όταν επιτύχει κάποιο ανδραγάθημα με όπλα ευτελή. Η αρετή θέλει να διαμοιράζεται τη δόξα του κατορθώματος με εκείνον που το κατόρθωσε.
Ας αναχαιτισθούν τα λόγια της απιστίας, ας φραγεί η γλώσσα, δεν χωρεί συκοφαντία. Ας μη λέγει κάποιος ασεβής, όταν βλέπει πόλεις και χώρες να αυτομολούν σύσσωμες προς το κήρυγμα: πώς δεν θα έπειθε ο Χριστός, αφού προέβαλε τους σοφιστάς ως κήρυκες; Εφόβισε με όπλα και υπέταξε ψυχές. Δεικνύοντας χρήματα δελέασε οφθαλμούς. Με τον φόβο κυρίευσε τη γνώμη. με πλήθη έφερε τα πλήθη με το μέρος του.
Σεις όμως, απογυμνωμένοι από όλα αυτά, απογυμνώστε από κάθε πρόφαση τους συκοφάντες. «Δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων». Γίνετε μετά την θάλασσα αλιείς της ξηράς, ας περιβληθεί με δίκτυα η γη. Από τώρα θα είσθε αλιείς ανθρώπων. Επειδή οι άνθρωποι επινόησαν τους αλληλοσπαραγμούς κατά το παράδειγμα των ιχθύων, ας συλληφθούν από τα μεγάλα σας δίκτυα, ας υποστούν ό,τι και οι ιχθείς για να σωθούν.
Αμέσως σαν να διαπέρασε άγκιστρο τις ακοές τους, ηκολούθησαν προθύμως αυτόν που αναζητεί ελεύθερα θύματα. Και χαιρετώντας τα δίκτυα απαρνήθηκαν τη θάλασσα και ακολούθησαν τα νεύματα του Σωτήρος. Έτσι λοιπόν, αφού προμηθεύθηκαν τα δίκτυα του Δεσπότου και έγιναν μαθηταί της παραδοξοτάτης αλιείας, όταν ο Κύριος ανελήφθη εις τους ουρανούς, οι μαθηταί αλίευαν με τα δίκτυα της χάριτος τα γένη των ανθρώπων. Και χρησιμοποιώντας τη νέα τέχνη σε συγκεντρώσεις Ιουδαίων, συνέλαβαν αμέσως τρεις χιλιάδες. Δευτέρα βολή, και τα δίκτυα ήρπασαν πέντε χιλιάδες. Ίσως ποθείτε να μάθετε το δόλωμα με το οποίο συνέλαβαν τους πέντε χιλιάδες. Ήταν ένας χωλός εμπρός στην ωραία πύλη, τον οποίο η φύσις, αδρανοποιώντας τις βάσεις των ποδών με μίαν ασθένειαν, τον παρέδωσε στη χάρη να τον μεταχειρισθεί όπως θέλει. Και αφού τον έδεσε ο Πέτρος με το άγκιστρο της πίστεως, έκαμε όλον τον δήμο δεσμώτη της γλώσσης του. Έγινε και εκείνος ο μέγας Κορνήλιος θήραμα αυτής της σαγήνης.
Αφού συνέλαβαν έτσι τους Παλαιστίνιους, έφεραν στις νήσους την τέχνη της χάριτος, σαγηνεύοντας μετά την ξηρά τη θάλασσα. Είδαν την Κύπρο, αφού είχαν την Αντιόχεια. Μετά από αυτό κατέλαβαν την Παμφυλία. Εσυλήθη η Μακεδονία. Η Θράκη προσέτρεξε, η Ελλάς συνελήφθη από την γλώσσα. Η Ρώμη έκρυψε το διάδημα και προσεκύνησε το κήρυγμα του σταυρού. Αλλεπάλληλες πόλεις εδέχθησαν αυτομάτως να συλληφθούν από τα αποστολικά δίκτυα. Δεν έπαυσαν να τα απλώνουν μέχρι που όλος ο περίβολος της οικουμένης συνελήφθη από τα δεσποτικά δίκτυα. Αλλά ω των παραδόξων και υπερφυσικών γεγονότων! Επειδή ο διάβολος πλήττεται με αυτά που βλέπει, μην υποφέροντας να βλέπει τη σωτηρία εξαπλουμένη, μηχανεύεται να θανατώσει τους κήρυκες, σαν να διεγείρει κάποια αγριότερα θαλάσσια κήτη εναντίον των αλιέων. Αλλά εκείνοι τον μεν θάνατον δέχονται, δεν έπαυσαν όμως την αλιεία και μετά το τέλος τους. Εργάζονται και μετά τον θάνατο το πρόσταγμα του Δεσπότου, και μολονότι κρύπτονται στον τάφο, δεν λησμόνησαν την αποστολή τους. Διότι και οι τάφοι ομιλούν, όταν θελήσει η χάρις. Επειδή είναι αληθής εκείνος που τους εκάλεσε λέγοντας: «Δεύτε και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων».