Σάββατο, Ιανουαρίου 31, 2015

Tελώνες και Φαρισαίοι ( παράλληλα κείμενα)

1.Η λέξη Φαρισαίος προέρχεται εκ του εβραϊκού "περουσείμ" και του αραμαϊκού "περίσαγια" που σημαίνει "ο αποχωρισμένος". Φαρισαίος χαρακτηρίζονταν ο οπαδός θεοκρατικής μερίδας των Ιουδαίων. Συνεκδοχικά είναι ο προσηλωμένος στους εξωτερικούς τύπους της λατρείας, δηλαδή ο υποκριτής.

Οι Φαρισαίοι προερχόμενοι από τους Ασιδαίους αποτελούσαν ιδιαίτερη μερίδα του Ιουδαϊκού λαού και βρίσκονταν σε πλήρη αντίθεση με τους κοσμικόφρονες Σαδδουκαίους. Ασκούσαν δε, μεγάλη επίδραση στο λαό και στη συμπεριφορά στη καθημερινή ζωή του μέχρι το 70 μ.Χ. Διακρίνονταν τόσο για την υποκρισία τους όσο και για τη στενότητα των αντιλήψεών τους. Έδιναν μεγάλη σημασία στους εξωτερικούς λατρευτικούς τύπους της εκδήλωσης της θρησκείας τους, περιφρονώντας όλους τους άλλους, πιστεύοντας πως έτσι μόνο αυτοί ήταν "καθαροί". Οι δε τρόποι της εξωτερίκευσης της λατρείας των έφθαναν τις περισσότερες φορές μέχρι του γελοίου, όπως προκύπτει από τα παρωνύμια με τα οποία τους αποκαλούσε ο λαός παρά τον προς αυτούς εκδηλούμενο σεβασμό.

Έτσι, υπήρχαν οι "Κύπτοντες Φαρισαίοι" οι λεγόμενοι "Νικφί" που κατά τον βηματισμό τους έσερναν τα πόδια τους προσκόπτοντας σε πέτρες. Επίσης οι Φαρισαίοι με ματωμένο μέτωπο, οι λεγόμενοι "Κιζάι" που περπατούσαν με κλειστά τα μάτια, για να μη βλέπουν τις γυναίκες, με συνέπεια να προσκρούουν σε τοίχους. Ακόμη οι Φαρισαίοι με τους ευρείς ώμους, που περπατούσαν με μεγάλη κύρτωση προσδίδοντας την εικόνα ότι κουβαλούν στους ώμους τους ολόκληρο το βάρος του Μωσαϊκού Νόμου.

Γενικά οι Φαρισαίοι διατράνωναν ότι πίστευαν στη Θεία Πρόνοια, στους Αγγέλους, στην αθανασία της ψυχής, στην ανάσταση, στην κόλαση και στον παράδεισο. Ο Ιησούς Χριστός ως κήρυκας της πνευματικής και αληθινής κατά εσωτερική πίστη λατρείας ήλθε σε οξεία αντιπαράθεση με τους υποκριτές Φαρισαίους τους οποίους και σε κάθε ευκαιρία τους κατάγγελνε και τους καυτηρίαζε ιδιαίτερα στην "Επί του Όρους Ομιλία" Του
 απο βικιπέδια 
 
 
2.
Στην εποχή του Ιησού, τον 10 αι. μ.Χ., έργο των Τελωνών ήταν κυρίως η είσπραξη των τελών, δηλ. των έμμεσων φόρων. Όπως είναι γνωστό πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους ήταν άδικοι και άπληστοι, ενώ αυτά που συνέλεγαν έπρεπε να ικανοποιούν την κρατική εξουσία που τους είχε παραχωρήσει αυτό το έργο, αλλά και τους ίδιους. Εξ αιτίας αυτών, σύμφωνα με πολλούς ερευνητές,(1), θεωρούνταν από την κοινωνία της Παλαιστίνης μισητοί και ξένα σώματα, που δεν ανήκαν στους “υιούς του Αβραάμ” κάτι που κυρίως ισχυρίζονταν οι ιουδαϊκές θρησκευτικές παρατάξεις, (2), ενώ εξισώνονταν με τους αμαρτωλούς, τους εθνικούς και τις πόρνες.

Συλλογή φόρων από τελώνες. (Ανάγλυφο του 2ου αι. μ. Χ.)
Ο Π. Ν. Τρεμπέλας,(3), συνδέει την δυσμενή αντιμετώπιση των τελωνών από τους ευσεβείς Ιουδαίους, με την αργία του Σαββάτου και την επαφή τους με Έλληνες (δηλ. ειδωλολάτρες) εμπόρους την ιερή ημέρα. Όπως γράφει “αι απαιτήσεις του επαγγέλματός των (των τελωνών) καθίστων πρακτικώς αδύνατον την τήρησιν του Σαββάτου (Έλληνες έμποροι διέσχιζον τα σύνορα κατά το Σάββατον και συνεπώς οι τελώναι ώφειλον να ευρίσκονται εκεί κατά την ημέραν ταύτην). Ούτω δε ήσαν εν διαρκεί επαφή μετά του εθνικού κόσμου. Ουδείς ευσεβής Ιουδαίος θα εξέλεγε τοιούτον επάγγελμα”.
Παραπλήσια, χωρίς να είναι ακριβώς ίδια, φαίνεται να είναι η θέση του G. B. Caird, ο οποίος συναρτά το κοινωνικό στίγμα των τελωνών με την συνεργασία που είχαν –εξ αιτίας του επαγγέλματός τους- με εθνικούς ανώτερους υπάλληλους και εμπόρους. Παράλληλα και αυτός υπογραμμίζει πως οι άδικοι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν εξασκώντας το επάγγελμά τους (εκβιασμοί) τούς οδηγούσαν στην κοινωνική περιθωριοποίηση.(4)
Πράγματι το επάγγελμα –και πιθανόν η καταγωγή τους, όπως θα φανεί παρακάτω –τοποθετούσε τους τελώνες πολύ χαμηλά στην κοινωνική κλίμακα της Παλαιστίνης. Είναι γνωστό πως ο λαός παρόλη την προφανή οικονομική τους επιφάνεια δεν τους εκτιμούσε, ενώ οι νομοδιδάσκαλοι και οι Φαρισαίοι τους χρησιμοποιούσαν ως παραδείγματα προς αποφυγή. Θεωρούνταν αδιανόητο, όπως συμπεραίνεται από αρκετά χωρία της Καινής Διαθήκης, να τρώει κάποιος μαζί τους στο ίδιο τραπέζι ή να πηγαίνει σπίτι τους, ενώ σε καμία περίπτωση οι ραβίνοι δεν θα δέχονταν έναν τελώνη για μαθητή τους, (5), γιατί τότε, εφόσον είχαν τέτοιες συναναστροφές, θα γίνονταν υπαινιγμοί σε βάρος τους, κάτι που συνέβη στον Ιησού, και θα κινδύνευαν να χαρακτηριστούν και αυτοί αμαρτωλοί που δεν τηρούσαν τα καθιερωμένα.
Αυτές οι ενδεικτικές ακραίες εκδηλώσεις σε βάρος των τελωνών είναι δύσκολο να ερμηνευτούν μόνο ως αποτέλεσμα της απληστίας τους και του σκληρού τρόπου με τον οποίο συγκέντρωναν τα οφειλόμενα στην εξουσία. Άραγε στην ιουδαϊκή κοινωνία των χρόνων του Ιησού δεν θα υπήρχαν και άλλες επαγγελματικές ομάδες, οι οποίες εξαιτίας της εργασίας τους, θα φέρονταν με σκληρότητα προκαλώντας το μίσος των πολιτών; Για παράδειγμα οι στρατιώτες της φρουράς των Ηρωδών, (μεταξύ των οποίων υπήρχαν και άτομα ιουδαϊκής καταγωγής) που, και συνεργάζονταν με τους Ρωμαίους και έπαιρναν μέρος σε αντιδημοφιλείς ενέργειες, σαν τη σύλληψη του Ιωάννη του Βαπτιστή, γιατί να ήταν περισσότερο αποδεκτοί, κοινωνικά και θρησκευτικά απ’ ότι οι τελώνες. Ή γιατί να μην εξισώνονται με τους εθνικούς και τις πόρνες αυτοί που ασκούσαν επονείδιστα επαγγέλματα στην Παλαιστίνη,(6), όπως π. χ. οι κάπηλοι και οι έμποροι των καρπών του Σαββατικού έτους. Και τέλος, γιατί να μην θεωρούνται άνθρωποι του Θεού, άτομα όπως ο αρχιτελώνης Ζακχαίος που η συμπεριφορά του φανέρωνε και τις θρησκευτικές του ανησυχίες και την συμπάθειά του, σε λανθάνουσα ίσως μορφή, για τους αναξιοπαθούντες συμπολίτες του.
Βεβαίως είναι σοβαροί λόγοι, εφόσον ισχύουν, η μη τήρηση της αργίας του Σαββάτου και η συναναστροφή με ειδωλολάτρες υπαλλήλους και εμπόρους ώστε να θεωρηθούν οι τελώνες θρησκευτικά και κοινωνικά απόβλητοι. Τίθεται όμως το ερώτημα: Εφόσον οι ίδιοι ήταν υπεύθυνοι των τελωνείων, δεν θα μπορούσαν, αν το ήθελαν, να σταματούν την εργασία τους αυτή την ημέρα και να ζητούν από τους εμπόρους να περιμένουν την επόμενη για να πληρώσουν τους δασμούς και να περάσουν; Άλλωστε κανένας δεν θα τους ανάγκαζε να εργαστούν το Σάββατο, αφού οι ίδιοι ως επιχειρηματίες είχαν ενοικιάσει τους φόρους και τους εισέπρατταν πλέον για δικό τους όφελος. Ταυτόχρονα είναι γνωστή η ανοχή που έδειχναν στις θρησκευτικές ευαισθησίες των Ιουδαίων οι Ρωμαίοι επίτροποι και οι Ηρώδες.(7). Έτσι είναι δύσκολο να δεχτεί κάποιος πως θα διέταζαν τους εισπράκτορες των τελών να συναλλάσσονται την ημέρα της θρησκευτικής αργίας. Τέλος οι τελώνες δεν θα ήταν οι μοναδικοί Ιουδαίοι που θα είχαν συνεργασία με εθνικούς. Οπότε και πάλι αυτοί οι λόγοι δεν επαρκούν για να δικαιολογήσουν την δεινή θρησκευτική τους θέση που περιγράφουν τα Ευαγγέλια.
Άρα συνθετότερα φαίνονται να είναι τα αίτια της κοινωνικής απόρριψης, της απέχθειας και του μίσους που έτρεφαν οι κάτοικοι της Παλαιστίνης για τους τελώνες. Το πιθανότερο –και αυτή η θέση θα υποστηριχτεί στη συνέχεια- είναι πως η αντίδραση εναντίον τους οφείλονταν κυρίως στη θρησκευτική φόρτιση που είχε ο φόρος για τους κατοίκους της Παλαιστίνης. Είναι γνωστό πως για τους Ιουδαίους η απόδοση του φόρου ήταν καθαρά μία θρησκευτική πράξη, που, εκτός των άλλων, ξεκαθάριζε το ζήτημα της κυριαρχίας της άγιας γης. Άλλωστε ένας από τους κύριους λόγους για τον οποίο ξεσηκώθηκαν οι Ζηλωτές, ήταν η αντίδρασή τους στην προσφορά φόρου στον κατακτητή, πράγμα που φανερώνει τη θρησκευτική ιδιαιτερότητά του.
Τέλος, πρέπει να τονιστεί πως οι τελώνες δεν ήταν απαραίτητα αποξενωμένοι από το Θεό και το λαό, όπως τους παρουσίαζαν κυρίως οι Φαρισαίοι. Αυτό το γεγονός αντανακλάται στις μαρτυρίες των Ευαγγελίων και ενισχύεται από την μαρτυρία του Ιώσηπου, ο οποίος στο δεύτερο βιβλίο του “ Ιουδαϊκού πολέμου” αναφέρεται στην βοήθεια που προσέφερε ο τελώνης Ιωάννης στην ιουδαϊκή κοινότητα της Καισάρειας την εποχή του Νέρωνα. Συγκεκριμένα έδωσε μαζί με άλλους επιφανείς Ιουδαίους οκτώ τάλαντα στο ρωμαίο επίτροπο Φλώρο (64-66), ώστε αυτός να ευνοήσει τους συμπατριώτες του Ιουδαίους σε διένεξη που είχαν με τους Έλληνες κατοίκους της πόλης, (8).

 Νίκος Παύλου - Οι Τελώνες των Ευαγγελίων,Συμβολή στην ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης
ολόκληρο εδώ



3.
Φαρισαῖος κενοδοξίᾳ νικώμενος, καὶ Τελώνης τῇ μετανοίᾳ κλινόμενος, προσῆλθόν σοι τῷ μόνῳ Δεσπότῃ, ἀλλ' ὁ μὲν καυχησάμενος, ἐστερήθη τῶν ἀγαθῶν, ὁ δὲ μὴ φθεγξάμενος, ἠξιώθη τῶν δωρεῶν. Ἐν τούτοις τοῖς στεναγμοῖς, στήριξόν με Χριστὲ ὁ Θεὸς ὡς φιλάνθρωπος. 

( στιχηρόν της Κυριακής Τελώνου και Φαρισαίου) 



4.


Μέ το περιστατικό του Ζακχαίου γίνεται εμφανές ότι ό άνθρωπος πρέπει να κατεβεί άπ’ το μυαλό στην καρδιά για να συναντήσει το Χριστό, ενώ το περιστατικό της Χαναναίας υποδηλώνει ότι για να επιτύχει ό άνθρωπος αυτή τη συνάντηση, πρέπει να ανακαλύψει καί να χρησιμοποιήσει μια διάσταση της υπάρξεως του πού ονομάζουμε πίστη καί πού έχει τη δυνατότητα να τον φέρει σε επαφή με την υπερβατική πραγματικότητα πού είναι η κατεξοχήν πραγματικότητα.

Η πίστη δεν είναι ο διανοητικός καταναγκασμός πού ξέρει ό δυτικός χριστιανισμός, σύμφωνα με τον όποιο ό άνθρωπος πρέπει να πιστέψει επειδή υπάρχει το Α ή το Β λογικό επιχείρημα. Η πίστη δεν είναι μια τυφλή αποδοχή πραγματικοτήτων τις οποίες δεν έχει προσωπικά διαπιστώσει ο άνθρωπος, αλλά είναι ο δρόμος καί ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος κάνει αυτές τις διαπιστώσεις.

Η ορθόδοξη πνευματική παράδοση δεν ζητάει από τον άνθρωπο να δεχθεί κάτι πού δεν έχει διαπιστώσει. Δεν τον αναγκάζει να δεχθεί ότι ο Ίησούς είναι «όν έγραψε ο Μωϋσής εν τω νόμω καί οι προφήται», δηλαδή ο Σωτήρας, αλλά του ζητάει να έλθει καί να δει με τα ίδια του τα μάτια, «έρχου καί ίδε».

Η δεύτερη λοιπόν προϋπόθεση για τη συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό είναι η αναζήτηση Του από τον άνθρωπο με αυτή τη διάσταση της υπάρξεως του πού μόνη έχει αυτή τη δυνατότητα.

Η τρίτη προϋπόθεση γι’ αυτή τη συνάντηση είναι η εγκατάλειψη της απατηλής καί ανυπόστατης πίστεως του ανθρώπου στη δική του θεότητα. Δεν μπορεί ό άνθρωπος να συναντήσει τον πραγματικό Θεό όσο συνεχίζει να λατρεύει ως Θεό τον εαυτό του καί όσο συνεχίζει να περιμένει τη σωτηρία από τον εαυτό του, όπως έκανε ο Φαρισαίος της παραβολής, ο όποιος προσευχήθηκε «σταθείς προς εαυτόν». Ο Φαρισαίος δεν μπορούσε να συναντήσει το Θεό καί να νιώσει την παρουσία Του γιατί δεν στρεφόταν προς το Θεό αλλά προς τον εαυτό του.

Ο Φαρισαίος στην πραγματικότητα δεν πίστευε στο Θεό, γιατί δεν είχε ποτέ του γεύση του Θεού καί δεν γεύθηκε το Θεό γιατί δεν τον αναζήτησε.

Ο Φαρισαίος δεν πάει στο Ναό για να συναντήσει το Θεό, αλλά γιατί χρειάζεται έναν επίσημο χώρο για να αύτοαποθεωθεί.

«Ολοι, αν ψάξουμε,θα βρούμε ένα τέτοιο στοιχείο αυτοαποθεώσεως στη συμμετοχή μας στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Το στοιχείο αυτό μπορούμε να το βρούμε καί σε όλες εκείνες τις δραστηριότητες της καθημερινής μας ζωής, πού μας αρέσει να αποκαλούμε αρετές καί με τίς όποιες επιδιώκουμε την αυτοδικαίωσή μας.

Η προσπάθεια του Φαρισαίου να αυτοαποθεωθεί είναι ένδειξη μιας βαθιάς εσωτερικής απελπισίας, πού προέρχεται από την αδυναμία του να βρει τον πραγματικό Θεό καί τελικά δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο γιατί τον απομακρύνει όλο καί περισσότερο από το Θεό• καί όσο πιο πολύ απομακρύνεται από το Θεό τόσο περισσότερη απελπισία αισθάνεται καί τόσο περισσότερο εντείνει την αυτοαποθέωσή του.

«Ακόμη ο Φαρισαίος αισθάνεται την ανάγκη να αυτοεξυψωθεί, γιατί στην πραγματικότητα βαθιά μέσα του αυτοπεριφρονείται.Επειδή όμως δεν μπορεί πραγματικά να εξυψώσει τον εαυτό του, χαμηλώνει τους άλλους για να κερδίσει από τη σύγκριση. Ταπεινώνοντας όμως τους άλλους, τους απορρίπτει και απορρίπτοντας τους, τους αποκόπτει και αποκόπτεται απ’αυτούς. Έτσι, δεν μπορεί να συναντήσει ούτε το Θεό ούτε το συνάνθρωπο και δοκιμάζει μια συγκλονιστική υπαρξιακή μοναξιά.

Γι’αυτό η Εκκλησία προβάλλει σ’αυτό το πρώιμο στάδιο της λειτουργικής διαδικασίας πού οδηγεί στη συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό την κατάντια του Φαρισαίου,γιατί όσο ο άνθρωπος παραμένει σε μια ανάλογη κατάντια, αυτή η συνάντηση είναι εντελώς αδύνατη.

Η ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΜΟΝΑΞΙΆ ΤΟΥ ΦΑΡΙΣΑΊΟΥ π. ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΦΑΡΟΣ

 
π.Φιλόθεος Φάρος»Πριν και μετά το Πάσχα»Εκδ.Ακρίτας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου