Σάββατο, Μαρτίου 17, 2012

Ένας γλαφυρός θρύλος για τον Τίμιο Σταυρό





π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος


Σε κάποιο μεγάλο δάσος, πολύ ωραίο, και παρθένο μάλιστα, υπήρχαν τρία δένδρα, πούχαν ας το πούμε λίγη σκέψη, ας το πούμε έτσι.
Τα ένα λοιπόν απ’ αυτά ονειρευόταν όταν θα μεγαλώσει και θα γίνει ένας ωραιότατος κορμός, θαρχόταν οι υλοτόμοι, για να το κόψουν και να το κάμουν ένα ωραιότατο σεντούκι, ένα μπαούλο, περίτεχνο όμως, σκαλισμένο, απ’ τους καλύτερους καλλιτέχνας της εποχής, που υπήρχαν τότε στον κόσμο, και να ετοποθετείτο μέσα σ’ ένα παλάτι, όπου οι βασίλισσες και οι πριγκίπισσες θα
τοποθετούσαν τα πολύτιμα στολίδια τους, τα ολόχρυσα σκουλαρίκια ασφαλώς, τα βραχιόλια, τα δαχτυλίδια, τα περιλαίμια από διαμάντια, μαργαριτάρια, τοπάζια και τόσα άλλα.
Το δεύτερο όμως δένδρο έκανε ένα άλλο όνειρο. Ήθελε να γίνει ένα μεγαλόπρεπο καράβι με τρία μεγάλα κατάρτια, και να διασχίζει τις θάλασσες και τους ωκεανούς, αλλά να μεταφέρει όμως βασιλιάδες, πρίγκιπες και άρχοντες εκείνης της εποχής, πρωθυπουργούς όπως θα λέγαμε σήμερα και κυβερνήτας, από το ένα κράτος στο άλλο. Αυτό ήταν το όνειρό του.
Το τρίτο δένδρο δεν ήθελε να ξυλευθεί. Να το κόψουν δηλαδή. Ήθελε να γίνει πιο ψηλό, το πιο ψηλό και το πιο δυνατό δένδρο του δάσους. Να ξεπερνούσε στο ύψος λόφους και βουνά ώστε τα γύρω χωριά και οι πολιτείες ακόμα ανά τον κόσμον, να το θαυμάζουν, να το καμαρώνουν, και βλέποντας τη μεγαλοπρέπειά του να είχαν περηφάνια γι’ αυτό το ωραιότατο, ψηλότατο δένδρο.
Πέρασαν πολλά χρόνια, μεγάλωσαν τα δένδρα, ήρθαν κάποτε οι υλοτόμοι και ξύλευσαν το δάσος. Μεταξύ των άλλων των δένδρων έκοψαν και αυτά τα τρία. Κι έτσι τα πράγματα, ξετυλίχτηκαν τελείως τελείως διαφορετικά από ότι αυτά είχαν ονειρευτεί.
Το πρώτο το πήρε ένας χωρικός, και κατασκεύασε βέβαια όχι ένα μπαούλο σκαλιστό και περίφημο, αλλά μια σκάφη, μέσα στην οποία θα έβαζε το σανό, όποιος το έπαιρνε, για να τρέφονται τα ζώα. Πήρε λοιπόν τη σκάφη ότι την κατασκεύασε, και την έβαλε σ’ ένα σταύλο έξω απ’ το χωριό.
Το δεύτερο δένδρο, αντί για μεγαλόπρεπο καράβι έγινε μια ψαρόβαρκα, στην οποίαν έμπαινε μέσα ένας πατέρας με τα δυο του παιδιά, και ψάρευαν, και μάλιστα όχι σε θάλασσα, αλλά σε μια λιμνοθάλασσα.
Το τρίτο, αυτό που είχε όλο υπερηφάνεια μέσα του, το πήραν, το έκοψαν σε μεγάλα κομμάτια και το πέταξαν σε μια αποθήκη.
Δεν έκανε πλέον για τίποτα. Αυτή ήταν η κατάντια του τρίτου δένδρου.
Πέρασαν πολλά χρόνια, πολλά, πολλά, α, και αυτά απογοητευμένα από την εξέλιξη που είχαν ξέχασαν και τον ίδιο τους τον εαυτό.
Όμως κάποια μέρα στο χωριό κατέφθασε ένα γαϊδουράκι που μετέφερε πάνω του μια κοπέλα περίπου δεκαπέντε δεκαέξι ετών, έγκυο. Και το γαϊδουράκι αυτό το έσερνε ο άνδρας της. Ψάχνανε να βρούν κάπου να μείνουν γιατί πλησίαζε η ώρα για να γεννήσει και δεν εύρισκαν κατάλυμα. Τελικά, κατέληξαν σ’ αυτόν τον σταύλο. Κι εκεί μέσα στο σταύλο, ανάμεσα στα ζώα, γέννησε η κοπέλα ένα ωραιότατο αγοράκι, και πήρε το παιδάκι, το τύλιξε με ό,τι πρόχειρο είχε και το έβαλε μέσα σ’ αυτή τη σκάφη.
Η κοπέλα αυτή ήταν η Παναγία!
Και η σκάφη αυτή που όταν ήταν δένδρο ήθελε να γίνει μπαούλο για να μπαίνει ό,τι πολύτιμο υπήρχε, μέσα, δέχθηκε το πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο, το θησαυρό των θησαυρών, τον Υιόν του Θεού, και αυτό το γεγονός έγινε στο χωριό που λεγόταν τότε Βηθλεέμ, και εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι σήμερα.
Το δεύτερο δένδρο είπαμε ότι έγινε μια φτωχή βάρκα. Κι ύστερα από μερικά χρόνια, περίπου ύστερα από τριάντα, πούχαν μεγαλώσει πλέον κι είχαν γίνει άνδρες εκείνα τα παιδιά, και κει που ψάρευαν μαζί με τον πατέρα τους, βλέπουν ξαφνικά έναν άνθρωπο να ακολουθείται από ένα πλήθος ανδρών και γυναικών και παιδιών, χιλιάδες, λαοθάλασσα, και να φθάνει εκεί στην ακροποταμιά, στη λιμνοθάλασσα.
Μπήκε στη βαρκούλα και τους είπε: «Δεν πάτε λίγο πιο εκεί να μιλήσω στα πλήθη, για να φαίνομαι;» Και μίλησε στα πλήθη και τα σαγήνευσε.
Και μετά την ομιλία τους είπε: «Δεν ξανοίγεστε να πάμε στην αντίπερα όχθη, να ξεφύγομε λίγο από τα διψασμένα αυτά πλήθη των ανθρώπων που διψούν για την αλήθεια του Θεού;» Αυτοί Τον θαύμασαν.
Ποιος ήταν αυτός άραγε που μιλούσε τόσο ωραία στα πλήθη;
Σε λίγο έπεσε να κοιμηθεί γιατί ήτο πολύ κουρασμένος.
Ξαφνικά σηκώθηκε μπουρίνι και έγινε μεγάλη τρικυμία, και φοβήθηκαν μήπως βουλιάξει η βάρκα και ξύπνησαν τον ξένο, ο οποίος σηκώθηκε και διέταξε τους ανέμους και την θάλασσα την τρικυμισμένη να γαληνέψουν.
«Σιώπα, πεφίμωσο», και εγένετο γαλήνη μεγάλη. Ήταν ο Χριστός και είχε μπει στην βάρκα των υιών Ζεβεδαίου, Ιακώβου και Ιωάννου. Ο Κύριος και ο διδάσκαλος που εκήρυττε μετάνοιαν και το Ευαγγέλιο της σωτηρίας. Έτσι και το δεύτερο δένδρο αξιώθηκε όχι να μεταφέρει πρίγκιπες, αλλά τον Βασιλέα των βασιλεών, τον ίδιο τον Χριστό και τους Αποστόλους Του.
Ύστερα όμως από τρία χρόνια, κάποιος στρατιώτης με κάποιους βοηθούς, μπήκαν μέσα στην αποθήκη, άρπαξαν εκείνα τα ξύλα από το τρίτο το δένδρο, κι έκαναν ένα Σταυρό, κι εκεί πάνω, ένα άγριο πλήθος, στρατιώτες, άρχοντες και λαός, κάρφωσαν επάνω έναν άνθρωπο. Τον Θεάνθρωπο. Τον Κύριο της Δόξης.
Έτσι το δένδρο αυτό, το τρίτο, έγινε ασυγκρίτως υψηλότερο από ότι αυτό ήθελε και ονειρευότανε.
Η κορυφή του έφθασε μέχρι τον ουρανόν και όπως λένε οι μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας μας έγινε ουρανού ισοστάσιον, και όχι μόνον φαίνεται σε πόλεις και χωριά, αλλά φωτίζει και ολόκληρη την οικουμένην.
Είναι ο Σταυρός, το σημείον που θα εμφανιστεί στον ουρανό και σαν προοίμιον της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Είναι και ο σημερινός Σταυρός, στον οποίον αποδώσαμε τιμές προς Αυτόν με τους Χαιρετισμούς που απαγγείλαμε λίγο πριν.
Και είναι εκείνος που το πρωί ψάλαμε θριαμβευτικά «τον Σταυρό Σου προσκυνούμε Δέσποτα, και την Αγία Σου Ανάσταση δοξάζομεν".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου