Πέμπτη, Φεβρουαρίου 28, 2019

Σκέψεις στο Τριώδιο- π. Θεοδ. Μαρτζούχος


...Ἐδῶ εἶναι ὁ Παράδεισος κι ἡ κόλαση εἶναι ἐδῶ...
(λαϊκὸ τραγούδι)
(ἢ ...ὅπως ὁ τσοπάνος χωρίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ κατσίκια...)
(Τὸ εὐαγγέλιο)
Πολλοὶ ἄνθρωποι καὶ παλαιότερα καὶ τώρα, ἀρνούμενοι μιὰ μεταφυσικὴ ἐκδοχὴ συνέχισης τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου σὲ κατάσταση Παραδείσου (τέλεια εὐδαιμονία) ἢ σὲ κατάσταση κολάσεως (ταλαιπωρία ἀπόλυτης μόνιμης μοναξιᾶς) καὶ θέλοντας νὰ «γελάσουν» μὲ τὶς λαϊκότροπες χαλκογραφίες ποὺ παρίσταναν τὴν κόλαση σὰν ἕνα «τόπο» φωτιᾶς καὶ μαρτυρίων σωματικῶν καὶ τὸν Παράδεισο σὰν ἕνα «κῆπο» μὲ φρεσκοκουρεμένο γκαζὸν γεμάτο ὄμορφα λουλούδια στὸν ὁποῖον περιδιάβαιναν ἀργόσχολοι χαζούληδες γεμάτοι...ἀρετές, ἰσχυρίζονται ὅτι τέτοια πράγματα εἶναι ἀνυπόστατα καὶ συνεπῶς «ἐδῶ εἶναι ὁ Παράδεισος κι ἡ κόλαση εἶναι ἐδῶ»!
Ἂς δοῦμε ὅμως... τὸ τραγούδι ἀναλυτικά!
Ὁ Χριστὸς στὸ 25ο κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου περιγράφει μὲ τρεῖς εἰκόνες τὴν σχέση τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸν Θεό.
Στὴν εἰσαγωγικὴ καὶ πρώτη (κεφ. 25,1-13) μὲ τὴν γνωστὴ παραβολὴ τῶν Δέκα Παρθένων θέτει τὸ θέμα ὄχι τῆς θεωρητικῆς μόνον ἀγάπης τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὴν συνάντηση μὲ τὸν Δημιουργὸ-Νυμφίο τους (ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν τοῦ νυμφίου), ἀλλὰ καὶ τὸ θέμα τῆς οὐσιαστικῆς προετοιμασίας γι' αὐτὴν τὴν συνάντηση (ἔλαιον...εἰς τὰ ἀγγεῖα). Δὲν φτάνει μόνον νὰ περιμένεις• χρειάζεται νὰ ἔχεις τὰ ἀναγκαῖα γι' αὐτὴ τὴ συνάντηση, ὥστε νὰ μὴ ἀποδειχθεῖς...ἀνόητος (μωραὶ παρθένοι). Ἀρχικὴ λοιπὸν προϋπόθεση εἶναι νὰ εἶσαι στὴν ἑτοιμότητα τῆς ἀγάπης γιὰ μία...αἰφνίδια ἔκκληση-συνάντηση!

Στὴν δεύτερη εἰκόνα (κεφ. 25, 14-30) περιγράφεται τὸ μυστήριο τοῦ ἐκ Θεοῦ...γονιδιώματος, ἀφοῦ Αὐτὸς δίνει στὸν ἕνα «πέντε τάλαντα», στὸν δεύτερο «δύο τάλαντα» καὶ στὸν τρίτο «ἕνα τάλαντο». Κανεὶς δὲν ξέρει ἀπὸ ποῦ καὶ γιατί προέκυψαν σ' αὐτὸν τὰ ὅποια προσόντα-τάλαντά του. Τὸ βάρος ἄλλωστε γιὰ τὸν Χριστὸ δὲν πέφτει στὸ πόσα ἔχεις ἀλλὰ στὸ τί τὰ κάνεις! Κι ἐδῶ ἔχουμε δύο στάσεις-ἀντιμετωπίσεις. Κάποιους ποὺ κοπιάζουν νὰ αὐξήσουν τὰ δοθέντα (τὰ πέντε-δέκα, τὰ δύο-τέσσερα) καὶ κάποιους ποὺ κλείνονται στὸν ἑαυτό τους καὶ θάβουν στὸ κλουβὶ τοῦ ἐγωϊσμοῦ τους τὴν δωρεά. Ἡ κατάληξη γιὰ τοὺς πρώτους εἶναι «εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου», ἐνῶ γιὰ τοὺς δεύτερους «τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον».
Καὶ ἐρχόμαστε στὴν καταληκτικὴ τρίτη εἰκόνα (κεφ. 25, 31-46) στὴν ὁποῖα τὸ πλαίσιο τῆς σχέσεως τίθεται δυναμικὰ καί... μονόπλευρα, «ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ» καὶ «ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ». Ὁ Χριστὸς ἔρχεται ὡς Ἥλιος ἀνατέλλων. Μία κίνηση ζωοποιοῦ δυναμισμοῦ ἀνεξάρτητου ἀπὸ τὶς ἐπιλογὲς καὶ ἐπιθυμίες τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν κτισμάτων. Κάτω ἀπὸ τὰ μάτια καὶ τὸ φῶς τοῦ ἀληθινοῦ Ἥλιου τῆς Δικαιοσύνης Χριστοῦ «συναχθήσονται... πάντα τὰ ἔθνη».
Ὁ φυσικὸς ἥλιος μὲ τὴν παρουσία καὶ τὸ φῶς του ἀποσαφηνίζει ὅσα μέσα στὸ σκοτάδι ποὺ προηγεῖται εἶναι στὰ μυαλὰ καὶ στὰ μάτια πολλῶν ἀνθρώπων, σὲ μπέρδεμα καὶ παρανόηση. Καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἔνδοξη παρουσία Του «ξεχωρίζει» τοὺς ἀνθρώπους «ὥσπερ ὁ ποιμὴν τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων». Δὲν φτιάχνει «πρόβατα» καὶ «ἐρίφια». Τὰ βρίσκει. Ἡ δική του παρουσία ἁπλῶς κάνει σαφῆ τὴν ποιοτική τους διαφορὰ καὶ αὐτὸ ποὺ μέχρι τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἦταν σὲ σύγχυση, ἀσάφεια καὶ ἀνάμιξη (τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, ὁ πόνος καὶ ἡ καλωσύνη, τὸ δάκρυ καὶ ἡ σκληρότητα, ὁ θάνατος καὶ ἡ εὐζωΐα γενικῶς τὸ σκάνδαλο τοῦ κόσμου μας) τώρα πλέον ἀποκτᾶ τὴν πραγματικὴ μόνιμη καὶ σαφῆ θέση του.
Αἰωνιότητα δὲν εἶναι κάτι• εἶναι ΚΑΠΟΙΟΣ. Εἶναι ὁ Χριστός. Ζωὴ εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ μετὰ θάνατον ζωὴ εἶναι ἡ σχέση μαζί Του. Ὅμως ὑπάρχει σχέση ἀγάπης ἐξ ὁμοιότητος καὶ σχέση ἀπέχθειας ἀπὸ φιλαυτία. Ἐκεῖνος ἀγαπᾶ ὅλους μονίμως καὶ διαρκῶς μὲ τὴν ἴδια ἔνταση. Στὸ ἴδιο μέτρο καὶ τὴν Παναγία καὶ τὸν διάβολο καὶ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἡ ποιότητα τῆς σχέσης μας μαζί Του, ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς. Ἑξαρτᾶται ἀπὸ τὴν θυσία μας νὰ ἀποκτήσουμε «ἔλαιον» στὰ ἀγγεῖα τῆς ὕπαρξής μας. Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν κόπο μας νὰ διπλασιάσουμε τὸ «τάλαντο» ποὺ μᾶς ἔδωσε. Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ ἀποκτήσαμε δουλεύοντας τὶς ἀρετὲς ποὺ μᾶς ὑπέδειξε τὸ θέλημά Του ὥστε νὰ ἔχουμε «μάθει» νὰ ἀγαπᾶμε. Ἐκεῖνος εἶναι ἀγάπη. Ἐμεῖς μιμούμενοι τὸν τρόπο καὶ τὶς ἐντολὲς Του ἀποκτᾶμε ἀγάπη καὶ ἔτσι Τοῦ μοιάζουμε. Γινόμαστε παιδιά Του. Ἡ συνάντησή μας μαζί Του εἶναι χαρὰ «ἀνεννόητος» (ποὺ δὲν τὴν χωράει, δηλαδή, ἀνθρώπινο μυαλό). Γίνεται ἡ σχέση Παράδεισος. Ὅμως ὅλος αὐτὸς ὁ κόπος ξεκινάει ἀπὸ ἐδῶ. «Ἐδῶ εἶναι ὁ Παράδεισος...».
Καὶ στὶς δύο κατηγορίες-τοποθετήσεις τῶν ἀνθρώπων ὁ Χριστὸς ἀπευθύνει τὸ ἴδιο «ἐρωτηματολόγιο»: Νοιάστηκες τὸν πεινασμένο καὶ τὸν διψασμένο; Τὸν ξένο; Τὸν μετανάστη; Τὸν γυμνό; Τὸν ἄρρωστο; Τὸν φυλακισμένο; Στὰ πρόσωπα ὅλων αὐτῶν ὁ Χριστὸς «ταυτοποίησε» τὸν ἑαυτό Του. Ὅσοι εἶχαν δουλέψει στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν (νηστεία-ἐγκράτεια, ὄχι ὡς καταξιωτικὰ κατορθώματα ἀλλὰ ὡς τρόπο ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν φιλαυτία μετὰ τὰ ὁποῖα ἡ προσευχὴ γίνεται σχέση μετοχῆς στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ), εἶχαν βγεῖ στὴν ἁπλωσιὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ εἶχαν ἀποκτήσει ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη• ἀνταποκρίθηκαν στὸ «ἐρωτηματολόγιο» τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν εὐτυχία καὶ τὴν χαρὰ τῆς συνάντησης μὲ γνώριμο πρόσωπο. Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἔγινε αἰώνια καὶ μόνιμη πηγὴ αὔξουσας εὐτυχίας. Τὸ φῶς δὲν χορταίνεται!
Ὅσοι κλείστηκαν στὴν αὐταπάτη τῆς ἐγωιστικῆς ἰδιοτελοῦς ἀγάπης γιὰ νὰ μὴ χάσουν καὶ θυσιάσουν καὶ κουραστοῦν, αὐτὴ ἡ αὐτοερωτικὴ τους τοποθέτηση τοὺς ἔκανε νὰ μὴ μποροῦν νὰ ἀνταποκριθοῦν στὴν Σταυρικὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἀντίθετα, ἡ παρουσία Του τοὺς ἐνοχλεῖ γιατί τὸν φαντάζονται καὶ Αὐτὸν ὡς κάποιον ποὺ κλέβει τὴν...στάχτη τῆς σβησμένης καὶ κρύας ἀγάπης τους γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Καὶ ἔτσι γίνεται γι' αὐτοὺς ὁ Χριστὸς «ἀνέκφραστος ὀδύνη»! Κόλαση ἄπειρες φορὲς χειρότερη ἀπὸ αὐτὴν ποὺ ἡ ἀφέλεια τῶν λαϊκῶν λιθογραφιῶν περιέγραφε μὲ εἰκόνες φωτιᾶς καὶ δυσωδίας. Τὸ «πῦρ τὸ ἐξώτερον» γιὰ τὸ ὁποῖο μιλάει τὸ εὐαγγέλιο, εἶναι «φωτιὰ» ὑπαρξιακῆς αἰώνιας ταλαιπωρίας στὸν ἐγκλεισμὸ τῆς ἀπόλυτης μόνιμης μοναξιᾶς, ὅπως εἴπαμε, δὲν εἶναι... φοῦρνος. Ὅταν ὁ ἄλλος γιὰ μᾶς δὲν εἶναι παρὰ ἐκμεταλλεύσιμη εὐκαιρία (ἐπαγγελματικά, ἐρωτικά, κοινωνικὰ) τότε ἔχουμε πάρει τὸν δρόμο γιά... τὴν Κόλαση. Ὅπως ὁ Παράδεισος ἔτσι καὶ ἡ κόλαση, «εἶναι ἐδῶ»!
Κάθε πρωὶ βγαίνει ὁ ἥλιος γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Ἂν ἐγὼ ὅμως καταστρέψω τὰ μάτια μου μὲ τὰ χέρια μου, τὸ ὅτι δὲν θὰ τὸν βλέπω ἀκόμα καὶ ὅταν βγεῖ, παρὰ μόνον ὡς σκοτάδι, δὲν εἶναι ρύθμιση Ἐκείνου ἀλλὰ δική μου ἐπιλογή.
Ἡ ἁμαρτία καταστρέφει τὴν δυνατότητα μετοχῆς στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ διὰ τῆς ἁμαρτίας (ψυχικῆς ἢ σωματικῆς) ἐγκλωβιζόμαστε στὸν ἑαυτό μας. Ἡ ἁμαρτία δὲν εἶναι φόβος γιὰ ἡλικιωμένους μπροστὰ στὸ ἄγνωστο τοῦ θανάτου, ἀλλὰ ὑπαρξιακὴ ἀναπηρία ποὺ στερεῖ τὴν δυνατότητα ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο νὰ μπορεῖ νὰ γευτεῖ τὴν χρηστότητα τοῦ Κυρίου.
Πλέον πρέπει νὰ διορθώσουμε τὸ λαϊκὸ τραγούδι: «Ἐδῶ ἀρχίζει ὁ Παράδεισος κι ἡ κόλαση ἐδῶ»! Ὁ Χριστὸς δὲν στέλνει κανένα στὴν κόλαση. Μόνοι μας διαλέγουμε νὰ ζήσουμε μακριά Του.
Ἀδελφοί μου,
Ἂς κάνουμε τὸν Χριστὸ καὶ τὸ θέλημά Του (ποὺ ἐμᾶς...ἑξασφαλίζει) κέντρο καὶ τρόπο τῆς ζωῆς μας.
Ἂς ἀγωνιστοῦμε νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸ «καβούκι» τοῦ ἐγωισμοῦ μας καὶ νὰ μάθουμε νὰ ἀγαπᾶμε.
Ἂς χαροῦμε μὲ τὴν μεγαλειώδη προοπτική τῆς συνάντησης μαζί Του. Βραχυπρόθεσμα στὸ Πάσχα ποὺ ἔρχεται. Μόνιμα, στὴν ἀγκαλιὰ Αὐτοῦ ὁ ὁποῖος εἶναι Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΖΩΝΤΩΝ.
π. Θεοδόσιος

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 27, 2019

Πώς μπορώ να αντιμετωπίσω την αμαρτωλή μου κατάσταση;

Πολύ συχνά, θέτουμε στον εαυτό μας και μεταξύ μας ένα πολύ βασανιστικό ερώτημα. Πως μπορώ να αντιμετωπίσω την αμαρτωλή μου κατάσταση; Τι μπορώ να κάνω; Δεν μπορώ να αποφύγω την διάπραξη αμαρτημάτων, μόνο ο Χριστός άλλωστε ήταν αναμάρτητος. Και δεν μπορώ και εξακολουθώ να διαπράττω αμαρτήματα, εξαιτίας της έλλειψης αποφασιστικότητας, θάρρους, ικανότητας για αληθινή μετάνοια ή εξαιτίας της γενικότερης αμαρτωλής κατάστασης η οποία κυριαρχεί στον εσωτερικό μου κόσμο. Τι απομένει λοιπόν σε μένα; Βασανίζομαι, παλεύω απεγνωσμένα όπως ένας άνθρωπος την ώρα που πνίγεται και δεν βλέπω λύση.
Κάποτε γι αυτό το θέμα ένας Ρώσος στάρετς, ένας από τους τελευταίους γέροντες της μονής της Όπτινα, είπε, σ’ έναν επισκέπτη του: Κανένας δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να αμαρτήσει και ελάχιστοι γνωρίζουν πως να μετανοούν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να λευκανθούν οι αμαρτίες τους. Υπάρχει όμως ένα πράγμα το οποίο όλοι μπορούμε να κάνουμε: Όταν δεν μπορούμε ούτε την αμαρτία να αποφύγουμε, ούτε να μετανοήσουμε αληθινά, μπορούμε τότε να βαστάζουμε το φορτίο της, να το υποφέρουμε υπομονετικά, με πόνο, χωρίς να κάνουμε οτιδήποτε για να αποφύγουμε τον πόνο και την αγωνία που προξενεί, να την υποφέρουμε όπως κάποιος θα υπέφερε το βάρος ενός σταυρού.
Όχι βέβαια το σταυρό του Κυρίου, ούτε το σταυρό των αληθινών μαθητών του, αλλά το σταυρό του...
...ληστή που είχε σταυρωθεί δίπλα Του. Δεν είπε ο ληστής αυτός στον άλλο ληστή που βλασφημούσε τον Κύριο: Εμείς υποφέρουμε επειδή έχουμε διαπράξει εγκλήματα. Αυτός υποφέρει παρόλο που είναι αναμάρτητος. Και σε αυτόν ο Χριστός είπε:«Σήμερα θα είσαι στον παράδεισο μαζί Μου…», επειδή είχε αποδεχτεί την τιμωρία, τον πόνο, την αγωνία και τις συνέπειες πραγματικά του κακού που είχε διαπράξει με το να ήταν αυτός που ήταν.
άσωτος γιος_ the Prodigal Son_ Притча о блудном сыне2e0b70443e32152ba1ce1da341dΘυμάμαι επίσης από τη ζωή ενός ιερέα, την ιστορία ενός ανθρώπου που είχε έρθει σ’ αυτόν και του είχε πεί ότι όλη η ζωή του μέχρι τότε ήταν αμαρτωλή, ακάθαρτη και ανάξια τόσο ενώπιον του Θεού, όσο και ενώπιον του ίδιου. Και κατόπιν είχε μετανοήσει, είχε απορρίψει και αποστραφεί όλο το κακό που είχε κάνει, εν τούτοις όμως, βρισκόταν ακόμη κάτω υπό την επήρεια των ίδιων αμαρτημάτων. Και ο ιερέας του είπε: «Υπήρχε μια περίοδος της ζωής σου που έτρωγες σκυμμένος πάνω στις λάσπες όλες αυτές τις ακαθαρσίες με μεγάλη ικανοποίηση. Τώρα κατανόησες ότι πρόκειται για ακαθαρσίες και νοιώθεις τρόμο, αηδία και ότι πνίγεσαι με αυτές. Θεώρησε λοιπόν ότι αυτή είναι ανταμοιβή σου για το κακό σου παρελθόν και υπέμεινε . . .».
Αυτό είναι κάτι που όλοι μας μπορούμε να κάνουμε. Να υπομένουμε τις συνέπειες, την υποδούλωση που είναι δική μας, υπομονετικά, ταπεινά, με συντετριμμένη την καρδιά και όχι με αδιαφορία, ούτε και με την λογική ότι εφόσον είμαστε εγκαταλελειμμένοι από τον Θεό σε αυτή την κατάσταση, τότε γιατί να μην αμαρτάνουμε; Αλλά εκλαμβάνοντας την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε ως θεραπευτική επίγνωση του τι είναι αμαρτία, τι μας προξενεί, καθώς επίσης και τη φρίκη που αυτή περικλείει. Και εάν αντέξουμε υπομονετικά, θα έρθει μια μέρα που η εσωτερική μας αποστροφή προς την αμαρτία θα φέρει καρπούς και θα απελευθερωθούμε απ’ αυτή.
Έτσι, αν μπορούμε, με κάθε τρόπο, ας αποφύγουμε την αμαρτία σε όλες της τις μορφές, ακόμη κι εκείνα τα αμαρτήματα που φαίνονται τόσο ασήμαντα, γιατί μην ξεχνούμε ότι σ’ ένα φράγμα νερού η παραμικρή ρωγμή του αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει στην έκρηξη και διάλυσή του. Εάν μπορούμε, ας μετανοήσουμε αληθινά, ας αποστραφούμε το αμαρτωλό παρελθόν μας μ’ έναν ηρωικό και αποφασιστικό τρόπο. Αλλά εάν δεν μπορούμε τίποτα από αυτά τα δύο, τότε ας σηκώσουμε υπομονετικά και με ταπεινοφροσύνη όλο τον πόνο και όλες τις συνέπειες αυτής της αδυναμίας.
Και αυτή η στάση μας μια μέρα θα ληφθεί υπόψη από τον Θεό, ο Οποίος σε απάντηση στο ερώτημα των Αγγέλων του για τη ζωή του Μωϋσή, «Για πόσο διάστημα ακόμη θα ανέχεσαι τις αμαρτίες τους», απάντησε: «Θα τους αρνηθώ όταν το μέτρο των αμαρτιών τους υπερβεί το μέγεθος των βασάνων τους». 
Ως εκ τούτου, ας αποδεχθούμε τον πόνο σαν ένα πόνο λυτρωτικό, ακόμα κι αν δεν μπορούμε να τον προσφέρουμε σαν ένα καθαρό, ακηλίδωτο πόνο. Αμήν.



Αντωνίου Bloom Μητροπολίτου Σουρόζ 

 iconandlight.wordpress.com

Τρίτη, Φεβρουαρίου 26, 2019

H αγία Φωτεινή, ο άσωτος και η δίψα

Η αγία Φωτεινή έβγαινε κάθε μέρα έξω από την πόλη και πήγαινε στο πηγάδι να ξεδιψάσει για νερό, αλλα και για νέες εμπειρίες . Στις εξόδους των πόλεων γίνονται οι ανταλλαγές ιδεών,οι συναντήσεις με το νέο,αλλά και οι πονηρές συναλλαγές.
Αυτή η γυναίκα διψούσε για πνευματικές αλήθειες και σωματικές συναναστροφές ταυτόχρονα.Ήταν αβόλευτη και ακαθήλωτη.Αγαπούσε την ζωή, και προσέφερε στον καθένα τον εαυτό της, πολύ ευκολα,προκειμενου να βρει αγάπη,χαρά και καταφυγή. Διψούσε για ό,τι νέο και συναρπαστικό!

Ανοιγοταν εύκολα και μοιράζοταν τις ιδέες της,με τον ίδιο τρόπο,που χαράμιζε το κορμί της.Όταν βρηκε όμως τον Χριστό ικανοποιήθηκε σε τετοιο βαθμό που παρατησε το σταμνί της,χωρις να το ξαναγυρέψει και ετρεξε να μοιραστεί την χαρά της με τους συμπολίτες της.
Είχε ξεδιψάσει,δεν χρειαζοταν πια αντλημα και σκεύος για υλικό νερό,για εφήμερες εμπειρίες που δεν διώχνουν για παντα την δίψα,αλλα μάλιστα την μεγαλώνουν.
Η σαμαρειτιδα είναι από τις ψυχές εκείνες που έχουν το ΑΛΛΟ μέσα τους,μα δεν ξέρουν πως να το ορίσουν και να το εκμεταλλευτούν.Το ψάχνουν λοιπόν στο χείλος του πηγαδιού,σε καθε ξενο επισκεπτη,σε κάθε νεο από τους έξι συντρόφους.
Μονο όταν ο Χριστός που διψάει για εκείνους,τους ζητησει να κοιτάξουν προς το βαθος του πηγαδιού,εντός τους δηλαδή βρισκουν το ζωντανό νερό.Τον πνευματικό,αληθη τους εαυτό.Η αγαπη του Χριστού προς τον ανθρωπο κινητοποιει τον σωστό προορισμό έρευνας.
Η αγία Φωτεινή είναι από την ίδια ποιότητα με τον Άσωτο. Και αυτός φεύγει για να δεί, να ζήσει, να γευθεί εμπειρίες και να δεί ανθρώπων "άστεα" και νοοτροπίες. Αλλά όχι μόνον η δίψα του δεν βρήκε κορεσμό, αλλά και λιγοθύμησε από την πείνα, τον βαρύ λιμό. Γύρισε λοιπόν στο Πηγάδι που ξεδιψά, αυτό το οποίο κάθε ημέρα και στιγμή είχε μπροστά του και αγνοούσε ότι αυτό ακριβώς ήταν η απάντηση στην αναζήτηση του. Το ταξίδι δεν τους θανάτωσε , αλλά τους επλήρωσε με σοφία. Ήταν οι πατρικές καταβολές οι οποίες δεν ξεριζώνονται από τους βαθείς ανθρώπους...
Ο άσωτος από αρχιβοσκός των χοίρων έγινε πρόβατον λογικόν του Ποιμένα του Καλού. Η αγία Φωτεινή από αρχιβοσκός των χοίρων, έγινε Ποιμένας των προβάτων και οδήγησε πρώτον τους πατριώτες της, δεύτερον τους εθνικούς, και τρίτον την οικογένεια και το περιβάλλον της προς τον Χριστό. Μάλιστα την οικογένεια της προς το μαρτύριο και την αγιότητα.
Έτσι η πρώην πόρνη της Σαμάρειας έγινε όχι μόνον σώφρων και ενάρετη , αλλά και Πνευματική Μητέρα στους αδελφούς της.
Η Σαμαρείτιδα ως φωτεινό πρότυπο μεταστροφής και αγιότητας,στέκεται πλέον όχι στην πύλη της Συχάρ, αλλά στα προπύλαια της Τεσσαρακοστής και με την παρουσία της για να ξεδιψάσει με το Ύδωρ το Ζων κάθε διψασμένο οδοιπόρο και αναζητητή της Αλήθειας.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 25, 2019

Διήγηση για την μετάνοια και την κρίση του Θεού


Στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης ήταν τον παλιό καιρό ένα ησυχαστήριο γυναικών. Κάποτε η προεστώσα έστειλε μια νέα μοναχή στην πόλη για υπηρεσία. Εκείνη από συνεργεία διαβολική έπεσε σε βαρύ σφάλμα. ‘Ύστερα, απελπισμένη από την πτώση της, δε γύρισε αμέσως στο ησυχαστήριο. Έμεινε στον κόσμο και παρασύρθηκε σ’ έκλυτη ζωή. Γρήγορα όμως αηδίασε την αμαρτία και, μετανοημένη ειλικρινά για το κατάντημα της, πήρε το δρόμο της επιστροφής. δεν ξέρουμε όμως γιατί ο Θεός δεν επέτρεψε να πατήσει το πόδι της μέσα στον Παρθενώνα. Μόλις έφθασε στην εξώθυρα, έπεσε κάτω νεκρή.

Το γεγονός έκανε μεγάλη εντύπωση στις μοναχές και στους Πατέρες που ασκήτευαν εκεί γύρω. ΄Όλοι αμφέβαλλαν για τη σωτηρία της. Ένας άγιος Ερημίτης όμως που έμενε σε μια σπηλιά στην κορυφή του βουνού διηγήθηκε αργότερα το δράμα που είδε, καθώς προσευχόταν, τη στιγμή ακριβώς που η μετανοημένη μοναχή έπεσε νεκρή. Άγγελοι από τον Ουρανό κατέβαιναν να παραλάβουν την ψυχή της, αλλά και πλήθος πονηρά πνεύματα μαζεύονταν από παντού για να την αρπάξουν. Τότε έγινε μεγάλη φιλονικία ανάμεσα στα αγαθά και στα πονηρά πνεύματα. Οι δαίμονες απαιτούσαν την ταλαίπωρη ψυχή που τόσον καιρό δούλευε στην αμαρτία. Οι Άγιοι Άγγελοι βεβαίωναν πώς είχε μεταμεληθεί και γι’ αυτό ήταν άξια σωτηρίας.

– Πού είναι η μετάνοιά της; αντιλογούσαν τα πονηρά πνεύματα. Αφού ούτε να μπει στο Μοναστήρι της πρόλαβε και τη βρήκε ο θάνατος έξω από την πόρτα.

– Άφ’ ότου είδε ο Πανάγαθος Θεός τη θέλησή της να κλίνει στη διόρθωση, δέχτηκε την μετάνοιά της, αποκρίθηκαν οι Άγγελοι. Η ψυχή είναι κυρία της θελήσεώς της, της δε ζωής και του θανάτου ο πάντων Δημιουργός και κυρίαρχος Θεός.

Έτσι οι δαίμονες έφυγαν νικημένοι, ενώ οι Άγιοι Άγγελοι με χαρά οδήγησαν την ψυχή στα Ουράνια.

Από ΔΙΑΚΟΝΗΜΑ 

Ο ευγνώμων Ληστής θεραπεύει τον άγιο Πορφύριο


῾Ο ῞Αγιος Πορφύριος ᾿Επίσκοπος Γάζης (348-420, μνήμη: 26η Φεβρουαρίου), καταγόμενος ἐκ Θεσσαλονίκης, ὅταν ἀσκήτευε στὰ μέρη τοῦ ᾿Ιορδάνου, ἀρρώστησε βαρειά· ἡ ἀσθένειά του ἦταν κίρρωσις τοῦ ἢπατος, μὲ συνεχῆ λεπτότατο πυρετό.Τὸν μετέφεραν, κατόπιν παρακλήσεώς του, στὰ ῾Ιεροσόλυμα, ὅπου δὲν σταματοῦσε, παρὰ τὴν βαρειὰ ἀσθένειά του, νὰ ἐπισκέπτεται τοὺς ῾Αγίους Τόπους, κυρτωμένος, ἐπειδὴ δὲν τοῦ ἦταν δυνατὸν νὰ ὀρθώση τὸ παράστημά του, ἀλλὰ ἀκουμπώντας σὲ ραβδί.῾Ο μαθητὴς καὶ βιογράφος του Μᾶρκος, ὅταν ἐπέστρεψε μετὰ ἀπὸ ἕνα ταξίδι του στὴν Θεσσαλονίκη, εὑρῆκε τὸν ῞Αγιο ὑγιέστατο καὶ μὲ τὸ πρόσωπό του ροδοκόκκινο. Στὴν ἀπορία του, ὁ ῞Αγιος Πορφύριος τοῦ ἀπάντησε, χαμογε- λώντας:  

«Μὴν ἀπορεῖς, ἀδελφὲ Μάρκε, ποὺ μὲ βρῆκες ὑγιὴ καὶ εὔρωστο,ἀλλὰ μάθε τὴν αἰτία τῆς ἀποκατάστασης τῆς ὑγείας μου, καὶ τότε νὰ ὑπερθαυμάσεις τὴν ἀνείπωτη φιλανθρωπία τοῦ Χριστοῦ.Πῶς δηλαδὴ ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα ἔχουν χάσει κάθε ἐλπίδα οἱ ἄνθρωποι βρίσκουν θεραπεία κοντά Του».Καὶ ἐγὼ τὸν παρακαλοῦσα νὰ μοῦ φανερώσει τὴν αἰτία τῆς ἴασής του καὶ πῶς ἐξαφανίστηκε μία τέτοια πάθηση. Αὐτὸς τότε μοῦ ἀποκρίθηκε«πρὶν ἀπὸ σαράντα περίπου ἡμέρες, ἐνῶ βρισκόμουν στὴν ᾿Αγρυπνία τῆς ἁγίας Κυριακῆς3,μὲ ἔπιασε ἕνας φοβερὸς πόνος στὸ συκώτι καὶ μὴ μπορώντας νὰ ὑποφέρω τὸν πόνο, πῆγα καὶ ξάπλωσα κοντὰ στὸ ῞Αγιο Κρανίο4, καὶ ἀπὸ τὴν πολλὴν ὀδύνη, ἔπεσα σὰν σὲ ἔκσταση. Καὶ βλέπω τὸν Σωτῆρα καρφωμένο στὸν Σταυρὸ καὶ τὸν ἕνα ἀπὸ τοὺς Ληστὲς κρεμασμένο μαζί Του σὲ ἄλλο σταυρὸ καὶ ἀρχίζω νὰ φωνάζω καὶ νὰ ψελλίζω τοὺς λόγους τοῦ Ληστῆ· ῾῾μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου᾿᾿ (Λουκ. κγʹ 42).Τότε ἀποκρίθηκε ὁ Σωτήρας καὶ λέει στὸν κρεμασμένο Ληστή:῾῾κατέβα ἀπὸ τὸν σταυρὸ καὶ σῶσε ἐκεῖνον τὸν ξαπλωμένο, ὅπως ἀκριβῶς ἐσώθηκες καὶ σύ᾿᾿.Καὶ ὁ Ληστής, ἀφοῦ κατέβηκε ἀπὸ τὸν σταυρό, μὲ ἀγκάλιασε καὶ μὲ καταφίλησε καὶ ἁπλώνοντας τὸ δεξί του χέρι, μὲ ἀνασήκωσε, λέγοντας· ῾῾ἔλα πρὸς τὸν Σωτήρα᾿᾿.Καὶ ἀμέσως, σηκώθηκα καὶ ἔτρεξα πρὸς Αὐτὸν καὶ Τὸν βλέπω νὰ ἔχει κατεβεῖ ἀπὸ τὸν Σταυρὸ καὶ νὰ μοῦ λέγει· ῾῾πάρε αὐτὸ τὸ Ξύλο καὶ φύλαξέ το᾿᾿.Καὶ ἀφοῦ πῆρα τὸ ἴδιο Τίμιο Ξύλο καὶ τὸ βάσταξα, ἀμέσως ἦλθα στὰ συγκαλά μου ἀπὸ τὴν ἔκσταση· καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα πιὰ δὲν ξανααισθάνθηκα ὀδύνη, οὔτε τὸ σημάδι τῆς ἀρρώστιας μου κἂν φαίνεται».

 (*) Νέος Συναξαριστὴς τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, ὑπὸ ῾Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου 


Iconandlight 

Κυριακή, Φεβρουαρίου 24, 2019

αλάβαστρα συντετριμμένα...


Ἀγκάλας πατρικάς, διανοῖξαί μοι σπεῦσον, ἀσώτως τὸν ἐμόν, κατηνάλωσα βίον, εἰς πλοῦτον ἀδαπάνητον, ἀφορῶν τοῦ ἐλέους Σου. Νῦν πτωχεύουσαν, μὴ ὑπερίδῃς καρδίαν· σοὶ γὰρ Κύριε, ἐν κατανύξει κραυγάζω. Ἥμαρτον, σῶσόν με.
Ο άγιος Συμεών μας λέει πώς στην παραβολή του Ασώτου κρύβεται και προτυπώνεται το μέγα μυστήριο της Μετανοίας Εξομολόγησης στα τρία στάδια του: την εξομολόγηση, την συντριβή και την ικανοποίηση. Στο " Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου", τυπώνεται η εξομολόγηση. Στο "ουκ ειμι άξιος κληθήναι υιός σου" η συντριβή. Στο "ποίησον με ως ένα των μισθίων σου", η η ανάγκη κάποιου πνευματικού επιτιμίου , κάποιας εργασίας για να ικανοποιηθεί η συντριβή του ανθρώπου.
Αυτά βέβαια είναι για τους ταπεινούς ανθρώπους τους ίσιους, τους γνήσιους. Aυτοί δεν βλέπουν τα επιτίμια ως τιμωρία ή εξουδένωση αλλά ως ευκαιρία, ως δικαιοσύνη, ως όχημα επανένταξης, συμφιλίωσης με τον Πατέρα.Αυτοί δεν έχουν εγωϊστικό θέλημα και νιώθουν τον εαυτό τους σκουπίδι μπροστά στον Άγιο Θεό, ακόμα και μετά την καθαρή εξομολόγηση τους και διψούν για την ισόβια μετάνοια. Γιατί η μετάνοια είναι ο αέρας και το περιβάλλον που ανασαίνει ο άνθρωπος του Θεού. Και αν ακόμα ο Θεός Πατέρας τους δέχεται σαν υιούς Του, χωρίς τιμωρίες και μακριά από κάθε έννοια ποινής ( δεν έχει ποινολόγιο ο Θεός), αυτοί τόσο περισσότερο ταπεινώνονται και πλαντάζει η ψυχή τους και σμικραίνει το είναι τους ενώπιον τέτοιας Πατρικής Αγάπης και συντρίβονται σαν το αλαβάστρινο μύρο της πόρνης και χύνεται το πολυτίμητον μύρον της ταπείνωσης τους παντού! Στην ορθοδοξία οι μεγαλύτεροι διδάσκαλοι και πνευματικοί, πατέρες και μητέρες, στάθηκαν συχνά οι πρώην μεγάλοι αμαρτωλοί. Οι αρχιβοσκοί των χοίρων έγιναν ποιμένες των αδελφών τους και των παιδιών του Θεού.
Γράφει για έναν τέτοιο άγιο, έναν ληστή , ο μακαρίτης Βασ. Μουστάκης:
"Ὁ πάτερ Σάββας δὲν καθότανε σὲ µοναστῆρι, παρὰ σὲ µία βραχότρυπα. Ἤτανε βαθύγερος καὶ διαβόητος πνευµατικός. Ἤξερε, ἀνάλογα µὲ τὴν ψυχὴ ποὺ ἐρχότανε σ’ αὐτόν, νὰ φέρνεται. Ἄλλοτε ἔβαζε βαριούς κανόνες, γιατί ἔβλεπε πὼς τοὺς ἄντεχε ὁ ἁµαρτωλός. Κι ἄλλοτε διάβαζε µονάχα τὴν εὐχὴ κι ὕστερα σιγὰ - σιγὰ ἔβαζε νηστεῖες καὶ µετάνοιες κι ἀγρυπνίες. Κάποια φορά ἕνας φοβερὸς ληστὴς εἶχε πάει σ’ αὐτὸν νὰ ξοµολογηθεῖ. «Βαρέθηκα, τοῦ εἶπε, νὰ σκοτώνω. Λέω νὰ σώσω τὴν ψυχή µου. Ἂν θέλεις διάβασέ µου τὴν εὐχή, ἀλλά κανόνα µὴ µοῦ βάζεις, γιατί δὲν βαστάω τέτοια». Ὁ πάτερ Σάββας τὸν κοίταξε µὲ ἱλαρή µατιὰ καὶ τοῦ ἀποκρίθηκε:
«Ἕνα κανόνα σοῦ βάζω. Νὰ µὴν ξαναβλάψεις ἄνθρωπο». Ὁ ληστὴς ἀπόρεσε: «Καλά, αὐτὸ τ’ ἀποφάσισα», εἶπε. «Ἔ, αὐτό φτάνει». «Καὶ τίποτε ἄλλο;» «Τίποτε ἄλλο. Ἂν θέλεις, νηστεύεις µονάχα Τετράδη καὶ Παρασκευή. Καὶ νὰ λὲς ποῦ καὶ ποῦ: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν µε τὸν ἁµαρτωλόν». Βουρκώσανε τὰ µάτια τ’ ἀνθρώπου. Ὕστερα ἀπὸ κάµποσες µέρες ξανᾶρθε. «Γέροντα— λέει— αὐτα ποὺ µοὖπες τὰ κάνω. Θέλω καὶ κανέναν ἄλλο κανόνα». Ὁ πάτερ Σάββας τότε τοῦ λέει: «Ἂν βαστᾶς, νήστευε καὶ τὴ Δευτέρα. Κάνε καὶ σαράντα µετάνοιες κάθε βράδι πρὶν πλαγιάσεις». Ὕστερα ἀπὸ κάµποσες µέρες ἦρθε πάλι στὸν γέροντα ὁ ληστής. «Λέω νὰ νηστεύω καὶ τὴν Τρίτη καὶ τὴν Πέµπτη. Καὶ νὰ πουλήσω ὅλα µου τὰ ὑπάρχοντα καὶ νὰ καθίσω ἐδῶ γιὰ πάντα». Καὶ πρόσθεσε µὲ λυγµούς. «Πῶς ξεπλερώνεται ὁ Θεὸς;» Ἡ καρδιὰ του εἶχε µαλακώσει ὁλότελα..."

Σάββατο, Φεβρουαρίου 23, 2019

Στήν Εὐαγγελική περικοπή τῆς Κυριακῆς του Ἀσώτου


π. Νικόλαος Λουδοβῖκος
Νομίζω πώς ἀπό τό σημερινό Εὐαγγέλιο μποροῦμε νά καταλάβουμε, μελετώντας προσεκτικά, πώς ἡ μόνη χαρά τοῦ ἀνθρώπου, ἡ μεγάλη χαρά, ἀπό τήν ὁποία πηγάζουν ὅλες οἱ χαρές, ἡ χαρά ἡ μόνη τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ὁ Θεός. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας καταλάμπεται ἀπό αὐτήν τή χαρά.
Αὐτή ἡ χαρά δέν εἶναι μία χαρά κοινή, τοῦ Πάσχα, ἔχει καί τήν Μ. Παρασκευή προηγουμένως. Δέν εἶναι μιά κοινή εὐφορία, εἶναι ἡ χαρά τῆς μετανοίας.
Πρέπει νά προσέξουμε νά μήν κατανοοῦμε τή μετάνοια ψυχολογικά καί ἀτομιστικά μόνο. Ἡ μετάνοια δέν εἶναι μιά μεταβολή στήν αὐτογνωσία καί μόνο, πού μᾶς δίδαξαν οἱ δυτικοί Θεολόγοι μέ πρῶτο τόν Αὐγουστῖνο. Δέν εἶναι μόνο μιά μεταβολή στή γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Εἶναι κάτι πού ἀφορᾶ τήν ἴδια τήν ὕπαρξή μου, τήν ὀντολογία. Θά λέγαμε εἶναι κάτι πού ἀφορᾶ τό γεγονός, τό εἶναι, τήν ὕπαρξη, εἶναι κοινωνία.
Καί ἐγώ ἔχω ἐκπέσει τῆς κοινωνίας καί δέν ἔχω τό εἶναι μου. Δέν ἔχω τή ζωή, παρόλο πού φαίνεται πώς τήν ἔχω. Εἶναι τό αἴσθημα διά τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος πραγματικά φαίνεται νά σταυροῦται τῷ κόσμῳ, φαίνεται νά ἀρνεῖται τήν κοινή εὐφορία τοῦ κόσμου, πλήν ὅμως αἰσθανόμενος ὅτι τό εἶναι, ἡ ζωή, ἐνεργεῖται πολύ βαθύτερα, πολύ πληρέστερα, ἀπ᾿ ὅτι ὁ κόσμος συνήθως μπορεῖ νά καταλάβει καί νά νιώσει.
Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος πραγματικά μέ τή μετάνοια ἀνήκει σέ ὅλους καί καταλαβαίνει τήν ἀληθινή ζωή μέ τό νά ἀνήκει σέ ὅλους καί νά μπορέσει νά προσφερθεῖ σέ ὅλους.
Τό νά μάθεις τήν τέχνη τοῦ νά προσφέρεσαι σέ ὅλους, τό νά μάθεις τήν ἁπλότητα τοῦ Θεοῦ, καί νά τό ποῦμε μέ ἄλλα λόγια, νά μάθεις πώς ὁ Θεός φανερά μετέδωσε τήν ἁπλότητα πρός ὅλους καί ἐνῶ ἐμεῖς ἔχουμε γίνει τόσο περίπλοκοι, ὁ καθένας, καθώς εἴμαστε κλεισμένοι -ἀκριβῶς γι᾿ αὐτό- στή φιλαυτία μας.
Ἡ μετάνοια εἶναι μιά μεγάλη καί ἰσόβια σπουδή, εἶναι μιά μεγάλη καί ἰσόβια χαρά. Τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ εἶναι μυστήριο τῆς ἀναστάσεως. Ὁ Σταυρός εἶναι ἡ μετάνοια. Εἶναι αὐτό πού βιώνουν καί λένε οἱ Πατέρες μας, ὅτι δηλαδή ὅλος ὁ κόσμος εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ καί μόνον διά τοῦ Θεοῦ ἀληθεύει.
Στή μετάνοια ξαναβρίσκουμε τά ἴχνη τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο. Μαθαίνομε τόν τρόπο αὐτῆς τῆς ἁπλότητος τοῦ εἶναι. Μαθαίνομε πώς τό εἶναι, ἐνεργεῖται, ὑπάρχει ὡς κοινωνία. Μαθαίνομε ὅτι ὅλοι εἴμαστε ἕνα. Καί μαθαίνομε ὅτι ἡ ζωή αὐτή τῆς ἑνότητος εἶναι ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἴδιου καί μαθαίνομεν ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ μέσῳ τῶν μυστηρίων.
Γι᾿ αὐτό ἡ Ἐκκλησία, βλέπετε, ἔβαλε αὐτά τά ἀναγνώσματα πρό τῆς Τεσσαρακοστῆς, γιατί εἶναι ἡ Σαρακοστή ἀκριβῶς μιά ἀφιέρωση, ἕνα ἀφιέρωμα τοῦ καθενός μας στόν Θεό.
Μέ τόν γλυκύ αὐτό καί ἁπαλό τρόπο εἶναι ἡ μετάνοια προσωπική.
Δέν εἶναι νομική ἡ μετάνοια, δέν εἶναι νομικισμός.
Εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο καταλαβαίνουμε πραγματικά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ἀνοιγόμαστε καί ἐμεῖς στήν ἀγάπη αὐτήν.
Ἡ μετάνοια εἶναι ἕνα ἐρωτικό γεγονός.
Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς βλέπομε στό Εὐαγγέλιο σήμερα ὅτι ὁ μετανοῶν ἁμαρτωλός αὐτός ὁ ὁποῖος ἐσκόρπισε τίποτε ὀλιγώτερον ἀπό τήν οὐσίαν του -ἡ λέξη αὐτή «οὐσία» ἔχει πολλές σημασίες- ἐσκόρπισε τόν ἑαυτό του χωρίς οὐσία, θά μπορούσαμε νά ποῦμε. Ὅμως μέ τήν μετάνοια αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔχει τόν «μόσχον τόν σιτευτόν», ἔχει ἕνα κομμάτι χαρᾶς, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, πού δέν μπορεῖ κανείς νά τοῦ τό πάρει.
Καί ὁ ἄλλος ἀδελφός, ὁ πρεσβύτερος, ἔχοντας τή σκληρότητα τήν νομική, δέν ἔχει «μόσχον σιτευτόν»! Οὐδέποτε, λέγει, ἔλαβα ἔρριφον! Τίποτε δέν ἔχω λάβει. Δέν ἔχω χαράν!!!
Πιστέψτε με ἡ μεγαλύτερη κατηγορία πού ἀπευθύνθηκε ποτέ στούς Χριστιανούς εἶναι αὐτή πού ἀπηύθυνε ὁ Νίτσε: ὅτι οἱ Χριστανοί δέν ἔχουν χαρά! Καί δέν ἐννοῶ αὐτή τήν τοῦ κόσμου, τά τραγούδια κτλ., ἐννοῶ αὐτήν τήν χαρά τήν ὁποία εἶχε ὁ ἄσωτος μέ τόν «μόσχον τόν σιτευτόν»! Ἐννοῶ τήν χαρά, ὅτι ἔλαβε μέρος στή Θεία Ζωή! Τήν ἔκπληξη, τήν ἀναπάντεχη αὐτήν, τήν ἐρωτική ἔκπληξη τοῦ προσώπου πού βρέθηκε μπροστά στό πέλαγος τῆς Θείας ἀγάπης, μέ τή μετάνοια.
Ἐνῶ ὁ ἄλλος, ὁ πλήρης ἐντολῶν καί τηρήσεων, ἦταν ἀδύνατον νά καταλάβει τόν θεῖο ἔρωτα. Λέγει κάπου ὁ π. Παϊσιος: Εἶναι πολύ παράξενο τό γεγονός αὐτό· τό πῶς κοσμικοί ἄνθρωποι ὅταν τούς πεῖς γιά τόν θεῖο ἔρωτα τόν καταλαβαίνουν, καί ἄνθρωποι χριστιανοί δέν καταλαβαίνουν τόν θεῖο ἔρωτα. Δέν ἔχει σπάσει μέσα τους κάτι, τό ἐγώ, δέν ἔχει βρεῖ τήν διέξοδό του πρός τήν ἀγάπη. Μπορεῖ νά εἶναι γεμάτοι ἀπό ἀρετές, ἀλλά καί τίς ἀρετές αὐτές τίς χρησιμοποιοῦν γιά νά θωρακίσουν τό ἐγώ τους. Δέν τίς χρησιμοποιοῦν ὡς ὁδούς, δέν τίς χρησιμοποιοῦν ὡς διοδεύσεις πρός τό μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Λέγει κάπου ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ὅτι «ἡ ἀρετή ἔστω διά τήν ἀλήθειαν». Οἱ ἀρετές εἶναι μέσα, δέν εἶναι αὐτοσκοποί, ὅπως εἶναι αὐτοσκοποί στή φιλοσοφική ἀρετή. Δέν εἶναι αὐτοσκοπός νά εἶμαι ἐλεήμων, ἀγαθός, φιλάνθρωπος. Εἶναι ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ, πού γιά μένα εἶναι «ἄκτιστες ἐνέργειες», «ἄκτιστοι λόγοι» πού μέ ἱκανώνουν νά ζήσω ἐν τῷ Θεῷ.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὁ σκοπός, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ σκοπός. Δέν εἶναι τό νά εἶμαι ἐνάρετος ἁπλῶς· μπορεῖ νά σημαίνει μεγάλη φτώχεια ἡ ἀρετή, ὅταν συνοδεύεται μέ τό θανάσιμο αὐτό κλείσιμο. Τό κλείσιμο αὐτό σπάει ἀκριβῶς ἡ μετάνοια καί ὁδηγεῖ τό εἶναι ἐν κοινωνίᾳ μετά τοῦ Θεοῦ καί μέ ὅλη τήν κτίση. Γι᾿ αὐτό ἀκριβῶς πάντοτε οἱ Πατέρες μιλοῦν γιά τίς ἀρετές, συνδέοντάς τες πάντοτε, μέ τήν μετάνοια καί τήν ταπείνωση!
Ἡ θεοπτία εἶναι ἡ μετάνοια!
Ἡ κατάσταση τῆς αἰώνιας ζωῆς εἶναι μιά κατάσταση ἡ ὁποία ὁδοποιεῖται διά τῆς μετανοίας, ἀλλά ὄχι μέ τήν νομική αἴσθηση ἡ ἔννοια τῆς μετανοίας, ἀλλά μέ αὐτήν τήν ἐρωτική καί χαρμόσυνη αἴσθηση, ὅτι ὁ Θεός μέ ἀγαπάει καί ἐγώ εἶμαι ἀνάξιος τῆς ἀγάπης Του.
Καί ἔρχεται λοιπόν «ὁ μόσχος ὁ σιτευτός καί ὁ δακτύλιος καί τά καινούρια ροῦχα», καί ὅλα αὐτά τά ἐσχατολογικά, τά ἐνδύματα τά ὁποῖα ἐπιφυλάσσει ὁ Θεός σέ ἐκείνους πού μετανοοῦν. Καί παραδόξως οἱ ἄλλοι, αὐτοί πού ἔχουν τίς ἀρετές καί τίποτε ἄλλο, δέν ἔχουν αὐτή τή δυνατότητα.
Ἡ λογική αὐτή εἶναι παράξενη, θά ἔλεγα ὅτι εἶναι ἐρωτική λογική. Δέν ἐξηγεῖται ἀλλιῶς. Δέν νομίζω ὅτι μποροῦμε νά τό καταλάβουμε ἀλλιῶς.
Ἕνας ἄνθρωπος ἀκοινώνητος, γεμάτος ἀρετές, δέν ἔχει Θεό. Καί ἕνας ἄνθρωπος παναμαρτωλός γεμάτος μετάνοια εἶναι ὁ «ἄσωτος υἱός».
Αὐτό εἶναι χαρμόσυνο γιά ὅλους μας, γιατί ἀρετές μπορεῖ νά μήν ἔχουμε, ἔχουμε ὅμως ἁμαρτίες, ἔχουμε ἐλλείψεις, ἀλλά μποροῦμε νά ἔχουμε αὐτή τήν πνευματική τήν σταυροαναστάσιμη χαρά τῆς μετάνοιας. Αὐτό μᾶς δίνει κουράγιο στήν πνευματική ζωή. Αὐτό εἶναι μεγάλο πράγμα. Ἐκφράζει ἰσοβίως τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἔκπτωσή μας ἀπό τήν ἀγάπη αὐτή.
Αὐτό εἶναι πού σᾶς εὔχομαι νά κερδίσουμε: Νά δεχθοῦμε πραγματικά νά ἀγωνισθοῦμε νά σβήσουμε τή φιλαυτία καί νά κοιτάξουμε ὅλο τόν ἑαυτό μας, νά τόν «προσάξωμεν ὡς θυσία δοξολογική», ἔτσι ὅπως ὁ ἄσωτος ὁ ὁποῖος ἐπιστρέφει δοξολογώντας. Ἐνῶ ὁ ἄλλος, ὁ νομικός «ἄμεμπτος» ἀδελφός, «ὁ μεγάλος», ὁ «ἐνάρετος» ἁπλῶς καί μόνον, δέν μπορεῖ νά φθάσει στή θεοπτία, δέν ἔχει πνεῦμα Θεοῦ.
«Διά τήν ἀλήθειαν, λοιπόν, ἔστω ἡ ἀρετή»!
Οἱ ἀρετές εἶναι τόποι θεανθρώπινης ζωῆς, εἶναι τό Θεανθρώπινον τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο ὅταν τό ἀποκτήσουμε, τό πλησιάσουμε, μᾶς ὁδηγεῖ, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, στήν ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Εἶναι χῶροι οἱ ἀρετές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ἔλεγεν ὁ ἅγιος Σεραφείμ. Καί διά τῶν ἀρετῶν ἐλπίζομεν πραγματικά, τά αἰώνια αὐτά χαρίσματα, τά ὁποῖα δέν εἶναι μακριά μας. Οὔτε ἡ θεοπτία εἶναι κάτι πού εἶναι πολύ μακριά ἀπό μᾶς.
Ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού θά πεῖ κανείς «μετανοῶ», ἐσωτερικά, ἔχει πρώτου βαθμοῦ θεοπτία. Ἔχει μιά πρώτη θέα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ!
Εὔχομαι καλή Σαρακοστή ἀπό καρδίας σέ ὅλους καί ὅλες.

Κυριακή Ασώτου: Η αποδημία σε μακρινή χώρα


Η παραβολή του Ασώτου παρουσιάζει το Θεό σαν άνθρωπο, τον αληθινά φιλάνθρωπο και τους δύο γιούς, καθώς και τις δύο κατηγορίες των ανθρώπων, τους δίκαιους και τους αμαρτωλούς. Ο μικρός είπε· δώσε μου το μερίδιό μου από την περιουσία μας. Η δικαιοσύνη είναι αρχική κατάσταση του ανθρώπου, γι’ αυτό κι ο μεγάλος δεν παρεκκλίνει· υστερογέννητο κακό η αμαρτία, γι’ αυτό και παρεκκλίνει ο μικρός, αυτός, δηλαδή που συναυξήθηκε με την αμαρτία που μπήκε στον κόσμο έπειτα. Και με άλλο νόημα λέγεται ο αμαρτωλός άνθρωπος «νεώτερος γιός», σαν νεωτεριστής κι αποστάτης στο πατρικό θέλημα.
«Πατέρα, δώσε μου το μερίδιό μου από την περιουσία μας». Περιουσία του ανθρώπου είναι το λογικό, με επακολούθημα την αυτεξουσιότητα γιατί κάθε λογικό είναι αυτεξούσιο. Μας παραχωρεί ο Κύριος το λόγο, για να τον χρησιμοποιούμε κατά το θέλημά μας, σαν δικό μας κτήμα. Και τον παραχωρεί σ’ όλους εξίσου, γιατί όλοι είμαστε εξίσου λογικοί, εξίσου αυτεξούσιοι. Άλλοι όμως κάνουμε λογική χρήση της τιμητικής παραχώρησης κι άλλοι εξευτελίζουμε το θείο δώρο. Και όλα γενικά όσα μας έχει δώσει Θεός, ας τα θεωρήσουμε περιουσία μας, τον ουρανό, τη γη, την πλάση όλη, το νόμο, τους προφήτες. Αλλά ο μικρός γιός ενώ είδε τον ουρανό, και τον θεοποίησε, τη γη και την προσκύνησε, δεν θέλησε να πορευτεί στις γραμμές του νόμου, δολιεύτηκε τους λόγους των προφητών. Ο μεγαλύτερος όμως γιός τα χρησιμοποίησε όλα για τη δόξα του Θεού.
Στο ίδιο μέτρο τους τα παραχώρησε και τους άφησε να πορευτούν κατά το θέλημά τους· δεν υποχρεώνει κανένα που δεν θέλει να τον υπηρετεί. Αν ήθελε να μας υποχρεώσει, ούτε λογικούς θα μας δημιουργούσε ούτε αυτεξούσιους. Όλα αυτά ο μικρός τα σπατάλησε αμέσως. Και ο λόγος, η αποδημία του στα μακρινά. Όταν, δηλαδή, ο άνθρωπος απομακρυνθεί από το Θεό και θέσει τον εαυτό του πέρα από το θείο φόβο εξαντλεί όλα τα θεία δώρα. Όταν μένουμε κοντά στο Θεό, τίποτα τέτοιο δεν κάνουμε που οδηγεί στην απώλεια κατά το λόγο «απ’ την αρχή έβλεπα τον Κύριο δίπλα μου, στα δεξιά μου παντοτινά για να μην ταραχτώ». Όταν όμως απομακρυνθούμε απ’ αυτόν κι αποστρατήσουμε από το θέλημά του, πράττουμε και πάσχουμε τα χειρότερα, πάλι κατά το λόγο «όσοι απομακρύνονται από σένα θα χαθούν».
«Σκόρπισε» λοιπόν την περιουσία του κι ήταν φυσικό. Γιατί η αρετή έχει ένα όνομα και είναι κάτι απλό. Η κακία όμως είναι ποικίλη και προκαλεί πολλές πλάνες. Η ανδρεία, λόγου χάρη, έχει ένα όνομα και αναφέρεται στο πότε, πώς και σε ποιους πρέπει να λειτουργεί το θυμικό μας. Της κακίας, όμως είναι δύο τα είδη, η δειλία και η θρασύτητα. Βλέπεις ότι η λέξη διασπάται και χάνεται η ενότητα της αρετής; Και όταν εξάντλησε την περιουσία του και δεν περπατούσε πια ο άνθρωπος σύμφωνα με το λόγο, εννοώ τις διατάξεις του φυσικού νόμου, αλλά μήτε το γραπτό νόμο ακολουθούσε, μήτε τους προφήτες άκουε, πέφτει μεγάλη πείνα, όχι πείνα τροφών αλλά πείνα του λόγου του Κυρίου.
Και αρχίζει να στερείται, γιατί δεν φοβόταν τον Κύριο παρά ήταν μακριά του -επειδή για όσους φοβούνται τον Κύριο δεν υπάρχει στέρηση. Και πώς δεν υπάρχει στέρηση για όσους φοβούνται; Γιατί όποιος φοβάται τον Κύριο θα θέσει την ικανοποίησή του μέσα στον κύκλο των εντολών του. Γι’ αυτό και βασιλεύει στο σπίτι του τιμή και πλούτος και αντίθετα, σκορπίζει αυτός και μοιράζει στους φτωχούς· τόσο πολύ απέχει ο ίδιος από τη στέρηση. Αυτός λοιπόν που αποδήμησε μακριά από το Θεό και δεν έχει μπροστά στα μάτια του το φοβερό του πρόσωπο, στερείται κατά φυσικό λόγο, αφού καμιά θεϊκή καταβολή δεν ενεργεί μέσα του. Και αφού πήγε, δηλαδή αφού προόδευσε και πρόκοψε στην κακία, έγινε, μισθωτός, σ’ ένα πολίτη της χώρας εκείνης. Ο μισθωτός του Κυρίου γίνεται ένα πνεύμα μαζί του· ο μισθωτός της πορνικής φύσεως των δαιμόνων γίνεται ένα σώμα μ’ αυτούς, όλος σάρκα, χωρίς να γίνεται μέσα του καμιά εισχώρηση του πνεύματος, όπως στους ανθρώπους πριν από τον κατακλυσμό. Γιατί όπως νά ‘ναι πολίτες της χώρας που απέχει από το Θεό είναι οι δαίμονες. Και αυτός, αφού πρόκοψε και έγινε δυνατός στην κακία, βόσκει χοίρους, γίνεται δηλαδή και στους άλλους δάσκαλος της κακίας και των βρώμικων πράξεων. Γιατί όλοι που δοκιμάζουν ευχαρίστηση με την ακαθαρσία των αισχρών πράξεων και των υλικών παθών είναι χοίροι. Γιατί του χοίρου τα μάτια ποτέ δεν μπορούν να κοιτάξουν προς τα επάνω, επειδή έχουν μια αλλόκοτη διάπλαση. Γι’ αυτό και οι χοιροβοσκοί, όταν δεν μπορούν να σταματήσουν τις κραυγές του χοίρου που κρατούν, τον γυρίζουν ανάσκελα και τον κάνουν έτσι να μετριάζει τις κραυγές του. Γιατί αυτός ξαφνιάζεται και σωπαίνει βλέποντας ψηλά και πράγματα που δεν είδε ποτέ. Τέτοια είναι τα μάτια όσων τρέφονται με τα αισχρά, ποτέ δεν βλέπουν ψηλά. Χοίρους λοιπόν βόσκει όποιος νικά πολλούς στην αισχρότητα, όπως οι πορνοβοσκοί, οι αρχιληστές, οι αρχιτελώνες. Όλοι αυτοί βόσκουν χοίρους. Και επιθυμεί τούτος ο αξιοθρήνητος να χορτάσει από αμαρτία και κανένας δεν του δίνει το χορτασμό της.
Κανένας δεν χορταίνει την αισχρότητα, όποιος εξοικειώθηκε μαζί της. Μήπως και η ηδονή μένει; Ή την ίδια στιγμή που τη νιώθει κανένας περνά, και βρίσκεται ο αξιοθρήνητος με άδεια χέρια; Με χαρούπια παρομοιάζεται η αμαρτία, που έχει γλυκύτητα και σκληράδα· η ευχαρίστησή της προσωρινή, ενώ η τιμωρία της αιώνια. Κανένας λοιπόν δεν δίνει χορτασμό από τις αισχρότητες σ’ όποιον εντρυφά μέσα σ’ αυτές. Γιατί ποιός θα του δώσει τον κορεσμό και θα παύσει την πείνα του; Ο Θεός; Μα δεν είναι κοντά, γιατί βρίσκεται σε μακρινή αποδημία από το Θεό αυτός που τρώει τα χαρούπια. Μήπως οι δαίμονες; Πώς όμως, αφού αυτοί επιδιώκουν περισσότερο να μη γίνει ποτέ σταμάτημα της κακίας και χορτασμός της;
«Κι αφού ήρθε στον εαυτό του· είπε· πόσοι μισθωτοί του πατέρα μου πετούν τα τρόφιμά τους κι εγώ πεθαίνω της πείνας…» Ήρθε στον εαυτό του ο ως τότε άσωτος. Ώσπου έπραττε τις αισχρότητες ήταν έξω από τον εαυτό του, λέγεται ότι κατασπατάλησε την περιουσία του, και είναι φυσικό. Γι’ αυτό είναι έξω από τον εαυτό του. Γιατί αυτός που δεν καθοδηγείται από το λόγο αλλά ζει σαν άλογος και γίνεται οδηγός της αλογίας των άλλων, είναι έξω από τον εαυτό του και δεν μένει πάνω στην ουσία του, το λόγο. Και όταν αναλογιστεί ποιός ήταν και σε ποιά αθλιότητα κατάντησε, τότε έρχεται στον εαυτό του με τον αναλογισμό και τη μετάνοια από την περιπλάνησή του.
Μισθωτούς πάλι εννοεί τους κατηχουμένους που δεν έφτασαν ακόμα να γίνουνε γιοί, επειδή ακόμα δεν φωτίστηκαν. Όμως οι κατηχούμενοι έχουν περισσεύματα από λογικές τροφές, ακούοντας τα αναγνώσματα καθημερινά. Άκουσε τα εξής για να μάθεις τη διαφορά γιου και μισθωτού. Εκείνων που σώζονται οι κατηγορίες είναι τρεις. Οι πρώτοι ασκούν την αρετή, επειδή φοβούνται την τιμωρία. Για τούτο κάνει υπαινιγμό κι ο Δαυίδ λέγοντας· «καθήλωσε με το φόβο σου τη σάρκα μου· με παραλύει της τιμωρίας σου ο φόβος». Οι δεύτεροι φαίνονται ότι είναι μισθωτοί, επειδή τρέχουν να ευαρεστήσουν το Θεό από επιθυμία της αμοιβής. «Πίεσα τον εαυτό μου να εκτελέσω το θέλημά σου για την αιώνια ανταμοιβή μου». Όσοι όμως είναι γιοί εκτελούν τις εντολές του από αγάπη προς το Θεό καθώς πάλι ο ίδιος ο Δαυίδ λέει· «Πόσο Κύριε, αγάπησα το νόμο σου· όλη την ημέρα είναι το μελέτημά μου». Και πάλι· «Άπλωσα τα χέρια μου στις εντολές σου, που τις αγάπησα, και όχι που τις φοβήθηκα». Και πάλι· «Με γεμίζουν από θαυμασμό τα έργα σου, κι επειδή είναι θαυμαστά, γι’ αυτό τα ερεύνησε η ψυχή μου». Και δεν πρέπει να νομίζουμε ότι οι κατηχούμενοι μόνο λέγονται μισθωτοί αλλά και όσοι μέσα στην Εκκλησία δεν είναι πιο δοκιμασμένοι. Όταν λοιπόν κάποιος, που ήταν στην τάξη των γιών κι έπειτα αποκηρύχτηκε για τις αμαρτίες του, βλέπει ν’ απολαμβάνουν άλλοι τα δώρα του Θεού και να μετέχουν στα θεία μυστήρια και στον θείο άρτο, τότε είναι η ώρα γι’ αυτόν τον θλιβερό επίλογο.
Αλλά θα σηκωθώ, από την πτώση δηλαδή της αμαρτίας, και θα πάω στον Πατέρα μου και θα του πω Πατέρα, αμάρτησα μπροστά στον ουρανό, επειδή τον εγκατέλειψα και προτίμησα τη σιχαμερή ηδονή κι από την πατρίδα μου τον ουρανό πρόκρινα τη χώρα του λιμού. Αμαρτάνει απέναντι του χρυσού κατά κάποιο τρόπο όποιος προτιμά το μολύβι κι αμαρτάνει στον ουρανό, όποιος προτιμήσει τη γη. Αστοχεί πάντως από το δρόμο που οδηγεί στον ουρανό. Σημείωσε ότι όταν έκανε την αμαρτία, δεν ένιωθε ότι βρισκόταν μπροστά στο Θεό, όταν όμως κάνει την εξομολόγησή του, αισθάνεται ότι έχει αμαρτήσει μπροστά του. Σηκώθηκε και ήρθε στον Πατέρα του. Δεν πρέπει μόνο να επιθυμούμε, ό,τι αρέσει στο Θεό αλλά και να το πράττουμε. Και καθώς είδες τη θερμή μετάνοια, κοίταξε και την ευσπλαχνία του Πατέρα τουΔεν περίμενε το γιό να έρθει κοντά του. Τρέχει και τον αγκαλιάζει. Έχοντας το πατρικό φίλτρο, αν και Θεός, με όλο του το είναι, ολόκληρο τον αγκαλιάζει, για να τον σφιχτοπεριπλέξει από παντού με τον εαυτό του, όπως έχει λεχθεί· «Και θα σε περιντύσει, η δόξα του Θεού». Και πρώτα, όταν ο γιός απομακρύνθηκε, ήταν καιρός ν’ απομακρυνθεί κι ο Πατέρας από το σφιχταγκάλιασμα. Όταν τον πλησίασε με την προσευχή και την επιστροφή του, ήρθε η ώρα να τον αγκαλιάσει. Πέφτει λοιπόν στον τράχηλό του, δείχνοντας στον παλαιό αποστάτη να γίνει υπάκουος. Και για να επιβεβαιώσει τη συμφιλίωση τον καταφιλεί, εξαγνίζοντας πρώτα το στόμα του ακάθαρτου, καθώς το πρόθυρο του σπιτιού κι έπειτα προχωρεί τον εξαγνισμό και στον εσωτερικό του κόσμο.
«Και είπε στους δούλους του ο Πατέρας. Φέρτε την πρώτη στολή του και ντύστε τον και βάλτε του δαχτυλίδι στο χέρι και στα πόδια του παπούτσια. Φέρτε και το μοσχάρι το σιτευτό και θυσιάστε το κι ας φάμε κι ας ευχαριστηθούμε, γιατί αυτός ο γιός μου ήταν νεκρός και ξαναέζησε και είχε χαθεί και βρέθηκε. Κι άρχισαν να διασκεδάζουν». Δούλους μπορείς να θεωρήσεις τους αγγέλους, τα λειτουργικά πνεύματα που αποστέλλονται στη διακονία της σωτηρίας των άξιων. Γιατί αυτοί στολίζουν όποιον επιστρέφει από την κακία με την πρώτη στολή, που φορούσαμε πριν αμαρτήσουμε, το ρούχο της αφθαρσίας ή την πολυτιμότερη απ’ όλες τις άλλες, που είναι η στολή του βαπτίσματος. Γιατί αυτήν πρώτη φορώ κι αυτή μου σκεπάζει την ασκήμια μου. Ή τους αγγέλους λοιπόν μπορείς να θεωρήσεις δούλους, που διακονούν σ’ όσα εμείς τελούμε και μ’ όσα παίρνουμε τον αγιασμό. Μπορείς να θεωρήσεις και τους ιερείς, που και με το βάπτισμα και με την διδασκαλία ντύνουν εκείνον που επιστρέφει και το Χριστό μας φορούν σαν πρώτη στολή – όσοι βαπτιστήκαμε στ’ όνομα του Χριστού, το Χριστό ντυθήκαμε. Μας δίνουν έπειτα δαχτυλίδι στο χέρι, τη σφραγίδα του χριστιανισμού, που με τα έργα μας πήραμε, γιατί το χέρι είναι της πράξης σύμβολο και της σφραγίδας το δαχτυλίδι. Όποιος λοιπόν βαπτίζεται και καθένας που επιστρέφει από την κακία οφείλει να έχει πάνω στο χέρι του, δηλαδή πρακτική δύναμη τη σφραγίδα και το γνώρισμα του Χριστιανού, για να μπορεί να δείχνει ότι κατά την εικόνα του πλάστη του ανανεώθηκε. Μπορείς κι αλλιώς να θεωρήσεις το δαχτυλίδι, σαν αρραβώνα του Πνεύματος, ότι ο Θεός δίνει τα πιο τέλεια αγαθά, όταν είναι η ώρα τους. Αλλά τώρα σαν εγγύηση μας δίνει τα χαρίσματα εκείνα, σαν αρραβώνα των μελλοντικών, σε άλλους θαυματουργική ικανότητα, σε άλλους δύναμη διδασκαλίας, σε άλλους κάτι άλλο κι έπειτα απ’ αυτά ελπίζουμε θετικά και τα πιο τέλεια. «Υποδήματα στα πόδια του», για να προφυλάγονται από τους σκορπιούς, τα αμαρτήματα που θεωρούσαν μικρά και κρυφά, όπως είπε ο Δαυίδ αλλά θανατηφόρα και αυτά. Αλλά βέβαια κι από τα φίδια, τις αμαρτίες που πιστεύεται ότι βλάπτουν φανερά. Και με άλλο νόημα, δίδονται παπούτσια σ’ αυτόν που αξιώθηκε την πρώτη στολή, επειδή ο Θεός τον ετοιμάζει για το κήρυγμα και την ωφέλεια των άλλων. Ο χριστιανισμός είναι ωφέλεια του διπλανού του.
Δεν είναι άγνωστο ποιό είναι το μοσχάρι το σιτευτό, που θυσιάζεται και τρώγεται. Χωρίς αμφιβολία είναι ο αληθινός γιός του Θεού, αφού έγινε άνθρωπος κι έλαβε σάρκα που είναι άλογη και κτηνώδης, μ’ όλο που την έχει γεμίσει με τις δικές τους ιδιότητες. Απ’ αυτή την άποψη θεωρείται μοσχάρι, άπειρος από το ζυγό της αμαρτίας και σιτευτό, επειδή είχε από την αρχή του κόσμου οριστεί γι’ αυτό το μυστήριο. Και θα φανεί ίσως ακόμα πιο παράδοξο αυτό που θα πω αλλά θα το πω. Ο άρτος της κοινωνίας, επειδή κατά το φαινόμενο αποτελείται από σιτάρι, μπορεί να λεχθεί σιτευτός. Κατ’ άλλο νόημά του όμως επειδή είναι σάρκα θα μπορούσε να λεχθεί μοσχάρι. Οπότε μόσχος και σιτευτός είναι το ίδιο. Καθένας λοιπόν που βαπτίζεται και γίνεται γιός του Θεού ή καλύτερα αποκαθίσταται στη θέση του γιού και γενικά καθένας που καθαρίζεται από την αμαρτία κοινωνεί αυτό το σιτευτό μοσχάρι και γίνεται αιτία χαράς και στον Πατέρα και στους δούλους του, αγγέλους και ιερείς, επειδή επέστρεψε από το θάνατο στη ζωή και από την απώλεια βρέθηκε. Όσο βρισκόταν μέσα στη κακία, ήταν νεκρός, δεν υπήρχε γι’ αυτόν ελπίδα. Όσον είχε ανθρώπινη φύση τη μεταβλητή, που μπορεί από την κακία να μεταπέσει στην αρετή, λέγεται ότι είχε χαθεί. Αυτή είναι μετριότερη έκφραση από την πρώτη.
Γιατί είπε την παραβολή ο Κύριος;
Ο μεγάλος γιός ήταν στο χωράφι. Στο γυρισμό καθώς πλησιάζοντας στο σπίτι άκουσε τραγούδια και χορούς, κάλεσε κάποιο παιδί από τους υπηρέτες και ρωτούσε τί γινόταν. Κι αυτό του είπε ότι γύρισε ο αδελφός σου κι ο πατέρας σου έσφαξε το σιτευτό μοσχάρι, επειδή του ήρθε γερός. Θύμωσε και δεν ήθελε να μπει. Βγήκε ο Πατέρας και τον παρακαλούσε κι εκείνος του είπε· Σκέψου πόσα χρόνια σε υπηρετώ χωρίς ποτέ να παρακούσω το λόγο σου και ποτέ δεν μου έδωσες ένα ερίφι να διασκεδάσω με τους φίλους μου. Όταν όμως ήρθε τούτος εδώ ο γιός του, που σπατάλησε τη περιουσία σου με τις πόρνες, του έσφαξαν το μοσχάρι το σιτευτό. Και του είπε· Παιδί μου, συ είσαι πάντα μαζί μου κι όλα τα δικά μου είναι δικά σου· έπρεπε όμως να διασκεδάσεις και να χαρείς, γιατί ο αδελφός σου ήταν νεκρός και ξανάζησε κι είχε χαθεί και βρέθηκε». Εδώ είναι πολυθρύλητο ζήτημα. Πώς παρουσιάζεται φθονερός ο γιός ο ενάρετος στα άλλα κι υπάκουος στον πατέρα του;
Τούτο θα βρει τη λύση του, αν κανένας αναλογιστεί, γιατί λέχθηκε η παραβολή. Χωρίς αμφιβολία, επειδή οι καθαροί κι αυτοδικαιολόγητοι Φαρισαίοι διαμαρτύρονται, που ο Χριστός δεχόταν τις πόρνες και τους τελώνες. Γι’ αυτό η παραβολή αυτή μπήκε στη σειρά των προηγουμένων της. Λέχθηκε λοιπόν, γιατί οι Φαρισαίοι γόγγυζαν, επειδή ήσαν, όπως νόμιζαν, πιο δίκαιοι από τους τελώνες. Πρόσεξε ότι το πρόσωπο του γιού, που φαίνεται ότι γογγύζει, αντιπροσωπεύει όλους εκείνους που σκανδαλίζονται για τη γενική ευτυχία και σωτηρία των αμαρτωλών. Τούτο όμως δεν είναι φθόνος αλλά ξεχείλισμα της φιλανθρωπίας του Θεού, που δεν γνωρίζουμε το λόγο της και γι’ αυτό γεννά το γογγυσμό. Μήπως κι ο Δαυίδ δεν παρουσιάζει κάποιον που σκανδαλίζεται για την ειρήνη των αμαρτωλών; Το ίδιο και ο Ιερεμίας λέει· «Γιατί προχωρεί ο δρόμος των ασεβών; Σαν φυτά τους φύτεψες και έκαναν ρίζες». Αυτά όλα είναι σημάδια της αδύνατης και φτωχής διάνοιας των ανθρώπων, που ανάβει κι απορεί για την ανάξια τάχα ευτυχία των πονηρών. Με την παραβολή αυτή ο Κύριος μιλάει κάπως έτσι στους Φαρισαίους. Ας είναι. Σεις είστε δίκαιοι κατά το παράδειγμα του γιού εκείνου κι αρεστοί στον Πατέρα. Σας παρακαλώ, εσάς τους δίκαιους και καθαρούς, να μη γογγύζετε για τη χαρά που κάνουμε για τη σωτηρία του αμαρτωλού, γιατί κι αυτός είναι γιός. Δεν εμφανίζεται λοιπόν εδώ φθόνος, αλλά διορθώνει ο Κύριος το φρόνημα των Φαρισαίων με την παραβολή, ώστε αν αυτοί είναι δίκαιοι κι έχουν εκτελέσει κάθε εντολή του Θεού, να μη θυμώνουν για το δέξιμο των αμαρτωλών. Και δεν είναι παράδοξο αν θυμώνουμε για όσα νομίζουμε πως γίνονται ανάξια. Είναι τόση η φιλανθρωπία του Θεού και τόσο άφθονα μας μεταδίδει τ’ αγαθά του, ώστε μπορεί απ’ αυτό να γεννηθεί γογγυσμός. Τούτο το λέμε στις καθημερινές συναναστροφές. Πολλές φορές, ευεργετούμε κάποιον κι όταν μας δείχνει αχαριστία του λέμε ότι με κατηγορούν όλοι γιατί σου έκανα τόσες ευεργεσίες. Μπορεί να μη μας κατηγόρησε κανένας αλλά πλάθουμε το περιστατικό, επειδή θέλουμε να παρουσιάσουμε το μέγεθος της φιλανθρωπίας.
Αυτός είναι αποκλειστικά ο σκοπός της παραβολής. Αφορά τους Φαρισαίους που γόγγυζαν για τους αμαρτωλούς που δεχόταν ο Κύριος και διδάσκει αν είμαστε δίκαιοι, να μην αποδιώκουμε τους αμαρτωλούς μήτε να γογγύζουμε, όταν τους δέχεται ο Θεός. Μικρός γιός οι πόρνες κι οι τελώνες· ο μεγαλύτερος, οι Φαρισαίοι και οι Γραμματείς που θεωρούνταν καθ’ υπόθεση δίκαιοι, σαν να λέει ο Θεός: «Ας υποθέσουμε ότι σεις είστε αληθινά δίκαιοι και δεν έχετε παραβιάσει καμιά εντολή μου· δεν πρέπει λοιπόν να δέχεστε όσους επιστρέφουν από την αμαρτία;». Αυτού του είδους τους γογγυστές διδάσκει με την παραβολή. Το μόνο αληθινό είναι ότι ο μεγάλος γιός αντιπροσωπεύει τους δίκαιους και ο μικρός όσους αμαρτάνουν και επιστρέφουν.
Η οικονομία ολόκληρη της παραβολής έγινε για τους Φαρισαίους· τους διδάσκει ο Κύριος να μη δυστροπούν για το δέξιμο των αμαρτωλών κι ας ήσαν αυτοί δίκαιοι. Κανένας λοιπόν ας μη δυστροπεί με τις αποφάσεις του Θεού αλλά ας ανέχεται να ευτυχούν και να σώζονται όσοι θεωρούνται αμαρτωλοί. Πώς ξέρεις εσύ αν δεν μετανόησε κάποιος, που εσύ νομίζεις αμαρτωλό, και γι’ αυτό έγινε δεκτός; Και πού γνωρίζεις αν έχει αρετές αφανέρωτες, που για χάρη τους τον βλέπει ο Θεός με αγάπη;

Άγιος Θεοφύλακτος, Αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας


Παρασκευή, Φεβρουαρίου 22, 2019

ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ


Οκτώ τερπνά αποσπάσματα από το κατανυκτικό του μαρτύριο

1. «Να είσαι ισχυρός και ανδρείος, Πολύκαρπε! Είμαι μαζί σου!

     Καθώς ο Πολύκαρπος έμπαινε μέσα στο στάδιο, ήρθε προς αυτόν φωνή απ’ τον ουρανό:
     –Να είσαι ισχυρός και ανδρείος, Πολύκαρπε, διότι είμαι μαζί σου!
     Και Αυτόν που μίλησε, δεν Τον είδε κανείς· τη φωνή, όμως, την άκουσαν όσοι ήταν παρόντες από τους δικούς του. Στη συνέχεια, καθώς προσήχθη, έγινε μέγας θόρυβος, μόλις άκουσαν ότι είχε συλληφθεί ο Πολύκαρπος. Τον ρώτησε ο ανθύπατος, «αν αυτός είναι ο Πολύκαρπος». Αφού το παραδέχθηκε και το ομολόγησε, προσπαθούσε μετά να τον πείσει ν’ αρνηθεί τον Χριστό, λέγοντάς του: «Λυπήσου την ηλικία σου» και άλλα παρόμοια μ’ αυτά, όπως συνηθίζουν αυτοί να λένε:
     –Ορκίσου στην τύχη του Καίσαρα! Μετανόησε και πες: «έξω, οι άθεοι!».
     Ο Πολύκαρπος, κοιτάζοντας με σοβαρό πρόσωπο προς όλο το πλήθος των άνομων ειδωλολατρών που βρισκόντουσαν μέσα στο στάδιο, σηκώνοντας προς αυτούς το χέρι, στέναξε, ατένισε προς τον ουρανό και είπε: «Έξω, οι άθεοι!».

2. «Ογδόντα έξι χρόνια Τον υπηρετώ και δεν μ’ αδίκησε σε τίποτα!»

     Όταν ο ανθύπατος επέμενε λέγοντας: «ορκίσου και θα σε αφήσω να φύγεις! Καταράσου τον Χριστό!», είπε ο Πολύκαρπος:
     –Ογδόντα έξι χρόνια Τον υπηρετώ και δεν μ’ αδίκησε σε τίποτα! Πως λοιπόν τώρα μπορώ να βλασφημήσω τον Βασιλέα και Σωτήρα μου;
     Όταν και πάλι εκείνος επέμενε, λέγοντας «ορκίσου στην τύχη του Καίσαρα!», ο Πολύκαρπος αποκρινόταν:
     –Αυταπατάσαι νομίζοντας ότι θα ορκισθώ στην τύχη του Καίσαρα, όπως λες· κι αν προσποιείσαι ότι αγνοείς ποιός είμαι, τότε άκουσε τον θαρραλέο λόγο μου:
     –«Είμαι Χριστιανός!».
     Κι αν θέλεις να μάθεις την Διδασκαλία του Χριστιανισμού, τότε, όρισε ημέρα κοινής συνεντεύξεως και θ’ ακούσεις γι’ αυτήν.
     Ο ανθύπατος, είπε:
     –Πείσε για όλ’ αυτά που μου λες τον λαό.
     Ο Πολύκαρπος, είπε:
     –Σε θεώρησα άξιο να σου απευθύνω τον λόγο, επειδή έχουμε διδαχθεί να απονέμουμε στις αρχές και τις εξουσίες που είναι διορισμένες από τον Θεό την αρμόζουσα τιμή, εφ’ όσον δεν ζημιώνεται η Πίστη μας. Εκείνους, όμως, δεν τους θεωρώ άξιους να ακούσουν την απολογία μου.
     Ο ανθύπατος τού είπε:
     –Έχω θηρία! Θα σε ρίξω σ’ αυτά, αν δεν μετανοήσεις!
     Αυτός είπε:
     –Φώναξέ τα! Για μας, είναι αδιανόητη η «μετάνοια» από τα καλύτερα προς τα χειρότερα· είναι καλό όμως η μετάνοια από τα άδικα προς τα δίκαια.
     Εκείνος είπε πάλι προς αυτόν:
     –Αν περιφρονείς τα θηρία, θα διατάξω τότε να φαγωθείς από την φωτιά, εφ’ όσον δεν μετανοήσεις!
     Και ο Πολύκαρπος είπε:
     –Με απειλείς με πυρ το οποίο καίγεται πρόσκαιρα και μετά από λίγο σβήνεται. Επειδή αγνοείς το πυρ της μελλούσης κρίσεως και της αιωνίου κολάσεως, το οποίο επιφυλάσσεται για τους ασεβείς. Αλλά, γιατί βραδύνεις; Φέρε ό,τι θέλεις!

3. «Ο διδάσκαλος της Ασίας! Ο Πατήρ των Χριστιανών!»

     Λέγοντας αυτά και άλλα πολλά, ο Πολύκαρπος, ήταν γεμάτος θάρρος και χαρά. Και το πρόσωπό του ήταν πλήρες χάριτος. Ώστε, όχι μόνον να μην καταρρεύσει ταραγμένος απ’ όσα του είπανε, αλλ’ αντίθετα ο ανθύπατος να εκπλαγεί και να στείλει τον κήρυκά του καταμεσίς του σταδίου για να βροντοκηρύξει τρεις φορές:
     –Ο Πολύκαρπος, ομολόγησε ότι είναι Χριστιανός!
     Όταν λέχθηκε αυτό από τον κήρυκα, τότε όλο το πλήθος των Εθνικών και των Ιουδαίων που κατοικούσαν στη Σμύρνη, κραύγαζε με μεγάλη φωνή και ασυγκράτητο θυμό:
     –Αυτός, είναι ο διδάσκαλος της Ασίας· Αυτός, είναι ο Πατήρ των Χριστιανών· Αυτός, είναι ο καθαιρέτης των θεών μας· Αυτός, είναι που διδάσκει τα πλήθη να μη θυσιάζουν σ’ αυτούς και να μη τους προσκυνούν!
     Λέγοντας αυτά, ζητούσαν με κραυγές από τον Ασιάρχη Φίλιππο να λύσει ένα λιοντάρι εναντίον του Πολύκαρπου. Αυτός όμως είπε ότι δεν του επιτρέπεται αυτό, γιατί οι θηριομαχίες είχαν πια τελειώσει. Τότε, αποφάσισαν να κραυγάσουν όλοι μαζί, μαζικά: «Να καεί ζωντανός, ο Πολύκαρπος!». Έπρεπε επομένως να εκπληρωθεί αυτό που προαγγέλθηκε στην οπτασία που είδε ο ίδιος ο Πολύκαρπος, η οποία του είχε φανερωθεί σχετικά με το προσκεφάλι του, όταν αυτός προσευχόμενος, το είδε να καίγεται και στρεφόμενος κατόπιν προς τους πλησίον του πιστούς, είπε τότε προφητικά: «Πρόκειται να καώ ζωντανός!». 

4. «Αφήστε με, έτσι!»

     Όλ’ αυτά σχετικά με το μαρτύριο του Αγίου Πολυκάρπου, έγιναν με εξαιρετική ταχύτητα, γρηγορότερα κι απ’ όσο θα λέγονταν. Τα πλήθη μάζευαν αυτοστιγμεί ξύλα και φρύγανα από τα εργαστήρια και τα λουτρά. Ενώ οι Ιουδαίοι, κατά τη συνήθειά τους, τους βοηθούσαν σ’ αυτό το έργο πρόθυμα.
     Όταν ετοιμάσθηκε η φωτιά, αφού άφησε δίπλα του όλα τα ενδύματα και έλυσε την ζώνη του, προσπάθησε να λύσει και τα υποδήματά του· ενώ αυτό πριν δεν το έκανε ποτέ, επειδή πάντοτε όλοι οι πιστοί έσπευδαν, ποιος από αυτούς να αγγίξει γρηγορότερα το δέρμα του. Επειδή και, προ του μαρτυρίου του ακόμη, ήταν στολισμένος με κάθε χάρη λόγω της αγαθής του διαγωγής. Αμέσως έπειτα τοποθέτησαν γι’ αυτόν τα κατάλληλα για την φωτιά όργανα. Κι όταν επρόκειτο να τον καρφώσουν, τους είπε:
     –Αφήστε με, έτσι! Αυτός, ο Οποίος, μου έδωσε τη δύναμη για να υποφέρω το πυρ, θα μου δώσει τώρα και τη δύναμη να μείνω ατάραχος μέσα στη φωτιά, χωρίς την «ασφάλεια» από τα καρφιά σας.

5. «Ο ευγενής κριός· διαλεγμένος από μεγάλο ποίμνιο, για θυσία»

     Έτσι, λοιπόν, δεν τον κάρφωσαν, αλλά απλά μονάχα τον έδεσαν. Αφού έβαλε πίσω τα χέρια του και δέθηκε σαν, κατά κάποιο τρόπο, ένας ευγενής κριός που είναι διαλεγμένος από ένα μεγάλο ποίμνιο για τη θυσία, για ολοκαύτωμα ετοιμασμένο και δεκτό από τον Θεό, κοίταξε πάνω ψηλά προς τον ουρανό και είπε:
     «Κύριε, Παντοκράτωρ, ο Θεός, ο Πατήρ του Αγαπητού και Ευλογητού Παιδός Σου Ιησού Χριστού, δια του Οποίου δεχθήκαμε την επίγνωση για Σένα, ο Θεός των Αγγέλων και των Δυνάμεων, όλης της κτίσεως και όλου του γένους των Δικαίων οι οποίοι ζουν ενώπιόν Σου, Σε ευλογώ γιατί με αξίωσες γι’ αυτήν την ημέρα και γι’ αυτήν την ώρα, να λάβω μέρος στον αριθμό των Μαρτύρων, εντός του Ποτηρίου του Χριστού Σου, για Ανάσταση σε αιώνια ζωή ψυχής και σώματος, σε αφθαρσία Αγίου Πνεύματος. Είθε σήμερα να γίνω σ’ αυτούς δεκτός ενώπιόν Σου, ως θυσία πλούσια και ευπρόσδεκτη, καθώς προετοίμασες και προφανέρωσες και εκπλήρωσες, Εσύ, ο αψευδής και αληθινός Θεός. Γι’ αυτό, αλλά και για όλα τ’ άλλα, Σε αινώ, Σε ευλογώ, Σε δοξάζω δια του αιωνίου και επουρανίου Αρχιερέως Ιησού Χριστού, Αγαπητού Παιδός σου, δια του Οποίου, σε Σένα μαζί με Αυτόν και το Άγιο Πνεύμα, αρμόζει δόξα, τώρα και στους μέλλοντες αιώνες. Αμήν».

6. «Σαν άρτος ψημένος·
σαν το χρυσό και σαν το ασήμι που καθαριζόταν στην κάμινο»

     Αφού ανέπεμψε το «Αμήν» και τελείωσε την ευχή, οι αρμόδιοι άνθρωποι για το πυρ, άναψαν τη φωτιά. Και καθώς έλαμψε μεγάλη φλόγα, είδαμε πραγματικά ένα θαύμα, εμείς, στους οποίους δόθηκε να δούμε, οι οποίοι και διασωθήκαμε για ν’ απαγγείλουμε αυτά τα συμβάντα και στους άλλους. Δηλαδή το πυρ, αφού σχημάτισε ένα είδος καμάρας, σαν ιστίο πλοίου φουσκωμένο από τον άνεμο, κύκλωσε ολόγυρα το σώμα του Μάρτυρος· και αυτός ήταν εκεί, στο μέσον, όχι σαν μία σάρκα που καιγόταν, αλλά σαν άρτος ψημένος ή σαν το χρυσό και σαν το ασήμι που καθαριζόταν μέσα σε κάμινο. Και η ευωδία που αισθανόμασταν ήταν τόσο δυνατή, σαν να κάπνιζε λιβανωτό ή κάποιο άλλο πολύτιμο άρωμα.

7. «Πόση διαφορά υπάρχει
μεταξύ απίστων και των εκλεκτών του Θεού!»

     Τέλος, αφού είδαν οι άνομοι ότι το σώμα του δεν ήταν δυνατόν να φαγωθεί από το πυρ, διέταξαν να τον πλησιάσει εκτελεστής δήμιος και να βυθίσει στο σώμα του ξιφίδιο. Όταν το έπραξε αυτό, πετάχτηκε άφθονο αίμα γύρω στο στήθος του, ώστε να σβήσει την φωτιά και να θαυμάσει όλος ο όχλος για την πόση διαφορά υπάρχει μεταξύ των απίστων και των εκλεκτών του Θεού. Ένας απ’ εκείνους είναι και αυτός ο θαυμασιώτατος Πολύκαρπος, ο οποίος ανεδείχθη κατά τους χρόνους μας Αποστολικός και Προφητικός Διδάσκαλος και Επίσκοπος της Καθολικής Εκκλησίας στη Σμύρνη. Επειδή κάθε λόγος τον οποίο άφησε από το στόμα του και εκπληρώθηκε αλλά και θα εκπληρωθεί.

8. «Βασιλεύοντος εις τους αιώνας του Κυρίου Ιησού Χριστού»

     Μαρτύρησε ο μακάριος Πολύκαρπος την Δευτέρα του μηνός Ξανθικού κατά το ρωμαϊκό ημερολόγιο, επτά μέρες προ των «Καλανδών» του Μαρτίου (=23 Φεβρουαρίου), Μέγα Σάββατο, ώρα ογδόη. Συνελήφθη από τον Ηρώδη, όταν ήταν αρχιερέας ο Φίλιππος Τραλλιανός και ανθύπατος ο Στάτιος Κοδράτος· βασιλεύοντος δε εις τους αιώνας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στον Οποίον ανήκει η δόξα, η τιμή, η μεγαλοσύνη και θρόνος αιώνιος, από γενεάς εις γενεάν. Αμήν. 

από το εκλεκτό ιστολογιο του π.Δαμιανού Σαράντη ΤΟ ΕΙΛΗΤΑΡΙΟ 

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 20, 2019

Ομιλία εις την Κυριακήν του Ασώτου (Αγ. Ιουστίνος Πόποβιτς)


Ιδού ευαγγέλιο που αφορά στο νου και το σώμα του καθενός μας. Είναι το ευαγγέλιο της ευσπλαχνίας. Είναι η θαυμαστή παραβολή του Σωτήρος, στην οποία απεικονίζεται ολόκληρη η ζωή μας. Η δική μου, η δική σου, του καθενός ανθρωπίνου όντος επάνω στην γη. Όλους τους αφορά το σημερινό άγιο Ευαγγέλιο. Όλους.
Ο άνθρωπος! Αυτός ο θεϊκός πλούτος επάνω στην γη! Κύτταξε το σώμα του, το μάτι, το αυτί, την γλώσσα. Τι θαυμαστός πλούτος. Το μάτι! Υπάρχει τίποτε πιο τέλειο που να ημπορή ο άνθρωπος να επινοήση σ’ αυτόν τον κόσμο; Κι όμως, το μάτι αυτό το εδημιούργησε ο Κύριος, όπως και την ψυχή και το σώμα. Η ψυχή μάλιστα είναι ολόκληρη εξ ουρανού. Οποίος πλούτος! Το σώμα! Θαυμαστός θείος πλούτος που σου δόθηκε για την αιωνιότητα και όχι μόνο για την πρόσκαιρη αυτή γήινη ζωή. Και ψυχή δοσμένη για την αιωνιότητα.
Ακούσατε τι ευαγγελίζεται ο Άγιος Απόστολος Παύλος σήμερα. «Το δε σώμα τω Κυρίω» (Α΄ Κορ. 6, 13). Ο Κύριος έπλασε το ανθρώπινο σώμα για την αιώνια ζωή, για την αθανασία, για την καθαρότητα. Το έπλασε για την αιώνια αλήθεια, για την αιώνια δικαιοσύνη και για την αιώνια αγάπη: όπως το σώμα, έτσι και την ψυχή. Όλα αυτά είναι δώρα του Θεού, ανεκδιήγητα και μεγάλα και πλούσια, και –το πιο σπουδαίο– αθάνατα και αιώνια δώρα του Θεού.
Εμείς όμως οι άνθρωποι τι κάνομε μ’ όλα αυτά τα δώρα; Τι οικοδομούμε με αυτά; Παραδίδουμε το σώμα στις ηδονές και στα πάθη αυτού του κόσμου, και την ψυχή στους ακαθάρτους λογισμούς, τις ακάθαρτες επιθυμίες, τις ακάθαρτες ηδονές. Δια των αμαρτιών και η ψυχή και το σώμα απομακρύνονται από τον Θεό, φεύγουν από το Θεό, φεύγουν «εις χώραν μακράν». Τίνος είναι αυτή η «μακρυνή χώρα;»
Ακούσατε που ο άσωτος υιός βόσκει χοίρους. Στην χώρα του διαβόλου. Στην χώρα, όπου ο διάβολος έχει εξουσία πάνω στον άνθρωπο δια των παθών, δια των αμαρτιών, και τον κρατάει σε φρικτή τρέλλα, στον παραλογισμό και την παραφροσύνη.
Λοιπόν, η αμαρτία; Κάθε αμαρτία είναι τρέλλα. Και ο άνθρωπος θα είναι πάντα μέσα σ’ αυτή την τρέλλα, μέχρις ότου συναντηθή με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Και θα συναντηθή με την μετάνοια.
Ακούσατε πως ο άσωτος υιός, αισθανόμενος τι σημαίνει ζωή μέσα στην αμαρτία, ζωή μέσα στις ηδονές και τα πάθη αυτού του κόσμου, λέγει: «Πόσοι μίσθιοι του πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ απόλλυμαι» σε ξένη και μακρυνή χώρα. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου». Σηκώθηκε και πήγε προς τον πατέρα. Και ο ουράνιος Πατήρ, ο Θεός και Ελεήμων Κύριος, «έτι αυτού μακράν απέχοντος είδεν αυτόν και εσπλαγχνίσθη και δραμών επέπεσεν επί τον τράχηλον αυτού και κατεφίλησεν αυτόν», ενώ συγχρόνως ο υιός με λυγμούς έλεγε: «πάτερ ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιος σου». Αμάρτησα στον ουρανό και σ’ όλα τα αστέρια. Όλα τα εμόλυνα με το πύον των παθών μου, και με το σκοτάδι των παθών μου τα ημαύρωσα όλα. «Ήμαρτον ενώπιόν σου»! Φεύγοντας από σένα, σε ποιόν προσκολλήθηκα; Δίπλα σε ποιόν ήμουν; Τίνος χοίρους εγώ έβοσκα; Του διαβόλου! Εγώ διαβολοποίησα την ψυχή μου, την οποία εσύ μου έδωσες να γίνη αγία και αθάνατη. Εγώ εβρώμισα το σώμα, εθανάτωσα το σώμα, εξαθλίωσα το σώμα!
Όταν ο άσωτος υιός «ήλθεν εις εαυτόν» –αφού ήταν εκτός εαυτού, στην τρέλλα, στις ηδονές και στα πάθη αυτού του κόσμου– δια της μετανοίας έτρεξε προς τον πατέρα. Και ο πατέρας τον αγκαλιάζει και τον φιλεί. Δεν είχε τελειώσει ακόμη ο υιός την εξομολόγησί του, δεν είχε εκφράσει ακόμη την επιθυμία του να τον δεχθή ο πατέρας του σαν δούλο, και ο πατέρας λέγει στους υπηρέτες του: «Φέρετε την στολή την πρώτη και ενδύσατέ τον και δώστε δακτυλίδι στο χέρι του και υποδήματα στα πόδια του και αφού φέρετε τον μόσχο τον σιτευτό, σφάξτε τον για να φάγωμεν και ευφρανθώμεν».
Για πιο λόγο ευφραίνεται ο ουρανός; Για ποιο λόγο ο Θεός ευφραίνεται στον ουρανό; Για ποιο λόγο ευφραίνονται οι άγγελοι; Σε ποιόν ο Κύριος λέγει να ευφρανθώμεν; Στους αγγέλους!
Ο άνθρωπος ο οποίος χάθηκε μέσα στις αμαρτίες, θυμήθηκε ότι ήταν αδελφός των αγγέλων και έσπευσε προς τον ουρανό. «Ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου». Αμάρτησα στους αγγέλους, στους αρχαγγέλους. Εγώ εδιαβολοποίησα τον εαυτό μου. Έρριξα τον εαυτό μου στην αγέλη των χοίρων, στην αγέλη των παθών. Και να, τώρα είμαι όλος ξεσχισμένος, όλος κουρελιασμένος. Και η ψυχή και το σώμα κουρελιασμένα. Όλα εξαθλιωμένα.
Λοιπόν, τι είναι μετάνοια; Ο Κύριος τρέχει να συναντήση τον μετανοήσαντα υιό. Τον αγκαλιάζει και τον ασπάζεται και όλος ο ουρανός συγκινείται. Όλοι οι άγγελοι ευφραίνονται. «Και ήρξαντο ευφραίνεσθαι» αναφέρεται στην θαυμαστή περικοπή του Σωτήρος. Για ποιο λόγο χαίρεσθε εσείς άγιοι άγγελοι, άγιοι αρχάγγελοι; Εσείς, οι οποίοι παντοτινά πενθήτε για τον γήινο αυτό κόσμο βλέποντας τα δικά σας πεσμένα αδέλφια, τους ανθρώπους, πως πνίγονται μέσα στις αμαρτίες και τις ηδονές και τα πάθη και τους διαφόρους θανάτους αυτού του κόσμου, γιατί ευφραίνεσθε; «Ευφραινόμαστε για την ανάστασι, την ζωοποίησι του νεκρού αδελφού μας ανθρώπου, ότι νεκρός ην και ανέζησε». Νεκρός ήταν ο άσωτος υιός, όταν ήταν μακράν του Θεού, της πηγής της Ζωής, μακρυά από τον ουρανό. Ιδού, ανάστασις εκ νεκρών φαίνεται [η επιστροφή του ασώτου] στα μάτια όλων των ουρανίων δυνάμεων. Όλες οι ουράνιες δυνάμεις γι’ αυτό χαίρονται, «ότι απολωλώς ην και ευρέθη». Πράγματι, όταν ο άνθρωπος είναι μέσα στις αμαρτίες και τα πάθη, χάνει τον εαυτό του, δηλαδή δεν έχει αυτογνωσία, είναι εκτός εαυτού.
«Εις εαυτόν δε ελθών», λέγει ο Σωτήρ. Ο άνθρωπος συνέρχεται, όταν σκεφθή τίνος είναι, δηλ. του Θεού. Το σώμα σου τίνος είναι; Του Θεού. Η ψυχή και αυτή του Θεού. Όλα δώρα, δώρα του Θεού. Εγώ, ποιος είμαι σαν άνθρωπος; Του Θεού, όλος του Θεού! Το σώμα μου είναι δοξασμένο από τον Θεό. Γι’ αυτό το εδημιούργησε ο Θεός, λέγει ο άγιος Απόστολος στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα. Και το σώμα για τον Κύριο, και η ψυχή για τον Κύριο. Δοξάζομε τον Κύριο και με το σώμα και με την ψυχή. Του Θεού είναι και το ένα και το άλλο. Μη νομίζεις ότι είναι τίποτε δικό σου, όχι. Όλα είναι αιωνίως του Θεού. Και συ είσαι αιωνίως του Θεού. Αλλά τότε μόνο, όταν εσύ το συνειδητοποιής.
Λοιπόν η αμαρτία; Δεν επιτρέπει ο διάβολος στον άνθρωπο να συναισθανθή ότι είναι υιός του Θεού. Ο διάβολος εξουσιάζει με την καρδιά και δεν αφήνει στον άνθρωπο να σκεφθή τον Θεό, να θυμηθή, ότι είναι υιός του Θεού, ότι είναι πλούσιος, ανεκδιήγητα πλούσιος. Ότι αυτός είναι αδελφός των αγίων αγγέλων. Ο διάβολος όλα τα σκοτίζει, όλα τα απομακρύνει από τον άνθρωπο, τα διαστρεβλώνει, και του δίνει ψεύτικες ηδονές μέσω των αμαρτιών. Πράγματι έχει δίκαιο ο Απόστολος Παύλος όταν λέει στον Άγιο Επίσκοπο και μαθητή του, Απόστολο Τίτο: «ήμεν γαρ ποτέ και ημείς ανόητοι» (Τίτ γ΄, 3) Κοιτάξτε τι λέει ο Απόστολος. Πότε Άγιε Απόστολε; Υποδουλωμένοι στις διάφορες επιθυμίες και στα διάφορα πάθη, τότε είμασταν τρελλοί και ανόητοι.
Δεν θέλει ο Κύριος δια της βίας να σε αναστήση εκ των θανάτων σου, να σε αρπάξη από την αμαρτία. Εσύ πρέπει πρώτος να το πης στον ίδιο: «Κύριε, αυτή η αμαρτία με βασανίζει. Δεν την θέλω, έχει όμως εξουσία επάνω μου. Ελευθέρωσε με!» Τότε γίνεται θαύμα. Πάντα. Ποτέ ο Κύριος δεν αφήνει χωρίς απάντησι την προσευχή, έστω και του μεγαλυτέρου αμαρτωλού. Δεν υπάρχει φρικτή αμαρτία για τον άνθρωπο, ο οποίος αγρυπνεί επάνω στη δική του συνείδηση, επάνω στη ζωή του. Ξέρει ο άνθρωπος, ότι μετά την προσέλευση του Κυρίου Ιησού Χριστού στον κόσμο, ότι δεν υπάρχη αμαρτία, από την οποία ο Κύριος δεν μπορεί να μας ελευθερώση. Δεν υπάρχει αμαρτία, την οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να νικήση, δεν υπάρχει αμαρτία, την οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί να διώξη. Ο Κύριος δίνει την δύναμη. Μόνο κάνε την αρχή. Μόνο αναβόησε, όπως ο άσωτος υιός: «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν Σου».
 Όταν αμαρτάνης, αμαρτάνης όχι μόνο στον Θεό, αλλά σ’ όλα τα ουράνια κτίσματα, σ’ όλα τα επίγεια κτίσματα. Αμαρτάνεις στα πουλιά, αμαρτάνης στα λουλούδια, τα δένδρα. Αμαρτάνεις σ’ όλα τα ζωντανά όντα. Η αμαρτία είναι πραγματικά φοβερή, άνευ της μετανοίας. Τόσο φοβερή, ώστε να σκοτώνη και να ρίχνη σ’ εκατό θανάτους. Να ρίχνη στην αγκαλιά του διαβόλου και στην αιώνια φρικωδεστάτη κόλαση. Χωρίς αμφιβολία. Γι’ αυτό ο Θεός ήλθε σ’ αυτόν τον κόσμο. Να εξολοθρεύση τον φοβερό δράκοντα, ο οποίος λέγεται αμαρτία. Ήλθε ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός και μας έδωσε όλα τα μέσα να εξολοθρεύσομε την αμαρτία, την κάθε αμαρτία. Εδημιούργησε την Εκκλησία Του επάνω στη γη και της έδωσε όλες τις ουράνιες δυνάμεις, για να νικάμε και εμείς οι άνθρωποι όλες τις αμαρτίες, όλους τους θανάτους μέσα μας και γύρω μας.
Ο Κύριος μας έδωσε τα θαυμαστά Άγια Μυστήρια. Το άγιο Βάπτισμα, τη Θεία Κοινωνία, τα οποία εξολοθρεύουν την αμαρτία. Μας έδωσε και τις θαυμάσιες αρετές, πίστη, ελπίδα, αγάπη, προσευχή, νηστεία, αγρυπνία, πραότητα και όλες τις υπόλοιπες ευαγγελικές αρετές. Γι’ αυτό δεν υπάρχει απόγνωση στον Χριστιανό άνθρωπο σ’ αυτόν τον κόσμο.
Ας ξυπνήση ο Αγαθός Θεός όλους τους αθέους, όλους τους απίστους. Ας κτυπήση τον καθένα με τον κεραυνό του Ουρανίου Ελέους. Με τον κεραυνό του Ουρανίου Ελέους μέσα στη συνείδηση, μέσα στη ψυχή. Ας ξυπνήση ο καθένας και πορευθή στην ουράνια πατρίδα του, στην ουράνια τράπεζα ανάμεσα στους αγίους αδελφούς του, τους αγγέλους. Ας ζήση εκεί μαζί τους δια της αιωνίας Θείας Αληθείας, αιωνίας Θείας Διακαιοσύνης και όλων των αιωνίων ουρανίων χαρών.
Κύριε, Σ’ ευχαριστούμε για το Άγιο Ευαγγέλιο αυτό. Σ’ ευχαριστούμε για την αγαθή είδηση αυτή. Γιατί δημιούργησες τον άνθρωπο, να μπορή να νικήση κάθε αμαρτία και κάθε διάβολο. Σε Σένα δόξα και ευχαριστία, πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. 
(Πηγή: "Ι. Μ. Καισαριανής, Βύρωνα και Υμηττού")