Πέμπτη, Μαρτίου 25, 2010
Εκκλησία και εθνεγερσία
Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου http://www.parembasis.gr/2008/08_03_12.htm Η Ορθόδοξη Εκκλησία με το διοικητικό της σύστημα κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, με την λατρεία της, με την διδασκαλία της και κυρίως με την ησυχαστική παράδοση που ανέδειξε τους Νεομάρτυρες, τους οποίους μπορούμε να θεωρήσουμε ως τους πραγματικούς αντιστασιακούς της εποχής εκείνης, συνετέλεσε πάρα πολύ στην διατήρηση της αυτοσυνειδησίας του Γένους και αποδείχθηκε μια μεγάλη πνευματική «βόμβα» που ανατίναξε την σκλαβιά. Άλλωστε, όλοι οι πρωτεργάτες της ελληνικής επαναστάσεως εμπνέονταν από την ορθόδοξη παράδοση και όχι από τον διαφωτισμό. Σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα ελευθερωνόταν το Γένος από την τουρκική σκλαβιά αναπτύχθηκαν διαφορετικές απόψεις. Πολλοί που έβλεπαν τα πράγματα που εκτυλίσσονταν μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μεταξύ των οποίων Ιεράρχες και Φαναριώτες, θεωρούσαν ότι η διάβρωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα γινόταν έσωθεν. Άλλωστε, την εξωτερική πολιτική και το εμπόριο των Οθωμανών το εξασκούσαν την εποχή εκείνη οι Φαναριώτες. Άλλοι, όμως, θεωρούσαν ότι η απελευθέρωση του Γένους θα γινόταν με επανάσταση των Ρωμηών, έστω και αν αυτό επέφερε ζημιές και θανάτους. Κανείς δεν μπορεί να θεωρήση ότι η πρώτη άποψη συνιστά προδοσία. Ο Καθηγητής π. Γεώργιος Μεταλληνός στο βιβλίο του με τίτλο Τουρκοκρατία αναλύει διεξοδικά το δίλημμα που επικρατούσε στους υπευθύνους κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας και ιδίως προς το τέλος της: «συνύπαρξη η ανίσταση;», και περιγράφει τις δύο αυτές τάσεις. Έτσι, την συνύπαρξη υποστήριζαν οι αντιρρητικοί η ανθενωτικοί και την αντίσταση οι ενωτικοί, που ήταν και φιλοδυτικοί. Με επιχειρήματα υποστηρίζει ότι και η λεγόμενη συνύπαρξη που «είχε και μια δυναμική διάσταση», αφού συνδέεται με «την πίστη για μια βαθμιαία υποκατάσταση των Οθωμανών στη διακυβέρνηση του κράτους και τη δημιουργία ενός "Οθωμανικού κράτους του Ελληνικού έθνους"» δεν ήταν τελείως ανεδαφική, αλλά υπήρχε μια τέτοια προοπτική. Πάντως, όταν ωρίμασαν τα πράγματα και φάνηκε ότι για την απελευθέρωση του Γένους απαιτείται επανάσταση με όπλα, τότε η Εκκλησία βοήθησε με όλες τις δυνάμεις της. Κληρικοί και μοναχοί, λαϊκοί άνδρες και γυναίκες, ακόμη και παιδιά πολέμησαν σκληρά και έχυσαν το αίμα τους «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία». Επειδή μερικοί υποστηρίζουν ότι κατά την Επανάσταση του '21 θυσιάστηκε κυρίως ο λεγόμενος «κατώτερος» Κλήρος, εννοούν τους Πρεσβυτέρους και Διακόνους, ενώ οι Αρχιερείς ήταν απρόθυμοι για την Επανάσταση, θα πρέπη να αναφερθή ότι έχει εκδοθή ένα σημαντικό βιβλίο με τίτλο Αρχιερείς και '21, γραμμένο από τον ιστορικό επιστήμονα Πέτρο Γεωργαντζή, στο οποίο βρίσκει κανείς πολύ ενδιαφέρουσες ιστορικές πληροφορίες. Η Επανάσταση ήταν, κατά τον συγγραφέα, θρησκευτική και εθνική και όχι κοινωνική, ταξική. Αυτό το τεκμηριώνει πρώτον από τις απόψεις συγχρόνων μαρξιστών, όπως διατυπώθηκαν σε επιστημονικό συμπόσιο που έγινε στο Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών της Ελλάδας τον Αύγουστο του 1981 στην Αθήνα, που σε μερικά σημεία αναθεωρούν τις θέσεις παλαιών μαρξιστών, δεύτερον από τις μαρτυρίες των δημιουργών του Εικοσιένα, τρίτον από τις διακηρύξεις των Εθνοσυνελεύσεων και τέταρτον από τις κρίσεις των συγχρόνων με την Επανάσταση ιστορικών. Σχετικά με την στάση των Αρχιερέων προ της Επαναστάσεως και κατά την Επανάσταση ο συγγραφεύς είναι πολύ αποκαλυπτικός. Με βάση ιστορικές πηγές και μαρτυρίες αποδεικνύει ότι οι Πατριάρχες και οι Αρχιερείς προέρχονταν από τα κατώτατα στρώματα του λαού και όχι από την λεγομένη «άρχουσα τάξη». Έπειτα, οι Αρχιερείς δεν ήταν οι ευνοούμενοι των Τούρκων, γιατί δεν είχαν καθόλου ελευθερία κινήσεως, δεν είχαν ελευθερία λόγου και, όπως αποδεινύεται από πολλές μαρτυρίες, η στάση των κρατούντων στα αιτήματα των Αρχιερέων ήταν σκληρή. Ακόμη, οι φόροι τους οποίους επέβαλαν οι Τούρκοι στους Αρχιερείς ήταν δυσβάστακτοι, αφού αναφέρονται περιπτώσεις, κατά τις οποίες Αρχιερείς η παρητούντο η απέθαναν από μελαγχολία, γιατί δεν μπορούσαν να εξοφλήσουν τους φόρους, που έπρεπε να αποδώσουν στους Τούρκους κατακτητές. Πέρα από αυτά ο συγγραφεύς αποδεικνύει, με βάση τις πηγές και άλλες μαρτυρίες ότι κατά τον καιρό της Επαναστάσεως σε ολόκληρο το Οθωμανικό κράτος υπήρχαν 195-200 Αρχιερείς. Από αυτούς αποδεδειγμένα οι 81 είχαν μυηθή στην Φιλική Εταιρεία, χωρίς να υπολογισθούν και οι άλλοι που τυχόν ήταν Φιλικοί, αλλά δεν έχουμε επίσημες μαρτυρίες. Επίσης αποδεικνύει ότι από τους 200 Αρχιερείς οι 73, ποσοστό 36,5%, έλαβαν ενεργό μέρος στον αγώνα «επώνυμα και αδιαμφισβήτητα», οι 42 Αρχιερείς, ποσοστό 21,0%, δοκιμάσθηκαν, φυλακίσθηκαν και βασανίσθηκαν, και οι 45 Αρχιερείς, ποσοστό 22,5%, «θυσιάσθηκαν για την ελευθερία, είτε από βασανιστήρια και θανατώσεις των Τούρκων, είτε σε πολεμικές συρράξεις». Το συνολικό ποσοστό αυτών που συμμετείχαν ενεργώς στον αγώνα ανέρχεται στο 80%. «Αν όμως ληφθή υπόψη ότι οι πλείστοι Αρχιερείς της Μ. Ασίας, της Συρίας, της Σερβίας η Βουλγαρίας, λόγω αδιαφορίας η αδυναμίας των Χριστιανών των περιοχών αυτών, δεν έλαβαν μέρος στους αγώνες, τότε το ποσοστό των αρχιερέων της Ελληνικής χερσονήσου, δηλ. από την Θράκη, την Μακεδονία και τα δυτικά παράλια της Μ. Ασίας και κάτω, είναι ασφαλώς πολύ υψηλότερο, που φθάνει οπωσδήποτε γύρω στα 90% του συνολικού αριθμού των αρχιερέων». Επειδή πολλοί κάνουν λόγο για τον λεγόμενο «αφορισμό» που εξεδόθη από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε ?ναντίον του Υψηλάντου, θα πρέπη να γίνη μια αναφορά και στο θέμα αυτό και πρέπει να επισημανθή η προσφορά του Πέτρου Γεωργαντζή, ο οποίος μελέτησε το ζήτημα από ιστορικής και κανονικής πλευράς και παρουσίασε όλες τις σημαντικές παραμέτρους σε βιβλίο του με τίτλο Ο «αφορισμός» του Αλεξάνδρου Υψηλάντου. Η μελέτη του βιβλίου αυτού οδηγεί σε τρία συμπεράσματα. Το πρώτον, ότι ο «αφορισμός» δεν ήταν αποτέλεσμα της βουλήσεως του Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε , ούτε καν των Συνοδικών Αρχιερέων, αλλά ήταν απόφαση μιας μεγάλης Κληρικολαϊκής Συνελεύσεως, που αποτελείτο από 72 εγκρίτους Ρωμηούς της Πολης, εκ των οποίων οι 49 ήταν λαϊκοί και οι 23 Κληρικοί - Αρχιερείς. Στην Κληρικολαϊκή αυτή σύναξη αποφασίσθηκε, οι μεν λαϊκοί να υποβάλλουν αναφορά αποκηρύξεως της επαναστάσεως και δήλωση υποταγής, οι δε Κληρικοί να συνθέσουν την πράξη του αφορισμού που τους ζητήθηκε από την Υψηλή Πυλη, και αυτό, βέβαια, για να καθησυχάσουν τους Τούρκους, επειδή οι συνθήκες ήταν τραγικές. Στους 49 λαϊκούς που ήταν παρόντες, συμμετείχαν ο πρώην ηγεμόνας της Βλαχίας, ο μεγάλος διερμηνέας της Πυλης, ο διερμηνέας του στόλου, όλοι οι έγκριτοι «πολιτικοί», δηλαδή «επίτροποι του κοινού», οι Έλληνες μεγαλέμποροι της Πολεως, οι αρχιτεχνίτες, οι προϊστάμενοι των συντεχνιών κλπ. Και στους 23 Κληρικούς συγκαταλέγονται 2 Πατριάρχες, και 21 Αρχιερείς. Όλοι αυτοί βρίσκονταν κάτω από ασφυκτική πίεση, ζούσαν το δράμα του Ελληνισμού της Πολης και έπρεπε να λάβουν μια απόφαση για να διασώσουν τους Ρωμηούς της Πολης από βέβαιη σφαγή. Το δεύτερο σημείο είναι ότι η Πατριαρχική Συνοδος ανέλαβε το χρέος να συντάξη ένα «αφοριστικό» κείμενο, με τρόπο όμως που να μην προκαλέση κακό στο Έθνος. Αυτό επιτεύχθηκε με πολλούς τρόπους. Κατ αρχάς, οι Πατριαρχικοί κωλυσιεργούσαν στην σύνταξη του «αφοριστικού» εγγράφου. Η κήρυξη της Επαναστάσεως έγινε από τον Υψηλάντη στο Ιασιο της Μολδαβίας την 24η Φεβρουαρίου 1821. Το πρώτο «αφοριστικό» έγγραφο έγινε μετά από ένα μήνα, ήτοι την 23 Μαρτίου 1821, και, βέβαια, έφθασε στον προορισμό του μετά από λίγες ημέρες, όταν η Επανάσταση είχε αρχίσει στην Πελοπόννησο. Έπειτα, χρειάστηκε να γίνουν δύο «αφοριστικά» έγγραφα, και αυτό ήταν μέσα στον διπλωματικό τρόπο με τον οποίον ενεργούσαν οι Πατριαρχικοί. Το πρώτο εστάλη σε όλους τους Αρχιερείς (23 Μαρτίου) και ήταν γραμμένο κατά τέτοιον τρόπο που δεν μπορεί να χαρακτηρισθή αφορισμός «εφ ?σον δεν είχε ούτε καν τις τυπικά συνηθισμένες αφοριστικές εκφράσεις», και το δεύτερο αφοριστικό εγράφη μετά από 4 ημέρες, ήτοι την 27 Μαρτίου, όταν οι Τούρκοι κατάλαβαν την πλεκτάνη και την απάτη, και το οποίο απεστάλη μόνο σε έναν Μητροπολίτη, τον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας. Με αυτόν τον τρόπο και τα δύο αυτά «αφοριστικά» κείμενα δεν εξετέλεσαν τον προορισμό τους. Το τρίτο σημείο είναι ότι οι Πατριαρχικοί Ιεράρχες πλήρωσαν πολύ ακριβά την ενέργειά τους αυτή, ακριβώς γιατί ακόμη και αυτοί οι Τούρκοι αντελήφθησαν την πλεκτάνη τους. Από τους 23 Αρχιερείς που υπέγραψαν το «αφοριστικό» κείμενο, το ένα τρίτο (1/3), συμπεριλαμβανομένου και του Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε , πλήρωσαν με την ζωη τους την «απιστία» τους προς τον Σουλτάνο, το άλλο 1/3 δοκιμάστηκε σκληρά με φυλακίσεις, εξορίες και περιορισμούς. Επίσης, πρέπει να σημειωθή ότι το 1/5 από τους Συνοδικούς Αρχιερείς έλαβε μέρος στην Επανάσταση. Ακόμη είναι σημαντικό να σημειωθή ότι το 1/3 των Συνοδικών Αρχιερέων, ενώ ήταν «πλεγμένοι στις μηχανορραφίες» της Φιλικής Εταιρείας, εν τούτοις στα «αφοριστικά» κείμενα γράφουν ότι πρώτη φορά λάμβαναν γνώση για την σύσταση και τους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας. Γενικά, η Εκκλησία με τα μέλη της, Κληρικούς και λαϊκούς, βοήθησε το Γένος τόσο κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, όσο και κατά τον αγώνα της ελευθερίας, χύνοντας ποταμηδόν το αίμα της.
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου