Πέμπτη, Φεβρουαρίου 05, 2009

Αρχαίοι άνθρωποι της ανατολής

Ένα από τα αγαπημένα μου κείμενα του μεγάλου λογοτέχνη μας :

Φωτίου Κόντογλου

Προ λίγα χρόνια ακόμα μπορούσες να βρεις εκεί μέσα από κείνη τη γενεά των αρχαίων ανθρώπων, πού δεν υπάρχουνε σε άλλα μέρη, σαν κι αυτούς πού διαβάζουμε στις ιστορίες των παλαιών Ελλήνων, και πού τις συνταιριάξανε ο γερο - Όμηρος, ο Ησίοδος, ο Ηρόδοτος, ο Θεόκριτος, καθώς και στην Παλαιά Διαθήκη. Ήτανε αρχαίοι Έλληνες μαζί κι Ανατολίτες χριστιανοί, πράοι κι αθώοι ανθρώποι. Σά να τους απόκλεισε η φύση σε κείνο το ευλογημένο στενοθάλασσο, κι απομείνανε όπως βρεθήκανε πριν από χιλιάδες χρόνια, ίδιοι κι απαράλλαχτοι, από τότες που ήτανε ειδωλολάτρες και πιστεύανε στα ξύλα, στ’ άστρα και στα δέντρα.

Μα το παράδοξο είναι πώς δεν ήτανε άγριοι, πονηροί και μοβόροι, μαχαιροβγάλτες κι ακοινώνητοι. Σάν παιδιά αγαπούσανε τις ιστορίες, όλα τα πιστεύανε, καλοσύνη είχανε στην καρδιά τους. Βαστούσανε στο χωριό σπίτια μ’ όλη την τάξη. Κλέφτες δεν ήτανε, ψέματα δε λέγανε, τη δουλειά την αγαπούσανε, τον ξένο σαν αδερφό τους τον είχανε. Και τούτο, επειδή ζούσανε με μεγάλη απλότητα κ’ ήτανε φχαριστημένοι με λίγα πράματα, και δε χρειαζόντανε μηδέ το ψέμα, μηδέ την κλεψιά, μηδέ το σκοτωμό, για να πληθύνουνε την καλοπέραση τους. Την πείνα όμως δεν την ξέρανε, γιατί η μεγάλη στεριά, που τους γέννησε, δεν άφηνε κανένα νηστικόν και παραπονεμένον, η βλογημένη Ανατολή, πού βγάζει πολύ και γλυκό ψωμί, και κάθε λογής πράμα, μέλι, γάλα, λάδι κι ό,τι άλλο χρειάζεται για ζωοθροφία του ανθρώπου, δίχως μάταια πράματα. Όπως η γης έθρεφε κάθε λογής προκομμένο δέντρο, η θάλασσα έθρεφε ψάρια πού ’χανε την ιδιαίτερη νοστιμάδα πόχει κάθε τι που βγάζει κείνη η βλογημένη πλάση, άγρια και ήμερα.

Αλλά κ’ οι ανθρώποι δεν ήτανε πλεονέχτες, ο πλούσιος έδινε στον πιο φτωχό, κι ο φτωχός πάλε δεν ήθελε σώνει και καλά ν’ ανεβεί απάνου από τον άλλον, δε λίμαζε, δεν τον έτρωγε η ζηλοφθονία, ούτε ο νους του ήτανε όλο στο κέρδος, μόνο πέρναγε η ζωή τους με ειρήνη βαθειά, κι ο Θεός τους βλογούσε από πάνου.




Φαίνεται πώς τέτοιοι πρωτινοί ανθρώποι υπήρχανε πάντα εδώ στην Ανατολή’ και τότες πού άλλαξε η θρησκεία και γινήκανε χριστιανοί, απομείνανε οι ίδιοι, γιατί η καινούργια θρησκεία ήτανε ποιητική και απλή σαν την παλιά βάλε και περισσότερο. Τούτοι βαστούσανε από ανθρώπους που ζήσανε και κείνοι κρυφά από τον θεό, τον καιρό πού κυβερνούσανε τον κόσμο οι Ρωμαίοι. Ύστερα, σα γίνηκε χριστιανικό βασίλειο η Κωσταντινούπολη, και τα μέρη τούτα ήτανε ολότελα ξεχασμένα κι απόμερα, και δεν πήγαινε ποτές άνθρωπος από άλλη χώρα εκεί πέρα, γινήκανε πιο απλοί, αντί να ξυπνήσουνε και να πονηρέψουνε. Σε άλλα μέρη χαλούσε ο κόσμος από τους πολέμους, αμέτρητοι ανθρώποι σφαζόντανε στα τέσσερα πέρατα της σφαίρας, εδώ όμως βασίλευε ειρήνη.

Για τούτο ο άνθρωπος, μακριά από τις ακαταστασίες, «ζώον εύδαιμον εγένετο», όπως λέγει ένας αρχαίος Έλληνας, δηλαδή εζούσε σαν κανένα ευτυχισμένο ζό στην αγκαλιά της φύσης, πού τον γλυκονανούριζε. Σα να ’βγαινε από τη γης και πάλε να γύριζε στη γης, δίχως θλίψη, δίχως να γευτεί θάνατο, όπως το κεραμίδι που κάνει ο κεραμιδάρης από το χώμα, σα γεράσει, λυώνει σιγά-σιγά και το γλύφει το κύμα στην ακρογιαλιά και γυρίζει πάλε ήσυχα στη γης. Σάν το αυγό π’ αφήνει το γιαλοπούλι απάνου στον άμμο, κοντά στην αρμυρήθρα, έτσι ήτανε κείνοι οι ανθρώποι.

Ο ουρανός στεκότανε ίδια καμάρα από πάνου τους, γύριζε με τον ήλιο, με το φεγγάρι και με τ’ άστρα, καθώς κι ο γύρος του χρόνου μεταλλάζουνταν από μέρα σε νύχτα κι από καλοκαιρι σε χειμώνα, κι όλα τούτα τα ζούσανε στην κάθε στιγμή, ενώ εμείς οί ανθρώποι της πολιτείας δεν προφταίνουμε να τα κοιτάξουμε, γιατί ζούμε μακριά και σαν όξω από την πλάση, φορτωμένοι με μάταιες έγνοιες. Τα ρούχα τους, πουκάμισα και βρακιά φαρδιά, δλα ήτανε φαντά στην κρεβατή, από μαλλί πρόβιο πού το λαναρίζανε και το γνέθανε οι γυναίκες. Το χειμώνα πρόβιες γούνες φορούσανε, γιατί πολλές φορές πέτρωνε η γης από το κρύο. Σιδερένια πράματα λιγοστά είχανε, μόνο βολευόντανε με καβίλιες αντίς καρφιά, παλούκια, ξυλόκουπες, διχάλια. Και στα σπίτια τους όλα τα χρειαζούμενα ξυλένια ήτανε. Πολλές φορές βάζανε ένα ξύλο αντίς για κουμπί. Οι τσομπάνηδες φορούσανε το χειμώνα προβιές με το μαλλί από μέσα.

Άν κ’ ήτανε ανθρώποι παντρεμένοι με όμορφες και γερές γυναίκες, κ’ είχανε θυγατέρες με κορμιά ερωτικά σαν τα νιογέννητα φοράδια, ωστόσο φαινόντανε και σαν ασκητές. Το κρύο και τη ζέστη δεν τα φοβόντανε, γιατί ήτανε σαν το πρινόδεντρο, μαθημένοι από μικροί.

Ζούσανε αναπαμένοι μέσα στη γλυκεία αγκαλιά της φύσης, σα να μη φάγανε οι παππούδες τους από το καταραμένο δέντρο. Με το τίποτα ζούσανε και τίποτα δεν τους έλειπε. «Τίς εστίν ο πλούσιος; Ο εν τω ολίγω αναπαυόμενος.»

Όχι πλατσομύτες αραπάδες, όπως οι φυσικοί ανθρώποι στην Αφρική και στον ωκεανό, αλλά λεπτοκανωμένα χαρακτηριστικά, αρχαία ελληνικά και βυζαντινά, έβλεπες σ’ αυτούς τους βουνίσιους ανθρώπους. Οι νιοί ήτανε σαν τον Αχιλλέα, σαν τον Πάτροκλο, είτε και σαν τον Μεγ’-Αλέξαντρο.


Πολλοί τους ήτανε σγουρομάλληδες κ’ ηλιοκαμένοι, συχνά ξανθότριχοι, όχι με κείνο το χρώμα που μοιάζει σα λινάρι, μα ίδιο με του ξεράγκαθου, π’ ανεμίζεται στις χέρσες ακρογιαλιές, με το πρώτο χνούδι πού ίδρωνε αλαφρά στο μουστάκι και στα μάγουλα, συνέχεια με τα τσουλούφια τους, αλισαχνιασμένο από τη θάλασσα. Οι γέροι πάλε μοιάζανε, άλλος σαν Ποσειδώνας με στριφτά γένεια από την αρμύρα, άλλος σαν Όμηρος απαράλλαχτος, άλλος σαν Άγιος Νικόλας, άλλος σαν τ’ άγαλμα του Λαοκόοντα, άλλος σαν τον μάντη Τειρεσία, άλλος σα Σκεντέρμπεης, τέτοια σκέδια. Οί μεσόκοποι πάλε παρομοιάζανε με τον Χριστό, όπως είναι ζωγραφισμένος στα παλιά τα κονίσματά μας, με τον Άη - Γιάννη τον Πρόδρομο, με τον αντρείο Λεωνίδα, με τον Θεμιστοκλή, τον Επαμεινώνδα, κι όσοι ξουρίζανε τα γένεια τους ήτανε ίδιοι με τον Μάρκο Μπότσαρη, με τον Νικηταρά, με τον Μιαούλη, και με τους άλλους καπετανέους. Αλλά και τα ονόματά τους ήτανε αρχαία: Μιλτιάδης, Δυσσέας, Ξενοφός, Λεγωνίδας, Αλέξαντρος, Αγαμέμνονας, Δημοσθένης, Όμηρος, Αγησίλαος, Παμεινώντας, Τέρπαντρος, Πυθαγόρας, Έχτορας, Ποσειδώνας, Μιστοκλής, Αχιλλέας, Πάτροκλος, Αριστείδης, Σοφοκλής, Βριπίδης, Κλεάνθης, Τιμολέοντας, Θρασύβουλος, Φιλοχτήτης, και παλιά χριστιανικά: Σίδωρος, Ακίντυνος, Ανίκητος, Φίλιππας, Νικάνορας, Παλουλόγος, Στέργιος, Ανδρόνικος, Δούκας, Ρήγας, Φωκάς.

Αλλά και τις γυναίκες, που και κείνες ήτανε σαν αρχαίες στο παρουσιαστικό, τις κράζανε με αρχαία ονόματα: Αφροδίτη, Ασπασώ, Πολυξένη, Μυρσίνη, Θεανώ, Κλεοπάτρα, Καλλιόπη, Ισμήνη, Αντρομάχη, Κλεονίκη, Ελένη, Κασσάντρα, Ελπινίκη, Βρύκλεια, Αγαθόκλεια, Αθηνά, Χαρικλειώ, Ευθαλία, Αγλαΐα, Νεφέλη, Ευρυδίκη, Ηρώ, Πολύμνια, Αριάδνη, Αντιόπη, Πηνελόπη, Δήμητρα, Αρσινόη, Θεώνη, Ροδόπη, και παλιά χριστιανικά: Ειρήνη, Ευανθία, Φεβρωνία, Ζαχαρώ, Ζωή, Μαγδαληνή, Υπαπαντή, Αντωνία, Βασιλοπούλα, Ευφημία, Ροδούλα, Χρυσάνθη, Αξιοθέα, Γρηγορία, Θεοκτίστη, Ρήγαινα, Δομνία, Μελανθία, Παλουγού, Κατακουζ’νή, Μελίσσινή, Ζωγραφιά, Μαλαματένια, Βλωττία, Στρατηγούλα, Πρεσβεία, Μιλτώ, Αντρονίκη, Βαγιώ, εξόν από τα συνηθισμένα.

Τα παλληκάρια βοηθούσανε τους πατεράδες τους, υποταχτικά, καλά παιδιά, και δε λέγανε πολλά λόγια. Πρώτα μιλούσανε πάντα οι γέροι, κ’ ύστερα οι νιοί. Οι γέροι σιγομιλούσανε, κουβεντιάζανε όλο με παροιμίες’ γιατί οι κολασμένοι κ’ οι καταραμένοι βιάζουνται. Ο χαιρετισμός τους ήτανε: «Ώρα καλή!» - «Πολλά τα έτη!» - «Χαιρετίσματα!» η «Προσκυνήματα!» - «Μετά χαράς!»



Είχανε κ’ ένα δικαστήριο αναμεταξύ τους’ ό,τι διαφορά είχανε οι νιώτεροι, την κρίνανε οι γέροι, συμβουλεύοντάς τους και ταχτοποιώντας τους με την ορμήνεια, ήσυχα, δίχως οχλοβοή.

Ξέρανε την ιστορία τ’ Αχιλλέα, του Μεγ’-Αλέξαντρου, του Παλαιολόγου, του Σκεντέρμπεη’ πολλές φορές είχανε την ιδέα πώς τα πιο αρχαία γινήκανε ύστερ’ από τον Χριστό. Τον Αλή Πασά, τους Σουλιώτες, τον Μάρκο Μπότσαρη, τον Θανάση Διάκο,τον Κολο-κοτρώνη, και τους άλλους καπετανέους, τους φέρνανε πάντα στην κουβέντα τους’ από τους σημερινούς τον Παναγή τον Κουταλιανό, κ’ οι πιο καινούργιοι τον Νταβέλη και τον Παύλο Μελά. Από τους ξένους δεν ξέρανε μηδέ τον Μέγα Ναπολέοντα, μονάχα τον τσάρο ξέρανε, και τον πόλεμο της Κριμαίγιας, που τον έκανε ο «Μέγας Κατερίνης». Από τ’ άλλα τα έθνη γνωρίζανε τους Ιγγλέζους, τους Ρούσους και το Μισίρι, αλλά για χριστιανούς είχανε μονάχα τους Ρούσους. Αρχαία πολιτεία ήτανε γι’ αυτούς η Τρωάδα κ’ η Πέργαμο, κι αγιασμένα μέρη η Γερουσαλήμ και τ’ Άγιον Όρος.

Τα χρώματα, εξόν από το κόκκινο, το μαβί, το πράσινο και το κίτρινο, τ’ άλλα τα βγάζανε από φυσικά πράματα, λαδί, θαλασσί, χρυσαφί, λεμονί, πορτοκαλί, λαχανί, τσαγαλί (αμυγδαλί), ξυδί, κρασουλί, ζαχαρί, καφεδί, σταχτί, μελί, καστανό, αχυρί, κεραμιδί, ψαρί, μελιτζανί, τριανταφυλλί, γερανί, ροδί, της σκουριάς το χρώμα, της φωτιάς το χρώμα.

Λίγο ώς πολύ, όλοι τους όμορφα κι ασυνήθιστα μιλούσανε, σα ζωγραφιές ήτανε τα λόγια τους, μα ήτανε και κάτι γέροι ανάμεσά τους, που η ομιλία έβγαινε από το στόμα τους κι από το μέλι γλυκύτερη, όπως λέγει ο γερο-Όμηρος. Αυτοί σταθήκανε οί δάσκαλοί μου.

Από τ’ αρχαία λόγια που άκουσα να λένε και που δεν τα συνηθίζουμε πια εμείς, θυμάμαι για την ώρα τούτα: όρη (βουνά), σκόλη (σχολή, αργία), παίδος, θυγατέρα, Νεκτεναβός, χαμένο ρηγάτο, ποιγητής, παλιαύι (πλαγίαυλος), έθαρμος (ένθερμος), χωρύγι (ασβέστης), προς νερού, τούμπα (τύμβος), πυθεύω, κροτώ (το κρότησε το μωρό), λατρεύω, αγαθός, πανάγαθος, έλεγος, ποντίζω, κι όσα βάζω συχνά μέσα στο γράψιμό μου. Οι θαλασσινοί λέγανε σωτρόπι, ποδόσταμο, δοιάκι, πεζόβολας, αθερίνα, θαλάμι, κι άλλα πολλά. Παράξενα λόγια που δεν τ’ άκουσα σ’ άλλο ελληνικό μέρος, λέγανε τούτα: σκούρκα (βράχος), κάκνα (γαλοπούλα), μπιζνέρα (τσέπη).

Μακάριοι άνθρωποι, σαν τους λεγόμενους Λωτοφάγους, δεν τους μόλεψε η πλεονεξία κ’ η περηφάνεια. Για τούτο θα μπορούσανε να δανείσουνε ευτυχία σε βασιλιάδες, σε βεζιράδες και σε ανθρώπους που τους τρέμει ο κόσμος.

Όλοι - όλοι καμμιά κατοστή ανθρώποι ζούσανε ένα γύρο σε τούτη τη θαλασσινή λίμνη: τσομπάνηδες, ψαράδες, γιαλικάρηδες και κεραμιδαρέοι. Μακριά από την πολιτεία, πού ήτανε χτισμένη στο παραέξω μέρος του μπουγαζιού, κι από το Γενιτσαροχώρι, π’όπεφτε κατά το μέσα μπουγάζι, αλλά μακριά όμως από τη θάλασσα, δίχως να φαίνεται.

Όποτε κονομήσω λίγον καιρό, λογαριάζω να στορίσω σ’ άλλη φυλλάδα, έναν - έναν, κείνους πού σταθήκανε οι πιο σπουδαίοι κ’ οι πιο ασυνήθιστοι ανάμεσα τους.

Πολλούς απ’ αυτουνούς δεν τους έφταξα, αλλά άκουσα την ιστο-ρία τους απ’ άλλο στόμα. Ο πιο παλαιός απ’ όσους ξέρω στάθηκε ο Γιάννης ο Βλογημένος. Απ’ όσους έφταξα ο πιο σπουδαίος ήτανε ο μπάρμπα - Μανώλης ο Βασιλές, το στοιχειό της θάλασσας. Ύστερα ερχόντανε με τη σειρά ο Λιβανής, ο Ψύλλος, ο Μπιλάλης, ο Λασπίτης, ο Ξεροτρόχαλος, ο Μπάμπουρας, ο Μπαρμπάκος, ο Ζαφείρης, ο Ντάντινας, ο Αρναούτης, ο παλαβο - Παρασκευάς, ο Γρίτσας κι άλλοι πολλοί.



Άλλοι ήτανε στεριανοί, άλλοι θαλασσινοί, μα κ’ οι πιο πολλοί οι στεριανοί ξέρανε από θάλασσα, κ’ ένα - δυο θαλασσινοί νογούσανε από ξοχαρική και ξέρανε ν’ αρμέξουνε. Πολυτεχνίτης ήτανε ο Σίλβεστρος, καλογερόδιακος πού’ξερε τη στεριά, και τη θάλασσα καλά, κ’ ήτανε ψάλτης, θαλασσινός, ξοχάρης, τσομπάνης και καραβομαραγκός’ αλλά αυτός ήτανε ταξιδεμένος, ασκήτεψε και στ’ Άγιον Όρος, και δε λογαριάζεται με τους πρωτινούς, που τους λέγανε οι Τούρκοι «λιμάν μπαλούκ», δηλαδή ψάρια του λιμανιού.

Οι πιο απονήρευτοι απ’ ανάμεσά τους δεν ήτανε παγαιμένοι από πολλά χρόνια στην πολιτεία. Καμμιά φορά που με ρωτούσανε τί γίνεται ο κόσμος, θυμόμουνα την ιστορία τ’ Άγιου Μάρκου, π’ ασκήτευε σ’ έναν έρημον τόπο και πήγε να τον εύρει ένας καλόγερος και, σαν τον ηβρε και μιλήσανε για πολλά, τον ρώτηξε ο αββάς: «Ίσταται ο κόσμος και θάλλει κατά το αρχαίον;» Και κείνος τ’ αποκρίθηκε: «Ναι, πάτερ, χάριτι Χριστού, και υπέρ το αρχαίον θάλλει πλείον ο κόσμος έως την σήμερον!» Έτσι ρωτούσανε και μένα κείνοι οι ανθρώποι.

Όλος ο κόσμος, ο ουρανός, η στεριά, η θάλασσα, ήτανε γεμάτος από στοιχειά κι από πνέματα. Τελώνια βρισκόντανε στα σύννεφα και στον πάτο της θάλασσας, «νυκτολάλα, αστρομαγικά, είτε εν άλσοις, είτε εν καλάμοις, είτε εν διόδοις, είτε εν ποταμοίς παρατρέχοντα». Η ειδωλολατρία κι ο χριστιανισμός ήτανε ανακατεμένα στη φαντασία τους, για τούτο το ’χανε για ένα πράμα χριστιανός και Έλληνας. Πολλά ειδωλολατρικά πράματα λέγανε πώς τα ’πε ο Χριστός, ή πώς είναι γραμμένα στο Βαγγέλιο.



Οι αγέρηδες, προ πάντων ο βοριάς κ’ η νοτιά, ήτανε στο πνέμα τους σαν ανθρώποι, ο ήλιος, το φεγάρι το ίδιο. Τα φίδια ήτανε στοιχειωμένα. Υπάρχανε δέντρα και πηγάδια και πέτρες που τα ’χανε για ιερά. Η θάλασσα ήτανε αγιασμένη. Το ψωμί ήτανε αγιασμένο, δεν πατούσανε ποτές απάνου στα ψίχουλα, κι αν έπεφτε χάμου κανένα κομμάτι ψωμί, τ’ ανεσπαζόντανε και το προσκυνούσανε κολλώντας το στο μέτωπο τους. Όποτε πίνανε κρασί, χύνανε λίγο στο χώμα, σα να κάνανε σπονδή. Χαιρετούσανε βάζοντας το δεξί χέρι στο στήθος και γέρνοντας αλαφρά το κορμί τους.

Οι τσομπάνηδες βλέπανε πολλές φορές έναν τραγοπόδη στα μαντριά, ανάμεσα στα γίδια και στα πρόβατα. Άμα άρρωστούσανε τα πρόβατα, κάνανε ξόρκια παράξενα’ άμα τελείωνε τ’ άρμεγμα, βουτούσε ο τσομπάνης το χέρι του στ’ αφρισμένο γάλα και ράντιζε τα πρόβατα, μουρμουρίζοντας μυστικά λόγια. Κοντά σ’ αυτά, τα θυμιάζανε με χριστολούλουδο, κάνανε αγιασμό μέσα στο μαντρί με το κοπάδι ολόγυρα, και κρεμάζανε φυλαχτά στο λαιμό τους. Τα κουδούνια δεν τα βάζανε μόνο για να χτυπούνε, αλλά και για το μάτι, όπως τις χάντρες. Γητειές, δηλαδή μάγια, πού στην αρχαία γλώσσα λέγονται γοητείες, κάνανε πολλές οί Λημιοί, π’όρχουνταν από τη Λήμνο σε τούτα τα μέρη ξοχάρηδες’ έχω διαβασμένα πως αυτοί από τ’ αρχαία τα χρόνια κάνανε πολλά μαγικά.


Το βόδι και το πρόβατο τα ’χανε για βλογημένα, γιατί ζεστάνανε τον Χριστό με την ανασαμιά τους τότες πού γεννήθηκε μέσα στο παχνί’ το γίδι όμως το ’χανε για καταραμένο. Το γάδαρο βλογημένον, γιατί σήκωσε τον Χριστό, και τ’ άλογο βλογημένο, γιατί το καβαλίκεψε ο Άη - Γιώργης. Από τα δέντρα το πιο βλογημένο ήτανε η ελιά, της Παναγιάς το δέντρο. Η δάφνη, η μυρσίνη, ο βασιλικός, το δεντρολίβανο, ο αβαγιανός, ήτανε αγιασμένα. Η συκιά καταραμένη από τον Χριστό.

Οι θαλασσινοί πάλε είχανε για στοιχειωμένα κάτι βράχους, πέτρες, ξέρες και σπηλιές. Η θάλασσα άγιασε από τον Χριστό κι από τους Δώδεκα Απόστολους, πού ήτανε θαλασσινοί ανθρώποι, βλογημένα, και τα εργαλεία τους, τα δίχτυα και τα παραγάδια’ τα δίχτυα όμως ήτανε πιο βλογημένα, γιατί σκεδιάζουνε σταυρό, έτσι που ’ναι μπλεγμένα. Το τετράγωνο πανί πού βάζανε στις βάρκες της Ανατολής, το λεγόμενο τέντα ή φούσκα ή σακολεβίσο, το πρωτοηύρε ο Άη - Νικόλας, για να μην πνίγουνται οι ανθρώποι, γιατί είναι χαμηλό και φουσκωτό και ξεθυμαίνει ο αγέρας. ο Άη - Νικόλας ηύρε και το τιμόνι με τα βελόνια, γιατί πριν οι ανθρώποι είχανε για τιμόνι ένα κουπί, και για τούτο δεν ταξιδεύανε με τα πανιά στα όρτσα, δηλαδή καταπάνου στον αγέρα, αλλά μονάχα πρίμα και δευτερόπριμα. Τίς κουρίτες πάλε, μ’ άλλα λόγια τα ρηχά τα περάματα, πού ’ναι ίδια μονόξυλα, ίσια από κάτου δίχως καρίνα, τα ηύρε ο Χριστός, για να πλεύουνε στα ήμερα και στα ρηχά τα νερά, κι από πάν’ από τα δίχτυα, επειδή δεν πιάνουνε πολύ νερό.

Πολλές φορές μου λέγανε πως είδανε γοργόνες να λιάζουνται γιά να βουτάνε στ’ ανοιχτά δίπλα στη βάρκα, και άλλα στοιχειά να φτερνίζουνται μέσα στις σπηλιές, κάτι αλλά στοιχειά πάλε καβαλι-κεμένα απάνου σε σκυλόψαρα, όχι όμως σε δερφίνια, γιατί μέσα στο μπουγάζι δεν είχε δερφίνια, σπάνια νά’χανε κανένα τα νερά του και νά’μπαινε μέσα. Μου λέγανε και για κάποιο στοιχειό με γένεια μαύρα, ήμερο, π’ αγαπά τους ανθρώπους, ο Κουντεντές λεγόμενος’ πολλές φορές καθότανε στα βράχια και δε μιλούσε. Όποιοι λάχαινε να τον δούνε, αλλάζανε δρόμο για να μην τον στενοχωρέσουνε. Ίσως να ’τανε ο αρχαίος Τρίτωνας.

Στεριανοί και θαλασσινοί, είχανε την Ανατολή για βλογημένη, γιατί εκεί γεννήθηκε ο Χριστός, κι από κει βγαίνει ο ήλιος, κι όσοι ανθρώποι γεννιούνται στην Ανατολή, είναι βλογημένοι, Έλληνες και Τούρκοι.

(Aπ'το βιβλίο Το Αϊβαλί , η πατρίδα μου)

1 σχόλιο:

  1. Ολα μπερδεύονται γλυκά και ταυτόχρονα είναι τόσο ξεχωρισμένα, όσο χρειάζεται, στο κείμενο του κυρ Φώτη αλλά και στην πραγματικότητα:

    Η θρησκεία του Χριστού, αρμονικά ήρθε ακριβώς την στιγμή που οι άνθρωποι ήθελαν να πάνε λίγο πιο πέρα...Το πλήρωμα του χρόνου....

    Ελληνες πάντα....

    Κουράστηκε ο Δίας (για λίγο ήταν έτσι κι αλλιώς και καταπονημένος από τα ερωτικά του και την μέριμνα...)ήρθε η ίδια η Αγάπη και τέλειωσε το πράγμα!
    Γιατί αυτό έτσι είναι, όπως έλεγε και η γιαγιά μου από την Πόλη...

    Η διαδοχή των καταστάσεων, το πεπερασμένο των ανθρώπινων επινοημάτων, το αξεπέραστο του Θεού...Τόσο απλά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή