Γράφει ὁ μεγάλος ρῶσσος φιλόσοφος λογοτέχνης Θεόδωρος
Ντοστογιέφσκι στό βιβλίο-ἀριστούργημά του «Ἀδελφοί
Καραμάζωφ».
Σέ ἕνα χωριό ζοῦσε μιά σεβάσμια γερόντισσα. Τήν ἐκτιμοῦσε ὅλος ὁ κόσμος. Μά πιό πολύ ἐκτιμοῦσε ἡ ἴδια τόν ἑαυτό της.
Μιά ἡμέρα, ἡ γερόντισσα αὐτή πέθανε ὅπως ὅλοι. Ἔκλεισε τά μάτια της καί «κοιμήθηκε». Μά ὅταν σέ λίγο ξύπνησε, στήν ἄλλη ζωή, διαπίστωσε (πρός μεγάλη ἀγανάκτησή της!), ὅτι εἶχε βρεθεῖ σέ μιά μεγάλη λίμνη φωτιά. Καί βλέποντας κάποια στιγμή τόν ἄγγελό της στήν ὄχθη, τοῦ φώναξε:
-Κάποιο λάθος ἔγινε! Ἐγώ, πρόσωπο σεβαστό, δέν ἔπρεπε νά βρίσκομαι ἐδῶ!
Ὁ ἄγγελος τήν συμπόνεσε. Καί φιλοτιμήθηκε νά ψάξει νά βρεῖ ἐλαφρυντικά, νά τήν βοηθήσει. Καί θυμήθηκε, ὅτι κάποτε εἶχε δώσει σέ μιά ζητιάνα ἕνα φρέσκο κρεμμύδι, πού ἔτυχε καί ὁ ἄγγελος τό εἶχε μαζί του. Κρατώντας το λοιπόν ἀπό τά φύλλα τῆς τό ἔρριξε μπροστά της.
-Πιάσε το, νά σέ τραβήξω ἔξω. (Τῆς εἶπε).
Ἐκείνη τό ἔπιασε. Καί ὁ ἄγγελος ἄρχισε νά τήν τραβάει ἔξω
ἀπό τήν λίμνη-φωτιά. Καί βλέποντάς την νά βγαίνει ἀπό τό
πῦρ τῆς κόλασης ἁρπάχτηκαν ἀπό ἐπάνω της (ἀπό τά
πόδια της, ἀπό τά χέρια της, ἀπό τά ροῦχα της), ἄλλοι
πολλοί· μέ τήν ἐλπίδα νά βγοῦν καί αὐτοί· νά σωθοῦν!
Ἀλλά ἡ σεβάσμια γερόντισσα θύμωσε ἐναντίον τους! Ἦταν
κατάσταση αὐτή; Νά κρεμαστεῖ ἡ ἀληταρία τοῦ κόσμου
ἀπάνω της;
Καί ἄρχισε νά τούς κλωτσάει μέ ἀγανάκτηση.
-Τί εἶναι ἐτοῦτο πάλι! Μέ τό δικό μου κρεμμύδι θέλουν νά
σωθοῦν ὅλοι αὐτοί;
Καί τό βλαστάρι τοῦ κρεμμυδιοῦ κόπηκε. Καί ὅλοι αὐτοί, καί
ἡ σεβάσμια γερόντισσα μαζί, ξανάπεσαν στό αἰώνιο πῦρ.
Καί τώρα μία ἐρώτηση-ἀπορία:
-Γιατί κόπηκε τό κρεμμύδι;
Ἀπάντηση:
-Γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Καί θέλει νά ἔχουμε ἀγάπη.
Ὅμως· ἡ γερόντισσα αὐτή δέν εἶχε ἀγάπη. Ἄν εἶχε
ἀγάπη, θά ἔλεγε:
-Κάμε, Θεέ μου, μέ τήν εὐσπλαγχνία Σου, πιασμένοι
ἀπό τοῦτο τό κρεμμύδι, νά βγοῦμε ὅλοι ἀπό ἐδῶ. Νά
μή μείνει ἄνθρωπος στήν κόλαση κανένας.
Γουστάρω ιστορίες!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜια στριγκλίτσα ήτο η βάβω σαν μία που ξέρω, χαχα!
Όμως ο Κύριος είναι μακρόθυμος, φίλτατε πάτερ!