Τετάρτη, Μαΐου 31, 2017

Η μελαγχολία τών Παλαιολόγων-Φώτη Κόντογλου


Αποτέλεσμα εικόνας για περιβλεπτος,μυστρας παλαιολογος ,κοντογλου
 Τὸν καιρὸ ποὺ δούλευα στὸν Μυστρᾶ, τύχαινε πολλὲς φορὲς νὰ βρεθῶ μοναχὸς μέσα στὴν Περίβλεπτο. Τ᾿ ἀπόγεμα ἡ ἐκκλησία σκοτείνιαζε κι ἀγρίευε. Ἀπὸ πάνου ἀπὸ τὴν σκαλωσιὰ ἄκουγα πατήματα.
 «Κανένα φάντασμα θὰ περπατᾷ», συλλογιζόμουνα, καὶ γύριζα τὸ κεφάλι μου πάντα κατὰ τὸ μέρος ποὺ στεκόντανε ζωγραφισμένοι οἱ στρατιῶτες καὶ οἱ πολεμάρχοι. Στεκόντανε στὴ σειρὰ ἕνα γῦρο, λίγο ψηλότερα ἀπὸ τὸ χῶμα, οἱ περισσότεροι μὲ βγαλμένα μάτια, τρυπημένοι στὸ στῆθος, πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς κομματιασμένοι ἀπὸ τὶς σπαθιές. Σὲ πολλὰ κεφάλια εἶχε ἀπομείνει γερὸ ἕνα μάτι μοναχά, μὰ κεῖνο τὸ μάτι ἔβλεπε σὰν δέκα ζωντανά.Μνήσθητί μου, Κύριε! Χρόνια πέρασα μέσα σὲ κείνη τὴν ἐκκλησιά, καὶ μ᾿ ὅλα τοῦτα ἀνατρίχιαζα, σύγκρυο μὲ διαπερνοῦσε. Κεῖνοι οἱ χορταριασμένοι τοῖχοι ἤτανε ζωντανοί, καρδιὲς χτυπούσανε, νεῦρα τανυζόντανε, σπαθιά, σαργίτες, ταρκάσια, σκουτάρια τρίζανε ἀπάνω στὰ κορμιά. «Καὶ ἰδού, σεισμὸς καὶ προσήγαγε τὰ ὀστᾶ, ἑκάτερον πρὸς τὴν ἁρμονίαν αὐτοῦ. Καὶ εἶδον· καὶ ἰδοὺ ἐπ᾿ αὐτὰ νεῦρα καὶ σάρκες ἐφύοντο, καὶ ἀνέβαινεν ἐπ᾿ αὐτὰ δέρμα ἐπάνω. Καὶ εἰσῆλθεν εἰς αὐτὰ τὸ πνεῦμα καὶ ἔζησαν καὶ ἔστησαν ἐπὶ τῶν ποδῶν αὐτῶν, συναγωγὴ πολλὴ σφόδρα».

  Ἐτοῦτοι εἶναι οἱ τελευταῖοι στρατιῶτες τοῦ Παλαιολόγου, τότε ποὺ ἤρτανε καὶ πιάσανε γιὰ μετερίζι τῆς ἀπελιπισίας τὸ φημισμένο βουνὸ τοῦ Ταϋγέτου, σιμὰ στὴν ἀρχαία Σπάρτη. Ἀνεμοδαρμένο ἀπάνου στὸν βράχο, μαραζωμένο, τὰ μάτια τους μελανιασμένα καὶ λαμπερὰ ἀπὸ τὴν θέρμη, ἀπὸ τὴν ἀγρύπνια καὶ τὴν ἀγωνία. Ἀνατολῖτες, στρατολογημένοι ἀπὸ τὰ μέρη τῆς Σηλύβριας, τῆς Μαύρης Θάλασσας, τὴν Ἀγχίαλο, τὴν Καβάρνα, κι ἄλλοι ντόπιοι ἀπ᾿ τὸν Δρόγγο τῶν Σκορτῶν, τὸ Σάλαβρο, τὸ Βοίτουλο, τὴ Μάνη, τὴ Γρεμπενή, τὸν Ἀϊτὸ κ.ἀ., αἵματα παλιά. Δὲν εἶναι στρατιῶτες βαριοί, μὲ κορμιὰ δυνατά. Τὰ χέρια τους καὶ τὰ ποδάρια τους εἶναι κοκκαλιασμένα, τὰ κορμιὰ λιγνά, περπατᾶνε ἐλαφρὰ σὰν φαντάσματα, πολεμιστὲς ἑνὸς βασιλείου ποὺ δὲν εἶναι τούτου τοῦ κόσμου. «Θεία παρεμβολή, θεηγόροι ὁπλῖται παρατάξεως Κυρίου». Σὰν τὸν ἀφέντη τους τὸν Κωνσταντῖνο, ξέρουνε τὸ κακὸ τὸ ριζικό τους.

Αποτέλεσμα εικόνας για περιβλεπτος,μυστρας παλαιολογος ,κοντογλου
Κι οἱ ἄλλοι οἱ σύντροφοί τους εἶναι παραπονεμένοι, μὰ τοῦτος εἶναι πολὺ θλιμμένος, φαρμάκι στάζει ἀπὸ τὸ στόμα του. Στέκεται σὰν πουλὶ ἀναφτερουγιασμένο. Στό ῾να χέρι του βαστᾷ ἀλαφρὰ τὸ δοξάρι καὶ τ᾿ ἄλλο τ᾿ ἀκουμπᾷ ἀπάνω στὸ σπαθί. Ἀπὸ τὸ λαιμό του εἶναι κρεμασμένη ἡ περικεφαλαία πίσ᾿ ἀπὸ τὴν ὡραία κεφαλή του, στὸν ἕναν ὦμο του ἔχει ριγμένο τὸ ταρκάσι μὲ τὶς σαγίτες καὶ στὸν ἄλλον ὦμο τὸ σκουτάρι του.
Ὧρες καθόμουνα καὶ κουβέντιαζα μαζί του σὲ μιὰ γλῶσσα ποὺ δὲ χρειάζεται μηδὲ στόμα γιὰ νὰ τὴ πεῖ, μηδὲ ἀφτί, γιὰ νὰ τὴν ἀκούσει. Τὸν ἄκουγα ποὺ μοῦ μιλοῦσε ἀπὸ τὸν ἄλλο κόσμο, σὰν τ᾿ ἀγέρι ποὺ φυσᾷ ἀπάνου στ᾿ ἄγρια χορτάρια πού ῾ναι φυτρωμένα σὲ κάστρο ρημαγμένο, μὰ καταλάβαινα καθαρὰ τί μοῦ ῾λεγε.
 Τοῦτος ὁ στρατιώτης δὲν εἶναι κανένας ἄντρας δυνατός, μὲ κορμὶ ἀντρειωμένο, χεροδύναμος καὶ φοβερός. Τὸ κορμί του εἶναι ἀλαφρὸ καὶ λυγερό, τὰ ποδάρια του ψιλὰ καὶ μακριὰ σὰν τοῦ ζαρκαδιοῦ. Κεῖνα τὰ δάχτυλα τῶν χεριῶν του εἶναι ἴδια κοντύλια ψιλοπελεκημένα, ἴδια ἁγιοκέρια, κι ἀπορεῖς πῶς κρατᾶνε ἄρματα. Τὸ κεφάλι του γέρνει στὸν ὦμο του σὰν τοῦ Χριστοῦ. Τέτοιο κεφάλι ποιὸ πινέλο νὰ τὸ ζωγράφισε! Ζωγράφος εἶμαι κι ἐγώ, κι ὅμως ἀπορῶ γιὰ τὴν τόση τέχνη. Ἀπὸ ποιὸ μέρος ᾖρθε τοῦτο τὸ χέρι, ποὺ κράτησε τὸ πινέλο, γιὰ νὰ τυπώσει αὐτὰ τὰ πικραμένα μάτια, αὐτὸ τὸ πηγοῦνι, αὐτὸ τὸ στόμα, αὐτὰ τὰ μαλλιά! 
Τί μυστήριο κρύβεται μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν καθρέφτη π᾿ ἀντιφεγγίζει τὶς χαρὲς ἑνὸς ἄλλου κόσμου! Καὶ τί εὐτυχία γιὰ μᾶς, νὰ φτάξει ἴσαμε τὰ χρόνια μας ἕνα τέτοιο δῶρο ἐξαίσιο! Πρόσωπο γλυκομελάχρινο, ψημένο ἀπὸ τὸν ἥλιο τῆς Ἀνατολῆς, στὰ μέρη ποὺ πολεμοῦσε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τὰ μισοσφαλισμένα μάτια του βγαίνει μία ἀντιφεγγιὰ γλυκιά, ἤρεμη καὶ θλιμμένη.

Σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο δὲν βρέθηκε, μηδὲ θὰ βρεθεῖ τέχνη ὅμοια μὲ τῆς Ἀνατολῆς, νὰ δίνει τέτοιο πάθος καὶ τέτοιο γλυκὸ παράπονο στὰ πλάσματά της. Ὅποιος ἔχει καρδιὰ θερμή, ἐκεῖνος θὰ μὲ καταλάβει. Καμιὰ τέχνη δὲ μεταχειρίστηκε τόσο ἁπλὰ μέσα καὶ καμιὰ τέχνη δὲν ἔπιασε τέτοια πράματα. Ἀπὸ κοντά, τὰ μάτια εἶναι δυὸ πινελιές, μιὰ μαύρη καὶ μίαν ἄσπρη, ἡ μύτη εἶναι καμωμένη μὲ δυὸ ἐλαφρὲς γραμμές! Δὲν εἶναι λοιπὸν μεγάλο μυστήριο; Τί θέλουνε νὰ ποῦνε αὐτοὶ ποὺ μιλᾶνε γιὰ φυσικὰ καὶ γιὰ ἀνατομίες καὶ γιὰ ἐπιστῆμες καὶ γιὰ ὀφθαλμολογίες καὶ τέτοια; Ἐδῶ δὲν ὑπάρχει μηδὲ φυσικό, μηδὲ ἀφύσικο, μηδὲ τίποτα. Ἐδῶ ὑπάρχει αὐτὸ τὸ ἀνεξερεύνητο μυστήριο, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ πιάσει μηδὲ ὁ σοφὸς Σολομῶντας, μὲ λόγια, μὲ σκολειὰ καὶ μὲ φιλοσοφίες. «Δώρημα τέλειον ἄνωθεν καταβαῖνον ἐκ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων». Φλόγα ἄπιαστη, ἀκατανόητη πνοή!

Αποτέλεσμα εικόνας για περιβλεπτος,μυστρας παλαιολογος ,κοντογλου
Ἡ τέχνη τῆς ἀνατολικῆς χριστιανοσύνης εἶναι καθαρὴ θροφὴ γιὰ τὸ πνεῦμα καὶ χαρὰ γιὰ τὰ μάτια. Τὸ ἰδεῶδες της Ἀνατολῆς ἀπέχει ἀπὸ τὸ ἰδεῶδες τῆς Δύσης ὅσο κι ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὴ γῆ. Μὲ τὸ πάθος ἡ Ἀνατολὴ πέτυχε τὸ ἐξωτικὸ ἀποτέλεσμα ποὺ ζητᾷ τὸ πνεῦμα σὰν ἐλάφι διψασμένο. Ἡ Δύση ἔκανε ἀνάμεσα στὰ ἔθνη ἐκεῖνα ὅπως ὁ Προμηθέας, καὶ πῆγε τὸ φῶς σ᾿ ἐκείνους ποὺ ζούσανε στὸ σκοτάδι. Πῆγε καὶ κούρνιασε στὴν ἀϊτοφωλιά, στὸ Τολέδο, Ἀνατολίτης ντερβίσης, κήρυκας τῆς ἐγκράτειας στὴν τέχνη τῆς ζωγραφικῆς, βαριεστισμένος ἀπὸ τὰ πανηγύρια τῆς Βενετιᾶς. Ὅπως ἤτανε κατατρεγμένοι οἱ Βυζαντινοὶ ποὺ σκαλώνανε στὰ βράχια τοῦ Μυστρᾶ, ἔτσι κι ὁ Θεοτοκόπουλος πῆγε καὶ φώλιασε στὸ Τολέδο.


Ἐλθέ τό φῶς τό ἀληθινόν, ἐλθέ ἡ αἰώνιος ζωή,
ἐλθέ τό ἀποκεκρυμμένον μυστήριον, ἐλθέ ὁ ἀκατονόμαστος θησαυρός,
ἐλθέ τό ἀνεκφώνητον πρᾶγμα, ἐλθέ τό ἀκατανόητον πρόσωπον,
ἐλθέ ἡ ἀΐδιος ἀγαλλίασις, ἐλθέ τό ἀνέσπερον φῶς,
ἐλθέ πάντων τῶν μελλόντων σωθῆναι ἡ ἀληθινή προσδοκία,
ἐλθέ τῶν κειμένων ἡ ἔγερσις, ἐλθέ τῶν νεκρῶν ἡ ἀνάστασις,
ἐλθέ ὁ δυνατός, ὁ πάντα ἀεί ποιῶν
καί μεταποιῶν καί ἀλλοιῶν μόνῳ τῷ βούλεσθαι!
Ἐλθέ ὁ ἀόρατος καί ἀναφής πάντῃ ἀψηλάφητος,
ἐλθέ ὁ ἀεί μένων ἀμετακίνητος
καί καθ᾿ ὥραν ὅλος μετακινούμενος
καί ἐρχόμενος πρός ἡμᾶς τούς ἐν τῷ ᾅδη κειμένους,
ὁ ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν,
ἐλθέ τό περιπόθητον ὄνομα καί θρυλούμενον,
λαληθῆναι δέ παρ᾿ ἡμῶν, ὅπερ εἷς,
ἤ γνωσθῆναι, ὁποῖος ἤ ποταπός, ὅλως ἡμῖν ἀνεπίδεκτον.
Ἐλθέ ἡ αἰώνιος χαρά, ἐλθέ τό στέφος τό ἀμαράντινον,
ἐλθέ ἡ πορφύρα τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί βασιλέως ἡμῶν,
ἐλθέ ἡ ζώνη ἡ κρυσταλλοειδής καί διάλιθος,
ἐλθέ τό ὑπόδημα τό ἀπρόσιτον,
ἐλθέ ἡ βασίλειος ἁλουργίς καί αὐτοκρατορική ὄντως δεξιά!
Ἐλθέ, ὅν ἐπόθησε καί ποθεῖ ἡ ταλαίπωρός μου ψυχή,
ἐλθέ ὁ μόνος πρός μόνον, ὅτι μόνος εἰμί, καθάπερ ὁρᾷς!
Ἐλθέ ὁ χωρίσας ἐκ πάντων
καί ποιήσας με μόνον ἐπί τῆς γῆς,
ἐλθέ ὁ γενόμενος πόθος αὐτός ἐν ἐμοί
καί ποθεῖν σε ποιήσας με, τόν ἀπρόσιτον παντελῶς!
Ἐλθέ ἡ πνοή μου καί ἡ ζωή,
ἐλθέ ἡ παραμυθία τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς,
ἐλθέ ἡ χαρά καί ἡ δόξα καί ἡ διηνεκής μου τρυφή!


ευχή μυστική του αγίου Συμεών

Τρίτη, Μαΐου 30, 2017

Η ποινικοποίηση των συναισθημάτων και η επισειόμενη τιμωρία

( επ ευκαιρία των πολιτικών μας καταστάσεων...)

Ποινικοποίηση συναισθημάτων.Νέα ήθη αστυνόμευσης. Κάθε μέρα να πιέζεσαι σε ένα auto de fe πολιτικής ορθότητας και αφοσίωσης στο καθεστώς τους. Προς Θεού όχι απέχθειες και αποστασιοποιήσεις. Kινδυνεύει η τάξη, η ευνομία, σε έναν αγγελικά πλασμένο κόσμο.Αγάπα τους βιαστές σου με το ζόρι.Η δικτατορία του καλού ανθρώπου!Εδώ ρε ανερμάτιστοι κουφιοκεφαλάκηδες ο ίδιος ο Χριστός δεν θέλει να με κρίνει για την όποια ατέλεια και Κακία μου και θα με κρίνετε εσείς, ω αναμάρτητοι!

Η άθεη εποχή μας κράτησε όμως όλο το μεσαιωνικό δυτικό μοντέλο του δυνάστη Θεού. Από δω τα πρόβατα από κει τα ερίφια, στην μέση ο δικαστής και παντού η Κόλαση. Να είστε όλοι φρόνιμοι γιατί ο μεγάλος αδελφός περιβάλλεται την ηθική και έρχεται να σας τιμωρήσει. Εμείς με ορθόδοξο το ήθος, μαθημένοι στην αγάπη και την διακριτικότητα ενός Θεού ανάμεσα μας, θεολογούμε τα περί παραδείσου και κολάσεως με τα παρακάτω λόγια του αββά Ισαάκ. Και επειδή είμαστε και μεγαλωμένοι στην Εκκλησία με αγάπη, επεκτείνουμε αυτόν τον χαϊνισμό της άκρατης εν Χριστω ελευθερίας και αγάπης και στην πολιτική εγκόσμια ζωή μας και ακόμα και στην κόλαση βλέπουμε την αγάπη του Θεού πού δεν εισπράττεται από αυτούς πού δεν θέλουν να την εισπράξουν.Καμιά ποινικολογία!Απόλυτος σεβασμός στον άνθρωπο!
«Εγώ δε λέγω, ότι οι εν τη γεέννη κολαζόμενοι τη μάστιγι της αγάπης μαστίζονται. Και τι πικρόν και σφοδρόν το της αγάπης κολαστήριον;»


από αναρτήσεις μας στο Fb

Δευτέρα, Μαΐου 29, 2017

Εἰς μνήμην-Ἀκύλας Μήλλας


Ἀπόβραδο θλιβερὸ στὴν πλέον ἀπόμερη ἐκείνη ἄκρα τοῦ Βυζαντίου, πάνω ἀπὸ τὶς συνοικίες τῆς πύλης τῆς Γυρολίμνης, τῆς Παναγίας τῆς Σούδας καὶ τοῦ Παλατιοῦ τῶν Βλαχερνῶν. Στενό, ὑγρὸ καλντερίμι ἀναρριχᾶται παράλληλα μὲ τὶς σκιὲς τῶν γκρεμισμένων πύργων πρὸς τὴν καστρόπορτα τοῦ Πολυανδρίου, πύλη διπλὴ ὅπου, κατὰ τὸν Φραντζῆ: «...μετὰ τὴν εἰσροὴν τῶν Τούρκων διὰ τῆς Κερκόπορτας, τοσαύτη ἔγινεν συρροὴ (...) ὥστε τὰ πτώματα τῶν πιπτόντων φίλων καὶ ἐχθρῶν κατέφραξαν τὰς πύλας». Ὁ δρόμος κατηφορίζει μετὰ πρὸς τὴν κοιλάδα τοῦ Λύκου ποταμοῦ, προσπερνώντας τὰ Ἀρματίου τὴν ἐκ παραφθορᾶς μετέπειτα ἐνορία Σαρμασικιουγιᾶ νὰ συνεχίσει ἀνάμεσα σὲ σκοῦρα πορφυρόχρωμα χαλάσματα πρὸς τὸν τραγικὸ λόφο τοῦ Πέμπτου.
Τότε ἀκόμα ἔξω ἀπὸ τὰ χερσαῖα Θεοδοσιανὰ τείχη ἡ ἀπέραντη Θρακικὴ πεδιάδα ἁπλωνόταν καταπράσινη, γυμνὴ ἀπὸ κτίσματα, καὶ μόνο ἐκεῖ, ἀπέναντι στὴν πύλη τοῦ Ἁγίου Ῥωμανοῦ Τόπκαπι, πύλη τοῦ κανονιοῦ ὅπως τὴν ὀνόμασαν οἱ Τοῦρκοι μία συστοιχία αἰωνόβιων κυπαρισσιῶν δήλωνε τὴ θέση ὁποὺ ὁ πορθητὴς εἶχε στήσει τὴ σκηνή του, τσαντίρι θεόρατο περιχαρακωμένο μὲ σανίδες καὶ τάφρο, ἔχοντας τριγύρω του τοὺς ἐμπειρότερους τοξότες καὶ ἐπίλεκτους ὑπερασπιστὲς τῆς σουλτανικῆς αὐλῆς. Δεξιά του εἶχαν ἐγκατασταθεῖ οἱ πολυάνθρωπες ὀρδὲς τῆς Ἀνατολῆς καί, ἀριστερά, οἱ στρατιὲς τῆς Εὐρώπης. Φωτιὲς τὴν νύχτα ἄναβαν πέρα ἀπὸ τὴν Καμηλογέφυρα, στὰ ὑψώματα τοῦ Πικριδίου καὶ τοῦ Γαλατᾶ ὅπου στρατοπέδευε ὁ κηδεστὴς τοῦ σουλτάνου Ζαγανὸς πασᾶς. Δώδεκα σπιθαμές, λένε, μετροῦσε ἡ περίμετρος τῆς κάθε πετρόσφαιρας ποὺ ἐξακόντιζε τὸ γιγαντιαῖο ἐκεῖνο κανόνι ποὺ εἶχε κατασκευάσει ὁ Οὔγγρος Ὀρβανός!
Καὶ οἱ Θεοδοσιανοὶ πύργοι κατηφόριζαν πρὸς τὴν Προποντίδα, ὁδεύοντας μέσα στὶς ὁμίχλες τῶν περασμένων, σημαδεμένοι αἰῶνες τώρα μὲ ἀνάγλυφους θυρεούς, σταυροὺς πλινθόκτιστους, ὑπολείμματα ἐπιγραφῶν καὶ ἐπικλήσεων: «Νικᾷ ἡ τύχη τῶν σκηπτούχων Λέοντος καὶ Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης τῆς εὐσεβεστάτης Αὐγούστης», «Πύργος Ῥωμανοῦ τοῦ Φιλοχρίστου Δεσπότου», «Μιχαὴλ καὶ Θεοφίλου μεγάλων Βασιλέων», «Πύργος Ἰωάννου ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστοῦ Βασιλέως καὶ Αὐτοκράτορος τοῦ Παλαιολόγου», «Χριστὲ ὁ Θεὸς ἀτάραχον καὶ ἀπολέμητον φύλαττε τὴν Πόλιν σου, νίκας δωρούμενος τοῖς βασιλεῦσιν ὑμῶν...». Καὶ συνέχιζε νὰ ἑλίσσεται πρὸς τὴν Προποντίδα τὸ ἐρειπωμένο τεῖχος, αὐτὸ ποὺ ἀγκάλιαζε παλιὰ μὲ γρανιτένια μπράτσα τὴ Θεοφύλαχτη Πόλη καὶ ποὺ τώρα Ἀλβανοὶ μπαχτσεβαναῖοι καλλιεργοῦσαν τὰ κηπευτικὰ καὶ τὰ μαρούλια τους στὴν πλατιά του ξεραμένη τάφρο.
Θλιβερὸ τὸ ἀπόβραδο τῆς εἰκοστῆς ἐνάτης Μαΐου -ἡμερομηνία ὁρόσημο στὴν πορεία τῆς Ρωμιοσύνης ἀλλὰ καὶ ὅλου τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου· κι ἀναρωτιέμαι πόσοι τάχα ἀπέμειναν νὰ θυμοῦνται πῶς χρόνια πρίν, στὴν ἀπόμακρη ἐκείνη ρηγιώνα τοῦ Βυζαντίου, κάθε χρόνο, κάθε τέτοια μέρα ποὺ οἱ κυρίαρχοι πανηγύριζαν τὴν ἐπέτειο τῆς Ἁλώσεως, γενόταν σιωπηλὰ σύναξη μιᾶς πλειάδας ἀθεράπευτων νοσταλγῶν τοῦ Βυζαντίου καὶ ἐκεῖ, πίσω ἀπὸ τοὺς ὑψηλοὺς μαντρότοιχους τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τοῦ παρὰ τὴν Πύλην τοῦ Ἁγίου Ῥωμανοῦ ὅπου ἔπεσε ὁ Κωνσταντῖνος, τελοῦσαν τρισάγιο εἰς μνήμην τοῦ ὕστατου βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα.
«Ἐμπνευστὴς τοῦ μνημοσύνου», διηγεῖται ὁ Κωνσταντῖνος Γρίβας, «ἦταν ὁ Τζανὴς ὁ Παπαδόπουλος, ὁ σοφὸς ἐκεῖνος καὶ ἐνθουσιώδης καθηγητὴς τῆς ἱστορίας στὴν Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή. Παρόντες καὶ οἱ χρόνια τώρα μακαριστοὶ Θεοφάνης Μέντζος, Ἀντώνης Μαλέτσκος, Εἰρήναρχος Κόβας, Νικόλαος Δάμσας, Μιλτιάδης Νομίδης...». Ἦταν ἡ δεκαετία τοῦ τριάντα. Ἀργότερα ἔσπευσαν νὰ τοὺς πλαισιώσουν ὁ Δημήτρης Χαβιαρόπουλος, ὁ Γιῶργος Πατριαρχέας μὲ νεότατο τότε τὸν Καλλίνικο Γκιουζέλογλου. Τὴν πρώτη ἐκείνη φορά, τὸ 1927, ὁ ἀνίδεος καὶ ἀγαθὸς ἱερέας ποὺ ἐκλήθη πρὸς τέλεσιν τῆς μυσταγωγίας, ἄρχισε χωρὶς τὴν παραμικρὴ ὑποψία νὰ μουρμουρίζει λόγια χιλιοειπωμένα γι᾿ αὐτόν, ἕνα βιαστικὸ καὶ συνηθισμένο τρισάγιο γιὰ τὸν κάθε παπᾶ. «Ὅταν κοντοστάθηκε νὰ ρωτήσῃ τὸ ὄνομα τοῦ μνημονευομένου καὶ τοῦ ψιθυρίσαμε πὼς ἐπρόκειτο γιὰ τὸν «Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο τὸν αὐτοκράτορα καὶ πάντας τοὺς πρὸ τῶν τειχῶν τῆς Βασιλίδος πεσόντας κατὰ τὴν Ἅλωσιν», κόμπιασε, διέκοψε συγκινημένος καὶ ξανάρχισε ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἀκολουθώντας ὅλο ἐκεῖνο τὸ βυζαντινοπρεπὲς αὐστηρὸ τυπικὸ ποὺ συνήθως παρακάμπτουν οἱ περισσότεροι λειτουργοί...».
Χρόνια ἀργότερα, μέσα στὴ θλιβερὴ ἀλλοτρίωση τῶν πραγμάτων, ὅταν ἄλλοι φύγαμε καὶ ἄλλοι χάθηκαν γιὰ πάντα, ἀπέμεινε στερνὸς ὁ καλός μου φίλος ὁ Καλλίνικος, μόνος νὰ τρυγυρνᾷ κάθε ἐπέτειο τοῦ κουρσέματος, πότε στὰ τείχη καὶ πότε κάτω ἀπ᾿ τοὺς θόλους τοῦ ναοῦ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ν᾿ ἀναπολεῖ καὶ νὰ προσεύχεται ἐκεῖ, δίπλα στὴ σιδερόκλειστη πύλη τῶν κατηχουμένων ὅπου παιδιὰ μᾶς ἔβαζαν ν᾿ ἀκούσουμε τὶς ἀχνὲς ψαλμωδίες τῶν τελευταίων λειτουργῶν καὶ τὴ θρηνωδία τοῦ «Παπᾶ τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς».
Τὸν θρύλο καὶ τὸ παραμύθι του μὲ συγκίνηση πάντα καὶ ἐνθουσιασμὸ μᾶς τὸ ἐπαναλάμβανε ὁ Ἄγγελος Βουδούρης, ὁ ἀξέχαστος καθηγητής μας τῶν θρησκευτικῶν, ἐκεῖ στὸ πετρόκτιστο φαναριώτικο σπίτι του δίπλα στὸ μετόχι τοῦ Παναγίου Τάφου.
Ἂς τὸ ξανακούσουμε:
«Τὴν ὥρα ποὺ οἱ Τοῦρκοι μπῆκαν στὴν Ἁγία Σοφία, δὲν εἶχε τελειώσει ἀκόμα ἡ θεία λειτουργία. Πῆρε τότε βιαστικὰ ὁ παπὰς τ᾿ ἅγιο δισκοπότηρο, ἀνέβηκε στὰ κατηχούμενα, μπῆκε σὲ μιὰ θύρα καὶ ἡ θύρα ἔκλεισε ἀμέσως. Οἱ Τοῦρκοι, ποὺ τὸν κυνήγησαν, εἶδαν νὰ γίνεται ἄφαντος καὶ βρῆκαν ἐμπρὸς στὸ σημεῖο ποὺ χάθηκε τοῖχο. Προσπάθησαν νὰ τὸν ρίξουν μὰ δὲν μπόρεσαν! Ἔφεραν ὕστερα χτίστες, μὰ κι ἐκεῖνοι δὲν ἔκαμαν τίποτα. Κάλεσαν κατόπιν ὅλους τοὺς χτίστες τῆς Πόλης, ἔβαλαν τὰ πάντα εἰς ἐνέργειαν γιὰ νὰ γκρεμίσουν τὸν τοῖχο ἐκεῖνο, ἀλλὰ οἱ κόποι τους πῆγαν χαμένοι. Οὔτε μὲ τοὺς λοστούς, οὔτε μὲ τὶς ἀξίνες, οὔτε μὲ ὅλα τὰ σύνεργα ποὺ κουβάλησαν δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν χαλάσουν. Γιατὶ εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ ἀνοίξῃ ἡ θύρα μόνη της, ὅταν ἔρθῃ ἡ ἅγια ἐκείνη ὥρα καὶ νὰ βγῇ ὁ παπὰς νὰ τελειώσῃ τὴ θεία λειτουργία στὴν Ἁγια-Σοφιά, τότε ποὺ θὰ πάρουμε τὴν Πόλη...».
Θαρρῶ πῶς τότε, στ᾿ ἀνέφελα ἐκεῖνα παιδικά μας χρόνια, πίσω ἀπὸ τὰ κλειστὰ θυρόφυλλα τῶν κατηχουμένων, ἀκούγονταν ἀκόμα οἱ ἀχνὲς ψαλμωδίες τοῦ παπᾶ τῆς Ἅγια-Σοφιᾶς καὶ πέρα κατὰ τὴν Χρυσόπορτα, στὰ θεμέλια πύργου παμμέγιστου, κοιμόταν ὁ Μαρμαρωμένος Βασιλιᾶς...

ο.π

Το πάρσιμο της Πόλης




αποσπάσματα από το ομώνυμο έργο του Φ. Κόντογλου



Σὰν σήμερα πάρθηκε ἡ Πόλη ἀπ᾿ τὸν σουλτὰν Μεμέτη στὸ 1453, μέρα Τρίτη, βγαίνοντας ὁ ἥλιος.
Μιὰ τέτοια ἱστορία δὲ μπορεῖ νὰ τὴ γράψῃ ἄξια κανένας· δὲν πιστεύω νὰ βρίσκεται τέτοιος μεγάλος μάστορης. Κανένας, ἂς ἤτανε κι ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος, ποὺ τραγούδησε μὲ λόγια σὰν κοτρώνια τὸν φημισμένον ἐκεῖνο πόλεμο τῆς Τρωάδας.
Κείνη τὴ μέρα, ποὺ δὲν πρέπει νὰ λογαριαστῇ μηδὲ στὶς μέρες τῶν χρονῶν, μηδὲ στὶς μέρες τῶν μηνῶν, παρὰ νὰ τὴ σκεπάσῃ σκοτάδι, ὅπως λέγει ὁ Ἰὼβ γιὰ τὴ μέρα ποὺ γεννήθηκε, ὁ φόβος ποὔπιασε τοὺς ἀνθρώπους ἤτανε τέτοιος, ποὺ τρεῖς καὶ τέσσερες γενιὲς δὲ φτάξανε γιὰ νὰ συνεφέρουνε. Ἀκόμα καὶ σήμερα, σὰ διαβάζει κανένας ὅσα γράψανε οἱ ἱστορικοὶ ἐκεινοῦ τοῦ καιροῦ, εἶνε στιγμὲς ποὺ τρέμει στ᾿ ἀλήθεια, σὰ νὰ βρίσκεται ὁ ἴδιος μέσα στὴν Πόλη, κι᾿ ὥρα μὲ τὴν ὥρα περιμένει νὰ δῇ τοὺς Τούρκους νὰ σφάξουνε τὸν κόσμο μπροστὰ στὰ μάτια του.
Ἀναλόγως τὰ μεγαλεῖα, ποὺ εἶδε αὐτὴ ἡ φημισμένη Κωνσταντινούπολη, ἀναλόγως τὰ χίλια χρόνια πὤξησε, ἀναλόγως στάθηκε καὶ τὸ ψυχομαχητό της. Ὅλος ὁ κόσμος ταράχτηκε· στὰ πειὸ ξέμακρα μέρη τῆς χριστιανωσύνης ἀκούστηκε ὁ βρόντος πὤκανε τὸ κορμί της σὰν ἔπεσε ἄψυχο ἀνάμεσα ἀνατολὴ καὶ δύση. Δὲ μιλῶ σὰ ρωμιός· μιλῶ σὰν ἄνθρωπος γιὰ μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ σκληρὲς συμφορὲς ποὺ πέρασε ἡ ἀνθρωπότητα. Θεριὸ πρέπει νἆνε κανένας γιὰ νὰ μὴ δακρύσῃ τὸ μάτι του.
Καὶ ποιὸς δὲν τὴν ἔκλαψε! Ἕλληνες, Βενετσάνοι, Γενοβέζοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, Ροῦσσοι, Πολωνοί, Ἀρμεναῖοι, ἀκόμα κ᾿ οἱ ἴδιοι οἱ Τοῦρκοι, ὅλοι τὴν κλάψανε, γιατὶ στὰ καλὰ χρόνια της ὅλοι τὴν καμαρώνανε. Ὁ ἄνθρωπος εἶνε γιομάτος παραξενιές. Χαίρεται καὶ καυχιέται γιὰ τὰ σπουδαῖα πράγματα, ποὺ μπόρεσε νὰ φτιάσῃ, μὲ τόσους κόπους, μὲ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς του, μὰ πάλι ὁ ἴδιος, σὰν νὰ τὸν σπρώχνῃ ὁ διάολος μὲ τὰ δικά του τὰ χέρια πάει καὶ τὰ χαλᾶ, ρίχνει χάμω τὸ εἴδωλο ποὺ λάτρεψε, τὸ τσακίζει καὶ τὸ ποδοπατᾶ. Σάμπως καὶ σήμερα, ποὺ λέγει πὼς τάχα μέρεψε, δὲ δουλεύει σὰ μερμήγκι νὰ φτιάξῃ ὄμορφα πράγματα, τέχνες, χτίρια, βιβλία, γιὰ νὰ τὸν πιάσῃ ἄξαφνα μιὰ μέρα ἡ τρέλλα νὰ τοὺς δώσῃ μιὰ κλωτσιὰ καὶ νὰ πιάσῃ πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή! Ἔχω ἀκουστά, πῶς σ᾿ ἕνα νησὶ τῆς ἰνδίας, ἐκεῖ δὰ ποὺ οἱ ἄνθρωποι ζοῦνε εἰρηνικὰ καὶ κουβεντιάζουνε γνωστικά, στὰ καλὰ καθούμενα τοὺς πιάνει ἄξαφνα μιὰ μανία καὶ τρέχουνε σὰ λυσσασμένοι στοὺς δρόμους, σκοτώνοντας ὅποιον λάχῃ μπροστά τους. Ἕνα τέτοιο πράγμα πιάνει κάθε τόσο καὶ τὴν ἀνθρωπότητα, γίνεται θηρίο ἀνήμερο καὶ δαγκώνει τὰ κρέατά της.
Σὰν ἕνα μπουρίνι, ποὺ μὲ μιᾶς μελανιάζει ὁ οὐρανὸς καὶ γίνεται ἡ μέρα σὰ νύχτα κι᾿ ἀκούγονται ἀπὸ μακρυὰ βροντὲς κι᾿ ἀστροπελέκια, καὶ σὲ λίγο ξεσπᾷ ὁ δρόλαπας, κι᾿ ὁ φόβος σφίγγει κάθε καρδιά, ἀπὸ τοῦ πουλιοῦ ποὺ κελαϊδοῦσε πρὶν ἀπὸ λίγο, ἴσαμε τοῦ λιονταριοῦ, ποὖνε καμωμένη ἀπ᾿ ἀτσάλι, ἔτσι ξέσπασε ἀπάνω στὴ γερασμένη τὴν Πόλη ὁ σίφουνας καὶ τὴν ἔκανε στάχτη. Μέσα σὲ 55 μέρες χάθηκε ὅ,τι γίνηκε σὲ χίλια χρόνια...

Οἱ Χριστιανοὶ εἴχανε πέσει στὴν προσευχή. Μέρα νύχτα οἱ ἐκκλησιὲς ἤτανε γεμάτες κόσμο, τὸ πειὸ πολὺ γυναῖκες, κοπέλλες καὶ γρηὲς ἀλαλιασμένες, ποὺ λέγανε πῶς ἤτανε διάβολοι μεταμορφωμένοι οἱ ἄγριοι αὐτοὶ ἀνθρῶποι ποὺ διψούσανε τὸ αἷμα τους. Ὁ κόσμος πίστευε πειὰ πὼς ἔφταξε ἡ μέρα ποὺ θὰ κουρσεύανε οἱ Τοῦρκοι τὴν Πόλη, καὶ νὰ γίνουνε ὅσα προφήτεψε ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος, ποὺ τὸν βλέπανε στ᾿ ἄγαλμα καβαλλάρη κοντὰ στὴν Ἅγια-Σοφιὰ κ᾿ ἔδειχνε μὲ τὸ χέρι κατὰ τὴν Ἀνατολή, σημεῖο πῶς ἀπὸ κεῖ θἄρθῃ ὁ Τοῦρκος ποὺ θὰ πάρῃ τὴν Πόλη. Κι᾿ ἄλλη προφητεία ἔλεγε πώς, σὰν βασιλέψῃ ἕνας βασιλιᾶς, ποὺ θὰ λένε Ἑλένη τὴ μητέρα του, στὶς μέρες του θὰ σκλαβωθῇ ἡ Πόλη. Κι ἄλλη τρίτη προφητεία πὤλεγε, πὼς ἅμα δείξῃ σημεῖο τὸ φεγγάρι στὸν οὐρανό, σὲ λίγες μέρες ἡ Πόλη θὰ χαλαστῇ. Λοιπὸν καὶ τὰ τρία αὐτὰ σημάδια εἴχανε ξεδιαλυθῆ. Γιατὶ καὶ τὸ βασιλέα τὸν λέγανε Κωνσταντῖνο κ᾿ εἶχε μητέρα Ἑλένη, μὰ καὶ τὸ φεγγάρι εἶχε δείξει σημεῖο. Στὶς 22 Μαγιοῦ, τὴν πρώτη ὥρα τῆς νύχτας, τὸ φεγγάρι, ἀντὶ νἄβγῃ στρογγυλό, βγῆκε σὰν δρεπάνι καὶ στάθηκε ἔτσι ἴσαμε τρεῖς ὧρες μέσα στὸν οὐρανό, ποὺ ἤτανε καθαρὸς σὰν κρούσταλλο. Ὕστερα λίγο λίγο γιόμισε ὁ γύρος του καὶ στὶς ἕξη ὧρες τῆς νύχτας εἶχε γίνει ὁλοστρόγγυλο. Αὐτὸ τὸ σημεῖο εἰδοποίησε τὸν Παλαιολόγο, πὼς ἤγγικε τὸ τέλος τῆς βασιλείας του. Οἱ Χριστιανοί, σὰν τὤδανε, κόπηκε τὸ αἷμα τους.
Ὁ βασιλιᾶς πρόσταξε νὰ κάνουνε λιτανεία καὶ βγάλανε τὶς εἰκόνες καὶ μπροστὰ πηγαίνανε οἱ δεσποτάδες, οἱ παπάδες κ οἱ καλογέροι κι ἀπὸ πίσω ὅσος κόσμος δὲν ἤτανε στὶς πόστες, κι᾿ ὅλοι λέγανε «Κύριε ἐλέησον!»
Τὴ Δευτέρα τὸ βράδυ συναχτήκανε οἱ πολεμάρχοι, οἱ στρατιῶτες κι᾿ ὅλος ὁ λαὸς καὶ τοὺς μίλησε ὁ βασιλιὰς νὰ μὴ χάσουνε τὴν ἐλπίδα τους στὸ Θεὸ καὶ στὴν Παναγιά. Τὰ λόγια του μᾶς τὰ κράτησε ὁ φίλος του ὁ Φραντζῆς, κ᾿ εἶνε σὰν συναξάρι: «Ὑμεῖς, εὐγενέστατοι ἄρχοντες κ᾿ ἐκλαμπρότατοι Δήμαρχοι καὶ γενναιότατοι συστρατιῶται καὶ πᾶς ὁ πιστὸς καὶ τίμιος λαός. Εἰξεύρετε, ὅτι ἐφθασεν ἡ ὥρα καὶ ὁ ἐχθρὸς τῆς πίστεως ἡμῶν θέλει στενοχωρήσει ἡμᾶς μετὰ πάσης τέχνης καὶ μηχανῆς, (... Ἔχω παραλείψει ἀνάμεσα ...) ὅπως, εἰ δυνατόν, ὡς ὄφις ἐκχύσῃ τὸ φαρμάκιον καὶ ὡς λέων ἀνήμερος καταπίῃ ἡμᾶς. Διὰ τοῦτο σᾶς παρακαλῶ, στῆτε ἀνδρείως. Ἰδού, σᾶς παραδίδω τὴν ἐκλαμπροτάτην καὶ περίφημον ταύτην Πόλιν, τὴν πατρίδα ἡμῶν καὶ βασιλεύουσαν τῶν πόλεων! Αὐτὸς ὁ ἀλιτήριος Ἀμηρᾶς πεντήκοντα καὶ ἑπτὰ ἡμέρας ἄγει σήμερον ἀφοῦ, ἐλθών, μᾶς ἠπείλησε. Τώρα δέ, ἀδελφοί, μὴ δειλιάσετε. Ἡμεῖς γὰρ πᾶσαν ἐλπίδα εἰς τὴν ἄμαχον δόξαν ἀνεθέμεθα, ἐκεῖνοι δὲ εἰς τὰ ὅπλα. Διό, συστρατιῶται, γίνεσθε ἕτοιμοι καὶ μεγαλόψυχοι διὰ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ. Μιμήθητε τούς ποτε τῶν Καρχηδονίων ἐλέφαντας, οἵτινες τοσοῦτον πλῆθος ἵππων Ρωμαίων διὰ μόνης της θέας καὶ τῆς φωνῆς αὐτῶν ἐξεδίωξαν. Ἐὰν δὲ τὰ ἄλογα ζῶα ἐδίωξαν τοὺς ἐχθρούς, πόσον μᾶλλον ἡμεῖς, οἱ ὁποῖοι εἴμεθα κύριοι τῶν ἀλόγων ζώων καὶ ἀγωνιζόμεθα πρὸς χείρονας καὶ αὐτῶν τῶν ἄλογων ζώων. Αἱ ρομφαῖαί σας καὶ τὰ τόξα σας καὶ τὰ ἀκόντια ἂς ριφθῶσι κατ᾿ αὐτῶν, οὐχὶ ὡς κατ᾿ ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ὡς κατ᾿ ἀγρίων χοίρων, διὰ νὰ γνωρίσωσιν οἱ ἀσεβεῖς ὅτι μάχονται πρὸς τοὺς κυρίους καὶ αὐθέντας αὐτῶν, πρὸς τοὺς ἀπογόνους τῶν Ἑλλήνων καὶ τῶν Ρωμαίων.»
Πολὺ μεγάλο παράπονο ἔχουν τὰ λόγια, ποὺ λέγει γιὰ τὴν Παναγιὰ καὶ γιὰ τὴν Πόλη, τὴν ἀγαπημένη της πολιτεία. Θαρρεῖς πῶς μοιρολογᾷ τὴν κόρη του: «Τὸ καταφύγιον τῶν Χριστιανῶν· ἡ ἐλπὶς καὶ ἡ χαρὰ πάντων τῶν Ἑλλήνων· τὸ καύχημα πάντων ὅσοι ζῶσιν ὑπὸ τὴν ἡλίου Ἀνατολήν. Ζητεῖ δὲ (ὁ Ἀμηρᾶς) πῶς νὰ εὕρῃ καιρὸν νὰ ἀφανίσῃ ὡς ρόδον τοῦ ἀγροῦ τὴν ποτὲ περιφανῆ καὶ ἀνθίζουσαν ταύτην τῶν πόλεων βασιλεύουσαν.»
Ὕστερα γυρίζει καὶ λέγει στοὺς Βενετσάνους, ποὺ στεκόντανε στὰ δεξιά του: «Ἐνετοὶ εὐγενεῖς, ἀδελφοὶ ἠγαπημένοι ἐν Χριστῷ, ἄνδρες ἰσχυροί! Τὴν σήμερον παρακαλῶ νὰ ὑπερασπισθῆτε μεθ᾿ ὅλης τῆς ψυχῆς σας τὴν πόλιν ταύτην, γνωρίζοντες, ὅτι δευτέραν πατρίδα καὶ μητέρα ἔχετε αἰωνίως.»
Στὸ τέλος γυρίζει καὶ λέγει σ ὅλο τὸ λαό: «Καιρὸν δὲν ἔχω νὰ σᾶς εἴπω περισσότερα. Ἰδοὺ τὸ τεταπεινωμένον μου τοῦτο σκῆπτρον εἰς τὰς χεῖρας πάντων ὑμῶν ἀνατίθημι. Φυλάξατέ το μετ᾿ εὐνοίας! Πολὺ δὲ παρακαλῶ ὑμᾶς νὰ δείξητε τὴν πρέπουσαν εὐπείθειαν...»
Ὁ βασιλιὰς ἔκλαιγε, ἔκλαιγε κι᾿ ὁ λαὸς καὶ φώναξε: «Ἂς πεθάνουμε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὴν πατρίδα μας!» Ἀγκαλιαζόντανε καὶ συγχωρνιόντανε. Ὕστερα τραβήξανε στὴν Ἁγια-Σοφιά. Κόσμος, παλαβωμένος ἀπ᾿ τὸ φόβο, τὴν εἶχε γιομίσει κ᾿ οἱ καμάρες ἀντιλαλούσανε ἀπὸ τὸ θρῆνο. Οἱ γυναῖκες κλαίγανε σιγανά, τὰ παιδιὰ ξεφωνίζανε κι᾿ ὅλοι τρέμανε σὰν τὰ καλάμια. Ποιὰ καρδιὰ δὲ θὰ ράγιζε! «Εἰ καὶ ἀπὸ ξύλον ἄνθρωπος ἢ ἐκ πέτρας ἦν, οὐκ ἐδύνατο μὴ θρηνῆσαι.» Οἱ διάκοι λέγανε μπροστὰ στὴν Ἅγια Πόρτα τὰ Εἰρηνικά, μὰ ἡ ὀχλοβοὴ δὲν ἄφηνε ν᾿ ἀκουστῇ ἡ φωνή τους. Σὰν ἀρχίσανε οἱ ψαλτάδες, τὸ Κοινωνικὸ «Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος, ἀλληλούϊα», ὁ βασιλιὰς τράβηξε κατὰ τὸ τέμπλο, ντυμένος μὲ τὰ τριμμένα ροῦχα του, δακρυσμένος, μαραζωμένος, μὲ γένεια καὶ μαλλιὰ ἀχτένιστα σὰν βαρυποινίτης, κ᾿ ἔπεσε στὰ γόνατα μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγιᾶς μ᾿ ἀναστεναγμούς, μουρμουρίζοντας: «Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου μὲ ζάλαι ὥς περ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε, καὶ τὴν ἐμὴν κατασχοῦσαι καρδίαν κατατιτρώσκουσι βέλει τῶν θλίψεων.» Καὶ σὰν ἐβγῆκε ὁ Πατριάρχης μὲ τὸ ποτήρι, πῆγε καὶ μετάλαβε κ᾿ ὕστερα γύρισε κατὰ τὸ λαὸ κ᾿ εἶπε: «Χριστιανοί, συγχωρῆστε τὶς ἁμαρτίες μου, κι᾿ ὁ Θεὸς ἂς συγχωρέσῃ τὶς δικές σας!» Κι᾿ ὁ κόσμος μὲ μιὰ φωνὴ φώναξε: «Συγχωρεμένος!» Μέσα στ᾿ Ἅγιο Βῆμα ὁ Πατριάρχης, σκυμμένος ἀπάνω στὰ τίμια δῶρα, μνημόνευε: «Μνήσθητι, Κύριε, τῆς πόλεως, ἐν ᾗ παροικοῦμεν, καὶ πάσης πόλεως καὶ χώρας, καὶ τῶν πίστει οἰκούντων ἐν αὐταῖς. Μνήσθητι, Κύριε, πλεόντων, ὁδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αἰχμαλώτων. Μνήσθητι, Κύριε, τῶν μεμνημένων τῶν πενήτων, καὶ ἐπὶ πάντας ἡμᾶς τὰ ἐλέη σου ἑξαπόστειλον.»
Σὰν τελείωσε ἡ λειτουργία, ἤτανε νύχτα. Ὁ βασιλιὰς πῆγε στὸ παλάτι καὶ κάθησε λίγη ὥρα γιὰ νὰ συγχωρεθῇ μὲ τοὺς δικούς του καὶ μὲ τοὺς ὑπηρέτες του. «Ἐν τῇδε τῇ ὥρᾳ τίς διηγήσεται τοὺς τότε κλαυθμοὺς καὶ θρήνους, τοὺς ἐν τῷ παλατίῳ;» Καὶ σὰν τοὺς ἀποχαιρέτισε, καβαλλίκεψε τ᾿ ἀλογό του μαζὶ μὲ τὴ συνοδεία του καὶ ἐπιθεώρησε τὸ κάστρο γιὰ νὰ δῇ ἂν εἶνε στὸν τόπο του ὁ καθένας....


Τὸ τέλος τῆς Πόλης φαίνεται ἀκόμα πειὸ λυπητερὸ ἅμα συλλογισθῇ κανένας πῶς χαλάσθηκε τὸ μήνα Μάη, τὶς μέρες ποὺ μοσκοβολούσανε οἱ πασκαλιὲς κ᾿ οἱ τριανταφυλλιές. Ἀνήμερα ποὺ σκλαβώθηκε ἡ Πόλη ἤτανε τῆς Ἁγίας Θεοδοσίας, ποὺ τὴ γιορτάζανε πάντα οἱ Πολίτες στὶς 29 Μαγιοῦ μὲ μεγάλη δόξα στὴν ἐκκλησιά της, ποὺ γίνηκε ὕστερα τζαμί. Μ᾿ ὅλη τὴν ἀγωνία ποὺ περνούσανε, οἱ γυναῖκες τὴν εἴχανε στολισμένη, κατὰ τὰ συνηθισμένα, μὲ στεφάνια καὶ μὲ περιπλοκάδες ἀπὸ τριαντάφυλλα. Τὴν ὥρα, ποὺ μπήκανε μέσα οἱ Τοῦρκοι, ψέλνανε ἀκόμα οἱ ψαλτάδες. Τοὺς περάσανε ὅλους ἀπ᾿ τὸ μαχαίρι, κι᾿ ἀπὸ τότε βαστᾷ ἡ ὀνομασία «Γκιοὺλ Τζαμί», δηλαδὴ «Τὸ Τζαμὶ μὲ τὰ τριαντάφυλλα», καὶ μ᾿ αὐτὸ τὄνομα στέκει ὡς τὰ σήμερα. Μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐκκλησιὰ λένε πὼς ὑπάρχει κ᾿ ἕνα μνημόρι, ὁπὤχει ἀπάνω στὴν πλάκα τούρκικα γράμματα, ποὺ λένε «Ἐδῶ κείτεται ἕνας μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ» καὶ πῶς αὐτὸς εἶνε ὁ τάφος τοῦ βασιλιὰ Παλαιολόγου.


Κυριακή, Μαΐου 28, 2017

Tα αρνία μου...


Μια πού περί Πατέρων ο λόγος,ένεκα η ημέρα τους, μερικοί από εμάς,άκουσαν τον Χριστό στο ευαγγέλιο να λέει: "Ποίμαινε τα αρνία μου" και ήθελαν κι άκουσαν "ποίμαινε τα αρνία σου". Αυτό οι μορφωμένοι το λένε πολύ καλώς "κληρικαλισμό". Σύγχρονη πραγματικότητα είναι οι συγκρούσεις μεταξύ των καινοτόμων και των παραδοσιακών στα περί πίστεως, ήθους, λατρείας κλπ. Είτε όμως επαγγέλεσαι τον καινοτόμο είτε τον ζηλωτή των πατρώων, αν δεν πείσεις αυτό πού λέγεται λαϊκό πνευματικό κριτήριο, φυτευμένο από τον ίδιο τον Χριστό, σε όλους τους γνήσιους απλούς και καλόδεχτους ανθρώπους Του, όπου και αν βρίσκονται αυτοί, τίποτα δεν έκαμες. Γιατί όλοι είμαστε πατέρες στην κλήση και το όνομα, όχι όμως στην αναγνώριση. Γι αυτό πολλοί ξεκινούν συσπειρώσεις γύρω τους και στη μέση του δρόμου, αποδοκιμάζονται και δεν ευδοκιμεί το θέλημα τους. Ο Χριστός είπε αυτή την πολύ τρυφερή λέξη πού κρύβει μέσα της όλη την αγωνία και την αγάπη και την στοργή του για το μικρό ποίμνιο Του: "τα Αρνία μου". Πού στην νέα ελληνική αποδίδεται " τα αρνάκια μου" . Πόσο φοβερό είναι να βρεθούμε ένοχοι σε Αυτήν την τεράστια αγάπη Του!

από ανάρτηση μας στο FB

Aνάμεσα ανάληψης και πεντηκοστής


Ο ευαγγελιστής Λουκάς, στην σχετική με την Ανάληψη του Κυρίου περικοπή, παρουσιάζει τους μαθητές να φεύγουν από τον ευλογημένο τόπο της Αναλήψεως με χαρά μεγάλη και να παραμένουν στο Ιερό των Ιεροσολύμων, υμνώντας και δοξολογώντας τον Θεό. Είναι η χαρμόσυνη δοξολογική κατάληξη του ευαγγελίου πού φανερώνει την αιώνια λειτουργία και ευχαριστία της Εκκλησίας μας.

Και η χαρά τους είναι μεγάλη, καίτοι ο διδάσκαλος και Κύριος τους διέστη από αυτών, γιατί είδαν την δόξα Του και για όλα τα θαυμάσια της οικονομίας Του, πού Αυτός πλήρωσε πλέον εδώ στην γή
και για εκείνους και για όλο το ανθρώπινο γένος. Είναι μια φωτεινή εικόνα στο ευαγγέλιο πού αποτυπώνεται για πάντα στην καρδιά και την θύμηση μας και μας δίνει μια προοπτική ακατάπαυστης δοξολογίας, μιας διαρκούς πανήγυρης μέσα στην Εκκλησία,πού είναι ο τόπος πιά της Χαράς!

Διανύουμε την περίοδο μεταξύ Ανάληψης και Πεντηκοστής.Οι απόστολοι έλαβαν εντολή και επαγγελία να παραμείνουν στα Ιεροσόλυμα για να λάβουν την δύναμη εξ ύψους, τον άλλο Παράκλητο, το άγιο Πνεύμα. Βλέπουμε πώς αυτή την περίοδο εκείνοι την πέρασαν μέσα στην προσευχή, την ευχαριστία, την λειτουργική ζωή.Είναι σαν να μας δίνουν ένα υπόδειγμα, μια αποστολική παρακαταθήκη, όπως λέμε αποστολική πίστη και παράδοση για το κλίμα και την προϋπόθεση της λήψης του Παρακλήτου και από εμάς. Πού λαμβάνουμε τον Παράκλητο;Στο Ιερό. Στο Ιερό της Εκκλησίας, στην λειτουργική ζωή. Αλλά και στο Ιερό της καρδίας, με την έννοια πού μας παρέδωσε η ορθόδοξη πνευματικότητα. Πότε Τον λαμβάνουμε;Εδώ δεν απαντάμε με χρονικούς αλλά με τροπικούς προσδιορισμούς. Προσευχόμενοι! Μέσα στην προσευχή. Την προσευχή όχι ως μία θρησκευτική πράξη, αλλά ως τρόπο ύπαρξης μας.Μια ύπαρξη θυσία και ολοκαύτωμα για τον Κύριο, μια ύπαρξη πού είναι η ίδια προσευχή και θυμίαμα και  θυσιαστήριο, όπου συντελείται συνεχώς η κατάβαση του αγίου Πνεύματος, το μυστήριο της Πεντηκοστής.Προευτρεπισμένος χώρος για τον Κύριο πού έρχεται να κατοικήσει σε εμάς.
Η Πεντηκοστή ως μυστήριο είναι συνεχής βέβαια μέσα στην Εκκλησία και την πνευματική μας ζωή.Αυτό όμως πού μας προτείνει η Εκκλησία αυτή την περίοδο είναι αυτή η προετοιμασία πού γεννάει και στηρίζει τον διακαή πόθο και την προσμονή του μεγάλου Ερχομού. Στην Εκκλησία δεν τελούμε απλές αναμνήσεις γεγονότων, πού συνέβησαν "τω καιρώ εκείνω", αλλά βιώνουμε αυτά τα ίδια τα γεγονότα. Έχω λοιπόν την πίστη και την συναίσθηση πως αυτές τις δέκα μέρες θα προσπαθήσω να ζήσω μέσα σε σιγή σκιρτημάτων, σιωπή και στροφή στο θυσιαστήριο της καρδιάς μου, προετοιμασία με αδιάλειπτη προσευχή,γονυκλισία όχι σώματος αλλά ψυχής ταπεινωμένης και συντετριμμένης. Έτσι την μεγάλη Κυριακή της Πεντηκοστής το άγιο Πνεύμα δεν θα κατέλθει μέσα στα συναξάρια, τα κιτάπια και τους ύμνους σαν μια επετειακή χαρμόσυνη ανακύκληση , αλλά εγώ ο ίδιος θα βρεθώ π ρ α γ μ α τ ι κ ά στο υπερώο μαζί με την πρώτη Εκκλησία και θα λάβω μαζί τους άγιο Πνεύμα κι εγώ. 
Εγώ ο ίδιος θα γίνω μια Πεντηκοστή, μια φανέρωση του Θεού για τον εαυτό μου και τους γύρω μου. Και Αμην. το εύχομαι και για μένα και για τους αδελφούς μου.

ππκ

Σάββατο, Μαΐου 27, 2017

Κυριακή των Πατέρων: Η δόξα του Χριστού


Στο ιερό Ευαγγέλιο της Κυριακής των Αγίων Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου ακούμε ένα τμήμα της λεγομένης αρχιερατικής προσευχής του Κυρίου μας. Μιας προσευχής συγκλονιστικής που έκανε ο Κύριος μπροστά στους μαθητές του τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ. Εκεί στο υπερώο της Ιερουσαλήμ μετά το Μυστικό Δείπνο ο Κύριος, αφού ύψωσε τα μάτια του στον ουρανό, είπε:
Πάτερ, ήλθε η ώρα να θυσιασθώ για τη σωτηρία του κόσμου. Δέξου τη θυσία μου αυτή και δόξασε τον Υιό σου, για να Σε δοξάσει και ο Υιός σου, για να λυτρώσει όσους πίστεψαν σ’ Αυτόν και να τους προσφέρει την αιώνια ζωή. Και αυτή είναι η αιώνια ζωή, το να γνωρίζουν οι πιστοί Εσένα τον μόνο αληθινό Θεό και Εμένα που με έστειλες στον κόσμο.
Εγώ Σε δόξασα πάνω στη γη. Και με τη θυσία που θα προσφέρω σε λίγο πάνω στο σταυρό, ολοκλήρωσα τελείως το έργο που μου έδωσες να επιτελέσω. Και τώρα που θα φύγω από τον κόσμο αυτό, δόξασέ με και ως άνθρωπο εσύ, Πάτερ, με την δόξα την οποία είχα κοντά σου πριν να δημιουργηθεί ο κόσμος.
Μέσα στη συγκλονιστική αυτή αρχιερατική προσευχή ακούμε τον Κύριο πολλές φορές να μιλάει για τη δόξα Του. Σε ποια όμως δόξα αναφέρεται; Όσο κι αν μας φαίνεται παράξενο, ο Κύριος αναφέρεται στη δόξα της σταυρικής του θυσίας που θα ακολουθήσει. Βέβαια ο Κύριος δοξάστηκε και με τα εκπληκτικά θαύματά Του, με την αγία ζωή Του, με την απαράμιλλη διδασκαλία Του, με την Ανάστασή του και την Ανάληψή του.
Όμως η μεγαλύτερη δόξα του Κυρίου μας δεν πραγματοποιήθηκε σ’ αυτές τις στιγμές του θριάμβου, αλλά στις τραγικότερες και πιο ταπεινωτικές στιγμές της ζωής του. Ο Κύριός μας ανήλθε στην κορυφή του μεγαλείου του όταν ανυψώθηκε στην κορυφή του Γολγοθά και αποκάλυψε στους ανθρώπους το ανυπέρβλητο ύψος της αρετής Του. Μιας αρετής που ακτινοβόλησε στον ουρανό, στη γη και τα καταχθόνια. Διότι ο Κύριός μας πάνω στο σταυρό αποκάλυψε στο μεγαλύτερο βαθμό την τέλεια αγάπη Του για τα πλάσματά του. Εκεί στην τρομερή αγωνία του Πάθους έδειξε τη βασιλική του μεγαλειότητα. Με ανεξικακία και υπομονή δοκίμασε όχι μόνο τους αφόρητους πόνους του μαρτυρίου, αλλά και σήκωσε με εγκαρτέρηση το αβάστακτο βάρος των αμαρτιών μας. Ο Σταυρός του έγινε το υψηλότερο βήμα της ανθρωπότητας, που διακηρύττει μία δόξα άφθαστη. (Επιγραφή σε Σταυρό: Ο Βασιλεύς της δόξης).
Σε τέτοιου είδους δόξα όμως ο Κύριος καλεί και όλους εμάς. Διότι όλοι οι άνθρωποι είμαστε πλασμένοι για τη δόξα. Δυστυχώς όμως αναζητούμε την καταξίωσή μας σε λάθος δρόμο: στη ματαιότητα, στα τάλαντα, στην εξουσία, στην αναγνώριση. Αυτή όμως η κοσμική καταξίωση είναι ψεύτικη, φευγαλέα. Η αληθινή δόξα βρίσκεται στο δρόμο της θυσίας, στην κοινωνία των παθημάτων του Κυρίου μας. Υψωνόμαστε όταν θυσιαζόμαστε, όταν υπομένουμε πειρασμούς, περιφρονήσεις, συκοφαντίες, αδικίες, όταν ξέρουμε να συγχωρούμε και να ευεργετούμε, όταν σταυρώνουμε καθημερινά τον εαυτό μας και τα πάθη του


απ εδώ

Παρασκευή, Μαΐου 26, 2017

Η ανάληψη του Κυρίου(αποσπάσματα από τον π. Αλεξ. Σμέμαν)




Ὁ Χριστὸς εἶπε: «μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». (Ματθ. 28, 20), καὶ ὁλόκληρη ἡ χαρὰ τῆς Χριστιανικῆς πίστης βρίσκεται στὴ συνειδητοποίηση τῆς παρουσίας Του, ὅπως ἀκριβῶς τὴν ὑποσχέθηκε: «οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν»(Ματθ. 18, 20). Δὲν γιορτάζουμε τὴν ἀναχώρηση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τὴν ἀνάληψή Του στοὺς οὐρανούς.



Ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως ἀποτελεῖ γιορτασμὸ τοῦ ἀνοίγματος τοῦ οὐρανοῦ στοὺς ἀνθρώπους, τοῦ οὐρανοῦ ὡς τοῦ νέου καὶ αἰώνιου οἴκου, τοῦ οὐρανοῦ ὡς τῆς ἀληθινῆς μας πατρίδας. Ἡ ἁμαρτία χώρισε βίαια τὴ γῆ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ μᾶς ἔκανε γήινους καὶ χοντροκομμένους, προσήλωσε τὸ βλέμμα μας σταθερὰ στὸ ἔδαφος καὶ ἔκανε τὴ ζωὴ μας ἀποκλειστικὰ γεωτροπική. Ἁμαρτία εἶναι ἡ προδοσία τοῦ οὐρανοῦ μέσα στὴν ψυχή. Αὐτὴ ἀκριβῶς τὴ μέρα, τὴν ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως, νιώθουμε τρομοκρατημένοι ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄρνηση πού γεμίζει ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Ὁ ἄνθρωπος μὲ ὑπεροψία καὶ περηφάνια ἀναγγέλλει πώς εἶναι μόνο ὑλικός, πώς ὁλόκληρος ὁ κόσμος εἶναι ὑλικός, καὶ πώς τίποτε δὲν ὑπάρχει πέρα ἀπὸ τὸ ὑλικό. Καὶ γιὰ κάποιο λόγο εἶναι ἀκόμη καὶ χαρούμενος γι’ αὐτό, καὶ μιλᾶ μὲ οἶκτο καὶ συγκατάβαση γι’ αὐτοὺς πού ἀκόμη πιστεύουν σὲ κάποιου εἴδους “οὐρανὸ” σὰν νὰ πρόκειται γιὰ γελωτοποιοὺς ἤ γιὰ ἀγροίκους. Ἐλᾶτε ἀδελφοί, “οὐρανοὶ” εἶναι ἁπλῶς ὁ οὐρανός, εἶναι τόσο ὑλικὸς ὅσο καὶ καθετί ἄλλο··δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο, δὲν ὑπῆρξε οὔτε καὶ θὰ ὑπάρξει. Πεθαίνουμε, ἐξαφανιζόμαστε· ἔτσι στὸ μεταξὺ ἂς κτίσουμε ἕναν ἐπίγειο παράδεισο καὶ ἂς ξεχάσουμε τὶς φαντασίες τῶν παπάδων. Αὐτὸ ἐν συντομία εἶναι τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα καὶ ἡ οὐσία τοῦ πολιτισμοῦ μας, τῆς ἐπιστήμης μας, τῆς ἰδεολογίας μας. Ἡ πρόοδος καταλήγει στὸ νεκροταφεῖο, μὲ τὴν πρόοδο τῶν σκουληκιῶν ποῦ τρέφονται ἀπὸ τὰ πτώματα. Ἀλλά τί μᾶς προτείνετε, μᾶς ἐρωτοῦν, ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ οὐρανὸς γιὰ τὸν ὁποῖο μιλᾶτε, στὸν ὁποῖο ὁ Χριστὸς ἀνελήφθη; Τέλος πάντων, τίποτε δὲν ὑπάρχει στὸν οὐρανὸ γιὰ τὸ ὁποῖο μιλᾶτε.


Ἂς ἀπαντήσει σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος, ὁ μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας πού ἔζησε δέκα ἔξι αἰῶνες πρίν. Μιλώντας γιὰ τὸν οὐρανό, ἀναφωνεῖ: «Τί ἀνάγκη ἔχω ἀπὸ τὸν οὐρανό, ὅταν ἐγώ ὁ ἴδιος θὰ γίνω οὐρανὸς;». Ἂς ἔρθει ἡ ἀπάντηση ἀπό τούς Πατέρες μας πού ὀνόμαζαν τὴν Ἐκκλησία “ἐπίγειο οὐρανό”. Τὸ οὐσιαστικὸ σημεῖο αὐτῶν τῶν δύο ἀπαντήσεων εἶναι τὸ ἑξῆς: οὐρανὸς εἶναι τὸ ὄνομα τῆς αὐθεντικῆς κλήσης μας ὡς ἀνθρώπινα πλάσματα, οὐρανὸς εἶναι ἡ τελικὴ ἀλήθεια γιὰ τὴ γῆ. Ὄχι. Ὁ οὐρανὸς δὲν βρίσκεται κάπου στὸ ἀπώτερο διάστημα πέρα ἀπό τούς πλανῆτες ἤ σὲ κάποιον ἄγνωστο γαλαξία. Οὐρανὸς εἶναι αὐτὸ πού μᾶς ἐπιστρέφει ὁ Χριστός, ὅ,τι χάσαμε μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν ὑπερηφάνεια, μὲ τὶς ἐπίγειες, ἀποκλειστικὰ γήινες, ἐπιστῆμες καὶ ἰδεολογίες, καὶ τώρα εἶναι ἀνοικτός, μᾶς τὸν προσφέρει καὶ μᾶς τὸν ἐπιστρέφει ὁ Χριστός. Οὐρανὸς εἶναι τὸ βασίλειο τῆς αἰώνιας ζωῆς, τὸ βασίλειο τῆς ἀλήθειας, τῆς καλωσύνης καὶ τῆς ὀμορφιᾶς. Οὐρανὸς εἶναι ὁλόκληρη ἡ πνευματικὴ μεταμόρφωση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς· οὐρανὸς εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ νίκη πάνω στὸ θάνατο, ὁ θρίαμβος τῆς ἀγάπης καὶ τῆς φροντίδας· οὐρανὸς εἶναι ἡ ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς ἔσχατης ἐπιθυμίας, γιὰ τὴν ὁποία εἰπώθηκε: «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν» (Α’ Κορ. 2, 9). Ὅλα αὐτὰ μᾶς ἔχουν ἀποκαλυφθεῖ, μᾶς ἔχουν δοθεῖ ἀπὸ τὸν Χριστό. Καὶ ἔτσι ὁ οὐρανὸς διαπερνᾶ τὴ ζωή μας ἐδῶ καὶ τώρα, ἡ ἴδια ἡ γῆ γίνεται μιὰ ἀντανάκλαση, ἕνα εἴδωλο τῆς οὐράνιας ὀμορφιᾶς. Ποιὸς κατῆλθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ γιὰ νὰ μᾶς ἐπιστρέψει τὸν οὐρανό; Ὁ Θεός. Ποιὸς ἀνέβηκε ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό; Ὁ ἄνθρωπος Ἰησοῦς.
  

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος λέει πώς “ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος θεός”. Ὁ Θεὸς κατέβηκε στὴ γῆ γιὰ νὰ μπορέσουμε ἐμεῖς νὰ ἀνεβοῦμε στὸν οὐρανό! Αὐτὸ ἀκριβῶς γιορτάζουμε τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως! Αὐτὴ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς λαμπρότητας καὶ τῆς ἄρρητης χαρᾶς. Ἂν ὁ Χριστὸς βρίσκεται στὸν οὐρανό, κι ἂν Τὸν πιστεύουμε καὶ Τὸν ἀγαποῦμε, τότε εἴμαστε κι ἐμεῖς μαζί Του, στὸ δεῖπνο Του, στὴ Βασιλεία Του. Ἂν ἡ ἀνθρωπότητα ἀναληφθεῖ μαζί Του, καὶ δὲν πέσει, τότε θὰ ἀνέβω μαζί Του κι ἐγὼ προσκεκλημένος ἀπ’ Αὐτόν. Καὶ “ἐν Αὐτῷ” μοῦ ἀποκαλύπτεται ὁ σκοπός, τὸ νόημα καὶ ἡ ἔσχατη χαρὰ τῆς ζωῆς μου. Τὸ καθετί γύρω μας μᾶς τραβᾶ πρὸς τὰ κάτω. Ἀτενίζω ὅμως τὴ θεϊκὴ σάρκα νὰ ἀνέρχεται στὸν οὐρανό, τὸν Χριστὸ νὰ τραβᾶ πρὸς τὰ πάνω «ἐν φωνῇ σάλπιγγος», καί λέω στόν ἑαυτό μου καί στόν κόσμο: ἐδῶ βρίσκεται ἡ ἀλήθεια γιά τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο, ἐδῶ εἶναι ἡ ζωή στήν ὁποία ὁ Χριστός μᾶς καλεῖ ἀπό τήν αἰωνιότητα. 



Τήν ὑπέρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν καί τά ἐπί γῆς ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις, ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, οὐδαμόθεν χωριζόμενος, ἀλλά μένων ἀδιάστατος καί βοῶν τοῖς ἀγαπῶσί σε· Ἐγώ εἰμι μεθ’ ὑμῶν καί οὐδείς καθ’ ὑμῶν

Πέμπτη, Μαΐου 25, 2017

Σεβ. Χονγκ Κονγκ Νεκταρίου:Η εικόνα του Κυρίου που υψώνεται στον ουρανό μου θυμίζει την εικόνα του εσταυρωμένου


Η εικόνα του Κυρίου που υψώνεται στον ουρανό μου θυμίζει την εικόνα του εσταυρωμένου.
Την ώρα της Αναλήψεως ο Χριστός υψώνεται εν δόξη ως Θεάνθρωπος και με απλωμένα τα χέρια ευλογεί τους αποστόλους και ολόκληρο τον κόσμο.
Στην εικόνα της σταυρώσεως ο Χριστός απεικονίζεται με τα χέρια απλωμένα και καρφωμένα επάνω στο ξύλο του σταυρού. Τα μάτια του Κυρίου είναι κλειστά. Η έκφραση του προσώπου Του γαλήνια.
Αυτή η εικόνα του εσταυρωμένου έχει σχέση με την Ανάληψη. Στο σταυρό βρίσκεται ο Θεάνθρωπος, ο οποίος δια του θανάτου νίκησε τον θάνατο. Το σώμα του Ιησού δεν απεικονίζεται ως ένα άθλιο και καταπληγωμένο πτώμα. Ο Ιησούς επάνω στο σταυρό είναι ο νικητής του θανάτου, είναι ο Βασιλεύς της Δόξης. Τα μάτια Του είναι κλειστά. Διότι τώρα είναι ο καιρός της μακροθυμίας. Τώρα είναι ο καιρός της προσκλήσεως όλων ανεξαιρέτως στο γεγονός της σωτηρίας. Το πρόσωπο είναι γαλήνιο γιατί εκφράζει αποδοχή και συγχώρηση κι όχι κρίση. Τα χέρια είναι απλωμένα αλλά όταν τα κοιτάς νιώθεις ότι δεν συγκρατούνται από τα καρφιά. Είναι χέρια που ευλογούν. Χέρια που θέλουν να αγκαλιάσουν. Το όλο σώμα του Ιησού δείχνει να υψώνεται. Δεν σου δίνει την αίσθηση ότι είναι καρφωμένο πάνω στο σταυρό. Ο Κύριος αναλήφθηκε αλλά πάντοτε παραμένει και μαζί μας. Ο ίδιος το δήλωσε στους μαθητές του: μεθ᾽ υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος. Δεν παρουσιάζεται όμως εν δόξη. Η δόξα είναι γεγονός της Βασιλείας Του. Ένα γεγονός το οποίο προγευόμαστε στην θεία Ευχαριστία. Ένα γεγονός που θα ζήσουμε στην πληρότητά του κατά την ημέρα της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου.
Η εικόνα του εσταυρωμένου μου θυμίζει τον Ιησού που προσφέρει το αίμα Του για την σωτηρία όλων και όλης της κτίσεως. Είναι η πρόσκληση του Θεού που αφήνει χώρο στους ανθρώπους για να εκφράσουν και να ζήσουν την θεόσδοτη ελευθερία.
Ο Ιησούς όμως είναι ο ίδιος που υψώθηκε στους ουρανούς. Για να δοξάσει την ανθρώπινη φύση. Αν η εικόνα του εσταυρωμένου είναι η εικόνα του Ιησού που αποκαλύπτεται στους ανθρώπους μέσω των Μυστηρίων της Εκκλησίας Του, η εικόνα της Αναλήψεως είναι η εικόνα του Ιησού που πρόκειται να αποκαλυφθεί σε όλους τους ανθρώπους εν πλήρη δόξη.
Στον πρώτο ερχομό της Ενανθρωπήσεως, ο Ιησούς ανοίγει τα χέρια και καλεί πάντες: δεύτε πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς!
Στον δεύτερο ερχομό την ώρα της τελικής κρίσεως, ο Ιησούς θα είναι και πάλι με τα χέρια ανοικτά και θα απευθύνει πρόσκληση σωτηρίας: δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ετοιμασμένη υμιν βασιλείαν από καταβολής κόσμου!
Καλή κι ευλογημένη Ανάληψη!

από την σελίδα του Σεβ. στο FB

+Lev Gillet:Η Ανάληψη του Κυρίου

Εάν έχουμε ζήσει τη χαρά της Πασχαλινής περιόδου, είναι σπάνιο να μην νιώσουμε ένα σφίξιμο στην καρδιά, όταν έρχεται η μέρα της Αναλήψεως. Ξέρουμε πολύ καλά ότι είναι μία από τις μεγαλύτερες γιορτές της Χριστιανοσύνης. Κι όμως , μας φαίνεται σαν αναχώρηση, σαν χωρισμός, ότι ο Κύριός μας δεν είναι πια παρών με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Οι μαθητές δεν αντέδρασαν έτσι. Θα μπορούσε η λύπη να τους έχει καταβάλει, αυτοί όμως αντιθέτως» υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλnς»(Λουκ. 24:36-53). Γιατί n Ανάληψη χαροποιεί τους χριστιανούς ;
Καταρχάς, διότι η δόξα του Κυρίου μας είναι πολύτιμη για μας. Η Ανάληψη επιστέφει την επίγεια αποστολή Του. Ολοκλήρωσε το έργο που Του ανάθεσε ο Πατήρ, και προς Αυτόν τείνει τώρα με όλο το είναι Του. Σε λίγο ο Πατέρας θα Τον υποδεχθεί, όπως αρμόζει στη νίκη που κέρδισε κατά της αμαρτίας και του θανάτου, μια νίκη που κατακτήθηκε με τόσο πόνο. Σε λίγο θα δοξαστεί στον ουρανό. Η δόξα και η επιθυμία του Κυρίου μας πρέπει να είναι σημαντικότερες για μας από την «αισθητή παρηγοριάς» που αντλούμε από την παρουσία Του. Ας μάθουμε να αγαπούμε τόσο τον Κύριό μας, ώστε να χαιρόμαστε με τη δική Του χαρά.
Στη συνέχεια, η Ανάληψη σηματοδοτεί το γεγονός ότι ο Πατήρ αποδέχεται όλο το λυτρωτικό έργο του Υιού. Η Ανάσταση ήταν το πρώτο εκτυφλωτικό σημείο αυτής της αποδοχής. Η Πεντηκοστή θα είναι το τελικό. Η νεφέλη που σήμερα περιβάλλει τον Ιησού και ανεβαίνει μαζί Του στον ουρανό αντιπροσωπεύει τον καπνό του ολοκαυτώματος που ανεβαίνει από το θυσιαστήριο προς τον Θεό. Η θυσια έγινε δεκτή. Ο Πατήρ υποδέχεται το Θύμα, όπου κοντά Του θα συνεχίσει να προσφέρει αιωνίως τη θυσία Του. Το έργο της σωτηρίας μας ολοκληρώθηκε.
Ο Ιησούς δεν επιστρέφει μόνος στον Πατέρα. Είναι ο ασώματος Λόγος που κατέβηκε και έζησε μετά των ανθρώπων. Σήμερα είναι ο Λόγος που εγένετο Σαρξ, αληθινός Θεός και τέλειος άνθρωπος, που εισέρχεται στη βασιλεία των Ουρανών. Φέρνει μαζί Του την ανθρώπινη φύση την οποία είχε ενδυθεί. Ανοίγει τις πύλες της Βασιλείας για την ανθρωπότητα . Κατακτούμε « μέσω πληρεξουσίου» τα επουράνια αγαθά: «Όντας ημάς νεκρούς τοις παραπτώμασι … συνήγειρε και συνεκάθισεν εν τοίς έπουρανίοις εν Χριστώ ‘Ιησού» . Εάν είμαστε πιστοί, προόρισε για μας θεση στη Βασιλεία. Η παρουσία μας εκεί είναι αυτό που επιθυμεί και περιμένει.
Η Ανάληψη καθιστά για μας τη σκέψη του ουρανού περισσότερο παρούσα και επίκαιρη. Σκεπτόμαστε άραγε αρκετά τη μόνιμη κατοικία μας; Για τους περισσότερους χριστιανούς, η ουράνια ζωή είναι κάτι σαν συμπλήρωμα της επίγειας. Κάτι σαν υστερόγραφο, σαν το παράρτημα ενός βιβλίου, του οποίου το κυρίως κείμενο έχει γραφτεί στη γη. Το αντίθετο όμως είναι το αληθινό. Η επίγεια ζωή, μας δεν είναι παρά ο πρόλογος του βιβλίου. Η ζωή στον ουρανό θα είναι το κείμενο, και το κείμενο δεν θα έχει τέλος. Για να χρησιμοποιήσουμε μια άλλη εικόνα, η γήινη ζωή μας είναι μια σήραγγα-στενή, σκοτεινή και πολύ σύντομη- που οδηγεί σ΄ένα υπέροχο και ηλιόλουστο τοπίο. Σκεπτόμαστε πάρα πολύ αυτό που είναι η ζωή μαs τώρα . Δεν σκεπτόμαστε αρκετά αυτό που θα είναι στο μέλλον : « Α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε… α ητοίμασεν ο Θεος τοις αγαπώσιν Αυτόν» . Στον ‘Ορθρο τnς σημερινής εορτής ψάλλουμε: «Αγγελικώς οι έν κόσμω πανηγυρίσωμεν…». Πράγμα που σημαίνει, ας σκεπτόμαστε περισσότερο τουs αγγέλους, ας προσπαθήσουμε να εισέλθουμε στα δικά τους αισθήματα, να γευθούμε κάτι από αυτά που γεύθηκαν αυτοί, όταν ο Υιός επέστρεψε εν δεξιά του Πατρός. Aς μεταφερθούμε πρώτα-πρώτα κοντά στην Υπεραγία Θεοτόκο και τουs αγίους, που θα είναι οι αληθινοί συμπολίτες μας: «Το πολίτευμα ημών εν ουρανοίς ύπάρχει , εξ ου και απεκδεχόμεθα σωτήρα Κύριον Ιησού Χριστόν ». Η ζωή μας θα μεταμορφωνόταν, εάν, ήδη από τώρα, ρίχναμε την καρδιά μας στην αντίπερα όχθη, πέρα από αυτόν τον κόσμο, στη Βασιλεία, όπου βρίσκονται όχι μόνον τα αληθινά αγαθά μας, αλλά και τα αγαθά όλων εκείνων που αγαπούμε .
Οι μαθητές, αφού αποχωρίστηκαν τον Ιησού, παρέμεναν πλήρεις ελπίδας, διότι ήξεραν ότι θα τους εδίδετο το Πνεύμα. Τους παρήγγειλε «άπο Ιεροσολύμων μη χωρίζεσθαι, αλλά περιμένειν την επαγγελίαν του πατρός…». Η νεφέλη περιβάλλει τον Ιησού ,αλλά δεν έχει πάρει ακόμη το χρώμα της φλόγας της Πεντηκοστής Ο Ιησούς φεύγοντας μας σταθεροποιεί σε μια στάση, όχι λύπης αλλά χαρούμενης και γεμάτης εμπιστοσύνη προσμονής .
«Και εγένετο εν τω ευλογείν αύτον αυτούς διέστη απ’ αυτών και άνεφερετο εις τον ούρανόν. Και αυτοί προσκυνήσαντες αυτόν επέστρεψαν εις Ιερoυσαλήμ μετά χαράς μεγάλης.» Να τι θα έπρεπε να είναι για μας η γιορτή της Αναλήψεως. Εάν ο Ιησούs απομακρύνεται ευλογώντας, κι αν εμείς Τον προσκυνούμε γονατιστοί ενώ ανεβαίνει, θα σηκωθούμε γεμάτοι με καινούργια δύναμη-καρπό της ευλογίας και της προσκύνησης- και θα επιστρέψουμε, όπως οι απόστολοι, «μετά χαράς μεγάλης».
( Lev Gillet, (ενός Μοναχού της Ανατολικής Εκκλησίας) ΠΑΣΧΑΛΙΝΗ ΚΑΤΑΝΥΞΗ, Εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ, Αθήνα 2009, σ.124-128).





Τετάρτη, Μαΐου 24, 2017

Ζούμε με αναφορά στον άδη ή με την προσδοκία του Ουρανού;





Τις ώρες της αναστάσιμης χαράς, η σκέψη μου δεν πάει στους χαρούμενους και τους μύστες των γεγονότων, αλλά στους ανυποψίαστους. 

Φανερώθηκε ο Αναστάς στους μαθητές, τους γέμισε ειρήνη και χαρά, ανέβηκε μαζί τους ως την Βηθανία, διανύοντας σαββάτου οδόν. Μια χαρμόσυνη συντροφιά πού ίσως περνούσε μέσα από τον πολύβουο κόσμο, το ανυποψίαστο πλήθος της μεγάλης πόλης, αλλά η μέριμνα και η καθημερινή τριβή δεν την αναγνώριζε μια τέτοια συντροφιά, πού όδευε για να πληρώσει τα θαυμαστά της οικονομίας. 

Ο Χριστός πάνω στο όρος της ανάληψης, οι μαθητές τριγύρω του με μυστική χαρά και θαυμασμό, έκθαμβο βλέμμα και καρδιές πού σκιρτούν. Πέρα ο Γολγοθάς να εικονίζει το μίσος των ανθρώπων και πιό πέρα ο Τάφος με την πέτρα πού κάποιοι λογάριαζαν πώς θα έθαβε για πάντα την πέτρα της ζωής. 
Ενώ ο Κύριος μοιράζεται τα τελευταία λόγια παράκλησης με τους μαθητές και την Θεοτόκο και αναλαμβάνει στον ουρανό τον νέο άνθρωπο κάτω, πέρα, έως τα έσχατα της οικουμένης, η ανθρώπινη κακία και αγνωσία και ανιαρή μονότονη καθημερινότητα πού τρώει ανθρώπινες καρδιές και ιστορίες συνεχίζεται, σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Σαν να μην γύρισαν όλα 180 μοίρες για τον Άνθρωπο.Σαν να μην ανεβαίνει τώρα ο αναμενόμενος Μεσσίας όπου ην το πρότερον.Οι ιερείς και φαρισαίοι μένουν με την κακία και σχεδιάζουν διωγμούς, οι άρχοντες στην Ρώμη κομπάζουν για θεοί, ο πολύς λαός πορεύεται σιγά σιγά χωρίς ελπίδα προς τον τάφο, ζώντας την τετριμμένη "ζωή" και άχαρη του βίου. Κανείς τους δεν δέχτηκε την επίσκεψη του Θεού, κανείς δεν υποψιάστηκε την μεγάλη αλλαγή, κανείς δεν θα τρέξει στο όρος των Ελαιών , να δεί αυτό πού προανήγγειλε η αρχαία προφητεία: Ιδού οι πόδες του Θεού θα σταθούν στο όρος το άγιον... 
Ίσως όλα αυτά συνέτειναν στην παράκληση των μαθητών: Μην μας αφήσεις ορφανούς Κύριε. Ορφανούς σε έναν κόσμο πού δεν σε γνώρισε και δεν σε γνωρίζει, σε έναν κόσμο εκδίκησης και κακίας, σε έναν κόσμο πού οι δικοί σου παραγνωρίζονται και εξουθενώνονται για το όνομα σου...

Ακόμα και τώρα πού ο Παράκλητος απεστάλη από τον αναληφθέντα και η Εκκλησία είναι πραγματικότητα επίγεια, πόσοι αντιλαμβάνονται τις μεγάλες επισκέψεις, τις τεράστιες ευκαιρίες. την ανεπανάληπτη Στιγμή της επίσκεψης και της κλήσης. 
Ζούμε με αναφορά στον άδη ή με την προσδοκία του Ουρανού;
Αυτός πού υποσχέθηκε πώς θα είναι μαζί μας έως της συντελείας του αιώνος ας μην εγκαταλίψει την υπόσχεση Του για την τόση σκοτισμάρα και αχαριστία μας...

από ανάρτηση μας στο FB

Τετάρτη της Απόδοσης του Πάσχα



Την Τετάρτη μετά την Κυριακή του Τυφλού, αποδίδεται η αγία και κυρία εορτή του Πάσχα.


Ενώ συνήθως οι δεσποτικές εορτές αποδίδονται την ογδόη ημέρα από την κυρία ημέρα της εορτής, το Πάσχα με την χαρακτηριστική ψαλμώδηση του "Χριστός Ανέστη", αποδίδεται μετά από τεσσαράκοντα ημέρες.

Αυτή η εξαίρεση γίνεται ακριβώς για να τιμηθεί ως εξαιρετέα και κύρια και αγία και εορτή εορτών πανήγυρη του Πάσχα, ως κορυφαία εορτή της ορθόδοξης Εκκλησίας. 

Η παράταση του εορτασμού εξ άλλου σε σαράντα ημέρες υπενθυμίζει και δύο άλλα κύρια και σημαντικά γεγονότα. Το ένα αφορά την Γραφή και την υπόμνηση της πώς ο Κύριος Ιησούς επί σαράντα μέρες εμφανίζοταν στους μαθητές Του, συνέτρωγε μαζί τους για να πιστοποιήσει την ανάσταση και τους προετοίμαζε με την διδασκαλία και την φωταγωγική Του παρουσία για την επέλευση και κάθοδο του Αγίου Πνεύματος. 

Επί σαράντα ημέρες τέλος επεκτείνεται αυτός ο εορτασμός για να καταδειχθεί πώς μετά την ανάσταση του Χριστού, εορτάζωμεν στην Εκκλησία πάσχα αιώνιον και ατελεύτητον. Δεν έχει τέλος η αναστάσιμη πανήγυρη, αλλά επαναλαμβάνεται όχι μόνο σε χρονικό επίπεδο, δηλαδή στην κυριακάτικη ευχαριστηριακή σύναξη, αλλά σε αυτά τα ιερά μυστήρια εικονίζεται και στο κύριο μυστήριο της ιδίας της Εκκλησίας, όπου είναι τόπος και χώρος της αναστάσεως. 

Πάσχα μέγα και ιερώτατον είναι αυτός ο Κύριος Ιησούς κατά τον θεηγόρο Παύλο και τον Θεολόγο Γρηγόριο. Θέλοντας η Εκκλησία μας να τονίσει την αεί παρουσία Του ανάμεσα μας, επεκτείνει τον εορτασμό σε τεσσαρακονθήμερο δίνοντας τον τυπο και την εικόνα της αιωνιότητας.

από το νέο μας ιστολόγιο  μικρά εορτολογικά

Τρίτη, Μαΐου 23, 2017

Αντώνιος του Σουρόζ-Για την αγάπη



Μερικὲς φορὲς φοβούμαστε ν' ἀκούσουμε προσεκτικὰ κάποιο πρόσωπο, διότι τὸ ν' ἀκούσεις σημαίνει ν' ἀνταποκριθεῖς κι ὄχι μόνο γιὰ ἕνα λεπτὸ ὅσο ἡ καρδιὰ εἶναι συγκινημένη καὶ μὲ μιὰ περαστικὴ σκέψη ἀλλὰ γιὰ πάντα. Μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Χριστὸς ἀνταποκρίθηκε στὴν ἀνθρώπινη θλίψη καὶ τὴ φρίκη τῆς στέρησης τοῦ Θεοῦ κι ἔγινε γιὰ πάντα ἄνθρωπος.

Δὲ σωζόμαστε ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀγωνιζόμαστε καὶ πετυχαίνουμε κάποιου εἴδους ἀποτέλεσμα, σωζόμαστε ἀπὸ τῆς ψυχῆς μας τὸν πόθο ποὺ μᾶς τραβᾶ στὸ ζωντανὸ Θεό, ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ μᾶς τραβᾶ στὸ Χριστό. Καὶ ὅταν ἀκόμα ἀποτυγχάνουμε - καὶ αὐτὸ ἰσχύει καὶ στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις -δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε ὅτι ἀκριβῶς, ὅπως καὶ ὁ Ἄπ. Πέτρος ἀφοῦ εἶχε ἀρνηθεῖ τὸ Χριστὸ ἦταν ἱκανὸς νὰ ἀπαντήσει τὴν τριπλῆ ἐρώτησή του, μποροῦμε νὰ ποῦμε: «Κύριε, ἐσὺ γνωρίζεις τὰ πάντα, γνωρίζεις τὴν ἀσθένειά μου, τὶς ἐκτροπές, τὴν ἀβεβαιότητα, τὴν ἀστάθειά μου, γνωρίζεις ὅμως καὶ ὅτι σὲ ἀγαπῶ, ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ τελευταῖο, τὸ βαθύτατο πράγμα μέσα μου».

Κανεὶς δὲν μπορεῖ ν' ἀγαπᾶ ἕναν ἀόρατο Θεὸ ἂν πρῶτα δὲ μάθει ν' ἀγαπᾶ τὸ συγκεκριμένο, ζωντανό, πραγματικὸ πρόσωπο τὸ ὁποῖο ἔχει ἀπέναντί του. Πρὶν λοιπὸν θέσουμε τὸ ἐρώτημά τοῦ πῶς θὰ φτάσουμε στὸ Θεό, ἂς ρωτήσουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας ποιὰ εἶναι ἡ στάση μας ἀπέναντι στὸν πλησίον μας· ἂν ἡ καρδιὰ μας εἶναι κρύα, ἐπιφυλακτικὴ καὶ κλεισμένη, ἂν μᾶς τρομοκρατεῖ ἀκόμη καὶ ἡ ἰδέα ὅτι ὁ πλησίον μας μπορεῖ νὰ ἀπαιτήσει τὴν καρδιὰ καὶ τὴ ζωή μας δὲν ὑπάρχει κανένας λόγος νὰ ἐπιζητοῦμε συνάφεια μὲ τὸ Θεό. Θὰ πρέπει πρῶτα νὰ μάθουμε τὸ πῶς ν' ἀποκτήσουμε μιὰ καρδιὰ ζεστή, μιὰ καρδιὰ ζωντανή, μιὰ καρδιὰ ποὺ νὰ ἀνταποκρίνεται στὸν πλησίον μας καὶ ἡ καρδιὰ ἐκείνη τότε, ἀνοιγμένη, μὲ τὴν καθαρότητά της θὰ δεῖ τὸ Θεό.

Ἡ ἀγάπη δὲ γνωρίζει ὅρια. Δὲν εἶναι ποτὲ δυνατὸ νὰ ποῦμε ὅτι ἔχουμε ἀγαπήσει, ὅτι ἔχουμε κάνει πράξη τὴν κάθε παρακίνηση τῆς καρδιᾶς μας, ὅτι ἔχουμε ἀγαπήσει μὲ τρόπο τέλειο γιατί τέλεια ἀγάπη ἦταν ἐκείνη μὲ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς ἀγάπησε τοὺς μαθητές Του. Μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Εὐαγγελιστῆ (Ἰω. 15.13): «μείζονα ταύτης ἄγαπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ».

Πρὶν δοκιμάσουμε νὰ ζήσουμε μὲ μόνη βάση τὴν ἀγάπη ἂς κάνουμε μιὰ προσπάθεια, ἂς δοκιμάσουμε νὰ ζήσουμε σύμφωνα μὲ τὸ νόμο, νὰ μὴν παραβλέπουμε δηλαδὴ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ νόμου: τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν εἰλικρίνεια, ὅλες τὶς ἀπαιτήσεις τῆς φύσης ὅσον ἀφορᾶ τὸν τομέα τῶν σχέσεων ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Τότε μόνο θὰ εἶναι δυνατὸ νὰ φτάσουμε σ' ἕνα τέτοιο ἀνάστημα, ποὺ ἔχοντας προχωρήσει πέρα ἀπὸ τὸ νόμο θ' ἀγαπᾶμε μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά, μὲ ὅλη μας τὴν ψυχή, ὅλη τὴ δύναμη καὶ τὸ εἶναι μας, μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατό μας.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπέραντη καὶ βαθειὰ καὶ ἀγκαλιάζει τοὺς πάντες. Αὐτὸ τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἀλλάξει στὴν ἀγάπη αὐτὴ εἶναι μία κάποια ἐσωτερικὴ ἰδιότητά της: ὁ Θεὸς μπορεῖ ἀγαπώντας νὰ χαίρεται ἤ ἀλλοιώτικα νὰ πληρώνει τὸ τίμημα τῆς ἀγάπης Του πάνω στὸ σταυρό.

Πρέπει νὰ πάρουμε φωτιὰ μὲ ὁλόκληρο τὸ εἶναι μας, μὲ μυαλὸ καὶ καρδιὰ καὶ θέληση καὶ σῶμα καὶ νὰ γίνουμε ἡ καιόμενη βάτος τὴν ὁποία εἶδε ὁ Μωυσῆς νὰ καίγεται ὁλόκληρη χωρὶς νὰ ἀναλίσκεται.

Μόνο ἂν ἡ ἀνθρώπινη ἀγάπη φωτιστεῖ μὲ τὸ θεϊκὸ μυστήριο θὰ πάψει νὰ καταναλίσκει τὸ ὑλικὸ τὸ ὁποῖο τὴν τρέφει. Ἡ θεϊκὴ ἀγάπη καίει, κάνει τὸ κάθε τι μιὰ ζωντανὴ φλόγα, δὲν τρέφεται ὅμως μὲ τὸ ὑλικό της: καταστρέφει αὐτὸ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει στὴν αἰωνιότητα• αὐτὸ ποὺ μένει εἶναι μία καθαρὴ φλόγα ἡ ὁποία μεταμορφώνει τὸν ἄνθρωπο σὲ Θεό.


 πηγη

Πολυτέλεια και ταπεινοσχημία στα άμφια. Νικά η αγαθή προαίρεση!


Για τα πολυτελή άμφια και τους κανόνες ενδυματολογίας πού διίστανται μεταξύ αυτών πού θέλουν λαμπρότητα και αυτών πού επιθυμούν την ταπεινοσχημία.Νομίζω πώς η εμμονή στα δύο άκρα με πρόφαση ευλαβείας είναι αυτό το ίδιο το σκάνδαλο. Δεν θα πρεπει να υπάρχουν απαιτήσεις και κανόνες ορθότητας. Ο μέγας Βασίλειος πού ήταν ο ασκητικότερος των ασκητών ήταν ντυμένος τα Θεοφάνεια με την λαμπρότερη στολή. Μάλιστα διείδε τον μυστικό σκανδαλισμό του οσίου Εφραίμ και έστειλε να τον φωνάξουν στο Ιερό, για να τον συνετίσει. Το ίδιο και ο άγιος σαλός των ημερών μας παπα Φώτης ο Λαυριώτης με την πιό ατημέλητη εμφάνιση, στα λειτουργικά του προτιμούσε την λαμπρότητα ως ορθή διακονία. Και πόσοι και πόσοι ανυπόδητοι μοναχοί και μονοχίτωνες δεν ντύνοταν τις μεγάλες εορτές με λαμπρά άμφια κομψοτεχνήματα από τα σκευοφυλάκια των μεγάλων μοναστηριών. Από την άλλη έχουμε και τους πατέρες πού ως τα τέλη της ζωής τους, κρατούνε την απλότητα στην ενδυμασία εντός και εκτός λειτουργίας ή και παθολογίες ακόμα ανθρώπων πού μπερδεύουν την λαμπρότητα στο λειτούργημα με την λαμπρότητα και τον δικό τους καλλωπισμό ή τους αρέσει η επιδεικτική ταπεινοσχημία .Ποιός είδε τα βάθη των ανθρώπων;
Όσο ποικίλλουν οι ψυχισμοί, τα πάθη και οι αρετές στους ανθρώπους, τόσες και οι προσωπικές τους επιλογές σε αυτό το θέμα.Γι αυτό πιστεύουμε πώς δεν υπάρχουν κανόνες αλλά είναι θέμα λειτουργικού...ψυχισμού και επιλογής του καθενός.Σκάνδαλο είναι η προαπαιτούμενη σκανδαλολογία ενδυμασίας.Να έχουμε εκλεκτική γνώμη και κατάκριση δηλαδή.Να βλέπουμε τον άλλο με μέτρα και σταθμά. Είναι όπως το μύρο της πόρνης πού όλοι υπολόγιζαν την αξία του για να την μοιράσουν στους φτωχούς. Όμως άλλοι θυσιάζουν στον Χριστό την λαμπρότητα της λειτουργίας και άλλοι την απλότητα της ψυχής τους. Πιστεύω πώς οι πρώτοι ηγάπησαν περισσότερο. Γιατί κρύβουν τον εαυτό τους, την εκτός λειτουργίας ασκητικότητα τους,θυσιάζοντας την ταπεινή τους έξωθεν εικόνα στην διακονία του θυσιαστηρίου και την αξία της ιερωσύνης. Τέλος, μένει η ποιότητα της αγαθής προαίρεσης η οποία είναι ευπρόσδεκτη στον Χριστό σε κάθε περίπτωση... ενδυματολογίας.

Δευτέρα, Μαΐου 22, 2017

Πώς είδε το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας ο Οσιομάρτυς Ιάκωβος ο νέος



Κάποτε, ο όσιος Ιάκωβος επήγε στις Καρυές Αγίου Όρους μαζί με τον μαθητή του Μαρκιανό, για να δει τους γνωστούς του και καθώς ήλθε η ώρα της λειτουργίας εμπήκε εις την εκκλησία.
Σταθείς δε κάπου, έβλεπε προσεκτικά —με το διορατικό χάρισμα που είχε— προς τα βημόθυρα και εθαύμαζε, ενώ ο μαθητής του τον παρακολουθούσε που μερικές φορές υπομειδιούσε και κάτι ετραύλιζε.
Όταν ετελείωσε η Θεία Λειτουργία, ο μαθητής του με πολύ σεβασμό τον ερώτησε να του ειπεί, τι έβλεπε εις την εκκλησία. Ο άγιος όμως, κατ’ αρχήν, ήταν επιφυλακτικός, αλλά, μετά από πολλές παρακλήσεις, εδέησε να του διηγηθεί τα εξής:

«Καθώς, λέγει, άρχισε ο ιερέας, τέκνο μου Μαρκιανέ, να φορέσει την ιερατική στολή για να λειτουργήσει, ήλθε μπροστά του το φως των Αγγέλων, όπως την αυγή, πριν να ανατείλει ο ήλιος. 
Άμα δε άρχισε να προσκομίζει, επήγαν οι Άγγελοι εις τούς χορούς της εκκλησίας και έστεκαν, ένα προς ένα τάγμα, εις τα τέσσερα μέρη της εκκλησίας.Και αφού ετελείωσε την προσκομιδή ο ιερέας και έβαλε τα άγια καλύμματα, πολύ φως περισκέπασε τα θεία δώρα, διότι τα αισθητά καλύμματα φανερώνουν το νοητό φως, το οποίο σκεπάζει τα άγια. 
Άμα δε ήλθε ο καιρός της μεγάλης Εισόδου και βγήκε ο ιερέας με τα άγια, άρχισε το φως μπροστά και εσκέπασε το λαό. Όταν όμως, ο ιερέας εγύρισε εις το Άγιο Βήμα και έβαλε τα άγια εις την Αγία Τράπεζα, το φως εκείνο την περικύκλωσε, ως τον γύρον της σελήνης. Εις δε τη μέση εκείνου του γύρου, ευρίσκετο ο ιερέας και τα άγια δώρα και έξω από τον κύκλο οι άγιοι Άγγελοι με πολλή ευλάβεια και δεν τολμούσαν να πλησιάσουν καθόλου. Και ενώ έλεγε αυτά ο Άγιος, θυμήθηκε ο Μαρκιανός το του Αποστόλου Παύλου: «Προς τα οποία Άγγελοι επιθυμούσι παρακύψαι» (Πετρ. α΄ 12).
Ο δε Ιερέας εφαίνετο νοητά όλος δεμένος και μαύρος στην εμφάνιση, με σχοινιά των αμαρτιών του σφιγμένος. Επειδή ανάξια υπηρετούσε τα θεία ο άθλιος, εξερχόταν δυσωδία απ’ αυτόν, ώστε οι Άγγελοι εγύριζαν τα πρόσωπά τους προς άλλη κατεύθυνση.

Και πάλι ο μαθητής του τον ερώτησε.
 «Παρακαλώ σε πάτερ μου, ειπέ μου, ο καθαρός Ιερέας, όταν λειτουργεί πως φαίνεται;»
 Και ο όσιος του είπε: «Από τον καθαρό Ιερέα δεν φεύγει το φως, καθώς σου προείπα, αλλά γίνεται ένα με αυτόν. Και γίνεται ο Ιερέας όλος φως, ομοίως και η στολή του, από δε το στόμα του λαμπάδα φωτός εξέρχεται, όταν λέγει το Ευαγγέλιο και τις ευχές. Ομοίως και όταν σηκώσει τα χέρια του, λαμπάδες εξέρχονται από τα δάκτυλά του. Και αυτά γίνονται εις τους αξίους, ω τέκνο μου, εις δε τους αναξίους, ό,τι άκουσες προηγουμένως».
Αποτέλεσμα εικόνας για Οσιομάρτυς Ιάκωβος ο νέος
Ύστερα δε είδε άλλο θαυμαστότερο, όταν δηλαδή ετελείωσαν τα άγια και τα ευλόγησε αυτά σταυροειδώς. Είδα, λέγει, τον Κύριον εν τω δίσκω (εις τον δίσκον) καθήμενον εν φωτί· και ήτο εκείνο το φως με πολλούς οφθαλμούς· και καθώς εμέλισεν Αυτόν εις τέσσερα μέρη, εκένωσε το αίμα εις το ποτήριον και μετέλαβεν απ’ αυτού· και όταν ετελείωσεν η Λειτουργία, πάλιν είδε το βρέφος ακέραιον ομού (μαζί) με τους Αγγέλους αναβαίνον εις τον ουρανόν.
Και αυτά περί της θεωρίας. 
Τότε ο μαθητής του ερώτησε: «Δια ποίαν αιτίαν δεν αποστρέφεται η χάρις τους αναξίους ιερείς;».
 Και ο όσιος του λέγει: «Δια την πίστιν του λαού. Διότι δεν γνωρίζουν οι άνθρωποι ποιος είναι άξιος και ποιος ανάξιος και δια τούτο με πίστιν τρέχουν εις όλους. Και βλέποντας ο Θεός την πίστιν του λαού στέλλει την χάριν του εις τους αναξίους(!), διότι θα έμεναν οι άνθρωποι αβάπτιστοι και αμετάδοτοι, αν η χάρις δεν ήρχετο εις τους αναξίους ιερείς. Ο δε ιερεύς, ο οποίος αναξίως ιερουργεί, αν δεν μετανοήσει και κάμει τελείαν αποχήν της Λειτουργίας, δεν ευρίσκει έλεος από τον Θεόν, αλλά με τους παρανόμους Εβραίους, οι οποίοι εσταύρωααν τον Χριστόν. Θέλει δε σταλή εις το πυρ το άσβεστον, κατά την ημέραν της κρίσεως, ως καταφρονητής των θείων μυστηρίων. Αν όμως μετανοήση και κάμη παραίτησιν, πηγαίνει με τους άξιους εις την βασιλείαν του Θεού δια την άφατον αυτού φιλανθρωπίαν».

(ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ, ΔΟΥΚΑΚΗ ΚΩΝ., Μην Νοέμβριος, σελ. 85-86).