Κυριακή, Νοεμβρίου 17, 2013

Μεγάλου Βασιλείου. - «Καθελώ μου τας αποθήκας και μείζονας οικοδομήσω και περί πλεονεξίας»

Μη περιμένης την πείναν δια να κερδίσης χρυσόν, μήτε την κοινήν στέρησιν δια να πλουτίσης ο ίδιος. Μη γίνεσαι έμπορος των ανθρωπίνων συμφορών. Μη εκμεταλλευθής τον καιρόν της οργής του Θεού δια να αποκτήσης χρηματικήν περιουσίαν. Να μη εξερεθίσης τα τραύματα αυτών που έχουν ταλαιπωρηθή με το μαστίγιον της συμφοράς. Εσύ όμως αποβλέπεις εις το χρήμα και δεν προσβλέπεις εις τον αδελφόν. Και γνωρίζεις από μεν το νό­μισμα, το χαρακτηριστικόν χάραγμα και ξεχωρίζεις το πλαστόν από το γνήσιον, αγνοείς όμως καθ' ολοκληρίαν τον α­δελφόν σου, όταν ευρίσκεται εις την ανάγκην.
  Και το μεν καλόν χρώμα του χρυσού σε υπερευχαριστεί, δεν λογαριάζεις όμως πόσον μεγάλος είναι ο στεναγμός ιού πτωχού που σε ακολουθεί. Πως να σου κάμω γνωστά τα βάσανα του πτωχού; Εκείνος, αφού παρατηρήση τα του σπιτιού του, βλέπει ότι ούτε χρυσός υπάρχει εις αυτόν ούτε θα υπάρξη ποτέ. Τα σκεύη δε και τα ενδύματα τέτοια, που αν γίνουν κτήματα των πτωχών, όλα όλα αξίζουν ο­λίγους άβολους. Τι λοιπόν; Στρέφει λοιπόν το βλέμμα του εις τα παιδιά και σκέπτεται να τα οδηγήση εις την αγοράν, δια να εύρη άπ' εδώ παρηγορίαν του θανάτου.
Σκέψου εδώ τον αγώνα που επιβάλλεται από την ανάγκην της πείνης και από την πατρικήν στοργήν. Η μεν πείνα απειλεί τον οικτρότατον θάνατον, η δε φυσική στοργή των γο­νέων ανθίσταται και τον πείθει να πεθάνη μαζί με τα τέκνα του. Και αφού πολλάς φοράς ώρμησε και ωπισθοχώρησεν άλλας τόσας, τελικώς υπέκυψεν, εκβιασθείς από την αναγκαίαν και αμείλικτον στέρησιν. Και τι σκέπτεται ο πατέρας; Ποίον πρώτον να πωλήσω; Ποίον δε ο σιτοπώλης θα ιδή με ευχαρίστησιν; Να έλθω εις τον μεγαλύτερον; Εντρέπομαι όμως τα πρεσβεία του. Αλλά εις τον νεώτερον; Άλλ' ευσπλαγχνίζομαι την ηλικίαν του, διότι δεν ηξεύρει από συμφοράς.
Το ένα φέρει ολοκάθαρα τα χαρακτηριστικά των γονέων. Εκείνος έχει καλήν επίδοσιν εις τα μαθήματα. Αχ τι αδιέξοδον! Τι να κάμω; Με ποίον από αυτούς να συγ­κρουσθώ; Ποίαν ψυχήν θηρίου να αναλάβω; Πως να λη­σμονήσω την φύσιν μου; Εάν όλους τους κρατήσω, θα τους ιδώ όλους να εξαντλούνται από την πείναν. Εάν ένα πωλήσω, με τι μάτια θα αντικρύσω τους υπολοίπους, εις τους οποίους θα έχω γίνει κιόλας ύποπτος δι' έλλειψιν εμπιστοσύνης; Πως θα κατοικήσω εις το σπίτι αφού κατέστησα τον εαυτόν μου άτεκνον; Πως θα έλθω να καθίσω εις το τραπέζι, που θα έχη τα αγαθά από μίαν τέτοιαν αιτίαν; Και αυτός μεν προσέρχεται να πωλήση με άφθονα δάκρυα το πιο αγαπητόν από τα παιδιά, εσύ δε δεν λυγίζεις από την συμφοράν; Δεν αναλογίζεσαι την φύσιν; Η πείνα συνθλίβει τον ταλαίπωρον και συ αναβάλλεις και ειρωνεύσαι, δια να κάμης διαρκεστέραν εις αυτόν την συμφοράν; Και αυτός μεν προσ­φέρει τα σπλάγχνα του τίμημα δια τας τροφάς, το ιδικόν σου όμως χέρι όχι μόνον δεν ξηραίνεται με το να δέχεται τι­μήματα από τέτοιας συμφοράς, αλλά και αγωνίζεσαι δια το πλεόνασμα και φιλονικείς πως να λάβης περισσότερα και να δώσης ολιγώτερα, επιβαρύνων από παντού την συμ­φοράν εις τον δυστυχή.
Δεν σε μαλακώνουν ούτε τα θλιβερά δάκρυα, ούτε οι αναστεναγμοί της καρδίας, άλλ' είσαι αλύ­γιστος και σκληρός. Το κάθε τι το βλέπεις ως χρυσόν και παντού χρυσόν φαντάζεσαι. Αυτό σου έχει γίνει όνειρον όταν κοιμάσαι, και συνεχής έγνοια όταν είσαι ξύπνιος. Όπως δηλαδή αυτοί που παραφέρονται από τρέλλαν δεν βλέπουν τα πράγματα, αλλά φαντάζονται αυτά που τους υπαγορεύει το πάθος, έτσι και εις σε η ψυχή που έχει κατακυριευθή από την φιλαργυρίαν παντού χρυσόν, παντού άργυρον βλέπει. Περισσότερον ευχάριστα θα έβλεπες τον χρυσόν παρά τον ήλιον. Εύχεσαι όλα να αλλάξουν και να γίνουν χρυσός και όσον ημπορείς το εφευρίσκεις βέβαια.

 
Διότι τι δεν μηχανεύεσαι δια να αποκτήσης χρυ­σόν; Το σιτάρι σου γίνεται χρυσός, το κρασί μετατρέπεται εις χρυσόν, τα μαλλιά δια σε γίνονται χρυσός. Κάθε εμπορική δουλειά, κάθε εφεύρεσις σου αποφέρει χρυσόν. Ο ίδιος ο χρυσός αποφέρει χρυσόν με το να πολλαπλασιάζεται με τα δανείσματα. Και όμως δεν υπάρχει κορεσμός και η επι­θυμία δεν ευρίσκει τέλος. Εις τα λαίμαργα από τα παιδιά πολλάς φοράς ατσιγκούνευτα επιτρέπομεν να παραχορταίνουν από εκείνα που πολύ επιθυμούν, ώστε με τον υπερβολικόν κορεσμόν να τα κάνωμεν να σιχαθούν. Εις τον πλεονέκτην δεν συμβαίνει το ίδιον. Άλλ' όσον πιο πολλά αποκτά, τόσον περισσότερα επιθυμεί. «Εάν ο πλούτος αυξάνη, μη προσκολλάτε εις αυτόν την καρδίαν». Εσύ όμως κατέχεις τον πλούτον που όλον αυξάνει και περιφράσσεις τας διεξό­δους. Έπειτα με το να κρατήται και να λιμνάζη, τι σου δημιουργεί; Θραύει τα εμπόδια βεβαίως και τώρα που κατά τρόπον βίαιον έχει άμπαρωθή και πλημμυρίζει, κρημνίζει τας αποθήκας του πλουσίου, κατεδαφίζει τα χρηματοκι­βώτια, ωσάν να επέδραμε κάποιος εχθρός. Αλλά θα κτίση μεγαλυτέρας;
Δεν είναι φανερόν εάν δεν τας παραδώση κρημνισμένας εις τον κληρονόμου του. Διότι, πολύ πιο γρή­γορα ημπορεί να πεθάνη αυτός παρά να κτισθούν εκείναι σύμφωνα με τα σχέδια της πλεονεξίας. Άλλ' αυτός μεν έχει δια τα κακά του σχέδια ακόλουθον το τέλος, εσείς όμως, εάν με πιστεύσετε, αφού ανοίξετε όλας τα θύρας των χρηματο­κιβωτίων, θα προσφέρετε άφθονους διεξόδους εις τον πλού­του, και όπως εις μεγάλο ποτάμι που με πολυάριθμα κανάλια διοχετεύεται εις γην πολύκαρπον, έτσι και σεις να επιτρέ­πετε εις τον πλούτον να διασχίζη από διαφόρους δρόμους τα σπίτια των πτωχών. Τα πηγάδια όταν αντλούνται, δίδουν πιο άφθονον νερόν, όταν όμως εγκαταλείπωνται σα­πίζουν και στειρεύουν. Και ο πλούτος όταν στέκεται είναι άχρηστος, όταν όμως κινήται και μεταδίδεται, γίνεται και κοινωφελής και καρποφόρος. Ω πόσον μεγάλος είναι ο έπαι­νος που προέρχεται από τους ευεργετούμενους! Να μη τον καταφρόνησης. Και πόσον μεγάλος ο μισθός από τον δί­καιον κριτήν! Να μη απιστήσης εις αυτόν. Πανταχού το παράδειγμα του πλουσίου που κατηγορείται να σε συντροφεύη. Αυτός, με το να φυλάσση τα παρόντα και να αγωνιά δια τα ελπιζόμενα και με το να αγνοή, εάν θα ζήση την αυριανήν ημέραν, αμαρτάνει εκ των προτέρων σήμερον δια την αύριον. Δεν είχε προσέλθει ακόμη ο ζητιάνος και εκείνος προκαταβολικώς εφανέρωνε την αγριότητα. Δεν εμάζεψε τους καρπούς και είχε κιόλας το κατάκριμα της πλεονεξίας.

ολόκληρο εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου