Πέμπτη, Φεβρουαρίου 18, 2010

Γεροντικά ποικίλλα



Ο ΑΒΒΑΣ Σέργιος διηγείτο το ακόλουθο περιστατικό στους υποτακτικούς του για να τους αποδείξει πόσο κερδίζει ο ταπεινός:

Κάποτε κατεβαίναμε στην πόλη με τον μακαρίτη το Γέροντα μου και δυο ακόμα Αδελφούς. Στο δρόμο, χωρίς να το καταλάβουμε, πέσαμε σε ένα χωράφι και πατήσαμε λίγα σπαρτά. Μόλις το πήρε είδηση ο ιδιοκτήτης, που έσκαβε πιο πέρα, έγινε έξω φρενών από το θυμό του. Ήλθε κοντά μας και άρχισε να μας βρίζει με το χειρότερο τρόπο:

-Καλόγεροι είσαστε εσείς; Έχετε Θεό μέσα σας αν φοβόσαστε τον Θεό, θα υπολογίζατε τους ξένους κόπους.

-Για την αγάπη του Χριστού, μην απαντήσει κανένας, μας ψιθύρισε ο Γέροντας. Ύστερα γύρισε στον χωριάτη με ταπεινοσύνη:

-Έχεις δίκιο, παιδί μου, του είπε, αν είχαμε φόβο Θεού θα προσέχαμε και δεν θα κάναμε τέτοια ζημιά. Σφάλλαμε, συγχώρησε μας, για την αγάπη του Κυρίου.

Με μιας ο χωρικός ηρέμησε. Τα ταπεινά λόγια του γέροντα έσβησαν τον θυμό του. Ντράπηκε για όσα προηγουμένως είχε πει και πέφτοντας στα γόνατα του είπε:

-Συχώρεσε με, άνθρωπε του Θεού, και πάρε με μαζί σου να γίνω και εγώ Καλόγερος

Ο γέροντας τον δέχτηκε μετά χαράς και από τότε έμεινε για πάντα στην υποταγή του.



ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ ο ευσεβής Έπαρχος της Αλεξανδρείας την καλή φήμη του Αββά Μωησέως του Αιθίοπος, ανέβηκε κάποτε στη σκήτη να τον γνωρίσει από κοντά. Σαν το έμαθε όμως εκείνος, έφυγε κρυφά από την καλύβα του και πήγε κατά το έλος. Στο δρόμο συνάντησε τον άρχοντα και την ακολουθία του, που έτυχε να περνάνε από εκεί. Οι ξένοι, που δεν τον γνώρισαν, τον σταμάτησαν και τον ρώτησαν να τους δήξει την καλύβα του Αββά Μωυσέως.

-Τι γυρεύετε από αυτόν; Έκανε με αποστροφή ο Γέροντας. Αυτός είναι άνθρωπος μωρός.

Ο άρχοντας λυπήθηκε που είχε κάνει άδικα τόσο κόπο. Όταν έφτασε στην εκκλησία της σκήτης, είπε στους κληρικούς:

-Κάτω στην πόλη λένε τόσα καλά για τον Αββά Μωυσή, για αυτό ξεκίνησα να τον συναντήσω. Μα πριν από λίγο συναντήθηκα με έναν Καλόγερο και έμαθα από λόγου του πως πρόκειται για ανόητο άνθρωπο.

-Τι άνθρωπος ήταν αυτός, ρώτησαν αγανακτισμένοι οι κληρικοί, που τόλμησε να μιλήσει έτσι για τον Άγιο.

-Ένας μελαψός Καλόγερος, πολύ ψηλός με τριμμένα ρούχα.

Οι κληρικοί γέλασαν με την καρδιά τους.

-Άμ αυτός είναι ο Αββάς Μωυσής.

Ο άρχοντας θαύμασε την ταπεινοσύνη του Γέροντα και γύρισε στην πόλη ωφελημένος.


ΘΕΛΟΝΤΑΣ να βεβαιωθούν οι Γέροντες, αν πραγματικά ήταν τόσο ταπεινός και πράος ο Αββας Αγάθων, όσο τουλάχιστον φημιζόταν, πήγαν μια μέρα τάχα θυμωμένοι στο κελί του και του φώναξαν:

-Εσύ είσαι ο Αγάθων, ο φαύλος και υπερήφανος;

-Ναι, Πατέρες μου, τέτοιος είμαι, αποκρίθηκε εκείνος, χωρίς καν να ταραχθεί.

-Και τολμάς να φλυαρείς και να κατακρίνεις τους αδελφούς; Εξακολούθησαν οι άλλοι.

-Δίκιο έχετε, αλλά παρακαλέστε τον Θεό να με ελεήσει, είπε πάλι ο ταπεινός Αγάθων.

-Και δε φτάνουν όλα αυτά, έγινες τώρα και αιρετικός.

-Α, όχι, αιρετικός δεν έγινα ακόμα, ύψωσε ζωηρά τη φωνή ο Αββας, προς μεγάλη έκπληξη των ανακριτών του.

-Για εξήγησε μας, Αγάθων, του είπαν χαμογελώντας οι Γέροντες, γιατί δέχτηκες ευχαρίστως όλες τις άλλες κατηγορίες και τούτη την τελευταία δεν θέλησες να την παραδεχτής;

-Καλό είναι για την ψυχή μου, και ούτε κανένα βλάπτει, να με νομίζουν οι άλλοι φαύλο και φλύαρο, υπερήφανο και φιλοκατήγορο, αποκρίθηκε ο Όσιος. Αλλά να με νομίζουν αιρετικό, ζημιώνονται, και εμένα χωρίζουν από τον Κύριο μου.

Οι Γέροντες θαύμασαν τη διάκριση του και παραδέχτηκαν πως είχε δίκιο.



ΛΕΝΕ πως ο Αββας Μακάριος φέρνονταν με ψυχρότητα και σπάνια μιλούσε σε εκείνους που τον τιμούσαν και τον εγκωμίαζαν. Οι αδελφοί που τον ήξεραν σαν ήθελαν να τον συμβουλευτούν, του έπιαναν έτσι την κουβέντα:

-Τι έκανες, Αββα, τον καιρό που ήσουν καμηλιέρης και έκλεβες νίτρο και το πούλαγες κρυφά; Έτρωγες πολύ ξύλο από τους φύλακες;

Ο Γέροντας χαμογελούσε ευχαριστημένος, για τα προσβλητικά λόγια, και συνομιλούσε με τους αδελφούς.


Η ΤΑΠΕΙΝΟΛΟΓΙΑ δεν είναι ταπεινοφροσύνη, έλεγε ο Αββάς Σεραπίων, και διηγείτο στους αδελφούς το παρακάτω περιστατικό:

Ήλθε κάποτε στο κελί μου ένας νέος Μοναχός να με συμβουλευτεί. Θέλησα να του πλύνω τα πόδια, όπως έκανα σε όλους τους ξένους μου. Στάθηκε όμως αδύνατο να τον πείσω. Εξευτέλιζε τον εαυτό του και έλεγε πως δεν είναι άξιος να τον αγγίζω. Στην τράπεζα τον παρακάλεσα να πει προσευχή.

-Είμαι αμαρτωλός, μου έλεγε, δεν είμαι άξιος να ευλογήσω το τραπέζι.

Σαν αποφάγαμε, μου είπε πως έχει επιθυμία να γυρίσει όλη την έρημο να συνομιλήσει με τους αναχωρητές.

-Είσαι πολύ νέος ακόμη για τέτοιες περιοδείες, αδελφέ. Αν θες τη σωτηρία σου, κλείσου στο κελί σου και πρόσεχε τον εαυτό σου, τον συμβούλεψα. Καμμίαν ωφέλεια δεν έχεις να γυρίζεις στην έρημο.

Πρόσεξα πως με άκουγε ενοχλημένος. Η όψη του άρχισε να αγριεύει. Νόμιζε ο δυστυχής πως ήθελα να τον ελέγξω με αυτά που του έλεγα και μέσα του αγανακτούσε.

-Μέχρι τώρα, αδελφέ, αναγκάστηκα τότε να του πω, κατηγορούσες τον εαυτό σου για αμαρτωλό και ανάξιο για να ζει ακόμη. Και τώρα, που από αγάπη σου έκανα αυτή τη μικρή υπόδειξη, αναστατώθηκες. Μάθε να έχεις ταπεινοσύνη στην καρδιά σου και όχι στα λόγια μόνο.

Ο αδελφός ένοιωσε ευτυχώς το σφάλμα του και έφυγε ωφελημένος.



από

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου