Τρίτη, Φεβρουαρίου 21, 2012

Η Σχοινοβασία του Τριωδίου


  

Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη

 Η περίοδος του Τριωδίου είναι μια σχοινοβασία ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη, την κοινωνικότητα και την εσωτερικότητα, την υπακοή και την ανεξαρτησία. Η αγία μας Εκκλησία με τους ύμνους του Τριωδίου και τους λόγους των Πατέρων στηλιτεύει την αμετρία της πολυφαγίας, αλλά εφιστά την προσοχή και στην υπερβολή της νηστείας, που πιθανώς συνδέεται με την υπερηφάνεια. Δεν θέλει απλώς να ταλαιπωρήση το σώμα· θέλει να μεταμορφώση τα πάθη και να κάνη το νού κυρίαρχο του θυμού και της επιθυμίας. Γι’ αυτό στρέφει το νού στα έσω, προτρέπει σε ησυχία και προσευχή, αλλά και σε ελεημοσύνη. Εμπνέει την υπακοή στο θέλημα του Θεού και εν Χριστώ σε όλη την κτίση, γιατί αυτό συνιστά την ελευθερία της αγάπης.

Η ανάπτυξη εσωτερικής ζωής και οι διαπροσωπικές σχέσεις, όπως και η υπακοή, με τις προϋποθέσεις που θέτουν οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας, και η ανεξαρτησία από καθετί που δεν είναι ο Θεός, δεν βρίσκονται μεταξύ τους σε αντίθεση. Μάλιστα, κριτήριο της γνησιότητος της εσωτερικής ζωής είναι οι υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις και κριτήριο της υγείας των διαπροσωπικών σχέσεων είναι η ειρήνη των ψυχικών μας δυνάμεων, η οποία συνδέεται με τον “φωτισμό των νοητών οφθαλμών της καρδίας”, την ταπείνωση “εν τοις διανοήμασι” και την ελευθερία από τις αιχμαλωσίες των λογισμών, για να χρησιμοποιήσω διατυπώσεις μιας ευχής που διαβάζουμε μετά την θεία Κοινωνία. Επίσης, η γνήσια υπακοή στους θεσμούς και κανόνες της Εκκλησίας, η οποία “όλη συγκροτείται” από το Πανάγιο Πνεύμα, είναι συντονισμός της υπάρξεώς μας με την ελευθερία των τέκνων του Θεού. Όμως, πάρα ταύτα, στην κοινωνία των πιστών παρουσιάζονται αυτονομήσεις και αλλοιώσεις, που φθείρουν την καθολικότητα του τρόπου της Εκκλησιαστικής ζωής. Έτσι, η εσωτερικότητα ταυτίζεται με την απραξία ή με την ραθυμία, υποτιμάται και αντικαθίσταται με κοινωνικές δραστηριότητες. Αντίστροφα πάλι, η ιεραποστολή και η κοινωνική δράση θεωρούνται υποδεέστερες από την ησυχαστική ζωή και ερμηνεύονται ως έκφραση νόθου πνευματικής καταστάσεως. Ακόμη, η υπακοή εκλαμβάνεται ως πειθαρχία και η ελευθερία βιώνεται ως ασυδοσία.

Αυτές οι αυτονομήσεις είναι συνέπειες αλλοιώσεων του ήθους και της πίστεως, της λειτουργικής και της ασκητικής παραδόσεως της ορθόδοξης Εκκλησίας. Στην ορθόδοξη Εκκλησία η πίστη συνδέεται με την λατρεία, η οποία προϋποθέτει την ασκητική ζωή και την υπακοή στην ιεραρχική διάθρωση του εκκλησιαστικού σώματος. Οι ιεραρχικές τάξεις στην Εκκλησία είναι αυτές που μυούν στην εν Χριστώ ζωή τον λαό του Θεού. Έτσι, η κοινωνικότητα και η εσωτερικότητα, η υπακοή και η ελευθερία, μέσα στην διδασκαλία και ζωή της Εκκλησίας μας δεν αλληλοαποκλείονται, ούτε συγχέονται, αλλά η μια προϋποθέτει την άλλη. Είναι γεγονός ότι κάποιοι δεν αποκλείουν το ένα ή το άλλο, αλλά συγχέουν, για παράδειγμα, το “εσωτερικό” με το “εξωτερικό”. Ονομάζουν, δηλαδή, εσωτερική ζωή τον περισπασμό σε εξωτερικά έργα, με αποτέλεσμα την ελευθερία που απαιτεί ο νούς από κάθε κτιστό στην ατελεύτητη προσευχητική του πορεία, να την ζητούν σε έργα πεπερασμένα, υλικά, που είναι δούλα στους νόμους της φθοράς και στις διατάξεις του Κράτους. Ξεχνούν ότι ο Χριστός εν σαρκί έγινε εκουσίως υπήκοος όχι μόνο στον Ουράνιο Πατέρα, αλλά και στους νόμους της φθοράς και στους φορολογικούς νόμους του Κράτους.

Τελικά, εκκλησιαστικός άνθρωπος δεν είναι απλώς αυτός που απομακρύνεται από τον κόσμο, ούτε αυτός που επιλέγει να δρά μέσα στον κόσμο. Δεν είναι αυτός που μεταμορφώνει με τεχνικά μέσα τον περιβάλλοντα χώρο, ούτε αυτός που αρνείται τα τεχνικά μέσα και τις σύγχρονες ηλεκτρονικές ευκολίες, αλλά αυτός που μεταμορφώνει με την ενέργεια της χάριτος του Θεού την καρδιά του και ζη όλη την κτίση ως ναό του Θεού. Είναι, δηλαδή, αυτός που καθιστά, με την ελευθέρη, ειλικρινή υπακοή του στην Εκκλησία, τον εαυτό του εκκλησία – ναό του Θεού του ζώντος – και βοηθά και τους άλλους, με την ζωή και πολιτεία του, να γίνουν και εκείνοι ναοί του Θεού ηγιασμένοι.

Σε αυτό το μεγάλο έργο της εκκλησιοποιήσεως του εαυτού μας και της κτίσεως μας βοηθά αποτελεσματικά η περίοδος του Τριωδίου. Βασικό στοιχείο της είναι η τροφική νηστεία, αλλά το νόημά της δεν εξαντλείται σ’ αυτήν. Προβάλλει ένα τρόπο ζωής. Συγκεκριμένα διδάσκει το πώς πρέπει να ζουν οι άνθρωποι που αναζητούν τον Θεό προ της κοινής αναστάσεως. Γι’ αυτό καλεί όσους θέλουν να αθληθούν στο καλό αγώνισμα της νηστείας, να μπούν στο στάδιο των αρετών – την Μ. Τεσσαρακοστή – όχι μονάχα με την “μάχαιρα” της νηστείας “ήτις εκτέμνει από καρδίας πάσαν κακίαν”, αλλά και με τα όπλα της πίστεως, της προσευχής και της ελεημοσύνης. Δείχνοντας μάλιστα την ανεπάρκεια της τροφικής νηστείας, όταν δεν συνοδεύεται από τον πολυμέτωπο αγώνα κατά των παθών, σε ένα τροπάριο εισαγωγικό στη νηστεία λέει: “Βρωμάτων νηστεύουσα, ψυχή μου, και παθών μη καθαρεύουσα, μάτην επαγάλλη τη ατροφία· ει μη γαρ αφορμή σοι γένηται προς διόρθωσιν, ως ψευδής μισείται παρά Θεού και τοις κακίστοις δαίμοσιν ομοιούσαι, τοις μηδέποτε σιτουμένοις” (Όρθρος Τετάρτης Τυρινής). Άλλωστε το περιεχόμενο της ορθόδοξης εκκλησιαστικής νηστείας έχει μεγάλο πλάτος και βάθος Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, στο βιβλίο του “Κλίμαξ”, το οποίο συνηθίζεται να διαβάζεται στις ορθόδοξες Ιερές Μονές κατά την διάρκεια της Μ. Τεσσαρακοστής, δίνει έναν περιεκτικό ορισμό της νηστείας, στον οποίο φαίνεται το βάθος και το πλάτος της. Ο άγιος Ιωάννης, λοιπόν, λέει: “Η νηστεία είναι βία φύσεως και περιτομή των ηδονών του λάρυγγος, εκτομή της σαρκικής πυρώσεως, εκκοπή των πονηρών λογισμών, απελευθέρωση από μολυσμούς ονείρων, καθαρότητα προσευχής, φωτισμός της ψυχής, διαφύλαξη του νού, διάλυση της πωρώσεως, θύρα της κατανύξεως, ταπεινός στεναγμός, χαρούμενη συντριβή, σταμάτημα της πολυλογίας, αφορμή ησυχίας, φρουρός της υπακοής, ελάφρυνση του ύπνου, υγεία του σώματος, πρόξενος της απαθείας, άφεση των αμαρτημάτων, θύρα και απόλαυση του παραδείσου”. Μέσα σ’ αυτούς τους συνοπτικούς και περιεκετικούς λόγους του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτη βρίσκεται όλο το νόημα της ορθόδοξης νηστείας. Δεν θα αναλύσω το χωρίο, μόνο θα επισημάνω ότι είναι βία της πεπτωκυίας φύσεως. Η άσκησή της υποτάσσει το σώμα στο νού, ο οποίος ελευθερώνεται από πονηρούς λογισμούς και προσεύχεται καθαρά. Αυτή η εσωτερική διάσταση της νηστείας συνδέεται με την κατάνυξη, τον ταπεινό στεναγμό της μετανοίας και την συντριβή της καρδιάς, η οποία δεν βυθίζεται στην απογοήτευση και την λύπη, αλλά εισάγει στην χαρά της ελπίδας, ότι θα αφεθούν οι αμαρτίες και θα ανοίξη η θύρα του παραδείσου. Και κάτι σημαντικό για τις διαπροσωπικές σχέσεις. Η νηστεία είναι “πολυλογίας αργία· ησυχίας αφορμή· υπακοής φύλαξ”.
Η Εκκλησία δεν τρέφεται με λόγια – προπαντός ταραγμένα ή κοσμικά – τρέφεται με τον λόγο του Λόγου. Και οι γύρω μας άνθρωποι – και εμείς οι ίδιοι – επιθυμούμε λίγα λόγια, που θα βγαίνουν όμως από την ησυχία της καρδιάς, η οποία υπακούει σε όλο της το βάθος στο ειρηνοποιό θέλημα του Θεού.
Αναδημοσίευση από:
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
Μηνιαία Έκδοση της Ι.Μ. Ναυπάκτου & Αγίου Βλασίου
Φεβρουάριος 1999

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου