Πέμπτη, Ιουνίου 29, 2017

Όποιος έπαθε Χριστόν, έμοιασε στον Χριστό


Φωτογραφία του Panteleimon Krouskos.

Αν η πίστη μας ήταν φιλοσοφία, σχολή, ιδεολογικό ρεύμα,μυστικισμός μπορεί να μην περνούσε απαρατήρητη, λόγω της δυναμικής και αυτών πού εκφράζει, αλλά δεν θα είχε βιωσιμότητα μεγάλη, ούτε πολλούς ακολούθους. Θα γεννιόταν και θα έλαμπε σαν πυροτέχνημα για να σβήσει. Και σήμερα, πολλοί λίγοι αναζητητές ζωής, θα την ανακάλυπταν από τις πηγές και θα την ακολουθούσαν μεμονωμένα, με μια διάθεση ρομαντισμού. Οι απόστολοι όμως δεν ήταν εισηγητές μιας ιδέας και φωτισμένοι δάσκαλοι, ήταν τα στόματα του αγίου Πνεύματος, εικόνες του Χριστού. Όταν παρουσιάζοταν στους ανθρώπους, φαίνοταν ως τύποι ζωντανοί του Σταυρού και της Ανάστασης και έτσι επήγνυαν εκκλησίες ανά τον κόσμο και άλλαξαν την οικουμένη. Πολλοί ζηλώνουν ζήλο καλό, αλλά γρήγορα ξεχνιούνται από τους ανθρώπους και απογοητεύονται. Γιατί δεν έχουν την κλήση ή την πιστότητα της αλήθειας του Θεού. Οι απόστολοι φώτισαν τον κόσμο με αυτό πού ήταν οι ίδιοι και μετά με τα λόγια τους. Οι απόστολοι ήταν όλοι Χριστός!

Όποιος έπαθε τον Χριστό, έμοιασε  στον Χριστό. "Εις τα ίδια ήλθε" και αυτός σαν τον Χριστό, αλλά οι δικοί του δεν τον παρέλαβαν.Ετσι και οι απόστολοι,διωγμένοι από τον κόσμο, από ξένους και δικούς για το όνομα "Χριστός". Θα είστε μισούμενοι για το όνομα μου, προείπε ο Χριστός.Δεν είναι εύκολο να είσαι του Χριστού. Είναι ένας δρόμος γεμάτος αγωνία και αίμα.Αυτή η μυστική χαρά πού δίνεται στους αγίους, από πόσες Γεθσημανές και Γολγοθάδες περνάει! Γι αυτό και ο Χριστός είπε "άρατε τον σταυρό σας και ακολουθήστε με". Δεν υποσχέθηκε ανέσεις και ευκολίες.Αυτό πρέπει να το βάλουμε καλά στο μυαλό μας. Όταν ασθενώ είμαι δυνατός, λέει ο Παύλος. Η δε σοφία των αββάδων: Η καλοπέραση είναι δείγμα πνευματικής νωθρότητας.

Στον μεν Πέτρο ο Χριστός είπε:Όταν γεράσεις, άλλος θα σε δέσει και θα σε πάει εκεί πού δεν ήθελες. Εννοούσε το μαρτύριο και τον θάνατο.
Ο δε Παύλος, ο πλέον βασανισμένος και καταδιωγμένος άνθρωπος, περιγράφει μόνος του, τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες πού υπέστη, με έναν τρόπο έντονα δραματικό!
"Από τους Ιουδαίους έλαβα πέντε φορές σαράντα παρά μία μαστιγώσεις, τρεις φορές ραβδίστηκα, μια φορά λιθοβολήθηκα, τρεις φορές ναυάγησα, ένα μερόνυχτο έχω κάνει στο βυθό. Σε οδοιπορίες πολλές φορές, σε κινδύνους ποταμών, σε κινδύνους ληστών, σε κινδύνους από το γένος μου, σε κινδύνους από τους εθνικούς, σε κινδύνους στην πόλη, σε κινδύνους στην ερημιά, σε κινδύνους στη θάλασσα, σε κινδύνους μεταξύ ψευδάδελφων, με κόπο και με μόχθο, σε αγρυπνίες πολλές φορές, με πείνα και δίψα, με νηστείες πολλές φορές, με ψύχος και γυμνότητα. Εκτός των άλλων, η επίβλεψή μου η καθημερινή, η μέριμνα για όλες τις εκκλησίες. Ποιος ασθενεί και δεν ασθενώ; Ποιος σκανδαλίζεται και εγώ δεν καίομαι; Αν πρέπει να καυχιέμαι, θα καυχηθώ για τα πράγματα που δείχνουν την αδυναμία μου. Ο Θεός και Πατέρας του Κυρίου Ιησού, που είναι ευλογητός στους αιώνες, ξέρει ότι δεν ψεύδομαι. Στη Δαμασκό, ο εθνάρχης του βασιλιά Αρέτα φρουρούσε την πόλη των Δαμασκηνών για να με πιάσει, και διαμέσου μιας θυρίδας μέσα σε δίχτυ με κατέβασαν από το τείχος και ξέφυγα από τα χέρια του. ...και εξαιτίας της υπερβολής των αποκαλύψεων για να μην υπερυψώνομαι, μου δόθηκε αγκάθι στη σάρκα, άγγελος του Σατανά, για να με χαστουκίζει, ώστε να μην υπερυψώνομαι. Γι’ αυτό, τρεις φορές τον Κύριο τον παρακάλεσα, να απομακρυνθεί από εμένα. Και μου έχει πει: «Σου αρκεί η χάρη μου, γιατί η δύναμη μέσα σε αδυναμία τελειοποιείται». Πολύ ευχαρίστως, λοιπόν, μάλλον θα καυχηθώ στις αδυναμίες μου, ώστε να κατασκηνώσει πάνω μου η δύναμη του Χριστού.( από την δεύτερη προς κορινθίους)

από αναρτήσεις μας στο ΦΒ

Φ.Κόντογλου-Ο Απόστολος Παύλος και ο παραμορφωμένος χριστιανισμός



Αὐτοὶ οἱ διδάσκαλοι τοῦ λαοῦ δὲν ρωτᾶνε τίποτα, αὐτοὶ τραβᾶνε τὸ χαβά τους. Τὸν Παῦλο, ποὺ εἶχε πῆ χίλιες φορὲς καὶ κατὰ χίλιους τρόπους πὼς ἡ γλωσσικὴ ἐπιτηδειότητα δηλ. ἡ ρητορεία, εἶναι ψεύτικη καὶ δὲν τὴ θέλει ὁ Χριστός, αὐτοί, σώνει καὶ καλά, μὲ τὸ ζόρι, τὸν ἀνακηρύξανε «μέγαν ρήτορα», αὐτὸν ποὺ εἶπε λ.χ. «οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με ὁ Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ᾿ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῆ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ», καὶ ποὺ γράφει στοὺς Κολοσσαεῖς: «Βλέπετε (προσέξετε) μὴ τὶς ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου, καὶ οὐ κατὰ Χριστόν». Αὐτοὶ ὅμως ποὺ ἐξηγοῦνε στὸ λαὸ τὴν Ἁγία Γραφή, εἶναι κουφοὶ καὶ τυφλοί, ἢ κάνουνε πὼς δὲν ἀκοῦνε καὶ δὲν βλέπουνε, κι᾿ αὐτὸν ποὺ εἶπε πὼς ἡ φιλοσοφία εἶναι «κενὴ ἀπάτη», τὸν ἀνακηρύξανε μέγαν φιλόσοφον, στοχαστήν, τετραπέρατον ἐγκέφαλον «κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου, καὶ οὐ κατὰ Χριστόν». Θέλουνε νὰ τὸν κάνουνε «ἐφάμιλλον τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων οἵτινες ἐδόξασαν τὴν ἀνθρωπότητα», ὥστε νὰ ἔχη κι᾿ ὁ Χριστιανισμὸς κάποιους μεγάλους νόας κι᾿ ὄχι μοναχά τους πτωχοὺς τῷ πνεύματι, τὰ φτωχαδάκια, τοὺς ἀγράμματους Ἀποστόλους, τοὺς ἁπλοϊκοὺς ἀσκητάδες, τοὺς εὐκολόπιστους μάρτυρες καὶ ἁγίους. Τοὺς τέτοιους ψευτοχριστιανοὺς τοὺς τρώγει ἡ περηφάνια, ἡ κοσμικὴ ματαιοδοξία, ἐπειδὴ εἶναι αὐτοὶ ποὺ λέγει ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος «εἰκῆ φυσιούμενοι ὑπὸ τοῦ νοὸς τῆς σαρκὸς αὐτῶν», καὶ «ἐν σαρκὶ ὄντες» καὶ τὰ σαρκικὰ τιμῶντες, ου θέλουν «Θεῷ ἀρέσει». Τὸν Παῦλο ποὺ εἶπε τὸν φοβερὸ τοῦτον λόγο «πᾶν ὃ οὐκ ἐκ πίστεως, ἁμαρτία ἐστίν» δηλ. «ὅ,τι δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν πίστη, εἶναι ἁμαρτία», μὲ τὴ μικρόλογη διάνοιά τους, τὸν κατεβάσανε στὰ μέτρα τους, κάνοντας τὸν λογοκόπο ρήτορα, φιλόσοφο, κοινωνιολόγο, πολιτικό, διοργανωτή, ψυχολόγο, παιδαγωγό, καιροσκόπο, ἐπειδὴ αὐτὰ καταλαβαίνουνε, κι᾿ αὐτὰ εἶναι οἱ πιὸ μεγάλοι τίτλοι ποὺ μποροῦνε νὰ φαντασθοῦνε. Μὲ πιὸ γερὰ λόγια καὶ πιὸ καθαρά, ζωηρὰ καὶ τρανταχτά, δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς πῆ αὐτὰ τὰ πράγματα κανένα στόμα, παρεκτὸς ἀπὸ τὸν Παῦλο, καὶ ὅμως δὲν πήρανε χαμπάρι οἱ καινούριοι γραμματεῖς. Ἂς εἶναι τὰ λόγια του σὰν σφυριὰ ποὺ κοπανᾶνε τὰ ξερὰ καύκαλά τους, ἐκεῖνοι: τὸ γουδὶ τὸ γουδοχέρι. Ἄκουσε πὼς μιλᾶ ὁ Παῦλος γιὰ τὴν ἀρχαία σοφία: «Ἐπειδὴ (γάρ) ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας (φιλοσοφίας) τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας. Ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι, καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν...». Λοιπόν, ἰδοὺ τί λέγει ὁ Παῦλος καὶ τί διδάσκουνε οἱ ἐξηγητὲς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ Παύλου, δηλαδὴ τὴ μεμωραμένη σοφία, ποὺ θεωρεῖ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ μωρία.

Δείχνω μεγάλη ἐπιμονὴ σ᾿ αὐτὸ τὸ ζήτημα, γιατὶ αὐτοὶ ποὺ θέλουνε νὰ νοθέψουνε τὸ κατακάθαρο νερὸ τοῦ Εὐαγγελίου, «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν τὸ ἀλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον», μὲ τὰ βαλτόνερα τῆς γνώσης καὶ τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας ποὺ πίνανε κεῖνον τὸν καιρὸ οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι, «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα», χωρὶς νὰ ξεδιψάσουνε, αὐτοὶ λοιπὸν οἱ τυφλοὶ ὁδηγοὶ στραβώνουνε τὸν κόσμο, καὶ γίνουνται αἰτία μὲ τὶς θεωρίες τους νὰ πέφτουνε οἱ νέοι στὴν ἀπιστία, γιατί ψυχὲς ποὺ θρέφονται μὲ τὴν «κενὴ ἀπάτη», ποὺ θὰ καταντήσουνε παρὰ στὴν ἀπιστία, ὁμολογημένη ἢ ἀνομολόγητη;
       Ὅλα αὐτὰ προέρχονται ἀπὸ τὸν παραμορφωμένο Χριστιανισμὸ ποὺ μαθαίνουν ὅσοι δασκαλεύονται στὰ πανεπιστήμια τῆς Δύσης, ποὺ εἶναι ἡ πατρίδα τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τοῦ οὐμανισμοῦ, κ᾿ ὕστερα τὸν φέρνουνε αὐτὸ τὸν ὀρθολογιστικὸ Χριστιανισμὸ σ᾿ ἐμᾶς. Γιατὶ ἔχουμε τὴν κατάρα νὰ μαθαίνουνε ὅλα τὰ δικά μας ἀπὸ τοὺς ξένους, ἀκόμα καὶ τὴν ἀρχαία γλώσσα.
       Γυρίζω πάλι στὸν Παῦλο, γιὰ νὰ πάρω ἀπ᾿ αὐτὸν κι᾿ ἄλλα θεόπνευστα λόγια ποὺ βγάζουνε ψεῦτες αὐτοὺς τοὺς φραγκοσπουδασμένους οὐμανίστες ψευτοχριστιανούς. Καὶ παίρνω ὅλο λόγια τοῦ Παύλου, γιατὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν ἅγιο φανερώνουνε τὴν περισσότερη ἐκτίμησή τους, ἐπειδή, μὲ τὰ μέτρα ποὺ τὸν κρίνουνε, βρίσκουνε σ᾿ αὐτὸν περισσότερη ἐγκόσμια γνώση, κοινωνικὴ δραστηριότητα, ρητορικὴ δεινότητα, μεθοδικότητα, ψυχολογικὴ cξύτητα, κι᾿ ἕνα σωρὸ ἄλλα τέτοια ποὺ τὰ ἐκτιμοῦνε πολύ, χωρὶς νὰ μποροῦνε νὰ δοῦνε οἱ θεότυφλοι πὼς ὁ Παῦλος εἶναι ὁ μεγαλύτερος καὶ σφοδρότερος ἐχθρὸς καὶ κατακριτὴς τῆς στραβῆς ἀντίληψης ποὺ ἔχουνε γιὰ τὴ χριστιανικὴ θρησκεία.
         Γράφει λοιπὸν ὁ θεόγλωσσος Παῦλος καὶ ρωτᾶ: «Ποῦ σοφός; Ποῦ γραμματεύς; Ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; (δηλ. τῆς κοσμικῆς σοφίας). Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου;» Σὰν νὰ λέγη: «Ποιὸς ἀπὸ τοὺς σοφούς του κόσμου τούτου, ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους καὶ τοὺς δεινοὺς συζητητᾶς, μὲ τὴ διαλεκτική τους, θὰ μπορέση νὰ συζητήση, ἢ κἂν νὰ καταλάβη αὐτὰ ποὺ λέμε ἐμεῖς οἱ μωροί, ἐμεῖς ποὺ δὲν γνωρίζουμε τὰ μαστορικὰ γυρίσματα τῆς διαλεκτικῆς, ἐμεῖς οἱ ἀπαίδευτοι ἀνατολίτες, κι᾿ ὄχι κατὰ βάθος ἐμεῖς, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον μὲ τὸ στόμα μας;»
        Καὶ παρακάτω γράφει: «Σοφίαν δὲ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδὲ τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου, τῶν καταργουμένων». Ποιοὶ εἶναι οἱ ἄρχοντες τοῦ αἰῶνος τούτου, οἱ καταργούμενοι, παρὰ οἱ φιλόσοφοι κ᾿ οἱ ρήτορες κ᾿ οἱ ἄλλοι λογῆς-λογῆς μαστόροι τῆς κοσμικῆς λογοτεχνίας, ποὺ τὰ σκοτεινὰ φῶτα τους, λένε οἱ τυφλοὶ διδάσκαλοι τοῦ λαοῦ πὼς χρειάζονται στὸ χριστιανό, σὰν νὰ μὴν τοὺς φθάνη τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ λέγει «ἂν τὸ φῶς ποὺ ἔχουνε μέσα τους (οἱ τέτοιοι) εἶναι σκοτάδι, τὸ σκοτάδι τοὺς πόσο πρέπει νὰ εἶναι;»
Ἡμεῖς κάναμε ἕνα δικό μας Χριστιανισμό, ἕνα βολικό, ἕναν ἀνθρωπινὸ καὶ λογικὸ Χριστιανισμό, ὅπως λέγει ὁ μεγάλος Ἱεροεξεταστὴς τοῦ Ντοστογιέφσκη, γιατὶ ὁ Χριστιανισμὸς ποὺ δίδαξε ὁ Χριστὸς εἶναι ἀνεφάρμοστος, ἀπάνθρωπος. Ἐμεῖς, ἀντὶ ν᾿ ἀνέβουμε πρὸς τὸν Χριστό, ποὺ λέγει «ἐγὼ σὰν ὑψωθῶ, θὰ σᾶς τραβήξω ὅλους πρὸς ἐμένα», τὸν κατεβάσαμε ἐκεῖ ποὺ βρισκόμαστε ἐμεῖς, καὶ κάναμε ἕνα Χριστιανισμὸ σύμφωνο μὲ τὶς ἀδυναμίες μας, μὲ τὰ πάθη μας, μὲ τὶς κοσμικὲς φιλοδοξίες μας, καὶ δώσαμε καὶ στοὺς ἁγίους τὰ προσόντα ποὺ ἐκτιμοῦμε καὶ ποὺ θαυμάζει ἡ ὑλοφροσύνη μας, τοὺς κάναμε φιλοσόφους, ρήτορας, πολιτικούς, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, παιδαγωγούς, ἐπιστήμονες κ.λπ. Ὁ μεγάλος Ἱεροεξεταστής, σὰν πήγανε μπροστά του τὸν Χριστὸ (ποὺ πρόσταξε νὰ τὸν πιάσουνε, ἐπειδὴ ξανακατέβηκε στὴ γῆ καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε ὁ κόσμος), τοῦ εἶπε: «Τὸν καιρὸ ποὺ ἦρθες στὸν κόσμο ἔφερες στοὺς ἀνθρώπους μία θρησκεία σκληρή, ἀνεφάρμοστη, ἀπάνθρωπη. Ἐμεῖς τὴν κάναμε βολική, ἀνθρωπινή. Τί ξαναἦρθες νὰ κάνης πάλι στὸν κόσμο; Νὰ μᾶς τὴ χαλάσης, μόλις τὴ βάλαμε στὸ δρόμο; Γι᾿ αὐτό, θὰ διατάξω νὰ σὲ κάψουνε ἐν ὀνόματί σου, σὰν αἱρετικόν».
         Ὁ βολικός, ὁ ἀνθρωπινὸς Χριστιανισμός, αὐτὸ τὸ ἀνθρώπινο κατασκεύασμα, εἶναι ἡ συχαμερὴ παραμόρφωση ποὺ ἔπαθε τὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ τὴν πονηρὴ ὑλοφροσύνη τῆς σαρκός.

Αποσπάσματα από το Φώτης Κόντογλου - Ὁ Μέγας Βασίλειος κι᾿ ὁ παραμορφωμένος Χριστιανισμός
(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)

Τετάρτη, Ιουνίου 28, 2017

Γιατί κυρίως αγαπάμε τους δύο κορυφαίους...


Η Εκκλησία εορτάζει αύριο την βαθιά αγάπη, την τέλεια αφοσίωση, την
γενναιότητα του χαρακτήρα, την πνευματική ανδρεία στα πρόσωπα των δύο
κορυφαίων.



Τόσο μέγιστοι και ξεχωρισμένοι από μας, όσο και πολύ κοντά 
στην καθημερινότητα μας. Δύο απόστολοι με πάθος, ζήλο, ιερή κυκλοθυμία, γιατί είναι συγκινητικά ανθρώπινη,πού το κάθε πάθος τους το μετήλλαξαν σε υψηλή αρετή.



Υπάρχει ποιό οικεία εικόνα στον χριστιανό, με τις μεγάλες και μικρές προδοσίες, από αυτην του Πέτρου πού πρώτα αρνείται και  μετανοει για να ομολογήσει μετά;



Υπάρχει πιό συνηθισμένη ανθρώπινη εικόνα από αυτήν του Παύλου, πού διώκει πρώτα και μετά διακονεί;

Και οι δύο εκεί πού ανταριάζονται εκεί συγχωρούν και ευλογούν. Εκεί πού θυμώνουν, εκεί μεταμελούνται, υπομένουν και φέρονται πατρικά.



Γι αυτούς δεν υπάρχουν εμπόδια και δυσκολίες. Το κάθε τί είναι Χριστός.



Ο ένας ψαράς και ο άλλος σκηνοποιός.Δύο φιγούρες της καθημερινότητας πού κρύβουν κάτι το διαφορετικό από τον κοινό κόσμο. Το βαθύ μυστήριο της αγιότητας με την ιερότητα της απλής κοινοτοπίας.



 Ο ένας με εγκόσμιες προσδοκίες πριν γνωρίσει τον Χριστό, ο άλλος θρησκευόμενος με μεταφυσικές ανησυχίες πριν το όραμα της Δαμασκού. Εικονίζουν τα θέλω και τον χαρακτήρα κάθε θρησκευόμενου. Τα συμπεριλαμβάνουν και τα ανακεφαλαιώνουν ΟΛΑ.

Μα πάνω απ' όλα είναι η ίδια η μετάνοια, η μεταστροφή τους! Αυτή η μακαρία βεβαιότητα και σιγουριά πού δίνουνε στον κάθε αμαρτωλό από εμάς,ο οποίος με αγωνία κοιτάζει δεξιά και αριστερά να βρεί διέξοδο στον Χριστό μέσα στο κελί της εξορίας του, πώς και ο μεγαλύτερος ασθενής, ο πεσμένος, αυτός πού δείλιασε ή ζήλωσε την οργή ή έπεσε , πώς μπορεί να αναστηθεί, να επανέλθει και όχι μόνον αυτό αλλά να γίνει ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ!


 Ε λοιπόν αυτοί οι Απόστολοι, αυτοί οι δύο πού στην αγιότητα δεν φτάνουμε ούτε το δαχτυλάκι τους , είναι ταυτόχρονα εκείνοι πού αντικατοπτρίζουν με την κατ’ άνθρωπον συμπεριφορά τους, τον ΧΡΙΣΤΙΑΝΟ όλων των αιώνων.Με τον αγώνα, τις μεταπτώσεις, τις νίκες, τις ήττες, τις αρετές και τα πάθη του!




Γι αυτό και τους αγαπάμε και τους ξεχωρίζουμε ιδιαίτερα.

Κυριακή, Ιουνίου 25, 2017

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ



Η Ορθοδοξία αυστηρά μας θέλει καθαρούς και αθώους. Έχει μεγάλες απαιτήσεις από εμάς. Δίχως Θεό θα ήμασταν σίγουρα πιο παλιάνθρωποι. Είναι αλήθεια πως δεν είμαστε άγιοι. Το χειρότερο είναι να κάνουμε τους αγίους. Αυτό δεν αρέσει διόλου στον Θεό. Η Ορθοδοξία μας θέλει ανυπόκριτους, ατόφιους, γνήσια ταπεινούς κι επιεικείς με τους άλλους. Επίσης ακαχύποπτους, αζηλόφθονους και καρτερικούς.
Ο Χριστός της Ορθοδοξίας είναι προσιτός, φιλικός, ευγενικός, συγχωρητικός και συμπαθητικός. Ποτέ δεν μίλησε σκληρά στους αμαρτωλούς ούτε ποτέ τους περιφρόνησε. Κατανοεί την αδυναμία μας, τον παρασυρμό μας, την αδυναμία μας. Δεν κακιώνει, δεν επιτιμά, δεν τιμωρεί κι εκδικείται. Συγχωρεί, αγαπά, θυσιάζεται για μας.
Ένας Εβραίος-Ρουμάνος, που έγινε στη φυλακή ορθόδοξος, γράφει στο "Ημερολόγιο της ευτυχίας" του, ο Νικολάε Στάινχαρτ: Ο Θεός "σε καμία περίπτωση δεν είναι αυτή η αφηρημένη έννοια, ο ψυχρός δημιουργός, δεν είναι ο αχώρητος και αμετάβλητος Βράχμα, δεν είναι η θεότητα της γνώσης που εκδιπλώνει τους αιώνες ". Η Ορθοδοξία δεν είναι μια ωραία θρησκεία ανάμεσα στις άλλες καλές. Είναι τρόπος, στάση, ύφος και ήθος ζωής. Είναι η θυσιαστική αγάπη δίχως ανταλλάγματα. Η αγάπη των εχθρών και η συγχώρεση των πάντων. Είναι ένα σκάνδαλο και μια μωρία για τους πολύ λογικούς η Ορθοδοξία.
Η ορθόδοξη διδασκαλία δεν είναι η ασαφής, μπερδεμένη, δύσκολη, ακατόρθωτη. Δεν είναι για τους ευκολόπιστους και τους φανατικούς θρησκόληπτους. Είναι για απαιτητικά πνεύματα, για αισιόδοξους και μαχητικούς. Δίνει την πραγματική ελευθερία και μακαριότητα. Η ειρήνη, η ηρεμία, η γλυκύτητα των αγίων το φανερώνει. Η Ορθοδοξία δεν είναι αναλγητικό και ναρκωτικό. Είναι συνεχής διακινδύνευση, εγρήγορση, ορθοστασία, αγρύπνια, ανάταση. Η Ορθοδοξία δεν είναι ελληνική, είναι οικουμενική. Δεν κρύβεται στο Άγιον Όρος ή τα Ιεροσόλυμα αλλά στην καρδιά του κάθε αληθινού ταπεινού.
Όσοι θεωρούν ότι η Ορθοδοξία είναι για τους απλοϊκούς και αφελείς πλανάται πλάνη οικτρή. Αν νομίζει κανείς ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία μαθητεύουν κάποιοι χασομέρηδες, κλαψιάρηδες, λαθεύει. Οι Ορθόδοξοι αγωνίζονται για την ακεραιότητα, τη διαφάνεια και τη γνησιότητα. Δεν είναι ακατάδεκτοι, ψυχροί. Η ματαιότητα του κόσμου δεν τους μελαγχολεί, αλλά τους συνετίζει καίρια. Ο Θεός μας δεν είναι μάγος, φακίρης, ταχυδακτυλουργός και παράξενος θαυματοποιός. Δεν του αρέσουν τα μεσοβέζικα πράγματα, τα μελαγχολικά, τα βιαστικά, ανυπόμονα και χλιαρά. Αγαπά κυρίως τα αληθινά, τ ατόφια, τα ταπεινά.
Στην Ορθοδοξία πάντοτε ελπίζουμε, μυστικά χαιρόμαστε, δεν μπορούμε να μην αισιοδοξούμε. Ζούμε για ν αγαπάμε. Όποιος νομίζει ότι η Ορθοδοξία θέλει εχθρούς, μόνο πολεμά, είναι για να εξουσιάζει και να καταδικάζει, αστοχεί σοβαρά. Για ν αναστηθούμε θα πρέπει πρώτα να σταυρωθούμε. Η σταύρωση θέλει προετοιμασία. Η σταύρωση θέλει την ώρα της. Η Ορθοδοξία είναι σταυρωμένη, τεταπεινωμένη και αναστημένη.
Ορθοδοξία σημαίνει ορθοπραξία. Ορθή και αληθινή γνώση και καθαρή ζωή. Η Ορθοδοξία είναι παρεξηγημένη. Ίσως φταίμε κι εμείς που την παρουσιάσαμε λαθεμένα. Η Ορθοδοξία περισσότερο βιώνεται και λιγότερο διδάσκεται. Η Ορθοδοξία είναι μια στοργική μητρική αγκαλιά, που γνωρίζει ν αναπαύει τα τέκνα της εξαίσια.

+γέρων Μωϋσής Αγιορείτης

Σάββατο, Ιουνίου 24, 2017

Κυριακή Γ΄Ματθαίου:Χωρίς εμού, ου δύνασθε ποιείν ουδέν


Η ευαγγελική περικοπή, πού ακούσαμε σήμερα στις εκκλησίες, έχει να κάνει με μία εσωτερική πάλη αναζήτησης σε κάθε χριστιανό: Την φοβερή εκείνη σύγκρουση της πίστης στον Θεό και την ύπαρξη Του μέσα από τις ενέργειες και τα δωρήματα Του και την λατρεία και πίστη στον εαυτό μας. Συγκρούονται δύο κόσμοι. Ο χριστιανός πού τα πάντα αφήνει στον Θεό με εμπιστοσύνη, πνευματικά και υλικά και ένας ανθιστάμενος εαυτός, κατάλοιπο παλαιού ανθρώπου, ο οποίος ολιγοπιστεί και ανθίσταται στην δύναμη του Θεού.

Ο ευαγγελιστής μιλάει για έναν αντίδικο ή μάλλον κακέκτυπο, αντιποίηση θεού, πού λέγεται μαμωνάς, μια χαλδαϊκή αρχαία θεότητα του πλούτου. Δεν είναι όμως ο μαμωνάς ένα είδωλο πού αντιπροσωπεύει ένα και μόνο πάθος, την μανία για πλουτισμό και απληστία και το άγχος της μέριμνας,αλλά είναι αυτό η ίδια η υποταγή στις δικές μας δυνάμεις και στο δικό μας θέλημα. Ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με προκλήσεις, με μέριμνα για τα βιοτικά, με δίψα για πνευματική πληρότητα,πού οδηγεί όμως στην στρεβλή λατρεία του εαυτού του, στην εμπιστοσύνη στο θέλημα, στην όποια ισχύ του, την οποία νομίζει για αυτοισχύ, μια σατανική αυτάρκεια. Πλούσιος στην βιβλική και γενική θεολογική μας παράδοση είναι αυτός πού βασίζεται στον εαυτό του, ο υπερήφανος, ο άνθρωπος πού περιστρέφεται και ορίζεται από το αυτείδωλο του, αυτός πού έχει απορρίψει τον Θεό. Και ενώ νομίζει πώς προχωρά δυνατός και με την χάρη της επιλογής δεν είναι παρά δούλος σε εικόνες, υλισμούς και ψευδοπνευματικότητες γύρω από τον εαυτούλη του.

Ο πονηρός άνθρωπος είναι ο αποκομμένος από τον Θεό. Αυτός πού έχει σβεστό τον λύχνο τον ευαγγελικό, με το πονηρό μάτι του κριτή και του εξουθενωτή των αδελφών του, αυτός πού ξυπνάει μέσα στο άγχος της απιστίας και της αδυναμίας. Γιατί όποιος υψώνεται και στήνει ένα βάθρο στην αυτοδύναμη του, όσο σκοτισμένος και νά ναι, συμπεραίνει την αδυναμία και την εξάρτηση του, απ όλα αυτά, στα οποία ψάχνει μάταια θεό και χαρά και πληρότητα και απιστεί και απελπίζεται. Και όσο βυθίζεται σε αυτό το άγχος, εκμανείται και πωρώνεται.

Ο Χριστός μίλησε για την ευαγγελική απλότητα σήμερα, μια νηπιότητα εμπιστοσύνης, κατά την οποία όλα εξαρτώνται από την πρόνοια του Θεού Πατέρα, ο οποίος έχει διαθέσει και ετοιμάσει τα πάντα,σε όποιον αφήνεται σε Εκείνον ολοκληρωτικά. Θέλει γενναιότητα να μοιάσει κάποιος στα κρίνα του αγρού και τα πετεινά του ουρανού και να κυνηγά κάθε μέρα και στιγμή την βασιλεία Του, πιστεύοντας μέσα σε ένα είδος θεϊκής σαλότητος, πώς όλα του έχουν ήδη προστεθεί και ο ίδιος έχει αξία, αξία μπροστά σε έναν θεό πού δεν έχει δεί, αλλά πιστεύει ότι υπάρχει μέσα Του, πλάι του, παντού γύρω του και μεριμνά γι Αυτόν. Είναι τόσο αληθινό και αυθεντικό ένα τέτοιο βίωμα όσο τραγική είναι η διάθεση ορισμένων χριστιανών, πού νομίζουν πώς σήμερα ο Χριστός θέτει δύσκολα και ακατόρθωτα για τον αδύναμο άνθρωπο πράγματα και παλαίσματα και βιώματα.Και όλο αυτό γιατί κατορθώσαμε να ξεχάσουμε και ν απωθήσουμε την μοναδική αλήθεια: Τίποτα το ευαγγελικά προκείμενο δεν είναι ακατόρθωτο ή συμβολικό. Όλα είναι μέσα στο φως του ρεαλισμού μίας και μόνης αλήθειας: Χωρίς εμένα, λέγει Κύριος, δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα! Όλα είναι δοσμένα από μένα και εγώ συνεργώ σε αυτά! Δος μου μόνο την καρδία σου και το θέλημα σου.

Με αυτή την συνείδηση ενός ελεύθερου ανθρώπου, πού κέρδισε την ελευθερία του, μόνο όταν την απέθεσε στα δικά του χέρια, ας πορευτούμε από δω και μπρος.

ππκ Ιούνιος 2017

Παρασκευή, Ιουνίου 23, 2017

Στο Γενέσιο του Τιμίου Προδρόμου



Αναρτημένο στο ιστολόγιο πριν δέκα χρόνια ακριβώς. Διατηρώ σύνταξη, ορθογραφία και στοιχειοθέτηση.



« Ιδού εγώ αποστέλλω τον άγγελον μου προ προσώπου σου ος παρασκευάσει την οδόν σου έμπροσθεν σου».«Ιδού Εγώ θα αποστείλω τον αγγελιοφόρο μου πριν από σένα , ω Μεσσία , για να προετοιμάσει το δρόμο σου πριν από σένα».Με τα λόγια αυτά του προφήτου Μωυσή προλέγεται στην ΠΔ το προδρομικό έργο του Βαπτιστή Ιωάννη του οποίου τη γέννηση εορτάζουμε σήμερα. Μεγάλη φυσιογνωμία ο Πρόδρομος! Είναι ο πρώτος πριν απ ΄ τον ¨Ένα δηλ τον Χριστό. Είναι το πρόσωπο που με τη ζωή και το λόγο του ενώνει τους δύο κόσμους της ανθρώπινης ιστορίας τον καιρό του Νόμου με τον καιρό της χάριτος δηλ την εποχή της παλαιάς με την εποχή της νέας διαθήκης. Ο άγιος Ιωάννης είναι ο πρώτος και ο κορυφαίος των αρχαίων προφητών αλλά και μακαριότερος αυτών. Γιατί ομίλησε ο Αβραάμ με το Θεό αλλά μόνον μέσα από σύμβολα και σκιές. Ομίλησε και ο Μωυσής με το Θεό πάνω στο όρος Σινά «ενώπιος ενωπίω» αλλά επειδή δεν μπόρεσε να υποφέρει το μεγαλείο της δόξας του Θεού απέστρεψε το πρόσωπο του και είδε μόνον τα νώτα του.Οραματίστηκε επίσης και ο Ησαϊας τον Θεό μέσα στο Ναό και είδε τη δόξα Του και ζωγράφισε με ζωηρά λόγια τη ζωή και τα Πάθη του Χριστού αλλά πως τον είδε; Όχι με τα σαρκικά του μάτια αλλά με τα πνευματικά. Ο άγιος Ιωάννης όμως καταξιώθηκε να δει το ποθούμενο όλων των εποχών τον Θεάνθρωπο Χς και Σωτήρα σαρκωμένο.Τον είδε με τα σαρκικά του μάτια και τον άγγιξε με τα χέρια του. Άκουσε με τα αυτιά του τη φωνή του Θεανθρώπου. Άγγιξε την κορυφή του όταν τον βάπτιζε στον Ιορδάνη . Είδε το άγιο Πνεύμα να κατεβαίνει στην κορυφή Του και την φωνή του Πατέρα να βεβαιώνει τη θεότητα Του. Αλλά η σπουδαιότητα της φυσιογνωμίας του Προδρόμου δεν τελειώνει εδώ. Όχι μόνον ο λόγος του αλλά η ίδια η ζωή του προφητεύει τη ζωή του Μεσσία. Ευαγγελίζεται μετάνοια και θεοσέβεια ο Ιω πριν ακόμα ευαγγελιστεί μετάνοια και θεοσέβεια ο Χς. Συμβουλεύει ο Ιω : « Ο έχων δύο χιτώνας μεταδότω τω μη έχοντι» πριν ο Χριστός ακόμα διδάξει την αγάπη και τη φιλανθρωπία. Βαπτίζει ο Ιωάννης στο νερό προτυπώνοντας το βάπτισμα εξ ύδατος και πνεύματος που θα φέρει ο Μεσσίας. Αλλά και το μαρτυρικό τέλος του Ιωάννη ένα χρόνο πριν από τον Σταυρό προεικονίζει το μαρτυρικό τέλος του Μεσσία Χριστού διότι ο Ιωάννης δολοφονείται μαρτυρικά και άδικα από τα όργανα του διαβόλου από τους άρχοντες του σκότους και της αμαρτίας μένοντας φωτεινός Μάρτυρας της Αλήθειας ως το τέλος όπως ακριβώς άδικα αλλά εκούσια μαρτυρεί ο Θεάνθρωπος Σωτήρας πάνω στον Σταυρό.Έπρεπε λοιπόν ο Ιωάννης σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού να προηγηθεί του Χριστού και να προετοιμάσει το δρόμο Του. Και η γέννηση του Ιωάννη στον κόσμο δεν γίνεται από κοινούς και αμαρτωλούς ανθρώπους αλλά ούτε με ένα συνηθισμένο τρόπο. Αλλά πως; Γεννιέται ο Ιωάννης από δύο αγίους ανθρώπους από ένα προφητικό ζεύγος τον ιερέα Ζαχαρία και την προφήτιδα Ελισάβετ. Αυτοί οι δύο άνθρωποι μας λέει το σημερινό ευαγγέλιο ήταν δίκαιοι και ζούσαν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Λίγο πριν τον ερχομό του Χριστού στον κόσμο οι άνθρωποι είχαν απομακρυνθεί απ’το Θεό , είχαν ξεχάσει τις φωνές των προφητών, είχαν κουραστεί να περιμένουν τη σωτηρία και ήταν παραδομένοι στο σκοτάδι της αμαρτίας και του θανάτου. Να όμως που μέσα στο κλίμα αυτό της απελπισίας υπάρχουν και άγιοι άνθρωποι που ζουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Και όπως όλοι οι άγιοι ο Ζχ και η Ελισάβετ ζούνε μια μεγάλη δοκιμασία έναν μεγάλο πειρασμό : Ενώ η ηλικία τους είναι περασμένη , ενώ βρίσκονται στο τέλος της επίγειας ζωής τους δεν έχουν αποκτήσει ακόμα παιδί. Εκείνη την εποχή η ατεκνία ανάμεσα στους Εβραίους ήταν μεγάλο όνειδος τη θεωρούσαν τιμωρία απ’το Θεό του Ισραήλ. Ο σεβάσμιος ιερέας Ζχ και η γηραιά Ελισάβετ αντιμετώπιζαν την περιφρόνηση και τις κατηγορίες του κόσμου με πόνο αλλά και βαθιά ταπείνωση. Ο Θεός αργει αλλά δεν ξεχνά και ρίχνει βλέμμα στοργής πάνω στου δύο αγίους. « Γιατί σε ποιον θα επιβλέψω; Σε ποιόν θα ρίξω βλέμμα συμπαθείας λέει Κύριος ο Θεός ; Σε ποιον άλλον παρά μόνον στον πτωχό και τον ταπεινό και τον περιφρονημένο απ’ τους ανθρώπους;» Έτσι αυτός που εθεωρείτο αμαρτωλός και άδικος απ’τους άλλους ιερείς δηλ ο Ζχ καταξιώνεται να δει σε όραμα τον άγγελο Γαβριήλ την ώρα της θυσίας που του αναγγέλλει πως θα γεννήσει τον Πρόδρομο του Χριστού. Εκείνη που εθεωρείτο καταραμένη και δυστυχισμένη ανάμεσα στις γυναίκες του Ισραήλ η στείρα Ελισάβετ καρποφορεί και γεννά τον κορυφαίο των προφητών. Αυτό είναι το θαύμα της δεξιάς του Υψίστου. Όπου ο παντοδύναμος Θεός θέλει υποχωρεί η φύση που είναι δουλωμένη απ’την αμαρτία. Εκείνος ανυψοί πτωχόν και από κοπρίας ανιστά πένητα. Εκείνος ευαρεστείται στους ταπεινούς και πτωχούς τω πνεύματι και από εκείνους διαλέγει τους αγίους και τους δούλους του. Αυτός είναι που δεν ξέχασε τον αμαρτωλό άνθρωπο , τον άνθρωπο που πλήγωσε την αγάπη και την ευσπλαχνία Του , τον αχάριστο προς το Θείο θέλημα άνθρωπο και του απόστειλε τους προφήτες αλλά και τον Ίδιο τον Υιό Του για να σωθεί ο κόσμος δι’Αυτού.Αδελφοί μου,Εορτάζοντας σήμερα η Εκκλησία τη γέννηση του Προδρόμου χαίρεται και αγαλλιά γιατί μ’αυτό τον τρόπο προεορτάζει τη γέννηση του Χς τον ερχομό του Σωτήρα στον κόσμο. Η γέννηση του Προδρόμου προετοιμάζει τη γέννηση του Μεσσία Χριστού. Με τη γέννηση και εμφάνιση του τελευταίου των προφητών ανοίγει ο δρόμος της χάρης , ανοίγει ο δρόμος της σωτηρίας. Επειδή ανατέλλει το φωτεινό άστρο της Εκκλησίας ο Πρόδρομος εγγίζει και ο καιρός που θα ανατείλει και ο ήλιος της δικαιοσύνης ο Ιησούς Χριστός. Μ’ αυτό το πνεύμα η ορθόδοξη Εκκλησία πανηγυρίζει το γενέθλιο του Προδρόμου. Η μητέρα μας Εκκλησία εορτάζοντας αυτό το γεγονός θέλει να μας πει πως πρέπει να είμαστε συνεχώς προετοιμασμένοι για τη γέννηση του Χριστού δηλ για την επίσκεψη του Χς στις καρδιές μας, να προετοιμάζουμε τις ψυχές μας με ταπείνωση και αγάπη και ελπίδα για τη γέννηση της σωτηρίας μέσα μας , με την ίδια ταπείνωση και αγάπη και ελπίδα που ο Ζαχαρίας και η Ελισάβετ περίμεναν απ’το Θεό ένα παιδί αλλά και τον ίδιο τον Μεσσία. Έτσι θα γίνουμε πρόδρομοι και εμείς της βασιλείας του Θεού που δεν θα έρθει με θόρυβο και παρατηρήσεις όπως λέει το ευαγγέλιο αλλά μέσα απ’τις ψυχές των ανθρώπων μέσα απ’τις καρδιές των πιστών της Εκκλησίας και τότε θα γίνουμε άξιοι κήρυκες της παρουσίας και της αγάπης του ΘΕΟΥ ΣΤΟΝ ΕΚΤΌΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΟΣΜΟ ΓΙΑΤΙ ΑΛΛΩΣΤΕ ΙΔΟΥ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΝΤΟΣ ΗΜΩΝ ΕΣΤΙ.

ΔΙΑ ΠΡΕΣΒΕΙΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ Η ΧΑΡΗ ΚΑΙ Η ΕΥΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΖΙ ΜΑΣ ΑΔΕΛΦΟΙ ΜΟΥ ΑΜΗΝ.

23-6-07

Πέμπτη, Ιουνίου 22, 2017


Πήγα στην Αφρική με ρώταγαν τι είναι τα υποστατικά ιδιώματα της Αγίας Τριαδος! 
Πήγα στην Ασία με ρώταγαν αν μπορούμε όντως να μετέχουμε εμείς οι κοινοί θνητοί στις Άκτιστες ενέργειες του Αγίου Πνεύματος! Επέστρεψα και στην Ελλάδα και με ρώταγαν αν η γυναίκα στην Εκκλησία κάνει να φορά παντελόνι...! 

Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος

διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν ὅτι ἀρθήσεται ἀφ’ ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ καὶ δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι τοὺς καρποὺς αὐτῆς;;; ...

Τετάρτη, Ιουνίου 21, 2017

Φ.Κόντογλου-Ο Δρόμος της Ευτυχίας

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὲ ὅλα ἀχόρταγος. Θέλει νὰ ἀπολαύσει πολλά, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ τὰ προφτάσει ὅλα. Καὶ γι᾿ αὐτὸ βασανίζεται. Ὅποιος ὅμως, φτάσει σὲ μία κατάσταση, ποὺ νὰ εὐχαριστιέται μὲ τὰ λίγα, καὶ νὰ μὴ θέλει πολλὰ ἔστω καὶ κι ἂν μπορεῖ νὰ τὰ ἀποκτήσει, ἐκεῖνος λοιπὸν εἶναι εὐτυχισμένος. Οἱ ἄνθρωποι δὲν βρίσκουν πουθενὰ εὐτυχία, γιατὶ ἐπιχειροῦν νὰ ζήσουν χωρὶς τὸν ἑαυτό τους. Ἀλλὰ ὅποιος χάσει τὸν ἑαυτό του, ἔχει χάσει τὴν εὐτυχία. Εὐτυχία δὲν εἶναι τὸ ζάλισμα, ποὺ δίνουν οἱ πολυμέριμνες ἡδονὲς καὶ ἀπολαύσεις, ἀλλὰ ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς καὶ ἡ σιωπηλὴ ἀγαλλίαση τῆς καρδιᾶς. Γι᾿ αὐτὸ εἶπε ὁ Χριστός: «Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως: οὐδὲ ἐροῦσιν, ἰδοὺ ὧδε, ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ. Ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστι».
Ξέρω καλά, τί εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ ζοῦνε οἱ λεγόμενοι κοσμικοὶ ἄνθρωποι. Οἱ ἄνθρωποι, δηλαδή, ποὺ διασκεδάζουνε, ποὺ ταξιδεύουνε, ποὺ ξεγελιοῦνται μὲ λογῆς-λογῆς θεάματα, μὲ ἀσημαντολογίες, μὲ σκάνδαλα, μὲ τὶς διάφορες ματαιότητες. Ὅλα αὐτά, ἀπὸ μακριὰ φαντάζουνε γιὰ κάποιο πρᾶγμα σπουδαῖο καὶ ζηλευτό! Ἀπὸ κοντά, ὅμως, ἀπορεῖς γιὰ τὴν φτώχεια ποὺ ἔχουνε, καὶ τὸ πόσο κούφιοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ξεγελιοῦνται μὲ αὐτὰ τὰ γιατροσόφια τῆς εὐτυχίας. Βλέπεις δυστυχισμένους ἀνθρώπους, ποὺ κάνουνε τὸν εὐτυχισμένο! Κατάδικους, ποὺ κάνουνε τὸν ἐλεύθερο! Ἄδειοι ἀπὸ κάθε οὐσία! Τρισδυστυχισμένοι! Πεθαμένη ἡ ψυχή τους! Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀνύπαρκτη καὶ ἡ «εὐτυχία» τους! Τελείως ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ!
Ἀλλὰ πῶς νὰ γίνει ψωμί, σὰν δὲν ὑπάρχει προζύμι; Καὶ πῶς νὰ μὴν εἶναι ὅλα ἄνοστα, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἁλάτι;
Μὴ φοβᾶσαι, ἀδελφέ μου, νὰ μείνεις μοναχὸς μὲ τὸν ἑαυτό σου! Μὴ καταγίνεσαι ὁλοένα μὲ χίλια πράγματα, γιὰ νὰ τὸν ξεχάσεις! Γιατὶ ὅποιος ἔχασε τὸν ἑαυτό του, κάθεται μὲ ἴσκιους καὶ μὲ φαντάσματα μέσα στὴν ἔρημό του θανάτου. Ἀγάπησε τὸν Χριστὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, περισσότερο ἀπὸ τὶς πεθαμένες σοφίες τῶν ἀνθρώπων. Περισσότερο ἀπὸ κάθε τιμὴ καὶ δόξα ἐτούτου τοῦ κόσμου. Καὶ μοναχὰ τότε, θὰ χαίρεσαι σὲ κάθε ὥρα τῆς ζωῆς σου. Κανένας δρόμος δὲν βγάζει στὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς, παρὰ μόνο ὁ Χριστός, ποὺ σὲ καλεῖ πονετικὰ καὶ ποὺ σοῦ λέγει: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδός».

από την συλλογή Μυστικά Άνθη

Δευτέρα, Ιουνίου 19, 2017

Νήφωνας ο Κελλιώτης




Χρήστου Γιανναρά

(ἀνώνυμο συναξάρι)
Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του ὁ Πορφύρης ἤτανε δώδεκα χρονῶ. Εἶδε ποὺ φέρανε ἀπὸ τὸ χωράφι τὸ ξυλιασμένο κορμί, τυλιγμένο σὲ μιὰ κουβέρτα. Μαζεύτηκε τὸ χωριό, εἴπανε πὼς τὸν χτύπησε τὸ μουλάρι στὰ νεφρά.

Ἡ μάνα τοῦ Πορφύρη εἶχε ὀχτὼ παιδιά. Ἔκλαψε τὸν σκοτωμένο μέρες καὶ νύχτες- ὅσο μποροῦν νὰ κλάψουν δυὸ μάτια ἀνθρώπινα. Ὕστερα ἦρθε ὁ παπὰς στὸ σπίτι, νὰ κουβεντιάσουν μὲ τὴ μάνα γιὰ τὰ παιδιά. Εἴπανε, νὰ κρατήσει ἡ χήρα τὰ μισά, τ' ἄλλα μισὰ νὰ βροῦν ἀλλοῦ ψωμί.

Ὁ παπὰς ἔστειλε τὰ δυὸ μεγάλα ἀγόρια στὴ χώρα, στὴ δούλεψη τοῦ Δεσπότη. Ἴσως ἀργότερα νὰ πήγαιναν καὶ στὸ σχολειό. Τὴ μικρὴ ἀδερφούλα, τὴ Λενίτσα, ἕνα σγουρόμαλλο ἀγριμάκι, τὸ πῆρε ἡ ἀδερφὴ τοῦ μακαρίτη, στὸ διπλανὸ χωριό. Καὶ γιὰ τὸν Πορφύρη, ἀποφάσισαν νὰ πάει λίγα χρόνια στὸ Ὄρος, στὸν ἀδερφὸ τῆς μάνας, τὸν καλόγερο κι ἀργότερα ἂν θέλει νὰ γίνει παπάς.

Ἔτσι ξεκίνησε ὁ Πορφύρης γιὰ τὸ Ὄρος. Ἡ μάνα ἑτοίμασε ἕνα μπογαλάκι ροῦχα καὶ λίγο παξιμάδι γιὰ τὸ δρόμο. Φίλησε τὸν Πορφύρη κι ὁ Πορφύρης ἔκλαιγε. Ἔκλαιγε κι ἡ μάνα, γιατί αὐτὸς ὁ γιὸς ἦταν ὁ πιὸ ἀγαπημένος. Ὕστερα ὁ παπὰς τὸν πῆγε στὴν Ἀρναία-δὲν ἦταν μακριά. Βρῆκε μιὰ συντροφιὰ προσκυνητὲς καὶ τοὺς παράδωσε τὸν Πορφύρη. 

Ὁ δρόμος γιὰ τὸ Ὄρος πήγαινε τότε ἀπὸ τὴν ξηρὰ κι ἦταν λιθόστρωτος, ἀπὸ τὴν Ἱερισσὸ στὴ Λαύρα. Ὁ Πορφύρης χάζευε τὰ δάση, τὴ θάλασσα κι' ὅταν ἔφτασαν στὸ Ὄρος θαύμαζε τὰ μεγάλα μοναστήρια καὶ τὶς ἐκκλησιές.

Ἀλλὰ ὁ θεῖος του, ὁ καλόγερος, δὲν ἦταν σὲ μοναστήρι, ἦταν ἀπὸ τοὺς αὐστηροὺς καὶ ζοῦσε στὴν ἔρημο. Ὅταν κάποτε ἔφτασε ὁ Πορφύρης ὥς ἐκεῖ, εἶδε ἕνα δίπατο καλύβι, χτισμένο ἄκρη στὸ βράχο. Μπροστὰ γκρεμός, στὸ πλάι γκρεμός, μόνο στὸ πίσω μέρος εἶχε μονοπάτι. Ὁ γέροντας τὸν ἔστησε μπροστά του, τὸν κοίταξε ἴσα στὰ μάτια, εἶπε πὼς μοιάζει τοῦ πατέρα του. Εἶδε καὶ τὸ παιδὶ τὸν γέροντα, ποὺ ἔμοιαζε τῆς μάνας ἔτσι ψηλός, μὲ ρουφηγμένο πρόσωπο καὶ μεγάλη γενειάδα. Ἦταν κι ἕνας διάκος, ὑποταχτικός, στὸ καλύβι. Στρώσανε στὸν Πορφύρη γιὰ νὰ κοιμηθεῖ, μία κουρελοὺ γιὰ στρῶμα καὶ δυὸ κουβέρτες γιὰ σκέπασμα. Ἦρθε ἡ νύχτα καὶ τὸ παιδὶ φοβότανε, τόση ἐρημιὰ στὸν τόπο καὶ τόσο σκοτάδι. Ἔπιασε νὰ κλαίει κρυφά, μέχρι ποὺ ἀποκοιμήθηκε.

Ἔτσι ὁ Πορφύρης μπῆκε στὴ ζωὴ τῶν καλόγερων. Τοῦ φόρεσαν ἕνα ρασάκι κι ἕνα σκοῦφο. Ἔμεινε ἀκούρευτος κι ὅταν τρίχωσε τὸ πρόσωπό του ἄρχισε νὰ φτιάχνει γένι. Ἔμαθε ὅλες τὶς δουλειὲς καὶ τὶς ἔκανε πρόθυμα. Ἄναβε τὴ φωτιά, ψευτομαγέρευε, ἔφερνε νερό, μάζευε καὶ τὸ βρόχινο.

Στὸ καλύβι τοῦ γέροντα δὲν κοιμόντουσαν τὴ νύχτα. Ὅταν σκοτεινίαζε, ὁ καθένας στὸ κελλὶ του ἔλεγε τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. μετρώντας τοὺς κόμπους στὸ κομποσκοίνι. Ὁ γέροντας δίδαξε καὶ τὸ παιδὶ νὰ λέει τὴν εὐχή. Τέσσερις ὧρες ἀπὸ τὴ δύση τοῦ ἥλιου, διάβαζαν τὰ γράμματα. Τελείωναν μὲ τὴν πρώτη αὐγή. Ὕστερα ἀναπαύονταν λίγες ὧρες. Τὴ μέρα πελέκαγαν μικροὺς ξύλινους σταυροὺς καὶ φρόντιζαν δυὸ μέτρα περιβολάκι μὲ κουκιὰ καὶ δυὸ μυγδαλιές. Μαγέρευαν κουκιά, ρεβύθια καὶ στὶς γιορτὲς κανένα ψάρι ἀπὸ τὴ θάλασσα.

Τὰ χρόνια περνοῦσαν κι ὁ Πορφύρης δὲν ἔδειξε ποτὲ κόπο ἢ ἀντίρρηση. -Ἔλα ἐδῶ Πορφύρη! -Εὐλογεῖτε γέροντα. -Τρέξε ἐκεῖ Πορφύρη! -Εὐλογεῖτε γέροντα. Τὸ πρόσωπό του στέγνωσε καὶ σοβάρεψε, σὰ νὰ μὴν ἦταν πρόσωπο παιδιοῦ. Οἱ ἀναμνήσεις ἀπομεναν μέσα του μάκρυνες, λίγο τὴ μάνα του θυμόταν, ἄλλη γυναίκα δὲν ἤξερε, αὐτὴν καὶ τὴν Κυρία Θεοτόκο, καὶ συχνὰ κοιτάζοντας τὴν εἰκόνα τὶς μπέρδευε. Ἄνθρωπος κοσμικὸς δὲν ἔφτασε ποτὲ στὸ καλύβι, οὔτε ξυλοκόπος, μόνο τοὺς καλόγερους ἔβλεπε στὸ πέρα κονάκι, ὅταν πήγαινε τοὺς σταυροὺς κι ἔπαιρνε τρόφιμα.

Ἔτσι ἔγινε εἴκοσι χρονῶ ὁ Πορφύρης κι ὁ γέροντας εἶπε πὼς εἶναι καιρὸς νὰ πάρει τὴ δωρεὰ τοῦ μεγάλου καὶ ἀγγελικοῦ σχήματος. Τὸν κάνανε λοιπὸν μοναχό, μεγαλόσχημο. Τοῦ ἄλλαξαν τὸ ὄνομα, τὸν εἴπανε Νήφωνα. Ὁ Πορφύρης ἀπόμεινε μέσα στὶς ἀναμνήσεις μαζὶ μὲ τὴ μορφὴ τῆς μάνας καὶ τὸ κορμὶ τοῦ πατέρα τυλιγμένο στὴν κουβέρτα. Ἄλλο τίποτα δὲν ἄλλαξε στὴ ζωή του, μόνο ποὺ φόρεσε τὰ σημάδια τοῦ μεγαλόσχημου I(ησοῦς, Χ(ριστὸς) ΝΙ(κᾶ), στὴ μέση ἕνας σταυρὸς πάνω στὸ κρανίο τοῦ Ἀδάμ. Τ(οῦτο) Σ(ημεῖον) Φ(οβερὸν) Δ(αίμοσι). 


Στὴν ἄκρη τοῦ βράχου οἱ μέρες κι οἱ νύχτες κυλοῦσαν καθὼς τὸ βρόχινο νερό. Ὁ γέροντας κατάπεσε, σέρνονταν τὸ βῆμα του κι ἡ φωνὴ ἀδυνάτισε. Τότε ἦταν ποὺ ἔφτασε στὸ καλύβι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν κόσμο, ἕνας ἀρχιμανδρίτης, πρωτοσύγκελλος, μὲ σιδερωμένο ράσο κι ἄσπρα μανικέτια. Τὸν κέρασαν σῦκα καὶ ρακί. Ἔμεινε μαζί τους καὶ στὴν ἀγρυπνία. Τὸ πρωὶ ξεμοναχίασε τὸ Νήφωνα, ρωτοῦσε τὰ χρόνια του καὶ τὰ γράμματα ποὺ ξέρει. -Νὰ τὸν πάρω στὴν πόλη; εἶπε στὸ γέροντα. Θὰ πάει στὴ Σχολὴ νὰ βγεῖ κληρικός. - Ὅ,τι πεῖ μονάχος του, ἀπάντησε ὁ γέροντας. Κι ὁ Νήφωνας εἶπε ὄχι, χωρὶς κι ὁ ἴδιος νὰ ξέρη γιατί, μόνο ποὺ εἶπε "ὄχι".

Δὲν πέρασαν μέρες πολλὲς καὶ κάποια νύχτα ὁ γέροντας ἄφησε στὴ μέση τὴν ἀγρύπνια του. Ξάπλωσε στὰ στρωσίδια κι ὅταν ὁ ἥλιος ψήλωσε τὸ πρόσωπό του ἦταν λευκό, σὰν τὴ γενειάδα του. Δὲ σάλεψε. Ἦρθε ὁ παπὰς ἀπὸ τὴ σκήτη, τὸν δίπλωσαν στὸ ράσο, τὸν ἔρραψαν μέσα στὸ ράσο, καὶ τὸν ἀπόθεσαν στὴ ρίζα τῆς μυγδαλιᾶς, δίπλα στὸ περιβολάκι. Ὁ Νήφωνας μάζεψε ἀγριολούλουδα καὶ στόλισε τὸ σταυρό. Ἔφτιαξε κι ἕνα καντύλι γιὰ τὸν τάφο μὲ τὸ περισσευούμενο ποτήρι τοῦ γέροντα.

Ὁ καινούργιος γέροντας ἤτανε δύστροπος, εἶχε ρευματισμοὺς καὶ θύμωνε, τάβαζε μὲ τὸ Νήφωνα. Ὁ Νήφωνας δὲν ἦταν πιὰ παιδί, μὰ δὲ γύρισε ποτὲ λέξη στὸ γέροντα. Πέρασαν οἱ δυό τους δέκα χρόνια ζωῆς. Στὸ τέλος τῶν δέκα χρόνων ἦρθε ὁ δεύτερος ἐπισκέπτης στὸ καλύβι. Ἦταν ὁ ἀδερφὸς τοῦ Νήφωνα, εἶχε γίνει στὴν πόλη παπάς. Ὁ Νήφωνας τοῦ φίλησε τὸ χέρι κι ἐκεῖνος τὸν φίλησε στὸ μέτωπο. Ἦταν παντρεμένος, εἶχε καὶ τρία παιδιά. Τοῦ εἶπε γιὰ τὴ μάνα, ποὺ εἶχε πεθάνει πρὶν πέντε χρόνια. Τοῦ εἶπε καὶ γιὰ τὴν ἀδερφούλα, τὴ μικρὴ μικρή, τὴ Βάγγω, ποὺ εἶχε πεθάνει μὲ τὸ Δάγκειο. Ἡ Λενίτσα ἦταν παντρεμένη στὸ χωριό, ὁ ἄλλος ἀδελφὸς βγῆκε γιατρὸς καὶ ζοῦσε στὴν πόλη, ἔμεναν κι ἄλλοι δύο, oἱ πιὸ μικροί, ποὺ τελείωναν τώρα τὸ γυμνάσιο. Ὁ Νήφωνας χάραξε στὴ μέση ἕνα χαρτί. Ἔγραψε στὴ μιὰ τοὺς ζῶντες, στὴν ἄλλη τοὺς τεθνεῶτες. Ἔβαλε πρῶτο τὸν γέροντα, ὕστερα τὸν πατέρα, τὴ μάνα καὶ τὴ μικρὴ Εὐαγγελία. Μὰ καὶ οἱ ζῶντες ἦταν στὴ μνήμη του τόσο μακρινοί, συχνὰ δὲ μποροῦσε νὰ τοὺς ξεχωρίσει μεσ' στὴ σκέψη του.

Ὕστερα κι ἀπ' αὐτὰ ὁ Νήφωνας πῆρε εὐχὴ ἀπὸ τὸ γέροντα νὰ φύγει γιὰ τὰ Καρούλια. Εἶχε πεθάνει ἕνας ρῶσος ἀσκητὴς κι ὁ Νήφωνας πῆρε τὸ κελλάκι του. Ἦταν χτισμένο καταμεσῆς στὸν κατακόρυφο βράχο, στὸ κοίλωμα μιᾶς σπηλιᾶς. Ἐκεῖ ἔζησε τὰ ὑπόλοιπα χρόνια του ὁ Νήφωνας. Κατέβαινε τὸ βράχο κρατημένος ἀπὸ τὴν ἁλυσίδα, πατώντας σ' ἀσήμαντες προεξοχὲς τῆς πέτρας, πάνω ἀπ' τὴ θάλασσα. Τὸ κελλὶ εἶχε μιὰ πορτούλα στὸ πλάγι, μπροστὰ ἕνα παραθύρι, τὸ ἄνοιγες κι ἔχασκε ἀπὸ κάτω τὸ χάος τοῦ γκρεμοῦ. Τὸ χειμώνα ἡ θάλασσα βόγκαγε σὰν πληγωμένο θεριό. Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα τὰ χρόνια δὲ μετριοῦνται. Ὁ Νήφωνας ἦταν λευκός, κατάλευκος κι ὁλοένα περσότερο κυρτωμένος. Οἱ νύχτες κυλοῦσαν ἄγρυπνες κι οἱ μέρες κουραστικές. Τώρα σκάλιζε λιγώτερους σταυρούς, ἔτρωγε λιγώτερο παξιμάδι καὶ τὰ κουκιὰ δὲν τάβραζε στὴ φωτιά, μόνο ποὺ τὰ μούσκευε γιὰ νὰ ξεφλουδίζουν. Μάζευε τὴ βροχὴ μὲ τὸ λούκι σ' ἕνα πιθάρι καὶ τὸ νερὸ εὐωδίαζε σὰν ἁγιασμός. Τὸ πρόσωπο τοῦ γέροντα ἦταν ἤρεμο κι ἔνοιωθε χαρούμενος, ὅσο ποτὲ ἄλλοτε δὲν εἶχε νοιώσει στὴ ζωή. Τὴν Κυριακὴ σκαρφάλωνε στὸ βράχο, ν' ἀνέβει στὰ Κατουνάκια νὰ λειτουργηθεῖ, νὰ κοινωνήσει. Τὶς ἄλλες μέρες διάβαζε μόνος του τὰ γράμματα, ὅπως πάντα. Ἔλεγε καὶ τὴν εὐχή, ἀσταμάτητα. Τὰ καράβια περνοῦσαν ἀλάργα, μὰ δὲν ἤξερε νὰ φανταστεῖ τὸν κόσμο καὶ τοὺς ἀνθρώπους, μόνο ποὺ ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ στὰ καράβια ποὺ περνοῦσαν, νάχουν ταξίδι καλό.

Εἶχε ἀκόμα κι ἐκεῖνο τὸ χαρτὶ μὲ τοὺς ζῶντες καὶ τοὺς τεθνεῶτες καρφωμένο κάτω ἀπὸ τὶς εἰκόνες του. Μόνο ποὺ τώρα δὲ μποροῦσε νὰ ξέρη πιὰ πόσοι ἀπὸ τοὺς ἀγαπημένους ζοῦν καὶ πόσοι ἔφυγαν. Γι' αὐτὸν ἤτανε ὅλοι ζωντανοὶ καὶ τοὺς μνημόνευε στοὺς ζῶντες. Ἀκόμα καὶ τὸν πατέρα του ποὺ τὸν εἶδε τυλιγμένο στὴν κουβέρτα, ἀκόμα καὶ τὸ γέροντα, ποὺ τὸν ἔθαψε μὲ τὰ χέρια του.

Ὁ Νήφωνας ἔφυγε τὴ Λαμπρή.

Εἶχε ἀνεβεῖ στὰ Κατουνάκια νὰ λειτουργηθεῖ. Ἔστησε τὴ λαμπάδα του ἀναμμένη στὸ στασίδι, προχώρησε στὸ ἅγιο Βῆμα καὶ κοινώνησε. Ὕστερα γύρισε στὸ στασίδι, σταύρωσε τὰ χέρια κι ἔγειρε τὸ κεφάλι. Μερικοὶ εἶπαν πὼς τὸν εἶδαν νὰ χαμογελάει. Ἡ λαμπάδα ἔκαιγε δίπλα του. Οἱ μοναχοὶ τὸν σήκωσαν, τὸν ἔρραψαν στὸ ράσο του καὶ τὸν κατέβασαν στὰ Καρούλια. Λίγα μέτρα ἀπὸ τὸ κελλί του, σ' ἕνα μικρὸ κοίλωμα τοῦ βράχου, ἔσκαψαν καὶ τὸν ἀπόθεσαν ν' ἀναπαυτεῖ. Τὸν ἔβαλαν ἔτσι, σὰ νὰ κοιτάζει τὸ πέλαγο. Στὸ βράχο εἶχαν φυτρώσει ἀγριολούλουδα. Βρῆκαν μέσ' στὸ κελλί του καὶ τὸ σταυρὸ ἕτοιμο. Τὸν εἶχε φτιάξει ὁ ἴδιος «Νήφων μοναχὸς» ἔγραφε. Εἶχε χαράξει μόνος του τ' ὄνομά του στὰ δίπτυχα τῶν ζώντων. 


εδώ

Ο άγιος Γαβριήλ από την Γεωργία, οι αιρετικοί και οι αλλόθρησκοι

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΑΙ ΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ 
 



Μια φορά πήγαν στον Γέροντα δύο γυναίκες Μάρτυρες του Ιεχωβά. Τις έστειλαν για να δουν αν ο π. Γαβριήλ θα τις έφερνε στην οδό της αληθείας. Όταν μπήκαν στο κελί, ο π. Γαβριήλ, με ένα μυστηριώδες ύφος στη φωνή του, φώναξε:

— Ήρθε το χαλάζι και βρήκε την πέτρα!

Μετά άρχισε να κλαίει για πολλή ώρα. Οι γυναίκες, μην αντέχοντας άλλο, τον ρώτησαν γιατί έκλαιγε.

— Πώς να μην κλαίω; Για όλους τους χριστιανούς η πόρτα της Βασιλείας των Ουρανών είναι ανοιχτή, όμως εγώ από τις αμαρτίες μου δεν μπορώ να μπω! Κι αυτοί οι Ιεχωβάδες, πέντε εκατομμύρια στον κόσμο, λένε ότι θα σωθούν μόνο 144 χιλιάδες. Αυτοί έχουν πιάσει όλες τις θέσεις, κι εμένα ποιος θα με βάλει μέσα;

Οι γυναίκες τα έχασαν. Δεν ήξεραν τι ν' απαντήσουν. Ύστερα τους μίλησε για την πλάνη στην οποία βρίσκονταν, τους δίδαξε την ορθή πίστη και, τέλος, έγιναν μοναχές στο μοναστήρι Μπόδμπε.

Η Μτσχέτα και η γύρω περιοχή είναι γεμάτη με εκκλησίες και μοναστήρια, όπου οι προσκυνηματικές εκδρομές είναι συνηθισμένες. Μια μέρα η αυλή του μοναστηριού Σαμτάβρο γέμισε παιδικές φωνές. Η ανυπόμονη φύση των παιδιών τα έκανε να τρέχουν παντού. Οι δάσκαλοι δυσκολεύονταν να τα συμμαζέψουν. Ένα μόνο παιδί στεκόταν παράμερα. Πλησίασε την πόρτα της εκκλησίας, γύρισε αμέσως προς την πύλη για να βγει, και μετά πάλι, σαν κάποιος να το τραβούσε πίσω, κοίταζε την εκκλησία με βουρκωμένα μάτια. Ο π. Γαβριήλ καθόταν πάνω στις σκάλες και τα παρακολουθούσε όλα. Ξαφνικά έβαλε μια δυνατή φωνή και τα παιδιά από την τρομάρα τους μπήκαν στο ναό. Τότε ο Γέροντας είπε στην Ταμάρη που ήταν δίπλα του:

— Το παιδί αυτό που κάθεται μόνο του είναι Ιεχωβάς, όπως και οι γονείς του. Και βλέπεις τι κάνει ο Πονηρός; Δεν το αφήνει να μπει στην εκκλησία! Αλλά ούτε η χάρις του Κυρίου το αφήνει να βγει έξω.

Τότε ο Γέροντας το σταύρωσε, και το παιδί, σαν να ελευθερώθηκε από βαριές αλυσίδες, ξέγνοιαστο και χαρούμενο, μπήκε στο ναό. Αφού όλα τα παιδιά προσκύνησαν, βγήκαν ήρεμα από την εκκλησία. Ο π. Γαβριήλ, γελώντας, είπε τότε στην Ταμάρη:
— Ήρθαν αγριοκάτσικα και φεύγουν αρνιά!

Ο π. Γαβριήλ δεν επέτρεπε στα πνευματικά του παιδιά να μιλάνε με αιρετικούς γιατί έτσι άνοιγαν επικοινωνία με το κακό. Μια μέρα, δύο Ιεχωβάδες πήγαν σε ένα γειτονικό μου σπίτι κι οι γείτονες κάλεσαν εμένα να τους μιλήσω. Τους μίλησα, αλλά αυτοί δεν ήθελαν να καταλάβουν τίποτα. Εγώ βιαζόμουν να πάω στον π. Γαβριήλ και τους άφησα. Στον Γέροντα δεν έκανα λόγο καθόλου γι' αυτό. Κάποια στιγμή όμως μου είπε:

— Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα να κάνεις κήρυγμα στους Ιεχωβάδες; Δεν είσαι απόστολος. Όποιος επιτρέπει σε αιρετικό να μπει στο σπίτι του, για να του μιλήσει για την ορθή πίστη, βάζει μέσα τον Πονηρό, και πώς μετά θα βγει από εκεί; Εσύ είχες καμιά ευλογία από ιερέα να κάνεις κήρυγμα; Όταν μιλάς με αιρετικούς, πρέπει να αποκαλύπτεις τα λάθη τους. Όμως εσύ άρχισες να μιλάς αλαζονικά, λέγοντας πως εμείς οι Ορθόδοξοι είμαστε πιο δυνατοί. Έτσι οδηγήθηκες από τον Πονηρό στην αμαρτία της περηφάνιας. «Μη δώτε το άγιον τοις κυσί μηδέ βάλητε τούς μαργαρίτας υμών έμπροσθεν χοίρων, μηδέ καταπατήσωσιν αυτούς έν τοις ποσίν αυτών καί στραφέντες ρήξωσιν υμάς».

Στους αιρετικούς δεν κάνει να μιλάς, γιατί τους δίνεις αφορμή να βλασφημούν περισσότερο τον Κύριο. Αν ο μουσουλμάνος τηρεί τις δέκα εντολές, θα τον 
ευλογήσει ο Θεός και θα του φανερώσει το δρόμο προς την αλήθεια και έτσι θα στραφεί προς την Ορθοδοξία. Όπως ο απόστολος Παύλος που τηρούσε τις εντολές της Παλαιάς Διαθήκης ειλικρινά, καρδιακά και όχι φαρισαϊκά. Κι ο Θεός τον ελέησε και τον ξεχώρισε.

Σ' ένα πυκνό δάσος ζούσε μια φυλή. Οι άνθρωποι αυτοί, όταν χρειαζόταν, έφερναν βροχή με την προσευχή τους κι ότι άλλο ζητούσαν ο Θεός τούς το ικανοποιούσε. Στο τέλος τους έστειλε και δύο ιεραποστόλους, οι οποίοι όταν είδαν τα θαυμαστά που συντελούνταν απόρησαν και είπε ο ένας στον άλλον: «Βλέπεις αυτοί πόσα μεγάλα θαύματα κάνουν μόνοι τους; Αυτοί δεν προσκυνούν τον ήλιο, το φεγγάρι και τ' άλλα είδωλα, αλλά προσεύχονται ενώπιον Εκείνου που δημιούργησε τον ήλιο, το φεγγάρι, τον ουρανό και όλα. Ο Θεός βλέπει την καθαρή καρδιά τους και γι' αυτό ακούει τις παρακλήσεις τους. Γι' αυτό έστειλε και μας εδώ, για να κηρύξουμε την αλήθεια και να τους βαπτίσουμε. Το γράφει το Ευαγγέλιο: "Ζητείτε και εύρήσετε"».

Μια φορά έτυχε να περπατήσω στις παλιές περιοχές της Τιφλίδας. Προσπέρασα τους αρμένικους ναούς και μέσα μου τους κατηγόρησα ως αιρετικούς. Στη συνέχεια, επισκέφτηκα τον Γέροντα. Κάθισα αλλά δεν του είπα τίποτα. Εκείνος όμως είπε:

— Ναι, αλλά τι σου φταίει το Ετσμιαδζίνι; Όπως για μας είναι το Σβετιτσχοβέλι, έτσι γι' αυτούς είναι το Ετσμιαδζίνι. «Ετσμιαδζίνι» σημαίνει «Ένας που ήρθε». Εκεί εμφανίστηκε ο Θεός, και είναι σπουδαίο και άγιο μέρος. Και πού ξέρεις πότε χτίστηκαν αυτοί οι ναοί; Μήπως τους έχτισαν πριν γίνουν οι Αρμένιοι μονοφυσίτες;

Ο ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΣΕ ΜΙΑ ΣΥΝΑΓΩΓΗ, Σ’ ΕΝΑ ΤΖΑΜΙ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΒΑΠΤΙΣΤΕΣ 
ΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΘΡΗΣΚΟΙ

Ο π. Γαβριήλ συχνά επισκεπτόταν ανθρώπους που είχαν διαφορετική θρησκευτική αντίληψη. Προσπαθούσε σε όλους να μοιράσει χάρη και να τους οδηγήσει στην αληθινή πίστη. Διηγείται ο ίδιος:

«Μια φορά, ντυμένος όπως ήμουν με το μοναχικό μου σχήμα, πήγα στη Συναγωγή. Στην είσοδο κρεμόταν ένα μεγάλο πορτρέτο του Μωυσή. Τον προσκύνησα. Αυτό άρεσε στους παρευρισκομένους. Ο Μωυσής ήταν ένας μεγάλος προφήτης κι εγώ του απέδωσα τον οφειλόμενο σεβασμό. Μπήκα την ώρα που διάβαζαν τη Βίβλο. Ήταν λίγοι και με κοίταζαν με έκπληξη.
Άρχισα να κάνω κήρυγμα, κι όταν άκουσαν για τον Χριστό φώναξαν τον αρχιερέα τους. Βγήκε αλλά δεν με σταμάτησε. Ύστερα με κάλεσε στο γραφείο του. Άκουσε με πολύ ενδιαφέρον και προσοχή όσα έλεγα για τον Χριστό. Τέλος, με ευχαρίστησε και έτσι αποχωριστήκαμε.
Πήγα και σ' ένα τζαμί. Απέξω μια παρέα μουσουλμάνων κάθονταν κι έπιναν τσάι. Όταν με είδαν, σηκώθηκαν και με κάλεσαν με σεβασμό στο τραπέζι τους. Εκεί κήρυξα μόνο για την αγάπη και χωρίσαμε γλυκά. Πήγα και στους Βαπτιστές αλλά δεν με δέχτηκαν. Όταν με είδαν, εκνευρίστηκαν, φώναξαν τον πάστορα τους και με έδιωξαν».

Ο π. Γαβριήλ, όταν μιλούσε για αιρετικούς ή πιστούς άλλων θρησκευμάτων, τόνιζε πάντοτε ότι πρέπει να επιδεικνύουμε την ίδια αγάπη σε όλους. Μια μοναχή του είπε κάποια φορά:

— Μίλησα με έναν αιρετικό. Οργίστηκα τόσο πολύ όταν με έβρισε, που νομίζω πως αμάρτησα.

Ο π. Γαβριήλ τότε της απάντησε γλυκά:

— Δεν είναι πέτρινη η καρδιά σου για ν' ακούς αδιάφορα να σε βρίζουν για την πίστη σου. Αν δεν είσαι αγνός και άκακος σαν μικρό παιδί, δεν θα μπεις στη Βασιλεία των Ουρανών. Όχι όμως να έχεις και το μυαλό ενός μικρού παιδιού!

Ενώ σε άλλη μοναχή είχε πει:

— Θα έρθει εποχή που θα σας οδηγούν κοσμικοί άνθρωποι. Μακάρι να μου έρθει κάποιος αιρετικός ή Βαπτιστής ή Μάρτυρας του Ιεχωβά. Θα τους βάλω να καθίσουν, θα τους ταΐσω και θα τους διδάξω τον καλό λόγο. Αλλά εγώ δεν θα φάω μαζί τους. Δεν θα καθίσω με απίστους. Κι αν έρθει κάποιος, εσύ μη σηκώνεσαι. Μη δώσεις τη θέση σου. Άφησε τον να καθίσει με τον εαυτό του. Δεν πήγες εσύ, αυτός ήρθε και κάθισε δίπλα στους πιστούς. Γι' αυτόν θα σηκωθούν όλοι;
 
ΕΡΩΤΗΜΑ - Γιατί οι Εβραίοι δεν κατάλαβαν ότι ο Χριστός ήταν ο Θεός;" 

Γιατί οι Εβραίοι δεν κατάλαβαν ότι ο Χριστός ήταν ο Θεός;

— Το κατάλαβαν. Αυτοί όμως επιθυμούσαν τη δόξα αυτού του κόσμου, γι' αυτό και δεν Τον δέχτηκαν. Κι ο Θεός τους έκρυψε τον τάφο του προφήτη Μωυσή, για να μην τον καταστήσουν Θεάνθρωπο.

Ύστερα από ολιγόλεπτη σιωπή, πρόσθεσε:

— Σε κάθε λαό ο Θεός έδωσε τον δικό του Μωυσή. 


http://trelogiannis.blogspot.gr/

Ο άγιος Ιούδας και η προσευχή στο όνομα του



Ο άγιος Ιούδας ο απόστολος, ονομάστηκε Θεάδελφος, γιατί κατά την αρχαία αποστολική παράδοση της Εκκλησίας μας, υπήρξε αδελφός του αγίου αδελφοθέου Ιακώβου και συγγενής του Κυρίου. Ονομάζεται δε στα ευαγγέλια και Θαδδαίος ή Λεββαίος, πού σημαίνει ανδρείος, για την γενναιότητα του χαρακτήρα του.Αυτή του η ονομασία ή μετονομασία πιθανόν να έγινε από τον ίδιο τον Κύριο, όπως συνέβη και με τον Σίμωνα Πέτρο, πράξη πού σημαίνει την αλλαγή και μεταστροφή της ζωής του και την εξουσία του Θεού πάνω του. Η συνωνυμία του με τον εκ των εβδομήντα αποστόλων Θαδδαίο τον απόστολο, τον ταύτισε με πολλές αποστολικές πράξεις και γεγονότα, πού όμως δεν είναι πάντα ξεκάθαρο αν αναφέρονται στον θεάδελφο ή στον ελάσσονα Θαδδαίο. Κατά την παράδοση πέθανε από τοξοβόλους, στην πόλη Έμεσα της Συρίας.Κατέλιπε δε και την επιστολή την καθολική πού φέρει το όνομα του, με την οποία μας προειδοποιεί για ψευδαδέλφους και ψευδοπροφήτες.
Ο άγιος Ιούδας, συνδέθηκε εσχάτως με την περίφημη "προσευχή του Ιούδα του Θαδδαίου", πού όμως είναι λατινικής προέλευσης και αλλότριου χαρακτήρα με το ήθος και την πίστη μας. Δεν είναι η προσευχή μια μηχανιστική μαγική διαδικασία, κατά την οποία φτάνει να επαναλάβει κάποιος ιερές επικλήσεις με κάποιον συγκεκριμένο αριθμό,για να πετύχει το ποθούμενο. Ο άγιος απόστολος Ιούδας, ούτως ή άλλως, έχοντας και φυσική και πνευματική κυρίως συγγένεια με τον Χριστό, ως ένας των δώδεκα αποστόλων, έχει την ισχυρή μεσιτεία προς τον Θεό, για κάθε χριστιανό, πού βρίσκεται σε προβληματική θέση. Εκτός των άλλων, δεν είναι μόνον ο τρόπος της προσευχής, αλλά και τα ζητούμενα πού συνδέονται με τέτοιες πλάνες και πολύ συχνά και ταπεινά είναι και με αδιακρισία αιτούνται. Ο Χριστός από εμάς ζήτησε απλότητα ψυχής και καθαρότητα στην προσευχή και να μην αιτούμαστε ποταπές υποθέσεις,μα την βασιλεία του Θεού μέσα μας και όταν με ειλικρίνεια η προσευχή μας έχει ως κέντρο την βασιλεία του Θεού, και την καθαρότητα της ειλικρίνειας, τα πάντα, τα επί γης και εν ουρανώ θα προστεθούν σε μας αναμφίβολα.

Κυριακή, Ιουνίου 18, 2017

Τί είναι άραγε εκκλησιαστική εμπειρία;

Τί μου θύμισε το ΦΒ,ότι έγραφα σαν σήμερα το 2013:
"Τί είναι άραγε εκκλησιαστική εμπειρία; Οι καταρτισμένοι παπάδες, οι κατηχημένοι πιστοί; Λαμβάνουμε πολλά εκκλησιαστικά και πνευματικά περιοδικά μηνιαίως. Πόση θεωρία και πόσο υπέροχα λόγια. Άρα η επιμόρφωση μας συντείνει στο βίωμα; Υπάρχει μια ιστορία για έναν ιερέα πού κατέλυσε το φίδι μέσα από το Άγιο Ποτήριο.Η ιστορία δεν μας λέει αν ο ιερεύς ήταν καταρτισμένος ή ακατάρτιστος, εάν γνώριζε εδάφια από την Γραφή ή την ορθή λειτουργική πράξη.Μας λέει πώς ο ιερέας εκείνος πίστεψε πώς εντός του Ποτηρίου υπήρχε Σώμα και Αίμα Χριστού. Και κατέλυσε το φίδι μαζί με τα ιερά. Αυτό για μένα είναι εκκλησιαστική εμπειρία. Πού δεν μαθαίνεται σε ινστιτούτα κατάρτισης.Ανθεί στην καρδία..."

Προσπαθείστε να νιώσετε το μήνυμα του παρακάτω παπαδιαμαντικού διηγήματος:


Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Η ΣΥΝΤΕΚΝΙΣΣΑ

Διήγημα


      - Γεννήσατε;
          - Σπαργανίσαμε, συντέκνισσα.
      Ήτον γυνή απ’ τα βουνά, σύζυγος ποιμένος, του Θοδωρή του Τσολοβίκου, από εκείνας τας αρχαϊκάς, τις πρωτινές ή παλαιικές, καθώς τας έλεγαν. Είχε ζήσει εις τα ήμερα βουνά τα εγγύς της πολίχνης όπου ο παρείσακτος νεωτερισμός ακόμη δεν είχε ποδάρια δια ν’ αναρριχηθεί, ωνόμαζε το πιάτο πινάκι, την σουπιέρα λοπάδα, το μπαρμπούνι τριγλί, το τσεκούρι αξινάρι, την πουλάδα νοσσίδα, και την κουμπάρα, εις την οποία ωμίλει, την προσηγόρευε «συντέκνισσα». Πλην τούτων, είχεν άλλας τινάς αφελείς λεπτότητας και ευφημισμούς εις την γλώσσαν, και τον τοκετόν τον απεκάλει «σπαργάνισμα».
      Είχε κατέλθει εις την πολίχνην λίαν πρωί, με τον βαρύνάγριον χειμώνα του Δεκεμβρίου. Η χιων έπιπτεν όλην την νύκτα, και μέχρι της πρωίας. Το είχε «πασπαλώσει» εις τα βουνά, τώρα το «έστρωνε» και εις τον κάμπον, εις τα λιβάδια, επάνω εις τας στέγας και τα δώματα των οικιών, και κάτω εις τους δρομίσκους της μικράς πόλεως.
      Η γραία είχε διευθυνθεί εις του παπά το σπίτι. Ο παπα- Βαγγέλης ήτον ακόμα στην εκκλησιά, δεν είχε απολύσει η λειτουργία. Ήτον σαρανταήμερονπαραμοναί των Χριστουγέννων, και, κατά το έθος, η μυσταγωγία ετελείτο καθημερινώς εις τους ναούς. Όλ’ αι ενορίτισσαι του παπα-Βαγγέλη του εκουβαλούσαν στο σπίτι τα συνήθη «βλογούδια». Ήσαν δε ταύτα ψωμάκια ενσφράγιστα με το σημείον του Σταυρού, προσφερόμενα κατ’ οίκον εις τους ιερείς δια τας ψυχάς των τεθνεώτων, κατά την διάρκεια της Τεσσαρακοστής. Πολλαί ενορίτισσαι, αντί να φέρουν ψωμάκια, έφερον ένα σακκούλι αλεύρι, και τούτο επροτιμούσαν εν γένει οι παπαδιές. Όχι διότι θα επεθυμούσαν να «μβαίνουν σε κόπο», να ζυμώνουν, αλλά διότι τα βλογούδια ποτέ δεν εφτουρούσαν, κι εμοιράζοντο συνήθως εις τα πτωχά και τα ξυπόλυτα της γειτονιάς, όπως και τα κόλλυβα.
      Η περί ης ο λόγος γραία τσομπάνισσα, η Τσολοβίκαιναήτον από τες καλές ενορίτισσες. Προ ολίγων ημερών είχε φέρει εις την οικίαν του παπά, όπως κατ’ έτος εσυνήθιζεν, ογκώδη οπωσούν σάκκον με αλεύρι από εντόπιον σίτονπαραγωγήν από τους κόπους των ιδίων τέκνων της, και δια τον λόγον τούτον, ως και διότι ήτο συντέκνισσά της, απήλαυε της ευνοίας της παπαδιάς.
      - Θ’ αργήσ’ ου παπάς, συντέκνισσα;
      - Όπου είναι, έρχεται, κουμπάρα.
      Η συντέκνισσα είχε φέρει από το καλύβι, εντός καλάθου, μίαν φιάλην γεμάτην… όχι γάλα,αλλά καθαρόν νερόν, από το αγίασμα των Ταξιαρχών, το αναβλύζον υπ’ αυτό το ιερόν βήμα του εξοχικού ναΐσκου. Διηγήθη εν ολίγοις εις την πρεσβυτέραν ότι η κόρη της, η Κρατήρα, ήτις είχεν υπανδρευθεί προ τριών ετών, εγέννησε την νύκτα αυτήν το δεύτερον παιδί της, αγόρι. Εις την πρώτην γένναν, προ δύο ετών, είχε κάμει κορίτσι, το οποίον είχε ζήσει ολίγας ημέρας, και είχεν αποθάνει. Τώρα πλέον ας ήτον στερεωμένο και καλορρίζικο, να της ζήσει αυτό, αφού μάλιστα ήτον και αγοράκι. Η παπαδιά της είπε τας εγκαρδίους ευχάς της, και ούτε την ηρώτησε τι περιείχεν η φιάλη, η εντός του καλάθου, ήξευρε καλώς περί τίνος επρόκειτο.
      Συνήθειαν είχον αι γερόντισσαι ποιμενίδες του βουνού, όταν νεωτέρα τις μεταξύ τούτων εγέννα βρέφος εν καιρώ χειμώνος, εις το καλύβι, στα βουνά επάνω, και ο χειμών ήτο σφοδρός, όπως εφέτος, επειδή θα ήτον μεγάλος κόπος δια τον παπάν ν’ ανέλθει να δώσει την συνήθη ευχήν εις την λεχώνα, να γεμίζουν έν αγγείον νερόν, ή από το αγίασμα των Ταξιαρχών ή από το πλούσιον νάμα του Προφήτου Ηλιού, κατά το κατάμερον εις το οποίον έβοσκαν ή εκατοικούσαν αι οικογένειαι των αγροδιαίτων, και να το πηγαίνουν εις τον παπάν, κάτω εις την χώραν. Ο παπάς εφορούσε τότε το επιτραχήλι, άνοιγε το Ευχολόγιον, κι εδιάβαζεν επάνω εις την φιάλην του νερού τας «Ευχάς εις γυναίκα λεχώ». Η δε γερόντισσα έπαιρνε την φιάλην του νερού του διαβασμένου, επανέστρεφεν εν σπουδή, ταχύπους και ανυπόδητη, εις το βουνόν, εις το καλύβι, κι ερράντιζε με το ηγιασμένον νερόν την λεχώ, το βρέφος, την κλίνην, το λίκνον, την γυναίκα την εκτελέσασαν χρέη μαίας, αν τοιαύτη υπήρχε, και τους άλλους όσοι τυχόν παρέστησαν εις τον τοκετόν, ως και όλον τον θάλαμον. Ούτω εγίνετο ήσυχος ότι είχε την ευχήν της Εκκλησίας, και, με την βοήθειαν του Χριστού και της Παναγίας, παν κακόν έφευγε τότε μακράν. Υπήρχεν ευσέβεια και εις τα βουνά.

*  *  *

       Μετ’ ολίγον ήλθεν ο παπάς από την εκκλησίαν, ήκουσε την ιστορίαν από την συντέκνισσανέπιε την φασκομηλιάν του μ’ ένα μικρόν δίπυρον, είτα έβαλε το επιτραχήλι κι εδιάβασε τας ευχάς. Η γυνή έλαβε την φιάλην του νερού και απήλθε.
      Μετά δύο ημέρας, το δειλινόν του Σαββάτου, η γερόντισσα επανήλθε δρομαία. Είχε παύσει να χιονίζει, αλλά ψυχρός βορράς εφύσα επάνω εις τα χιονισμένα μέρη. Το χιόνι ήτον, όπως έλεγαν, μισό μπόι στα βουνά, ένα γόνα κάτω στην χώραν. Αλλά κατ’ ακρίβειαν, επάνω στα βουνά θα ήτον ως ένα γόνα, και ως μίαν πιθαμήν κάτω.
      Η συντέκνισσα είχεν έλθει ασθμαίνουσα, σχεδόν «ξεγλωσσασμένη», την ώραν που ο παπάς ητοιμάζετο να υπάγει στον εσπερινόν. Άρχισε να διηγείται:
      - Την άλλην φορά, σύντεκνε παπά, την ευχή σου να ’ευχαριστώ, μ’ εμάλωσες –μου ’πες πως δεν έκαμα καλά που έπιασα το παιδί και το βάφτισα μονάχη μου, στον αέρα, κι είπα «στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνέγματος», μα πως έπρεπε να το βαφτίσω σε μια λεκάνη με νερό… και μου ’πες πως το παιδί σαν απέθανε, δεν έπρεπε να ταφεί σ’ άγια χώματα, και δεν μπορούσες η αγιωσύνη σου, να ’ρθεις να το διαβάσεις. Τώρα, το παιδί αυτό, κινδυνεύει, δεν είναι καλά… Τους είπα, εγώ θα τρέξω κάτω στη χώρα να πω του παπά αν θέλει να ’ρθει, και σεις σαν ιδείτε πως δεν πάει το παιδί καλά, κι αργώ εγώ να γυρίσω, τότε να το βουτήξετε σε μια λεκάνη με χλιο νερό τρεις φορές, και να πείτε «στ’ όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνέγματος»... Είπα μια να πάρω το παιδί, να το τυλίξω καλά, και να σου το φέρω να το βαφτίσεις, παπά μου…μόνε φοβήθηκα μην τελειώσει στο δρόμο το παιδί, και πάει αβάφτιστο, και τότε θα το είχα στο λαιμό μου… Έτσι αποφάσισα να ’ρθω να σου ’πω, κι όπως πεις η αγιωσύνησου έτσι να γίνει… Έφερα και το γαϊδουράκι μαζί, μην τυχόν θέλεις για τα ιερά σου, και για καβάλα.
      Άμα ήκουσε την εξήγησιν της συντέκνισσας, η παπαδιά ακουσίως συνήψε τας χείρας και υπεψιθύρισε:
   - Πω, πω! θα κρυώσεις, παπά μου!
Ο παπάς εσκέφθη, προς στιγμήν, είτα είπεν:
-   Ας είναι· θα έλθω να το βαφτίσω.
Στραφείς εν σπουδή προς την πρεσβυτέραν είπε:
-       Στείλε, παπαδιά, το κλειδί, του παπά-Γιάννη, να πάει να διαβάσει εσπερινό, επειδή θα λείπω εγώ.. Φώναξε το παιδί…να πάει ως την εκκλησιά, να του δώσει ο παπά-Γιάννης το μικρό γυαλάκι με τ΄Άγιο Μύρο…
Είτα μεταμεληθείς όσον αφορά την αποστολήν του υιού του:
-       Όχι, μην τον στέλνεις, παπαδιά… μην του λες χαμπάρι... θα γυρεύει να μας ακλουθήσει, να ’ρθή μαζί μας… Θα πάω μοναχός μου καλύτερα… για να πάρω και τ’ Αρτοφόριο… για να το κοινωνήσουμε κιόλα, κατά τη βάφτιση, το παιδί.
Έβαλε εις μικρόν δισσάκιον μίαν δεσμίδα με τα παλαιά του άμφια, το Ευαγγέλιον, το μικρόν Ευχολόγιον, και το θυμιατόν.
-       Έχω το γαϊδουράκι, επανέλαβε και δευτέραν φοράν η συντέκνισσα. Φέρε να το φορτώσω, παπά. Καβαλικεύεις κι η αγιωσύνη σου.
-       Βλέπουμε· κουμπάρα, φόρτωσε τα ιερά, κι έλα ως την εκκλησιά με το γαϊδουράκι.
Η παπαδιά ανήσυχος τους έβλεπεν αναχωρούντας, αλλά δεν ετόλμα να εκφωνήσει παράπονον ή αντίρρησίν τινα, έκαμε την ανάγκην φιλοτιμίαν, και είπε:
   -  Τουλόου σ’ θα το βαφτίσεις, κουμπάρα;… Τι κρίμα, που δεν μπορώ κι εγώ να ’ρθω, να γίνω νουνά.
   -  Ας είσαι καλά, συντέκνισσα, είπεν η γραία. Μου έχεις βαφτίσει δυό παιδιά απ’ το λαιμό σου, και τα δυο ζούνε.. Τώρα εγώ θα κάμω τη νουνά.
   Επήγαν μέχρι του ενοριακού ναού, είτα εξεκίνησαν. Ο μικρός δεκαετής του παπά ευτυχώς δεν τους είχε μυρισθεί, επειδή έπαιζεν εκείνην την στιγμήν τις χιονιές μαζί με άλλα παιδιά. Άλλως θα έτρεχε κατόπιν τους, και θα ήθελε να τους συνοδεύσει εις την εκδρομήν, με όλον το ψύχος και τα χιόνια.
   Όταν εβγήκαν εις τα Λιβάδια, έξω του χωρίου, ο ήλιος έκλινε ταχύς, μέσω λευκών συννέφων, έλαμπαν τα χιόνια στα βουνά, εσφύριζεν ο άνεμος ανάμεσα στις κουμαριές και τα σχοίνια, όλα βαρυφορτωμένα από χιόνια, δέντρα και θάμνους και χαμόκλαδα. Ηκούετο ελαφρύς θρους χιόνος πιπτούσης εδώ κι εκεί. Το ονάριον επάτει ως επάνω εις βαμβάκια στρωμένα, έτρεχεν, έτρεχε κι ο παπάς καβάλα…Έτρεχε κι η συντέκνισσα απ’ οπίσω απ’ την ουράν, γνωρίζουσα με ελαφρά τινα επιφωνήματα και με μίαν βέργαν την οποίαν εκράτει, να κάμνει το υποζύγιον να τρέχει.
   Έτριζε το χιόνι υπό τα βήματα. Επήγαν από τον κάτω δρόμον, το ρέμα-ρέμα, όπου δεν είχε πιάσει πολύ το χιόνι. Πλησίον εις το ρεύμα του μικρού χειμάρρου, εις το αμμόχωμα, το χιόνι καθώς έπιπτενέλυωνε. Η συντέκνισσα έλεγεν:
         - Ο Χριστός μαζί μας!
        Ενόει το Άγιον Αρτοφόριον, το οποίον ο παπάς είχε βάλει εις τον κόλπον του, είτα το Άγιον Μύρον και τα ιερά σύμβολα, Ευαγγέλιον και Σταυρόν. Σαν ανηφόρισαν από το ρέμα, επήραν τον πλαγινόνδρόμον, εις το υπήνεμον, όπου επί μάλλον έτριζεν υπό τους πόδας το χιόνι. Πουλί δεν εκελαδούσε, μόνον κρωγμός κόρακος ηκούσθη, κάπου, σιμά εις ένα βράχον προκύπτοντα εις την οφρύν του βουνού, με μίαν σπηλιάν υποκάτω. Η συντέκνισσα επανέλαβε «Χριστός και Παναγιά!»
       Και η φωνή του κόρακος εσίγησε.
       Έφθασαν εις την κορυφήν του μικρού βουνού, ενύχτωνε. Χάσιμο φεγγαριού. Ολίγα άστρα έλαμπον άνω, εντός άχνης, ως κοσμήματα εις πέπλον χηρείας, και τα χιόνια κάτω αντέλαμπον εις την αστροφεγγιάν. Ηκούσθη μία φωνή αγριογάτου θρηνώδους. Η συντέκνισσα είπε πάλιν:
      - Χριστός!
      Και ο αγριόγατος έπαυσε να ουρλιάζει. Η μικρά συνοδία εβάδισεν ακόμα ολίγον, και τέλος έφθασαν εις το καλύβι.

*  *  *

          Δύο ανθρώπιναι φωναί ηκούσθησαν εις τα πρόθυρα της επαύλεως. Ο βοσκός, ο σύζυγος της λεχούς, και ο σύντροφος του, ο αδελφός εκείνης -οίτινες τώρα μόλις είχον έλθει με το κοπάδι από το πέραν Μέγα Ρεύμα, όπου είχον οδηγήσει εις το υπήνεμον τα πρόβατα- του επερίμεναν.
-         Έρχονται, έρχονται!
-         Είναι κι ο παπάς μαζί!
    Οι δύο βοσκοί εβοήθησαν τον παπάν να πεζεύσει, εξεφόρτωσαν το δισάκκιον με τα ιερά, εισήλθον όλοι εις την καλοκτισμένην καλύβην, όπου υπήρχε θάλπος εστίας, και οσμή αγροτικής οικοκυροσύνης. Η λεχώ άμα τους είδε, χλωμή, μελαψή, ανεσηκώθη επί της κλίνης.
     - Ας γίνει χριστιανός, εψιθύρισεν.
     - Ας μβει στου Θεού τη στράτα, παιδί μου, συνεπλήρωσεν η μήτηρ της.
Μεγάλη χύτρα με νερόν εθερμαίνετο εις την εστίανΗτοιμάσθη καθαρά λεκάνη. Ο παπάς εφόρεσε τ’ άμφια, και άρχισε τας ευχάς των κατηχουμένων.
      Η συντέκνισσα επήρεν εις τους βραχίονας της το νεογνόνανείδεονμελαψόν, και θλιβερώς ασθμαίνον, κι εστάθη πλησίον τού παπά. Μετ’ ολίγον εκείνος της είπε να στραφεί προς δυσμάς.
   - «Απετάξω τω Σατανά;»
      Η γερόντισσα είχε βαπτίσει και άλλα βοσκόπουλα εις την ζωήν της. Απεκρίθη πάραυτα:
   - Απεταξάμενος
   - «Και εμφύσησον και έμπτυσον αυτώ»
     Η ανάδοχος έκαμε φφπφ!
   Ο ιερεύς της είπε να στραφεί προς τα εικονίσματα, όπου έκαιε κανδήλα με μεγάλην φλόγα της θρυαλλίδος.
   - «Συντάσσει τω Χριστώ;… Και πιστεύεις Αυτώ
   Είπεν ολίγα λόγια από το Πιστεύω, άλλα πλειότερα ο υιός της, όσα ήξευραν. Τα λοιπά συνεπλήρωσεν ο ιερεύς.
-        - «Συνετάξω τω Χριστώ;»
-  «Συνεταξάμενος….»
      Είτα, επάνω εις την πρόχειρον κολυμβήθραν, ανεγνώσθησαν αι ευχαί. Ευθύς ύστερον, «Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού…». Το βρέφος έκλαυθμύριζεν ολίγον, πλην ανέπνεεν ελευθεριώτερον. Έπειτα «Σφραγίς δωρεάς», ακολούθως «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε», και οι τρεις γύροι περί την κολυμβήθραν. Τελευταίον «Οι ένδεκα μαθηταί επορεύθησαν …έως της συντελείας του αιώνος. Αμήν».
   Τέλος ο παπάς επήρε το Αρτοφόριον, από την σανίδα του εικονοστασίου, όπου το είχεν αποθέσει, και μετέδωκεν εις το νήπιον το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Είτα εξεδύθη, εσκεύασεν όλα τα ιερά του, εκάθισεν, είπε τας ιδιαιτέρας ευχάς του, έφαγε δύο ή τρία ξηρά σύκα, τα οποία προσεφέρθησανέπιεν ολίγον ρακίον από στέμφυλα, έργον των χειρών της συντέκνισσας, και απήλθε, δύο ώρας νύκτα, καβάλα πάλιν στο γαιδουράκι, συνοδευόμενος την φοράν ταύτην από τον νεαρόν βοσκόν, τον υιόν της γραίας.

*  *  *

   Τρεις ημέρας ύστερον, την Τρίτην το μεσημέρι, η συντέκνισσα κατήλθε και πάλιν, με πρόσωπον κατηφές. Το παιδίον είχεν αποθάνει.
-          Όπως πεις η αγιωσύνη σου, είπε, να το βάλωμε σ’ άγιο χώμα;
-          Είναι στον Παράδεισο πρύμα, όπου κι αν το βάλουμε, είπεν ο παπάς.
-          Με τα τσαρουχάκια του, συνεπλήρωσε την παροιμιώδη έκφρασιν η παπαδιά.
-          Δεν είχε μεγαλώσει ακόμα για να φορέσει τσαρουχάκια, είπεν ο παπά-Βαγγέλης. Εις τον κήπον της Εδέμ δεν έχει αγκάθια και τριβόλια, και μπορεί κανείς να πάει και ξυπόλυτος.
Είτα επέφερεν:
-          Ας είναι, συντέκνισσα. Θα ’ρθώ να το θάψω.
Ο παπάς εκαβαλίκεψε και πάλιν το ονάριον. Ήτο ημέρα, την φοράν ταύτην. Τα χιόνια δεν είχαν λυώσειαλλ’ ήτο νηνεμία, και μάλλον γλύκα.
   Την φοράν όμως αυτήν, ηκολούθησε και ο μικρός υιός του παπά.
    Δεν ημπόρεσαν να τον γελάσουν, όπως την άλλην φοράν.  Άμα είδε την συντέκνισσαν να έρχεται, εκατάλαβε πως κάτι τρέχει, κι εκόλλησεν εκεί, εις την πόρταν της οικίας, εις την σκάλαν, όπου ήκουσε την είδησιν της γραίας.
    Το παπαδόπαιδον, μικρόν μαθητάριον δέκα ή ένδεκα χρόνων, ήτο πολύ περίεργον και επίμονον πλάσμα. Επέμενεν ν’ ακολουθεί «τον παπά του» παντού, εις την πόλιν και την εξοχήν, εις χαράν και εις λύπην, εις ζωντανά κι αποθαμένα. Ανέβησαν τον ανήφορον. Ο ήλιος άρχιζε να λυώνει τα χιόνια. Μικρός πολύρροχθος χείμαρρος εσχηματίζετο παντού όπου χαράδρα και μικρά κοιλάς. Μετ’ ολίγον έφθασαν εις το καλύβι, όπου μία λεχώνα, μήτηρ ποιμενίς έκλαιε το αγοράκι της, το οποίον δεν είχε προφθάσει να θηλάσει.
    Το μικρόν νήπιον είχε ζήσει πέντε ημέρας εις τον κόσμον, εν μέσω χιόνων και παγετών. Ο παπάς εφόρεσε το επιτραχήλι, και άρχισε την ακολουθίαν των νηπίων. «Των του κόσμου ηδέων, αναρπασθένάγευστον… Εβόας τοις Αποστόλοις άφετε τα παιδία ίνα έρχωνται προς με…» «Ουδέν εστι πατρός συμπαθέστερον, ουδέν εστι μητρός αθλιώτερον…»
     Όπου ο μικρός υιός του παπά, όστις εκοίταζεν ανάλγητος το μικρόν νεκρόν σώμα, ηρώτησεν ακαίρως τον πατέρα του:
-          Παπά, γιατί λες «μητρός αθλιέστερον», και δεν λες «συμπαθέστερον» όπως και για τον πατέρα;
  Ο ιερεύς άρχισε τα τελευταία τροπάρια του Ασπασμού. «Ώ! Τις μη θρηνήσει τέκνον μου… ότι βρέφος άωρον, εκ μητρικών αγκαλών, ώσπερ στρουθίον επέτασας… Ώ τέκνον, τις ποτε μη στενάξει βλέπων σου το πρόσωπον ευμάραντον, το πριν ως ρόδον τερπνόν!…»
    Και πάλιν το παπαδόπαιδον, καθώς εκράτει το Αγιασματάριον, κι εμουρμούριζε τας λέξεις μαζί με τον πατέρα του, δεν εκρατήθη να ερωτήσει:
-          Γιατί, παπά, πεθαίνουν τα μικρά παιδάκια;
Ως απάντησις εις την ερώτησίν του επήλθε το τελευταίον τροπάριον, το «Δόξα».
       «Άλγος τω Αδάμ εχρημάτισεν η του ξύλου απόγευσις πάλαι εν Εδέμ…δι’ αυτού γαρ εισήλθεν ο θάνατος, παγγενή κατεσθίων τον άνθρωπον…»
       Είτα η εκφορά έγινεν έξω του ναΐσκου των Ταξιαρχών. Η γραία, η συντέκνισσα, εκράτει το μικρόν πρόχειρον φέρετρον, εν είδει λίκνου. Ο ιερεύς με μαχαιρίδιον εχάραξεν επάνω εις ένα κεραμίδι σταυροειδώς ΙΣ/ΧΣ                                                                                                                        ΝΙ/ΚΑ. Είτα «Γη ει και εις γην απελεύσει», και τα λοιπά. Το μικρόν πλάσμα κατήλθε να κοιμηθεί τον χρόνιον ύπνον υποκάτω από τας χιόνας.

(1903)