Σάββατο, Φεβρουαρίου 26, 2022

Κυριακή της Απόκρεω: Η Κυριακή της Μελλούσης Κρίσεως



Την παραβολή του Ασώτου Υιού θα την ενθυμούμεθα, όσον καιρό θα υπάρχει αυτός ο κόσμος, διότι δι’ αυτής εκφράζεται η ανεκλάλητη αγάπη και το έλεος του Θεού προς ημάς. Γι’ αυτό ίσως ο Σωτήρ ήθελε να πεθάνει δια σταυρικού θανάτου, δηλαδή με τα χέρια τεντωμένα, όπως άλλωστε πάντοτε τον παρουσιάζει και η Εκκλησία, για να μας φανερώσει ότι για πάντα θα μένει με τις αγκάλες ανοικτές, για ν’ αγκαλιάζει όλους τους αμαρτωλούς, οι οποίοι επιστρέφουν στο πατρικό τους σπίτι.

Η αγάπη όμως δεν είναι μονόπλευρη. Ζητεί απάντηση από τον αγαπώντα. Και η φυσικότερη απάντησις δεν ημπορεί να είναι άλλη παρά μόνον η αγάπη. Εάν η Κυριακή του Ασώτου μας επρόβαλε την άπειρη αγάπη του Θεού προς τους ανθρώπους, η τρίτη αυτή Κυριακή, της Μελλούσης Κρίσεως, μας παρακινεί να στοχασθούμε την απάντηση που θα δώσουμε απέναντι της θείας αγάπης.

Η αγάπη προς τον Θεό είναι ιερότατο καθήκον του ανθρώπου. Δεν αγαπούν άραγε τα παιδιά τους γονείς τους; Και τα ζώα και τ’ άγρια θηρία δεν αγαπούν τους ευεργέτες τους; Πώς λοιπόν να μην αγαπήσει ο άνθρωπος τον Θεό, τον ποιητή και χορηγό παντός αγαθού; «Η αγάπη του Θεού είναι η φυσικότερη κίνησις της καρδιάς του ανθρώπου. Πρέπει να σε εξαναγκάσουν, να σε πιέσουν, να σε βασανίσουν για να μην αγαπάς τον Θεό» (Reguy).

Γι’ αυτό, από την Παλαιά Διαθήκη ακόμη, η αγάπη του Θεού εκφράζεται στην αρχή του Δεκαλόγου είναι η μεγαλύτερη εντολή στην οποία περιέχεται όλος ο Νόμος και οι Προφήτες. «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου» (Ματθ. 22, 37). Ενώ ο Σωτήρ Ιησούς Χριστός μας διαβεβαιώνει ότι καμία άλλη εντολή δεν είναι ανώτερη από την εντολή της αγάπης.

Άλλ’ όμως πώς εναρμονίζεται η ελευθερία με την εντολή; Ο Θεός εδημιούργησε ελεύθερη την ύπαρξη του ανθρώπου. Αυτή η ελευθερία του είναι ο στέφανος της αξιοπρέπειάς του και ο Θεός δεν εννοεί να καταφρονήσει αυτή την ελευθερία.

Στο άγιο Ευαγγέλιο διαβάζουμε ότι ο Σωτήρ δεν διατάζει, αλλά προσκαλεί: «Eἰ θέλεις εἰσελθεῖν…», «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν…». Και πάλι σ’ άλλο μέρος λέγει ο Κύριος καθαρά: «Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε» (Ιωάν. 14, 15), θέλοντας έτσι να μας δείξει ότι η εκπλήρωσις των εντολών είναι αλάνθαστη απόδειξις της αγάπης του Θεού.

Τι είναι λοιπόν οι εντολές του Θεού και ποιος ο σκοπός τους;

Η εκπλήρωσις των εντολών κρύβει ένα βαθύ πνευματικό μυστήριο. Ο Θεός έδωσε εξουσία, δηλαδή δύναμη, σ’ αυτούς που πιστεύουν στο όνομά Του να γίνουν υιοί του Θεού (Ιωάν. 1, 12). Γι’ αυτό οι άγιοι Πατέρες λέγουν «ότι ο Θεός είναι ουσία των αρετών». Κατά το μέτρο που ο άνθρωπος εφαρμόζει τις εντολές, κατά το ίδιο μέτρο χορηγείται η πνευματική χάρις σ’ αυτόν. Όσο είναι αγαθό το έργο που θα κάνει ο άνθρωπος, άλλο τόσο εκδηλώνεται και ζωογονείται μέσα του η θεία χάρις, που εν σπέρματι ευρίσκεται μέσα του. Έτσι, σταδιακά, γίνεται όμοιος με τον Θεό, υιός του Θεού και κληρονόμος της αιωνίου βασιλείας Του.

Ο Θεός δεν πειθαναγκάζει τον άνθρωπο και, ακόμη περισσότερο, δεν τον διατάζει, για να Τον αγαπήσει. Αλλά ο άνθρωπος, όταν τηρεί τις εντολές Του, δηλαδή αγαπά τον Θεό, κληρονομεί την επουράνια βασιλεία Του. Κι επειδή ο Θεός, χάριν του ανθρώπου, ετοίμασε την βασιλεία Του από καταβολής κόσμου και επιθυμεί όλοι να την αποκτήσουν, προτρέπει ως εξής: «Γίνεσθε τέλειοι», «γίνεσθε άγιοι», «γίνεσθε οικτίρμονες».

Η εφαρμογή των εντολών, λοιπόν, δεν είναι υποχρεωτικό έργο απέναντι του Θεού, όπως συμβαίνει με τις ανθρώπινες διαταγές, αλλά είναι καθήκον απέναντι του ιδίου του εαυτού μας, και είναι το βασικότερο θεμέλιο για την ζωή μας.

Υπάρχουν όμως άνθρωποι, που μη μπορώντας να το καταλάβουν αυτό, βλέπουν τις εντολές -την αγάπη προς τον Θεό- ως ένα δυσβάστακτο φορτίο, το οποίο δεν είναι για τον εαυτό τους, αλλά για τους άλλους. Έτσι καταλήγουν σε εσφαλμένα συμπεράσματα, ότι ημπορούν να κάνουν μία αμαρτωλή ζωή, ξένη προς τον Θεό, και συγχρόνως πιστεύουν ότι ημπορούν να χαίρονται, χωρίς να έχουν κοπιάσει, τις πνευματικές απολαύσεις, που προσφέρει αυτή η ζωή κοντά στον Χριστό.

«Μην ασχολείσαι με την μετάνοια, τον συμβουλεύει ο πονηρός εχθρός. Έχεις ακόμη αρκετό καιρό μέχρι του θανάτου σου. Δεν γνωρίζεις ότι ο Θεός είναι μακρόθυμος και πολυέλεος;». Και υπακούει ο άνθρωπος επιπόλαια στους πονηρούς αυτούς ψιθυρισμούς, απομακρύνεται δια της αμαρτίας από τον θείο οίκο. Κάνει μία τυπική χριστιανική ζωή, παρηγορούμενος με την ψευδαίσθηση ότι ο Θεός θα τον συγχωρήσει με το άπειρο έλεός Του, καθώς εσυγχώρησε τον Άσωτο Υιό, την πόρνη και τον ληστή. Διότι μόνο για τους αμαρτωλούς και όχι για τους δικαίους ήλθε στον κόσμο ο Χριστός!

Φοβερή είναι αυτή η απάτη! Εάν η απελπισία, που προέρχεται από την απιστία στην αγαθότητα του Θεού, είναι μεγάλος κίνδυνος για την σωτηρία, η αδιάκριτη εμπιστοσύνη στο θείον έλεος είναι περισσότερο επικίνδυνη και επισφαλής. Με την απελπισία ο άνθρωπος αποκόπτεται μόνος του από κάθε ελπίδα σωτηρίας και δικαιώσεώς του. Με την αδιάκριτη πεποίθηση στο θείο έλεος δεν θέλει να εργασθεί το αγαθόν και να μετανοήσει με ελεύθερη γνώμη και με την θέλησή του. Και οι δύο περιπτώσεις είναι βαριές αμαρτίες κατά του Αγίου Πνεύματος και οδηγούν στην αιώνια κόλαση.

Η Κυριακή της Μελλούσης Κρίσεως σ’ αυτόν ακριβώς τον κίνδυνο μας εφιστά την προσοχή. Ναι, ο Θεός είναι υπεράγαθος, πολυεύσπλαχνος και φιλάνθρωπος, αλλά συγχρόνως είναι και απειροδίκαιος. «Ἐλεήμων καὶ δίκαιος (εἶναι) ὁ Κύριος», μας λέγει ο Ψαλμωδός (Ψαλμ. 114, 5) και «τῆς δικαιοσύνης αὐτοῦ οὐκ ἔσται πέρας». Κατά την διάρκεια της επιγείου ζωής μας, βλέπουμε περισσότερο το αδιάστατο πέλαγος του ελέους Του, αλλά θα έλθει η ημέρα της Μελλούσης Κρίσεως, όπου ο Θεός θα φανερωθεί με το φως της δικαιοσύνης Του. «Πάντες γὰρ παραστησόμεθα τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ», λέγει ο Απόστολος Παύλος (Ρωμ. 14, 10). Τότε ο Θεός θα κρίνει τον κόσμο με δικαιοσύνη, και όλα τα έθνη, χωρίς προσωποληψία.

Αλλά τι είναι η θεία δικαιοσύνη;

Στα τροπάρια του όρθρου αυτής της Κυριακής ακούμε: «Ὅταν τίθενται θρόνοι καὶ βίβλοι ἀνοίγωνται καὶ τὰ κρυπτὰ τοῦ σκότους δημοσιεύωνται… Τί ποιήσωμεν τότε οἱ ἐν πολλαῖς ὑπεύθυνοι ἁμαρτίαις; Τίς ὑποστήσεται τὴν φοβερὰν ἐκείνην ἀπόφασιν… Ὤ ποία ὥρα τότε καὶ ἡμέρα φοβερά!…»

Αλλά για ποια βιβλία εδώ γίνεται λόγος; Υπάρχει κάποιος που γράφει το κάθε τι που κάνει εδώ ο άνθρωπος; Ναι, αλήθεια, υπάρχουν βιβλία και συγγραφείς και τίποτε δεν παραμένει άγραφο. Εδώ πρέπει ν’ αναφέρουμε κάτι πολύ θαυμαστό.

Οι άνθρωποι της γνώσεως, προσπαθώντας με κάθε τρόπο ν’ αποκαλύψουν τα μυστήρια της ανθρωπίνης ζωής, συνεπέραναν ότι κάθε τι που κάνει ο άνθρωπος, δηλαδή αυτό που λέγει ή σκέπτεται, αφήνει ένα ίχνος, το οποίο γράφεται στο βάθος της υπάρξεώς μας, σαν σ’ ένα βιβλίο. Έτσι λοιπόν εμείς οι ίδιοι είμεθα το βιβλίο και ακόμη εμείς οι ίδιοι το γράφουμε. Μεγάλο μυστήριο κρύβεται εδώ!

Κατά την φοβερή κρίση θ’ ανοιχθεί αυτό το βιβλίο· δηλαδή όσα μυστικά γράφθηκαν μέσα μας και είναι άγνωστα στους άλλους, θ’ αποκαλυφθούν. Τα καλά και κακά μας έργα θα τα γνωρίσει όλος ο κόσμος. Τότε οι πληγές των Μαρτύρων θα λάμψουν σαν μαργαριτάρια, οι ασκήσεις και τα έργα των δικαίων και οσίων «ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος» (Ματθ. 13, 43), καθώς μας επιβεβαιώνει ο Ιησούς Χριστός. Ενώ οι μορφές των αμαρτωλών θα είναι δύσμορφες και παραλλαγμένες από τις αμαρτίες και τα πάθη που διέπραξαν στην ζωή τους. Ποιος θα ημπορέση να υπομείνει αυτή την απερίγραπτη εντροπή;

Ιδού η θεία δικαιοσύνη! «Σε έπλασα, σε ετίμησα και σε επροίκισα με πλήρη ελευθερία, την οποία ούτε εγώ δεν ετόλμησα να παραβιάσω. Σου έδωσα την δύναμη να γίνεις όμοιος με Μένα κατά χάριν. Ιδού λοιπόν, τώρα απόλαυε αυτό που εσύ μόνος σου εδιάλεξες!».

Κάθε τι που πράττει ο άνθρωπος με την ελεύθερη θέλησή του, τον πλησιάζει ή τον απομακρύνει από τον Θεό. Ο άνθρωπος σχεδιάζει μόνος του τη μορφή του μ’ αυτό το οποίο γράφει στο βιβλίο της ζωής του, και μ’ αυτή την μορφή θα παρουσιασθεί στην Κρίση. Όταν ο άνθρωπος αντικρίσει την θεία εικόνα, την οποία έπρεπε να μιμηθεί και να επιτύχει στην ζωή του με τις χορηγούμενες δωρεές του Θεού, αλλά και την απαίσια μορφή που έφτιαξε μόνος του στην ζωή του, θα αντιληφθεί ποιος μισθός του αξίζει. Ω, ποία ώρα θα έλθει τότε! Η κρίσις είναι ο μισθός των έργων που εκάναμε στην ανθρώπινη ζωή μας και συγχρόνως η αιωνία επισφράγισις αυτού του αγώνος. Ιδού λοιπόν η θεία δικαιοσύνη! Ο Θεός δεν ημπορεί να αλλάξει αυτό που μας αρέσει. Γι’ αυτό λέγει κάποιος ότι ο πόνος του Θεού θα είναι μεγάλος, όταν θα βλέπει τα παιδιά Του, για τα οποία θυσιάστηκε και τους ετοίμασε την βασιλεία Του από καταβολής κόσμου, να προτιμούν την αιώνια καταδίκη και το πυρ, που ετοιμάσθηκαν για τον διάβολο και τους αγγέλους του.

Γι’ αυτό η ανάμνησις της φοβεράς Κρίσεως είναι συγχρόνως μία γραπτή προτροπή για ν’ αποφύγουμε την αδιαφορία για την σωτηρία μας. Ας μην αυταπατώμεθα με την εσφαλμένη πεποίθηση ότι ο Θεός θα μας συγχωρήσει, επειδή είναι αγαθός και πολυέλεος. Η αγαθότης Του δεν μπορεί να γίνει αιτία αμαρτίας. Αυτός συγχωρεί με το άπειρο έλεός Του, αλλά δεν καταφρονεί την αξιοπρέπεια της ανθρωπίνης ελευθερίας και την συμβολή της στην σωτηρία. Την αμαρτία την γράφει στο βιβλίο του μόνος του ο άνθρωπος και μόνο αυτός μπορεί να την σβήσει και κανείς άλλος, ούτε ακόμη ο ίδιος ο Θεός, εάν δεν θέλει ο άνθρωπος. Το σπουδαιότερο λοιπόν έργο στην ζωή μας είναι να σβήσουμε από το βιβλίο την οποιαδήποτε αμαρτία με την ειλικρινή μετάνοια, την αποχή από το κακό, την καθαρή εξομολόγηση, την επιτέλεση του κανόνος μας με προσευχή και δάκρυα. Και για κάθε αμαρτία μας να ερωτούμε με ανησυχία και φόβο: Άραγε εξαλείφθηκε αυτή από το βιβλίο; Και, αφού τις καθαρίσουμε, να γράψουμε εκεί τα καλά έργα με την εκπλήρωση των εντολών του Θεού, διότι αυτές μας στολίζουν και μας προετοιμάζουν για την αιωνιότητα. Όλα τα καλά έργα είναι αγωνίσματα μεγάλης τιμής, με τα οποία ευφραινόμεθα στους αιώνες των αιώνων. «Όσο μεγαλώνεις τις πτέρυγές σου, λέγει ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος, τόσο ευκολότερα θα ημπορέσεις να πετάξεις προς τα ουράνια. Όσο καθαρίσθηκε ο νους σου εδώ, τόσο καλύτερα θα βλέπεις εκεί την δόξα του Θεού. Και με το μέτρο που Τον αγάπησες εδώ, με το ίδιο μέτρο θα ευφρανθείς από την αγάπη Του».

Η δεύτερη εκδήλωσις αγάπης μας προς τον Θεό γίνεται δια της αγάπης μας προς τον πλησίον, από την οποία πάλι εξαρτάται η θέσις μας στην μέλλουσα Κρίση. Εικόνα αυτής της αγάπης μας αποκαλύπτει κατά διαυγέστατο τρόπο ο Σωτήρ, όταν μας λέγει: «Oὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλʾ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ιωάν. 3, 16). «Aὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολὴ ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς» (Iωάν. 15, 12). και ακόμη: «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ιωάν. 13, 35). Και: «Ἐάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεόν, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν. Ὁ γὰρ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν ὃν ἐώρακε, τὸν Θεόν ὃν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν;» (Α΄ Ιωάν. 4, 20), και « ἀγαπῶν τὸν Θεὸν ἀγαπᾷ καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ» (Α΄ Ιωάν. 4, 21).

Η επιμονή του Σωτήρος στην εντολή της αγάπης έχει ιδιαίτερη σημασία, όταν αποκαλυφθούν τα πάντα την ημέρα της Μελλούσης Κρίσεως. Τότε ολόκληρη η ανθρωπότης θα χωρισθεί στα δύο με κριτήριο την εντολή εκπληρώσεως της αγάπης προς τον πλησίον.

Θ’ ακούσουμε με φόβο την απόφαση του Δικαίου Κριτού, ο οποίος θα ειπεί στους εκ δεξιών Του: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθετε πρός με… Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· Πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. Ἐπείνασα γὰρ καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με… Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε…» (Ματθ. 25, 34-45).

Θα είναι μεγάλο λάθος να εννοούμε μ’ αυτά τα λόγια του Κυρίου, ότι η αγάπη προς τον πλησίον αναφέρεται μόνο στην υλική ελεημοσύνη. Η ελεημοσύνη είναι το ορατό σημείο της αγάπης προς τον Θεό και τον πλησίον και, όποιος την έχει, εκπληρώνει ολόκληρη την αρετή. Μαζί με την ελεημοσύνη δηλ. έχει και τις άλλες αρετές. Και πάλι σφάλλουμε εάν, βλέποντας πόσο τιμά ο Κύριος την ελεημοσύνη, νομίσουμε ότι όλα τα άλλα αγαθά έργα, όπως: το μαρτύριο, η προσευχή, οι ασκητικοί κόποι, θα καταφρονηθούν. Όλα θα δοξασθούν και θα αμειφθούν, δηλαδή, όλα τα έργα και οι λογισμοί. Αλλά και στον έπαινο που γίνεται από τον Θεό για το πιο μικρό έργο, κρύβεται μυστικά η μεγάλη χορήγησις της θείας χάριτος και της αγάπης ΤουΑυτό μάς δείχνει την μεγάλη δυνατότητα που έχει ο άνθρωπος να σωθεί, ώστε να μην υπάρχει κανείς που να λέγει ότι δεν ημπορεί να σωθεί. Πρέπει λοιπόν να γνωρίζει ο άνθρωπος ότι ημπορεί να τελειωθεί με τα έργα της ελεημοσύνης. Η ανθρώπινη ζωή είναι ένα μεγάλο δώρο του Θεού. Βέβαια είναι σύντομη, αλλά μ’ αυτή ημπορούμε να κερδίσουμε την αιώνια ζωή. Ο κόπος είναι ολίγος, αλλά αιωνία η ανάπαυσις, λέγουν οι άγιοι Πατέρες. Κάθε καλό που κάνουμε τώρα, θα μας ακολουθήσει μετά τον θάνατό μας και θα μας χαρίσει την αιωνιότητα.

Γι’ αυτό η ενθύμησις της φοβεράς Κρίσεως είναι πηγή μεγάλης πνευματικής δυνάμεως. Μας αποβάλλει την ακηδία και μας παροτρύνει σ’ όλα τα καλά έργα. Ο άγιος Μακάριος ο Μέγας, λέγεται ότι ήτο πολύ αδύνατος, και ξηρός σαν το σύκο.

– Γιατί, πάτερ, τον ερώτησε ένας αδελφός, είσαι πάντοτε αδύνατος, και όταν νηστεύεις και όταν τρώγεις;

-Η τσιμπίδα, του απήντησε ο Άγιος, με την οποία τακτοποιούμε τα ξύλα στην φωτιά, είναι πάντοτε μαυρισμένη και καμένη. Έτσι ακριβώς κατατρώγουν το σώμα και οι λογισμοί περί της Μελλούσης Κρίσεως.

Η μνημόνευσις των νεκρών κατά το λεγόμενο Ψυχοσάββατο, προ της Κυριακής της Μελλούσης Κρίσεως, είναι μία ευκαιρία ν’ αρχίσουμε τα αγαθά έργα και να εκδηλώσουμε την αγάπη που έχει ο Θεός προς τους κοιμηθέντας.

Αλλά η μνημόνευσις των νεκρών είναι ταυτόχρονα και μία προτροπή για να στοχαζώμεθα τον θάνατο. Αυτό τον στοχασμό οι άγιοι Πατέρες θεωρούν σαν την υψηλότερη φιλοσοφία και τροφό της ταπεινώσεως, της προσευχής και της μετανοίας. Οι σκέψεις γύρω από τις ματαιότητες της ανθρωπίνης ζωής, για το εφήμερο του βίου, για την φθορά των πάντων, μας ξυπνούν από την αναισθησία, μας οδηγούν στην διόρθωση και την μετάνοια. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος μας προτρέπει λέγοντας: «Να σκέπτεσαι πάντοτε τα έσχατα της ζωής σου και δεν θ’ αμαρτήσεις στον αιώνα». Όποιος θέλει να λυτρωθεί από τον αιώνιο θάνατο, να έχει πάντοτε μπροστά του την μνήμη του θανάτου. Διότι, όπως το ψωμί είναι το αναγκαιότερο απ’ όλα τα τρόφιμα, έτσι και η μνήμη του θανάτου προηγείται απ’ όλα τα άλλα πνευματικά έργα. Ο ιερός Αυγουστίνος λέγει: «Ας γίνει ο θάνατος στην ζωή σου ιατρός», θέλοντας μ’ αυτό τον λόγο του να τονίσει ότι η φιλοσοφία του θανάτου προκαλεί την θεραπεία όλων των παθών. «Θρηνώ και οδύρομαι, όταν εννοήσω τον θάνατον!». «Οἴμοι μέλαινα ψυχή, ἕως πότε τῶν κακῶν οὐκ ἐκκόπτεις; Τί οὐκ ἐνθυμῇ τὴν φοβεραν ὥραν τοῦ θανάτου; Τί οὐ τρέμεις ὅλη τὸ φρικτόν βῆμα τοῦ Σωτῆρος; Ἆρα τί ἀπολογήσῃ;…».

Ενθυμήθηκα την ώρα εκείνη του Κριτού, μονολογεί ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος, και εφοβήθην. Εσκέφθην την φοβερά εκείνη Κρίση και ετρόμαξα. Ανελογίσθην την ευφροσύνη του παραδείσου και εστέναξα. Με κατέλαβε το πένθος και έκλαυσα μέχρις εξουδενώσεως των πνευματικών μου δυνάμεων… «Υποσχέθηκες με το πλήθος των οικτιρμών Σου, Φιλάνθρωπε, Πανάγαθε Βασιλεύ, ότι δεν θα τοποθετήσεις στ’ αριστερά, με τα ερίφια, αυτούς που επένθησαν. Μη μου ειπείς τότε: δεν σε γνωρίζω! Αλλά με το άπειρο έλεός Σου, χάρισέ μου ακατάπαυστα δάκρυα, μαλάκωσε και ταπείνωσε την καρδιά μου και καθάρισέ την, για να γίνει οίκος της θείας σου χάριτος. Διότι, ιδού, είμαι αμαρτωλός και ανάξιος και δεν θα παύσω να κτυπώ την θύρα του ελέους Σου» (άγιος Εφραίμ ο Σύρος).

 

(Γέροντας Πετρώνιος Τανάσε, “Οι Πύλες της Μετανοίας – Στοχασμοί στο Τριώδιο”, “Ορθόδοξος Κυψέλη”, Θεσσαλονίκη, 2003)

Σάββατο, Φεβρουαρίου 19, 2022

Στήν Εὐαγγελική περικοπή τῆς Κυριακῆς του Ἀσώτου

 


π. Νικόλαος Λουδοβῖκος

Νομίζω πώς ἀπό τό σημερινό Εὐαγγέλιο μποροῦμε νά καταλάβουμε, μελετώντας προσεκτικά, πώς ἡ μόνη χαρά τοῦ ἀνθρώπου, ἡ μεγάλη χαρά, ἀπό τήν ὁποία πηγάζουν ὅλες οἱ χαρές, ἡ χαρά ἡ μόνη τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας καταλάμπεται ἀπό αὐτήν τή χαρά.
Αὐτή ἡ χαρά δέν εἶναι μία χαρά κοινή, τοῦ Πάσχα, ἔχει καί τήν Μ. Παρασκευή προηγουμένως. Δέν εἶναι μιά κοινή εὐφορία, εἶναι ἡ χαρά τῆς μετανοίας.
Πρέπει νά προσέξουμε νά μήν κατανοοῦμε τή μετάνοια ψυχολογικά καί ἀτομιστικά μόνο. Ἡ μετάνοια δέν εἶναι μιά μεταβολή στήν αὐτογνωσία καί μόνο, πού μᾶς δίδαξαν οἱ δυτικοί Θεολόγοι μέ πρῶτο τόν Αὐγουστῖνο. Δέν εἶναι μόνο μιά μεταβολή στή γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Εἶναι κάτι πού ἀφορᾶ τήν ἴδια τήν ὕπαρξή μου, τήν ὀντολογία. Θά λέγαμε εἶναι κάτι πού ἀφορᾶ τό γεγονός, τό εἶναι, τήν ὕπαρξη, εἶναι κοινωνία.
Καί ἐγώ ἔχω ἐκπέσει τῆς κοινωνίας καί δέν ἔχω τό εἶναι μου. Δέν ἔχω τή ζωή, παρόλο πού φαίνεται πώς τήν ἔχω. Εἶναι τό αἴσθημα διά τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος πραγματικά φαίνεται νά σταυροῦται τῷ κόσμῳ, φαίνεται νά ἀρνεῖται τήν κοινή εὐφορία τοῦ κόσμου, πλήν ὅμως αἰσθανόμενος ὅτι τό εἶναι, ἡ ζωή, ἐνεργεῖται πολύ βαθύτερα, πολύ πληρέστερα, ἀπ᾿ ὅτι ὁ κόσμος συνήθως μπορεῖ νά καταλάβει καί νά νιώσει.

Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος πραγματικά μέ τή μετάνοια ἀνήκει σέ ὅλους καί καταλαβαίνει τήν ἀληθινή ζωή μέ τό νά ἀνήκει σέ ὅλους καί νά μπορέσει νά προσφερθεῖ σέ ὅλους.
Τό νά μάθεις τήν τέχνη τοῦ νά προσφέρεσαι σέ ὅλους, τό νά μάθεις τήν ἁπλότητα τοῦ Θεοῦ, καί νά τό ποῦμε μέ ἄλλα λόγια, νά μάθεις πώς ὁ Θεός φανερά μετέδωσε τήν ἁπλότητα πρός ὅλους καί ἐνῶ ἐμεῖς ἔχουμε γίνει τόσο περίπλοκοι, ὁ καθένας, καθώς εἴμαστε κλεισμένοι -ἀκριβῶς γι᾿ αὐτό- στή φιλαυτία μας.

Ἡ μετάνοια εἶναι μιά μεγάλη καί ἰσόβια σπουδή, εἶναι μιά μεγάλη καί ἰσόβια χαρά. Τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ εἶναι μυστήριο τῆς ἀναστάσεως. Ὁ Σταυρός εἶναι ἡ μετάνοια. Εἶναι αὐτό πού βιώνουν καί λένε οἱ Πατέρες μας, ὅτι δηλαδή ὅλος ὁ κόσμος εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ καί μόνον διά τοῦ Θεοῦ ἀληθεύει.
Στή μετάνοια ξαναβρίσκουμε τά ἴχνη τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο. Μαθαίνομε τόν τρόπο αὐτῆς τῆς ἁπλότητος τοῦ εἶναι. Μαθαίνομε πώς τό εἶναι, ἐνεργεῖται, ὑπάρχει ὡς κοινωνία. Μαθαίνομε ὅτι ὅλοι εἴμαστε ἕνα. Καί μαθαίνομε ὅτι ἡ ζωή αὐτή τῆς ἑνότητος εἶναι ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἴδιου καί μαθαίνομεν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ μέσῳ τῶν μυστηρίων.
Γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία, βλέπετε, ἔβαλε αὐτά τά ἀναγνώσματα πρό τῆς Τεσσαρακοστῆς, γιατί εἶναι ἡ Σαρακοστή ἀκριβῶς μιά ἀφιέρωση, ἕνα ἀφιέρωμα τοῦ καθενός μας στόν Θεό.

Μέ τόν γλυκύ αὐτό καί ἁπαλό τρόπο εἶναι ἡ μετάνοια προσωπική.
Δέν εἶναι νομική ἡ μετάνοια, δέν εἶναι νομικισμός.
Εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο καταλαβαίνουμε πραγματικά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἀνοιγόμαστε καί ἐμεῖς στήν ἀγάπη αὐτήν.

Ἡ μετάνοια εἶναι ἕνα ἐρωτικό γεγονός.
Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς βλέπομε στό Εὐαγγέλιο σήμερα ὅτι ὁ μετανοῶν ἁμαρτωλός αὐτός ὁ ὁποῖος ἐσκόρπισε τίποτε ὀλιγώτερον ἀπό τήν οὐσίαν του -ἡ λέξη αὐτή «οὐσία» ἔχει πολλές σημασίες- ἐσκόρπισε τόν ἑαυτό του χωρίς οὐσία, θά μπορούσαμε νά ποῦμε. Ὅμως μέ τήν μετάνοια αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔχει τόν «μόσχον τόν σιτευτόν», ἔχει ἕνα κομμάτι χαρᾶς, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, πού δέν μπορεῖ κανείς νά τοῦ τό πάρει.

Καί ὁ ἄλλος ἀδελφός, ὁ πρεσβύτερος, ἔχοντας τή σκληρότητα τήν νομική, δέν ἔχει «μόσχον σιτευτόν»! Οὐδέποτε, λέγει, ἔλαβα ἔρριφον! Τίποτε δέν ἔχω λάβει. Δέν ἔχω χαράν!!!
Πιστέψτε με ἡ μεγαλύτερη κατηγορία πού ἀπευθύνθηκε ποτέ στούς Χριστιανούς εἶναι αὐτή πού ἀπηύθυνε ὁ Νίτσε: ὅτι οἱ Χριστανοί δέν ἔχουν χαρά! Καί δέν ἐννοῶ αὐτή τήν τοῦ κόσμου, τά τραγούδια κτλ., ἐννοῶ αὐτήν τήν χαρά τήν ὁποία εἶχε ὁ ἄσωτος μέ τόν «μόσχον τόν σιτευτόν»! Ἐννοῶ τήν χαρά, ὅτι ἔλαβε μέρος στή Θεία Ζωή! Τήν ἔκπληξη, τήν ἀναπάντεχη αὐτήν, τήν ἐρωτική ἔκπληξη τοῦ προσώπου πού βρέθηκε μπροστά στό πέλαγος τῆς Θείας ἀγάπης, μέ τή μετάνοια.

Ἐνῶ ὁ ἄλλος, ὁ πλήρης ἐντολῶν καί τηρήσεων, ἦταν ἀδύνατον νά καταλάβει τόν θεῖο ἔρωτα. Λέγει κάπου ὁ π. Παϊσιος: Εἶναι πολύ παράξενο τό γεγονός αὐτό· τό πῶς κοσμικοί ἄνθρωποι ὅταν τούς πεῖς γιά τόν θεῖο ἔρωτα τόν καταλαβαίνουν, καί ἄνθρωποι χριστιανοί δέν καταλαβαίνουν τόν θεῖο ἔρωτα. Δέν ἔχει σπάσει μέσα τους κάτι, τό ἐγώ, δέν ἔχει βρεῖ τήν διέξοδό του πρός τήν ἀγάπη. Μπορεῖ νά εἶναι γεμάτοι ἀπό ἀρετές, ἀλλά καί τίς ἀρετές αὐτές τίς χρησιμοποιοῦν γιά νά θωρακίσουν τό ἐγώ τους. Δέν τίς χρησιμοποιοῦν ὡς ὁδούς, δέν τίς χρησιμοποιοῦν ὡς διοδεύσεις πρός τό μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Λέγει κάπου ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ὅτι «ἡ ἀρετή ἔστω διά τήν ἀλήθειαν». Οἱ ἀρετές εἶναι μέσα, δέν εἶναι αὐτοσκοποί, ὅπως εἶναι αὐτοσκοποί στή φιλοσοφική ἀρετή. Δέν εἶναι αὐτοσκοπός νά εἶμαι ἐλεήμων, ἀγαθός, φιλάνθρωπος. Εἶναι ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ, πού γιά μένα εἶναι «ἄκτιστες ἐνέργειες», «ἄκτιστοι λόγοι» πού μέ ἱκανώνουν νά ζήσω ἐν τῷ Θεῷ.

Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὁ σκοπός, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ σκοπός. Δέν εἶναι τό νά εἶμαι ἐνάρετος ἁπλῶς· μπορεῖ νά σημαίνει μεγάλη φτώχεια ἡ ἀρετή, ὅταν συνοδεύεται μέ τό θανάσιμο αὐτό κλείσιμο. Τό κλείσιμο αὐτό σπάει ἀκριβῶς ἡ μετάνοια καί ὁδηγεῖ τό εἶναι ἐν κοινωνίᾳ μετά τοῦ Θεοῦ καί μέ ὅλη τήν κτίση. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς πάντοτε οἱ Πατέρες μιλοῦν γιά τίς ἀρετές, συνδέοντάς τες πάντοτε, μέ τήν μετάνοια καί τήν ταπείνωση!
Ἡ θεοπτία εἶναι ἡ μετάνοια!

Ἡ κατάσταση τῆς αἰώνιας ζωῆς εἶναι μιά κατάσταση ἡ ὁποία ὁδοποιεῖται διά τῆς μετανοίας, ἀλλά ὄχι μέ τήν νομική αἴσθηση ἡ ἔννοια τῆς μετανοίας, ἀλλά μέ αὐτήν τήν ἐρωτική καί χαρμόσυνη αἴσθηση, ὅτι ὁ Θεός μέ ἀγαπάει καί ἐγώ εἶμαι ἀνάξιος τῆς ἀγάπης Του.

Καί ἔρχεται λοιπόν «ὁ μόσχος ὁ σιτευτός καί ὁ δακτύλιος καί τά καινούρια ροῦχα», καί ὅλα αὐτά τά ἐσχατολογικά, τά ἐνδύματα τά ὁποῖα ἐπιφυλάσσει ὁ Θεός σέ ἐκείνους πού μετανοοῦν. Καί παραδόξως οἱ ἄλλοι, αὐτοί πού ἔχουν τίς ἀρετές καί τίποτε ἄλλο, δέν ἔχουν αὐτή τή δυνατότητα.

Ἡ λογική αὐτή εἶναι παράξενη, θά ἔλεγα ὅτι εἶναι ἐρωτική λογική. Δέν ἐξηγεῖται ἀλλιῶς. Δέν νομίζω ὅτι μποροῦμε νά τό καταλάβουμε ἀλλιῶς.
Ἕνας ἄνθρωπος ἀκοινώνητος, γεμάτος ἀρετές, δέν ἔχει Θεό. Καί ἕνας ἄνθρωπος παναμαρτωλός γεμάτος μετάνοια εἶναι ὁ «ἄσωτος υἱός».

Αὐτό εἶναι χαρμόσυνο γιά ὅλους μας, γιατί ἀρετές μπορεῖ νά μήν ἔχουμε, ἔχουμε ὅμως ἁμαρτίες, ἔχουμε ἐλλείψεις, ἀλλά μποροῦμε νά ἔχουμε αὐτή τήν πνευματική τήν σταυροαναστάσιμη χαρά τῆς μετάνοιας. Αὐτό μᾶς δίνει κουράγιο στήν πνευματική ζωή. Αὐτό εἶναι μεγάλο πράγμα. Ἐκφράζει ἰσοβίως τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἔκπτωσή μας ἀπό τήν ἀγάπη αὐτή.
Αὐτό εἶναι πού σᾶς εὔχομαι νά κερδίσουμε: Νά δεχθοῦμε πραγματικά νά ἀγωνισθοῦμε νά σβήσουμε τή φιλαυτία καί νά κοιτάξουμε ὅλο τόν ἑαυτό μας, νά τόν «προσάξωμεν ὡς θυσία δοξολογική», ἔτσι ὅπως ὁ ἄσωτος ὁ ὁποῖος ἐπιστρέφει δοξολογώντας. Ἐνῶ ὁ ἄλλος, ὁ νομικός «ἄμεμπτος» ἀδελφός, «ὁ μεγάλος», ὁ «ἐνάρετος» ἁπλῶς καί μόνον, δέν μπορεῖ νά φθάσει στή θεοπτία, δέν ἔχει πνεῦμα Θεοῦ.

«Διά τήν ἀλήθειαν, λοιπόν, ἔστω ἡ ἀρετή»!
Οἱ ἀρετές εἶναι τόποι θεανθρώπινης ζωῆς, εἶναι τό Θεανθρώπινον τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο ὅταν τό ἀποκτήσουμε, τό πλησιάσουμε, μᾶς ὁδηγεῖ, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, στήν ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Εἶναι χῶροι οἱ ἀρετές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ἔλεγεν ὁ ἅγιος Σεραφείμ. Καί διά τῶν ἀρετῶν ἐλπίζομεν πραγματικά, τά αἰώνια αὐτά χαρίσματα, τά ὁποῖα δέν εἶναι μακριά μας. Οὔτε ἡ θεοπτία εἶναι κάτι πού εἶναι πολύ μακριά ἀπό μᾶς.

Ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού θά πεῖ κανείς «μετανοῶ», ἐσωτερικά, ἔχει πρώτου βαθμοῦ θεοπτία. Ἔχει μιά πρώτη θέα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ!

Εὔχομαι καλή Σαρακοστή ἀπό καρδίας σέ ὅλους καί ὅλες.

ιμ.α.ι.κ

Κυριακή του Ασώτου

 



Ἅγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς,

Ὁ Ἄσωτος υἱὸς ἔζησε ἄσκοπα καὶ σπατάλησε ὅλη τὴν περιουσία ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ πατέρας του. Κι ἀφοῦ τὰ ξόδεψε ὅλα, στὴ μακρινὴ αὐτὴ χώρα ἔπεσε πείνα μεγάλη κι ἄρχισε κι ὁ ἴδιος νὰ πεινᾶ. Στὴ μακρινὴ αὐτὴ χώρα, μακριὰ πολὺ ἀπὸ τὸν Θεό, ὑπάρχει πάντα πείνα, γιατί ἡ γῆ δὲν μπορεῖ νὰ χορτάσει τὸν πεινασμένο ἄνθρωπο. Ἡ τροφὴ της τὸ μόνο ποὺ κάνει, εἶναι νὰ αὐξάνει τὴν πείνα του. Ἡ γῆ μόνο τὰ ἄλογα ζῶα μπορεῖ νὰ χορτάσει. Σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ χορτάσει τὸν ἄνθρωπο. Στὴ μακρινὴ χώρα πάντα ὑπάρχει πείνα. Ὁ ἁμαρτωλὸς ποὺ ξεχνᾶ τελείως τὸν Θεὸ καὶ δαπανᾶ ὅλες τὶς ζωτικὲς δυνάμεις του, ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε μὲ τὸ μερίδιό του, πέφτει σὲ μεγάλη πείνα. Μία πείνα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν κορέσει οὔτε γιὰ μία στιγμὴ ἡ γῆ ὁλόκληρη, μὲ ὅλα τὰ ἀγαθά της.

Τὸ ἴδιο γίνεται μέχρι σήμερα μὲ κάθε ἁμαρτωλὸ ποὺ παραδίδεται ὁλοκληρωτικὰ στὴ γῆ, στὸ σῶμα καὶ τὶς σωματικὲς ἀπολαύσεις. Ἡ τραγωδία γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ ἀρχίζει ὅταν ὅλα αὐτὰ γίνονται ἀποκρουστικά, μοιάζουν μὲ βρῶμα καὶ δυσωδία. Τότε ἀρχίζει νὰ παραπονιέται γιὰ τὸν κόσμο ὁλόκληρο, νὰ καταριέται τὴν ἴδια του τὴ ζωή. Μὲ στεγνὸ τὸ σῶμα ἀλλά καὶ τὴν ψυχή του, νιώθει σάν νὰ ʼχει μέσα του ἕνα κενό, σὰν νὰ ʼναι ἕνα καλάμι ξερό, ἀπ’ ὅπου περνάει παγερὸς ἀέρας. Ὅλα τοῦ φαίνονται μαῦρα. Ὅλα εἶναι ἄσχημα, ἀηδιαστικά. Σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση ποὺ βρίσκεται τὰ ʼχει χαμένα, δὲν ξέρει τί νὰ κάνει. Δὲν πιστεύει στὴ ζωή του. Πῶς τότε μπορεῖ νὰ πιστέψει στὴν ἄλλη; Ἐκείνη τὴν ἔχει ξεχάσει, ἐντελῶς, τούτην ἐδῶ ἄρχισε νὰ τὴν μισεῖ. Τί κάνουμε τώρα; Ποῦ πᾶμε; Τὸ σύμπαν ὁλόκληρο τὸν πιέζει καὶ πουθενὰ δὲν βλέπει πόρτα μὲ τὴν ἔνδειξη «ἔξοδος».

Ὁ τάφος δὲν εἶναι διέξοδος, εἶναι εἴσοδος. Κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σὲ τέτοια ἀπελπισμένη κατάσταση, τοῦ παρουσιάζεται ὁ σατανᾶς, ποὺ ὅλον αὐτὸν τὸν καιρὸ ἦταν κοντά του καὶ τὸν ὁδηγοῦσε ἀπὸ ἁμαρτία σὲ ἁμαρτία, ἂν καὶ κρυφά, ἀόρατα. Τώρα ὅμως τοῦ παρουσιάζεται, τὸν παίρνει στὴν ὑπηρεσία του καὶ τὸν στέλνει στὸν ἀγρό του γιὰ νὰ ποιμάνει τοὺς χοίρους. Ὅπως λέει κι ἡ παραβολή, «πορευθεῖς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους» (Λουκ. ιε΄15).

Αὐτὸ παθαίνει κάθε ἀνυπάκουος γιὸς ποὺ ἔφυγε μακριὰ ἀπὸ τὸν πατέρα του. Τὸν ἀποχαιρέτησε γεμάτος ὑπερηφάνεια καὶ μεγάλα σχέδια γιὰ τὴ ζωή του, γιὰ τὴν εὐτυχία του, ἀλλὰ κατάντησε δοῦλος κάποιου ποὺ ἦταν χειρότερος ἀπὸ τὸν ἴδιο, ἔγινε ποιμένας σὲ ξένους χοίρους.

Εἶναι φανερὸ ὅτι μὲ τὸν ἕνα τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, ἐννοεῖ τὸν πονηρό. Ἐδῶ βέβαια ἀναφέρεται ἄνθρωπος, ὅπως κι ὁ πατέρας ὀνομάζεται ἄνθρωπος, ἱστορεῖται ὅμως μ’ ἕναν τρόπο ἐντελῶς ἀντίθετο ἀπὸ τὸν «πατέρα-ἄνθρωπο» ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔφυγε ὁ ἀνόητος γιός. Αὐτὸς ἐδῶ δὲν εἶναι ἄνθρωπος τῆς οὐράνιας βασιλείας, οὔτε κἄν τῆς ἐπίγειας, ἀλλὰ κάποιας τρίτης, τῆς βασιλείας τοῦ σκότους καὶ τῆς φρίκης, τῆς παρακμῆς καὶ τῆς γέεννας, τῆς βασιλείας τῶν δαιμόνων. Μὲ τὸν πρῶτο, τὸν «πατέρα-ἄνθρωπο», ὁ ἁμαρτωλὸς ὀνομάζεται γιός, μὲ τὸν ἄλλον, τὸν «πονηρὸ-ἄνθρωπο», ὀνομάζεται δοῦλος. Ὅταν ἦταν κοντὰ στὸν «πατέρα-ἄνθρωπο» ἦταν εὐλογημένος, εἶχε ὅλα τὰ ἀγαθὰ καὶ μάλιστα μὲ ἀφθονία. Μὲ τὸν ἄλλον, τὸν «πονηρὸ-ἄνθρωπο», πεινάει. Πεινοῦσε τόσο πολύ, ὥστε ἤθελε νὰ φάει τὰ ξυλοκέρατα ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, μὰ κανένας δὲν τοῦ ἔδινε οὔτε κἄν ἀπ’ αὐτά.

Οἱ χοῖροι ἐδῶ ἔχουν μία βαθύτερη σημασία. Μ’ αὐτοὺς πρέπει νὰ ὑπονοήσουμε τὰ πονηρὰ πνεύματα, τοὺς κατοίκους τῆς βασιλείας τῶν δαιμόνων. Τὰ πονηρὰ πνεύματα εἶναι φορεῖς κάθε ἀκαθαρσίας. Καὶ οἱ χοῖροι εἶναι τὰ ὁρατὰ σύμβολα τῆς βρωμιᾶς. Ὅταν ὁ Κύριος «ἐξέβαλε» τὰ πονηρὰ πνεύματα ἀπὸ τὸν δαιμονισμένο στὰ Γάδαρα, τὰ ἔστειλε στοὺς χοίρους. Ὅπως οἱ χοῖροι εἶναι κολλημένοι στὴ γῆ, ἔτσι καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα ριζώνουν μέσα στὸν ἄνθρωπο, ὡσότου βροῦν μέσα του κάποια ἀκαθαρσία γιὰ νὰ τραφοῦν. Μὲ τὰ ξυλοκέρατα πρέπει νὰ ὑπονοήσουμε κάθε ἀκαθαρσία τοῦ μέσα ἀνθρώπου, δηλαδὴ πονηρὲς σκέψεις, ἰδιοτελεῖς, ἁμαρτίες, ἀκάθαρτες καὶ λάγνες ἐπιθυμίες κι ἄλλα πάθη. Τὰ πονηρὰ πνεύματα τρέφονται καὶ ἱκανοποιοῦνται μὲ ὅλα ὅσα ἀπομυζοῦν τὴ ψυχὴ καὶ τὴ μαραίνουν. Ὅλα ὅσα γίνονται στὸ σκότος τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἐκεῖ ποὺ δὲ φτάνει ὁ θεῖος φωτισμός, ὅπως οἱ καρποὶ ποὺ ἀναπτύσσονται, μέσα στὸ ἔδαφος, εἶναι ἡ ἀκάθαρτη τροφὴ γιὰ τὰ πονηρὰ πνεύματα.

Τὰ πονηρὰ πνεύματα ὅμως δὲν δίνουν τὴν τροφὴ αὐτὴ στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ μπῆκε στὴν ὑπηρεσία τους. Τὸν τρέφουν ὡς τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ γίνει ὁλότελα δικός τους, ποὺ θὰ ὑποταχτεῖ στὴ δύναμή τους. Μετά, ὅταν τὸν ἔχουν στὸ χέρι τους, δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ τὸν ταΐσουν ἄλλο. Ἡ τροφὴ τους εἶναι δηλητήριο· κι αὐτὸς τώρα ἔχει δηλητηριαστεῖ ὁλόκληρος. Αὐτὸ ποὺ ὡς τότε ἦταν δηλητήριο, τώρα τὸν τρέφει. Ροκανίζουν τὴ ψυχή του καὶ περιμένουν τὴν ὥρα ποὺ θ’ ἀποχωριστεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, τότε ποὺ θὰ μποροῦν νὰ τὴν ταΐσουν μὲ ἀκόμα μεγαλύτερα βάσανα στὸ σκοτάδι τῆς γέεννας. Ὅπως εἶπε ὁ προφητάνακτας Δαβίδ, «κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου, ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος» (Ψαλμ. ρμβ΄, 3). Ὁ Ἄσωτος υἱὸς ἔμοιαζε μὲ νεκρὸ προτοῦ πεθάνει σωματικά.

Ἀπό τό βιβλίο:«Καιρὸς μετανοίας»

Σάββατο, Φεβρουαρίου 12, 2022

Κυριακή Τελώνου και Φαρισαίου

 


Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Πόσο μικρὴ καὶ γνωστὴ εἶναι ἡ σημερινὴ παραβολὴ καὶ πόσο δυνατὸ καὶ προκλητικὸ εἶναι τὸ μήνυμά της.

Εἶναι δυνατὸ καὶ φαίνεται μέσα ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ κειμένου. Δύο ἄνδρες ἦλθαν στὴν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, σ’ ἕναν χῶρο ἱερό, στὸ Βασίλειό Του, ποὺ σ’ ἕναν κόσμο ποὺ χάνεται μέσα στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, Τοῦ ἀνήκει ἀνεπιφύλακτα. Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄνδρες περπατᾶ ὑπερήφανα πρὸς τὸν ναὸ καὶ παίρνει θέση μπροστὰ στὸν Θεό. Ὁ ἄλλος ἔρχεται καὶ οὔτε κἄν τολμᾶ νὰ διασχίσει τὸ κατώφλι τοῦ ναοῦ: εἶναι ἁμαρτωλὸς καὶ ὁ χῶρος εἶναι ἱερός, ὅπως ὁ χῶρος γύρω ἀπὸ τὴν Φλεγόμενη Βάτο στὴν ἔρημο ὅπου ὁ Μωυσῆς δὲν μποροῦσε νὰ εἰσέλθει χωρὶς νὰ λύσει τὰ ὑποδήματά του, παρὰ μόνο μὲ λατρεία καὶ φόβο Θεοῦ.

Καὶ πόσο διαφορετικὰ εἶναι τὰ λόγια ποὺ εἰπώθηκαν!

Προφανῶς ὁ Φαρισαῖος προσεύχεται στὸν Θεό, Τὸν δοξάζει – ἀλλὰ γιὰ ποιὸ λόγο; Ἐπειδὴ εἶχε δημιουργήσει ἕνα ἄνθρωπο σὰν αὐτόν, ἕναν ἄνθρωπο τόσο ἅγιο, τόσο ἄξιο γιὰ τὸν Θεὸ· ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ὄχι μόνο δὲν τηρεῖ ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Νόμου, ἀλλὰ πηγαίνει πέρα ἀπὸ ὅ,τι ἔχει προστάξει ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς καὶ περιμένει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Πραγματικὰ στέκεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ δοξολογώντας Τον, ποὺ αὐτός, εἶναι τόσο ὑπέροχος ποὺ εἶναι δόξα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἁγιότητάς Του.

Ὁ Τελώνης δὲν τολμᾶ κἄν νὰ εἰσέλθει στὸν ἱερὸ τόπο τοῦ Θεοῦ.

Καὶ ἡ παραβολὴ εἶναι ξεκάθαρη: ὁ ἄνδρας ποὺ ἦλθε καὶ στάθηκε μὲ συντετριμμένη καρδιά, μὲ ντροπὴ γιὰ τὸν ἑαυτό του, γνωρίζοντας ὅτι εἶναι ἀνάξιος νὰ εἰσέλθει στὸν ναό, ἐπιστρέφει σπίτι του συγχωρεμένος, μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ: συντροφευμένος ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο νὰ σώσει τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ποὺ παραστέκεται σ’ ὅποιον Τὸν χρειάζεται καὶ ἀναγνωρίζει τὴν ἀνάγκη του γιὰ σωτηρία.

Ὁ Φαρισαῖος πηγαίνει σπίτι του, ἀλλὰ ἔχει συγχωρεθεῖ λιγότερο· ἡ σχέση του μὲ τὸν Θεὸ δὲν εἶναι ἡ ἴδια· στὴ σχέση αὐτὴ αὐτὸς βρίσκεται στὸ κέντρο, ὁ Θεὸς στὴν περιφέρεια· ἐκεῖνος βρίσκεται στὸ κέντρο τῶν πραγμάτων, ὁ Θεὸς εἶναι ὑποχείριό Του. Τοῦτο δὲν σημαίνει ὅτι ὅ,τι ἔκανε ἦταν χωρὶς ἀξία· ἁπλῶς σημαίνει ὅτι ὅσο τὸν ἀφορᾶ, δὲν ὑπῆρξε σ’ ἐκεῖνον καρπὸς ἁγιότητας. Οἱ πράξεις του ἦταν καλὲς ἀλλὰ ἦταν ἀλλοιωμένες, δηλητηριασμένες ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια· ἡ ὀμορφιὰ σ’ ὅ,τι ἔκανε εἶχε ἐντελῶς ἀμαυρωθεῖ ἐπειδὴ δὲν ἀπευθυνόταν οὔτε στὸν Θεό, οὔτε στὸν πλησίον του· στρεφόταν στὸν ἑαυτό του. Καὶ λέγεται ὅτι αὐτὴ ἡ ὑπερηφάνεια ἀπογύμνωσε αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, τοῦ ἀφαίρεσε τοὺς καρποὺς τῶν καλῶν του ἔργων, τὸν καρπὸ τῆς ἐξωτερικῆς πίστης του στὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, ποὺ μόνο ἡ ταπείνωση θὰ μποροῦσε νὰ προσφέρει στὶς πράξεις του νόημα, ποὺ μόνο ἡ ταπείνωση θὰ μεταμόρφωνε σὲ ζωὴ τὶς πράξεις του, στὸ νερὸ τῆς ζωῆς ποὺ ἀναβλύζει ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα.

Ὅμως μία ἐρώτηση στέκει μπροστά μας: πῶς μποροῦμε νὰ μάθουμε κάτι γιὰ τὴν ταπείνωση ἐὰν εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητη προϋπόθεση νὰ μὴν εἴμαστε ὅπως ἡ ἄκαρπη συκιά, ἀλλὰ γόνιμοι, νὰ γίνουμε ἡ πλούσια σοδειὰ ποὺ θὰ τρέφει τοὺς ἀνθρώπους;

Δὲν πιστεύω ὅτι μποροῦμε νὰ κινηθοῦμε πρὸς τὴν ταπείνωση ἀπὸ ὑπερηφάνεια, ἀπὸ ματαιότητα, ἐκτὸς ἐὰν μᾶς συμβεῖ κάτι τόσο τραγικὸ ποὺ νὰ δοῦμε, ν’ ἀνακαλύψουμε τοὺς ἑαυτούς μας νὰ εἶναι ἐντελῶς στερημένοι ἀπὸ τὸ κάθε τι ποὺ στήριζε τὴν ἁμαρτωλή, καταστροφική, ἄκαρπη κατάστασή μας. Ὑπάρχει ὅμως ἕνα πράγμα ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε: ὅσο πιστεύουμε ὅτι κατέχουμε κάθε εἴδους χάρισμα τῆς καρδιᾶς, τοῦ νοῦ, τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς, ὅσο καρποφόρα μπορεῖ νὰ εἶναι τὰ ἔργα μας, μποροῦμε νὰ θυμηθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: Ὦ ἄνθρωπε, τί ἔχεις ποὺ δὲν σοῦ ἔχει δοθεῖ;!… Καὶ πράγματι, ἠχοῦν σὰν ἀντίλαλος στ’ αὐτιά μας τὰ λόγια τοῦ Κυρίου στὸν πρῶτο Μακαρισμό, στὸν Μακαρισμὸ ποὺ ἀνοίγει τὴν πόρτα σὲ ὅλους τοὺς ἄλλους : «Εὐλογημένοι εἶναι οἱ πτωχοὶ στὸ πνεῦμα… Εὐλογημένοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ γνωρίζουν ὄχι μόνο μὲ τὴ λογικὴ – ἀλλὰ τουλάχιστον μὲ τὴ λογική!- ὅτι εἶναι ἕνα τίποτα, ὅτι δὲν κατέχουν τίποτα ποὺ δὲν εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Θεὸς μᾶς κάλεσε νὰ ὑπάρξουμε ἀπὸ τὸ μηδέν, δίχως τὴ συμμετοχή μας: ἡ ὕπαρξή μας εἶναι ἕνα δῶρο! Μᾶς δόθηκε ζωὴ ποὺ δὲν μπορούσαμε νὰ δημιουργήσουμε. Μᾶς δόθηκε ἡ γνώση τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ, καὶ πράγματι μᾶς δόθηκε μία βαθύτερη, πιὸ οἰκεία γνώση τοῦ Θεοῦ- ὅλα αὐτὰ εἶναι ἕνα δῶρο! Καὶ τότε, αὐτὸ ποὺ εἴμαστε εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ: τὸ σῶμα, ἡ καρδιά, ὁ νοῦς, ἡ ψυχὴ μας – ποιὰ δύναμη ἔχουμε σ’ αὐτὰ τὰ δῶρα ὅταν ὁ Θεὸς δὲν τὰ στηρίζει..; Ἡ μεγαλύτερη εὐφυία μπορεῖ ξαφνικὰ ἀπὸ ἕνα ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο νὰ χαθεῖ στὸ σκοτάδι· ὑπάρχουν στιγμὲς ποὺ ἀντιμετωπίζουμε μία ἀνάγκη ποὺ χρειάζεται ὅλη μας τὴ συμπάθεια, τὴν ἀγάπη – καὶ ἀνακαλύπτουμε ὅτι ἡ καρδιὰ μας εἶναι καμωμένη ἀπὸ πέτρα καὶ πάγο… Καὶ θέλουμε νὰ κάνουμε τὸ καλὸ – καὶ δὲν μποροῦμε καὶ ἤδη ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τὸ γνώριζε ὅταν εἶπε: Δὲν κάνω αὐτὸ ποὺ ἀγαπῶ, καὶ πράττω συνεχῶς τὸ κακὸ ποὺ μισῶ… Καὶ τὸ σῶμα μας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τόσα πολλὰ πράγματα!

Καὶ τί νὰ πεῖ κανεὶς γιὰ τὴν φιλία ποὺ μᾶς προσφέρεται, τὶς σχέσεις μας, τὴν ἀγάπη ποὺ μᾶς στηρίζει, τὴν συντροφικότητα· ὅ,τι εἴμαστε καὶ ὅ,τι ἔχουμε εἶναι ἕνα δῶρο: καὶ ποιὸ εἶναι τὸ ἑπόμενο βῆμα: δὲν εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη; Δὲν μποροῦμε νὰ στραφοῦμε στὸν Θεό, ὄχι σὰν τὸν φαρισαῖο, μὲ ὑπερηφάνεια γι’ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε, ξεχνώντας ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι δικά Του, ἀλλὰ νὰ στραφοῦμε στὸν Θεὸ καὶ νὰ Τοῦ ποῦμε: Θεέ μου, ὅλα αὐτὰ εἶναι δικό σου δῶρο! Ὅλη αὐτὴ ἡ ὀμορφιά, ἡ ἐξυπνάδα, ἡ εὐαίσθητη καρδιά, ὅλες ἐκεῖνες οἱ καταστάσεις τῆς ζωῆς εἶναι ἕνα δῶρο! Πράγματι ὅλες αὐτὲς οἱ καταστάσεις, ἀκόμα κι ἐκεῖνες ποὺ μᾶς φοβίζουν εἶναι ἕνα δῶρο ἐπειδὴ ὁ Θεὸς μᾶς λέει: Σᾶς ἐμπιστεύομαι ἀρκετὰ γιὰ νὰ σᾶς στείλω νὰ φέρετε τὸ φῶς στὸ σκοτάδι! Σᾶς στέλνω ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἀποσύνθεση νὰ γίνεται τὸ ἁλάτι ποὺ θὰ τὴν σταματήσει! Σᾶς στέλνω ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ φέρετε τὴν ἐλπίδα, νὰ φέρετε τὴν χαρά, νὰ φέρετε τὴν ἀγάπη ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει καὶ ὅτι μᾶς στέλνει ὁ Θεὸς στὸ σκοτάδι, γιὰ νὰ γίνουμε ἡ παρουσία καὶ ἡ ζωή Του, αὐτὸ σημαίνει ὅτι μᾶς ἐμπιστεύεται- μᾶς ἐμπιστεύεται, μᾶς πιστεύει, ἐλπίζει τὰ πάντα σέ μᾶς: δὲν ἀρκεῖ αὐτὸ νὰ μᾶς κάνει εὐγνώμονες;

Ἀλλὰ ἡ εὐγνωμοσύνη δὲν εἶναι ἁπλὰ μιὰ παγωμένη λέξη εὐχαριστίας· εὐγνωμοσύνη σημαίνει ὅτι ἐπιθυμοῦμε νὰ Τὸν κάνουμε νὰ δεῖ ὅτι ὅλα αὐτὰ δὲν μᾶς δόθηκαν μάταια, ὅτι δὲν ἔγινε μάταια ἄνθρωπος, δὲν ἔζησε, δὲν πέθανε μάταια· εὐγνωμοσύνη σημαίνει μιὰ ζωὴ ποὺ θὰ ἔδινε χαρὰ στὸν Θεό: αὐτὴ εἶναι ἡ πρόκληση αὐτῆς τῆς ἰδιαίτερης παραβολῆς.

Ναί, τὸ ἰδανικὸ γιὰ μᾶς θὰ ἦταν νὰ εἴμαστε ταπεινοὶ- ἀλλὰ τί εἶναι ταπείνωση; Ποιὸς ἀπὸ ἐμᾶς γνωρίζει, καὶ ἐὰν κάποιος γνωρίζει, ποιὸς μπορεῖ νὰ τὸ μεταφέρει στὸν καθένα ποὺ δὲν γνωρίζει; Ἀλλὰ τὴν εὐγνωμοσύνη τὴν γνωρίζουμε ὅλοι· ὅλοι γνωρίζουμε μικρὲς πτυχὲς καὶ τρόπους γιὰ νὰ τὴν ἐκφράσουμε. Ἂς τὸ συλλογιστοῦμε αὐτό, καί, ἂς ἀναγνωρίσουμε, μὲ μία πράξη εὐγνωμοσύνης ὅτι δὲν ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ βρισκόμαστε στὸν ἱερὸ τόπο τοῦ Θεοῦ- καὶ Ἐκεῖνος μᾶς ἐπιτρέπει νὰ βρισκόμαστε ἐκεῖ. Δὲν ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ κοινωνοῦμε μαζί Του εἴτε στὴν προσευχὴ ἢ στὰ μυστήρια- καὶ μᾶς καλεῖ σὲ κοινωνία μαζί Του! Δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ εἴμαστε παιδιά Του, νὰ εἴμαστε τὰ ἀδέλφια τοῦ Χριστοῦ, νὰ εἴμαστε ἡ κατοικία τοῦ πνεύματος- καὶ μᾶς τὰ δωρίζει ὅλα μέσα ἀπὸ μία πράξη ἀγάπης!

Ἂς συλλογιστεῖ ὁ καθένας μας καὶ ἂς ρωτήσει τὸν ἑαυτό του: μὲ ποιὸ τρόπο μπορεῖ νὰ εἶναι τόσο εὐγνώμων ἔτσι ὥστε ὁ Θεὸς νὰ μποροῦσε νὰ χαρεῖ στὸ γεγονὸς ὅτι δὲν προσφέρθηκε μάταια, δὲν ὑπῆρξε μάταια, δὲν ἔζησε, δὲν πέθανε μάταια, ὅτι ἔχουμε λάβει τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας. Καὶ ἂν ἀναπτυχθεῖ βαθιὰ μέσα μας ἡ ἀληθινὴ εὐγνωμοσύνη θὰ λατρεύσουμε τὸν Θεὸ καὶ θὰ μάθουμε ὅτι ταπείνωση δὲν εἶναι ξεπεσμός, ἀλλὰ λατρεία, ἡ ἐπίγνωση ὅτι Ἐκεῖνος εἶναι ὅ,τι ἔχουμε, ὅ,τι εἴμαστε, καὶ ὅτι εἴμαστε ἀνοιχτοὶ ὅπως ἡ γῆ, ἡ πλούσια γῆ εἶναι ἀνοιχτὴ στὸ ὄργωμα, στὴ σπορά, στὸν σπόρο, στὴ λιακάδα, στὴ βροχή, στὸ κάθε τι προκειμένου νὰ καρποφορήσει. Ἀμήν.

(Πηγή καί Ἀπόδοση Νεοελληνική: agiazoni.gr)

Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου:H Tαπείνωση



Η επόμενη Κυριακή ονομάζεται «Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου». Την παραμονή της ημέρας αυτής, δηλαδή στον Εσπερινό του Σαββάτου εμφανίζεται για πρώτη φορά το λειτουργικό βιβλίο της Μεγάλης Σαρακοστής που λέγεται Τριώδιο. Απ’ αυτό διαβάζονται διάφορα κείμενα που τα προσθέτουμε στους συνηθισμένους ύμνους και τις ευχές της εβδομαδιαίας αναστάσιμης ακολουθίας. Όλα αυτά τα κείμενα παρουσιάζουν την επόμενη μεγάλη πλευρά της μετάνοιας: την ταπείνωση.


Το ευαγγελικό ανάγνωσμα (Λουκ. 18, 10‐14) περιγράφει έναν άνθρωπο που είναι πάντα ευχαριστημένος με τον εαυτό του και που νομίζει ότι συμμορφώνεται με όλες τις απαιτήσεις της θρησκείας. Είναι βέβαιος για τον εαυτό του και πολύ περήφανος γι’ αυτόν. Στην πραγματικότητα όμως έχει παραποιήσει το νόημα της θρησκείας. Την έχει περιορίσει σε εξωτερικούς τύπους και μετράει την ευσέβεια του με το ποσόν των χρημάτων που συνεισφέρει στο ναό. Όσο για τον Τελώνη, αυτός ταπεινώνει τον εαυτό του και αυτή η ταπείνωση τον δικαιώνει μπροστά στο Θεό.

Αν υπάρχει μια ηθική αξία που σχεδόν απόλυτα παραθεωρείται ή αγνοείται σήμερα είναι πραγματικά η ταπείνωση. Ο πολιτισμός στον οποίο ζούμε διαρκώς ενσταλάζει μέσα μας την έννοια της υπερηφάνειας, της αυτοεξύμνησης και της αυτοδικαίωσης. Είναι οικοδομημένος πάνω στην αλαζονική υπόθεση ότι ο άνθρωπος μπορεί να πετύχει οτιδήποτε μόνος του, και φτάνει στο να περιγράφει τον Θεό σαν τον Ένα που πάντοτε αμείβει τις επιτυχίες και τα καλά έργα του ανθρώπου. Η ταπείνωση -είτε ατομική, είτε ομαδική, είτε εθνική είναι- θεωρείται δείγμα αδυναμίας, κάτι ανάρμοστο για έναν αληθινά άνθρωπο. Αλλά μήπως και οι χριστιανοί σήμερα δεν είναι ποτισμένοι με το πνεύμα του Φαρισαίου; Μήπως και μεις δε θέλουμε κάθε προσφορά μας, κάθε «καλή πράξη» μας, καθετί που κάνουμε «για την Εκκλησία» να αναγνωρίζεται, να επαινείται, να δημοσιεύεται;

Αλλά τι είναι ταπείνωση; Η απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση μπορεί να φανεί παράδοξη γιατί είναι ριζωμένη σε μια περίεργη διαβεβαίωση: Ο ίδιος ο Θεός είναι ταπεινός! Για κείνον που γνωρίζει το Θεό, που Τον ατενίζει μέσα στη δημιουργία Του και στις σωτήριες ενέργειες Του, είναι φανερό ότι η ταπείνωση είναι πραγματικά μια θεία ποιότητα, είναι το ουσιαστικό περιεχόμενο και η λάμψη της δόξας από την οποία, όπως ψέλνουμε στη Θεία Λειτουργία, είναι «πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ». Μέσα στην ανθρώπινη διανοητικότητά μας έχουμε την τάση να μη μπορούμε να συμβιβάσουμε τη «δόξα» με την «ταπείνωση» -αφού μάλιστα η ταπείνωση θεωρείται ψεγάδι ή ελάττωμα. Ακριβώς όμως η άγνοιά μας και η αδεξιότητά μας είναι εκείνα που μας κάνουν ή θα έπρεπε να μας κάνουν να νιώθουμε ταπεινοί. Είναι σχεδόν αδύνατο να μεταφέρεις στο σύγχρονο άνθρωπο που τρέφεται με τη δημοσιότητα, την αυτοπροβολή και την ατέλειωτη αυτοεξύμνηση, το γεγονός ότι εκείνο που είναι αυθεντικά τέλειο, όμορφο και καλό είναι την ίδια στιγμή γνήσια ταπεινό. Ακριβώς γιατί η τελειότητα δεν έχει ανάγκη από τη «δημοσιότητα», την εξωτερική δόξα ή από την κάθε είδους επίδειξη. Ο Θεός είναι ταπεινός γιατί είναι τέλειος. Η ταπείνωσή Του είναι η δόξα Του και η πηγή κάθε αληθινής ομορφιάς, τελειότητας και καλοσύνης: Καθένας που προσεγγίζει το Θεό και Τον γνωρίζει αυτόματα μοιράζεται τη Θεία ταπείνωση και ωραΐζεται μέσα σ’ αυτή. Αυτό συνέβηκε με την Παναγία, τη Μητέρα του Χριστού, που η ταπείνωση την έκανε χαρά όλης της οικουμένης και τρανή αποκάλυψη της ωραιότητας πάνω στη γη· αυτό έγινε και με όλους τους αγίους· το ίδιο συμβαίνει και με κάθε ανθρώπινη ύπαρξη στις σπάνιες στιγμές της επαφής της με το Θεό.

Πώς κανείς γίνεται ταπεινός; Η απάντηση για ένα χριστιανό είναι απλή: με την ενατένιση του Χριστού, που είναι η σαρκωμένη Θεία ταπείνωση, ο Ένας, μέσα στον οποίο ο Θεός αποκάλυψε, μια για πάντα, τη δόξα Του σαν ταπείνωση και την ταπείνωσή Του σαν δόξα. «Νῦν» είπε ο Χριστός τη νύχτα της άκρας ταπείνωσής Του, «ἐδοξάσθη ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὁ Θεὸς ἐδοξάσθη ἐν αὐτῷ». Η ταπείνωση μαθαίνεται ενατενίζοντας το Χριστό ο οποίος είπε: «Μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ». Τελικά γινόμαστε ταπεινοί με το να μετράμε το καθετί με μέτρο τα Χριστό και να αναφερόμαστε για όλα σ’ Αυτόν. Χωρίς το Χριστό η αληθινή ταπείνωση είναι αδύνατη, ενώ στην περίπτωση του Φαρισαίου, ακόμα και η θρησκεία, γίνεται υπερηφάνεια για τα επιτεύγματά του· έχουμε δηλαδή ένα άλλο είδος φαρισαϊκής αυτοδοξολογίας.

Η περίοδος λοιπόν της Μεγάλης Σαρακοστής αρχίζει με μια αναζήτηση, μια προσευχή για ταπείνωση που είναι η αρχή της αληθινής μετάνοιας. Γιατί μετάνοια, πάνω από καθετί άλλο, είναι η επιστροφή στη γνήσια τάξη των πραγμάτων, η «αναμόρφωση του αρχαίου κάλλους». Η μετάνοια επομένως είναι θεμελιωμένη στην ταπείνωση και η ταπείνωση -η Θεία και θαυμαστή ταπείνωση- είναι καρπός της και τέρμα της. «Φαρισαίου φύγωμεν ὑψηγορίαν», λέει το Κοντάκιον της ημέρας, «καὶ Τελώνου μάθωμεν τὸ ταπεινὸν ἐν στεναγμοῖς». Βρισκόμαστε μπροστά στις «πύλες της μετανοίας» και στην πιο επιβλητική στιγμή του Όρθρου της Κυριακής· αφού διαβαστεί το Αναστάσιμο Ευαγγέλιο και αναγγελθεί η Ανάσταση του Χριστού με το «Ανάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι…», ψάλλουμε για πρώτη φορά τα τροπάρια που θα μας συνοδεύουν σε όλη τη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής:

Τῆς μετανοίας ἄνοιξόν μοι πύλας Ζωοδότα ὀρθρίζει γὰρ τὸ πνεῦμά μου, πρὸς ναὸν τὸν ἅγιόν σου, ναὸν φέρων τοῦ σώματος, ὅλον ἐσπιλωμένον· ἀλλ᾿ ὡς οἰκτίρμων κάθαρον, εὐσπλάχνῳ σου ἐλέει.

Τῆς σωτηρίας εὔθυνόν μοι τρίβους, Θεοτόκε, αἰσχραῖς γὰρ κατερρύπωσα, τὴν ψυχὴν ἁμαρτίαις, ὡς ῥᾳθύμως τὸν βίον μου, ὅλον ἐκδαπανήσας· ταῖς σαῖς πρεσβείαις ρῦσαί με, πάσης ἀκαθαρσίας.

Τὰ πλήθη τῶν πεπραγμένων μοι δεινῶν, ἐννοῶν ὁ τάλας, τρέμω τὴν φοβερὰν ἡμέραν τῆς κρίσεως· ἀλλὰ θαρρῶν εἰς τὸ ἔλεος τῆς εὐσπλαγχνίας σου, ὡς ὁ Δαυΐδ βοῶ σοι· Ἐλέησόν με ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα σου ἔλεος.

π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Μεγάλη Σαρακοστή – Πορεία προς το Πάσχα, 11η έκδοση, Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 2006

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 02, 2022

Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ TOΥ KΥPIOΥ


Π.Ἀλεξάνδρου Σμέμαν
Σαράντα μέρες μετὰ τὰ Χριστούγεννα, οἱ ἐνορίες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γιορτάζουν τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου. Ὅμως ἐπειδὴ συνήθως ἡ γιορτὴ πέφτει σὲ ἐργάσιμη μέρα, ἔχει σχεδὸν μισοξεχαστεῖ· παρ’ ὅλα αὐτά ἔρχεται ὅταν ἡ Ἐκκλησία ὁλοκληρώνει “τὸ χρόνο τῶν Χριστουγέννων”, ἀποκαλύπτοντας καὶ συγκεφαλαιώνοντας τὸ νόημα τῶν Χριστουγέννων σ’ ἕνα ρεῦμα καθαρῆς καὶ βαθιᾶς χαρᾶς. Ἡ ἑορτὴ ἀναφέρεται σ’ ἕνα γεγονὸς πού καταγράφεται στὸ εὐαγγέλιο τοῦ ἀποστόλου Λουκᾶ.
 Σαράντα μέρες μετὰ τὴ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴ Βηθλεέμ, ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ Μαρία, ἀκολουθώντας τὴ θρησκευτικὴ συνήθεια τῆς ἐποχῆς, “ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς Ἱεροσόλυμα παράστησαι τῷ Κυρίῳ, καθὼς γέγραπται ἐν νόμῳ Κυρίου…” (Λουκ. 2, 22-23). Τὸ εὐαγγέλιο συνεχίζει:
«Καὶ ἰδοὺ ἦν ἄνθρωπος ἐν ῾Ιεροσολύμοις ᾧ ὄνομα Συμεών, καὶ ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος καὶ εὐλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ ᾿Ισραήλ, καὶ Πνεῦμα ἦν ῞Αγιον ἐπ᾿ αὐτόν· καὶ ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ ῾Αγίου μὴ ἰδεῖν θάνατον πρὶν ἢ ἴδῃ τὸν Χριστὸν Κυρίου. καὶ ἦλθεν ἐν τῷ Πνεύματι εἰς τὸ ἱερόν· καὶ ἐν τῷ εἰσαγαγεῖν τοὺς γονεῖς τὸ παιδίον ᾿Ιησοῦν τοῦ ποιῆσαι αὐτοὺς κατὰ τὸ εἰθισμένον τοῦ νόμου περὶ αὐτοῦ, καὶ αὐτὸς ἐδέξατο αὐτὸν εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ καὶ εὐλόγησε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε· νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν. φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου ᾿Ισραήλ. Καὶ ἦν ᾿Ιωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ θαυμάζοντες ἐπὶ τοῖς λαλουμένοις περὶ αὐτοῦ. καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς Συμεὼν καὶ εἶπε πρὸς Μαριὰμ τὴν μητέρα αὐτοῦ· ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον. καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί». (Λουκ. 2. 26-35).
Πόσο ἐκπληκτικὴ καὶ ὄμορφη εἶναι ἡ εἰκόνα, ὁ πρεσβύτερος νὰ κρατᾶ στὴν ἀγκαλιὰ του τὸ βρέφος, καὶ πόσο παράξενα τὰ λόγια του: “ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου…”.
 Συλλογιζόμενοι αὐτά τὰ λόγια ἀρχίζουμε νὰ ἐκτιμοῦμε τὸ βάθος αὐτοῦ τοῦ γεγονότος καὶ τὴ σχέση πού ἔχει μέ μᾶς, μὲ μένα, μὲ τὴν πίστη μας. Ὑπάρχει στὸν κόσμο κάτι πιὸ χαρούμενο ἀπὸ μιὰ συνάντηση, μιὰ “ὑπαπαντὴ” μὲ κάποιον πού ἀγαπᾶς; Εἶναι ἀλήθεια πώς τὸ νὰ ζεῖς σημαίνει νὰ περιμένεις, νὰ ἀποβλέπεις σὲ μιὰ συνάντηση. Δὲν εἶναι ἄραγε ἡ ὑπερβατικὴ καὶ ὄμορφη προσδοκία τοῦ Συμεὼν τὸ σύμβολό της; Δὲν εἶναι ἡ πολύχρονη ζωὴ του σύμβολο τῆς προσδοκίας, αὐτὸς ὁ “πρεσβύτης” πού περνᾶ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ του περιμένοντας τὸ φῶς πού φωτίζει τοὺς πάντες καὶ τὴ χαρὰ πού πληρώνει τὰ πάντα; Πόσο δὲ ἀπροσδόκητο, πόσο ἄρρητα ὄμορφο εἶναι τὸ ὅτι τὸ πολυαναμενόμενο φῶς καὶ ἡ χαρὰ ἔρχεται στὸν πρεσβύτη Συμεὼν μὲ ἕνα παιδί!
 Φαντασθεῖτε τὰ τρεμάμενα χέρια τοῦ γέροντα Συμεὼν καθὼς παίρνει στὴν ἀγκαλιὰ του τὸ σαρανταήμερο βρέφος τόσο τρυφερὰ καὶ προσεκτικά, ἀτενίζοντας τὸ μικρὸ πλάσμα, καὶ πλημμυρίζοντας ἀπὸ δοξολογία: “νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμα σου ἐν εἰρήνῃ· ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου”. Ὁ Συμεὼν περίμενε. Περίμενε σὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή του, καὶ εἶναι βέβαιο πώς στοχαζόταν, προσευχόταν καὶ βάθαινε καθὼς περίμενε ἔτσι, ὥστε στὸ τέλος ὁλόκληρη ἡ ζωή του νὰ εἶναι μιὰ συνεχὴς “Παραμονὴ” τῆς χαρούμενης συνάντησης.
Δὲν εἶναι καιρὸς νὰ ἀναρωτηθοῦμε τί περιμένουμε; Τί ἐπιμένει ἡ καρδιά μας νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει συνεχῶς; Μεταμορφώνεται βαθμιαία ἡ ζωή μας σὲ μιὰ ἀναμονή, καθὼς περιμένουμε νὰ συναντηθοῦμε μὲ τὰ οὐσιώδη; αὐτά εἶναι τὰ ἐρωτήματα πού θέτει ἡ Ὑπαπαντή. Ἐδῶ, σ’ αὐτή τὴ γιορτὴ ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀποκαλύπτεται ὡς ἀνυπέρβλητη ὀμορφιὰ μιᾶς ὥριμης ψυχῆς, πού ἔχει ἀπελευθερωθεῖ, βαθύνει καὶ καθαριστεῖ ἀπὸ καθετί τὸ μικρόψυχο, τὸ ἀνόητο καὶ τυχαῖο. Ἀκόμη καὶ τὰ γηρατειὰ καὶ ὁ θάνατος, ἡ γήινη μοίρα πού ὅλοι μας μοιραζόμαστε, παρουσιάζονται ἐδῶ τόσο ἁπλά καὶ πειστικὰ ὡς ἀνάπτυξη καὶ ἄνοδος πρὸς ἐκείνη τὴ στιγμή, ὅταν μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά, στὴν πληρότητα τῆς εὐχαριστίας, θὰ πῶ: “νῦν ἀπολύεις”. Εἶδα τὸ φῶς πού διαπερνᾶ τὸν κόσμο. Εἶδα τὸ “Παιδίον”, πού φέρνει στὸν κόσμο τόση θεϊκὴ ἀγάπη, καὶ πού παραδίνεται σὲ μένα. Τίποτε δὲν προκαλεῖ φόβο, τίποτε δὲν εἶναι ἄγνωστο, ὅλα τώρα εἶναι εἰρήνη, εὐχαριστία, ἀγάπη.
Αὐτά φέρνει ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου. Ἑορτάζει τὴ συνάντηση τῆς ψυχῆς μὲ τὴν Ἀγάπη, τὴ συνάντηση μ’ Αὐτὸν πού μοῦ ἔδωσε τὴ ζωή, καὶ πού μοῦ ἔδωσε τὸ κουράγιο νὰ τὴ μεταμορφώσω σὲ ἀναμονή.
 Ἀπό τό βιβλίο:ΕΟΡΤΟΔΡΟΜΙΟ,
Ἐκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ

Τρίτη, Φεβρουαρίου 01, 2022

Λόγος εις την Υπαπαντήν-αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων





Νοιῶσε μεγάλη χαρά, θυγατέρα Σιών, διαλάλησε τὴ χαρά σου, θυγατέρα Ἱερουσαλὴμ». Χόρευε, λαὲ τῆς πόλεως τοῦ Θεοῦ. Σκιρτᾶτε οἱ πύλες καὶ τὰ τείχη τῆς Σιών καὶ ὁλόκληρη ἡ γῆ. Φωνάξτε σεῖς τὰ ὄρη καὶ τὰ βουνὰ σκιρτήσατε πολύ. Τὰ ποτάμια, χειροκροτεῖστε καὶ τὰ πλήθη περικυκλῶστε τήν Σιών, βλέποντας τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα σ’ αὐτήν. Ἂς ὁμονοήσουν σήμερα τὰ οὐράνια μὲ τὰ ἐπίγεια καὶ ἂς ἀναπέμπει ὕμνους ἡ ἄνω μαζὶ μὲ τὴν κάτω Ἱερουσαλήμ, γιὰ τὸν Χριστὸ πού βρίσκεται σʼ αὐτήν, τὸν οὐράνιο καὶ τὸν ἐπίγειο. Γύρω ἀπὸ τὸν οὐράνιο χορέψτε οἱ νοερὲς δυνάμεις, καὶ τὸν ἐπίγειο ἀνυμνεῖστε τον οἱ ἄνθρωποι μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους.

Διότι σήμερα ἐμφανίστηκε ὁ Θεὸς τῶν θεῶν στὴ Σιών. Σήμερα εἰπώθηκαν λόγια δόξης γιὰ σένα, πόλη τοῦ Θεοῦ Ἱερουσαλήμ, πόλη τοῦ μεγάλου βασιλιᾶ. Ἄνοιξε τὶς πύλες πρὸς τιμὴν αὐτοῦ πού ἄνοιξε σὲ ὅλους τὶς πύλες τοῦ παραδείσου, καὶ ἐπίσης ἄνοιξε τὶς πύλες τῶν τάφων πάνω ἀπὸ τὸν Σταυρό, συνέτριψε τὶς πύλες τοῦ ἅδη πού ἦταν γιὰ αἰῶνες κλειστές, καὶ ἔκλεισε κατὰ τρόπο παράδοξο τὶς πύλες τῆς παρθενίας. Σὴμερα, ἐκεῖνος πού τὰ παλιὰ χρόνια μίλησε μὲ τὸν Μωυσῆ πάνω στο ὄρος Σινᾶ κατὰ τρόπον θεοπρεπῆ, ἐκπληρώνει τὸν νόμο, ὑποτασσόμενος στὸν νόμο σὰν δοῦλος. Σήμερα ἔρχεται ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴ θαιμάν στὴ Σιών. Σήμερα ὁ οὐράνιος Νυμφίος, μαζὶ μὲ τὴ Θεομήτορα παστάδα, ἔρχεται στὸν ναό. Θυγατέρες τῆς Ἱερουσαλήμ, βγεῖτε πρὸς προϋπάντησή του. Ἀνᾶψτε γεμάτες χαρὰ τὶς λαμπάδες στὸ ἀληθινὸ φῶς. Περιποιηθεῖτε τοὺς χιτῶνες τῶν ψυχῶν σας γιὰ χάρη τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ.

«Ὅλα λοιπὸν τὰ ἔθνη χειροκροτεῖστε»· ὅλα τὰ πέρατα τῆς γῆς, «ἐλᾶτε καὶ δέστε τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ»· κάθε τί πού ἀναπνέει ἂς αἰνέσει τὸν Κύριο»· «ὅλη ἡ γῆ ἂς προσκυνήσει»· κάθε γλώσσα ἂς τραγουδήσει· κάθε γλώσσα ἂς ψάλλει· κάθε γλώσσα ἂς δοξολογήσει παιδὶ-Θεόν, σαράντα ἡμερῶν καὶ προαιώνιο· παιδὶ μικρὸ καὶ ἡλικιωμένο· παιδὶ πού θηλάζει, καὶ δημιουργὸ τῶν ὅλων. Βλέπω βρέφος, καὶ ἀναγνωρίζω τὸν Θεό μου· βρέφος πού θηλάζει καὶ διατρέφει τὸν κόσμο· βρέφος πού κλαίει, καὶ χαρίζει στὸν κόσμο ζωὴ καὶ χαρὰ· βρέφος πού σπαργανώνεται, καὶ μὲ λυτρώνει ἀπὸ τὰ σπάργανα τῆς ἁμαρτίας· βρέφος στὴν ἀγκαλιά τῆς μητέρας, μὲ σάρκα πραγματικὰ μέ συνεχή παρουσία πάνω στὴ γῆ, καὶ ταυτόχρονα ὁ ἴδιος καὶ στοὺς κόλπους τοῦ Πατέρα, πραγματικὰ καὶ συνεχῶς στοὺς οὐρανούς.

Βλέπω βρέφος πού ἀπὸ τὴ Βηθλεὲμ μπαίνει στὴν Ἱερουσαλήμ, χωρὶς ὅμως νʼ ἀποχωρίζεται καθόλου ἀπὸ τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Βλέπω βρέφος πού προσφέρει σύμφωνα μὲ τὸν νόμο στὸ ναὸ θυσία πάνω στὴ γῆ, ἀλλά καὶ τὸ ἴδιο νὰ δέχεται τὶς εὐσεβεῖς θυσίες ὅλων στοὺς οὐρανούς. Τὸν Ἴδιο νὰ κρατιέται στὶς ἀγκάλες τοῦ γέροντα κατ’ οἰκονομίαν, καὶ τὸν Ἴδιο νὰ κάθεται σὲ θρόνους χερουβικούς, ὅπως ταιριάζει σὲ Θεό. Τὸν Ἴδιο νὰ προσφέρεται καὶ νὰ ἐξαγνίζεται, καὶ τὸν Ἴδιο νὰ ἐξαγνίζει καὶ νὰ καθαρίζει τὰ πάντα. Νὰ εἶναι ὁ ἴδιος τὸ δῶρο, καὶ ὁ ἴδιος ὁ ναός. Ὁ Ἴδιος ἀρχιερεύς, καὶ ὁ ἴδιος τὸ θυσιατήριο, ὁ ἴδιος τὸ ἱλαστήριο. Ὁ ἴδιος νὰ εἶναι αὐτὸς πού προσφέρει θυσὶα, καὶ ὁ ἴδιος νὰ προσφέρεται θυσία ὑπὲρ τοῦ κόσμου, καὶ ὁ ἴδιος νὰ προσκομίζει τὰ ξύλα τῆς ζωῆς καὶ τῆς γνώσεως. Νὰ εἶναι ὁ ἴδιος τὸ ἀρνί, καὶ ὁ Ἴδιος ἡ φωτιά. Ὁ ἴδιος νὰ εἶναι τὸ ὁλοκαύτωμα, καὶ ὁ ἴδιος ἡ μάχαιρα τοῦ Πνεύματος. Ὁ ἴδιος ὁ ποιμένας, καὶ ὁ ἴδιος τὸ ἀρνί. Ὁ ἴδιος νὰ εἶναι ὁ θύτης, καὶ ὁ ἴδιος τὸ θῦμα. Αὐτός Ἐκεῖνος πού προσφέρεται, καὶ ὁ Ἴδιος Ἐκεῖνος πού δέχεται τὴ θυσία. Αὐτός νὰ εἶναι ὁ νόμος καὶ ὁ Ἴδιος τώρα νὰ ὑποτάσσεται στὸν νόμο.

Αὐτός πού κρατάει ὅλη τὴ γῆ στὴ χούφτα του, χωράει στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ γέροντα, καὶ βαστάζεται, «αὐτός πού κρατεῖ τὰ πάντα μὲ τὸν παντοδύναμο λόγο του».

Ἂς ἀγάλλεται ὁ Ἀδάμ, λέγοντας μέσω τοῦ Συμεὼν στὸν Χριστὸ: «Τώρα ἀπόλυσε τὸν δοῦλο σου, Δέσποτα, ὅπως εἶπες, εἰρηνικά». Τώρα ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὰ αἰώνια δεσμὰ· τώρα γλύτωσέ με ἀπὸ τὴ φθορὰ· τώρα λύτρωσέ με ἀπὸ τὸ θάνατο· τώρα ἀπάλλαξέ με ἀπὸ τὴ λύπη, σὺ ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου, τὸν ὁποῖον στὸν ναὸ ὁ Συμεὼν ἀγκαλιάζοντάς τον καὶ κηρύττοντας τὸ μεγάλο μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας σʼ ὅλους τούς ἐθνικοὺς καὶ Ἰουδαίους, σκιρτᾶ καὶ ἀγάλλεται καὶ μὲ λαμπρὴ καὶ διαπεραστικὴ φωνὴ κραύγαζε γι’ αὐτόν λέγοντας· Αὐτός εἶναι ἐκεῖνος πού ὑπάρχει, καὶ προϋπῆρχε, καὶ εἶναι διαρκῶς παρὼν στὸν Πατέρα, ὁμοούσιος, ὁμόδοξος, ὁμοδύναμος, ἰσοδύναμος, παντοδύναμος, ἄναρχος, ἄκτιστος, ἀναλλοὶωτος, ἀπερίγραπτος, ἀόρατος, ἀκατανόμαστος, ἀκατάληπτος, ἀψηλάφητος, ἀκατανόητος, ἄδηλος.

Αὐτὸς εἶναι τὸ ἀπαύγασμα τῆς δόξας τοῦ Πατέρα. Αὐτὸς εἶναι ἡ σφραγίδα τῆς συστάσεως τῶν πάντων. Αὐτός εἶναι τὸ φῶς τῶν φώτων, πού ἀνατέλλει ἀπὸ τοὺς κόλπους τοῦ Πατέρα. Αὐτός εἶναι ὁ Θεὸς τῶν θεῶν, καὶ Θεός πού ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτός εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, πού προέρχεται ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Αὐτός εἶναι ὁ ποταμὸς τοῦ Θεοῦ, πού πηγάζει ἀπὸ τὴ θεία ἄβυσσο, ἀλλὰ δὲν ἀποχωρίζεται ἀπ’ αὐτήν. Αὐτός εἶναι ὁ θησαυρὸς τῆς ἀγαθότητας τοῦ Πατέρα καὶ τῆς αἰώνιας μακαριότητας. Αὐτός εἶναι, τὸ νερὸ τῆς ζωής, πού χαρίζει στὸν κόσμο ζωή. Αὐτός εἶναι ἡ ἄκτιστη ἀκτίνα, πού γεννήθηκε ἀπὸ τὸν ἥλιο, πού ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ τὸ φῶς, ἀλλά δὲν ἀποκόπτεται ἀπὸ αὐτόν. Αὐτός εἶναι ὁ Θεὸς−Λόγος, ὁ Ὁποῖος ἔφερε τὰ πάντα στὴν ὕπαρξη ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία μόνο μὲ τὸν λόγο του. 

Αὐτό τὸ παιδὶ ὑμνοῦν οἱ ἄγγελοι· αὐτό προσκυνοῦν οἱ ἀρχάγγελο· αὐτό τρέμουν οἱ ἐξουσίες· αὐτό δοξάζουν οἱ οὐράνιες δυνάμεις· αὐτό ὑπηρετοῦν τὰ Χερουβίμ· αὐτό θεολογοῦν τὰ Σεραφίφ. Αὐτό ὑπηρέτει ὁ ἥλιος· αὐτό ὑπηρετεῖ λειτουργικὰ ἡ σελήνη· σ’ αὐτό ὑπακούουν τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως· σ’ αὐτό ὑποτάσσονται οἱ πηγές. Αὐτό τὸ παιδὶ μόλις τὸ εἶδαν οἱ πύλες τοῦ ἅδη συντρίφτηκαν, ἐνῶ οἱ πύλες οἱ οὐράνιες ἄνοιξαν, καὶ ὁ ἅδης βλέποντάς το τρόμαξε. Αὐτό τὸ παιδὶ κατάργησε τὸν θάνατο, τὸν διάβολο τὸν καταντρόπιασε· τὴν κατάρα τὴν κατάργησε, τὴ λύπη τὴν ἔπαυσε, τὸ φίδι τὸ συνέτριψε· τὸ μεσότοιχο τὸ γκρέμισε, τὸ πονηρὸ χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν τὸ ἔσχισε, τὴν ἁμαρτία τὴν πάτησε, τὴν πλάνη τὴν κατάργησε, τὴν κτίση τὴν ἀνάστησε. Αὐτό τὸ παιδὶ ἔσωσε τὸν Ἀδάμ, ἀνέπλασε τὴν Εὕα, προσκάλεσε τὰ ἔθνη, φώτισε τὸν κόσμο.

Γιʼ αὐτό ἐλᾶτε καὶ σεῖς, φιλόχριστοι καὶ φιλόθεοι, νὰ προϋπαντήσουμε ὅλοι καθαροὶ καὶ χαρούμενοι τὸν ἐρχομό τοῦ Κυρίου καὶ Δεσπότη μας. Νὰ τὸν προϋπαντήσουμε ὄχι νομικά, ἀλλά πνευματικὰ· ὄχι νοιώθοντας ἀπόλαυση στὴν κοιλιά, ἀλλά σκιρτώντας μὲ τὸν πνεῦμα· ὄχι μεθώντας μὲ κρασί, ἀλλά ὄντας θερμοὶ στὸ πνεῦμα. Ἔτσι σήμερα ἂς στολίσουμε χαρούμενοι μὲ τρόπο λαμπρὸ τὶς λαμπάδες. Ἔτσι, ὡς υἱοί τοῦ φωτός, ἂς προσφέρουμε τὰ κεριά μας στὸ ἀληθινὸ φῶς, τὸν Χριστὸ· διότι φανερώθηκε στὸν κόσμο «ἕνα φῶς, πού θὰ εἶναι ἀποκάλυψη γιὰ τὰ ἔθνη». Γι’ αὐτό, ὡς φῶτα ἐκ φωτός, ἂς λάμψουμε περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ χιόνι, ἂς γίνουμε τυρὶ πιὸ ἄσπρο ἀπὸ τὰ γάλα, ἂς γίνουμε φωτινοὶ περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ πολύτιμο λιθάρι, τὸ ζαφείρι, καὶ πετώντας στὸν οὐρανὸ ἄσπιλοι περισσότερο καὶ ἀπὸ τὰ περιστέρια, ἂς βγοῦμε σὲ προϋπάντηση τοῦ Θεοῦ στὰ σύννεφα.

Ὅλοι σήμερα, ἀλλά καὶ πάντοτε, ἂς διακηρύξουμε τὰ γεγονότα τῆς γιορτῆς. Ἂς χορέψουμε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους, ἂς λάμψουν τὰ πρόσωπά μας μαζὶ μὲ τοὺς ποιμένες, ἂς προσκυνήσουμε μαζὶ μὲ τοὺς μάγους, ἂς γιορτάσουμε μαζὶ μὲ τὴ Βηθλεέμ, ἂς προϋπαντήσουμε μαζὶ μὲ τὴ Σιών, ἂς ἁγιασθοῦμε μαζὶ μὲ τὸν ναό, ἂς γεμίσουμε ἀγαλλίαση δοξάζοντας μαζὶ μὲ τὴν Παρθένο, ἂς προσφέρουμε μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσήφ, σὰν δύο τρυγόνια, τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μας· ἂς ἀγκαλιάσουμε μαζὶ μὲ τὸν Συμεὼν τὸν Χριστό, καὶ μαζὶ μὲ τὴν Ἄννα ἂς τὸν δοξάζουμε, γιὰ νὰ βρεθοῦμε μέσα στὰ αἰώνια ἀγαθά, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴν εὐσπαγχνία καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη, μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

 ολόκληρο εδώ