Δευτέρα, Μαΐου 29, 2017

Εἰς μνήμην-Ἀκύλας Μήλλας


Ἀπόβραδο θλιβερὸ στὴν πλέον ἀπόμερη ἐκείνη ἄκρα τοῦ Βυζαντίου, πάνω ἀπὸ τὶς συνοικίες τῆς πύλης τῆς Γυρολίμνης, τῆς Παναγίας τῆς Σούδας καὶ τοῦ Παλατιοῦ τῶν Βλαχερνῶν. Στενό, ὑγρὸ καλντερίμι ἀναρριχᾶται παράλληλα μὲ τὶς σκιὲς τῶν γκρεμισμένων πύργων πρὸς τὴν καστρόπορτα τοῦ Πολυανδρίου, πύλη διπλὴ ὅπου, κατὰ τὸν Φραντζῆ: «...μετὰ τὴν εἰσροὴν τῶν Τούρκων διὰ τῆς Κερκόπορτας, τοσαύτη ἔγινεν συρροὴ (...) ὥστε τὰ πτώματα τῶν πιπτόντων φίλων καὶ ἐχθρῶν κατέφραξαν τὰς πύλας». Ὁ δρόμος κατηφορίζει μετὰ πρὸς τὴν κοιλάδα τοῦ Λύκου ποταμοῦ, προσπερνώντας τὰ Ἀρματίου τὴν ἐκ παραφθορᾶς μετέπειτα ἐνορία Σαρμασικιουγιᾶ νὰ συνεχίσει ἀνάμεσα σὲ σκοῦρα πορφυρόχρωμα χαλάσματα πρὸς τὸν τραγικὸ λόφο τοῦ Πέμπτου.
Τότε ἀκόμα ἔξω ἀπὸ τὰ χερσαῖα Θεοδοσιανὰ τείχη ἡ ἀπέραντη Θρακικὴ πεδιάδα ἁπλωνόταν καταπράσινη, γυμνὴ ἀπὸ κτίσματα, καὶ μόνο ἐκεῖ, ἀπέναντι στὴν πύλη τοῦ Ἁγίου Ῥωμανοῦ Τόπκαπι, πύλη τοῦ κανονιοῦ ὅπως τὴν ὀνόμασαν οἱ Τοῦρκοι μία συστοιχία αἰωνόβιων κυπαρισσιῶν δήλωνε τὴ θέση ὁποὺ ὁ πορθητὴς εἶχε στήσει τὴ σκηνή του, τσαντίρι θεόρατο περιχαρακωμένο μὲ σανίδες καὶ τάφρο, ἔχοντας τριγύρω του τοὺς ἐμπειρότερους τοξότες καὶ ἐπίλεκτους ὑπερασπιστὲς τῆς σουλτανικῆς αὐλῆς. Δεξιά του εἶχαν ἐγκατασταθεῖ οἱ πολυάνθρωπες ὀρδὲς τῆς Ἀνατολῆς καί, ἀριστερά, οἱ στρατιὲς τῆς Εὐρώπης. Φωτιὲς τὴν νύχτα ἄναβαν πέρα ἀπὸ τὴν Καμηλογέφυρα, στὰ ὑψώματα τοῦ Πικριδίου καὶ τοῦ Γαλατᾶ ὅπου στρατοπέδευε ὁ κηδεστὴς τοῦ σουλτάνου Ζαγανὸς πασᾶς. Δώδεκα σπιθαμές, λένε, μετροῦσε ἡ περίμετρος τῆς κάθε πετρόσφαιρας ποὺ ἐξακόντιζε τὸ γιγαντιαῖο ἐκεῖνο κανόνι ποὺ εἶχε κατασκευάσει ὁ Οὔγγρος Ὀρβανός!
Καὶ οἱ Θεοδοσιανοὶ πύργοι κατηφόριζαν πρὸς τὴν Προποντίδα, ὁδεύοντας μέσα στὶς ὁμίχλες τῶν περασμένων, σημαδεμένοι αἰῶνες τώρα μὲ ἀνάγλυφους θυρεούς, σταυροὺς πλινθόκτιστους, ὑπολείμματα ἐπιγραφῶν καὶ ἐπικλήσεων: «Νικᾷ ἡ τύχη τῶν σκηπτούχων Λέοντος καὶ Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης τῆς εὐσεβεστάτης Αὐγούστης», «Πύργος Ῥωμανοῦ τοῦ Φιλοχρίστου Δεσπότου», «Μιχαὴλ καὶ Θεοφίλου μεγάλων Βασιλέων», «Πύργος Ἰωάννου ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστοῦ Βασιλέως καὶ Αὐτοκράτορος τοῦ Παλαιολόγου», «Χριστὲ ὁ Θεὸς ἀτάραχον καὶ ἀπολέμητον φύλαττε τὴν Πόλιν σου, νίκας δωρούμενος τοῖς βασιλεῦσιν ὑμῶν...». Καὶ συνέχιζε νὰ ἑλίσσεται πρὸς τὴν Προποντίδα τὸ ἐρειπωμένο τεῖχος, αὐτὸ ποὺ ἀγκάλιαζε παλιὰ μὲ γρανιτένια μπράτσα τὴ Θεοφύλαχτη Πόλη καὶ ποὺ τώρα Ἀλβανοὶ μπαχτσεβαναῖοι καλλιεργοῦσαν τὰ κηπευτικὰ καὶ τὰ μαρούλια τους στὴν πλατιά του ξεραμένη τάφρο.
Θλιβερὸ τὸ ἀπόβραδο τῆς εἰκοστῆς ἐνάτης Μαΐου -ἡμερομηνία ὁρόσημο στὴν πορεία τῆς Ρωμιοσύνης ἀλλὰ καὶ ὅλου τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου· κι ἀναρωτιέμαι πόσοι τάχα ἀπέμειναν νὰ θυμοῦνται πῶς χρόνια πρίν, στὴν ἀπόμακρη ἐκείνη ρηγιώνα τοῦ Βυζαντίου, κάθε χρόνο, κάθε τέτοια μέρα ποὺ οἱ κυρίαρχοι πανηγύριζαν τὴν ἐπέτειο τῆς Ἁλώσεως, γενόταν σιωπηλὰ σύναξη μιᾶς πλειάδας ἀθεράπευτων νοσταλγῶν τοῦ Βυζαντίου καὶ ἐκεῖ, πίσω ἀπὸ τοὺς ὑψηλοὺς μαντρότοιχους τοῦ Ἁγίου Νικολάου, τοῦ παρὰ τὴν Πύλην τοῦ Ἁγίου Ῥωμανοῦ ὅπου ἔπεσε ὁ Κωνσταντῖνος, τελοῦσαν τρισάγιο εἰς μνήμην τοῦ ὕστατου βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα.
«Ἐμπνευστὴς τοῦ μνημοσύνου», διηγεῖται ὁ Κωνσταντῖνος Γρίβας, «ἦταν ὁ Τζανὴς ὁ Παπαδόπουλος, ὁ σοφὸς ἐκεῖνος καὶ ἐνθουσιώδης καθηγητὴς τῆς ἱστορίας στὴν Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή. Παρόντες καὶ οἱ χρόνια τώρα μακαριστοὶ Θεοφάνης Μέντζος, Ἀντώνης Μαλέτσκος, Εἰρήναρχος Κόβας, Νικόλαος Δάμσας, Μιλτιάδης Νομίδης...». Ἦταν ἡ δεκαετία τοῦ τριάντα. Ἀργότερα ἔσπευσαν νὰ τοὺς πλαισιώσουν ὁ Δημήτρης Χαβιαρόπουλος, ὁ Γιῶργος Πατριαρχέας μὲ νεότατο τότε τὸν Καλλίνικο Γκιουζέλογλου. Τὴν πρώτη ἐκείνη φορά, τὸ 1927, ὁ ἀνίδεος καὶ ἀγαθὸς ἱερέας ποὺ ἐκλήθη πρὸς τέλεσιν τῆς μυσταγωγίας, ἄρχισε χωρὶς τὴν παραμικρὴ ὑποψία νὰ μουρμουρίζει λόγια χιλιοειπωμένα γι᾿ αὐτόν, ἕνα βιαστικὸ καὶ συνηθισμένο τρισάγιο γιὰ τὸν κάθε παπᾶ. «Ὅταν κοντοστάθηκε νὰ ρωτήσῃ τὸ ὄνομα τοῦ μνημονευομένου καὶ τοῦ ψιθυρίσαμε πὼς ἐπρόκειτο γιὰ τὸν «Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο τὸν αὐτοκράτορα καὶ πάντας τοὺς πρὸ τῶν τειχῶν τῆς Βασιλίδος πεσόντας κατὰ τὴν Ἅλωσιν», κόμπιασε, διέκοψε συγκινημένος καὶ ξανάρχισε ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἀκολουθώντας ὅλο ἐκεῖνο τὸ βυζαντινοπρεπὲς αὐστηρὸ τυπικὸ ποὺ συνήθως παρακάμπτουν οἱ περισσότεροι λειτουργοί...».
Χρόνια ἀργότερα, μέσα στὴ θλιβερὴ ἀλλοτρίωση τῶν πραγμάτων, ὅταν ἄλλοι φύγαμε καὶ ἄλλοι χάθηκαν γιὰ πάντα, ἀπέμεινε στερνὸς ὁ καλός μου φίλος ὁ Καλλίνικος, μόνος νὰ τρυγυρνᾷ κάθε ἐπέτειο τοῦ κουρσέματος, πότε στὰ τείχη καὶ πότε κάτω ἀπ᾿ τοὺς θόλους τοῦ ναοῦ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ν᾿ ἀναπολεῖ καὶ νὰ προσεύχεται ἐκεῖ, δίπλα στὴ σιδερόκλειστη πύλη τῶν κατηχουμένων ὅπου παιδιὰ μᾶς ἔβαζαν ν᾿ ἀκούσουμε τὶς ἀχνὲς ψαλμωδίες τῶν τελευταίων λειτουργῶν καὶ τὴ θρηνωδία τοῦ «Παπᾶ τῆς Ἁγια-Σοφιᾶς».
Τὸν θρύλο καὶ τὸ παραμύθι του μὲ συγκίνηση πάντα καὶ ἐνθουσιασμὸ μᾶς τὸ ἐπαναλάμβανε ὁ Ἄγγελος Βουδούρης, ὁ ἀξέχαστος καθηγητής μας τῶν θρησκευτικῶν, ἐκεῖ στὸ πετρόκτιστο φαναριώτικο σπίτι του δίπλα στὸ μετόχι τοῦ Παναγίου Τάφου.
Ἂς τὸ ξανακούσουμε:
«Τὴν ὥρα ποὺ οἱ Τοῦρκοι μπῆκαν στὴν Ἁγία Σοφία, δὲν εἶχε τελειώσει ἀκόμα ἡ θεία λειτουργία. Πῆρε τότε βιαστικὰ ὁ παπὰς τ᾿ ἅγιο δισκοπότηρο, ἀνέβηκε στὰ κατηχούμενα, μπῆκε σὲ μιὰ θύρα καὶ ἡ θύρα ἔκλεισε ἀμέσως. Οἱ Τοῦρκοι, ποὺ τὸν κυνήγησαν, εἶδαν νὰ γίνεται ἄφαντος καὶ βρῆκαν ἐμπρὸς στὸ σημεῖο ποὺ χάθηκε τοῖχο. Προσπάθησαν νὰ τὸν ρίξουν μὰ δὲν μπόρεσαν! Ἔφεραν ὕστερα χτίστες, μὰ κι ἐκεῖνοι δὲν ἔκαμαν τίποτα. Κάλεσαν κατόπιν ὅλους τοὺς χτίστες τῆς Πόλης, ἔβαλαν τὰ πάντα εἰς ἐνέργειαν γιὰ νὰ γκρεμίσουν τὸν τοῖχο ἐκεῖνο, ἀλλὰ οἱ κόποι τους πῆγαν χαμένοι. Οὔτε μὲ τοὺς λοστούς, οὔτε μὲ τὶς ἀξίνες, οὔτε μὲ ὅλα τὰ σύνεργα ποὺ κουβάλησαν δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν χαλάσουν. Γιατὶ εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ ἀνοίξῃ ἡ θύρα μόνη της, ὅταν ἔρθῃ ἡ ἅγια ἐκείνη ὥρα καὶ νὰ βγῇ ὁ παπὰς νὰ τελειώσῃ τὴ θεία λειτουργία στὴν Ἁγια-Σοφιά, τότε ποὺ θὰ πάρουμε τὴν Πόλη...».
Θαρρῶ πῶς τότε, στ᾿ ἀνέφελα ἐκεῖνα παιδικά μας χρόνια, πίσω ἀπὸ τὰ κλειστὰ θυρόφυλλα τῶν κατηχουμένων, ἀκούγονταν ἀκόμα οἱ ἀχνὲς ψαλμωδίες τοῦ παπᾶ τῆς Ἅγια-Σοφιᾶς καὶ πέρα κατὰ τὴν Χρυσόπορτα, στὰ θεμέλια πύργου παμμέγιστου, κοιμόταν ὁ Μαρμαρωμένος Βασιλιᾶς...

ο.π

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου