Παρασκευή, Δεκεμβρίου 16, 2011

π. Συμεών Κραγιόπουλος: Ομιλία περί μετανοίας (Σάββατο προ των Χριστουγέννων)


Πώς πηγαίνουμε προς τα Χριστούγεννα;

Καταρχήν ήθελα εγώ να ρωτήσω κάτι: Αισθανόμαστε όλοι τακτοποιημένοι για την εορτή των Χριστουγέννων; Αισθανόμαστε όλοι αναπαυμένοι; Πηγαίνουμε όλοι προς την εορτή -πώς να πω;- φυσιολογικά και κατά νορμάλ τρόπο ή έχουμε μέσα μας τις εκκρεμότητες, τα κρατούμενα, έχουμε μέσα μας τις ανησυχίες, έχουμε μέσα μας το άγχος, την ταραχή και την ανησυχία;

Αμα κάνει κανείς έναν περίπατο μέσα στην πόλη, στην αγορά, και δει τον κόσμο πώς τρέχουν από δω, τρέχουν από κει να προλάβουν, λέει κανείς: «Τι δυστυχισμεένοι που είναι οι άνθρωποι και πώς αυτοί οι άνθρωποι, ας πούμε, θα νιώσουν ευτυχισμένοι, έτσι όπως σκέπτονται, έτσι όπως κινούνται και έτσι όπως τα παίρνουν τα πράγματα; Τι δυστυχισμενοι που είναι!».


Πώς μπορεί κανείς να κάνει Χριστούγεννα, να τα γιορταζει δηλαδή κάθε μέρα; Όπως λέγαμε σήμερα το πρωί στη Θεία Λειτουργία, τα Χριστούγεννα δεν τα περιμένουμε μόνο, αλλά τα ζούμε κι από τώρα. Την ημέρα των Χριστουγέννων γεννήθηκε ο Χριστός. Όμως αυτό το γεγονός, ότι γεννήθηκε ο Χριστός, αγκαλιάζει όχι απλώς όλο τον χρόνο, όχι απλώς όλη τη ζωή, αλλά αγκαλιάζει και την αιωνιότητα, αγκαλιάζει τα πάντα. Επομένως, παντού είναι Χριστούγεννα και κάθε ώρα είναι Χριστούγεννα. Δεν είναι τα Χριστούγεννα απλώς εκείνη την ημέρα κατά ένα στατικό ή στεγανό τρόπο και σαν να 'ναι κάτι μαγικό: πώς να έλθει εκείνη η ημέρα, και να τρυπώσουμε εκεί μέσα και εμείς και όλα. Η ημέρα εκείνη θα είναι όπως είναι και οι άλλες ημέρες, αν δεν είμαστε έτοιμοι, όπως πρέπει να είμαστε. Και έτοιμοι είμαστε, όταν αυτά τα ίδια Χριστούγεννα που γιορτάζουμε εκείνη την ημέρα και τώρα μας επηρεάζουν και τώρα επιδρούν μέσα μας, μας ωφελούν και μας βοηθούν.

Επομένως, για να ξαναγυρίσω, τι Χριστούγεννα θα γιορτάσει κανείς, όταν, ας πούμε, δεν είναι τακτοποιημένος, όταν δεν αναπαύεται η ψυχή του στον Θεό και έχει μέσα του την αναστάτωση, την ανησυχία, το άγχος, το κενό, την απελπισία, την απόγνωση; Όλη η ζωή του ανθρώπου σ' αυτόν τον κόσμο είναι ελπίδα. Γεμίζει όλη η ύπαρξη του ανθρώπου με την ελπίδα. Άμα δεν έχει κανείς αυτή την ελπίδα, τι Χριστούγεννα θα κάνει; Αν δεν έχει κανείς αυτή την πίστη, τι Χριστούγεννα θα κάνει; Αν δεν έχει αυτό το πλήρωμα της παρουσίας του Θεού μέσα του, τι Χριστούγεννα θα κάνει;


Τι τακτοποιεί τον άνθρωπο;

Γι' αυτό λοιπόν ρωτώ και πάλι, εάν είμαστε έτοιμοι, καθώς προχωρούμε για τη γιορτή αυτή, για να μην έχουμε εκκρεμότητες. Ο άνθρωπος δεν τακτοποιείται ούτε με το να ξεχάσει - όπως προσπαθούν μερικοί απλώς να ξεχάσουν- ούτε με το να βρει διάφορες δικαιολογίες. Εκείνο το οποίο τακτοποιεί τον άνθρωπο, εκείνο το οποίο αναπαύει τον άνθρωπο, είναι η μετάνοια. να μετανοήσει κανείς ενώπιον του Θεού, να ταπεινωθεί ενώπιον του Θεού, να επιστρέψει με όλη του την καρδιά στον Θεό. Χωρίς μετάνοια δεν γίνεται.

Όπως κι αν είναι τα πράγματα στο σπίτι, να μετανοήσεις ενώπιον του Θεού, αλλά και για τη συμπεριφορά σου προς τους άλλους. Να ταπεινωθείς ενώπιον του Θεού, αλλά και ενώπιον των άλλων. Αυτό φυσικά φέρνει αγάπη προς τον Θεό και προς τους άλλους. Όπως κι αν είναι τα πράγματα, μετά τακτοποιούνται. Δημιουργείται άλλη ατμόσφαιρα, άλλη κατάσταση, και μπορούν οι άνθρωποι να κάνουν Χριστούγεννα. Αλλά μετάνοια αληθινή.

Επαναλαμβάνω, μετάνοια δεν σημαίνει να ξεχάσεις ορισμένα πράγματα. Μερικές φορές στον άλφα τόπο αισθάνεται κανείς να είναι εκτεθειμένος, ενθυμείται εκεί γεγονότα, καταστάσεις, πράγματα τα οποία τον εκθέτουν, τον ταπεινώνουν, τον στενοχωρούν και θέλει να πάει σ' άλλον τόπο, για να τακτοποιηθεί. Αυτό είναι μια φυγή. Βέβαια πρακτικά μερικές φορές αυτό καλό είναι, διότι δεν γίνεται αλλιώς, διότι δεν έχει το κουράγιο ο άνθρωπος να κάνει αλλιώς, αλλά δεν είναι αυτό θεραπεία.

Εκείνο το οποίο χρειάζεται, εκείνο το οποίο θα θεραπεύσει όντως τον άνθρωπο, είναι να μετανοήσει ενώπιον του Θεού για ό,τι έχει κάνει, για ό,τι φέρει ευθύνη. Να μετανοήσει για κάθε αμαρτία ενώπιον του Θεού και έτσι όπως είναι αυτός ο αμαρτωλός, ο πληγωμένος εαυτός του, ο εκτεθειμένος, ο εν εκκρεμότητι εαυτός του, ο οποιοσδήποτε εαυτός του να σταθεί, να 'χει το κουράγιο να σταθεί ενώπιον του Θεού. Άμα έχεις το κουράγιο να σταθείς ενώπιον του Θεού έχοντας μπροστά σου τις αμαρτίες και όντως στέκεσαι ενώπιον του Θεού, αυτό ή είναι θράσος ή είναι μετάνοια. Και φυσικά, καταλαβαίνει κανείς πότε είναι θράσος και πότε είναι μετάνοια. Αλλιώς, ο άνθρωπος κρύβει τις αμαρτίες του, κρύβει τον εαυτό του και εμφανίζεται ενώπιον του Θεού τάχα ασπροπρόσωπος. Στην περίπτωση αυτή απλώς ξεχνάει τις αμαρτίες του, απλώς, κατά την ψυχολογία, απωθεί τα βιώματα τα αμαρτωλά στο υποσυνείδητό του, στο ασυνείδητό του και εμφανίζεται ενώπιον του Θεού τάχα μετανοημένος, τάχα τακτοποιημένος, τάχα ταπεινωμένος, τάχα διορθωμένος, τάχα όπως θέλει ο Θεός. Όμως δεν είναι αυτό τακτοποίηση.

Η μετάνοια δεν είναι τόσο εύκολη, όσο νομίζουμε

Και, παρακαλώ, να προσέξουμε. Η μετάνοια δεν είναι τόσο εύκολη, όσο νομίζουμε. Και θα έλεγα, η μετάνοια είναι χάρισμα Θεού. Άμα δεν σου δώσει ο Θεός την Χάρι του να δημιουργήσει μέσα σου μετάνοια, δεν μπορείς να μετανοήσεις. Γι' αυτό και δεν πρέπει να παίζει ο άνθρωπος με το θέμα της μετανοίας.

Αναφέραμε κι άλλη φορά αυτό που λέγεται στην Αποκάλυψη: έγινε τούτο το κακό, έγινε εκείνο το κακό, καταστράφηκαν τούτα, καταστράφηκαν εκείνα, θανατώθηκαν τόσοι κλπ., «και ου μετενόησαν» οι άνθρωποι από των κακιών αυτών. Δεν μετενόησαν. Ενώ ήλθε τόσο κακό, πάλι οι άνθρωποι δεν μετενόησαν. Και το λέει αυτό πιο κάτω για δεύτερη φορά και για τρίτη φορά. Δεν είναι πολύ σίγουρο ότι ο άνθρωπος θα μετανοήσει, έστω κι αν φαίνεται ότι μετανοεί σε μια ώρα δύσκολη. Δεν είναι σίγουρη η μετάνοια αυτή που γίνεται εκβιαστικώ τω τρόπω, ας πούμε, την ώρα που ζορίζεσαι. Γίνεται σεισμός, χαλάει ο κόσμος, και τάχα μετανοείς. Ή γίνεται πόλεμος, κινδυνεύεις και τάχα μετανοείς. Ή έχεις κάτι και υποπτεύεσαι ότι θα είναι μιά κακιά ασθένεια και τάχα μετανοείς, ή κινδυνεύεις και τάχα μετανοείς. Δεν είναι καθόλου σίγουρη αυτή η μετάνοια. Τη μετάνοια, είπαμε κι άλλη φορά, δεν την έχουμε στην τσέπη, για να πούμε, «τώρα θα τη βγάλω από την τσέπη». Όπως βγάζω το μαντηλάκι, θα βγάλω από την τσέπη τη μετάνοια να μετανοήσω.

Η μετάνοια είναι χάρισμα που το δίνει ο Θεός, σ' εκείνον ο οποίος το θέλει πραγματικά. Γι' αυτό στην Παλαιά Διαθήκη λέγει ο προφήτης ότι ο Θεός φέρεται στους ανθρώπους έτσι που βλέπουν, αλλά δεν βλέπουν, που ακούν, αλλά δεν ακούν, «μήποτε, λέει, επιστρέψωσι και ιάσομαι αυτούς». Δηλαδή εγκαταλείπει ο άνθρωπος τον Θεό και μετά και ο Θεός τον εγκαταλείπει τον άνθρωπο και μένει στην αμετανοησία του και ενώ βλέπει, ενώ ακούει, δεν καταλαβαίνει, για να επιστρέψει στον Θεό εν μετανοία να τον θεραπεύσει, να τον σώσει. Είναι μεγάλο πράγμα η μετάνοια.

Γι' αυτό λέμε «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με. Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Η πράξη αυτή είναι μιά πράξη μετανοίας. Δηλαδή μετανοείς εκείνη την ώρα, όσο μπορείς εσύ, και ζητάς το έλεος του Θεού, τη συγχώρηση, αλλά συγχρόνως ζητάς και μετάνοια. Είναι σαν να ζητάς μετάνοια λέγοντας «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Εκείνος ο οποίος παραιτείται, λέει «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» και τάχα δεν μπορεί και τάχα δεν γίνεται και σταματάει, δεν έχει όρεξη για μετάνοια.


Τι πρέπει να σκεφθούμε ιδιαίτερα αυτές τις ημέρες;

Νομίζω εκείνο το οποίο πρέπει να σκεφθούμε ιδιαίτερα αυτές τις ημέρες είναι αυτό: μετάνοια. Αλλιώς, μιλάει ο Θεός, και ο άνθρωπος δεν καταλαβαίνει. Ενεργεί ο Θεός, και δεν τον πιάνει τίποτε τον άνθρωπο. Κι όταν φαίνεται ότι τάχα τον αγγίζει κι είναι δραστική, ας πούμε, η ενέργεια του Θεού, ο άνθρωπος πάλι μένει αμετάβλητος, πάλι μένει αυτό που ήταν, δεν αλλάζει. Γιατί; Διότι δεν μετανοεί βαθιά μέσα του.

Εάν δηλαδή ο Θεός ζητούσε κάτι από μας, νομίζω αυτό θα ήταν να μετανοήσουμε. Κι όταν λέει στον άγιο Ιερώνυμο, «Ιερώνυμε, δώσ' μου τις αμαρτίες σου να τις συγχωρήσω», εννοεί τη μετάνοια, γιατί την ώρα που μετανοεί ο άνθρωπος, δίνει τις αμαρτίες του στον Θεό και τις συγχωρεί. Δεν είναι όντως ένα τσουβάλι οι αμαρτίες για να τ' αδειάσουμε ούτε είναι απαρίθμηση αμαρτιών η μετάνοια. Έστω ότι πάμε να εξομολογηθούμε πρώτο, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο, δέκατο, χιλιοστό, ξέρω γω, σαν ένα τσουβάλι. Είναι κάτι βαθύτερο. Μετανοεί ο άνθρωπος σημαίνει ότι αλλάζει ριζικά.

Μην πούμε ότι δεν ξέρουμε τι είναι μετάνοια. Βέβαια δεν ξέρουμε, διότι, άμα δεν τη ζήσει κανείς τη μετάνοια, δεν ξέρει. Αλλά εν πάση περιπτώσει μια ιδέα έχουμε από άλλα πράγματα στην καθημερινή ζωή. Έκανες ένα λάθος, ας πούμε, αλλά λάθος που έγινε από πείσμα σου. Δεν μιλούμε τώρα εδώ για αμαρτία. Πεισματικά επέμενες σε κάτι, και μετά τα πράγματα δείχνουν ότι έκανες ένα λάθος και, ως άνθρωπος φιλότιμος που είσαι, το βλέπεις, κτυπάς το κεφάλι και λες: «Καλά να πάθω. Γιατί επέμενα; Γιατί έλεγα σώνει και καλά να γίνει έτσι; Γιατί είμαι αγύριστο κεφάλι; Καλά να πάθω».

Και νιώθεις μέσα σου συγκλονισμό, όχι μόνο για τις συνέπειες που έχεις από το λάθος που έγινε, αλλά και γιατί πεισματικά έκανες αυτό που έκανες. Αυτό οπωσδήποτε σημαίνει ότι παίρνεις το μάθημά σου για το μέλλον. Είναι άλλοι οι οποίοι λένε: «Ε, δεν βαριέσαι· έκανα λάθος». Αλλά εκείνος ο οποίος θα το νιώσει έτσι, μετά παίρνει το μάθημά του. Είναι αδιανόητο, ας πούμε, να κάνει πάλι το ίδιο αμέσως ή ύστερα από καιρό.

Η μετάνοια για την οποία ομιλούμε σημαίνει αλλαγή. Συνειδητοποιεί κανείς καλά καλά την όλη πονηριά του ενώπιον του Θεού, την όλη διπλοπροσωπία και διψυχία του ενώπιον του Θεού, τη θρασύτητά του, την αναίδειά του. Βάζουν κόλλα σ' ένα φόρεμα, το σιδερώνουν και γίνεται κολλαριστό, όπως λένε. Άμα φύγει η κόλλα τί είναι από κάτω; Είναι ένα σκέτο ύφασμα. Κάνουμε τούτο, κάνουμε εκείνο και κολλαρίζουμε, δεν ξέρω πως θα το λέγαμε, το είναι μας, την ψυχή μας ενώπιον του Θεού και έχουμε την αυταπάτη, την ψευδαίσθηση ότι είμαστε καλά, ότι είμαστε αυτοί που πιστεύουμε, είμαστε απ΄ αυτούς που πιστεύουν, που ελπίζουν, που μετανοούν, που τα 'χουν καλά με τον Θεό, που θα λειτουργηθούν, που θα κοινωνήσουν. Και όμως το θεριό μένει μέσα μας, το οχυρό μένει μέσα μας, η αντίδραση μένει μέσα μας. Μένει αυτή η αμαρτωλή στάση μας απέναντι στον Θεό, το ότι δεν υποτασσόμαστε στον Θεό. Να πάρουμε την απόφαση να μετανοήσουμε για την όλη μέχρι σήμερα τακτική μας, να αλλάξουμε τακτική και να αφεθούμε, να παραδοθούμε στον Θεό να μας οδηγήσει πλέον ο Θεός.

Η μετάνοια είναι Χάρις Θεού

«Ήρθες, Κύριε; Σε περιμένουμε. Ήρθες, Κύριε, γεννήθηκες, έγινες άνθρωπος πριν από δυό χιλιάδες χρόνια; Εγώ το άκουγα όλα αυτά τα χρόνια, αλλά τώρα το συναισθάνομαι, τώρα το καταλαβαίνω. Βοήθησέ με, Θεέ μου, να μη φύγω ποτέ από κοντά σου, να μην ξανασκεφθώ πάλι όλα εκείνα που σκεπτόμουν και να μην ενεργήσω πάλι όπως ενεργούσα. Να παύσω να είμαι εκείνος ο οποίος ήμουν και να είμαι αυτό που θέλεις εσύ: μετανοημένος, συντετριμμένος, αλλαγμένος. Έτσι όπως η Χάρις σου θα με κάνει». Διότι, είπαμε, η μετάνοια είναι Χάρις Θεού.

Η Χάρις του Θεού είναι που μαλακώνει την καρδιά, η Χάρις του Θεού είναι που φέρνει τον κλαυθμό, η Χάρις του Θεού είναι που φέρνει αυτή τη μετάνοια, το πένθος. Πένθος που από μιά πλευρά είναι απαρηγόρητο. Δεν μπορεί τίποτε τον άνθρωπο να τον παρηγορήσει. το μόνο που τον παρηγορεί είναι ότι θέλει ακόμη πιο πολύ να πενθήσει, θέλει ακόμη πιο πολύ να μετανοήσει και ελπίζει στον αγαθό Θεό. Όλα τ' άλλα, που τάχα θα τον παρηγορήσουν, ξέρει ότι παρεμβάλλονται, για να τον εμποδίσουν να μετανοήσει και να πενθήσει.

Αυτό, επαναλαμβάνω, το κάνει η Χάρις του Θεού. Η Χάρις του Θεού αυτό θέλει να κάνει στον κάθε άνθρωπο. Μην πει κανένας μας ότι «ε, αυτό είναι για τους λίγους». Δεν είναι. Αυτό είναι για όλους. Δεν υπάρχει κανείς που εξαιρείται. Δεν υπάρχει κανείς που σώζεται χωρίς μετάνοια και επομένως δεν υπάρχει κανείς που δεν χρειάζεται να μετανοήσει και δεν υπάρχει κανείς ο οποίος να μην είναι καταλληλος, για να πάρει την Χάρι του Θεού που θα του δώσει μετάνοια. Για όλους μας είναι η μετάνοια αυτή, αλλά είμαστε έτοιμοι να τη δεχθούμε;

Καθένας, ας πούμε, έχει τον κόσμο του, τα σχέδιά του, τη νοοτροπία του, τα προγράμματά του, αν θέλετε. Καθένας πιστεύει στον Θεό κατά το δοκούν, κατά τον δικό του τρόπο και ζει χριστιανικά κατά τον δικό του τρόπο. Δεν υποτάσσεται στην Εκκλησία, δεν υποτάσσεται στον Θεό. Σπάνιο να βρεις ψυχή η οποία είναι πλέον του Θεού. Ό,τι και να κάνει, όσα καλά κι αν κάνει, έχει και τη δική της ζωή. Ζει κατά κάποιον τρόπο κρυφά από τον Θεό. Άλλο τώρα ότι αυτό το καμουφλάρει.


Υποχείρια της αμετανοησίας

Αυτή λοιπόν είναι η ετοιμασία. Έτσι τακτοποιούνται όλες οι εκκρεμότητες και ειρηνεύει ο άνθρωπος. Μετά βλέπει ότι δεν χρειάζεται και τόσο πολύ να τρέξει. Ας φάει λίγο φτωχότερα· δεν πειράζει. δεν είναι αυτό που θα του κάνει τα Χριστούγεννα. Ας μην πολυστολισθεί το σπίτι. Ας μην προλάβουν να φτιάξουν τα κουστούμια τους και γενικά την ενδυμασία τους, όπως θέλουν. Ακόμη, κι αν για τον άλφα ή βήτα λόγο τα μέλη της οικογενείας δεν προλάβουν να μαζευτούν όλοι στο ίδιο σπίτι, στο ίδιο τραπέζι, δεν πειράζει ούτε αυτό.

Εκείνο που χωρίζει τους ανθρώπους είναι αυτό το στοιχειό που υπάρχει μέσα στον κάθε άνθρωπο, αυτό το παράσιτο που υπάρχει μέσα στον άνθρωπο. Δηλαδή η αμαρτία ή καλύτερα να πω η αμετανοησία. Γιατί απλώς η αμαρτία δεν βλάπτει τον άνθρωπο. Όχι δεν τον βλάπτει -είναι καταστροφή- αλλά δεν τον κολάζει μόνη της η αμαρτία. Η αμετανοησία κολάζει τον άνθρωπο. Ο Αδάμ δεν αμάρτησε απλώς, αλλά πήρε μαζί και την αμετανοησία. και βλέπουμε ότι κρύβεται από τον Θεό, και όταν ο Θεός εμφανίζεται, πάλι δεν μετανοεί αυτός που θυμάται πώς ήταν πριν φύγει από τον Θεό, πριν χάσει εκείνο που έχασε. Θυμάται, έχει μια πείρα. Βλέπετε, τι είναι η αμαρτία; Δεν υπάρχει μόνο αυτή καθεαυτή στον άνθρωπο, αλλά αλλάζει τον άνθρωπο και κυρίως τον κάνει να έχει αυτή την αμετανοησία, δηλαδή να μη θέλει να μετανοήσει ο άνθρωπος και δικαιολογείται από δω και από κει.

Όταν πεθάνουμε και δούμε πως είναι τα πράγματα, θα λέμε: «Τέλος πάντων, καθόλου μυαλό δεν είχαμε εμείς οι άνθρωποι; τόσο ήμασταν δούλοι της αμετανοησίας, υποχείρια αυτής της αμετανοησίας, τόσο δοσμένοι ήμασταν σ' αυτή, και μας έκαμνε ό,τι ήθελε, και φοβόμασταν να μετανοήσουμε;». Ο άνθρωπος, εδώ που τα λέμε, δεν μπορεί να μετανοήσει, άμα δεν έρθει η Χάρις. Αλλά τουλάχιστον μπορεί να κάνει αυτό: καθώς διαβάζει, καθώς ακούει για τους αγίους, καθώς βλέπει τη ζωή της Εκκλησίας, να δει ότι έτσι έχουν τα πράγματα και να πιστεύσει ότι και γι' αυτόν μπορεί να γίνει έτσι και να προσπέσει στον Θεό, ν' αρχίσει να παρακαλεί τον Θεό. Μετάνοια δεν έχει ακόμη, αλλά ν' αρχίσει να προσεύχεται, ν' αρχίσει να παρακαλεί τον Θεό, ν' αρχίσει να κραυγάζει, να φωνάζει, για να δείξει -αυτό μπορεί να το κάνει- ότι «Θεέ μου, μετάνοια θέλω. Δεν ξέρω τι είναι η μετάνοια, αλλά κατάλαβα ότι χωρίς αυτή δεν γίνεται. Αυτό είναι που ζητώ: μετάνοια να μου δώσεις». Ο Θεός δεν μπορεί να μη δώσει. Δεδομένου ότι ο Θεός αυτό θέλει να δώσει στον άνθρωπο, αυτό ήρθε να φέρει στον άνθρωπο: τη μετάνοια.


Η εντολή η οποία τα έχει όλα μέσα

Αν όλα τα μαζέψουμε και τα φτιάξουμε ένα πράγμα, τι μενει; μετάνοια. «Κύριε, ελέησον». Διότι αυτός που μετανοεί λέει «Κύριε, ελέησον». Άλλο τώρα ότι οι ψάλτες το λένε πότε έτσι, πότε έτσι. Έχει κι αυτό τη χάρη του, αλλά αλίμονο, αν αρκεσθούμε στο να πούμε το «Κύριε, ελέησον» εμμελώς. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει «Κύριε ελέησον», το λες με την καρδιά σου και το ζητάς πραγματικά; Ο Θεός όταν ακούει από σένα, από το στόμα . σου «Κύριε, ελέησον», βλέπει ότι όντως εσύ ζητάς έλεος;
Θα σας θυμήσω εδώ αυτό -το είπαμε και άλλη φορά- που λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Όταν ο Θεός έπλασε τους δυο πρώτους ανθρώπους και τους έβαλε στον Παράδεισο, τους έδωσε μία εντολή και τώρα, λέει, ο Θεός δίδει πάλι μία εντολή. Τότε ήταν η εντολή της υπακοής που τα είχε όλα μέσα. Τώρα δεν είναι απλώς η υπακοή. Υπακοή κάνει ο Χριστός που είναι αναμάρτητος. Λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ότι η μόνη εντολή τώρα είναι η μετάνοια. Αυτό εντέλλεται ο Θεός, και αυτό φθάνει. «Μετανοείτε· ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών». Και ο Κύριος στέλνει τον απόστολο Παύλο και γενικά τους Αποστόλους, για να κηρύξουν μετάνοια.

Αυτή είναι η εντολή η οποία τα έχει όλα μέσα. Αν μετανοείς, θα υπακούς κιόλας. Αν δεν μετανοείς, θα βρεις τρόπο εσύ να ξεφεύγεις. Ο αμετανόητος άνθρωπος, έτσι όπως είναι παμπόνηρος, βρίσκει τρόπο και ψευτοϋπακούει, ας πούμε, και δίνει την εντύπωση ότι πάει καλά, ενώ μετάνοια στην ψυχή του δεν υπάρχει. Μετάνοια σημαίνει αλλαγή. Αλλαγή στάσεως του ανθρώπου ενώπιον του Θεού. Η υπακοή είναι ενδεχόμενο να είναι φτιαχτή. Η μετάνοια όμως η αληθινή δεν είναι φτιαχτή, δεν μπορεί να είναι φτιαχτή. Είναι κάτι που θα το δώσει η Χάρις του Θεού. Αν δεν τη δώσει ο Θεός, δεν την έχει ο άνθρωπος. Και η μετάνοια είναι ακριβώς κίνηση προς τον Θεό. Κινείται πλέον ο άνθρωπος προς τον Θεό· πάει, πάει, πάει· συνέχεια. Ο Θεός τον ελεεί, και πιο πολύ πάει, και ακόμη πιό πολύ τον ελεεί ο Θεός.

Τώρα τα λέμε αυτά, και δεν χωράει καμιά αμφιβολία ότι, για να καθόμαστε εδώ να τ' ακούμε και να τα προσέχουμε, έχουν μιά κάποια απήχηση στην ψυχή μας. Τί συμβαίνει όμως μετά και σαν να μην έγινε τίποτε; Καταλαβαίνετε τη συμφορά μας, τη δυστυχία μας, το κακό μας το μεγάλο; Σαν να μην έγινε τίποτε, εξακολουθούμε πάλι να είμαστε ίδιοι. Διότι, αν κάπως μας πιάνουν, μας αγγίζουν, αν κάπως φθάνουν μέσα μας αυτά που λέμε, δεν μπορεί να φύγουμε, όπως ήλθαμε. Πώς το λέμε; Και άγιοι να είμαστε κάποιοι από μας εδώ -αν υποθέσουμε ότι εδώ είναι κάποιοι άγιοι- κι αυτοί ακόμη δεν θα φύγουν, όπως ήρθαν. Δεδομενου ότι -όπως άλλοτε είχαμε πει- λένε οι Πατέρες, ιδιαίτερα ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ότι η μετάνοια είναι και για τους αρχαρίους και για τους μέσους και για τους τελείους. Για όλους. Δεν εξαιρείται κανένας. Δεν έχει ξεπεράσει κανένας τη μετάνοια εντελώς και να πει φθάνει τόσο. Καταλαβαίνετε; Γιατί; Διότι η μετάνοια είναι αυτή η συνεχής επιστροφή στον Θεό. Πάει κανείς, πάει και αυτό δεν έχει τελειωμό, ενόσω είναι κανείς σ' αυτόν τον κόσμο. Τι είναι η μετάνοια; Ο προθάλαμος του Παραδείσου, λέει ο Αββάς Ισαάκ.

Να μην πούμε περισσότερα. Εύχομαι με μετάνοια να μπούμε στην εορταστική αυτή περίοδο και με μετάνοια να περάσουμε όλες αυτές τις ημέρες.

πηγη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου