Πέμπτη, Ιανουαρίου 14, 2010

Θ. Ντοστογιέφσκη- Ο Μέγας Ιεροεξεταστής





 

"Μα να που θέλησε να παρουσιαστεί για μια στιγμή τουλάχιστον στον ταπεινωμένο κι εξαθλιωμένο λαό, στο λαό που σερνόταν μέσα στην αμαρτία, μα που τον αγαπούσε μ' αφέλεια. Η δράση λοιπόν εξελίσσεται στην Ισπανία, στη Σεβίλλη, στην πιο τρομερή εποχή της Ιεράς Εξέτασης, όταν κάθε μέρα άναβαν φωτιές κι έκαιγαν ανθρώπους για την αγάπη του Θεού κι όπου

" Σ' υπέροχες λαμπαδιαστές φωτιές
έκαιγαν τις τρομερές αιρετικές "


"Ώ, μα δεν ήταν έτσι που υποσχέθηκε να ξαναγυρίσει, στους αιώνες των αιώνων, με το πλήρωμα του χρόνου, σ' όλη του την ουράνια δόξα, ξαφνικά, "καθώς η αστραπή εξέρχεται από ανατολών και φαίνεται έως δυσμών" . Όχι, θέλησε να επισκεφθεί τα παιδιά του στον ίδιο τον τόπο, όπου έκαιγαν οι φωτιές για τους αιρετικούς. Μέσα στην απέραντη ελεημοσύνη του, ξαναγυρίζει κοντά στους ανθρώπους, με τη μορφή που είχε κατά τη διάρκεια των τριών χρόνων της δημόσιας ζωής του. Νάτον που κατεβαίνει τους ηλιολουσμένους δρόμους αυτής της μεσογειακής πόλης, όπου ακριβώς την παραμονή, μπροστά στο βασιλιά, τους αυλικούς, τους ιππότες, τους καρδινάλιους, και τις πιο χαριτωμένες κυρίες της Αυλής, ο Μέγας Ιεροεξεταστής έβαλε να κάψουν μια εκατοστή αιρετικούς "Ad Ma jorem Dei Gloriam". Εμφανίζεται αθόρυβα, χωρίς να τον προσέξει κανένας και - πράγμα παράξενο - όλοι τον αναγνωρίζουν...



Ο λαός σα να τον τραβούσε μια ακατανίκητη δύναμη, όλοι μαζεύονται στο πέρασμά του και τον ακολουθούν. Σιωπηλός, περνά καταμεσής του πλήθους, μ' ένα χαμόγελο απέραντης συμπάθειας. Η καρδιά του πλημμυρίζει από αγάπη, τα μάτια του αντανακλούν τη Γνώση, το Φως, τη Δύναμη, που φωτίζουν και ξυπνούν την αγάπη στις καρδιές, τους απλώνει τα χέρια, τους ευλογεί, μια άρετή εξυγίανσης βγαίνει απ' την κάθε επαφή μαζί του κι' ακόμη απ' τα φορέματά του. Ένας γέρος, τυφλός απ' τα παιδικά του χρόνια φωνάζει μεσ' από το πλήθος : "Κύριε θεράπευσέ με και θα δω". Ο λαός χύνει δάκρυα χαράς καί φιλά το χώμα όπου πατά. Απ' τα μάτια του γέρου πέφτει ένα φλούδι κι εκείνος βλέπει. Τα παιδιά σκορπίζουν λουλούδια στο πέρασμά του και φωνάζουν "Ωσαννά!" Εκείνος, φωνάζουν. Είναι Εκείνος ! Δεν μπορεί παρά να 'ναι Εκείνος. Σταματά στην πλατεία της Μητρόπολης της Σεβίλλης τη στιγμή που φέρνουν ένα μικρό άσπρο φέρετρο, όπου αναπαύεται η εφτάχρονη μοναχοκόρη κάποιου προύχοντα. Η νεκρή είναι σκεπασμένη με λουλούδια. "Θ' αναστήσει το παιδί σου", φωνάζουν απ' το πλήθος κι η μητέρα κλαίει. Ο παπάς που προχωρεί μπρός απ' το φέρετρο, κοιτάζει μ' ένα ύφος συγχυσμένο καί ζαρώνει τα φρύδια. Ξαφνικά, μια φωνή αντηχεί, η μητέρα ρίχνεται στα πόδια του : "Αν είσαι Εσύ, ανάστησε το παιδί μου !" και του απλώνει τα χέρια της. Η πομπή σταματά, αφήνουν το φέρετρο πάνω στις πέτρες της πλατείας. Το κοιτάζει με οίκτο, το στόμα του προφέρει για μια φορά ακόμη : "Ταλιθά κούμμι" και η κόρη εγείρεται. Η νεκρή σηκώνεται, κάθεται και κοιτάζει γύρω της με ύφος κατάπληκτο, χαμογελαστή. Κρατεί ακόμη στα χέρια της το μπουκέτο με τ' άσπρα τριαντάφυλλα, που συνηθίζουν να δίνουν στους νεκρούς. Μέσα στο πλήθος, όλοι έχουν ταραχτεί,φωνάζουν, κλαίνε.

Εκείνη τη στιγμή περνά από την πλατεία ο καρδινάλιος Μέγας Ιεροεξεταστής. Είν' ένας ψηλός γέρος, σχεδόν αιωνόβιος, με στεγνό πρόσωπο, μάτια χωμένα στις κόγχες, μα που μέσα του λάμπει ακόμη μια σπίθα. Δε φορεί πια εκείνη την περίλαμπρη στολή, που τον έκανε να ξεχωρίζει χτες μέσα στο πλήθος, την ώρα που έκαιγαν τους εχθρούς της Καθολικής Εκκλησίας. Έχει ξαναβάλει το παλιό, ασκητικό του ράσο. Οι βοηθοί του κι ο Μέγας Σκευοφύλακας τον ακολουθούν από απόσταση, όλο σεβασμό. Σταματά πλάι στο πλήθος και κοιτάζει από μακριά. Τα είδε όλα, το φέρετρο ακουμπισμένο μπροστά Του, την ανάσταση του κοριτσιού, και το πρόσωπό του σκοτεινιάζει... Ζαρώνει τα πυκνά του φρύδια και στα μάτια του αστράφτει μια τρομερή φλόγα. Τον δείχνει με το δάχτυλο και διατάζει τους φρουρούς του να τον πιάσουν. Είναι τόσο μεγάλη η δύναμή του και ο λαός τόσο συνηθισμένος να τον υπακούει, που όλοι παραμερίζουν, υπακούουν τρέμοντας. Μέσα σε μια θανάσιμη σιωπή, οι χωροφύλακες τον πιάνουν και τον φέρνουν μπροστά του. Σαν ένας άνθρωπος όλο αυτό το πλήθος γονατίζει μπρός στο Μεγάλο Ιεροεξεταστή που σηκώνει το χέρι του και το ευλογεί κι ύστερα χωρίς να πει μια λέξη εξακολουθεί το δρόμο του. Οδηγούν τον Κρατούμενο στο θλιβερό και παλιό κτίριο της Αγίας Σκεύης, και τον κλείνουν εκεί, σ' ένα μικρό υπόγειο κελί.



Η ημέρα περνά κι έρχεται η νύχτα, μια νύχτα Σεβιλλιάνικη ζεστή κι αποπνικτική. Ο αγέρας είναι πλημμυρισμένος απ' τις μυρωδιές που ξεχύνουν οι ροδοδάφνες και οι πορτοκαλιές. Μέσα στα σκοτάδια, η σιδερένια πόρτα του κελιού ανοίγει, και παρουσιάζεται ο Μέγας Ιεροεξεταστής μ' ένα δαυλό στο χέρι. Σταματά στο σκαλοπάτι, παρατηρεί για πολλήν ώρα την Αγία Μορφή, τελικά πλησιάζει, ακουμπά τη δάδα πάνω στο τραπέζι και του λέει: "Εσύ; Είσαι Εσύ;" Μην παίρνοντας απάντηση προσθέτει γρήγορα:
"Μη λες τίποτα, πάψε. Άλλωστε τι θα μπορούσες να πεις; Τα ξέρω όλα πολύ καλά. Και δεν έχεις το δικαίωμα να προσθέσεις ούτε μια λέξη στα όσα είπες άλλοτε. Γιατί ήρθες να μας αναστατώσεις; Γιατί, ναι, μας αναστατώνεις, και το ξέρεις πολύ καλά. Αλλά ξέρεις τι θα συμβεί αύριο ; Αγνοώ ποιός είσαι κι ούτε θέλω να το ξέρω: είσ' Εσύ ή μόνο το ομοίωμά Σου; Όμως αύριο θα σε καταδικάσω και θα καείς στην πυρά, όπως ο χειρότερος των αμαρτωλών, κι αυτός ο ίδιος λαός που σου φιλούσε τα πόδια, θα ξεχυθεί αύριο, μόλις δώσω το σύνθημα, για να βάλει φωτιά στο σωρό με τα ξύλα. Το ξέρεις; Ισως" - προσθέτει ο γέρος με τα μάτια καρφωμένα πάνω στον κρατούμενό του, συλλογισμένος...

"Έχεις το δικαίωμα να μας αποκαλύψεις ας είναι και έν' από τα μυστικά του κόσμου απ' όπου έρχεσαι;" ρωτά ο γέρος, κι απαντά ο ίδιος : "Όχι, δεν έχεις το δικαίωμα. Γιατί τούτη η αποκάλυψη θα 'ρχόταν να προστεθεί στην προηγούμενη, και μ' αυτόν τον τρόπο θ' αφαιρούσες απ' τους ανθρώπους την ελευθερία που την υπερασπίσθηκες τόσο πάνω σε τούτη τη γη.

Όλες οι νεώτερες αποκαλύψεις θα έβλαπταν την ελευθερία της πίστης, γιατί θα εμφανίζονταν σαν οφειλόμενες σε θαύμα. όμως, εσύ ο ίδιος πριν από δεκαπέντε αιώνες έβαζες πάνω απ' όλα τούτη την ελευθερία της πίστης. Δεν είπες τάχα τόσες φορές : "Θέλω να σας καταστήσω ελεύθερους!" Ε, λοιπόν ! Τους είδες τους "ελεύθερους" ανθρώπους - προσθέτει ο γέρος με σαρκαστικό τόνο. Ναί, όλο αυτό μας στοίχισε πολύ ακριβά- εξακολούθησε κοιτάζοντάς τον μ' αυστηρότητα -μα επιτέλους τελειώσαμε τούτο το έργο στ' όνομά σου. Μας χρειάσθηκαν δικαπέντε αιώνες σκληρής δουλειάς, για να εγκαθιδρύσουμε την ελευθερία. μα τώρα πια έγινε, και καλά. Δεν το πιστεύεις; Με κοιτάζεις μάλιστα με τρυφερότητα, χωρίς ούτε να καταδεχτείς ν' αγανακτήσεις. Μα ξέρετε ότι οι άνθρωποι ποτέ άλλοτε δεν πίστεψαν τον εαυτό τους πιο λεύτερο όσο τώρα, κι ωστόσο, η ελευθερία τους είν' εκείνη, που έρχονται να την καταθέσουν ταπεινά στα πόδια μας. Αυτό λοιπόν είναι το έργο μας, για να λέμε την αλήθεια. Αυτή είν' η ελευθερία που ονειρεύτηκες ;"

...Ήσουν πληροφορημένος για όλ' αυτά -συνεχίζει ο γέρος- τα συμβούλια δε σου λείπουν, αλλά δε λογάριασες τίποτα, δε σκέφτηκες το μοναδικό μέσο για να γίνουν οι άνθρωποι ευτυχισμένοι. Ευτυχώς που φεύγοντας ανάθεσες σ' εμάς το έργο, μας το υποσχέθηκες, μας παραχώρησες επίσημα το δικαίωμα να λύνουμε και να δένουμε. Τώρα, δεν πιστεύω να σκέφτηκες να μας το αφαιρέσεις; Για ποιό λόγο λοιπόν ήρθες να μας αναστατώσεις ; "...

(συνεχίζεται...)


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου