του Δημήτρη Κοσμόπουλου
Αν δεν δώσεις αίμα, δεν λαβαίνεις πνεύμα - αυτό μαρτυρείται από την ασκητική παράδοση της ορθόδοξης πίστης. Ο Παπαδιαμάντης έγραψε με το αίμα του, με το αίμα του -κυριολεκτικά- πότισε τους αμάραντους λειμώνες των χλοαζόντων θαυμάτων.
Τις σελίδες του. Ξετυλίγοντας το ειλητάριο μιας αέναης προσευχής. Εκείνος με βλέμμα «τεθαμβωμένον» έβλεπε τον άνθρωπο ως μυστήριο και την κτίση ως αποκάλυψη θεϊκής αγάπης. Και οι άλλοι, οι πάσχοντες από «γραμματανθρωπισμόν που φονεύει τα ασθενή τάλαντα» και από «τον διλεταντισμόν που χαρακτηρίζει το μεγαλύτερον μέρος της τέχνης των ημερών μας» (βλ. Π. Νιρβάνας, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, περ. «Παναθήναια», Τομ. ΙΓ', 15 Οκτ. 1906) - οι άλλοι, λοιπόν, έβλεπαν έναν κουρελή. Περπάτησε σ' αυτόν τον βίο προσευχόμενος, δηλαδή αδιάπτωτα και ακαταμάχητα ερωτευμένος. Η γραφή του είναι καρπός προσευχής, όπως το σταφύλι στην άμπελο. Προσευχόμενος και, κατά κόσμον, διαρκώς ηττημένος. «[...] Με 6 χιλ. δραχμάς διετηρήθην εγώ εις τας Αθήνας επί 10 έτη, πότε νηστικός και πότε χορτάτος. Αυτή είναι η αλήθεια. [...]», γράφει στον ανησυχούντα πατέρα του, στις 15 Οκτωβρίου 1881. Εγκάθειρκτος στη σπατάλη για τον επιούσιο, άχρι πέρατος κελεύθους. Ξενιτεμένος, ανέστιος, φερέοικος και πλάνητας, όπως ο ξεπεσμένος του Δερβίσης. Ξεπεσμένος και αποτυχημένος για τα μέτρα και τα σταθμά της αθηναϊκής θορυβοποιίας. Εξόριστος και λαμπερός μέσα στην «έντιμον πενίαν» και στη συνειδητή ακτημοσύνη. Μηδέν έχων και τα πάντα κατέχων. Μ' αρέσει πολύ, παιδιόθεν, που ο Φώτης Κόντογλου ονοματίζει τον Παπαδιαμάντη Χριστιανό Δερβίση. Εξόριστος, ο ιερατικός διάκονος του κάλλους «μες στης Αθήνας τις εμορφιές». «[...] εις τον τόπον της καταδίκης -όπου από πολλού σύρω τον σταυρόν μου, μη έχων πλέον δυνάμεις να τον βαστάζω- εις την πόλιν της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών. [...]» (βλ. το διήγημα Νεκράνθεμα, δημοσιευμένο στο Ελεύθερον Βήμα, την 6η Ιουνίου 1925). Μιλώ για το αίμα της ψυχής του. (Αυτό που ο Εγγονόπουλος έλεγε «το αίμα τση καρδίας μου».) Γιατί το αίμα του κορμιού του το 'σπειρε στα γραφεία των εφημερίδων, αόκνως εργαζόμενος, μεταφράζων ειδήσεις, ρεπορτάζ, μυθιστορήματα. Με πλήρη εποπτεία της λογοτεχνίας και της σκέψης του καιρού του.
Τώρα που έρχονται σιγά σιγά στο φως οι θαμμένοι μέσα στην κίτρινη σκόνη των σελίδων από τις φυλλάδες εκείνου του καιρού, οι πολύτιμοι μαργαρίτες των λέξεών του χάρις στην κραταιά αγάπη, τη φιλολογική εμβρίθεια και το ασίγαστο μεράκι αφοσιωμένων ανθρώπων - τώρα βλέπουμε το ξόδεμά του και εισερχόμαστε στον κόπο του. Ο κόπος ετούτος κράτησε μέχρι τα τελευταία της επίγειας ζωής του έτη. Στις 2 Ιανουαρίου του 1904 γράφει στον Βλαχογιάννη, που τον πιέζει να κάνει πιο γρήγορα, στη μετάφραση της Ιστορίας του Γόρδωνος, ανάμεσα σ' άλλα: «[...] Πέντε ημέρας εδοκίμασα το σύστημα της οκταώρου εργασίας, με σκοπόν να τελειώσω γρήγορα, όπως ζητείς. (Εισήλθα τώρα εις τον Β' τόμον.) Ο λιχανός της δεξιάς μου έχει δαρμούς και πόνους, και τα δύο άλλα δάκτυλα πάσχουσι σκλήρυνσιν του δέρματος. Η μέση μου πονεί. Ωστε ξανακύλισα πίσω εις την πεντάωρον. Εδώ, και να θέλω, σχεδόν αδύνατον μου είνε να εργάζωμαι τας Κυριακάς και εορτάς. [...]». «Αδερφέ Αλέξανδρε», επιμένει ο Βλαχογιάννης, «Φίλτατε αδερφέ Ιωάννη...» απαντά ο μάρτυρας Αλέξανδρος, ευρισκόμενος στη Σκιάθο, όπου έχει επιστρέψει «εις τον τόπον της μικράς αναψυχής», με τον αδελφό του Γιώργη να «έχη πάθει τας φρένας». Ο Γεώργιος, «Δημογραμματεύς εν Πορταριά»· κι έπρεπε να εργάζεται επιπροσθέτως ο Αλέξανδρος, ώστε να συνδράμει τις αδελφές του, αλλά και την οικογένεια του Γεωργίου. Αλλά, γιατί τέτοια η εμπιστοσύνη του αθώου αμνού στον Βλαχογιάννη; Γιατί η αγάπη και η εμπιστοσύνη του στον Μαλακάση, ο οποίος με σθεναρή φωνή τον χαρακτήρισε τον «μεγαλύτερο νεοέλληνα ποιητή»; Γιατί οι συνομιλίες του με τον Δαμβέργη, τον Χατζόπουλο, τον Κονδυλάκη, τον Καρκαβίτσα; «Μες στης Αθήνας τις εμορφιές» (ρεμπέτικο) ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης με δυο «σειριές» ανθρώπων έκανε παρέα. Με τους αληθινούς δημιουργούς, που ένοιωθε ότι καταλάβαιναν. Καταλάβαιναν πως οι λέξεις του τους ανοίγουν το μυστικό μονοπάτι για να βγουν στο ξέφωτο της χαμένης ενότητας των προσώπων και των πραγμάτων - εκεί όπου παρέμενε άτρωτος και ολότμητος ο τρόπος ο οποίος κάνει το πένθος χαρά και τη χαρά δακρυόεσσα αγάπη. Ο τρόπος της συγχωρήσεως. Οι αληθινοί δημιουργοί -κι όχι ο πολτός των γραμματανθρώπων- εύρισκαν στις παραγράφους του την πνοή της λεπτότατης αύρας, η οποία σμιλεύει τον καημό και τα βάσανα σε ελεύθερη ύπαρξη. Αυτό το κάτι από την απολεσμένη αίγλη της κοινότητας και του μοιράσματος. Του δοσίματος μέσα απ' όπου ο βίος από παραίσθηση γίνεται ζωή παλλόμενη. Αυτοί οι συγγραφείς τον νοιάζονταν, με βαθύ σεβασμό και όσο μπορούσαν. Οταν πρόκειται να φύγει για τη Σκιάθο, δίνει το αποχαιρετιστήριο γεύμα στου Μπαρμπαγιάννη, στη Δεξαμενή. Ο Μαλακάσης τον ρωτάει με εταστική τρυφερότητα: «[...] Αγόρασες ρούχα και παπούτσια; -Αγόρασα Μιλτιάδη μου. Δεν ψεύδομαι εγώ. Αλλά τα πήρα παληά. Θέλεις να αμαρτήσω τώρα στα γεροντάματα;» Αυτοί κι ακόμα ο Γεράσιμος Βώκος, ο Κ.Α. Ψάχος, ο Νίκος Βέης είναι που καταγράφουν τις σχέσεις του Παπαδιαμάντη με την άλλη «σειριά» - με τους απλούς μανάβηδες, κηροπλάστες, οινοπαντοπώλες, καραγωγείς. Με αγαθούς λευΐτες, όπως ο Αγιος παπα-Νικόλας Πλανάς, στις αγρυπνίες του μικρού εκκλησιδίου, του Προφήτου Ελισαίου, στην οδόν Αρεως στο Μοναστηράκι. Εκεί ο Παπαδιαμάντης συνέψαλε με τον Μωραϊτίδη, ενόσω ο ιερουργός παπα-Νικόλας Πλανάς, στα μάτια των καθαρών τη καρδία, ίπτατο του εδάφους. «[...] Αίγλη απολύτου ευτυχίας εφώτιζε την δασύτριχα μορφή του με την σγουράν μαύρην γενειάδα και την ομόχρωμον πλουσίαν κόμην. Ητο αγνώριστος και η μορφή εκείνη η τόσω σκυθρωπή κατά τας ώρας της εργασίας εδώ εις το γραφείον, εφαιδρύνετο υπεράνω του ιεροψαλτικού αναλογίου. Εψαλλε δε ο συγγραφεύς της "Νοσταλγού" μετά ζέσεως και πάθους αληθινού [...]» (βλ. Γεράσιμος Βώκος, Αγρυπνία εις τον Αγιον Ελισαίον, εφ. «Ακρόπολις» 1894). Ομως οι «επίσημοι εκπρόσωποι» του Χριστιανισμού εκείνης της εποχής, «οι τα μαλακά φορούντες» κατά τον λόγο του Ευαγγελίου, τι έκαναν; Οπως και τώρα, όπως και πάντα, δεν έπαιρναν χαμπάρι. Μετά την κοίμησή του βεβαίως, και κατά συρροήν, προσπαθούν ανυποψίαστοι και «ουκ αναγνώσαντες» να ανεμίζουν το όνομά του, ως σημαία της εκάστοτε μορφής που λαβαίνει η «χριστιανική ιδεολογία». Ή, από κοινού με τους θεωρητικά βαρυφορτωμένους, γυρεύουν να τον τακτοποιήσουν ως υποσημείωση σε βαθυστόχαστες ερμηνευτικές εργασίες, που θεμελιώνουν θανατερές καριέρες. Αλλά πώς μπορεί να γίνει ο πόνος υπόθεση λογοτεχνικής, θρησκευτικής ή ιδεολογικής βεγγέρας; Τα ιψενικά τρίγωνα και τα φροϋδικά τετράγωνα συμπλεγμένα με τη διαστροφή της πίστης σε θεωρία δεν εξαρκούν. Ο Τσαρούχης άλλωστε είχε προειδοποιήσει ότι ο Παπαδιαμάντης «με δύο ή τρία "θρησκόληπτα" και αγράμματα γραΐδια του νησιού του, αχρηστεύει τον Φρόυντ.» Επειδή δε στον κόσμο αυτό «Το πνεύμα δεν το έχεις, το καταχτάς ή βιάζεις τη βασιλεία του», όπως έγραφε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στο εμβληματικό για τον Παπαδιαμάντη κείμενό του (περ. «Ο Ταχυδρόμος», 1961) και με το αίμα της ψυχής του αντίτιμο, ο Παπαδιαμάντης παρέμεινε διακαώς ερωτευμένος με την αληθινή ζωή. «Κράτησε τον πόνο στο σωστό του το ύψος», λέει ο Καρούζος. Κατά τούτο πραγμάτωσε την προτροπή τού Αββά Λογγίνου: «δός αίμα και λάβε πνεύμα» (βλ. Γεροντικόν, Αββάς Λογγίνος, απόφθεγμα Ε').
* Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος είναι ποιητής και δοκιμιογράφος.
Πηγή: εφημ. Ελευθεροτυπία, 29/4/2011
Τις σελίδες του. Ξετυλίγοντας το ειλητάριο μιας αέναης προσευχής. Εκείνος με βλέμμα «τεθαμβωμένον» έβλεπε τον άνθρωπο ως μυστήριο και την κτίση ως αποκάλυψη θεϊκής αγάπης. Και οι άλλοι, οι πάσχοντες από «γραμματανθρωπισμόν που φονεύει τα ασθενή τάλαντα» και από «τον διλεταντισμόν που χαρακτηρίζει το μεγαλύτερον μέρος της τέχνης των ημερών μας» (βλ. Π. Νιρβάνας, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, περ. «Παναθήναια», Τομ. ΙΓ', 15 Οκτ. 1906) - οι άλλοι, λοιπόν, έβλεπαν έναν κουρελή. Περπάτησε σ' αυτόν τον βίο προσευχόμενος, δηλαδή αδιάπτωτα και ακαταμάχητα ερωτευμένος. Η γραφή του είναι καρπός προσευχής, όπως το σταφύλι στην άμπελο. Προσευχόμενος και, κατά κόσμον, διαρκώς ηττημένος. «[...] Με 6 χιλ. δραχμάς διετηρήθην εγώ εις τας Αθήνας επί 10 έτη, πότε νηστικός και πότε χορτάτος. Αυτή είναι η αλήθεια. [...]», γράφει στον ανησυχούντα πατέρα του, στις 15 Οκτωβρίου 1881. Εγκάθειρκτος στη σπατάλη για τον επιούσιο, άχρι πέρατος κελεύθους. Ξενιτεμένος, ανέστιος, φερέοικος και πλάνητας, όπως ο ξεπεσμένος του Δερβίσης. Ξεπεσμένος και αποτυχημένος για τα μέτρα και τα σταθμά της αθηναϊκής θορυβοποιίας. Εξόριστος και λαμπερός μέσα στην «έντιμον πενίαν» και στη συνειδητή ακτημοσύνη. Μηδέν έχων και τα πάντα κατέχων. Μ' αρέσει πολύ, παιδιόθεν, που ο Φώτης Κόντογλου ονοματίζει τον Παπαδιαμάντη Χριστιανό Δερβίση. Εξόριστος, ο ιερατικός διάκονος του κάλλους «μες στης Αθήνας τις εμορφιές». «[...] εις τον τόπον της καταδίκης -όπου από πολλού σύρω τον σταυρόν μου, μη έχων πλέον δυνάμεις να τον βαστάζω- εις την πόλιν της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών. [...]» (βλ. το διήγημα Νεκράνθεμα, δημοσιευμένο στο Ελεύθερον Βήμα, την 6η Ιουνίου 1925). Μιλώ για το αίμα της ψυχής του. (Αυτό που ο Εγγονόπουλος έλεγε «το αίμα τση καρδίας μου».) Γιατί το αίμα του κορμιού του το 'σπειρε στα γραφεία των εφημερίδων, αόκνως εργαζόμενος, μεταφράζων ειδήσεις, ρεπορτάζ, μυθιστορήματα. Με πλήρη εποπτεία της λογοτεχνίας και της σκέψης του καιρού του.
Τώρα που έρχονται σιγά σιγά στο φως οι θαμμένοι μέσα στην κίτρινη σκόνη των σελίδων από τις φυλλάδες εκείνου του καιρού, οι πολύτιμοι μαργαρίτες των λέξεών του χάρις στην κραταιά αγάπη, τη φιλολογική εμβρίθεια και το ασίγαστο μεράκι αφοσιωμένων ανθρώπων - τώρα βλέπουμε το ξόδεμά του και εισερχόμαστε στον κόπο του. Ο κόπος ετούτος κράτησε μέχρι τα τελευταία της επίγειας ζωής του έτη. Στις 2 Ιανουαρίου του 1904 γράφει στον Βλαχογιάννη, που τον πιέζει να κάνει πιο γρήγορα, στη μετάφραση της Ιστορίας του Γόρδωνος, ανάμεσα σ' άλλα: «[...] Πέντε ημέρας εδοκίμασα το σύστημα της οκταώρου εργασίας, με σκοπόν να τελειώσω γρήγορα, όπως ζητείς. (Εισήλθα τώρα εις τον Β' τόμον.) Ο λιχανός της δεξιάς μου έχει δαρμούς και πόνους, και τα δύο άλλα δάκτυλα πάσχουσι σκλήρυνσιν του δέρματος. Η μέση μου πονεί. Ωστε ξανακύλισα πίσω εις την πεντάωρον. Εδώ, και να θέλω, σχεδόν αδύνατον μου είνε να εργάζωμαι τας Κυριακάς και εορτάς. [...]». «Αδερφέ Αλέξανδρε», επιμένει ο Βλαχογιάννης, «Φίλτατε αδερφέ Ιωάννη...» απαντά ο μάρτυρας Αλέξανδρος, ευρισκόμενος στη Σκιάθο, όπου έχει επιστρέψει «εις τον τόπον της μικράς αναψυχής», με τον αδελφό του Γιώργη να «έχη πάθει τας φρένας». Ο Γεώργιος, «Δημογραμματεύς εν Πορταριά»· κι έπρεπε να εργάζεται επιπροσθέτως ο Αλέξανδρος, ώστε να συνδράμει τις αδελφές του, αλλά και την οικογένεια του Γεωργίου. Αλλά, γιατί τέτοια η εμπιστοσύνη του αθώου αμνού στον Βλαχογιάννη; Γιατί η αγάπη και η εμπιστοσύνη του στον Μαλακάση, ο οποίος με σθεναρή φωνή τον χαρακτήρισε τον «μεγαλύτερο νεοέλληνα ποιητή»; Γιατί οι συνομιλίες του με τον Δαμβέργη, τον Χατζόπουλο, τον Κονδυλάκη, τον Καρκαβίτσα; «Μες στης Αθήνας τις εμορφιές» (ρεμπέτικο) ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης με δυο «σειριές» ανθρώπων έκανε παρέα. Με τους αληθινούς δημιουργούς, που ένοιωθε ότι καταλάβαιναν. Καταλάβαιναν πως οι λέξεις του τους ανοίγουν το μυστικό μονοπάτι για να βγουν στο ξέφωτο της χαμένης ενότητας των προσώπων και των πραγμάτων - εκεί όπου παρέμενε άτρωτος και ολότμητος ο τρόπος ο οποίος κάνει το πένθος χαρά και τη χαρά δακρυόεσσα αγάπη. Ο τρόπος της συγχωρήσεως. Οι αληθινοί δημιουργοί -κι όχι ο πολτός των γραμματανθρώπων- εύρισκαν στις παραγράφους του την πνοή της λεπτότατης αύρας, η οποία σμιλεύει τον καημό και τα βάσανα σε ελεύθερη ύπαρξη. Αυτό το κάτι από την απολεσμένη αίγλη της κοινότητας και του μοιράσματος. Του δοσίματος μέσα απ' όπου ο βίος από παραίσθηση γίνεται ζωή παλλόμενη. Αυτοί οι συγγραφείς τον νοιάζονταν, με βαθύ σεβασμό και όσο μπορούσαν. Οταν πρόκειται να φύγει για τη Σκιάθο, δίνει το αποχαιρετιστήριο γεύμα στου Μπαρμπαγιάννη, στη Δεξαμενή. Ο Μαλακάσης τον ρωτάει με εταστική τρυφερότητα: «[...] Αγόρασες ρούχα και παπούτσια; -Αγόρασα Μιλτιάδη μου. Δεν ψεύδομαι εγώ. Αλλά τα πήρα παληά. Θέλεις να αμαρτήσω τώρα στα γεροντάματα;» Αυτοί κι ακόμα ο Γεράσιμος Βώκος, ο Κ.Α. Ψάχος, ο Νίκος Βέης είναι που καταγράφουν τις σχέσεις του Παπαδιαμάντη με την άλλη «σειριά» - με τους απλούς μανάβηδες, κηροπλάστες, οινοπαντοπώλες, καραγωγείς. Με αγαθούς λευΐτες, όπως ο Αγιος παπα-Νικόλας Πλανάς, στις αγρυπνίες του μικρού εκκλησιδίου, του Προφήτου Ελισαίου, στην οδόν Αρεως στο Μοναστηράκι. Εκεί ο Παπαδιαμάντης συνέψαλε με τον Μωραϊτίδη, ενόσω ο ιερουργός παπα-Νικόλας Πλανάς, στα μάτια των καθαρών τη καρδία, ίπτατο του εδάφους. «[...] Αίγλη απολύτου ευτυχίας εφώτιζε την δασύτριχα μορφή του με την σγουράν μαύρην γενειάδα και την ομόχρωμον πλουσίαν κόμην. Ητο αγνώριστος και η μορφή εκείνη η τόσω σκυθρωπή κατά τας ώρας της εργασίας εδώ εις το γραφείον, εφαιδρύνετο υπεράνω του ιεροψαλτικού αναλογίου. Εψαλλε δε ο συγγραφεύς της "Νοσταλγού" μετά ζέσεως και πάθους αληθινού [...]» (βλ. Γεράσιμος Βώκος, Αγρυπνία εις τον Αγιον Ελισαίον, εφ. «Ακρόπολις» 1894). Ομως οι «επίσημοι εκπρόσωποι» του Χριστιανισμού εκείνης της εποχής, «οι τα μαλακά φορούντες» κατά τον λόγο του Ευαγγελίου, τι έκαναν; Οπως και τώρα, όπως και πάντα, δεν έπαιρναν χαμπάρι. Μετά την κοίμησή του βεβαίως, και κατά συρροήν, προσπαθούν ανυποψίαστοι και «ουκ αναγνώσαντες» να ανεμίζουν το όνομά του, ως σημαία της εκάστοτε μορφής που λαβαίνει η «χριστιανική ιδεολογία». Ή, από κοινού με τους θεωρητικά βαρυφορτωμένους, γυρεύουν να τον τακτοποιήσουν ως υποσημείωση σε βαθυστόχαστες ερμηνευτικές εργασίες, που θεμελιώνουν θανατερές καριέρες. Αλλά πώς μπορεί να γίνει ο πόνος υπόθεση λογοτεχνικής, θρησκευτικής ή ιδεολογικής βεγγέρας; Τα ιψενικά τρίγωνα και τα φροϋδικά τετράγωνα συμπλεγμένα με τη διαστροφή της πίστης σε θεωρία δεν εξαρκούν. Ο Τσαρούχης άλλωστε είχε προειδοποιήσει ότι ο Παπαδιαμάντης «με δύο ή τρία "θρησκόληπτα" και αγράμματα γραΐδια του νησιού του, αχρηστεύει τον Φρόυντ.» Επειδή δε στον κόσμο αυτό «Το πνεύμα δεν το έχεις, το καταχτάς ή βιάζεις τη βασιλεία του», όπως έγραφε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στο εμβληματικό για τον Παπαδιαμάντη κείμενό του (περ. «Ο Ταχυδρόμος», 1961) και με το αίμα της ψυχής του αντίτιμο, ο Παπαδιαμάντης παρέμεινε διακαώς ερωτευμένος με την αληθινή ζωή. «Κράτησε τον πόνο στο σωστό του το ύψος», λέει ο Καρούζος. Κατά τούτο πραγμάτωσε την προτροπή τού Αββά Λογγίνου: «δός αίμα και λάβε πνεύμα» (βλ. Γεροντικόν, Αββάς Λογγίνος, απόφθεγμα Ε').
* Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος είναι ποιητής και δοκιμιογράφος.
Πηγή: εφημ. Ελευθεροτυπία, 29/4/2011
Καταπληκτικό κείμενο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜόνο κάποιος με ανάλογη φλέβα, μπορεί να ΔΕΙ αυτά που είδε ο συγγραφέας για τον Παπαδιαμάντη, επειδή ΙΣΧΥΕΙ ΑΠΟΛΥΤΩΣ, ως νόμος πνευματικός:
"ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΤΕΧΝΙΤΗΣ, ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙΣ ΤΟΝ ΤΕΧΝΙΤΗ!"
Πάτερ Παντελεήμονα, γι αυτό το έδεσμα, ευχαριστούμε!