Πέμπτη, Ιουνίου 28, 2012

Τη ΚΘ΄ – 29 Ιουνίου, μνήμη των Αγίων ενδόξων και πανευφήμων Αποστόλων και Κορυφαίων Πέτρου και Παύλου


Εις τούτους τους Κορυφαίους Αποστόλους, ποίαν υπόθεσιν εγκωμίων ημπορή τινας να επινοήση μεγαλιτέραν, από την μαρτυρίαν και ανακήρυξιν, οπού ο Κύριος εις αυτούς εποίησε; Τον μεν γαρ Κορυφαίον Πέτρον εμακάρισε, και πέτραν αυτόν ωνόμασεν, επάνω εις την οποίαν απεφάσισεν, ότι θέλει οικοδομήσει την Εκκλησίαν του (Ματθ. ις΄, 18). Τον δε Παύλον ο αυτός προείπεν, ότι θέλει γένη σκεύος εκλογής, διά να βαστάση το όνομά του έμπροσθεν εις βασιλείς και τυράννους (Πράξ. θ΄, 15).
Ήτον δε, ο μεν Άγιος Πέτρος, αδελφός Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, καταγόμενος από πόλιν ευτελή και ποταπήν, ήτοι από την Βηθσαϊδά, υιός Ιωνά, εκ της φυλής του Πατριάρχου Συμεών, κατά τους χρόνους Υρκανού Αρχιερέως των Ιουδαίων, ζών με πενίαν εσχάτην, και με τα ίδιά του χέρια ποριζόμενος τα προς το ζήν αναγκαία. Αφ’ ου δε ο πατήρ του Ιωνάς ετελεύτησε, τότε ο μεν Πέτρος, επήρεν εις γυναίκα την θυγατέρα Αριστοβούλου, αδελφού Βαρνάβα του Αποστόλου, και εγέννησε παιδία, ο δε Ανδρέας έμεινεν εν παρθενία. Όταν δε ο Βαπτιστής Ιωάννης εφυλάττετο από τον Ηρώδην εις την φυλακήν, τότε ο Κύριος πηγαίνωντας εις την λίμνην Γενησαρέτ, ευρήκε τον Ανδρέαν και Πέτρον, οίτινες εδιώρθοναν και εμπάλοναν τα δίκτυά των, και ούτως εκάλεσεν αυτούς. Όθεν ευθύς τον ηκολούθησαν.
Και λοιπόν, ο μεν Πέτρος εκήρυξε πρότερον το Ευαγγέλιον εις την Ιουδαίαν, και Αντιόχειαν. Έπειτα εις τα μέρη της Μαύρης Θαλάσσης, και εις την Γαλατίαν και Καππαδοκίαν, Ασίαν, και Βιθυνίαν, εκατέβη δε έως και εις αυτήν την Ρώμην. Και επειδή ενίκησεν εκεί με τα θαύματα τον Σίμωνα μάγον, διά τούτο εσταυρώθη κατακέφαλα από τον Νέρωνα, καθώς αυτός ο ίδιος Πέτρος εζήτησε, και ούτως έλαβε τον του μαρτυρίου άφθαρτον στέφανον.
Ήτον δε ο θεσπέσιος Πέτρος κατά τον χαρακτήρα του σώματος άσπρος εις το χρώμα, ολίγον κίτρινος, φαλακρός εις την κεφαλήν, σγουρά έχων τα επίλοιπα μαλλία. Είχε τους οφθαλμούς φαινομένους αιματώδεις, και ομοίους με το χρώμα του κρασίου. Ήτον άσπρος εις τα μαλλία της κεφαλής, είχε το μεν γένειον άσπρον και δασύ, την δε μύτην μακράν, είχε σηκωμένα επάνω τα οφρύδια, ήτον μέτριος κατά το μέγεθος, είχε το σχήμα του σώματος όρθιον, ήτον συνετός και φρόνιμος, εκινείτο οξέως από θεϊκόν ζήλον εναντίον της αδικίας. Ήτον συγχωρητικός εις τους μετανοούντας, εμεταβάλλετο ευκόλως, και ογλίγωρα εμετακίνει χωρίς φόβον τας προτέρας του αποφάσεις. Καθώς μάλλιστα έδειξε τούτο επί των έργων, όταν είπεν αυτώ ο Κύριος· «Εάν μη νίψω σε, ουκ έχεις μέρος μετ’ εμού». Τούτον γαρ τον λόγον ακούσας, ευθύς μετεβλήθη, και την προτέραν του απόφασιν μετεκίνησεν. Ο γαρ ειπών πρότερον προς τον Κύριον· «Ου μη νίψης τους πόδας μου εις τον αιώνα», αυτός μεταβληθείς, είπε προς αυτόν· «Κύριε, μη τους πόδας μου μόνον, αλλά και τας χείρας και την κεφαλήν». Και από μίαν υπερβολήν μετεκινήθη εις άλλην εναντίαν υπερβολήν, θερμός φανείς και εις το ένα και εις το άλλο, κατά τον Αλεξανδρείας Κύριλλον, διά φιλοθεΐαν όμως και σκοπόν ένθεον.
Γράφει δε ο Δοσίθεος, σελ. 12 της Δωδεκαβίβλου, ότι τω Πέτρω φεύγοντι τον Νέρωνα, υπήντησεν ο Κύριος, και είπεν αυτώ, ότι υπάγει εις την Ρώμην διά να σταυρωθή δεύτερον. Όθεν ο Πέτρος γνούς το αίνιγμα, υπέστρεψεν εις την Ρώμην, και εσταυρώθη κατά κεφαλής, και ενταφιάσθη εις το Βατικανόν εις την καλουμένην Αυρηλίαν οδόν.
Ο δε Άγιος Παύλος, Εβραίος μεν ήτον και αυτός κατά το γένος, καταγόμενος από την φυλήν του Βενιαμίν. Φαρισαίος δε κατά την αίρεσιν, μαθητής γενόμενος του νομοδιδασκάλου Γαμαλιήλ, εις το άκρον γεγυμνασμένος τον του Μωσέως νόμον. Εκατοίκει δε εις αυτό το ομμάτι της Κιλικίας, ήτοι εις την Ταρσόν (εις ένα χωρίον ονομαζόμενον Γίσχαλα). Ούτος λοιπόν επειδή και ήτον εραστής διάπυρος του παλαιού νόμου, διά τούτο επολέμει την Εκκλησίαν του Χριστού. Όθεν και με την εδικήν του γνώμην εφονεύθη ο Πρωτομάρτυς Στέφανος. Όταν δε επεγνώσθη παρά του Θεού, τότε ετυφλώθη κατά τους οφθαλμούς εις το μέσον της ημέρας, και φωνήν ήκουσεν άνωθεν θεϊκήν, η οποία τον έπεμπεν εις τον Ανανίαν τον αρχαίον μαθητήν του Κυρίου, ο οποίος εκατοίκει εις την Δαμασκόν, ήτοι το νυν τουρκιστί λεγόμενον Σάμ. Ούτος γαρ κατηχήσας και διδάξας τον Παύλον, εβάπτισεν αυτόν.
Σημείωσαι δε, ότι ο χρόνος της επιστροφής του Αποστόλου Παύλου ζητείται παρά πολλών. Καθότι ούτε ο Λουκάς αναφέρει περί αυτού εις τας Πράξεις, ούτε αυτός ο ίδιος Παύλος εσημείωσεν αυτόν εις τας Επιστολάς του. Οι ακριβέστεροι όμως χρονολόγοι λέγουσιν, ότι ο Παύλος επέστρεψεν εις την του Χριστού πίστιν, εν τω τριακοστώ έκτω έτει από Χριστού, ήτοι τρεις χρόνους μετά την Ανάληψιν, και ακόμη ολιγώτερον. Εν τω εικοστώ δε πρώτω έτει του Τιβερίου Καίσαρος, κατά τον οποίον τούτον καιρόν συνεκροτήθη πόλεμος μεταξύ Ηρώδου του τετραρχούντος της Γαλιλαίας, και Αρέτα του βασιλέως των Αράβων. (Όρα εις την νεοτύπωτον Εκατονταετηρίδα.)
Επειδή λοιπόν ο θεσπέσιος Παύλος έγινε σκεύος εκλογής, διά τούτο διεπέρασεν όλην την οικουμένην, ωσάν να είχε πτερά. Εις την Ρώμην καταντήσας εδίδαξε πολλούς Έλληνας, και εκεί εις όλον το ύστερον ετελείωσε και την ζωήν του, αποκεφαλισθείς υπό του βασιλέως Νέρωνος, διά την ομολογίαν του Χριστού. Λέγουσι δε ότι από το κόψιμον του λαιμού του, έτρεξεν αίμα ομού με γάλα. Αγκαλά δε και κατά τους χρόνους εμαρτύρησεν ο Παύλος ύστερα από τον Πέτρον, όμως τα άγια αυτών λείψανα, εβάλθησαν ομού εις ένα τόπον.
Ήτον δε ο μακάριος Παύλος κατά τον χαρακτήρα του σώματος, φαλακρός εις την κεφαλήν, ήτοι χωρίς μαλλία. Είχε τα ομμάτια χαροποιά, και τα οφρύδια κάτω νεύοντα. Είχε το γένειον πολλά εύμορφα κατεβασμένον, είχε την μύτην κυρτήν, και πρέπουσαν εις όλον το πρόσωπόν του, ήτον στολισμένος με μαύρας ομού και άσπρας τρίχας. Ήτον κυρτός εις το σώμα, και εύρωστος και μικρόσωμος. Ήτον συνεσταλμένος κατά τα ήθη και φρόνιμος, και γεμάτος από θεία χαρίσματα. Είχε σεμνά κινήματα, και λόγους γλυκείς. Ετράβιζεν εις την αγάπην του όλους εκείνους, οπού επρόστρεχον εις αυτόν, με την δύναμιν των θαυμάτων.
Σημείωσαι, ότι Γάϊος ο εκκλησιαστικός ανήρ, και Διονύσιος ο Κορίνθου Επίσκοπος γράφουσιν, ότι εις την αυτήν ημέραν, καθ’ ην εσταυρώθη ο Πέτρος, απεκεφαλίσθη ύστερον και ο Παύλος, και ενταφιάσθη εις την λεγομένην Υστιακήν οδόν, σελ. 12 της Δωδεκαβίβλου. Και οι δύω δε ούτοι Κορυφαίοι Απόστολοι, ήτον γεμάτοι από την θείαν χάριν του Αγίου Πνεύματος. Τελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή εν τω σεπτώ Ναώ των Αγίων Αποστόλων των Μεγάλων, και εις το Ορφανοτροφείον, και εις τον σεπτόν Ναόν του Αγίου και πανευφήμου Αποστόλου Πέτρου, ο οποίος είναι κοντά με την αγιωτάτην Μεγάλην Εκκλησίαν, και εις όλας τας κατά τόπον αγίας του Χριστού Εκκλησίας.
Εις τούτους τους δύω Αγίους Αποστόλους, η εμή αδυναμία εφιλοπόνησεν εικοσιτέσσαρας οίκους κατά αλφάβητον, οίτινες συνεκδοθήσονται μετά των Επιστολών του Παύλου. Ομοίως και τέσσαρα τροπάρια στιχηρά εν τω μεγάλω εσπερινώ, κατά αίτησίν τινων φιλαποστόλων, τα οποία ετυπώσαμεν εν τω τέλει του παρόντος Ιουνίου.
Εις τους δύω τούτους Αποστόλους εγκώμιον έπλεξεν ο θείος Χρυσόστομος, ου η αρχή· «Ουρανού και γης άμιλλαν ορώ». Γρηγόριος ο Παλαμάς, ου η αρχή· «Η των Αγίων εκάστου μνήμη». Νικήτας ο Ρήτωρ, ου η αρχή· «Τίς ο τερπνός ούτος ήχος;» (Σώζονται εν τη Λαύρα, εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου, εν τη των Ιβήρων και εν τω τετάρτω Πανηγυρικώ της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου. Εν τούτω και εν τη Λαύρα σώζεται και εν υπόμνημα κατά την παρούσαν ημέραν, ου η αρχή· «Και των τεχνών ου μόνον τους εξ αρχής Πατέρας».) Εν δε τη Ιερά Μονή των Ιβήρων, σώζονται άλλα δύω εγκώμια του αυτού Νικήτα Ρήτορος του και Δαβίδ επονομαζομένου. Έν μεν, εις τον Πέτρον, ου η αρχή· «Ως ηδεία της ημέρας η χάρις». Έτερον δε, εις τον Παύλον, ου η αρχή· «Πάσα μεν εορτή και πανήγυρις». Ομοίως σώζεται εν αυτή και άλλο εγκώμιον Γενναδίου Σχολαρίου του Κωνσταντινουπόλεως, ου η αρχή· «Εμοί δε φησι λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου ο Θεός». Εν δε τη Μεγίστη Λαύρα σώζεται το Μαρτύριον των δύω τούτων, ου η αρχή· «Εγένετο μετά το εξελθείν τον μακάριον Παύλον».
Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.

(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου” Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου