...Ξεφυλλίζοντας τὴν Ἱερὰ Σύνοψη, μποροῦμε ν᾿ ἀναγνώσουμε, σὲ ἦχο γ´, τὸ ἔξοχο αὐτόμελο ἐξαποστειλάριο: «Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ· λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, Φωτοδότα καὶ σῶσόν με». Ἐὰν ἤθελα μὲ ἐνδύματα δικά μου νά ῾μπω στὴν Ἐκκλησία, νὰ προσκυνήσω τὸν ἱερὸ τῆς σωτηρίας νυμφώνα, ὅπου ὁ Θεὸς Αἷμα καὶ Σάρκα προσφέρεται, διὰ τῆς θαυμαστῆς μετουσιώσεως τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, ἀσφαλῶς, ἐμποδίζοντάς με, θά ῾κλειναν οἱ πόρτες, ὅπως μπροστὰ στὴν ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία, ποὺ μόνο ἀφοῦ μετεβλήθη, σκορπίζοντας σὲ σύννεφο φωτὸς τὸ πάγιο σχῆμα τοῦ ἐγώ, ἀξιώθηκε τῆς θείας μεταλήψεως. Τὶ συμβαίνει στὴν Ἔρημο; Τὶ γυρεύει ἐκεῖ πέρα ὁ ἄνθρωπος μόνος; Πῶς ἀποπλυνόμεθα τῶν ἁμαρτιῶν μας; Θυμοῦμαι τί μᾶς εἶχε πεῖ ἡ Μυγδαλιὰ ἡ ὑπηρέτρια, ἀπὅνα χωριὸ τῆς Χαλκιδικῆς, πού ῾χαμε σπίτι σὰν εἴμασταν παιδιά. Μᾶς εἶχε δεῖ, πού, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ ποῦ ἔπεφταν καὶ χανόντουσαν ἐδῶ κι ἐκεῖ, κόβαμε τὰ νύχια τῶν χεριῶν καὶ τῶν ποδιῶν. Εἶπε λοιπόν, ὅτι δὲν κάναμε καλὰ καὶ αὐτὸ ἦταν ἁμαρτία, νὰ σκορπᾶμε τὰ μέρη τοῦ σώματός μας, γιατὶ στὴν Κρίση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, θὰ πρέπει νὰ παρουσιαστοῦμε ὁλόκληροι, ἀλλιῶς θὰ μᾶς ῥίξει, γιὰ ἕνα ἀτελείωτο πλῆθος ἐτῶν, στὸ ἄναρχο κοσμικὸ χάος, πού῾ναι ἡ Κόλαση, νὰ ψάχνουμε ὅ,τι αὐθαιρέτως ἀπομακρύναμε ἀπὸ τὸ ἅπαξ γεννηθὲν καὶ συνεχῶς ἀναπτυσσόμενο εἶναι μας. Καὶ πρόσθεσε ὅτι ἔπρεπε νὰ μαζεύουμε τ᾿ ἀποκοπτόμενα καὶ νὰ τὰ ῥίχνουμε μέσα στὸν κόρφο μας, κάνοντας ταυτόχρονα τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ.
Στὴ σύγχρονή μας τέχνη, εὔκολα μπορεῖ κανεὶς νὰ ξεχωρίσει, ὡς χαρακτηριστικό, μιὰν ἄοκνη, ὅσο καὶ βαθιὰ πρωτόγονη, προσπάθεια περισυλλογῆς τῶν μνημονίων τοῦ ψυχικοῦ μας εἶναι, σάμπως ἡ ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη νά ῾χει χάσει παντελῶς τὸ ἔνδυμα τῆς ψυχῆς, ἀφήνοντας σκόρπια ξεσκλήδια στ᾿ ἀγκάθια τῶν καθημερινῶν πειρασμῶν, ποὺ συνεπάγεται ἡ ἀτομικὴ τοῦ ἐγὼ ἐπιβίωση. «Δὲν ἔχω», λοιπόν, «ἔνδυμα ἵνα εἰσέλθω», κραυγάζει ὁ καθείς.
Σὲ μιὰ ἀπέλπιδα στιγμὴ τῆς προσπαθείας μου γιὰ αὐτοπερισυλλογή, τὸ 1945, μονάχος ἕν᾿ ἀπόγευμα, μπῆκα στὴν Ἐκκλησία τοῦ συνοικισμοῦ Νέας Ἰωνίας Ἀθηνῶν. Ἀργότερα, πολλὲς φορὲς συσχέτισα τὴν εἴσοδό μου ἐκείνη, ἐντὸς τοῦ ἱδρύματος, τῆς ἐκ θείας ἀποκαλύψεως θρησκευτικῆς παραδόσεως, μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Κολοκοτρώνη, ὅταν ἔμεινε ἔρημος, πρὶν βγεῖ στὰ βουνὰ καὶ κράξει τοὺς σκόρπιους ἀπὸ τὸ φόβο τῶν Τούρκων Ἕλληνες, στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χρυσοβιτσιοῦ, ἐνισχυόμενος ἀπὸ τὸ μεγάλο τοῦ ἥρωος παράδειγμα. Μέσα ὁ ναὸς ἦταν ἀκόμη ἀσυμπλήρωτος καὶ ὡς μόνο πλήρωμα στεκόντουσαν κι᾿ ἄκουγαν, τὸν κρυμμένο μέσα στὸ ἱερὸ παπά, μιὰ μαυροφορεμένη γρηά, ἕνας τρελλὸς καὶ ἐγώ. Τότε λοιπόν, παρὰ τὶς ἐλλιπεῖς μου γνώσεις στὰ θρησκευτικὰ καὶ θεολογικά, καθὼς προσπαθοῦσα νὰ βάλω τοὺς σκόρπιους λογισμούς μου σὲ κάποια τάξη, ἀντιλήφθηκα ὅτι πολὺ σωστὰ θὰ μποροῦσαν νὰ διακοσμηθοῦν οἱ τοῖχοι τοῦ ἄδειου ναοῦ, μὲ τὴν ἁπλὴ καταγραφή, ἀπὸ πάνω ἕως κάτω, ὅπως στὰ χαρτάκια ποὺ δίνουμε στὸν παπὰ γιὰ νὰ τὰ διαβάσει, τῶν ὀνομάτων ὅλων τῶν προσφιλῶν μας νεκρῶν.
Ἡ ἀνωτέρω ἀντίληψη μοῦ κατέστησε σαφὲς (ἐφ᾿ ὅσον διὰ τὴν ἀναγραφὴ τῶν ὀνομάτων τῶν νεκρῶν ἐνεργεῖ ἄλλη χεὶρ ἀπὸ τὴν δική τους), ὅτι ἡ συγκρότηση τῆς ἑνότητος τῶν λογισμῶν μας δὲν ἐπιτυγχάνεται διὰ μόνου τοῦ ἑαυτοῦ μας. Χωρεῖ λοιπὸν ἕνα εἶδος παραιτήσεως καὶ ἐπιβάλλεται νὰ πεῖς, τὸ ἐγώ μου εἶν᾿ ἕνας ἄλλος.
Ἄλλος ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἁγία αὐτοῦ Ἐκκλησία, ὅπου συνεχίζει ὑπάρχων. Ἄλλος ὁ πλησίον μας ἄνθρωπος ποὺ ἐν Χριστῷ, μέσα στὴν Ἐκκλησία, παντρευόμαστε. Ἄλλος! Ἐκείνη γυναίκα καὶ αὐτὸς ἄνδρας. Καὶ ὅμως τὸν ἀγαπῶ ὡς ἑαυτόν μου. Ἄλλος ὑπῆρξε ὁ ἀνάδοχός μου ποὺ μ᾿ ἔντυσε τὴ στολὴ τῆς πίστεως, ὅταν βαπτίστηκα ἐν Χριστῷ μωρὸ παιδὶ καὶ δὲν καταλάβαινα. Τόσοι ἄλλοι εἶμαι ἐγώ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ σῶμα μου. Τὸ αἰσθάνθηκα στὴν Καβάλα προσφάτως καὶ τὸ διακηρύσσω. Ἀγαπῶ τὴν Ὀρθόδοξο Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἐντὸς αὐτῆς, ἐπαναλαμβάνοντας τὰ νεκρώσιμα εὐλογητάρια καὶ τὰ ἰδιόμελα τοῦ μοναχοῦ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, κατανοῶ πὼς ὀ χορὸς τῶν Ἁγίων εὗρε πηγὴν ζωῆς καὶ θύραν παραδείσου, ἐν τῷ Φωτὶ τοῦ προσώπου καὶ τῷ γλυκασμῷ τῆς ὡραιότητος τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἀῤῥήτου δόξης τοῦ ὁποίου εἴμαστε εἰκών, παρὰ τὰ στίγματα τῶν πταισμάτων ποὺ σηκώνουμε. Μέσα στὸν κοινὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ εἰκὼν λαμβάνει ζωή. Τὰ ἄνευ οὐδενὸς περιεχομένου γεγυμνωμένα ὀστᾶ τοῦ πατέρα μου, ποὺ ξεθάψαμε κατὰ τὴν ἀνακομιδή, ἐν Χριστῷ ἐνδύονται φῶς ζωῆς. Ζοῦν οἱ προσφιλεῖς ὑπάρξεις, ποὺ καμιὰ λογικὴ ἀνάλυση καὶ ψυχολογία δὲ μπορεῖ νὰ τὶς ἀναστήσει. «Ἀδελφοί, οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου