Κυριακή, Νοεμβρίου 25, 2018

O άγιος Μερκούριος


Όταν ο αυτοκράτορας Δέκιος πολεμούσε εναντίον των βαρβάρων, υπήρχε στις τάξεις του στρατού του ένας διοικητής του Αρμενικού στρατεύματος των Μαρκησίων. Ο διοικητής αυτός ονομαζόταν Μερκούριος.Κατά τη διάρκεια μιας μάχης, του παρουσιάστηκε λευκοφόρος, και ωραιότατος Άγγελος Κυρίου, ο οποίος κρατούσε ξίφος στο δεξί του χέρι, το έδωσε στον νέο, και του είπε:
Φίλε και αγαπημένε Μερκούριε, ο Κύριος των Κυρίων και Θεός των απάντων, με έστειλε να σου δώσω θάρρος και δύναμη κατά των εχθρών σου. Λοιπόν, προχώρησε εναντίον τους και θα τους νικήσεις, με τη βοήθεια του Θεού. Θα γίνεις με την νίκη αυτή σε όλους περιβόητος. Αλλά να μη φανείς προς τον ευεργέτη Χριστό αχάριστος. Να θυμάσαι την καλοσύνη αυτή πάντοτε, και ας ριζώσει στην ψυχή σου ο πόθος Του, διότι πρόκειται να μαρτυρήσεις για το όνομα του, και να λάβεις τον στέφανο της δόξης.
Ο Μερκούριος επέδειξε θαυμαστή ανδρεία, νικώντας με ευκολία τους εχθρούς, σαν να ήταν απλό χορτάρι. Μετά την περιφανή νίκη του, ο αυτοκράτορας Δέκιος τον ανακήρυξε αρχιστράτηγο των στρατευμάτων του. Αλλά από την πολλή αγάπη που του έδειξε ο επίγειος Βασιλεύς, ξέχασε τον Ουράνιο. Τότε φάνηκε σ’ αυτόν ο Άγγελος μια νύκτα, που κοιμόταν. Τον ξύπνησε και τον επέπληξε, λέγοντας:
—Δεν θυμάσαι τι σου είπα, όταν σου έδιδα το εκλεκτό σπαθί, με το οποίο νίκησες τόσο πλήθος εχθρών με την θεία βοήθεια; Δεν σου είπα, ότι μέλλεις να μαρτυρήσεις, για να λάβεις αμάραντο στέφανο και δόξα αιώνιο; Γιατί λοιπόν προτιμάς τις τιμές του βασιλέως και την προσωρινή απόλαυση; Ξύπνα από τον ύπνο της αμελείας και περιφρόνησε αυτή την πρόσκαιρη ευδαιμονία για να έλθεις στα ουράνια ανάκτορα, όπου είναι πάντοτε ημέρα πάμφωτος. Αυτά του είπε ο Άγγελος και έγινε άφαντος.
Ο Μερκούριος έκλαιε πικρά και θρηνούσε απαρηγόρητα. Σκεπτόταν με τι τρόπο να παραιτηθεί από τα αξιώματα, που του έδωσαν. Ένας φθονερός άνθρωπος, που μισούσε τον Μερκούριο, βρήκε ευκαιρία να τον διαβάλει ως χριστιανό, και να φανεί αυτός πιστός στον βασιλέα.
Ο Μερκούριος βασανίστηκε ανηλεώς. Τότε παρουσιάζεται ο Άγγελος πάλι. Του έδωσε θάρρος, τον στερέωσε και τον έκαμε θερμότερο στους αγώνες με τούτα τα λόγια:
—Κήρυξε με θάρρος τον Χριστό στους ειδωλολάτρες, και υπόμεινε τα πρόσκαιρα βασανιστήρια ανδρείως, για να λάβεις δόξα αιωνία και να έχεις ηδονή απερίγραπτη και αγαλλίαση παντοτινή. Κι έγινε άφαντος.
Τέλος, ο αυτοκράτορας διέταξε να αποκεφαλιστεί στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ήταν μόλις 25 ετών, το έτος 250 μ.Χ. Τότε ήλθε ο Κύριος και του λέγει ότι έφθασε στο τέλος του Μαρτυρίου, και θα απολαύσει τα βραβεία και την πλούσια ανταμοιβή των πόνων του. Ο Άγιος ήταν τόσο χαρούμενος που έτρεξε στους δημίους του και τους παρακαλούσε να εκτελέσουν τις εντολές του βασιλιά αμέσως. Στη συνέχεια, γονάτισε και είπε: “Κύριε, μην υπολογίζεις αυτήν την αμαρτία εναντίον τους” και σφράγισε όλο του το σώμα με τον τίμιο σταυρόν.  Όταν απετμήθη η κεφαλή του, το σώμα του έγινε λευκό σαν το χιόνι και ευωδίαζε μύρο

Όταν ο Ιουλιανός ο παραβάτης, ο ασεβής και διώκτης των Χριστιανών, θέλησε να πάει στην Περσία να πολεμήσει πέρασε κοντά από την Καισαρεία. Ο Άγιος Βασίλειος γνωρίζοντάς τον από την Αθήνα όπου ήταν συμφοιτητές πήγε μαζί με τον λαό να τον τιμήσει. Ο Ιουλιανός απαίτησε να του δωρίσει, αφού ο Άγιος δεν είχε τίποτε άλλο, τρεις από τους κριθαρένιους άρτους του. Ο Άγιος το έκανε και ο Ιουλιανός διέταξε τους υπηρέτες να ανταμείψουν τη δωρεά και να δώσουν χόρτο από το λειβάδι. Ο Άγιος Βασίλειος βλέποντας την καταφρόνηση του βασιλιά του είπε: «εμείς, βασιλιά ότι μας ζήτησες από κείνο που τρώμε σου το προσφέραμε κι εσύ μας αντάμειψες από κείνο που τρως». Τότε ο Ιουλιανός θύμωσε πάρα πολύ και απείλησε, ότι όταν θα επιστρέψει από την Περσία νικητής, θα κάψει την πόλη και τον λαό θα τους πάρει δούλους. Όσο για τον ίδιο τον Άγιο Βασίλειο θα τον ανταμείψει όπως πρέπει.
Ο Άγιος Βασίλειος όταν επέστρεψε στην πόλη ζήτησε από το λαό να μαζέψουν ότι πολύτιμο είχαν και να το αποθηκεύσουν κάπου έως ότου επιστρέψει ο φιλοχρήματος Ιουλιανός για να του το προσφέρουν. Ίσως κι έτσι κατευνάσουν την οργή του.
Όταν έμαθε ότι επιστρέφει ο άφρων βασιλιάς, ο Άγιος Βασίλειος ζήτησε από τους πολίτες να προσευχηθούν και να νηστεύσουν τρεις μέρες. Μετά όλοι μαζί ανέβηκαν στο Δίδυμον όρος της Καισαρείας όπου στη μία από τις δύο κορυφές ήταν ο ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου. Εκεί προσευχόμενος ο Άγιος είδε σε οπτασία, μία μεγάλη ουράνια στρατιά, να κυκλώνει το όρος και στη μέση να κάθεται σε θρόνο μία γυναίκα (η Παναγία) και να δοξάζεται, η οποία γυναίκα είπε στους Αγγέλουςπου βρισκόταν γύρω της: 
“Καλέσατέ μου το Μερκούριο, όπως μεταβεί και φονεύσει τον εχθρόν του Υιού μου Ιουλιανό”!
 Έπειτα είδε τον Μάρτυρα Μερκούριο να φθάνει οπλισμένος μπροστά στην βασίλισσα των Αγγέλων κι όταν εκείνη τον πρόσταξε αυτός να φεύγει γρήγορα. Κατόπιν προσκάλεσε τον Άγιο Βασίλειο και του έδωσε ένα βιβλίο που ήταν γραμμένη όλη η δημιουργία της κτίσεως κι έπειτα του ανθρώπου. Στην αρχή του βιβλίου ήταν η επιγραφή «Είπε» και στο τέλος του βιβλίου εκεί που έγραφε για την πλάση του ανθρώπου ήταν η επιγραφή «Τέλος». Μόλις είδε την οπτασία αυτή ο Άγιος ξύπνησε.
Το νόημα της οπτασίας του βιβλίου, ήταν ότι ο Άγιος Βασίλειος έγραψε, όντως, ερμηνεία στην Εξαήμερον του Μωϋσέως στην οποία διηγείται, πως ο Θεός εποίησε τον ουρανό, την γη, τον ήλιο, την σελήνη, τη θάλασσα, τα ζώα και όλα τα αισθητά κτίσματα. Όταν όμως, έμελλε να γράψει και για την έβδομη ημέρα κατά την οποία ο Θεός έπλασε τον Αδάμ και την Εύα, τότε ο Μέγας αυτός Άγιος άφησε την τελευταία του πνοή στη γη και πήγε στους ουρανούς να συναντήσει τον Κύριόν του που με δύναμη αγάπησε. Το έργο του συμπλήρωσε κατόπιν ο αδελφός του ο Άγιος Γρηγόριος ο Αρχιεπίσκοπος Νύσσης, που έγραψε για την έβδομη ημέρα της πλάσεως του ανθρώπου.
Όταν ο Άγιος είδε την οπτασία, πήγε στην πόλη με μερικούς κληρικούς, στο Ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Μερκουρίου, όπου μη βρίσκοντας το λείψανο του Αγίου και τα όπλα του που φυλάσσονταν στον Ναό έναν αιώνα αφότου μαρτύρησε, κατάλαβε τι είχε συμβεί κι έτρεξε αμέσως και λέει στους Χριστιανούς: “Χαίρετε και αγαλλιάσθε σήμερον, αδελφοί. Εισακούσθηκε η δέησή μας, διότι ο μιαρός βασιλεύς υπέστη την πρέπουσα τιμωρία.”
Βλέποντας το θαύμα οι Χριστιανοί και την παρρησία του Αγίου Βασιλείου δεν θέλησαν να πάρουν πίσω την περιουσία που είχαν αποθηκεύσει για τον τύραννο Ιουλιανό. Ο Άγιος όμως αφού τους επαίνεσε για την πράξη τους, το ένα τρίτο του ποσού τους το έδωσε και τα υπόλοιπο ποσό το διέθεσε για να κτίσουν πτωχοτροφεία, ξενοδοχεία, νοσοκομεία, γηροτροφεία και ορφανοτροφεία.
Iconandlight 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου