Ἔνα -πάντα- ἐπίκαιρο ἄρθρο μέ πολλούς Ἀποδέκτες. Ἡ διαμάχη Ἐλλαδισμοῦ (Ἀθηνῶν) καί Οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας (Φαναρίου)
Τό θέμα τῆς διαμάχης μεταξύ Φαναρίου καί Ἀθηνῶν: Ἀνύπαρκτο καί σοβαρό.
Μά,
δέν εἶναι μητέρα μας ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία; Δέν βρίσκεται ἐκεῖ ἡ καρδιά
μας, ἡ δύναμι καί τό πῶς ζήσαμε μέχρι τώρα; Καί δέν βρίσκεται ἐκεῖ ἡ
ἐξασφάλισι τῆς ἐλπίδος γιά τό πῶς μποροῦμε νά ζήσωμε στήν ἐποχή τῆς
παγκοσμιοποιήσεως καί διεθνοποιήσεως;
Ἄναψε μιά μικρή φωτιά.
Περιμένεις νά σβήσῃ, ἀλλά αὐτή φουντώνει. Φαίνεται πώς εἶναι σοβαρή
ὑπόθεσι. Εἶναι ἐπικίνδυνη. Μπορεῖ νά μετατραπῇ σέ πυρκαγιά συμφορᾶς.
Βλέποντας τά πράγματα ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος θά ἤθελα (μοῦ ζήτησαν καί κάποιοι ἀδελφοί) νά ἔλεγα δυό λόγια.
Ὡς ἁγιορείτης, βρίσκεσαι σέ τόπο καί τρόπο ἀσφαλείας, ἐάν εἶσαι ἀληθινός μοναχός. Εἶσαι νεκρός καί εἶσαι ἐλεύθερος.
Ρώτησε
κάποιος μοναχός: «Γιατί, περπατώντας στήν ἔρημο, φοβᾶμαι;». Ὁ Γέροντας
τοῦ ἀπαντᾷ: «Ἀκμήν ζῆς», ἀκόμη ζῆς. «Ἐάν ἤσουν νεκρός, δέν θά φοβόσουν
τίποτε. Θά ἤσουν ἀπόλυτα ἐλεύθερος καί εὐαίσθητος. Θά ἤσουν μιά
αἴσθησι».
Ὁ σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά φτάσῃ σ᾿ αὐτή
τήν αἴσθησι, νά γίνῃ μιά αἴσθησι. Ἐάν σοῦ δοθῇ αὐτή ἡ Χάρις, τότε
κινεῖσαι ἐλεύθερα. Κυκλοφορεῖς κεκλεισμένων καί ἀνεωγμένων τῶν θυρῶν, μέ
λυμένα καί ἄλυτα τά προβλήματα.
Ἄν κάποια ἐμπειρία σέ σφράγισε·
ἐάν κάτι τέτοιο, ἔστω ἐλάχιστα, σοῦ δόθηκε· ἐάν βρῆκες τήν παρηγοριά
μετά ἀπό τήν πολλή δοκιμασία· ἐάν εἶσαι «τῆς Ἀναστάσεως τήν πεῖραν
εἰληφώς»· ἐάν πέρασες, ἔστω καί μιά φορά ἀλλά πραγματικά, διά τοῦ
θανάτου (τοῦ ἀληθινοῦ) στή ζωή· τότε μπορεῖς να ἐλπίζῃς. Μπορεῖς νά
προχωρῇς. Χρειάζεται ὅμως, ἐφ᾿ ὅσον ἀκόμη βρίσκεσαι σέ τοῦτο τόν κόσμο,
τόν μεταβαλλόμενο καί ἀλλοιούμενο, νά προχωρῇς μέ πολύ δέος καί προσοχή,
στηριζόμενος στήν ἀγάπη (πού εἶναι θυσία τῶν πάντων) καί στήν ταπείνωσι
(πού εἶναι ἀγάπη ἐξαφανίσεως), γιά νά φανερώνεται ὁ Ἅλλος, πού εἶναι
παρηγοριά ὅλων.
Μετά ἀπ᾿ ὅλα αὐτά μποροῦμε νά ρίξωμε μιά ματιά
στήν ἱστορία τοῦ Γένους μας. Νομίζω ὅτι ὁ Ἑλληνισμός ἔχει διαγράψει μιά
παρόμοια πορεία. Ἀναζήτησε. Πέρασε ἀπό δοκιμασίες πολλές. Ἔφτασε κάπου.
Βρῆκε κάτι πού δέν εἶναι τοῦ παρόντος αἰῶνος καί ταυτόχρονα τόν βοηθᾷ νά
προχωρήσῃ ξεκάθαρα καί σταθερά στόν νῦν αἰῶνα. Ὅλο αὐτό βρίσκεται μέσα
στήν Ὀρθόδοξη λειτουργική θεολογία.
Ἕλληνες. Ἕνας μικρός λαός μέ μεγάλες ἀπαιτήσεις. Ἀναζητοῦν τήν ἀλήθεια. Ἀγαποῦν τήν καλλιέπεια καί πᾶνε πέρα ἀπ᾿ αὐτή.
Ψάχνουν,
ζητοῦν σέ ὅλους τούς τομεῖς νά βροῦν τήν πρώτη αἰτία· νά βροῦν
ἀπαντήσεις στά καίρια ἐρωτήματα γιά τόν ἄνθρωπο, τόν κόσμο, τόν Θεό.
Εἶναι ἕτοιμοι νά ἀκούσουν καθετί νέο. Νά ἀσπαστοῦν τήν ἀλήθεια πού τούς
πείθει. Νά ἀπορρίψουν ὅτι δέν τούς ἀναπαύει. Ταξιδεύουν, μελετοῦν,
μαθαίνουν. Κάνουν τή μελέτη τοῦ θανάτου φιλοσοφία· τά προσωπικά τους
προβλήματα καί τίς ἱστορικές συμφορές τέχνη καί τραγῳδία.
Δέν
ἀναπαύονται στήν τέχνη (καί τήν πιό ὑψηλή) οὔτε στήν φιλοσοφία («παίδων
ἀθύρματα»). Θέλουν νά προχωρήσουν πρός κάτι τολμηρότερο καί θεϊκότερο·
πρός κάτι πού τούς σπρώχνει καί τούς προετοίμασε ἡ μέχρι τώρα πορεία,
κατάκτησι καί δίψα τους.
«Πολιτισμός τῶν Ἑλλήνων. Καμμιά λατρεία
τῆς δύναμης. Τό χρονικό ἦταν μονάχα μιά γέφυρα. Στίς ψυχικές καταστάσεις
δέν ζητοῦσαν τήν ἔντασι, ἀλλά τήν καθαρότητα» (Simone Weil).
Ἡ
συνάντησι τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέ τόν Χριστιανισμό σφράγισε τήν ἱστορία του,
ἀλλά καί τῆς ἀνθρωπότητος. Ὅταν ζήτησαν νά δοῦν τόν Χριστό Ἕλληνες, ὁ
Κύριος εἶπε: «Νῦν ἐδοξάσθη ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου».
Οἱ Ἕλληνες (ὄχι
οἱ Ρωμαῖοι, οὔτε οἱ Ἑβραῖοι) δέχονται τό μήνυμα τῆς Καινῆς Κτίσεως.
Εἶναι προετοιμασμένοι ἀπό τούς φιλοσόφους, ποιητές καί τραγικούς.
Διά
τῶν Ἑλλήνων μεταδίδεται τό μήνυμα τῆς Καινῆς Κτίσεως στόν κόσμο. Γι᾿
αὐτό ὁ π. Γεώργιος Φλωρόβσκι τολμᾷ νά διακηρύξῃ: «Τό νά εἴμαστε
Χριστιανοί σημαίνει νά εἴμαστε Ἕλληνες, μιᾶς καί ἡ Καινή Διαθήκη, τήν
ὕψιστη α᾿ύθεντία τῆς ὁποίας ἀποδεχόμαστε, εἶναι διά παντός ἕνα ἑλληνικό
βιβλίο».
Στούς ἑλληνιστικούς καί ρωμαϊκούς χρόνους, ὅταν ἡ Ρωμαϊκή
Αὐτοκρατορία ἐπεκτείνεται ὡς δύναμις, ὁ Ἑλληνισμός διεισδύει ὡς πνεῦμα.
Μετά ἀπό τούς διωγμούς καί τή μεταφορά τῆς πρωτευούσης τῆς
αὐτοκρατορίας ἀπό τήν παλαιά στή νέα Ρώμη, τό ρωμαϊκό δίκαιο ὑπάρχει ὡς
πλαίσιο καί βάσι διοικήσεως, ἡ λατινική γλῶσσα ὡς ἐπίσημη τοῦ κράτους.
Μέ τόν καιρό φυσιολογικά σβήνει ἡ λατινική. Τήν θέσι της παίρνει ἡ
ἑλληνική, ὁμιλούμενη ἀπό τόν λαό. Αὐτή γίνεται γλῶσσα τοῦ κράτους, τῆς
λατρείας, τῆς θεολογίας, τῆς λογοτεχνίας...
Ἡ αὐτοκρατορία λέγεται
ρωμαϊκή, ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τέλους. Σέ ἑλληνική ἐξελίσσεται. Τελικά
εἶναι ἡ χριστιανική αὐτοκρατορία· ἡ τοῦ χριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ξεπερνιέται ὁ παγανιστικός Ἑλληνισμός. Μένει ἡ ψυχή του καί ἡ δουλειά
του, μεταμορφωμένη. Φτάνουμε σ᾿ αὐτό πού ζητοῦσαν οἱ Ἕλληνες.
Τούς
κλασικούς φιλοσόφους διαδέχονται οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ πρῶτοι
εἶναι ὑποδείγματα στή σκέψι καί στή διανόησι. Οἱ δεύτεροι ἀναδεικνύονται
οἰκουμενικοί διδάσκαλοι, γιατί δέν προσφέρουν τό ἀποτέλεσμα τῆς
διανοητικῆς των δουλειᾶς καί ἀνησυχίας, ἀλλά τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, πού
δίδεται σέ αὐτούς πού παραδίδονται ἐξ ὁλοκλήρου στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δέν
εἶναι οἱ διανοούμενοι ἀλλά οἱ πάσχοντες τά θεῖα. Φανερώνονται ὡς μεγάλα
φῶτα πού φωτίζουν μέ ἄκτιστο φῶς τήν οἰκουμένη. Εἶναι οἱ πυρπολούμενοι
ἀπό τό ἄστεκτο πῦρ τοῦ θείου καί ἐκστατικοῦ ἔρωτος.
Ξεπερνοῦν τήν
κτίσι καί τή διανόησι. Φτάνουν στή θεία ἀνάπαυσι τῆς αἰωνίου παρακλήσεως
πού σώζει τόν ἄνθρωπο, χαρίζοντάς του τήν ἐλευθερία τοῦ μέλλοντος
αἰῶνος, ἐνῷ ζῇ στόν χῶρο καί στόν χρόνο. Εἶναι νεκροί καί ἀείζωοι. Καθ᾿
ἡμέραν ἀποθνήσκουν καί ἀνασταίνονται. «Οἱ τῆς καθ᾿ ἡμᾶς θεοσοφίας
ἀρχηγικοί καθηγεμόνες ὑπέρ ἀληθείας ἀποθνήσκουσιν πᾶσαν ἡμέραν ὡς εἰκός,
καί λόγῳ παντί καί ἔργῳ τῇ ἑνιαίᾳ τῶν χριστιανῶν ἀληθογνωσίᾳ» (Ἅγιος
Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης).
Μιά μεταμόρφωσι τοῦ παλαιοῦ κόσμου
ἱερουργεῖται. Μιά μετάβασι πραγματοποεῖται. Ἀπό τά παλαιά περνοῦμε στά
καινά. Ἀπό τά συγκεχυμένα καί βέβηλα στά συλλειτουργοῦντα καθαρῶς καί
ὁσίως. Ἀπό τίς σκοτεινές ὑποθέσεις καί ἀναζητήσεις τοῦ «ζητεῖν τόν Θεόν
εἰ ἄρα γε ψηλαφίσειαν αὐτόν» (Πράξ. 17,27) στό «νῦν πάντα πεπλήρωται
φωτός».
Προχωροῦμε ἀπό τήν φιλοσοφία στή θεολογία· ἀπό τήν
τραγῳδία στή θεία μυσταγωγία. Διαμορφώνεται ὡς θεία κεκαθαρμένη λατρεία ἡ
Θεία Λειτουργία, ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα.
Στό θαῦμα τῆς βυζαντινῆς
λατρείας καί λειτουργικῆς θεολογίας ὅλες οἱ ἑλληνικές προσπάθειες καί
κατακτήσεις στή φιλοσοφία, στή γλώσσα καί στήν τέχνη βρίσκονται
παροῦσες, ἀξιοποιημένες καί μεταμορφωμένες. Ὅλα διακρίνονται, ὑπάρχουν
μεμυημένα καί συλλειτορυγοῦντα μέσα σέ μιά γαληνιαία λάμψι ἀκτίστου
φέγγους καί κάλλους θεϊκοῦ.
Μέσα στή θεία μυσταγωγία τῆς Ὀρθοδόξου
λατρείας βρίσκεις τόν οὐρανό στή γῆ ὄχι ὡς θεατρική ἀναπαράστασι, ἀλλά
ὡς λειτουργική πραγματικότητα. Μέσα σ᾿ αὐτό τό κλῖμα βασιλεύει καί
διευθετεῖ τά πάντα ἡ ἀσύγχυτη καί ἀδιαίρετη ἕνωσι τοῦ θείου καί
ἀνθρωπίνου· δωρεά τῆς παρουσίας τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου, πού εἶναι ὁ
προσφέρων καί προσφερόμενος. Ἐδῶ ταυτίζεται ἡ ἄκρα ταπείνωσι μέ τήν
ἄφατη δόξα, ἡ θεία ἀγάπη μέ τό ἀμήχανον κάλλος, ἡ ἐλευθερία μέ τήν
ἑνότητα. Δέν ὑπάρχουν χωρισμοί. Δέν ὑπάρχει Ἰουδαῖος καί Ἕλληνας. Ὅλοι
εἶναι ἕνα ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Ἡ Θεία Λειτουργία προσφέρεται ὑπέρ τῆς
οἰκουμένης. Εἶναι τό προζύμι τῆς βασιλείας πού ζυμοῖ ὅλο τό φύραμα, ἡ
χώρα τοῦ Ἀχωρήτου πού ἀγκαλιάζει τήν οἰκουμένη, τό χωνευτήρι, ἡ χοάνη
πού δέχεται καί ἀφομοιώνει, χωνεύει καί ἀξιοποιεῖ θείως τά θετικά
στοιχεῖα κάθε πολιτισμοῦ καί νοοτροπίας.
Δέν ἀγνοεῖ τή Δύσι
(προέρχεται ἀπό αὐτήν ἡ Νέα Ρώμη). Προσλαμβάνει ὅλα τά χαρακτηριστικά
γνωρίσματα τῆς Ἀνατολῆς (τό πάθος καί τό βάθος της). Ὅλα δοκιμά´ζονται,
καθαίρονται· «ὁποῖον τό ἔργον ἐκάστου ἐστί τό πῦρ δοκιμάσει».
Ἕνας
νέος κόσμος ἀναδύεται. Εἶναι ἡ δημιουργία τοῦ νέου πολιτισμοῦ, τοῦ
σεμνοῦ καί μεγαλοπρεποῦς, τοῦ ἐρασμίου καί γαλήνιου. Ἀνέχεται ὅλους.
«Πάντα στέγει, πάντα ἐλπίζει».
Αὐτό ἐμποτίζει, ἀλλοιώνει καί
ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο ὁλόκληρο καί τή δημιουργία του. Φαίνεται στό
συνοδικό σύστημα διοικήσεως πού ἐπιβάλλεται, στό κατανυκτικό μέλος τῶν
ὕμνων πού ἀκούγεται· στήν ἱεροπρεπῆ ἔκφρασι τῶν εἰκόνων, πού φωτίζει τήν
Ἐκκλησία, στήν ἅγια ἀρχιτεκτονική τῶν ναῶν, πού δέχεται τόν ἄνθρωπο.
Ὅλα, μέ τόν λόγο καί τή σιωπή, τό ἔργο καί τό ἦθος, φανερώνουν τήν ἴδια
θεανθρώπινη πραγματικότητα.
«Ἰδού θυσία μυστική τετελειωμένη δορυφορεῖται».
Αὐτή ἡ τετελειωμένη λατρεία καί θεολογία προσφέρεται δωρεάν σέ ὅλο τόν κόσμο.
Ἡ διάδοσι τῆς Πίστεως πραγματοποιεῖται ὡς διάσωσι καί μεταμόρφωσι, ὄχι ὡς κατάκτησι καί ὑποδούλωσι, τῶν ἐκχριστιανιζομένων λαῶν.
Αὐτό
πού προσφέρει τό Ὀρθόδοξο Βυζάντιο στούς πολίτες του, εἶναι μιά χάρι
πού στόν καιρό τῆς αὐτοκρατορίας τούς κρατᾷ σεμνούς καί στήν περίοδο τῆς
δουλείας ἀγέρωχους.
Ὅταν πέφτῃ καί χάνεται ἡ αὐτοκρατορία, μένει ἡ
Μεγάλη Ἐκκλησία ὡς ἐθναρχοῦσα δύναμι τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν. Μέ τήν Ἅλωσι
τῆς Πόλεως χάνουμε τήν αἴγλη τῆς αὐτοκρατορίας καί κερδίζομε τήν εὐλογία
τῆς δοκιμασίας.
Μέσα στήν Ἐκκλησία ἀποδεικνύεται ὅτι, ὅταν χάνῃς
κάτι σημαντικό πού σέ πονᾷ, σοῦ προσφέρεται (ἄν φανῇς ἄξιος τῆς
δοκιμασίας) κάτι πιό πολύτιμο, πνευματικό καί ἀκατάλυτο, πού δέν θά τό
κέρδιζες χωρίς τήν προηγηθεῖσα ἀπώλεια.
Μέσα στίς συνθῆκες τῆς
σκλαβιᾶς πού μᾶς ἔφερε στό «ἐξαπορηθῆναι καί τοῦ ζῇν», ὑπάρχει, ὡς
δύναμι ζωῆς, ἡ πίστι. Μένει ἡ Θεία Λειτουργία, ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα, πού
παίρνει ὅλο τόν ὑπόδουλο λαό, τόν μυσταγωγεῖ καί τόν φέρνει διά τοῦ
πάθους του στό γεγονός τῆς Ἀναστάσεως· στήν ἐσωτερική βεβαιότητα ὅτι
κάτι ὑπάρχει πού δέν χάνεται· μιά παρηγοριά πού σέ συντροφεύει στή
σκλαβιά καί καταργεῖ τόν θάνατο.
Αὐτό φαίνεται καί ψηλαφεῖται στό
πῶς ὁ πιστός λαός ἔζησε στήν μακραίωνα περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας· πῶς
ἀντιστάθηκε πνευματικά καί σωματικά· πῶς ἔκλαψε, τραγούδησε τόν πόνο
του· ἔκτισε τά σπίτια καί τούς ναούς· διοργάνωσε τήν παιδεία·
ἀγωνίστηκε, θυσιάστηκε, κυοφορῶντας πάντοτε μέσα στήν καρδιά του τόν
πόθο τῆς ἐλευθερίας, τή Μεγάλη Ἰδέα. «Πάλι μέ χρόνους μέ καιρούς....».
Ἔρχεται
ἡ ἐπανάστασι. Ἐλευθερώνονται ἑλληνικές ἐπαρχίες. Δημιουργεῖται τό
ἑλληνικό κράτος. Πλησιάζει ἡ πραγμάτωσι τῆς Μεγάλης Ἰδέας. Φτάνομε σέ
ἀπόστασι ἀναπνοῆς ἀπό τήν Ἁγιά Σοφιά.
Ἀκολουθεῖ ἡ μικρασιατική
καταστροφή (μεγαλύτερη, κατά πολλούς, συμφορά ἀπό τήν πτῶσι τῆς Πόλης).
Πολλοί λένε ὅτι χάνεται ἡ Μεγάλη Ἰδέα. Δέν φαίνεται νά ὑπάρχῃ πιά ἡ
προσδοκία, ὁ ἀγῶνας γιά τήν Ἁγιά Σοφιά.
Οὐσιαστικά ὅμως δέν
χάνεται, ἀλλά λαμπρύνεται, διαστέλλεται καί ἀνυψώνεται ἡ Μεγάλη Ἰδέα. Ἄν
χανόταν μέ μι´ά ἱστορική καταστροφή, αὐτό θά σήμαινε ὅτι δέν ἦταν καί
τόσο μεγάλη, ἀλλά μικρή καί χαμένη, πρίν ἀκόμα χαθῇ. Τελικός σκοπός μας
δέν εἶναι ἡ κατάληψι ἑνός γεωγραφικοῦ τόπου, ἀλλά ἡ ἀνάληψι σ´έ ἕνα
λειτουργικό κόσμο.
Χάνομε κάτι ὑλικό, καί ἀνοίγεται μπροστά μας
κάτι διαρκῶς πιό ἅγιο καί πνευματικό. Συνεχίζεται ἡ ἐπώδυνη καί σωτήρια
πορεία. Μένει πάντοτε ἡ Θεία Λειτουργία, δηλαδή ἡ δύναμι πού ἀνιστᾷ τούς
νεκρούς καί κτίζει τήν Ἁγιά Σοφιά.
Τελικά ἡ Μεγάλη Ἰδέα τοῦ
Γένους μας ταυτίζεται μέ τή μεγάλη ἰδέα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους (καί αὐτήν
πρέπει νά ὑπηρετοῦμε), πού εἶναι ἡ σαρκωθεῖσα Ἀγάπη, ἡ θυσία γιά τόν
ἄλλον. Ἡ ζωή μας εἶναι ἕνας Γολγοθᾶς πού φέρνει στήν Ἀνάστασι. Οἱ
ἱστορικές δοκιμασίες μᾶς ἀνάγουν σέ μιά μυσταγωγία, πού φανερώνεται
ἀτελεύτητη ἄνοδος ἀπό τό σχετικό καί ἀνθρώπινο στό ἄσχετο καί
θεανθρώπινο.
Τό κεμαλικό καθεστώς πού ἀκολουθεῖ τή μικρασιατική
καταστροφή, στερούμενο καί τήν ὅποια εὐγένεια τῆς ὀθωμανικῆς θεοκρατίας,
προχωρεῖ στή φυλετική κάθαρσι μέ τή γενοκτονία τῶν μειονοτήτων.
Φτάνομε
στή σημερινή πραγματικότητα, τώρα πού ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία διαρκῶς
κενοῦται, ταπεινώνεται, ἀδυνατίζει, μένει κρεμάμενη στό σταυρό τοῦ
χρέους. Καί τά βγάζει πέρα θείως καί ἱερῶς.
Φαίνεται κατά γράμμα ἡ
ἀλήθεια τῆς ἄλλης λογικῆς, ἡ τελική δόξα τοῦ πνεύματος πού ταυτίζεται
μέ τήν ἄκρα ταπείνωσι, ἡ δύναμις πού ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. Ἔτσι,
ἀντιλαμβάνεται τόν πόνο τῶν ἀδυνάτων καί συναντιλαμβ´άνεται ταῖς
ἀσθενείαις αὐτῶν.
Εἶναι θεϊκά ἱερό καί πανάγιο ὁ πρῶτος τῇ τάξει μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν νά εἶναι ἐνδεδυμένος τή χλαμύδα τῆς ἀδυναμίας.
Καί συνεχίζεται ἡ πορεία. Πορευόμαστε. Πορεύεται ἡ ἱστορία.
Τήν
Κωνσταντινούπολι, μόλις τήν παίρνουν οἱ Τοῦρκοι, τήν ὀνομάζουν
Κωνσταντινιέ. Μέ τόν χρόνο ἀλλοιώνεται, ξεθωριάζει. Νοιώθουν ὅτι χάνεται
αὐτό πού κατέκτησαν. Ἀλλά τή θέλουν ὅπως ἦταν. Θέλουν τή ζωή πού τούς
σώζει. Καί παίρνει ἄλλο ὄνομα γι᾿ αὐτούς ἡ Πόλι, γίνεται Ἰσταμπούλ.
Γίνεται μιά νοσταλγική πορεία πρός τήν Πόλι πού χάνεται.
Καί
πορευόμαστε μαζί. Καταλαβαίνομε ὅτι ὅλοι, ὡς ἄνθρωποι, Ρωμηοί καί
Τοῦρκοι, ἐλεύθεροι καί σκλάβοι, κάτι περισσότερο προσδοκοῦμε. «Οὐκ
ἔχομεν μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν». Καί ἡ ζωή μας
γίνεται μιά πορεία πρός κάποια Πόλι.
Στήν ἱστορική μας πορεία μιά
στιγμή δέν ἀντιπαλεύομε, ἀλλά συμβαδίζομε μέ τήν Τουρκία. Μιά χρονική
στιγμή προηγούμαστε. Βρισκόμαστε στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωσι. Καί οἱ Τοῦρκοι
θέλουν νά μποῦν σ᾿ αὐτήν. Θέλουν (εἶναι ἱστορική ἀνάγκη) νά ἀπαλλαγοῦν
ἀπό κάποια κληρονομημένη βαναυσότητα· νά μποῦν σέ
ἄλλο κόσμο· νά
ἀσπαστοῦν μία διαφορετική λογική· νά ἀρχίσουν νά σέβωνται λίγο τόν
ἄνθρωπο· νά σταματήσουν νά ἐξολοθρεύουν τόσο εὔκολα καί ἀβασάνιστα τούς
ἀδύνατους.
Αὐτό εἶναι παρήγορο γιά ὅλους. Καί ὁ ἑλληνικός λαός, στό σύνολό του σχεδόν, αὐτό θέλει, εὔχεται καί προωθεῖ.
Ὅμως
κάπου ἀκούγεται μιά διαμαρτυρία παράφωνη. Μιά φωνή πού λέγει ὄχι. Καί
δέν καταλαβαίνεις ἀπό ποῦ ξεκινᾷ, ποῦ στηρίζεται καί τί ἐπιδιώκει. Καί
τήν ἐντοπίζεις κάπου πιό συγκεκριμένα.
Στήν Κρήτη γίνεται μιά
πανορθόδοξη συνάντησι. Ἡ ἀντιπροσωπεία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου
ζητᾷ ἀπό τούς συμμετέχοντες ἀντιπροσώπους νά ὑποβληθῇ μιά αἴτησι πρός
τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωσι, ὥστε στό διαμορφούμενο εὐρωπαϊκό Σύνταγμα νά
ἀναφερθῇ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὡς θεσμός πανευρωπαϊκῆς ἐμβέλειας,
τή στιγμή πού, ὡς πρώτη τῇ τάξει Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἔχει τήν εὐθύνη καί
τό διακόνημα τῆς διαιτησίας γιά τήν ἐπίλυσι τῶν Ὀρθοδόξων προβλημάτων.
Τό
αὐτονόητο καί πανορθόδοξα δεκτό ἀρνοῦνται οἱ ἀντιπροσωπεῖες δύο τοπικῶν
Ἐκκλησιῶν, τῆς Ρωσίας καί τῆς Ἑλλάδος. Κατά τήν πρόοδο τῶν συζητήσεων ἡ
θέσι τους αὐτή γίνεται ἀπόλυτα σαφής. Ὁπότε, ὁ μεγάλος ὑποχωρεῖ. Ὁ
ἀντιπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, φειδόμενος τῆς ἑνότητος τῶν
Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἀποσύρει τήν αἴτησί του.
Καί τό ἐρώτημα
εἶναι: Πῶς καί γιατί συνέβη αὐτό; Καί γιά τή μέν ρωσική ἄρνησι, τά
πράγματα μπορεῖ νά εἶναι κατανοητά, καί ἴσως ὄχι πρωτάκουστα. Γιά τήν
ἑλληνική ὅμως ἄρνησι, τά πράγματα εἶναι ἀκατανόητα καί ἀσφαλῶς
πρωτάκουστα.
Τί συμβαίνει;
Αὐτό τό Γένος πού γεννᾷ τούς
μεγάλους Πατέρες, πού ἀναδεικνύονται οἰκουμενικοί διδάσκαλοι, ὡς
φωστῆρες παγκόσμιοι, τό ἴδιο μπορεῖ (ἀρνούμενο τή Χάρι) νά γεννᾷ τήν
ἴδια ὥρα τή μεγαλύτερη προδοσία;
Σέ μιά τέτοια πτῶσι καί κατρακύλα
ὅλοι βρισκόμαστε συνένοχοι. Κανείς δέν μπορεῖ νά νίψῃ τάς χεῖρας, ὡς
ἄμοιρος εὐθύνης. Ὅλοι ὀφείλομε νά δοῦμε κατάματα τά χάλιά μας· νά
ἀρχίσωμε νά σκεφτώμαστε σοβαρά καί νά μετανοοῦμε.
Μέ μιά τέτοια
ἀλλοπρόσαλλη συμπεριφορά δέν δημιουργοῦμε προβλήματα μόνο στόν ἑαυτό μας
καί στόν τόπο μας, ἀλλά καί σέ ὁλόκληρη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τήν
οἰκουμένη. Καί δέν ἔχομε κανένα δικαίωμα νά ἀνοηταίνωμε. Εἶναι δεδομένο
τό χρέος μας καί ὁ τρόπος τῆς ἐκπληρώσεώς του. Δέν ἀνήκομε στόν ἑαυτό
μας ἀλλά σέ μιά ἱερά ἀποστολή. Καί αὐτή ὁρίζεται ἀπό τό πῶς ἔζησαν, πῶς
πολιτεύτηκαν καί τί μᾶς κληροδότησαν αὐτοί πού μᾶς γέννησαν κατά σάρκα
καί κατά πνεῦμα.
Τώρα πού βρισκόμαστε στήν ἐποχή τῆς
παγκοσμιοποιήσεως· τώρα πού τρομάζουν οἱ ἰσχυροί ἀπό τήν ἀντίδρασι τῶν
καταδυναστευομένων. Τώρα πού τήν τρομοκρατία θέλουν νά καταστείλουν (δέν
ἔχουν ἄλλο τρόπο) μέ τήν ἀπειλή τῆς ὑπεροπλίας καί τήν ἐπίδειξι τῆς
δυνάμεως, πού μόνο μεγαλύτερες ἀντιδράσεις γεννᾷ καί τυφλές ἐκρήξεις
πυροδοτεῖ. Τώρα πού γίνεται λόγος γιά τόν ἐπανευαγγελισμό τῆς Εὐρώπης...
Μόνη
δύναμη πού μπορεῖ νά βοηθήσῃ, νά ἀναζωογονήσῃ ὅλους καί νά ἐκκλησιάσῃ
τήν οἰκουμένη, δέν εἶναι ἡ ἀνθρώπινη δύναμι πού κατακυριεύει καί
κατεξουσιάζει τούς ἀδυνάτους, ἀλλά ἡ θεϊκή δύναμι τῆς θυσιαστηρίου
Ἀγάπης. Εἶναι ἡ λογική καί ἡ συμπεριφορά τοῦ Ἑνός πού προσφέρεται θυσία
γιά νά σωθοῦν οἱ ἀδελφοί Του, δηλαδή οἱ πάντες, ἀκόμη καί αὐτοί (ἤ πρό
παντός αὐτοί) πού Τόν μισοῦν, Τόν φτύνουν καί Τόν σταυρώνουν. Αὐτή εἶναι
ἡ μόνη λογική (ἡ ἀνατροπή τῆς παραλόγου λογικῆς μας). Εἶναι ἡ θεϊκή
καταλλαγή τῆς ἀγάπης. Αὐτήν ὅλοι τήν δέχονται, τήν κατανοοῦν, καί αὐτή
νικᾷ γιά χάρι ὅλων μας. Καί μεῖς, ὡς ἀδύνατοι, δέν ἔχομε τίποτε ἄλλο
λειτουργικά νά προσφέρωμε, ἔξω ἀπό αὐτή τήν ἐλάχιστη δύναμι, πού νικᾷ
τόν θάνατο διά τοῦ θανάτου.
- Ἡ βυζαντινή αὐτοκρατορία ἀποδεικνύει
ὅτι «ὁ χριστιανικός Ἑλληνισμός, ὁ μεταμορφωθείς διά τῆς ἐπιφανείας τοῦ
Λόγου καί τῆς ἐλεύσεως τοῦ Πνεύματος, εἶναι πλέον ἐξ ὁλοκήρου γεγονός
τῆς ἱστορίας» (π. Γ.Φλωρόβσκι). Αὐτός γέννησε τόν ἱερό πολιτισμό μας μέ
τή θεανθρώπινη χάρι.
- Ἡ πτῶσι τῆς Πόλεως φανερώνει τή ζῶσα καί ἐθναρχοῦσα δύναμι τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας.
-
Ἡ μικρασιατική καταστροφή δείχνει ὅτι, καί ἄν χάνεται ἡ Μικρασία, ὅμως
δέν χάνεται, ἀλλά θάλλει καί λάμπει ἡ χάρι καί ἡ δύναμι τῆς Θείας
Λειτουργίας· δηλαδή ἡ μεγάλη ἰδέα καί προσδοκία τῆς ἀνθρωπότητος: Πάλι
μέ χρόνους, μέ καιρούς... νά κερδίσωμε ὅλοι. Νά νικήσῃ ἡ Ἀγάπη καί ἡ
ἀδελφοσύνη. Νά ἔλθῃ ἐπί γῆς εἰρήνη.
Γιά ὅλα αὐτά κάποιο μήνυμα ἔρχεται ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί τήν Πόλι.
Ἕνα
αἰῶνα πρίν πέσῃ ἡ Πόλι, ὁ ἁγιορείτης Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς,
ἀνακεφαλαιώνοντας τή θεολογία καί εὐσέβεια τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας,
ξεκαθαρίζει τίς σχέσεις μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, μεταξύ Ὀρθοδοξίας
καί ἑτεροδοξίας. Σύμφωνα μέ τήν παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ἐμπειρία
τοῦ Ἁγίου, πνευματική ζωή εἶναι ἡ διά Χάριτος ἀλλοίωσι, μεταμόρφωσι καί
θέωσι τοῦ ἀνθρώπου ψυχοσωματικά. Δέν εἶναι ἡ ἁπλῆ διανοητική ἐνασχόλησι
μέ θεωρητικά καί θεολογικά θέματα.
Αὐτή ἡ θέσι εἶναι σήμερα
κατανοητή καί ἀπό πολλούς Δυτικούς, πού ὑφιστάμενοι τήν πνευματική
ἀφυδάτωσι καί καχεξία -συνέπεια τοῦ σχολαστικισμοῦ-ζητοῦν βοήθεια ἀπό
τήν Ἀνατολή, ἀκόμη καί ἀπό τήν Ἄπω Ἀνατολή.
Ταυτόχρονα, ἡ εὐσέβεια
τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι πιό κατανοητή ἀπό τή μουσουλμανική
νοοτροπία πού γεννήθηκε καί ἀναπτύχθηκε στόν χῶρο τῆς Ἀνατολῆς.
Τό
Ἅγιον Ὄρος, ὡς τέκνο καί γέννημα τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἔχει τή
συγγένεια πνεύματος καί τή συνεχῆ σχέσι (καθορισμένη ἀπό τήν Παράδοσι)
μέ τήν Μητέρα Ἐκκλησία, πού τοῦ χαρίζει τήν ἀντοχή τῆς ἐπιβιώσεως καί
ἀνανεώσεως.
Ὅταν πέφτῃ ἡ αὐτοκρατορία, τό Ἅγιον Ὄρος ἐπιζῇ, ὡς
ψυχή καί εἰκόνα τῆς αὐτοκρατορίας-μεταίχμιο ἱστορίας καί αἰωνιότητος-
ὅπου οἱ μοναχοί τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν συνεχίζουν «παλαμικῶς» τή ζωή καί τήν
ἄσκησί τους. Σήμερα, μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἀναβιώνει (ἐνῷ πολλοί τό
εἶχαν διαγράψει) τρεφόμενο ἀπό τό πανάρχαιο καί ἀγέραστο πνεῦμα τῆς
λειτουργικῆς ζωῆς καί συνοδικότητος πού κληρονόμησε ἀπό τή Μητέρα
Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Στή σημερινή Πόλι τῶν πολλῶν
ἑκατομμυρίων νοιώθεις νά δεσπόζῃ καί νά ἐπιβάλλεται διαρκῶς ἡ παρουσία
τῆς Ἁγιά Σοφιᾶς, πού, μέ μιά οὐράνια εὐρυχωρία κατανοήσεως -ξένη ἀπό τήν
ταραχή μικρῶν ἐπιδιώξεων-, ἱερουργεῖ τό μυστήριο τῆς σωτηρίας πάντων.
Καί
ὅλα τά τζαμιά, προσπαθῶντας εἴτε νά τήν ξεπεράσουν σέ μέγεθος, εἴτε νά
τήν μιμηθοῦν σέ χάρι, δείχνουν ὅτι σέ καμμιά περίπτωσι δέν μένουν
ἀδιάφορα μπροστά σ᾿ αὐτή τήν ἀνερμήνευτη μεγαλοπρέπεια τοῦ θεϊκοῦ Κάλους
τῆς ταπεινώσεως.
Καί ἡ Ἁγία Σοφιά μένει σιωπηλή. Δέν ἐνοχλεῖται. Δέν ἐνοχλεῖ. Μόνο φωτίζει, παρηγορεῖ, ἀνέχεται καί περιμένει.
Ἴσως δέν θά ἦταν ἄσχημο ἐάν οἱ σημερινοί Νεοέλληνες μπορούσαμε -γιά τό καλό ὅλων- νά ἀκούγαμε τή φωνή τῆς Ἁγιά Σοφιᾶς.
Ἀρχιμ. Βασιλείου Γοντικάκη προηγουμένου τῆς Ἰ.Μ. τῶν Ἰβήρων.
αναρτήθηκε στο Facebook από Argyris Sfikas
Πότε γράφτηκε αυτό το κείμενο;
ΑπάντησηΔιαγραφήΔηλ. το επεισόδιο στην πανορθόδοξο σύνοδο με το Οικ. Πατριαρχείο έγινε πρόσφατα ή στο παρελθόν;
Είναι παλιό. Όμως το ανακάλυψα μόλις και θαρρώ πώς είναι κατατοπιστικό στο θέμα: τί τρέχει με μας τους Έλληνες
ΑπάντησηΔιαγραφή