Παρασκευή, Απριλίου 03, 2009

Η Μάνα του Χριστού



Κ.Βάρναλης

Πῶς οἱ δρόμοι εὐωδᾶνε μὲ βάγια στρωμένοι,

ἡλιοπάτητοι δρόμοι καὶ γύρω μπαξέδες!

Ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς ὅλο πιότερο ἀξαίνει

καὶ μακριάθε βογγάει καὶ μακριάθε ἀνεβαίνει.

Τὴ χαρά σου, Λαοθάλασσα, κῦμα τὸ κῦμα,

τῶν ἀλλῶνε τὰ μίση καιρὸ τήνε θρέφαν

κι᾿ ἂν ἡ μαύρη σου κάκητα δίψαε τὸ κρῖμα,

νὰ ποὺ βρῆκε τὸ θῦμα της, ἄκακο θῦμα!


Ἄ! πὼς εἶχα σὰ μάνα κι᾿ ἐγὼ λαχταρήσει

(ἦταν ὄνειρο κι᾿ ἔμεινεν, ἄχνα καὶ πάει)

σὰν καὶ τ᾿ ἄλλα σου ἀδέρφια νὰ σ᾿ εἶχα γεννήσει

κι᾿ ἀπὸ δόξες ἀλάργα κι᾿ ἀλάργα ἀπὸ μίση!


Ἕνα κόκκινο σπίτι σ᾿ αὐλὴ μὲ πηγάδι. . .

καὶ μία δράνα γιομάτη τσαμπιὰ κεχριμπάρι. . .

νοικοκύρης καλὸς νὰ γυρνᾷς κάθε βράδι,

τὸ χρυσό, σιγαλὸ καὶ γλυκὸ σὰν τὸ λάδι.


Κι᾿ ἅμ᾿ ἀνοίγῃς τὴν πόρτα μὲ πριόνια στὸ χέρι,

μὲ τὰ ροῦχα γεμάτα ψιλὸ ροκανίδι,

(ἄσπρα γένια, ἄσπρα χέρια) ἡ συμβία περιστέρι

ν᾿ ἀνασαίνῃ βαθιὰ τ᾿ ὅλο κέδρον ἀγέρι.


Κ᾿ ἀφοῦ λίγο σταθῇς καὶ τὸ σπίτι γεμίσῃ

τὸν καλό σου τὸν ἤσκιο, Πατέρα κι᾿ Ἀφέντη,

ἡ ἀκριβή σου νὰ βγάνῃ νερὸ νὰ σοῦ χύσῃ,

ὁ ἀνυπόμονος δεῖπνος μὲ γέλια ν᾿ ἀρχίσῃ.


Κι᾿ ὁ κατόχρονος θάνατος θἄφτανε μέλι

καὶ πολλὴ φύτρα θ᾿ ἄφηνες τέκνα κι᾿ ἀγγόνια

καθενοῦ καὶ κοπάδι, χωράφια κι᾿ ἀμπέλι,

τ᾿ ἀργαστήρι ἐκεινοῦ, ποὺ τὴν τέχνη σου θέλει.


Κατεβάζω στὰ μάτια τὴ μάβρην ὀμπόλια,

γιὰ νὰ πάψη κι᾿ ὁ νοῦς μὲ τὰ μάτια νὰ βλέπῃ. . .

Ξεφαντώνουν τ᾿ ἀηδόνια στὰ γύρω περβόλια,

λεϊμονιᾶς σὲ κυκλώνει λεφτὴ μοσκοβόλια.


Φεύγεις πάνου στὴν ἄνοιξη, γιέ μου, καλέ μου,

ἄνοιξή μου γλυκιά, γυρισμὸ ποὺ δὲν ἔχεις.

Ἡ ὀμορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιέ μου,

δὲ μιλᾷς, δὲν κοιτᾷς, πῶς μαδιέμαι, γλυκέ μου!


Καθὼς κλαίει, σὰν τῆς παίρνουν τὸ τέκνο, ἡ δαμάλα,

ξεφωνίζω καὶ νόημα δὲν ἔχουν τὰ λόγια.

Στύλωσέ μου τὰ δυό σου τὰ μάτια μεγάλα.

Τρέχουν αἷμα τ᾿ ἀστήθια, ποὺ βύζαξες γάλα.


Πῶς ἀδύναμη στάθηκε, τόσο ἡ καρδιά σου

στὰ λαμπρὰ Γεροσύλυμα Καίσαρας νὰ μπῇς!

Ἂν τὰ πλήθη ἀλαλάζανε ξώφρενα (ἀλιά σου!)

δὲν ἤξεραν ἀκόμα οὔτε ποιὸ τ᾿ ὄνομά σου!


Κεῖ στὸ πλάγι δαγκάναν οἱ ὀχτροί σου τὰ χείλη. . .

Δολερὰ ξεσηκώσανε τ᾿ ἄγνωμα πλήθη

κι᾿ ὅσο ὁ γήλιος νὰ πέσῃ καὶ νἄρθῃ τὸ δείλι,

τὸ σταυρό σου καρφώσαν οἱ ὀχτροί σου κι᾿ οἱ φίλοι.


Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα

σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τί ῾πες «Νά με!»

Ἄχ! δὲν ξέρει τί λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!

Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα!

(εικόνα Π. Δοξαράς)

3 σχόλια:

  1. σας ευχαριστώ pater για όλα αυτά τα θαυμαστά. μια παράκληση μονο, αν γίνεται να εμφανίζονται περισσότερα θέματα στην κυρια σελίδα. από ότι βλέπω έχει χώρο. ευχαριστώ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αχ, αυτός ο πόνος της Μάνας!

    Καλό Σ/Κ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή