Τρίτη, Φεβρουαρίου 23, 2010

Μαρτύριον Αγίου Πολυκάρπου


...Έχοντας, λοιπόν, οδηγό το παιδί, ημέρα Παρασκευή και κατά το σούρουπο, βγήκαν οι στρατιώτες της καταδιώξεως με καβαλλάρηδες, αρματωμένοι σαν σε πόλεμο και ως επί ληστήν τρέχοντες. Και αργά το βράδυ έκαμαν έφοδο στο μέρος που βρισκόταν και τον βρήκαν στο υπερώο, ξαπλωμένον σ’ ένα δωμάτιο. Και από κεί θα μπορούσε να φύγη, αλλά είχε αρνηθή, λέγοντας· το θέλημα του Θεού γενέσθω. Όταν, λοιπόν, τους άκουσε, κατέβηκε κι έπιασε κουβέντα μαζί τους. Και απόρησαν βλέποντας την ευστάθεια της μεγάλης του ηλικίας και τη βιασύνη να συλληφθή τόσο γέρος άνθρωπος. Ευθύς, λοιπόν, πρόσταξε να τους βάλουν να φάνε και να πιουν όσο θέλουν και τους παρακάλεσε να του επιτρέψουν στο μεταξύ να προσευχηθή άνετα. Εκείνοι τού το επέτρεψαν και έπιασε και προσευχήθηκε πλημμυρισμένος από τη Χάρι του Θεού δύο ολόκληρες ώρες, έτσι πού θαμπώθηκαν οι στρατιώτες και μερικοί απ’ αυτούς μετάνοιωσαν που είχαν έλθει να πιάσουν ένα τέτοιο θεόπρεπο γέροντα.

Όταν κάποια φορά τελείωσε την προσευχή, στην οποία μνημόνευσε όλους όσοι είχαν έλθει σε συνάφεια μαζί του, μικρούς και μεγάλους, ένδοξους και άσημους και όλη την καθολική Εκκλησία που απλώνεται στην οικουμένη, και ήλθε η ώρα να βγουν, τον έβαλαν πάνω σ’ ενα όνο και τον έφεραν στην πόλι, ξημερώματα του Μεγάλου Σαββάτου. Και στον δρόμο τον προϋπάντησε ο ειρήναρχος Ηρώδης με τον πατέρα του τον Νικητή που τον έβαλαν να καθίση δίπλα τους στο αμάξι τους, κι άρχισαν να προσπαθούν να τον μεταπείσουν, λέγοντας.

—Μα είναι τόσο κακό να πης· Κύριος είναι ο Καίσαρ; Είναι τόσο σπουδαίο πράγμα να θυσιάσης στους θεούς και να κάνης όλους τους υπολοίπους τύπους, προκειμένου να γλυτώσης τη ζωή σου;

Εκείνος στην αρχή σώπαινε, αλλά όταν είδε ότι επέμεναν αποκρίθηκε.

—Δεν πρόκειται να κάμω αυτά που με συμβουλεύετε.

Τότε εκείνοι, βλέποντας πως του κάκου πήγαν τα λόγια τους, τον περιέλουσαν με βρισιές και τον γκρέμισαν από το αμάξι, έτσι που πέφτοντας να πληγωθή στο πόδι. Και χωρίς να τους πη ούτε λέξι, σαν να μην είχε πάθει τίποτε, πορευόταν· ολοπρόθυμα, οδηγούμενος στο αμφιθέατρο, όπου γινόταν τέτοια οχλοβοή ώστε να μη μπορή να κρυφθή η φωνή κανενός,

Αλλά στον Πολύκαρπο καθώς έμπαινε στο αμφιθέατρο ακούσθηκε φωνή από τον ουρανό πού έλεγε· Ίσχυε, Πολύκαρπε, και ανδρίζου. Και εκείνον που μίλησε κανένας δεν τον είδε, αλλα τη φωνή την άκουσαν οι δικοί μας που βρίσκονταν εκεί. Όταν, λοιπόν, ωδηγήθηκε εκεί, έγινε μεγαλύτερη η οχλοβοή, διότι ό λαός έμαθε ότι ό Πολύκαρπος είχε συλληφθή. Στεκόμενον μπροστά στο βήμα του, ό αν-θύπατος άρχισε να τον άνακρίνη. Πρώτα τον ρώτησε αν ήταν ό ίδιος ο Πολύκαρπος και σαν εκείνος το έβε-βαίωσε, βάλθηκε ό ανθύπατος νά τον πείση ν’ άρνηθή την πίστι του, λέγοντας· Λυπήσου τα χρόνια, σου και άλλα παρόμοια πού συνηθίζουν οι εθνικοί δικα-σταί, όπως: Αναγνώρισε τη θεία δύναμι του Καίσαρος, άλλαξε γνώμη, πες Να λείψουν οι άθεοι.

Ο Πολύκαρπος τότε με γαλήνια κι άτρομη όψη γυρόφερε το βλέμμα στις κερκίδες που ήσαν σκεπασμένες από τους ανόμους εθνικούς, σήκωσε το χέρι εναντίον τους με τρομερή κίνησι, αναστέναξε και αναβλέποντας τέλος στον ουρανό είπε· Ας λείψουν οι άθεοι!

Και καθώς, επιμένοντας ο ανθύπατος τού έλεγε,

—Εξώμοσε, βρίσε τον Χριστό και σ’ ελευθερώνω

αποκρίθηκε ο Πολύκαρπος

—Ογδόντα έξι χρόνια τον υπηρετώ και σε τίποτε δεν με βλαψε. Πώς μπορώ, λοιπόν, να υβρίσω τον βασιλέα και σωτήρα μου;

Αλλά ο ανθύπατος επέμενε, λέγοντας.

—Αναγνώρισε τη θεία δύναμι του Καίσαρος. Και ο Πολύκαρπος αποκρίθηκε.

—Ζητείς να αναγνωρίσω τη θεία δύναμι του αυτοκράτορος και υποκρίνεσαι ότι αγνοείς ποιος είμαι. Άκουσε, λοιπόν, καθαρά και ξάστερα την απάντησί μου. Είμαι χριστιανός. Κι αν θέλεις να διδαχθής τον χριστιανισμό, δος μου καιρό να σου τον μάθω. Του λέγει ο ανθύπατος. —Πείσε τον όχλο. Και ο Πολύκαρπος τού άπαντα.

—Εσένα σ’ αξίωσα των λόγων μου. Διότι διδαχθήκαμε να αποδίνουμε στις αρχές και εξουσίες που υπάρχουν με την ανοχή του Θεού τιμή τόση όση δεν μας ζημιώνει. Αυτοί εδώ όμως δεν έχουν κανένα δικαίωμα ν’ ακούσουν την απολογία μου. Και ο ανθύπατος τού λέγει.

—Έχω θηρία, σ’ αυτά θα σε ρίξω, αν δεν αλλάξης γνώμη. Και ο Πολύκαρπος αποκρίνεται.

—Φέρε τα· γλύστρημα για μάς από τα καλύτερα στα χειρότερα δεν επιτρέπεται. Απεναντίας από τα χαλεπά μας αρέσει να ανεβαίνουμε στα δίκαια. Και ο ανθύπατος πάλι.

—Θα σε ανάψω σαν λαμπάδα, αν δεν σου φαίνονται σκληρή τιμωρία τα θηρία, και μείνης αμετανόητος. Και ο Πολύκαρπος τού απαντά.

—Μ’ απειλείς με τη φωτιά που καίει για λίγη ώρα κι υστέρα σβύνεται κι αγνοείς το πυρ της μελλούσης κρίσεως κι αιωνίας κολάσεως πού φυλάγεται άσβυστο για τους ασεβείς. Αλλά τί αργοπορείς; Κάμε ό,τι θέλεις.

Αυτά κι άλλα ακόμα λέγοντας, ήταν πλημμυρισμένος από θάρρος και χαρά και στο πρόσωπο του έλαμπε η θεία χάρις. Όχι μόνο δεν είχαν καμμιά επίδρασι πάνω του οι συμβουλές κι οι απειλές που άκουε, αλλ’ απεναντίας σάστισε ο ανθύπατος. Έστειλε τότε τον κήρυκα του στη μέση του στίβου να φωνάξη τρεις φορές.

—Ο Πολύκαρπος ωμολόγησε ότι είναι χριστιανός.

Μόλις τ’ άκουσε ο όχλος των ειδωλολατρών και των Ιουδαίων που είχαν μαζευθή εκεί απ’ όλη τη Σμύρνη ξέσπασε σε κραυγές φωνάζοντας άγρια.

—Αυτός είναι ο δάσκαλος της Ασίας, ο πατέρας των χριστιανών, ο χαλαστής των θεών μας, ο άνθρωπος που έμαθε πολλούς να μη προσκυνούν και να μη θυσιάζουν.

Και φώναζαν στον ασιάρχη Φίλιππο ν’ άμολήση πάνω στον Πολύκαρπο ένα λέοντα. Αλλά εκείνος αποκρίθηκε ότι δεν είχε τέτοιο δικαίωμα, διότι παρόμοια θεάματα είχαν δοθή και τελειώσει πια τις προηγούμενες ημέρες.

Τότε όλοι με μια φωνή ζήτησαν να ριχθή στη φωτιά ό Πολύκαρπος. Διότι επέπρωτο να πραγματοποιηθή ή οπτασία που είχε δη, όταν είδε το προσκέφαλο να καίεται και γύρισε και είπε προφητικά στους πιστούς που τον τριγύριζαν, Θα καώ ζωντανός.

Όλα έγιναν με τέτοια γρηγοράδα, που περισσότερη ώρα κάνει κανείς να τα διηγηθή. Οι όχλοι μάζεψαν αμέσως από τα γειτονικά εργαστήρια και λουτρά ξύλα και φρύγανα και προπαντός οι Ιουδαίοι που σε κάτι τέτοιες περιστάσεις συνήθως είναι οι πιο πρόθυμοι απ’ όλους. Και όταν ετοιμάσθηκε η πυρά, έβγαλε όλα τα ρούχα του, ξεζώσθηκε κι έσκυψε να βγάλη και τα υποδήματα του, πράγμα που έκαμε για πρώτη φορά, διότι πάντα έσπευδαν τα πνευματικά του παιδιά να τον υπηρετούν σ’ αυτό αμιλλώμενα ποιο πρώτο να τον αγγίξη. Τόση μεγάλη αρετή τον στόλιζε πριν από το μαρτύριο. Ευθύς, λοιπόν, τον τύλιξαν με τα σίδερα που χρησιμοποιούνται στους καταδικασμένους να πεθάνουν πάνω στην πυρά. Κι ενώ πήγαιναν να τον καρφώσουν, είπε.

—Αφήστε με έτσι. Εκείνος που με έσπρωξε έως τη φωτιά, θα μ’ άξιώση και χωρίς τα καρφιά σας να μείνω ασάλευτος πάνω της.

Έτσι δεν τον κάρφωσαν, άλλα τον έδεσαν μονάχα. Και εκείνος ενώνοντας πίσω στη ράχη τα χέρια του και αφήνοντας να τα δέσουν, σαν κάποιο διάλεχτο κριάρι που προσφέρεται από ολόκληρο κοπάδι, ολοκαύτωμα ευάρε-στο στον Θεό, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και είπε.

—Κύριε ο Θεός ο παντοκράτωρ, ο πατέρας του αγαπητού και ευλογητού παιδιού σου Ιησού Χριστού, από τον όποιον σε γνωρίσαμε βαθειά, ο Θεός των αγγέλων και δυνάμεων και πάσης της κτίσεως και όλων των δικαίων που ζουν ενώπιον σου, σ’ ευχαριστώ που μ’ αξιώνεις μ’ αυτή την ημέρα και την ώρα, ώστε να συγκαταριθμηθώ στους μάρτυρες σου που ήπιαν από το ποτήριον του Χριστού σου εις ανάστασιν ζωής αιωνίας της ψυχής και του σώματος μέσα στην αφθαρσία του Άγιου Πνεύματος. Είθε να γίνω δεκτός ανάμεσα στους μάρτυρες σου σήμερα σε μία θυσία πλούσια κι ευπρόσδεκτη, όπως προετοίμασες και προφανέρωσες κι εξεπλήρωσες, ο αληθινός και αψευδής Θεός. Γι’ αυτό και για όλα σε αινώ, σε ευλογώ, σε δοξάζω δια του αιωνίου και επουρανίου αρχιερέως Ιησού Χριστού, του αγαπητού σου Υιού, δια του οποίου σε σένα μαζί του και μαζί με το Πνεύμα το Άγιο απονέμεται δόξα και τώρα και στους μέλλοντες αιώνες. Αμήν.

Αφού ανέπεμψε το Αμήν και τελείωσε την προσευχή του, έβαλαν φωτιά στα ξύλα και τα φρύγανα. Τότε ξεπήδησε μεγάλη φλόγα και είδαμε ένα θαύμα σ’ όσους από μας δόθηκε να το δούμε. Οι όποιοι και φυλαχθήκαμε σώοι για να το αναγγείλουμε και στους λοιπούς. Οι φλόγες, λοιπόν, έφτιαξαν ένα είδος καμάρας, σαν πανί καραβιού φουσκωμένο από τον άνεμο και περιτείχισαν κυκλοτερά το σώμα του μάρτυρος. Κι αυτός ήταν στο κέντρο όχι σαν σάρκα καιόμενη, αλλά σαν ψωμί που ψήνεται στο φούρνο ή σαν χρυσάφι ή σαν ασήμι πού πυρώνεται στο καμίνι. Και μας ήλθε τέτοια ευωδία, σαν από λιβάνι ή από κάποιο άλλο ακριβό θυμίαμα.

Στο τέλος βλέποντας οι άνομοι ότι το σώμα του δεν το άγγιζε η φωτιά, πρόσταξαν ένα κομφέκτορα να τον χτυ-πήση με το ξίφος του. Και σαν τον χτύπησε, έτρεξε αίμα τόσο που έσβησε τη φωτιά κι ο όχλος θαύμασε την τόση διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στους άπιστους και τους εκλεκτούς. Ένας από τους εκλεκτούς ήταν και ο υπερ-θαύμαστος Πολύκαρπος, που υπήρξε στον καιρό μας διδάσκαλος αποστολικός και με προφητικό χάρισμα και επίσκοπος της καθολικής Εκκλησίας στη Σμύρνη. Διότι κάθε λόγος που βγήκε από το στόμα του, και πραγματοποι-ήθηκε και θα πραγματοποιηθή...


ολόκληρο απολαύστε το κείμενο εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου