Τρίτη, Μαΐου 03, 2016

Ειδύλλιον Πρωτομαγιάς.

Στην σημερινή ξηρασία της κυνικής πορνογραφίας, του ευτελισμού του προσώπου και της σπανιότητας του ανεπιτήδευτου φυσικού παρθενικού κάλλους, αντίδοτο και βάλσαμο τα λόγια του Μεγάλου Αισθητικού και Αγίου των Γραμμάτων Παπαδιαμάντη. Προσέξτε τον ωραίο ερωτισμό πού κρύβει αυτή η περιγραφή.Πώς αγγίζει το υπέρκαλλον της αγνότητας χωρίς να δίνει χώρο στο παρανάλωμα φαντασιακών αισθήσεων. Μια δόξα του Πλάστη με λόγο ερωτικό. Και αν σας φαίνεται σόλοικο πού ένας παπάς καταγίνεται με τέτοια θέματα, ας όψεται ο Δημιουργός και Ζωγράφος των Ανθέων. Ανθρωπίνων και χλοϊκών.Ξεχασμένο ήθος. Ξεχασμένα εγκώμια της αγνής ομορφιάς πού τόσο έχει κακοποιηθεί και από τον τύρρανο ηδονισμό της αμαρτίας και από τον στείρο ανέραστο πουριτανισμό μας.. Από το διήγημα Θέρος-Ερως(1891).

Σήμερον ὅμως, ἐπειδὴ ἦτο ἑλληνικὴ ἑορτή, ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀνθοῦς, ἡ πομπὴ συνωδεύετο καὶ ἀπὸ τὴν μεγάλην κόρην τῆς κυρίας της, τὴν περικαλλῆ Ματήν. Τούτου ἕνεκα, ἡ γραῖα ἀνέλαβεν ἐνώπιον ταύτης τὴν ἡμιαληθῆ ἐκείνην σοβαρότητα, τὴν ὁποίαν ὅλαι αἱ γραῖαι ὑπηρέτριαι ὁπλίζονται ἐνώπιον τῶν νεαρῶν θυγατέρων τῶν δεσποινῶν των. Δὲν ἐπέτρεπε πλέον εἰς τὰ παιδία νὰ πιάνωνται ἀπὸ τὰ φουστάνια της νὰ τὰ τραβοῦν, ἀδιακόπως τὰ ἐμάλωνε, κ᾽ ἐκεῖνα ἔτρεχαν ἄλλα ἐμπρός, ἄλλα εἰς τὰ πλάγια, χωρὶς νὰ δίδωσι προσοχὴν εἰς τὰς φωνάς της.
Ἡ Ματὴ ἐβάδιζε δεξιόθεν παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς γραίας, ὑψηλή, εὐσταλής, καλλίζωνος. Εἶχε ξενικὰ διευθετημένην τὴν κόμην της, ἔμενε πάντοτε ἀσκεπὴς οἴκοι. Μόνον τὴν πρωίαν ἐκείνην, ἐπειδὴ ἐπήγαινεν εἰς τὴν ἐξοχήν, ἐφόρει λεπτὸν λευκὸν μανδήλιον περὶ τοὺς κροτάφους καὶ τὸ ἰνίον, τόσον βραχὺ καὶ τόσον ἐντέχνως διπλωμένον, ὥστε ἦτο ὡς νὰ μὴν τὸ ἐφόρει, καὶ ἡ πλουσία ξανθὴ κόμη της ἐφαίνετο σχεδὸν ὅλη, μέχρι τῆς ὀσφύος κατερχομένη εἰς δύο παχείας πλεξίδας, ὡς σταλακτίτας χρυσοῦς, καὶ ὁ λαιμός της ἦτο ὁρατὸς ὅλος κάτω τοῦ βρόχθου εἰς τὸν λάκκον τῆς σφαγῆς καὶ μέχρι τῆς ρίζης τῶν ὠμοπλατῶν.
Ἐφόρει μικρὰν πόλκαν κανελόχρουν καὶ λευκὸν μεσοφούστανον πολὺ κοντὸν διὰ τὸ ἀνάστημά της. Ἀλλὰ φαίνεται ὅτι ἡ μήτηρ ὑπελόγισε πολὺ κακῶς διὰ τὴν μέλλουσαν ἀνάπτυξιν τῆς κόρης, καὶ ὅσον ἐκείνη τῆς ἔκαμνε κοντὰ φορέματα, τόσον ἡ νέα ηὔξανε καὶ ἐπέτα ἀνάστημα ἀποτόμως. Ἦτο ἤδη δεκαεπταέτις, κ᾽ ἐφαίνετο νὰ εἶναι εἴκοσιν ἐτῶν, ἐν ὑπερακμῇ ρώμης καὶ καλλονῆς, ὁμοία μὲ τὴν Πρωτομαγιάν, τὸ κορύφωμα τοῦτο τῆς ἀνοίξεως, τὴν ἑτοίμην νὰ παραδώσῃ τὰ σκῆπτρα εἰς τὸ ἀδυσώπητον καὶ δρεπανοφόρον θέρος-ἔρος.
Μόλις ἐξῆλθον τῆς πολίχνης, καὶ ἡ κόρη ἔβγαλε τὴν πόλκαν της, εἰποῦσα ὅτι αἰσθάνεται ζέστην, κ᾽ ἔμεινεν μόνον μὲ τὸ μεσοφούστανον, μὲ τὸ ὁλοβρόχινον* ὑποκάμισον καὶ μὲ τὴν λευκὴν βαμβακερὴν φανέλαν. Τότε ἀνεδείχθη ἐξαισιώτερον τὸ ραδινὸν τῆς μέσης, ἡ χάρις τοῦ ἀναστήματος καὶ τὸ γλαφυρὸν τῶν κόλπων της. Ὑπὸ τὴν λεπτὴν φανέλαν, ὅπου ἐφαίνοντο ἀνατέλλουσαι αἱ σάρκες της, θὰ ἔλεγέ τις ὅτι εἶχεν ἀποταμιευμένα νεοδρεπῆ, δροσερὰ ὠχρόλευκα κρίνα, μὲ φλεβιζούσας ἀποχρώσεις λευκοῦ ρόδου. Ἡ κόμη ἐπέστεφε τὸ μέτωπόν της ὡς ἐρυθραινόμενον νέφος μὴ ἐπαρκοῦν νὰ συστείλῃ τὴν αἴγλην τοῦ φωτός, καὶ αἱ ὀφρύες συστελλόμεναι ἐσκίαζον τοὺς βαθεῖς γλαυκοὺς ὀφθαλμούς της ὡς λευκὴ ὁμίχλη ἐπιπολάζουσα τὴν πρωίαν ἐπὶ τοῦ ἀνταυγάζοντος αἰγιαλοῦ, καὶ τὰ χείλη μὲ τὴν ψίθυρον φωνὴν ἐφαίνοντο μορμυρίζοντα: φίλησέ με!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου