Σάββατο, Φεβρουαρίου 18, 2012

Η μέλλουσα Κρίση- Σεβ. Ιεροθέου Ναυπάκτου


Είναι γνωστή η παραβολή των γάμων, πού είπε ο Χριστός. Όταν ο βασιλεύς εισήλθε στον χώρο πού ήταν οι κεκλημένοι για τους γάμους του υιού του, είδε και κάποιον πού δεν είχε ένδυμα γάμου. Αφού τον επέπληξε, λέγοντας «εταίρε, πώς εισήλθες ώδε μη έχων ένδυμα γάμου», διέταξε να του δέσουν χέρια και πόδια και να τον ρίψουν στο εξώτερο πυρ, οπού θα είναι «ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων» (Ματθ. κβ', 1-14). Κατά την ερμηνεία της παραβολής αυτής, πού κάνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο γάμος αναφέρεται στην Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και στην Βασιλεία των Ουρανών. Ή είσοδος του Βασιλέως, πού είναι ο Θεός, είναι «η κατά τον καιρόν της μελλούσης κρίσεως έκφανσις». Το ένδυμα του πνευματικοί γάμου πού ήταν απαραίτητο για τους προσκεκλημένους, είναι  αρετή. Και, φυσικά, όταν μιλούν οι άγιοι Πατέρες για την αρετή, εννοούν τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος και όχι μια επιφανειακή ανθρώπινη αρετή. Εκείνος πού δεν θα έχει το ένδυμα των αρετών όχι μόνον θα είναι ανάξιος της Βασιλείας του Θεού, αλλά και θα τιμωρηθεί. Όχι μόνον η ψυχή θα αποδειχθεί ανάξια της παστάδος εκείνης, αλλά και το σώμα, αν δεν έζησε με εγκράτεια, αγνεία και σωφροσύνη. Ή τιμωρία του μη έχοντος ένδυμα γάμου συνδέεται με την απομάκρυνση του από την κατοικία και την συναυλία των ευφραινομένων. Πρόκειται βασικά για χωρισμό από τον Θεό, και την μη μέθεξη της Χάριτος Του. Το ότι δένονται τα χέρια και τα πόδια, κατά διαταγή του Βασιλέως, δηλώνει την σύσφιγξη του ανθρώπου από σειρές αμαρτιών, πού συμβαίνει από την ζωή αυτή. Ή αφόρητη οδύνη και ο μεγάλος πόνος πού αισθάνεται ο άνθρωπος με την διάπραξη της αμαρτίας από τώρα, θα συνεχισθεί και στην άλλη ζωή. Το ότι εκβάλλεται στο πυρ το εξώτερο δείχνει το «πορωτέρω Θεού γινόμενος, ως μη φωτός έργα πράξας ενθάδε». Εφ' όσον από την ζωή αυτή δεν έπραξε έργα φωτός, δεν μπορεί να μεθέξη του φωτός, κατά την ημέρα εκείνη. Αυτό δηλώνει η φράση ότι αποχωρίζεται από τον Θεό. Το σκότος στο όποιο θα οδηγηθεί είναι συνώνυμο με το άσβεστο πυρ, τους ακοίμητους σκώληκας, τον κλαυθμό και τον βρυγμό των οδόντων. Όλα αυτά δείχνουν «τάς επικείμενος και ψυχής και σώματος καθαπτομένας αφόρητους οδύνας» και τις θρηνώδεις κραυγές από την ανωφελή και ατελείωτη μεταμέλεια, δηλαδή θα μετανοιώνουν για τα έργα πού έπραξαν αλλά δεν θα είναι δυνατόν ποτέ να παρηγορηθούν, να ολοκληρωθεί η μετάνοια.
Ή περικοπή της μελλούσης κρίσεως είναι ανεπανάληπτη και εκφραστικότατη και επειδή είναι διδασκαλία του Χριστού είναι πέρα ως πέρα αυθεντική. Κανείς δεν μπορεί να την αμφισβητήσει και να θέλει να λέγεται Χριστιανός. Και αυτό γιατί ο λόγος περί της κρίσεως προέρχεται από το αδιάψευστο στόμα του Χριστού (Ματθ. κε', 31-46). Δεν θα παρουσιάσουμε το κείμενο του Ευαγγελίου πού περιγράφει την μέλλουσα κρίση, αλλά θα αναφερθούμε στην ερμηνεία πού κάνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, και μέσα από την ερμηνεία της θα δούμε και τα σχετικά γεγονότα. Ερχόμενος ο Χριστός μετά δόξης και με τους αγγέλους Του, θα χωρίσει τους ανθρώπους, όπως το κάνει ο ποιμήν, και οι μεν δίκαιοι θα τοποθετηθούν στα δεξιά Του, οι δε αμετανόητοι αμαρτωλοί στα αριστερά Του. Ή κρίση θα γίνει με βάση την αγάπη ή το μίσος πού έδειξαν απέναντι στους αδελφούς τους, πού βρίσκονταν σε δύσκολες περιστάσεις. Το ερώτημα είναι, γιατί το μόνο κριτήριο είναι η ελεημοσύνη; Και είναι τελικά δίκαιο να σωθούν οι άνθρωποι από την ελεημοσύνη, ενώ άλλοι να κατακριθούν στον αιώνιο θάνατο, μόνο και μόνο επειδή δεν έδειξαν συμπάθεια στους συνανθρώπους τους; Ό άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναλύει θαυμάσια την περικοπή μέσα από την όλη εκκλησιαστική εμπειρία. Λέγει ότι οι δίκαιοι θα απολαύσουν την Βασιλεία του Θεού όχι απλώς για μια μικρή ελεημοσύνη, την οποία επέδειξαν, αλλά για την όλη τους αναγεννημένη ύπαρξη. Αυτό φαίνεται από τρία πράγματα.
Πρώτον, από το ότι αποκαλούνται πρόβατα. Με τον ορό αυτόν δείχνει ότι είναι δίκαιοι, πραεϊς, επιεικείς και βάδισαν την ομαλή και πεπατημένη οδό των αρετών, ακολούθησαν, δηλαδή, τον Χριστό, πού είναι ο πραγματικός Ποιμήν των ανθρώπων. Και όχι μόνο τον ακολούθησαν, αλλά ομοιώθηκαν με Αυτόν, πού είναι ο αμνός του θεοί. Αυτό σημαίνει και ότι τήρησαν σε όλη τους την ζωή τις εντολές του Θεού, αλλά και ότι ήταν διαρκώς έτοιμοι «εις τον υπέρ του καλού θάνατον». Από αυτούς άλλοι είναι υιοί του Θεού, επειδή είναι φύλακες «της εκ Θεού μυστικής αναγεννήσεως», και άλλοι μισθωτοί, γιατί απέκτησαν την Χάρη πάλι με τους ίδρωτες της μετανοίας και της ταπεινώσεως.
Δεύτερον, οι δίκαιοι έζησαν στην ζωή τους την αγάπη πού είναι πλήρωμα νόμου, είναι η αρετή πού υπέρκειται όλων των άλλων αρετών και αποτελεί την κεφαλή τους. Ή φιλανθρωπία είναι έκφραση του αναγεννημένου ανθρώπου, ιδίως μάλιστα όταν ή φιλανθρωπία γίνεται μέσα στα πλαίσια της φιλοθεΐας.
Τρίτον, οι δίκαιοι χαρακτηρίζονται και από την ταπείνωση. Γιατί, καίτοι ο Χριστός τους υπενθυμίζει τι έκαναν, αυτοί δεν το αισθάνονται. Ή ταπείνωση συνδέεται με την αγάπη. Οι δίκαιοι αισθάνονται ανάξιοι των επαίνων. Επομένως, οι δίκαιοι με όλα αυτά τα γνωρίσματα δείχνουν ότι ήταν ενωμένοι με τον Θεό, αναγεννημένοι πνευματικά. Το αντίθετο συμβαίνει με τους αμαρτωλούς, πού θα σταθούν στα αριστερά του Χριστού. Δεν καταδικάζονται απλώς για τις παραλείψεις μερικών μικρών έργων αγάπης και φιλανθρωπίας, αλλά για τους αντίθετους λόγους, για τους οποίους επαινέθηκαν οι δίκαιοι.
 
Πρώτον, αποκαλεί τους αμαρτωλούς ερίφια, «ως θρασείς και άτακτους και κατά κρημνών φερομένους της αμαρτίας». Όπως τα κατσίκια ανεβαίνουν σε κρημνώδεις τόπους, το ίδιο παρατηρεί κανείς στους αμαρτωλούς. Οι αμετανόητοι αμαρτωλοί δεν απέκτησαν το φρόνημα του Χριστού, δεν έγιναν πρόβατα πού καθοδηγούνται από τον αληθινό ποιμένα, αλλά προτίμησαν την άτακτη και θρασεία ζωή, δεν ομοιώθηκαν με τον αμνό του Θεού, πού σημαίνει δεν απέκτησαν το θυσιαστικό ήθος για τους αδελφούς τους.
Δεύτερον, δεν έδειξαν φιλανθρωπία και αγάπη, πού σημαίνει ότι δεν είχαν αναγεννηθεί από το Πανάγιο Πνεύμα. Αντίθετα έδειξαν μίσος. Όπως η αγάπη είναι πλήρωμα όλων των αρετών, έτσι και το μίσος και τα έργα του μίσους, ο ασυμπάθητος τρόπος, και η αμετάδοτη γνώμη, «πλήρωμα εστί της αμαρτίας». Καταδικάζονται οι αμαρτωλοί από την μισανθρωπία, γιατί από αυτήν ακολουθούν όλες οι κακίες.
Τρίτον, οι αμαρτωλοί διακρίνονται για την υπερηφάνεια, πού είναι συνδεδεμένη με τον ασυμπαθή τρόπο. Και τότε πού κατηγορούνται για την ασυμπάθειά τους, αντί να προσέλθουν ταπεινωμένοι, αντιλέγουν και δικαιώνουν τον εαυτό τους. Δείχνει ότι η μισανθρωπία είχε γίνει φύση τους. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο οι μεν δίκαιοι εισέρχονται στην Βασιλεία των Ουρανών, οι δε αμαρτωλοί αποστέλλονται στην Κόλαση.
Αναλύοντας αυτό το σημείο ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει ότι οι δίκαιοι απολαμβάνουν την αιώνια ζωή: «ζωήν έξουσι και περισσόν έξουσι». Ή «ζωή» αναφέρεται στην συνύπαρξη με τον Θεό, το «περισσόν» δηλώνει ότι είναι υιοί και κληρονόμοι της Βασιλείας του Θεού, δηλαδή μετέχουν της ίδιας δόξης και βασιλείας. Οι αμαρτωλοί δεν θα έχουν μέθεξη Θεού. Ταυτόχρονα, θα συνυπάρχουν με τους δαίμονες και θα παραδοθούν στο κολαστικό πυρ.
Ό άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος, ερμηνεύοντας αυτήν την περικοπή, λέγει ότι ο Χριστός αναφέρεται σε κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο. Το ότι ελέγχει τους αμαρτωλούς, επειδή πεινούσε και δεν τον έθρεψαν ή διψούσε και δεν του έδιναν νερό να πιει, σημαίνει ότι πεινούσε την σωτηρία τους και αυτοί δεν ανταποκρίνονταν. Ό άνθρωπος με την δημιουργία του από τον Θεό, ως κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση Του, και με την είσοδο του στην Εκκλησία, πού είναι το Σώμα του Χριστού, είναι στενά συνδεδεμένος με τον Θεό. Ιδίως με τα μυστήρια ο άνθρωπος γίνεται μέλος του Σώματος του Χριστού. Όταν λοιπόν, δεν ζει σύμφωνα με τις εντολές του Θεού τότε είναι σαν να αφήνει πεινασμένο και διψασμένο τον Χριστό.

Αναλύοντας αυτήν την σκέψη του, ο άγιος Συμεών λέγει ότι ο Χριστός πείνασε την επιστροφή και μετάνοια του ανθρώπου και εκείνος δεν ικανοποίησε την πείνα Του. Έδίψησε την σωτηρία του, και δεν του έδωσε την δυνατότητα να την γευθεί. Ήταν γυμνός από τις ενάρετες πράξεις του, και δεν τον έντυσε, γιατί, αφού ο Χριστιανός είναι μέλος του Χριστού, όταν στερείται αυτών των αρετών είναι σαν να αφήνει γυμνά και έκθετα τα μέλη Του. Ήταν κλεισμένος στην στενή, ακάθαρτη και σκοτεινή φυλακή της καρδίας του, και δεν θέλησε να τον επισκεφθεί ή να τον εξαγάγει στο φως. Γνώριζε ο Χριστιανός ότι ο Χριστός ήταν ασθενής, λόγω της ραθυμίας και της απραξίας του (του Χριστιανού), και δεν τον διακόνησε δια των αγαθών έργων και πράξεων.

Πραγματικά, ο Χριστός θέλει την σωτηρία του ανθρώπου, πού είναι δικό του δημιούργημα και από αγάπη έπαθε πολλά για την σωτηρία του. Συγχρόνως. με το άγιο Βάπτισμα ο Χριστιανός είναι μέλος του σώματος Του. Και όταν δεν ανταποκρίνεται σ' αυτήν την επιθυμία του Χριστού και παραμένει στο σκοτάδι της αμαρτίας, τότε αυτοκαταδικάζεται. Κάνει εντύπωση αυτό πού λέγει, ότι βρίσκεται μέσα στην στενή, σκοτεινή και βρωμερή φυλακή της καρδίας. Πραγματικά, με το άγιο Βάπτισμα, η Χάρη του Θεού παραμένει μέσα στο βάθος της καρδιάς του ανθρώπου. Με τις αμαρτίες όμως τις όποιες διαπράττουμε, μετά την είσοδο μας στην Εκκλησία, καλύπτεται η θεία Χάρη. Έτσι ο Χριστός μοιάζει σαν φυλακισμένος μέσα στην καρδιά. Αυτό ακριβώς θα είναι και η Κόλαση του ανθρώπου. Συναφής με αυτά είναι και ή ερμηνεία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά στην παραβολή των Δέκα Παρθένων, πού είπε ο Χριστός. Κατά την παραβολή, οι πέντε φρόνιμες παρθένες πού είχαν λάδι μαζί με τις λαμπάδες τους, εισήλθαν στους γάμους, ενώ οι πέντε μωρές παρθένες, πού δεν είχαν λάδι, δεν αξιώθηκαν αυτής της μεγάλης χαράς (Ματθ. κε', 1-13).
 
Κατά τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά, η είσοδος στην Βασιλεία του Θεού, είναι συνάρτηση της παρθενίας, όχι απλώς του σώματος, αλλά κυρίως της ψυχής. Αυτήν την ψυχική παρθενία μπορούν όλοι να την βιώσουν. Ή παρθενία εξασκείται με την άσκηση, την εγκράτεια και τους ποικίλους αγώνες των αρετών. Χρειάζονται όμως και χέρια πού θα κρατούν τις αναμμένες λαμπάδες, καθώς επίσης και λάδι. Τα χέρια είναι το πρακτικό της ψυχής, δηλαδή η μετάνοια, η προσπάθεια για την κάθαρση της ψυχής. Λαμπάδες αναμμένες είναι ο οικείος νους μέσα στον oποιο θα υπάρχει η εμμέριμνος γνώση, πού στηρίζεται στο πρακτικό της ψυχής και αφιερώνεται δια βίου στον Θεό και συνάπτεται με τις ελλάμψεις πού προέρχονται από Εκείνον. Φαίνεται εδώ ότι πρόκειται για την κάθαρση της καρδιάς και τον φωτισμό του νοός. Ή νοερά προσευχή, η ακατάπαυστη κοινωνία με τον Θεό, συνδέεται με τις ελλάμψεις πού προέρχονται από τον Θεό. Χρειάζεται όμως και άφθονο λάδι. πού είναι η αγάπη, η οποία είναι η κορυφή όλων των αρετών.

από το βιβλίο του Η ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ

Η΄ ΕΚΔΟΣΗ

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΓΕΝΕΘΛΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Τ.Θ. 107, 32100 Λεβαδειά

 

ολόκληρο το βιβλίο εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου