Ποθούσα με απληστία δόξα, τιμές, κέρδη, συζυγική συμβίωση και Εσύ γελούσες για μένα. Τα πάθη αυτά μ’ ενέβαλλαν σε φοβερή αμηχανία. Εσύ δεν ήσουν απέναντί μου ευμενής, τόσο περισσότερο, όσο μου επέτρεπε να βρίσκω μεγαλύτερη χαρά σ’ εκείνο, που δεν ήσουν Εσύ.
Κοίταξε την καρδιά μου, Κύριε, Συ που αξίωσες τις αναμνήσεις μου και την εξομολόγησή μου.
Πόση ήταν η δυστυχία μου! Κέντριζες στην ανοικτή πληγή της την ψυχή μου, για να εγκαταλείψει τα πάντα και να στραφεί προς Εσένα, που είσαι υπεράνω όλων και που χωρίς Εσένα δε θα υπήρχε τίποτε. Πόσο ήμουν δυστυχής και πόσο με βοηθούσες να συναισθάνομαι τη δυστυχία μου! Ήταν η μέρα που ετοιμαζόμουν ν’ απαγγείλω ένα πανηγυρικό στον Αυτοκράτορα. Σκόπευα ν’ απαριθμήσω αρμαθιά ψευδολογημάτων, αυτά δε τα ψευδολογήματα αποσπούσαν τα χειροκροτήματα των ακροατών, που δεν ήσαν διόλου θύματα. Η σκέψη αυτή συγκλόνιζε την καρδιά μου, που άναψε κάτω από την επήρεια των στοχασμών εκείνων, οι οποίοι την κατέτρωγαν.
Κάποτε, περνώντας από μια οδό του Μιλάνου, συνάντησα ένα ζητιάνο, μεθυσμένο, εύθυμο και χαρούμενο. Αναστέναξα και παρατήρησα στους φίλους μας σε πόσο μεγάλες συμφορές μας ρίχνουν οι παραφροσύνες μας. Παρ’ όλες τις προσπάθειες, τους κόπους και τους μόχθους, τι άλλο επιδιώκομε, εφόσον σύρομε το βάρος των παθών μας κάτω από το βούκεντρο της απιστίας μας, παρά να φθάσομε σ’ εκείνη την ασφαλή ευθυμία, την οποία ο επαίτης απέκτησε πριν από μας, ή την οποία εμείς ποτέ δεν θα αποκτήσομε; Ό,τι πέτυχε ο ζητιάνος χάρη στο χρήμα των διαβατών, δηλαδή τη χαρά της προσωρινής ευτυχίας, εγώ επιζητούσα σε δύσβατα μονοπάτια και σε μύριους ελιγμούς. Χωρίς αμφιβολία δεν ήταν πραγματικά ευτυχής, αλλ’ εγώ επιδίωκα με τις φιλόδοξες επιχειρήσεις μου μια ακόμη λιγότερο σταθερή ευτυχία. Οπωσδήποτε, εκείνος ήταν ευθυμότατος, ενώ εγώ βρισκόμουν κάτω από την εξουσία της αγωνίας. Εκείνος ήταν ηρεμότατος, ενώ εγώ ήμουν πολύ ανήσυχος. Εάν κανείς με ρωτούσε: τι προτιμάς, να κυριεύεται η ψυχή σου από τη θλίψη ή από τη χαρά; Θα ψήφιζα υπέρ της χαράς. Εάν όμως μου απευθυνόταν το ερώτημα: τι θα προτιμούσες, να είσαι σα το ζητιάνο ή να μένεις αυτός που είσαι, θ’ απαντούσα να μείνω αυτός που είμαι. Αλλά γιατί; Εξαιτίας της διαστροφής μου; Χάρη της αλήθειας; Δεν έπρεπε να πιστεύω τον εαυτό μου ανώτερο, επειδή ήμουν σοφώτερος από τον επαίτη, δεδομένου ότι η γνώση δεν μου πρόσφερε μεγαλύτερη απόλαυση και ότι με τη γνώση έβρισκα το μέσον ν’ αρέσω στους ανθρώπους, όχι για να τους διδάσκω, αλλ’ απλά για να τους αρέσω.
Μακριά από την ψυχή μου εκείνοι που της λέγουν ότι «η ευτυχία είναι υποκειμενική. Ο επαίτης έβρισκε την ευτυχία του στη μέθη, εσύ ήθελες να την βρεις στην δόξα». Αλλά, σε ποια δόξα, ω Θεέ μου! Σε δόξα που δεν βρισκόταν σε Σένα. Η χαρά του ζητιάνου δεν ήταν πραγματική, αλλά και η δόξα μου δεν ήταν πραγματική δόξα και τάραζε περισσότερο το πνεύμα μου. Την ίδια νύκτα ο ζητιάνους θ’ αποκοίμιζε τη μέθη του. Εγώ είχα κοιμηθεί και ξυπνήσει, θα κοιμόμουν δε και θα ξυπνούσα πάλι με τη μέθη μου. Και για πόσο χρόνο άραγε, ω Θεέ μου; Ναι, η ευτυχία είναι υποκειμενική, το παραδέχομαι, αλλ’ η χαρά των αγίων ελπίδων είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη παρά η ευτυχία στη ματαιότητα. Αλλά τότε υπήρξε πραγματική διαφορά μεταξύ εμένα και του επαίτη. Αναμφίβολα αυτός ήταν ευτυχέστερος από μένα, γιατί αυτός ήταν εύθυμος, ενώ εμένα με κατέτρωγε η σκέψη. Αλλ’ ήταν ευτυχέστερος γιατί είχε προμηθευτεί το κρασί του, ευχόμενος στον δωρητή χαρά και ευτυχία, ενώ εγώ ζητούσα τη δόξα μου με το ψεύδος.
Μίλησα συχνά με τους φίλους μου για τέτοιου είδους θέματα και πολλές φορές, σε παρόμοιες περιπτώσεις, μελετούσα τον εαυτό μου για να μάθω πού βρίσκομαι και έβρισκα κακή την κατάστασή μου.
Έπασχα γι’ αυτό και διπλασίαζα το κακό μου. Οποιαδήποτε ευτυχία κι αν μου χαμογελούσε, δεν ήμουν ικανός να τείνω προς αυτήν το χέρι μου, γιατί αυτή άνοιγε μακριά από μένα τα φτερά της προτού μπορέσω να την πιάσω.
από τις εξομολογήσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου