Πέμπτη, Μαρτίου 31, 2022

«Προσδοκώ άνάστασιν νεκρών και ζωήν τού μέλλοντος αίώνος»! Έτσι πρέπει να ζούμε: με το «προσδοκώ». Διότι ή ενέργεια της αναστάσεως βρίσκεται στήν πίστη μας.



Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ 

Στήν Άγια Γραφή γίνεται λόγος για τον «όλο άνθρωπο». «Και είπεν ό Θεός• ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ήμετέραν και καθ’ όμοίωσιν». Δεν είπε «ποιήσωμεν άνθρώπους», αλλά «ποιήσωμεν άνθρωπον». 

Σε αυτό ακριβώς φαίνεται εκείνη ή συνείδηση, γιά τήν όποια ό Κύριος λέει: «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Ή προετοιμασία γιά τη συνείδηση αυτής της εντολής υπήρξε μακροχρόνια.
Στήν Παλαιά Διαθήκη ή εντολή της αγάπης είχε όριο: «Αγαπήσεις τον πλησίον (τον Εβραίο) ως σεαυτόν και μισήσεις τούς εχθρούς αυτού». 

Αυτό ήταν αναγκαίο γιά τήν πάλη της φυσικής επιβιώσεως τους. Ό Χριστός όμως έδωσε σε όλες τις εντολές απεριόριστες διαστάσεις. Έτσι λοιπόν μάς είναι αναγκαίο να είσέλθουμε βαθμηδόν στή ζωή αύτή κατά το μέτρο πού μάς δίδεται ή προσευχή. Όταν προσεύχεσθε ιδιαιτέρως, να προσεύχεσθε γιά όλους και γιά τον καθένα! Και να προσθέτετε: «Και διά των  ευχών αυτού ή διά των ευχών αυτών έλέησόν με».

Έτσι, σταδιακά θά ευρύνεται ή συνείδησή μας. Και αυτό συνδέεται επίσης με το θέμα της υπακοής...


Κάποιος είπε: «Καλά, υπακοή στον ηγούμενο!». Όχι, όχι μόνο στον ηγούμενο! Βεβαίως, σύμφωνα με τήν οργάνωση της ζωής μας, τήν ενότητα τού θελήματος εκφράζει πρωτίστως ό ηγούμενος. Ή στάση μας όμως πρέπει να είναι τέτοια, ώστε σε σχέση με κάθε άνθρωπο να είμαστε έτοιμοι να εκπληρώσουμε το θέλημά του και όχι το δικό μας. Τότε πλατύνετε βαθμηδόν ή συνείδησή μας, και ξαφνικά μπορεί να μάς επισκεφτεί, πράγματι απροσδόκητα, το πένθος γιά όλο τον Άδάμ. Έτσι, ή μοναχική υπακοή αρχίζει με μικρά πράγματα, από τήν πιο ταπεινή εργασία, αλλά φθάνει στήν τελειότητά της με τη συνείδηση του «εγώ ειμί».


Με τον τρόπο αυτό, από άπλες και μικρές πράξεις υπακοής οικοδομούμε τη σχέση μας: «Δεν θέλω να έχω το θέλημα τού αμαρτωλού αίματός μου, αλλά θέλω να ρέει στις φλέβες μου ή ζωή τού Ίδιου του Θεού». Άν ό Θεός μάς έπλασε «κατ’ εικόνα και καθ’ όμοίωσίν» Του, αυτό αποτελεί, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη αποκάλυψη, τον σκοπό της ζωής μας. Και τότε, ή μέρα και νύχτα μάς μορφώνει ή δύναμη της θείας έλξεως. Αυτό μπορεί να συμβεί με τέτοιον τρόπο, πού ό ίδιος ό άνθρωπος να μην αντιλαμβάνεται πού βρίσκεται και τί είναι.

Ό Κύριος είπε: «Φυλάξτε τις εντολές!». Αλλά πώς; Δεν είμαστε ικανοί να φυλάξουμε τήν εντολή του Θεού- αυτό έρχεται σταδιακά -άν και μερικές φορές μπορεί να συμβεί και ξαφνικά.

Αρχίζοντας ό άνθρωπος να κόβει το θέλημά του για την εκπλήρωση άλλου θελήματος, καθίσταται στή συνέχεια έτοιμος ένώπιον τού Θεού να τηρήσει τις εντολές Του.


Οφείλουμε να κρατήσουμε τη στάση αύτή με ζέση και έμπνευση. Τότε αποκτώνται καρποί κατά τήν εν Χριστώ ζωή μας και ή μορφή τού φρονήματος μας αλλάζει παντελώς. Ή σκέψη τού πεπτωκότος κόσμου δεν αποδέχεται το Άναρχο. Αυτό ξεπερνά τελείως τη λογική του. 



Γεννιόμαστε ως κτιστά όντα, σε μία δεδομένη στιγμή, γι` αυτό δεν είμαστε ικανοί γιά το Άναρχο. Ακολουθώντας τον Λόγο Χριστό, διαμορφώνεται ή συνείδηση αύτή, οπότε και ό άνθρωπος λέει: «Νύν, Χριστέ, εν Σοί και διά Σού εγώ είμι». Με τον τρόπο αυτό, από τά πιο μικρά πράγματα μπορούμε ξαφνικά να μεταβάλουμε τη ζωή μας και να τήν καταστήσουμε πεπληρωμένη από τήν παρουσία του Άναρχου Θεού.
Διαβάζοντας το Σύμβολο της Πίστεως να θυμάστε τούς τελευταίους λόγους του: «Προσδοκώ άνάστασιν νεκρών και ζωήν τού μέλλοντος αίώνος»! Έτσι πρέπει να ζούμε: με το «προσδοκώ». Διότι ή ενέργεια της αναστάσεως βρίσκεται στήν πίστη μας.

'Η στάση αύτή είναι φοβερά σημαντική. Μού συνέβη να συναντηθώ με ανθρώπους πού λένε: «Δεν με ενδιαφέρει διόλου ή αιώνια ζωή, δεν επιθυμώ καμιά θέωση». Χωρίς να κατανοούν τη σημασία των λόγων τους, καταδικάζουν τον εαυτό τους σε αιώνιο χωρισμό από τον Θεό. Γιατί στους λόγους «προσδοκώ άνάστασιν νεκρών» περικλείεται ή ενέργεια της αναστάσεως.

 Βέβαια, δεν πρόκειται γιά τέτοια ανάσταση πού ανέμεναν μερικοί, ότι ό αναστημένος Χριστός θά επέστρεφε στήν ίδια σάρκα και θά συνέχιζε το έργο Του. Όχι! Ανάσταση σε άλλη πλέον μορφή του είναι. Άλλωστε, το να ζούμε με τη φθαρτή σάρκα δεν αποτελεί τον τελικό μας σκοπό.


 Ό τελικός σκοπός μας είναι ή διαδικασία δημιουργίας θεών, δηλαδή αιωνίων φίλων του Θεού και Πατρός μας. Γι αυτό μπορούμε να πούμε ότι ή απόγνωση είναι ή απώλεια της συνειδήσεως εκείνης, τήν όποια θέλει ό Θεός ως προϋπόθεση γιά να μάς δωρίσει τήν άναρχη ζωή του. Ό κόσμος ζει στήν απόγνωση. Οι άνθρωποι καταδίκασαν μόνοι τους τον εαυτό τους σε θάνατο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΟΙΚΟΔΟΜΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΝΑΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΜΑΣ. ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΣΑΧΑΡΩΦ

Σάββατο, Μαρτίου 26, 2022

Aγίου Νικολάου Αχρίδος- Λόγος στην Γ΄Κυριακή των Νηστειών( απόσπασμα)

 

Στο σημερινό ευαγγέλιο ο Κύριος, σ’ όλους εκείνους που επιθυμούν να σωθούν από το θάνατο, προσφέρει το σταυρό, το πιο πικρό φάρμακο για τη θεραπεία τους.
Είπε ο Κύριος: «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθήτω μοι» (Μάρκ. η’ 34). Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, πρέπει ν’ απαρνηθεί τον παλιό και αμαρτωλό εαυτό του, να πάρει πάνω του το σταυρό των θλίψεων και των δοκιμασιών και τότε ας με ακολουθήσει.
Ο Κύριος δεν οδηγεί τους ανθρώπους στο σταυρό πριν απ’ Αυτόν. Τους καλεί να τον ακολουθήσουν, αφού Εκείνος πρώτος κουβάλησε τον σταυρό. Προτού κάνει την κλήση αυτή τους είχε προειδοποιήσει για τα πάθη Του: «… δει τον υιόν του ανθρώπου πολλά παθείν … και αποκτανθήναι, και μετά τρεις ημέρας αναστήναι» (Μάρκ. η’ 31). Αυτός είναι ο λόγος που είπε πως είναι «η οδός». Έγινε ο πρώτος στα πάθη κι ο πρώτος στη δόξα. Ήρθε για ν’ αποδείξει πως όλ’ αυτά που οι άνθρωποι ισχυρίζονται ότι είναι αδύνατα, είναι δυνατά. Και τα έκανε δυνατά.
Ο Κύριος δεν πιέζει τους ανθρώπους, δεν τους ασκεί βίαΟ Κύριος συνιστά και προσφέρει. «Όστις θέλει…». Οι άνθρωποι έπεσαν στην αρρώστια της αμαρτίας με την ελεύθερη βούλησή τους. Και μόνο με την ελεύθερη βούλησή τους πρέπει να θεραπευτούν από την αμαρτία. Δεν κρύβει το γεγονός πως το φάρμακο είναι πικρό, πολύ πικρό. Εκείνος όμως, με το να πάρει πρώτος το πικρό φάρμακο, το έκανε πιο εύκολο στους ανθρώπους. Και πήρε το φάρμακο μ’ όλο που ο ίδιος ήταν υγιής, για να μας αποδείξει τη θαυμαστή πράξη Του.
Απαρνησάσθω εαυτόν. Ο πρώτος άνθρωπος, ο Αδάμ, απαρνήθηκε τον εαυτό του όταν αμάρτησεαλλά απαρνήθηκε τον αληθινό, τον πραγματικό του εαυτό. Όταν ο Κύριος ζητά από τους ανθρώπους ν’ απαρνηθούν τον εαυτό τους, εννοεί τον ψεύτικο, τον πλανεμένο εαυτό. Ας το κάνουμε πιο απλό.
Ο Αδάμ απαρνήθηκε την Αλήθεια και προσκολλήθηκε σ’ ένα ψέμμα. Τώρα ο Κύριος ζητά από τους απογόνους του Αδάμ ν’ απαρνηθούν το ψέμμα και να προσκολληθούν ξανά στην Αλήθεια, από την οποία είχαν απομακρυνθεί. Το ν’ απαρνηθείς τον εαυτό σου επομένως σημαίνει ν’ απαρνηθείς την απατηλή μη-ύπαρξη, που μας έχει επιβληθεί στη θέση της θεόσδοτης ύπαρξής μας. Πρέπει ν’ απαρνηθούμε την παγκοσμιότητα που έχει αντικαταστήσει την πνευματικότητά μας, τα πάθη που έχουν αντικαταστήσει τα καλά μας έργα, τον ταπεινό φόβο που έχει σκοτίσει μέσα μας τη θεϊκή υιοθεσία, το γογγυσμό μας εναντίον του Θεού που έχει αφανίσει μέσα μας το πνεύμα της υπακοής σ’ Εκείνον. Πρέπει ν’ απαρνηθούμε την ειδωλολατρική λατρεία της φύσης και του σώματός μας. Με λίγα λόγια, πρέπει ν’ απαρνηθούμε όλα εκείνα που παραπέμπουν στο «εγώ» μας, και που στην πραγματικότητα είναι ο πονηρός κι η αμαρτία, η φθορά, η απάτη κι ο θάνατος.
Αχ και να μπορούσαμε ν’ απαρνηθούμε τις πονηρές μας συνήθειες που έχουν γίνει μέσα μας δεύτερη φύση. Ν’ απαρνηθούμε αυτή τη «δεύτερη φύση», γιατί δεν είναι η δική μας φύση όπως τη δημιούργησε ο Θεός, αλλά μια σωρευμένη και σκληρυμένη φαντασία κι αυταπάτη μέσα μας – ένα υποκριτικό ψέμμα που βαδίζει με τ’ όνομά μας, και μεις μαζί του.
Τί σημαίνει ν’ αναλάβουμε το σταυρό μας; Σημαίνει την από μέρους μας ελεύθερη αποδοχή κάθε μέσου θεραπείας που μας προσφέρει η πρόνοια του Θεού, έστω κι αν είναι πικρό. Σου έτυχαν μεγάλες καταστροφές; Κάνε υπακοή στο θέλημα του Θεού, όπως έκανε κι ο Νώε. Χρειάζεται να κάνεις θυσία; Παραδώσου στα χέρια του Θεού με την ίδια πίστη που είχε ο Αβραάμ όταν πορευόταν για να θυσιάσει το γιο του. Καταστράφηκε η περιουσία σου; Πέθαναν ξαφνικά τα παιδιά σου; Να τα υπομένεις όλα με καρτερία, με την καρδιά σου προσκολλημένη στο Θεό, όπως έκανε ο Ιώβ. Σ’ εγκαταλείπουν οι φίλοι σου και βρίσκεσαι ξαφνικά περικυκλωμένος από εχθρούς; Να τα υπομείνεις όλα χωρίς γογγυσμό, όπως έκαναν κι οι απόστολοι, με πίστη στο Θεό πως η βοήθειά Του είναι άμεση. Καταδικάστηκες να πεθάνεις για το Χριστό; Δόξασε το Θεό που αξιώθηκες τέτοια τιμή, όπως χιλιάδες χριστιανοί μάρτυρες.
Τίποτα δε θα σου ζητηθεί που δεν έχει ξαναγίνει. Εσύ μάλλον θ’ ακολουθήσεις το παράδειγμα των πολλών – αποστόλων, αγίων, ομολογητών και μαρτύρων – που έμειναν πιστοί στο θέλημα του Χριστού. Πρέπει να γνωρίζουμε και κάτι ακόμα όμως, όταν επιζητούμε τη σταύρωσή μας. Πως ο Κύριος ζητά τη σταύρωση του παλαιού ανθρώπου, εκείνου με τις πονηρές συνήθειες, που υπηρετεί την αμαρτία. Με τη σταύρωση αυτή ο παλιός, ο ζωώδης άνθρωπος μέσα μας νεκρώνεται. Κι ο νέος άνθρωπος, που είναι φτιαγμένος κατ’ εικόνα Θεού και αθάνατος, αναγεννιέται. Λέει ο απόστολος: «Ο παλαιός ημών άνθρωπος συνεσταυρώθη… του μηκέτι δουλεύειν ημάς τη αμαρτία» (Ρωμ. στ’ 6).
Ο σταυρός είναι βαρύς για τον παλιό, το σαρκικό άνθρωπο. Είναι βαρύς για τον άνθρωπο «συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις» (Γαλ. ε’ 24). Για τον πνευματικό άνθρωπο όμως δεν είναι βαρύς. Ο σταυρός είναι «τοις μεν απολλυμένοις μωρία… τοις δε σωζομένοις ημίν δύναμις Θεού» (Α’ Κορ. α’ 18). Εμείς καυχιόμαστε στο σταυρό του Χριστού, στο σταυρό που φέρουμε για χάρη Του. Ο Κύριος δε ζητά ν’ αναλάβουμε το δικό Του σταυρό, μα το δικό μας. Ο δικός Του σταυρός είναι ο βαρύτερος. Εκείνος δε σταυρώθηκε για τις δικές Του αμαρτίες αλλά για τις δικές μας, γι’ αυτό κι ο σταυρός Του είναι ο βαρύτερος. Εμείς σταυρωνόμαστε για τις δικές μας αμαρτίες, γι’ αυτό κι ο δικός μας σταυρός είναι ελαφρύτερος. Όταν τα βάσανά μας βρίσκονται στο αποκορύφωμά τους, δεν πρέπει να λέμε πως είναι πολύ μεγάλα, πέρα από κάθε όριο. Ζει Κύριος και γνωρίζει το μέτρο των πειρασμών μας, δε θα μας αφήσει να υποφέρουμε περισσότερο απ’ όσο μπορούμε. Το μέτρο των πειρασμών μας είναι υπολογισμένο τουλάχιστο όσο το μέτρο της μέρας και της νύχτας, ή όσο τα όρια των άστρων στην πορεία τους. Εντάθηκαν οι πειρασμοί μας; Έγινε βαρύτερος ο σταυρός μας; Η δύναμη του Θεού είναι μεγαλύτερη, όπως μας βεβαιώνει ο απόστολος: «Ότι καθώς περισσεύει τα παθήματα του Χριστού εις ημάς, ούτω διά Χριστού περισσεύει και η παράκλησις ημών» (Β’ Κορ. α’ 5).
Η παράκλησή μας όμως, πάνω απ’ όλα είναι μεγάλη επειδή μας καλεί ο Κύριος να τον ακολουθήσουμε. «Ακολουθήτω μοι», λέει. Γιατί ο Κύριος κάνει την κλήση αυτή σ’ εκείνους που αναλαμβάνουν το σταυρό τους; Πρώτα για να μην πέσουν και τσακιστούν κάτω από το βάρος του. Η ανθρώπινη ράτσα είναι τόσο οδυνηρά αδύναμη, που κι ο ελαφρύτερος σταυρός φαίνεται βαρύς στο δυνατότερο άνθρωπο, αν τον φέρει χωρίς τη βοήθεια του ουρανού. Βλέπουμε πως απελπίζονται οι άπιστοι στο ελαφρύτερο χτύπημα. Πως εναντιώνονται στον ουρανό και τη γη με το που θα τους κεντήσει μια καρφίτσα. Πως παραπατούν δεξιά κι αριστερά αβοήθητοι, αναζητώντας κάποια στήριξη και αρωγή στο κενό αυτού του κόσμου· κι όταν ο κόσμος αυτός δεν μπορεί να τους προσφέρει στήριξη και βοήθεια, τότε ισχυρίζονται πως ο κόσμος ολόκληρος δεν είναι παρά ένα κενό απόγνωσης.
Αυτός είναι ο λόγος που ο Κύριος μας καλεί να τον ακολουθήσουμε. Μόνο αν ακολουθούμε πίσω Του θα μπορούμε να κουβαλάμε το σταυρό μας. Σ’ Εκείνον θα βρούμε δύναμη, θάρρος και παρηγοριάΘα γίνει σ’ εμάς φως στο σκοτεινό δρόμο μας, υγεία στην αρρώστια, σύντροφος στη μοναξιά, χαρά στους πειρασμούς και πλούτος στην ένδεια. Το ανεξάντλητο φως του Χριστού μας χρειάζεται για να σβήσει τον πόνο μας και να κρατήσει ζωντανή την ελπίδα μας στο χάραμα της μέρας.

alopsis

Παρασκευή, Μαρτίου 25, 2022

Η Υπέρμαχος Στρατηγός των Ρωμηών, Αγία Σκέπη των αγωνιστών του 1821.

 

Γράφει ο εθνικός μας ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος: «Πάσα διάνοια των πιστών παρέμενε εστραμμένη προς την Υπέρμαχον της Ορθοδοξίας Στρατηγόν».

Οι Έλληνες τιμούν την Παναγία ως «Υπέρμαχο Στρατηγό» από τα Βυζαντινά χρόνια.
-Το 626 (7ο αι.) στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών (Κων/πολη) εψάλη για πρώτη φορά ο Ακάθιστος Ύμνος και μάλιστα «ορθοστάδην» εξ ου και Ακάθιστος Ύμνος, ως Ευχαριστήριος ύμνος μετά την λύτρωση από την επίθεση των Αβάρων.

Όταν ήλθε η ώρα της εθνικής παλιγγενεσίας, όλοι οι Αγωνιστές του 1821, οι οπλαρχηγοί και οι καπεταναίοι στη Χάρη και προστασία της Παναγίας κατέφευγαν με ακραδαντη πίστη στην προστασία Της.

Οι ξένοι περιηγητές έκθαμβοι μιλάνε για τα σπίτια των Ελλήνων, ότι τα έβλεπαν όλα τους να έχουν πάντοτε αναμμένο το καντήλι στην εικόνα της Παναγίας κι ας μην είχαν ούτε ψωμί να φάνε! Όπως και το ότι έβλεπαν τις Ελληνίδες να βρίσκονται γονατιστές στις εκκλησίες μπροστά στις εικόνες της!

προσευχή_praying_Молитва__prayer_proseyhi_%d0%bc_praying-in-greek-church-monparnas-by-theodoros-ralli-1876Ένας Γάλλος περιηγητής, ο I. Mangeart, στο βιβλίο του «Αναμνήσεις από τον Μοριά» περιγράφει τα όσα είδε κατά την περιήγησή του στην Πελοπόννησο την εποχή της Επανάστασης του 1821. Είναι εντυπωσιασμένος από τη λατρευτική ζωή των Ελλήνων και ιδιαίτερα από την ευλάβειά τους προς την Υπεραγία Θεοτόκο.
«Σ’ όλους τους τοίχους των εκκλησιών τους είναι κρεμασμένα εικονίσματα κάθε μεγέθους. Τα περισσότερα παρουσιάζουν τη μορφή της Παρθένου. Όταν οι ναυτικοί γλυτώνουν από μεγάλους κινδύνους, από ναυάγιο, από το θάνατο, μόλις πατάνε το πόδι τους στη στεριά, τρέχουν αμέσως στον χρυσοχόο για να κάμουν παραγγελία και να προσφέρουν το τάμα τους στη Θεοτόκο, στην εκκλησία που της είναι αφιερωμένη…
Βλέπω σε δύο βημάτων απόσταση μια γυναίκα γονατιστή μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας. Θεέ μου! Πόσα σταυροκοπήματα! Πόσες γονυκλισίες κάνει μπροστά σ’ αυτό το εικόνισμα! Με τι συγκίνηση την βλέπω να προσκυνάει το χώμα που το φυλάει τρεις φορές! Και αρχίζει ξανά τα σταυροκοπήματα, που τα κάνει από τα δεξιά προς τ’ αριστερά».

Στην κορύφωση του αγώνα για την απελευθέρωση του Έθνους μας, στις 30 Ιανουαρίου 1823, στο τρίτο έτος της Επαναστάσεως, μετά από όραμα της Παναγίας στη μοναχή Πελαγία, βρέθηκε η εικόνα της του Ευαγγελισμού στην Τήνο, ένα μεγαλειώδες και όντως θαυμαστό γεγονός – απόδειξη της παρουσίας και της ευλογίας της. Την Μεγαλόχαρη της Τήνου, επεσκέφθηκαν για να προσευχηθούν υπέρ της ελευθερίας της πατρίδος και προς ενίσχυσίν τους για τον Αγώνα ο Κολοκοτρώνης, ο Μιαούλης, ο Νικηταράς, ο Μακρυγιάννης και άλλοι. Μάλιστα μετά την απελευθέρωση ο Κολοκοτρώνης αφιέρωσε το δακτυλίδι του στην θαυματουργική Εικόνα.

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης_ 146558Ο γέρος του Μωριά, ο ήρωας Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στηριζόταν στον Σταυρό και προσευχόταν στην Παναγία. Διηγείται ο ίδιος ότι έφτιαξε δυό Σημαίες με Σταυρό και με τα γράμματα ΙΧΝΚ (Ιησούς Χριστός νικά) και ξεκίνησε από την Καλαμάτα για την απελευθέρωση της Τριπολιτσάς. Και συνεχίζει η διήγηση: «Στα χωριά που περνούσε, χτυπούσαν οι καμπάνες, οι ιερείς έβγαιναν με τα εξαπτέρυγα, άνδρες, γυναίκες, παιδιά γονάτιζαν και έκαναν δεήσεις.
Γρήγορα όμως ο πρώτος ενθουσιασμός έσβησε. Ο Αναγνωσταράς, ο Μαυρομιχάλης, ο Παπαφλέσσας τραβούν γι’ αλλού. Ο Κολοκοτρώνης απομένει κατάμονος με το άλογό του στην Καρύταινα. Διηγείται ο ιδιος:

«Έκατσα που εσκαπέτισαν με τα μπαϊράκια τους απεκατέβηκα κάτω. Ήταν μιά εκκλησία εις τον δρόμον, η Παναγία στο Χρυσοβίτσι, και το καθησιό μου ήτο όπου έκλαιγα την Ελλάς… Σίμωσα, έδεσα το άλογό μου σ’ ένα δένδρο, μπήκα μέσα και γονάτισα. Παναγία μου είπα από τα βάθη της καρδιάς μου και τα μάτια μου δάκρυσαν. Παναγία μου βοήθησε και τούτη τη φορά τους Έλληνες να ψυχωθούν.
Έκανα το Σταυρό μου, ασπάσθηκα την εικόνα της, βγήκα από το εκκλησάκι, πήδηξα στο… άλογό μου και έφυγα. Σε λίγο μπροστά μου ξεπετάγονταν οχτώ αρματωμένοι, ο εξάδελφός μου ο Αντώνης Κολοκοτρώνης και επτά ανήψια του.
– Κανείς δεν είναι στην Πιάνα, μου είπε ο Αντώνης. Ούτε στην Αλωνίσταινα. Είναι φευγάτοι.
-Ας μη είναι κανείς αποκρίθηκα. Ο τόπος σε λίγο θα γιομίση παλικάρια… Ο Θεός υπέγραψε την λευτεριά της Ελλάδος και δεν θα πάρει πίσω την υπογραφή του». Έτσι κι έγινε. Γιατί το θέλησε η Παναγία.

Ο ίδιος, πάλι, λίγο πριν αρχίσει τον γνωστό νικηφόρο αγώνα στα Δερβενάκια, είπε με δυνατή φωνή: «Έλληνες, απόψε ήρθε η Παναγία και μου είπεν: Εγώ είμαι σκέπη, βοηθός και προστασία»!

Ο ατρόμητης πυρπολητής Κων. Κανάρης, αφού πρώτα προσευχήθηκε στην Παναγία και κοινώνησε, πυρπόλησε την τουρκική ναυαρχίδα στο λιμάνι της Χίου. Ο ίδιος ο ναύαρχος διηγείται:
«Μια δύναμις με άρπαξε από τη λιτανεία πριν φύγουμε από τα Ψαρά για την Χίο. Μια δύναμις θεϊκή με γιγάντωσε…».
Αυτή η θεία δύναμις του έδωσε το κουράγιο να φθάσει με το πυρπολικό του την τουρκική ναυαρχίδα και να βάλει φωτιά στο μπουρλότο.
Εις το όνομα του Κυρίου, φώναξε εκείνη τη στιγμή. Τον Σταυρόν σας, είπε στους ναύτες και ρίξτε τους γάντζους. Όταν μετά το κατόρθωμά του νικητής επέστρεψε στα Ψαρά η Δημογεροντίας του απονέμει δάφνινο στεφάνι. Εκείνος αμέσως μεταβαίνει στο Ναό να ευχαριστήσει την Παναγία. Καταθέτει στα πόδια της εικόνος της Θεοτόκου το στεφάνι του και πέφτει με το μέτωπο κατά γης προσκυνώντας προσευχόμενος και ευχαριστώντας από βάθους καρδιάς το Θεό, λέγοντας: «Δικό σου είναι Παναγία μου»!. Κατόπιν εξομολογείται, μεταλαμβάνει των αχράντων Μυστηρίων και με ταπείνωση και σεμνότητα αποσύρεται στο σπίτι του.

Στην Παναγία προσευχόταν και ο Στρατηγός Μακρυγιάννης: «Θεοτόκο, μητέρα του παντός…, προστρέχομεν οι αμαρτωλοί, οι αδύνατοι, εις ευσπλαγχνίαν της αγαθότης σου να λυπηθείς τους αθώους εκείνους… οπού τρέξαν ξιπόλυτοι και γυμνοί, εκείνους οπού άφησαν χήρες και ορφανά, εκείνους οπού ‘χυσαν το αίμα τους, κατά τον όρκον τους, ν’αναστηθεί διά της δυνάμεως του Παντοκράτορα η σκλαβωμένη τους πατρίδα και να λαμπρυνθεί ο σταυρός της ορθοδοξίας, και δι’ αυτόν τον όρκον αυτείνοι πέθαναν δι’ αυτείνη την πατρίδα και θρησκεία, και θυσίασαν και το έχει τους…. Θεοτόκο μου, να περικαλέσεις τον αφέντη μας και τον μονογενήν σου ν’ αναστήσει πίσου αυτά… οπού κατακερματίσαμεν εμείς οι αχάριστοι και μας ήβρε η δικιά του οργή… και να φέρει πίσου την ευκή του και την ευλογία του και της βασιλείας του, οπού την στερηθήκαμεν από την κακία μας και διοτέλειά μας και εγίναμεν η παλιόψαθα της κοινωνίας, και εγίναμεν καθώς φαινόμαστε ως την σήμερον». Κύριε άπλωσε το λαμπρό σου και ευλογημένο σου χέρι και βγάλε μας από τον σκότον τον βαθύ όπου είμαστε πεσμένοι και χαμένοι και πνιγμένοι τόσες αιώνες… σώσε, Κύριε, όλους, δώσε, Θεοτόκο, την υγείαν, όσοι παθόντες έρχονται εις την Χάρη σου, Βαγγελίστρα μου, δια να δοξαστεί ο πανάγαθος Θεός και η Βασιλεία Του, να πιστέψουν οι τύραγνοι, οι άπιστοι και οι άδικοι και να ιδούνε τι εστί Θεός παντουργός και η Βασιλεία Του…» (Οράματα και θάματα, σ.σ. 154-155)

Πέμπτη, Μαρτίου 24, 2022

Mυστήριον ακατανόητον΄-Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς


Ότι δὲ τὸ μυστήριο τοῦτο εἶναι ἀκατανόητο, ὄχι μόνο στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀρχαγγέλους, ἀποδεικνύει σαφῶς καὶ τὸ γεγονὸς ποὺ ἑορτάζεται ἀπὸ ἐμᾶς σήμερα. Ὁ ἀρχάγγελος εὐαγγελίσθηκε στὴν Παρθένο τὴ σύλληψι· ὅταν δὲ αὐτὴ ἀναζητοῦσε τὸν τρόπο κι εἶπε πρὸς αὐτόν, «πῶς θὰ μοῦ συμβῆ τοῦτο, ἀφοῦ δὲν γνωρίζω ἄνδρα;», μὴ μπορώντας νὰ ἑρμηνεύση τὸν τρόπο κατὰ κανένα τρόπο ὁ ἀρχάγγελος, κατέφυγε καὶ αὐτὸς πρὸς τὸν Θεό, λέγοντας «Πνεῦμα ἅγιο θὰ ἔλθη σ’ ἐσὲ καὶ δύναμις Ὑψίστου θὰ σὲ ἐπισκιάση». Ὅπως δηλαδή, ἂν κανεὶς ἐρωτοῦσε τὸν Μωυσῆ, πῶς κατασκευάζεται ἀπὸ γῆ ἄνθρωπος, πῶς ἀπὸ χῶμα προέρχονται ὀστᾶ καὶ νεῦρα καὶ σάρκα, πῶς αἰσθητήρια ἀπὸ ἀναίσθητη ὕλη, πῶς πάλι ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ἀδαμιαία πλευρά, πῶς τὸ ὀστοῦν διαπλώθηκε καὶ διαιρέθηκε, ἑνώθηκε καὶ συνδέθηκε, πῶς ἀπὸ τὸ ὀστοῦν προῆλθαν σπλάγχνα καὶ χυμοὶ διάφοροι καὶ ὅλα τα ἄλλα; Ὅπως λοιπόν, ἂν κάποιος ἐρωτοῦσε αὐτὰ τὸν Μωυσῆ, δὲν θὰ ἔλεγε τίποτε περισσότερο πλὴν τοῦ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ποὺ ἔλαβε χῶμα ἀπὸ τὴ γῆ καὶ ἔπλασε τὸν Ἀδάμ, καὶ μιὰ ἀπὸ τὶς πλευρὲς τοῦ Ἀδὰμ καὶ κατασκεύασε τὴν Εὕα, ὥστε θὰ ἔλεγε μὲν ποιὸς εἶναι ὁ κτίστης, ἀλλὰ τὸν τρόπο κατὰ τὸν ὁποῖο ἔγιναν ἐκεῖνα δὲν θὰ τὸν ἔλεγε· ἔτσι καὶ ὁ Γαβριήλ, ὅτι τὸν ἄσπορο τόκο θὰ κατασκευάσουν τὸ ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἡ δύναμις τοῦ Ὑψίστου, τὸ εἶπε, τὸ πῶς ὅμως, δὲν τὸ εἶπε. Ἂν μάλιστα, ὅταν ἐμνημόνευσε προηγουμένως τὴν Ἐλισάβετ, ὅτι συνέλαβε σὲ γηρατειὰ ἐνῶ ἦταν στείρα, δὲν εἶχε νὰ εἰπῆ τίποτε παραπάνω πλὴν τοῦ ὅτι δὲν εἶναι τίποτε ἀδύνατο γιὰ τὸν Θεό, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ εἰπῆ τὸν τρόπο στὴν περίπτωσι αὐτῆς ποῦ συνέλαβε κι ἐγέννησε παρθενικά; 
Έχει ὅμως καὶ κάτι περισσότερό το λεγόμενο ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελο πρὸς τὴν Παρθένο, ποὺ ἐνέχει μεγαλύτερο μυστήριο· «θὰ ἔλθη», λέγει, «ἅγιο Πνεῦμα σ’ ἐσὲ καὶ δύναμις Ὑψίστου θὰ σ’ ἐπισκιάση». Γιατί; Διότι καὶ τὸ γεννώμενο δὲν εἶναι προφήτης οὔτε ἁπλῶς ἄνθρωπος, ὅπως ὁ Ἀδάμ, ἀλλὰ θὰ ὀνομασθῆ υἱὸς τοῦ Ὑψίστου, σωτὴρ καὶ λυτρωτὴς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ βασιλεὺς αἰώνιος. Ὅπως τοὺς λίθους ποὺ ἐξέπεσαν ἀπὸ κορυφὴ ὅρους καὶ κινοῦνται ἕως τὸ τέλος τῆς ὑπωρείας τοὺς διαδέχονται πολλοὶ κρημνοί, ἔτσι κι ἐμᾶς, ἀφοῦ ἐξεπέσαμε ἀπὸ τὴ θεία ἐντολὴ στὸν παράδεισο κατεβήκαμε ἕως τὸν ἅδη, πολλὰ δεινά μας εὐρήκαν διαδοχικά. Διότι δὲν εἶναι μόνο ἡ γῆ ποὺ ἀνέπτυξε ἀγκάθια καὶ τριβόλια αἰσθητά, κατὰ τὴν κατάρα πρὸς τὸν προπάτορα, ἀλλὰ ἐσπαρθήκαμε κι ἐμεῖς μὲ τὰ πολυειδὴ ἀγκάθια τῶν πονηρῶν παθῶν καὶ τὰ φοβερὰ τριβόλια τῆς ἁμαρτίας. Καὶ δὲν ἔλαβε τὸ γένος μᾶς ἐκείνη μόνο τὴ λύπη τὴν ὁποία ἐκληροδότησε ἡ προμήτωρ διὰ τῆς πρὸς αὐτὴν κατάρας, ποὺ τὴν κατεδίκασε νὰ γεννᾶ μὲ λύπη, ἀλλὰ καὶ ὅλος ὁ βίος μᾶς ἔγινε σχεδὸν ὀδύνη καὶ λύπη. 
Ο Θεὸς ὅμως ποὺ μᾶς ἔπλασε ἀπὸ εὐσπλαγχνία ἐπέβλεψε πρὸς ἐμᾶς φιλανθρώπως καὶ ἀφοῦ ἔκλινε τοὺς οὐρανοὺς κατέβηκε καὶ παίρνοντας ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο τὴ φύσι μᾶς τὴν ἀνακαίνισε καὶ τὴν ἐπανέφερε, μᾶλλον δὲ τὴν ἀνεβίβασε σὲ θεῖο καὶ οὐράνιο ὕψος. Θέλοντας λοιπὸν νὰ πραγματοποιήση αὐτό, μᾶλλον δὲ νὰ φέρη σὲ πέρας τὴν προαιώνια βουλὴ τοῦ σήμερα, στέλλει τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ὅπως λέγει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, «στὴ Ναζαρὲτ πρὸς Παρθένο μνηστευμένη μὲ ἄνδρα, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἦταν Ἰωσήφ, ἀπὸ τὸ γένος καὶ τὴν πατριὰ τοῦ Δαβίδ, καὶ τὸ ὄνομα τῆς Παρθένου ἦταν Μαριάμ». 
Στέλλει λοιπὸν ὁ Θεὸς τὸν ἀρχάγγελο πρὸς Παρθένο καὶ τὴν καθιστὰ μητέρα του μὲ μόνη τὴν προσφώνησι ἂν καὶ μένει παρθένος, ἐπειδὴ βέβαια, ἂν συλλαμβανόταν ἀπὸ σπέρμα, δὲν θὰ ἦταν νέος ἄνθρωπος οὔτε θὰ ἦταν ἄναμαρτητος καὶ σωτὴρ τῶν ἁμαρτωλῶν διότι ἡ κίνησις τῆς σαρκὸς γιὰ γέννησι, ἀφοῦ μένει ἀνυπότακτη πρὸς τὸν νοῦ ποὺ εἶναι ταγμένος νὰ ἡγεμονεύη τῶν λειτουργιῶν μας, δὲν εὑρίσκεται ἐντελῶς ἔξω ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Δαβὶδ ἔλεγε, «μὲ ἀνομίες συνελήφθηκα καὶ μὲ ἁμαρτίες μ’ ἐκυοφόρησε ἡ μητέρα μου». Ἐὰν λοιπὸν ἡ σύλληψις τοῦ Θεοῦ ἦταν ἀπὸ σπέρμα, δὲν θὰ ἦταν νέος ἄνθρωπος οὔτε ἀρχηγὸς τῆς νέας καὶ μὴ παλαιουμένης καθόλου ζωῆς. Ἂν ἦταν τῆς παλαιᾶς μερίδος καὶ κληρονόμος ἐκείνου τοῦ πταίσματος, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ φέρη στὸν ἑαυτὸ τοῦ τὸ πλήρωμα τῆς ἄφθαρτης θεότητος καὶ νὰ κάμη τὴν σάρκα τοῦ ἀνεξάντλητη ἁγιασμοῦ, ὥστε καὶ τῶν προπατόρων ἐκείνων ν’ ἀποπλύνη τὸν μολυσμὸ μὲ περίσσεια δυνάμεως καὶ στοὺς ἐπιγόνους ὅλους νὰ ἐπαρκῆ γι’ ἁγιασμό. Γι’ αὐτὸ δὲν ἦλθε ἄγγελος οὔτε ἄνθρωπος, ἀλλ’ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἦλθε καὶ μᾶς ἔσωσε, ποὺ συνελήφθηκε καὶ ἐσαρκώθηκε σὲ μήτρα Παρθένου κι ἔμεινε ἀναλλοιώτως Θεός. 
Έπρεπε δὲ νὰ ἔχη καὶ μάρτυρα τῆς ἄσπορης συλλήψεως τὴν Παρθένο καὶ συνεργὸ σὲ ὅσα ἐπρόκειτο νὰ τελεσθοῦν κατ’ οἰκονομία. Ποιὰ εἶναι αὐτά; Ἡ ἄνοδος στὴ Βηθλεέμ, ὅπου θὰ ἐτελεῖτο καὶ ὁ ἐξαγγελλόμενος καὶ δοξαζόμενος τοκετός· ἡ προσέλευσις στὸ ἱερό, ὅπου το βρέφος μαρτυρεῖται Κύριος ζωῆς καὶ θανάτου ἀπὸ τὸν Συμεὼν καὶ τὴν Ἄννα· ἡ φυγὴ στὴν Αἴγυπτο ἐμπρὸς στὸν Ἡρώδη καὶ ἡ ἐπάνοδος ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο κατὰ τὶς ἱερὲς προφητεῖες καὶ τὰ ἄλλα ποὺ δὲν εἶναι εὔκολο τώρα νὰ ἀπαριθμήσω. Γι’ αὐτὰ παρελήφθηκε ὡς μνηστὴρ ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἐστάλθηκε ὁ ἄγγελος σὲ παρθένο μνηστευμένη μὲ ἄνδρα ὀνομαζόμενο Ἰωσήφ. Τὴν δὲ φράσι «ἀπὸ τὸν οἶκο καὶ τὴν πατριὰ τοῦ Δαβὶδ» θὰ τὴν ἐννοήσης καὶ γιὰ τοὺς δύο· διότι τόσο ἡ Παρθένος ὅσο καὶ ὁ Ἰωσὴφ ἀνέφεραν τὴν γενεά τους στὸν Δαβίδ. 
Και τὸ ὄνομα, λέγει, τῆς Παρθένου ἦταν Μαριάμ, ποὺ ἑρμηνεύεται Κυρία. Τοῦτο δεικνύει καὶ τὸ ἀξίωμα τῆς Παρθένου καὶ τὸ βέβαιό της παρθενίας, καὶ τὸ ἀλλοιώτικο καὶ προσεκτικὸ καὶ κατὰ κάποιον τρόπο παναμώμητό του βίου της· διότι, ἐπειδὴ ἦταν κυρίως παρθένος φερωνύμως, εἶχε τὴν πλήρη κατοχὴ τῆς ἁγνείας, ὄντας παρθένος καὶ στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή, καὶ κατέχοντας τὶς ψυχικὲς δυνάμεις καὶ ὅλες τὶς αἰσθήσεις τοῦ σώματος ὑπεράνω κάθε μολυσμοῦ, καὶ μάλιστα τόσο κυρίως καὶ βεβαίως καὶ ἐγκύρως καὶ καθ’ ὅλα ἱερῶς ὅλον τὸν χρόνο, ὅπως ἡ κλεισμένη πύλη διατηρεῖ τοὺς θησαυροὺς καὶ τὸ σφραγισμένο βιβλίο διατηρεῖ τὰ γραπτὰ ἀνέγγικτα ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς· διότι περὶ αὐτῆς ἔχει γραφή, τοῦτο εἶναι τὸ σφραγισμένο βιβλίο καὶ αὐτὴ ἡ πύλη θὰ εἶναι κλεισμένη, καὶ κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ περάση ἀπὸ αὐτήν. 
Αλλά καὶ μὲ ἄλλον τρόπο πάλι εἶναι Κυρία ἡ Παναγία κατ’ ἀξία, ὡς δεσπόζουσα τῶν ὅλων, ἐπειδὴ συνέλαβε σὲ παρθενία κι ἐγέννησε θείως τὸν κατὰ φύσι δεσπότη τοῦ παντός. Ἐπίσης βέβαια εἶναι Κυρία ὄχι μόνο ὡς ἐλευθέρα ἀπὸ δουλεία καὶ μέτοχος θείας κυριότητος, ἀλλὰ καὶ ὡς πηγὴ καὶ ρίζα τῆς ἐλευθερίας τοῦ γένους, καὶ μάλιστα μετὰ τὴν ἀπόρρητη καὶ χαρμόσυνη γέννα. Διότι αὐτὴ ποὺ συζεύχθηκε μὲ ἄνδρα εἶναι μᾶλλον κυριευμένη παρὰ κυρία, καὶ μάλιστα μετὰ τὴν περίλυπη καὶ ὀδυνηρὴ γέννα, κατὰ τὴν ἀρὰ ἐκείνη πρὸς τὴν Εὕα, «θὰ γεννήσης τέκνα μὲ λύπη, θὰ ἐξαρτᾶσαι ἀπὸ τὸν ἄνδρα σου καὶ αὐτὸς θὰ σὲ αὐθεντεύη»· γιὰ νὰ ἐλευθερώση ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀρὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος ἡ παρθενομήτωρ, λαμβάνει τὴν χαρὰ καὶ τὴν εὐλογία διὰ τοῦ ἀγγέλου· διότι ὁ ἄγγελος, λέγει, ἀφοῦ εἰσῆλθε εἶπε πρὸς τὴν Παρθένο, «Χαῖρε κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου, εἶσαι εὐλογημένη ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες»· Ὁ ἀρχάγγελος δὲν τῆς προαγγέλλει τὸ μέλλον λέγοντας, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου, ἀλλὰ ἐξαγγέλλει ὅ,τι ἔβλεπε τότε ἀοράτως νὰ τελῆται. Καὶ ἀντιλαμβανόμενος ὅτι αὐτὴ εἶναι τόπος θείων καὶ ἀνθρωπίνων χαρισμάτων καὶ στολισμένη μὲ ὅλα τα χαρίσματα τοῦ θείου Πνεύματος, κυριολεκτικῶς τὴν ἀναγόρευσε κεχαριτωμένη, βλέποντας δὲ ὅτι ἤδη ἔλαβε ἔνοικο αὐτὸν στὸν ὁποῖο εὑρίσκονται οἱ θησαυροὶ ὅλων τούτων καὶ προορώντας τὴν ἀνώδυνη κυοφορία καὶ τὴν γέννα ποὺ θὰ ἐγινόταν χωρὶς ὠδίνες, τῆς ἀπηύθυνε τὸ «χαίρειν» κι ἐβεβαίωσε ὅτι εἶναι ἡ μόνη εὐλογημένη καὶ εὐλόγως δοξασμένη ἀνάμεσα στὶς γυναῖκες· διότι κατὰ τὴν ὑπερβολὴ τῆς δόξας τῆς θεομήτορος Παρθένου δὲν ὑπάρχει ἄλλη δοξασμένη, κι ἂν ἐδοξάσθηκε. 
Αλλά ἡ Παρθένος, καθὼς εἶδε κι ἐφοβήθηκε μήπως εἶναι κάποιος ἀπατηλὸς ἄγγελος, ποὺ παραπλανᾶ τὶς ἀπερίσκεπτες κατὰ τὸ παράδειγμα τῆς Εὕας, δὲν ἔδεχθηκε ἀνεξετάστως τὸν χαιρετισμό· καὶ μὴ γνωρίζοντας ἀκόμη καθαρῶς τὸν σύνδεσμο πρὸς τὸν Θεὸ ποὺ εὐαγγελιζόταν αὐτός, ἐταράχθηκε, λέγει, μὲ τὸν λόγο του, ἐπιμένοντας σταθερὰ στὴν παρθενία, «καὶ διαλογιζόταν τί εἴδους ἀσπασμὸς εἶναι αὐτός»· Γι’ αὐτὸ ὁ ἀρχάγγελος διαλύει ἀμέσως τὸν θεοφιλῆ φόβο τῆς χαριτωμένης Παρθένου, λέγοντάς της· «μὴ φοβῆσαι, Μαρία· διότι ἐπέτυχες τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ». Ποιὰ χάρι; Αὐτὴ ποὺ εἶναι δυνατὴ μόνο σ’ αὐτὸν ποὺ δύναται τὰ ἀδύνατα καὶ ἐφυλάχθηκε πρὸ τῶν αἰώνων σὲ σένα μόνη. «Ἰδοὺ θὰ συλλάβης τέκνο». Ἀκούοντας δὲ σύλληψι, λέγει, μὴ σκεφθῆς καμμιὰ ἀφαίρεσι τῆς παρθενίας, μὴ στενοχωρῆσαι καὶ μὴ ταράσσεσαι γι’ αὐτό· διότι τοῦτο τὸ «ἰδοὺ θὰ συλλάβης», λεγόμενο τότε πρὸς αὐτὴν ποὺ ἦταν παρθένος, ὑπεδείκνυε πλέον τὴ σύλληψι ὡς συνοδοιπόρο μὲ τὴν παρθενία. 
«Ἰδοὺ λοιπὸν θὰ συλλάβης καὶ θὰ γεννήσης υἱόν»· δηλαδὴ παραμένοντας ὅπως εἶσαι σήμερα καὶ διατηρώντας ἀνέπαφη τὴν παρθενία σου, θὰ συλλάβης ἔμβρυο καὶ θὰ γεννήσης τὸν υἱὸν τοῦ Ὑψίστου. Τοῦτο προβλέποντας καὶ ὁ Ἠσαΐας πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἔλεγε, «ἰδοὺ ἡ Παρθένος θὰ κυοφορήση καὶ θὰ γεννήση υἱόν», καὶ «προσῆλθα πρὸς τὴν προφήτιδα. Πῶς λοιπὸν ὁ προφήτης προσῆλθε πρὸς τὴν προφήτιδα; Ὅπως τώρα ὁ ἀρχάγγελος πρὸς αὐτὴν διότι αὐτὸ ποὺ εἶδε τώρα αὐτός, τοῦτο προεῖδε καὶ προεῖπε ἐκεῖνος. Ὅτι δὲ ἡ Παρθένος ἦταν προφήτις, ποὺ εἶχε προφητικὴ χάρι, θὰ τὸ δείξη στὸν θέλοντα ἡ ὠδή της ποὺ περιέχεται στὸ εὐαγγέλιο. 
Προσήλθε λοιπόν, λέγει, ὁ Ἠσαΐας πρὸς τὴν προφήτιδα, ἀσφαλῶς μὲ τὸ προβλεπτικὸ πνεῦμα καὶ συνέλαβε τέκνο, πρὶν ἔλθη ὁ πόνος τῶν ὠδίνων, ἐξέφυγε καὶ ἐγέννησε ἀρσενικὸ τέκνο· ὁ δὲ ἀρχάγγελος λέγει τώρα πρὸς αὐτήν, «θὰ γεννήσης υἱὸν καὶ θὰ τὸν ὀνομάσης Ἰησοῦν, ποὺ ἑρμηνεύεται Σωτήρ· θὰ εἶναι δὲ μέγας». Εἶπε λοιπὸν πάλι ὁ Ἠσαΐας, «θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Ὁμοίως μὲ αὐτὸν τώρα λέγει καὶ ὁ ἀρχάγγελος, «αὐτὸς θὰ εἶναι μέγας καὶ θὰ ὀνομασθῆ υἱὸς Ὑψίστου» (πῶς δὲ δὲν εἶπε, εἶναι μέγας καὶ υἱὸς Ὑψίστου, ἀλλὰ θὰ εἶναι καὶ θὰ ὀνομασθῆ; Τοῦτο συμβαίνει διότι ὡμιλοῦσε περὶ τοῦ ἀνθρωπίνου προσλήμματος τοῦ Χριστοῦ), ἐνῶ συγχρόνως δηλώνει ὅτι καὶ θὰ γνωσθῆ σὲ ὅλους καὶ ἀπὸ αὐτοὺς θὰ κηρυχθῆ ὅτι εἶναι τέτοιας λογῆς, ὥστε ὕστερα νὰ μπορῆ καὶ ὁ Παῦλος νὰ λέγη, «ὁ Θεὸς ἐφανερώθηκε σὲ σάρκα, ἐκηρύχθηκε στὰ ἔθνη, ἐπιστεύθηκε στὸν κόσμο». Ἀλλὰ λέγει ἐπίσης, «θὰ τοῦ δώση ὁ Κύριος τὸν θρόνο τοῦ πατρὸς τοῦ Δαβίδ, καὶ θὰ βασιλεύση στὸ γένος τοῦ Ἰακὼβ ἐπὶ αἰῶνες καὶ τῆς βασιλείας του δὲν θὰ ὑπάρξη τέλος»· αὐτὸς δέ, τοῦ ὁποίου ἡ βασιλεία ὡς αἰωνία δὲν ἔχει τέλος, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἀλλ’ αὐτὸς ἔχει καὶ πατέρα τὸν Δαβίδ, ἑπομένως εἶναι ὁ ἴδιος καὶ ἄνθρωπος, ὥστε αὐτὸς ποὺ θὰ γεννηθῆ νὰ εἶναι συγχρόνως Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, υἱὸς ἀνθρώπου καὶ υἱὸς Θεοῦ, ποὺ ὡς ἄνθρωπος λαμβάνει τὴν ἀδιάδοχη βασιλεία ἀπὸ τὸ Θεὸ Πατέρα, ὅπως εἶδε καὶ προεξήγγειλε ὁ Δανιήλ· «παρατηροῦσα», λέγει, «ἕως ὅτου ἐτοποθετῆθηκαν θρόνοι κι ἐκάθησε ὁ Παλαιός των ἡμερῶν καὶ ἰδοὺ κάποιος ὡς υἱὸς ἀνθρώπου ἐρχόταν ἐπάνω στὶς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔφθασε μέχρι τῶν Παλαιοῦ των ἡμερῶν, κι ἐδόθηκε σ’ αὐτὸν ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἐξουσία· καὶ ἡ βασιλεία τοῦ εἶναι βασιλεία αἰώνιος καὶ δὲν θὰ δοθῆ σὲ ἄλλον βασιλέα». 
Θα καθήση δὲ στὸν θρόνο τοῦ Δαβὶδ καὶ θὰ βασιλεύση στὸ γένος τοῦ Ἰακώβ· ἐπειδὴ βέβαια ὁ μὲν Ἰακὼβ εἶναι πατριάρχης ὅλων των θεοσεβῶν, ὁ δὲ Δαβὶδ εἶναι ὁ πρῶτος ἀπὸ ὅλους ποὺ ἐβασίλευσε θεοσεβῶς μαζὶ καὶ θεαρέστως σὲ τόπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος συνήνωσε σὲ μιὰ ἀρχὴ οὐράνια καὶ αἰώνια τὴν πατριαρχία καὶ τὴν βασιλεία. Ἡ δὲ χαριτωμένη Παρθένος, μόλις ἤκουσε ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελο τὰ τόσο ἐξαίσια καὶ θεία λόγια, ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου, καὶ ἰδοὺ θὰ συλλάβης καὶ θὰ γεννήσης υἱό, λέγει, «πῶς θὰ μοῦ συμβῆ τοῦτο; Διότι δὲν ἔχω σχέσεις μὲ ἄνδρα». Διότι ἂν καὶ μοῦ μεταφέρεις πολὺ πνευματικὸ καὶ ἀνώτερο σαρκικῶν παθῶν μήνυμα, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος μου ἀναφέρεις σύλληψι στὴν γαστέρα καὶ κυοφορία καὶ τοκετό, προσθέτεις δὲ γιὰ τὴ σύλληψι καὶ τὸ ἰδού· πῶς λοιπὸν θὰ μοῦ συμβῆ τοῦτο; Διότι, λέγει, δὲν ἔχω σχέσεις μὲ ἄνδρα.
Λέγει δὲ τοῦτο ἡ Παρθένος, ὄχι ἀπὸ ἀπιστία, ἀλλ’ ἐπειδὴ ἐζητοῦσε νὰ μάθη κατὰ τὸ δυνατὸ πῶς ἔχει τὸ πράγμα· γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀρχάγγελος λέγει πρὸς αὐτή, «Πνεῦμα ἅγιο θὰ ἔλθη σ’ ἐσένα καὶ δύναμις τοῦ Ὑψίστου θὰ σ’ ἐπισκιάση· γι’ αὐτὸ καὶ τὸ ἅγιο ποὺ θὰ γεννηθῆ θὰ ὀνομασθῆ Υἱὸς Θεοῦ». Ἁγία βέβαια εἶσαι ἐσύ, λέγει, καὶ χαριτωμένη, Παρθένε· Πνεῦμα δὲ πάλι ἅγιο θὰ ἔλθη σ’ ἐσένα, ποὺ θὰ ἑτοιμάση καὶ καταρτίση τὴν θεουργία μέσα σου μὲ ὑψηλότερα προσθήκη ἁγιασμοῦ· καὶ θὰ σὲ ἐπισκιάση δύναμις Ὑψίστου, ἡ ὁποία συγχρόνως θὰ σὲ ἐνδυμαμώνη καὶ διὰ τῆς ἐπισκιάσεως σ’ ἐσένα καὶ τῆς συνάφειας μὲ τὸν ἑαυτό της θὰ μορφώνη τὴν ἀνθρωπότητα, ὥστε τὸ γεννώμενο νὰ εἶναι ἅγιο, Υἱὸς Θεοῦ καὶ δύναμις Ὑψίστου μορφωμένη κατὰ ἄνθρωπο. Διότι ἐξ ἄλλου ἰδοὺ καὶ ἡ Ἐλισάβετ ἡ συγγενής σου, ποὺ ἐπέρασε ὅλον τὸν βίο τῆς στείρα, τώρα μὲ τὴν βούλησι τοῦ Θεοῦ σὲ γηρατειὰ παραδόξως κυοφορεῖ, διότι κανένα πράγμα δὲν εἶναι ἀδύνατο γιὰ τὸν Θεό. 
Τι πράττει λοιπὸν πρὸς αὐτὰ ἡ χαριτωμένη Παρθένος, ἡ θεία κατὰ τὴν σύνεσι καὶ ἀπαράμιλλη; Πάλι τρέχει πρὸς τὸν Θεὸ καὶ ἀπευθύνεται πρὸς αὐτὸν μὲ εὐχὴ λέγοντας πρὸς τὸν ἀρχάγγελο· ἄν, ὅπως λέγεις, ἔλθη σ’ ἐμένα ἅγιο Πνεῦμα, γιὰ νὰ μὲ καθαρίση περισσότερο καὶ νὰ μὲ δυναμώση νὰ δεχθῶ τὸ σωτήριο ἔμβρυο, ἂν μ’ ἐπισκιάση δύναμις τοῦ Ὑψίστου ποὺ θὰ μορφώση μέσα μου κατὰ τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν ποὺ φέρει τὴν μορφὴ τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ δημιουργήση ἄσπορη λοχεία, ἂν τὸ γεννώμενο θὰ εἶναι ἅγιο καὶ Υἱὸς Θεοῦ καὶ Θεὸς καὶ βασιλεὺς αἰώνιος, βέβαια τίποτε δὲν εἶναι ἀδύνατο γιὰ τὸν Θεό, «ἰδοὺ ἐγὼ ἡ δούλη τοῦ Κυρίου, ἃς γίνη σύμφωνα μὲ τὸ λόγο σου». Κι ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ ὁ ἄγγελος, ἀφοῦ ἄφησε στὴν γαστέρα τῆς τὸν ποιητὴ τοῦ σύμπαντος συνημμένο μὲ σῶμα καὶ ἀφοῦ μὲ τὴν συνάφεια αὐτή, ποὺ ἐξυπηρέτησε, προξένησε τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἔτσι καὶ ὁ Ἠσαΐας προεικόνισε ἐναργὼς μὲ ὅσα ἀξιώθηκε ἤδη μακαρίως νὰ πάθη. Διότι αὐτὸς δὲν εἶδε τὸν Σεραφεὶμ νὰ παίρνη ἀμέσως τὸν ἄνθρακα ἀπὸ τὸ νοητὸ θυσιαστήριο τοῦ οὐρανοῦ· τοῦτον τὸν ἐπῆρε ὁ Σεραφεὶμ μὲ τὴν λαβίδα, μὲ τὴν ὁποία ἔγγισε καὶ τὰ χείλη του, δίδοντας τὴν κάθαρσι. Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία τῆς λαβίδας ἦταν τὸ ἴδιο μ’ ἐκεῖνο τὸ μεγάλο θέαμα ποὺ εἶδε ὁ Μωυσῆς, μιὰ βάτο ποὺ ἦταν ἀναμμένη μὲ πῦρ καὶ δὲν κατακαιόταν. 
Ποιος δὲν γνωρίζει ὅτι ἐκείνη ἡ βάτος καὶ αὐτὴ ἡ λαβίδα ἤσαν σὰν ἡ παρθενομήτωρ, ποὺ συνέλαβε μέσα της τὸ θεῖο πῦρ ἀπυρπολήτως, ἀφοῦ καί. ἐδῶ ἀρχάγγελος ἐμεσίτευε στὴν σύλληψι καὶ συνήνωνε δὶ’ αὐτῆς τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου μὲ τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ μὲ τὴν ἀπόρρητη συνάφεια μᾶς ἐξάγνισε; Ἑπομένως αὐτὴ ἡ παρθενομήτωρ εἶναι ἡ μόνη μεθόριο κτιστῆς καὶ ἄκτιστης φύσεως· ὅσοι βέβαια γνωρίζουν τὸ Θεὸ θὰ ἀναγνωρίσουν καὶ αὐτὴν ὡς χώρα τοῦ ἀχωρήτου καὶ αὐτὴν θὰ ὑμνήσουν μετὰ τὸν Θεὸ ὅσοι ὑμνοῦν τὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι καὶ αἰτία τῶν πρὶν ἀπὸ αὐτὴ καὶ προστάτις τῶν μετὰ ἀπὸ αὐτὴ καὶ πρόξενος τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Αὐτὴ εἶναι ὑπόθεσις τῶν προφητῶν, ἀρχὴ τῶν Ἀποστόλων, ἑδραίωμα τῶν μαρτύρων, κρηπίδα τῶν διδασκάλων. Αὐτὴ εἶναι ἡ δόξα τῶν ἐπὶ γῆς, ἡ τερπνότης τῶν οὐρανίων, τὸ ἐγκαλλώπισμα ὅλης της κτίσεως. Αὐτὴ εἶναι ἡ καταρχή, ἡ πηγὴ καὶ ἡ ρίζα τῆς ἀποθησαυρισμένης γιὰ μᾶς ἐλπίδος στοὺς οὐρανούς. 
Αυτήν τὴν ἐλπίδα εἴθε ν’ ἀποκτήσωμε ὅλοι ἐμεῖς μὲ τὶς δικές της προσβεῖες γιὰ μᾶς, σὲ δόξα τοῦ πρὸ αἰώνων γεννηθέντος ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ σαρκωθέντος κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες ἀπὸ αὐτὴν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας. Σ’ αὐτὸν πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

"Ομιλία στον ευαγγελισμό της πανυπέραγνης Δέσποινάς μας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας"

Τετάρτη, Μαρτίου 23, 2022

Στήν Ἁγία Μαρία Θεοτόκο-Ἅγιος Ἡσύχιος Ἱεροσολύμων



Κάθε γλώσσα, εὐγνώμονου ἀνθρώπου, ὅπως εἶναι φυσικό, τιμᾶ τήν Παρθένο καί Θεοτόκο, καί μιμεῖται ὅσο τοῦ ἐπιτρέπουν οἱ δυνάμεις του τόν ἄρχοντα τῶν ἀγγέλων Γαβριήλ. Ἄλλος Τῆς ἀπευθύνει τό «χαῖρε», ἐξαιτίας τοῦ Κυρίου πού γεννήθηκε ἀπό Αὐτήν καί ἐμφανίσθηκε στό ἀνθρώπινο γένος ὡς ἄνθρωπος. Ἄλλος Τῆς ἀπευθύνει τό λόγο καί λέει: «ὁ Κύριος προέρχεται ἀπό Σένα» (Λουκ. 1, 28). Ὁ ἕνας Τήν ἐπονομάζει Μητέρα τοῦ φωτός, ὁ ἄλλος Ἀστέρι τῆς ζωῆς. Ἄλλος Τήν ἀποκαλεῖ Θρόνο τοῦ Θεοῦ, ἄλλος Ναό πλατύτερο ἀπό τόν οὐρανό καί ἄλλος Καθέδρα ὄχι κατώτερη ἀπό τήν καθέδρα ἐκείνη τῶν Χερουβείμ.

Ἄλλος πάλι Τήν ὀνομάζει Κῆπο ἄσπαρτο, εὔφορο, ἀκαλλιέργητο· ἀμπέλι μέ ἄφθονα σταφύλια, ἀκμαῖο, ἀνέγγιχτο· τρυγόνα καθαρή, περιστέρα ἁγνή· σύννεφο πού συλλαμβάνει τίς βροχές χωρίς φθορά· σάκκο πού κρύβει μαργαριτάρι λαμπρότερο ἀπό τόν ἥλιο· μεταλλεῖο ἀπό τό ὁποῖο προέρχεται ὁ λίθος πού καλύπτει ὅλη τή γῆ, χωρίς κανένας νά τόν λατομεῖ (Δαν. 2,45)· πλοῖο γεμάτο ἀπό φορτίο καί πού δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό κυβερνήτη· θησαυροφυλάκιο πού φέρνει πλοῦτο.

Ἄλλοι πάλι Τήν ὀνομάζουν λυχνάρι χωρίς φιτίλι, πού ἀνάβει ἀπό μόνο του· Κιβωτό πιό πλατειά, πιό ἐπιμήκη καί πιό ἔνδοξη ἀπό ἐκείνη τοῦ Νῶε. Ἐκείνη ἦταν κιβωτός ζώων, ἐνῶ Αὐτή εἶναι ἡ Κιβωτός ζωῆς. Ἐκείνη ἦταν κιβωτός φθαρτῶν ζώων, Αὐτή εἶναι ἡ Κιβωτός τῆς ἄφθαρτης ζωῆς. Ἐκείνη κράτησε τόν Νῶε, ἐνῶ Αὐτή τόν Δημιουργό τοῦ Νῶε. Ἐκείνη εἶχε δύο καί τρεῖς ὀρόφους, ἐνῶ Αὐτή ὅλο τό πλήρωμα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Γιατί καί τό Πνεῦμα ἦταν παρόν, καί ὁ Πατέρας Τήν ἐπισκίασε, καί ὁ Υἱός κατασκήνωσε μέσα Της, ὡς βρέφος κυοφορούμενος. Λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «Πνεῦμα Ἅγιο θά ἔρθει ἐπάνω σου καί θά σέ ἐπισκιάσει ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου. Γι᾽ αὐτό καί τό ἅγιο πού θά γεννηθεῖ, θά ὀνομασθεῖ Υἱός τοῦ Θεοῦ» (Λουκ. 1,35).

Βλέπεις πόσο μεγάλο εἶναι τό ἀξίωμα τῆς Θεοτόκου Παρθένου; Γιατί ὁ Μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ Δημιουργός τοῦ κόσμου, κρατήθηκε ἀπό Αὐτήν ὡς βρέφος, καί ξαναέπλασε τόν Ἀδάμ, καί ἁγίασε τήν Εὔα, καί κατάργησε τό δράκοντα, καί ἄνοιξε τόν παράδεισο, καί ἄφησε ἄφθαρτη τή σφραγίδα τῆς παρθενικῆς μήτρας. Πολύ φυσικά καί σύμφωνα μέ τή λογική καί τά δύο. Ἄνοιξε τόν παράδεισο, ἐπειδή ἐπρόκειτο νά φέρει καί νά ὁδηγήσει ὁ Ἴδιος μέσα τό Ληστή καί ὅλους τούς κληρονόμους τῆς

Βασιλείας. Ἀσφάλισε τή σφραγίδα τῆς παρθενικῆς μήτρας, ἐπειδή Αὐτός πού ἔπαιρνε σάρκα ἦταν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, καί δέν εἶχε ἀνάγκη ἀπό καμμιά θύρα γιά τήν εἴσοδο ἤ ἔξοδο Του.

Σέ Σένα λοιπόν, Παρθένε, οἱ Προφῆτες ἀπονέμουν τούς ἐπαίνους, καί ὁ καθένας ἐξυμνεῖ Σέ τήν Θεοφόρο ἀνάλογα μέ τό πῶς καί πόσο, τοῦ ἔχουν ἀποκαλυφθεῖ τά μυστήρια αὐτά. Καί ἄλλος Σέ ἀποκαλεῖ ράβδο τοῦ Ἰεσσαί δείχνοντας ἔτσι τό ἄτρωτο καί ἀκέραιο τῆς παρθενίας Σου. Ἄλλος Σέ παρουσιάζει ὡς βάτο πού φλέγεται ἀλλά δέν καίγεται, γιά νά ὑπαινιχθεῖ μ᾽ αὐτό καί τόν Μονογενή πού προσέλαβε σάρκα καί παράλληλα τήν Παρθενία τῆς Θεοτόκου. Γιατί ἡ Παρθένος φλεγόταν, ἀλλά δέν καιγόταν, ἐπειδή γέννησε χωρίς νά φθαρεῖ ἡ μήτρα Της. Συνέλαβε καί παρέμεινε σφραγισμένη ἡ μήτρα. Θήλασε καί διαφύλαξε τούς μαστούς Της ἀνέγγιχτους. Κράτησε στά χέρια Της παιδί, καί τόν πατέρα Του δέν γνώρισε. Ἔγινε μητέρα, καί χωρίς νά ἔχει γίνει νύφη. Τρεφόταν Υἱός, καί ὁ Πατέρας δέν παραβρισκόταν.

Τό χωράφι καρποφοροῦσε, καί ὁ καρπός δέν ἀνῆκε σέ κανένα γεωργό. Ἀπέδωσε καρπό τόν καιρό τοῦ θερισμοῦ, χωρίς νά ἔχει δεχθεῖ σπόρο. Ποτάμι ἔτρεχε καί ἡ πηγή ἀπό παντοῦ ἦταν κλεισμένη, γιά νά ἀποδειχθεῖ ἔτσι Παρθένε, ὅτι καί μητέρα ἔγινες, καί δέν ὑπέφερες ὅσα περνᾶνε οἱ μητέρες. Γέννησες σάν γυναίκα καί δέν δέχθηκες φθορά ὡς γυναίκα. Κυοφοροῦσες σύμφωνα μέ τόν νόμο τῆς φύσεως, ἀφοῦ περίμενες τόν καιρό τόν πόνων τοῦ τοκετοῦ, ἀλλ᾽ ὅμως συνέλαβες ἔξω ἀπό τόν νόμο τῆς φύσεως.

Ἄλλος Σέ ἀποκάλεσε Πύλη κλεισμένη πού εἶσαι στραμμένη πρός τήν ἀνατολή, καί πού εἰσάγει τόν Βασιλιά ἐνῶ οἱ πόρτες εἶναι κλειστές (Ἰεζ. 44,2). Κατά τόν ἴδιο τρόπο

Σέ ὀνόμασε καί πύλη πού ὁδηγεῖς πρός τά ἔξω, ἐπειδή ἔγινες πόρτα πού ὁδήγησε στήν ἐπίγεια ζωή τόν Μονογενή. Καί Σέ ὀνόμασε Πύλη πού βρίσκεται στραμμένη πρός τήν ἀνατολή, ἐπειδή τό φῶς τό ἀληθινό, πού φωτίζει κάθε ἄνθρωπο πού ἔρχεται στόν κόσμο, προέρχεται ἀπό τήν κοιλιά Σου, σάν ἀπό κάποιο βασιλικό θάλαμο. Ἐσύ ἔβαλες μέσα Σου τόν Βασιλιά, ἐνῶ οἱ πόρτες ἦταν κλειστές, καί πάλι ἔτσι Τόν πέρασες ἔξω. Γιατί ὁ Βασιλιάς τῆς δόξας δέν ἄνοιξε τίς πόρτες τῆς μήτρας Σου, οὔτε χαλάρωσε τό φραγμό τῆς παρθενίας Σου, οὔτε ὅταν συλλαμβανόταν, ἀλλά καί οὔτε ὅταν γεννιόταν. Ἐσένα ὀνόμασε Κῆπο κλεισμένο καί Πηγή σφραγισμένη ὁ Νυμφίος πού προῆλθε ἀπό Σένα, καί προφήτευσε στά Ἄσματα (Ἆσμ, Ἀσ. 4,12).

Κῆπο κλεισμένο Σέ ὀνόμασε, ἐπειδή Ἐσένα δέν Σέ ἄγγιξε δρεπάνι φθαρτό ἤ τρυγητός. Ἄνθος ἐπίσης, πού βλάστησε καθαρά ἀπό τή ράβδο τοῦ Ἰεσσαί στό γένος τῶν ἀνθρώπων Σέ ἀποκάλεσε, γιά νά δείξει ὅτι καλλιεργήθηκες μόνο ἀπό τό καθαρό καί ἄσπιλο Πνεῦμα. Σέ ὀνόμασε Πηγή σφραγισμένη, γιατί ὁ ποταμός τῆς ζωῆς, πού προῆλθε ἀπό Σένα, πλημμύρισε τήν οἰκουμένη. Ἀλλά κάδος γάμου τή δική Σου πηγή ποτέ δέν τήν ἄντλησε.

Γιά Σένα ὁ Δαβίδ, καί παίρνοντας ἀπό Σένα τήν ἔμπνευση, δέν παύει νά κρούει τό ψαλτήρι καί νά ψάλλει: «Ἀναστήσου, Κύριε, νά πᾶς στόν τόπο τῆς ἀναπαύσεώς Σου, Σύ καί ἡ Κιβωτός τοῦ ἁγιάσματός Σου» (Ψαλμ. 131,8). «Ἀναστήσου». Ἀπό ποῦ; Ἀπό τούς κόλπους τοῦ Πατέρα, ὄχι γιά νά χωριστεῖς ἀπό τόν Πατέρα (γιατί αὐτό δέν ἐπιτρέπεται οὔτε νά τό σκέφτεται κανείς, οὔτε καί νά τό λέει), ἀλλά γιά νά ἐκπληρώσεις κατά τή Θεία Οἰκονομία, αὐτό πού ἀπό τήν ἀρχή, πρίν ἀπό τούς αἰῶνες καί πρίν ἀπό τίς γενεές, εἶχε ὁρισθεῖ. «Ἀναστήσου», γιά νά σηκώσεις τούς πεσμένους, γιά νά ἀνορθώσεις αὐτούς πού βρίσκονται νεκρωμένοι. «Ἀναστήσου», γιά νά πάρεις πίσω ἀπό τόν ἐχθρό αὐτό πού Σοῦ ἀνήκει καί μέχρι τώρα τυραννιέται ἀπό αὐτόν. «Ἀναστήσου, Κύριε, νά πᾶς στόν τόπο τῆς ἀναπαύσεώς σου», σ᾽ Αὐτήν πού διάλεξες πάνω στή γῆ, καί πού Τήν ἔταξες στή Βηθλεέμ, στό σπήλαιο, στή φάτνη καί στά σπάργανα. Γιατί στούς οὐρανούς δέν ἔχεις ἀνάγκη ἀπό ἀνάπαυση, ἀφοῦ Ἐσύ εἶσαι ἡ ἀνάπαυση ὅλης τῆς κτίσης.

Στή γῆ ὅμως γιά χάρη μας ὑποφέρεις τά ἀνθρώπινα. Φυσικά, δέν ἐννοῶ τήν πείνα καί τή δίψα, τά ὁποῖα ὑπέμεινες. Γιατί καί πεινώντας, Ἐσύ εἶσαι ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς, καί διψώντας, Σύ εἶσαι ἡ παρηγοριά αὐτῶν πού διψοῦν. Γιατί Ἐσύ ἔγινες ποταμός ἀφθαρσίας. Καί ἐνῶ κοπιάζεις περπατώντας στήν ξηρά, δρασκελίζεις ἄκοπα πάνω στῆς θάλασσας τά κύματα.

 «Σήκω, Κύριε, νά πᾶς στόν τόπο τῆς ἀναπαύσεώς Σου, Σύ καί ἡ κιβωτός τοῦ ἁγιάματός Σου». Εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι ἡ κιβωτός ἐδῶ εἶναι ἡ Παρθένος, ἡ Θεοτόκος. Γιατί ἄν Ἐσύ εἶσαι τό μαργαριτάρι, εὔλογα Ἐκείνη εἶναι ἡ Κιβωτός. Ἐφόσον Σύ εἶσαι Ἥλιος, φυσικά ἡ Παρθένος θά ὀνομασθεῖ οὐρανός. Ἐπειδή Σύ εἶσαι ἄνθος ἀμάραντο, ἄρα ἡ Παρθένος εἶναι φυτό ἀφθαρσίας, ὁ παράδεισος τῆς ἀθανασίας. Βλέποντας αὐτά στήν Παρθένο ὁ Ἠσαΐας προφήτεψε λέγοντας: «Νά, ἡ Παρθένος θά συλλάβει, καί θά γεννήσει γιό, καί θά τόν ὀνομάσουν Ἐμμανουήλ» (Ἠσ. 7,14). Νά ἡ Παρθένος.

Ποιά; Ἡ ξεχωριστή ἀνάμεσα στίς γυναῖκες, ἡ διαλεχτή ἀνάμεσα στίς Παρθένες, τό σεμνό στολίδι τῆς φύσης μας, τό καύχημα τοῦ δικοῦ μας πηλοῦ· Αὐτή πού ἀπάλλαξε ἀπό τή ντροπή τήν Εὔα, καί ἀπό τήν ἀπειλή τόν Ἀδάμ· Αὐτή πού ἔκοψε τό θράσος τοῦ δράκοντα καί τήν Ὁποία δέν ἄγγιξε καπνός ἐπιθυμίας, οὔτε Τήν ἔβλαψε τό σκουλήκι τῆς ἡδυπάθειας.


imaik