...Η περιγραφή του θαύματος του παραλύτου της Βηθεσδά έχει και μερικές άλλου είδους λεπτομέρειες.
Το μεγαλείο του θαύματος εδώ έγκειται στο ότι το έργο Του ο Θεός δεν το
κάνει με έναν άγγελο, αλλά το κάνει ο Ίδιος δια του Θεανθρώπου Ιησού.
Αυτός θεραπεύει τον παραλυτικό. Αυτός τον πλησιάζει και στο θαύμα Του
δεν χρειάζεται η τεταμένη προσοχή να παρατηρήσει κανείς τα σημάδια της
αγγελικής καθόδου και της ταραχής του ύδατος, προκειμένου να μπορέσει να
προλάβει. Στην περίπτωσή μας, η προσοχή είναι του Χριστού: «τούτον ιδών
ο Ιησούς», τον είδε ο Κύριος πριν καλά –καλά εκείνος Τον καταλάβει.
Μάλιστα, όταν ο παράλυτος πήγε μετά τη θεραπεία του στον Ναό κι εκεί τον
προκαλούσαν οι σκληρόκαρδοι Ιουδαίοι, εκείνος ομολογούσε ότι «ούκ ήδει
τις εστίν» (στ. 13), δεν ήξερε ποιός ήταν αυτός ο οποίος τον έκανε καλά.
Τότε, λέει ο Ευαγγελιστής, παρουσιάστηκε ο Κύριος, τον πλησίασε και του
φανερώθηκε. Και ο άνθρωπος αυτός επανήλθε στους Ιουδαίους και ομολόγησε
ότι «Ιησούς εστίν ο ποιήσας αυτόν υγιή» (στ. 15)
Υπάρχει και ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο. Ο παράλυτος δεν χρειάστηκε
άνθρωπο να τον σπρώξει, δεν χρειάστηκε να συρθεί, αλλά ο Κύριος τον
θεραπεύει με έναν λόγο, μια απλή ερώτηση, που έχει προφανή απάντηση. Τον
ρωτά αν θέλει να γίνει καλά. Και αυτός – τί παράξενο! – δεν Του λέει
«θέλω», αλλά κάνοντας μια σειρά λαθών αποκρίνεται: «Κύριε, άνθρωπον ούκ
έχω». Πήγαινε δηλαδή για να θεραπευτεί, έχοντας απογοητευτεί από τον
άγγελο, προφανώς μη έχοντας καμία ελπίδα θεραπείας από τον Θεό. Η μόνη
του ελπίδα ήταν να βρει έναν άνθρωπο για να τον σπρώξει, «ίνα όταν
ταραχθή το ύδωρ, βάλη με εις την κολυμβήθραν» (στ. 7)
Το πρώτο του λάθος ήταν ότι δεν απάντησε όπως ένοιωθε, «ναι, Κύριε,
θέλω», αλλά έδωσε εξηγήσεις. Το δεύτερο λάθος ήταν ότι πήγαινε στον τόπο
της θεραπείας και προσδοκούσε θαύμα χωρίς να προσδοκά τον Θεό. Την
θεραπεία δεν την ήθελε προφανώς από τον Θεό, ίσως δεν την πίστευε. Το
τρίτο ήταν ότι έδειξε και μια φιλαυτία, «ενώ δε έρχομαι εγώ, άλλος προ
εμού καταβαίνει» (στ. 7), ενώ εγώ πλησιάζω δυστυχώς με προλαβαίνει
κάποιος άλλος και εκείνος θεραπεύεται. Ίσως είναι μια δικαιολογημένη
φιλαυτία, μια φυσική φιλαυτία, είναι πάντως φιλαυτία και όχι
ανωτερότητα. Θέλω εγώ να γίνω καλά, ο εαυτός μου με ενδιαφέρει. Και
δυστυχώς με προλαβαίνουν οι άλλοι και γίνονται αυτοί καλά και όχι εγώ.
Έτσι μεταφράζεται αυτό που είπε.
Θα περίμενε κανείς να τον επιπλήξει κάπως ο Χριστός για όλα αυτά, αλλά
δεν το κάνει. Και δεν κάνει ούτε ένα σχόλιο, ούτε προσπαθεί να τον
αφυπνίσει. Απλά, τον προτρέπει να σηκωθεί, να πάρει το κρεβάτι του και
να περπατήσει. Και τον αφήνει και φεύγει.
Ο Κύριος θεραπεύει χωρίς να αφήσει ίχνη της ταυτότητός Του, χωρίς να
ταράξει με το πομπώδες όνομά Του. Γι’ αυτό και παρέμεινε άγνωστος στον
ευεργετημένο παράλυτο. Δεν τον τάραξε με τον λόγο και τη νουθεσία Του.
Δεν τον αναστάτωσε με την προτροπή της αλλαγής της ζωή του. Αλλά και
κάτι ακόμη˙ δεν του κάνει μισή τη θεραπεία, ώστε το υπόλοιπο μισό να
διαμαρτύρεται και να του δημιουργεί ανειρήνευτη κατάσταση. Δεν του
θεραπεύει μόνο το σώμα, αλλά μετά από λίγο τον βρίσκει στον Ναό και του
κάνει και τη θεραπεία της ψυχής. «Μηκέτι αμάρτανε», από εδώ και πέρα μην
αμαρτάνεις, «ίνα μη χείρόν σοι τι γένηται» ( στ. 14), για να μη σου
συμβεί τίποτε χειρότερο, εξυπονοών ότι η πηγή της παραλυσίας και του
δράματός του ήταν η κατάσταση της αμαρτίας του. Ο Κύριος δεν βιάζεται να
τα κάνει όλα μαζί και στον ίδιο τόπο, αλλά του θεραπεύει πρώτα το σώμα,
μετά του θεραπεύει την ψυχή˙ στην αρχή στον τόπο του δράματός του, και
έπειτα στον τόπο της λατρείας, στον Ναό.
Το Ευαγγέλιο αυτό δεν αποτελεί μια υπόμνηση ενός θαύματος μόνο, αλλά
αποτελεί μια αφορμή αφύπνισης για όλους μας. Όλοι βρισκόμαστε παράλυτοι
με πνευματική τύφλωση, με αναπηρία, με χωλότητα, με ξηρότητα, με
αδυναμία στα πόδια, με ανεπάρκεια στα χέρια, ξεγελασμένοι από τον
ορθολογισμό μας, γύρω από μια κολυμβήθρα, την κολυμβήθρα των δακρύων και
των χαμένων ελπίδων αυτής της ζωής. Η Εκκλησία προσπαθεί να
επαναπροσανατολίσει την καρδιά μας από τη νοοτροπία των σταγόνων του
θεϊκού ελέους της Παλαιάς Διαθήκης προς τον ωκεανό της αγάπης του
Θεανθρώπου.
Από το βιβλίο:
«Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός».
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
Εκδόσεις: Σταμούλης. Αθήνα 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου