Τετάρτη, Ιουλίου 05, 2017

Οδυσσέας Ελύτης-Τα δημόσια και τα ιδιωτικά

(αποσπάσματα)

...Ἀνάμεσα σὲ μιὰ παλιὰ ξύλινη πόρτα ξεβαμμένη ἀπ᾿ τὸν ἥλιο κι ἕνα κλωναράκι γιασεμιοῦ τρεμάμενο πού, ἔτσι καὶ συμβεῖ νὰ μοῦ λείψουν μιὰ μέρα, ἡ ἀνθρωπότητα ὅλη θὰ μοῦ φαίνεται ἄχρηστη. Σχεδὸν σοβαρολογῶ. Ἐπειδὴ ἐδῶ δὲν πρόκειται πιὰ γιὰ τὴ φύση, ποὺ αὐτήν, πιστεύω, εἶναι πιὸ σημαντικὸ νὰ τὴ διαλογίζεσαι παρὰ νὰ τὴ βιώνεις, οὔτε κἂν γιὰ τὴν παράδοση. Πρόκειται γιὰ τὴ βαθύτερη ἐκείνη δύναμη τῶν ἀναλογιῶν ποὺ συνέχει τὰ παραμικρὰ μὲ τὰ σπουδαῖα ἢ τὰ καίρια μὲ τὰ ἀσήμαντα, καὶ διαμορφώνει κάτω ἀπὸ τὴν κατατεμαχισμένη τῶν φαινομένων ἐπιφάνεια, ἕνα πιὸ στερεὸ ἔδαφος, γιὰ νὰ πατήσει τὸ πόδι μου - παραλίγο νὰ πῶ ἡ ψυχή μου.
Μέσα σ᾿ ἕνα τέτοιο πνεῦμα εἶχα κινηθεῖ ἄλλοτε, ὅταν ἔλεγα ὅτι ἕνα τοπίο δὲν εἶναι ὅπως τὸ ἀντιλαμβάνονται μερικοὶ κάποιο, ἁπλῶς, σύνολο γῆς, φυτῶν καὶ ὑδάτων. Εἶναι ἡ προβολὴ τῆς ψυχῆς ἑνὸς λαοῦ ἐπάνω στὴν ὕλη. Θέλω νὰ πιστεύω - καὶ ἡ πίστη μου αὐτὴ βγαίνει πάντοτε πρώτη στὸν ἄγωνά της μὲ τὴ γνώση - ὅτι ὅπως καὶ νὰ τὰ ἐξετάσουμε, ἡ πολυαιώνια παρουσία τοῦ ἑλληνισμοῦ πάνω στὰ δῶθε ἢ ἐκεῖθε του Αἰγαίου χώματα ἔφτασε νὰ καθιερώσει μίαν ὀρθογραφία, ὅπου τὸ κάθε ὠμέγα, τὸ κάθε ὕψιλον, ἡ κάθε ὀξεῖα, ἡ κάθε ὑπογεγραμμένη δὲν εἶναι παρά, ἕνας κολπίσκος, μιὰ κατωφέρεια, μιὰ κάθετη βράχου πάνω σε μιὰ καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοὶ ἀμπελῶνες, ὑπέρθυρα ἐκκλησιῶν, ἀσπράκια ἢ κοκκινάκια, ἐδῶ ἢ ἐκεῖ ἀπὸ περιστεριῶνες καὶ γλάστρες μὲ γεράνια.
Εἶναι μιὰ γλῶσσα μὲ πολὺ αὐστηρὴ γραμματική, ποὺ τὴν ἔφκιασε μόνος του ὁ λαός, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ δὲν ἐπήγαινε ἀκόμη σχολεῖο. Καὶ τὴν τήρησε μὲ θρησκευτικὴ προσήλωση κι ἀντοχὴ ἀξιοθαύμαστη, μέσα στὶς πιὸ δυσμενεῖς ἑκατονταετίες. Ὥσπου ἤρθαμ᾿ ἐμεῖς, μὲ τὰ διπλώματα καὶ τοὺς νόμους, νὰ τὸν βοηθήσουμε. Καὶ σχεδὸν τὸν ἀφανίσαμε. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τοῦ φάγαμε τὰ κατάλοιπα τῆς γραφῆς του καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τοῦ ροκανίσαμε τὴν ἴδια του τὴν ὑπόσταση, τὸν κοινωνικοποιήσαμε, τὸν μεταβάλαμε σὲ ἕναν ἀκόμα μικροαστό, ποὺ μᾶς κοιτάζει ἀπορημένος ἀπὸ κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας τοῦ Αἰγάλεω. Δὲν ἀναφέρομαι σὲ καμιὰ χαμένη γραφικότητα. Οὔτε θυμᾶμαι νὰ ᾿χω ζήσει σὲ καμιὰ καλὴ ἐποχὴ γιὰ νὰ τὴ νοσταλγῶ. Ἁπλῶς, δὲν ἀνέχομαι τὶς ἀνορθογραφίες. Μὲ ταράζουν. Νιώθω σὰν ν᾿ ἀνακατώνονται τὰ γράμματα στὸ ἴδιο μου τὸ ἐπώνυμο, νὰ μὴν ξέρω ποιὸς εἶμαι νὰ μὴν ἀνήκω πουθενά. Τόσο πολὺ αἰσθάνομαι νὰ εἶναι ἡ ζωή μου συνυφασμένη μ᾿ αὐτὴν τὴν «ὑδρόγεια λαλιά», ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἡ ὀπτικὴ φάση τῆς ἑλληνικῆς λαλιᾶς, τῆς ἱκανῆς μὲ τὴ διπλή της ὑπόσταση νὰ ὁμιλεῖ καὶ νὰ ζωγραφίζει συνάμα. Καὶ ποὺ ἐξακολουθεῖ ἀθόρυβα ὅσο καὶ δραστικά, παρὰ τὶς ἄνωθεν ἐπεμβάσεις, νὰ εἰσχωρεῖ ὁλοένα μέσα στὴν ἱστορία καὶ μέσα στὴ φύση ποὺ τὴ γέννησαν, ἔτσι ὥστε νὰ μετατρέπει τεράστιες ποσότητες παρελθόντος χρόνου σὲ παρόν, καὶ νὰ μετατρέπεται ἀπὸ τὸ παρὸν αὐτό σε ὄργανο προικισμένο μὲ τὴ δύναμη νὰ ὁδηγεῖ τὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς μας στὴν πρωτογενῆ, φυσική τους ἀλήθεια. Ὅμως, γιὰ νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ αὐτὸ κανείς, πρέπει νὰ ᾿χει περάσει ἀπ᾿ ὅλες τὶς διεργασίες, ὅσες ἀπαιτοῦνται γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ διακρίνει ποῦ κεῖται τὸ καίριο. Τὸ καίριο στὴ ζωὴ αὐτὴ κεῖται πέραν τοῦ ἀτόμου. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι ἂν δὲν ὁλοκληρωθεῖ κανεὶς σὰν ἄτομο -κι ὅλα συνωμοτοῦν στὴν ἐποχή μας γι᾿ αὐτὸ- ἀδυνατεῖ νὰ τὸ ὑπερβεῖ.
Σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο σταύρωσης βρισκόμαστε σήμερα, ποὺ οἱ περισσότεροι ἀδυνατοῦν, ἐπὶ παραδείγματι, νὰ ἐκτιμήσουν τὴν ὑγεία ἐπειδὴ δὲν ἔτυχε ν᾿ ἀρρωστήσουν, ἢ ἐπειδὴ -τὸ χειρότερο- θεώρησαν «καίριο» τὴν ἀρρώστια. Ὁ μηχανισμὸς μιᾶς λειτουργίας ὅπως αὐτὴ ἀντανακλᾷ πάνω στὴ λογοτεχνία μας, τὴν καταδυναστεύει, τὴν ὑποβάλλει σ᾿ ἕνα εἶδος παραμορφωτικῆς ἀρθρίτιδας, ποὺ ἐξαιτίας μιᾶς μακρᾶς καὶ συνεχοῦς τακτικῆς ἐκλαμβάνεται ὡς ἡ μόνη φυσιολογική.

....Φέρτε μου τὸν Θεό, θὰ συνεννοηθῶ ἀμέσως. Μὲ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι τὸ δύσκολο...

ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΡΑΓΜΑ ποὺ παίρνει μαζί του πεθαίνοντας ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ μικρὸ ἐκεῖνο μέρος τῆς περιουσίας του ποὺ ἴσα ἴσα δὲν ἐνδιαφέρει κανέναν ἄλλο. Κάτι λίγες αἴσθησεις ἢ στιγμές· δυὸ τρεῖς νότες κυμάτων, τὴν ὥρα ποὺ τὸ μαλλὶ τὸ παίρνει ὁ ἀέρας μὲ τὰ γλυκὰ ψιθυρίσματα μὲς στὸ σκοτάδι, ὀλίγες μέντες ἀπὸ δυὸ κοντὰ κοντὰ βαλμένες ἀνάσες, ἕνα τραγούδι βαρύθυμο, σὰν βράχος μαῦρος, καὶ τὸ δάκρυ, τὸ δάκρυ τῆς μιᾶς φορᾶς, τὸ γιὰ πάντοτε. Ὅλα ὅσα, μ᾿ ἄλλα λόγια, κάνουν τὴν ἀληθινή του φωτογραφία, τὴν καταδικασμένη νὰ χαθεῖ καὶ νὰ μὴν ἐπαναληφθεῖ ποτέ.
Ἀποδίδω μεγάλη σημασία σ᾿ αὐτὸ τὸ ἔσχατο τοῦ ἑαυτοῦ μας ἀντίτυπο. Πού, ἐὰν συμβαίνει νὰ διακρίνουμε πίσω του ἀφρισμένη τὴ θάλασσα ἢ λευκὸ τὸ σπιτάκι, νὰ προσπερνᾶμε, τάχατες οἱ ἀνώτεροι ἐμεῖς, παρὰ νὰ γονυπετοῦμε καὶ νὰ κάνουμε τὸ σταυρό μας μὲ δέος. Ἕνα εἰκόνισμα εἶναι κι αὐτὸ τὸ πελαγίσιο κομμάτι ποὺ τὸ ξύλο του ἔχει μαυρίσει ἀπὸ τοὺς καπνοὺς παλαιῶν ἀγώνων ἀλλὰ ποὺ τ᾿ ἁγιωτικό του ἀναδίδει ἀκόμη Ἀναξίμανδρο. Μιλῶ μ᾿ ἕναν φανατισμὸ ποὺ δὲν εἶναι παρὰ σωφροσύνη στὸν κύβο. Νὰ ᾿σαι σκληρὸς ἀπέναντι στὸ μέλλον σου μαρτυρεῖ πόσο τρυφερὸς εἶσαι ἤδη ἀπέναντι στὰ στοιχεῖα ποὺ κρυφὰ προσφέρεις γιὰ νὰ τὸ συνθέσουν. Ἀλλὰ ποιὸ μέλλον; Τίνος; Τὸ ἀπώτερο, τὸ μετὰ κάθε ἰδιώτη μέλλον, ποὺ αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ δημόσιο. Πάνω σε τέτοιου εἴδους λατρευτικὴ στάση, φαντάζομαι θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ συμπέσουν οἱ κορυφαῖοι της πολυθεΐας καὶ οἱ ἅγιοι πάντες της χριστιανοσύνης. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ σ᾿ ἕνα πέτρινο, σχεδὸν διάφανο εἰδώλιο ποὺ λευκάζει κι ἀναδύεται ἀπὸ τὰ κύματα συμπίπτουν οἱ λιγοστὲς γραμμὲς τῆς Πάρου ἢ τῆς Σικίνου καὶ οἱ πτυχὲς τοῦ μανδύα μιᾶς ἁγίας Μαρίνας, ἢ μιᾶς Διαμάντως ποὺ ἐναποθέτει λουλούδια στὸν ἐπιτάφιο. Περιμένω τὸν καλλιτέχνη -ποὺ ὅσο περνᾶν τὰ χρόνια τόσο λιγότερες πιθανότητες ὑπάρχουν ν᾿ ἀναφανεῖ- τὸν ἱκανὸ νὰ στήσει, ἀποστραγγίζοντας ὅλο τὸ ἀπόθεμα τοῦ θυμητικοῦ μας, τὸ μνημεῖο στὸν «ἄγνωστο ἰδιώτη». Ὅπως ὡς τώρα ἐστήσαμε σὲ κάθε γωνιὰ τοῦ τόπου μας κάποιο μνημεῖο στὸν «ἄγνωστο στρατιώτη». Θὰ πρέπει νὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν κυανὴ καὶ λευκὴ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολὴ καὶ ν᾿ ἀντανακλᾷ ὅλο φῶς πάνω στὴν πίσσα τῆς Εὐρώπης ποὺ θάβουμε σήμερα ἐν ὄψει μιᾶς ἄλλης ποὺ μοιάζει νὰ γεννιέται. Χωρὶς διάκριση. Πάνω στοὺς μέλανες δρυμούς, στὰ τέρατα τῆς Chartres καὶ τοῦ Duomo, τοὺς Καρτέσιους καὶ τοὺς Καλβίνους, τοὺς Κὰντ καὶ τοὺς Μάρξ, τὸν Πάπα —Θεὸς σχωρέσει τους...

...

Mένω μόνος ὧρες μπροστὰ σ᾿ἕνα τετράγωνο παράθυρο κομμένο ἐπάνω στὸ σκοτάδι. Δὲν περνάει οὔτ᾿ ἕνας ἄνθρωπος. Πουθενὰ κανένα φῶς. Μόνον ὁ φάρος πέρα ἐκεῖ κατάμονος κι αὐτός, πεισματικός, ὁλοένα πάνω στὸ τρία του καὶ στὸ ἕνα του.
Στὴ μοναξιὰ ὑπάρχουν κι ἔκει ὅπως μέσα στὴ γλῶσσα, ἰδιώματα. Τὸ δικό μου πρέπει νὰ ᾿ναι τῆς πλέον ἀκατοίκητης ἐρημονησίδας. Ἀλλιῶς δὲν ἐξηγεῖται πὼς τὰ λόγια μου, ἐνῷ τὰ κατευθύνω στὸ κέντρο τῶν ἐνδιαφερόντων τοῦ κόσμου, ἠχοῦν ἀπόμακρα ἢ χάνονται ὁλότελα. Τὰ φωνήεντά μου, τὰ «ἄ» μου καὶ τὰ «ἔ» μου, δὲ γίνεται φαίνεται νὰ τὰ πιάσεις σὲ καμιὰ συχνότητα. Τὸ πολὺ ν᾿ ἀκούσεις κάτι σὰν τραύλισμα κυμάτων ἐπάνω στὰ βότσαλα. Παραμένω, ἔτσι ἕνας ἰδιώτης ἀπαρηγόρητος, ποὺ δὲν καταφέρνει ν᾿ ἀνήκει πουθενά, σὲ καμιὰ κοινότητα, οὔτε κἂν τῶν ποιητῶν ἀφοῦ τὰ σκάφη μας μήτε ποὺ συναντιοῦνται θὰ᾿λεγες, γιὰ τὴ χαρὰ ἔστω νὰ σφυρίξει τὸ ἕνα γιὰ νὰ χαιρετίσει τὸ ἄλλο. Φαίνεται ὅτι στὴν προσπάθειά μου νὰ τοὺς πλησιάσω, τὰ ρεύματα μὲ παρασύρουν καὶ μὲ πᾶν ἔξω ἀπὸ τὴν περιφέρεια. Τουλάχιστον ἔτσι ἂν ὄχι τίποτε ἄλλο, ἐπαληθεύεται κάποια γνησιότητα ἢ ὄχι; Πῶς νὰ κρίνεις. Ἡ φουρτούνα ποὺ περιγράφεις δὲν εἶναι ποτὲ ἡ φουρτούνα ποὺ ἀντιμετωπίζει πραγματικὰ ὁ ναυτικός. Πρέπει τὸ «σκόρτσο» νὰ τὸ ἀντιμετωπίζεις καὶ στὴν ἔκφραση.Ἔτσι πρέπει νὰ κρίνεις. Ἕνα μαῦρο δαιμόνιο, μὰ ὅλο λευκότη στὴν ψυχή, μὲ σκουντάει. Κι ἄλλα πολλά, μικρά, μοῦ παραστέκουν. Ἔτσι γλυκιά, ἔτσι ὄμορφη, πῶς ἔγινε ἡ ζωή; Ὅλο τὴ βλασφημοῦν κι ὅλο ἁρπάζονται ἀπάνω της οἱ ἄνθρωποι. Γαλήνιοι παραμένουν οἱ τάφοι καὶ ὁ χρόνος ἄδηλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου