Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Ὁ Γέροντας Ἀθανάσιος, ὁ ταπεινὸς λευΐτης τῆς Νερατζιώτισσας στὸ Μαρούσι, ἔμοιαζε ἀπόλυτα μὲ τὸ φιλάνθρωπο Κύριό μας.
Ἦταν ἡ εἰκόνα τῆς ἔμπρακτης ἀγάπης, τῆς ἐλεημοσύνης, τῆς συμπάθειας, ἦταν «εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ».
Ζοῦσε πραγματικὰ σὲ ἕνα παροξυσμὸ ψυχικῆς κενώσεως στὶς ἀνάγκες τοῦ πλησίον, αὐτοπροσφερόταν στοὺς ἐνδεεῖς, στὰ μοναχικὰ πρόσωπα, στοὺς ἀξιοπρεπεῖς, τοὺς ὁποίους οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς κατήντησαν νεοπτώχους, ἐμπεριστάτους. Καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἐλέους καὶ τῶν οἰκτιρμῶν δὲν ἄφηνε ποτὲ τὰ χέρια τοῦ Γέροντος ἀδειανά.
- Κοιμᾶμαι, ἔλεγε χαριτολογώντας, φτωχὸς καὶ ξυπνάω πλούσιος. Χρήματα δὲν ἔχω καὶ χωρὶς χρήματα δὲν μένω.
Καὶ δὲν τὰ ὑπολόγιζε τὰ χρήματα ὁ Γέροντας. Αὐτὰ εἶναι γιὰ νὰ ἀλλάζουν χέρια καὶ νὰ καλύπτουν ἀνάγκες, ἔλεγε.
Ἡ μοναδικὴ ἀξία ποὺ ἔχουν εἶναι ὅτι μὲ αὐτὰ μποροῦμε νὰ ἀγοράσουμε Παράδεισο. Ὁ ἐλεῶν πτωχὸν δανείζει Θεῷ» (Παρ. ιθ΄ 17).
Καὶ τοῦτο γιατὶ τίποτα ἀπὸ ὅσα ὁ ἄνθρωπος σκορπίζει σὲ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη δὲν πηγαίνει χαμένο.
Ἡ «ἐλεημοσύνη ἐξιλάσεται ἁμαρτίας (Σοφ. Σειρ. 3, 30), μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὸ βάρος πολλῶν ἁμαρτιῶν καὶ μᾶς καθαρίζει καὶ μᾶς ἁγνίζει. Μᾶς ἀνοίγει τὶς πόρτες τοῦ Παραδείσου.
Ὅταν μᾶς ἔρχονται χρήματα νὰ μὴν χαιρόμαστε ἄσκοπα. Νὰ προβληματιζόμαστε γιὰ τὴ σωστή τους χρήση.
Ἄλλωσε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ τὴ γραφίδα τοῦ προφητάνακτος Δαβίδ, δὲν λέει: «Ὁ ἐλεήμων ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησι, ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα» (Ψαλμ. 111, 9) καὶ ἀλλοῦ πάλι: «Μακάριος ὁ συνιῶν ἐπὶ πτωχὸν καὶ πένητα» (Ψαλμ. 40, 1).
Γι'αὐτὸ καὶ στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία του ὁ παντελεήμων Θεάνθρωπος διακηρύσσει: «Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται» ( Ματθ. ε΄ 7).
Ὁ ἐλεήμων ἄνθρωπος, μᾶς λέει ὁ μέγας Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, μοιάζει μὲ λιμάνι σὲ ὅσους παλεύουν μὲ τὰ βιοτικὰ κύματα.
Δέχεται ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ταλαιπωρημένους, τοὺς ναυαγούς, τοὺς κλυδωνιζομένους, τοὺς κινδυνεύοντες καὶ τοὺς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴ δίνη.
Καὶ εἴτε εἶναι κακοί, εἴτε ἀγαθοί, εἴτε ὁ,τιδήποτε ἄλλο ἐκεῖνοι ποὺ κινδυνεύουν, τοὺς δέχεται στὴν ἀγκαλιά του, στὰ γαλήνια νερά του.
Μακάριοι οἱ συνάνθρωποί μας, οἱ ὁποῖοι γίνονται λιμάνια σὲ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν πέσει στὴν τρικυμία τῆς φτώχειας, τῆς ἀνέχειας, τῆς ἐλλείψεως τῶν ἀναγκαίων βιοτικῶν ἀγαθῶν.
Τὰ χρήματα ὁ Γέροντας Ἀθανασιος δὲν ἤθελε νὰ μένουν ἐπάνω του. Τὰ ἔνοιωθε μίασμα. Αὐτά, ἔλεγε, σταύρωσαν τὸν Χριστό μας.
Αὐτὰ φέρνουν πρόσκαιρη εὐτυχία, ἀλλὰ μόνιμη δυστυχία στὸν κόσμο. Ἀλλοίμονο σὲ αὐτοὺς ποὺ τὰ φιλάνε. Ἔχουν φίδια στὸν κόρφο τους.
Χαρακτηριστικὸ τῆς φιλανθρωπίας καὶ τῆς ἐλεήμονος καρδιᾶς τοῦ Γέροντος εἶναι τὸ ἑξῆς περιστατικό.
Κάποια μέρα τὸν ἐπισκέφθηκε ἀπελπισμένη μιὰ χήρα γυναίκα. Κινδύνευε νὰ τῆς κάνουν έξωση, ἐπειδὴ δὲν εἶχε νὰ πληρώσει τὸ ἐνοίκιο.
Ὁ Γέροντας τὴ συμπόνεσε, ἀλλὰ ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν εἶχε καθόλου χρήματα.
- Παιδί, της εἶπε, δὲν ἔχω δραχμὴ στὴν τσέπη μου. Ὅμως, μὴ φύγεις. Κάθησε ἔξω στοὺς πάγκους νὰ δῶ τί μπορεῖ νὰ γίνει.
Ὁ εὔσπλαχνος Γέροντας κατέφυγε μὲ θέρμη στὴν ἀγαπημένη του προσευχή.
- Γιατί ἄφησες, Θεέ μου, τὰ παιδιά σου νὰ ἔλθουν σὲ τέτοια δυστυχία; Λυπήσου, Κύριε, καὶ αὐτὴ τὴ δούλη σου καῖ μὴν ἐπιτρέψεις νὰ τὴν πετάξουν στὸ δρόμο!
Σὲ λίγο μιὰ εὐκατάστατη κυρία κατέφθασε καὶ τοῦ παρέδωσε ἕνα φάκελο μὲ σεβαστὸ ποσό.
Ὁ Γέροντας οὔτε ἄνοιξε τὸ φάκελο νὰ δεῖ πόσα χρήματα περιεῖχε. Φώναξε μὲ χαρὰ τὴ χήρα καὶ τῆς τᾶ παρέδωσε.
Ἡ γυναίκα ἀνοίγοντας τὸ φάκελο ἔμεινε άφωνη. Μὲ τὸ ποσὸ τοῦ περιεχομένου του ξωφλοῦσε τὸν ἰδιοκτήτη της.
Ἡ φιλανθρωπία καὶ ἡ συμπόνοια τοῦ Γέροντος Ἀθανασίου δὲν σταματοῦσε μόνο στὸ δόσιμο χρημάτων.
Ἡ προσωπικὴ προσφορὰ εἶχε μεγαλύτερη ἀξία. Ἐπιδίωκε νὰ ἔρχεται ἀρωγὸς σὲ κάθε ἐμπερίστατο, κάθε κινδυνεύοντα.
Ἦταν εὐσυμπάθητος μὲ τοὺς ἀρρώστους, μὲ τοὺς ἀνίατα ἀσθενεῖς, τοὺς κατακοίτους ἡλικιωμένους, αὐτοὺς ποὺ δύσκολα κάνουν ἀκόμη καὶ στοιχειώδεις κινήσεις.
Ἔτρεχε νὰ βοηθήσει αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἤθελαν κάποιο δίπλα τους, νὰ τοὺς συμπαρασταθεῖ στὴν καθημερινότητά τους.
Ἔχουν ἀναφερθεῖ ζωντανὰ παραδείγματα ἀσθενῶν ποὺ συχνὰ ἐπισκεπτόταν ὁ Γέροντας, καὶ τῶν ὁποίων οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ οἰκεῖοι συνέπασχαν μαζί τους.
Ἦταν ὁ ἀρωγὸς σὲ ἀσθενεῖς καὶ στοὺς συνοδούς τους, ποὺ καὶ αὐτοὶ χρειάζονταν στήριξη καὶ ἀγάπη.
Ἦταν ὁ ἄγγελος παρηγοριᾶς τῶν ἐγκαταλειμμένων φυματικῶν τῆς περιοχῆς.
Τοὺς πήγαινε αὐγὰ καὶ ἄλλα τρόφιμα καὶ ἔπαιρνε τὰ λερωμένα ροῦχα τους, τὰ ἔπλενε, τὰ σιδέρωνε καὶ τοὺς τὰ πήγαινε μὲ τὰ πόδια ἀπὸ τὸ Μαρούσι στὰ Μελίσσια.
Καὶ ὅλα αὐτὰ «ἐν τῷ κρυπτῷ». Ἡ φιλανθρωπία καὶ ἡ προσωπικὴ προσφορὰ διαλαλεῖται, δὲν διατυμπανίζεται, δὲν διαφημίζεται, ἀφοῦ ὁ Κύριος μᾶς εἶπε, «μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» (Ματθ. στ΄ 3).
Ὅσο, ὅμως, καὶ ἂν κρυβόταν, ὁ Θεὸς ἐπέτρεπε, πρὸς οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν νὰ φανερώνονται οἱ πάμπολλες ευεργεσίες του. Ἂν καὶ σίγουρα πολλὰ ἔμειναν κρυφά.
Πρὶν κοιμηθεῖ τὸν ὕπνο τῶν δικαίων στὶς 17 Αὐγούστου τοῦ 1967 ἔλεγε:
— Γυμνὸς ἦρθα, γυμνὸς καὶ θὰ φύγω.
Γι’ αὐτὸ καὶ πρὶν παραδώσει τὴν ψυχούλα του στὰ χέρια τοῦ παντελεήμονος καὶ πανοικτίρμονος Θεοῦ μας δέχθηκε ἐπίσκεψη τῆς προσωποποιημένης ἐλεημοσύνης.
Ἡ μοναχὴ ποὺ τὸν ὑπηρετοῦσε στὶς τελευταῖες στιγμές του τὸν ρώτησε ποιός τὸν επισκέφτηκε, καὶ τῆς εἶπε:
— Ἡ ἐλεημοσύνη, παιδί μου!
— Καὶ τί τῆς εἴπατε, ρώτησε ἐκείνη;
— Τῆς εἶπα ὅτι ὅ,τι εἶχα τὸ ἔδωσα. Δὲν ἔχω τίποτα ἄλλο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου