Εορτάζει και πανηγυρίζει η Αγία μας Εκκλησία την εορτή της καταθέσεως της Τιμίας Εσθήτoς της Υπεραγίας Θεοτόκου στο Ναό των Βλαχερνών, στη Βασιλεύουσα των πόλεων, την Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται για μία από τις Θεομητορικές εορτές, η οποία συνδέεται με ένα ιστορικό γεγονός.
Όταν αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Λέων ο Μεγάλος ο Μακέλλης, περί το 470 μ.Χ., δύο Πατρίκιοι αυτού, ο Γάλβιος και ο Κάνδιδος, πορεύθηκαν στους Αγίους Τόπους για προσκύνηση. Περιδιαβαίνοντας τα ιερά Προσκυνήματα μετά τη Γαλιλαία και τη Ναζαρέτ, κατά θεία οικονομία, βρέθηκαν σε ένα χωριό της ευρύτερης περιοχής και απεφάσισαν να διανυκτερεύσουν στο σπίτι μιας σεβάσμιας γερόντισσας Χριστιανής Εβραίας. Εκεί λοιπόν οι δύο Πατρίκιοι είδαν ότι σε συνέχεια του κυρίως σπιτιού υπήρχε και άλλος κλειστός χώρος και εκεί υπήρχαν κάποιοι ασθενείς άνδρες και γυναίκες, με λαμπάδες και λιβάνια προσευχόμενοι. Από το χώρο δε αυτό ερχόταν και μια άρρητος ευωδία. Ρώτησαν τη σεβάσμια γερόντισσα τι συμβαίνει και αυτή απάντησε: «Ο Θεός πρόσταξε και γίνονται στον οίκο τούτο μεγάλα και θαυμάσια: δαίμονες διώκονται από τους ανθρώπους, τυφλοί αναβλέπουν, χωλοί περπατούν και κάθε άλλη ανίατη ασθένεια θεραπεύεται στους προσερχόμενους με πίστη». Και αυτοί είπαν: «Και από πότε έλαβε ο τόπος αυτό το χάρισμα; Παρακαλούμε να μας πεις για την αγάπη του Θεού, για να δοξάσουμε και εμείς τα θεία Μυστήρια και να προσκυνήσουμε».
Αμέσως φάνηκε ότι η γερόντισσα δεν ήθελε να φανερώσει την αλήθεια. Συμπλήρωσε μόνο: «Άλλο δεν ξέρω να σας πω, παρά μόνον, ότι ο τόπος είναι πεπληρωμένος της θείας χάριτος». Τότε οι δύο άρχοντες διέγνωσαν ότι κάποιο μεγάλο μυστήριο κρύβεται εκεί. Έτσι την παρακάλεσαν να τους πει την όλη αλήθεια και ότι δεν έχει να υποστεί βλάβη ή ζημιά, αφού αυτοί είναι ξένοι και θα φύγουν σύντομα. Τότε η σεμνή εκείνη γυναίκα τους είπε: «Από την ώρα που διαπιστώθηκε τούτο το θείο Μυστήριο δεν το φανέρωσα σε κανέναν, καθώς και οι πρόγονοί μας δεν το ομολόγησαν, σύμφωνα με όρκο που αλληλοδιαδόχως λάβαμε, αλλ' επειδή βλέπω από τους λόγους σας ότι είσθε άνθρωποι ευλαβείς θέλω να σας πω εξ αρχής την υπόθεση. Μην το ομολογήσετε όμως σε κανέναν και να φυλάξετε κρυμμένο το μυστήριο. Μάθετε ότι στον ταπεινό αυτόν οικίσκο είναι φυλαγμένο ένα ιμάτιο, η Εσθήτα της Παναγίας Θεοτόκου Μαρίας σε μικρό κιβώτιο του οποίου η χάρις και Θεία δύναμις ενεργεί τόσα θαυμάσια». Συγκλονίστηκαν οι δύο Πατρίκιοι, η δε γερόντισσα συνέχισε: «Η Παρθένος Θεοτόκος τον καιρόν της Κοιμήσεώς της, είχε δύο γυναίκες παρθένους πολύ οικείες, στις οποίες χάρισε δύο χιτώνες, τους οποίους φορούσε η Δέσποινα, για να τους έχουν χάριν ευλογίας. Μία από αυτές τις γυναίκες ήταν από το γένος μου και μετά το θάνατό της άφησε σε άλλη παρθένο συγγενή της αυτό το θείο ιμάτιο και αυτή σε άλλη κατά διαδοχή με την παραγγελία να μην το ομολογήσουν, και έτσι έφτασε σε εμένα την ανάξια και τώρα δεν υπάρχει άλλη παρθένος να της αφήσω το θησαυρό αυτόν».
Με πολλή συγκίνηση ευχαρίστησαν τη γυναίκα και τόνισαν ότι στα όρια της Παλαιστίνης δεν θα αναφέρουν ό,τι άκουσαν. Την παρακάλεσαν ακόμη να τους επιτρέψει να κοιμηθούν στον ιερό αυτό χώρο για να προσευχηθούν και να λάβουν χάρη και ευλογία. Προσευχόμενοι και ευχαριστούντες την Παναγία που τους αξίωσε τέτοιας χάριτος, ελάχιστα κοιμήθηκαν. Το πρωί αφού ευχαρίστησαν τη γυναίκα αποχαιρετώντας την της είπαν, ότι πριν αφήσουν την Παλαιστίνη θα περάσουν να προσκυνήσουν και θα τις φέρουν από ευγνωμοσύνη δώρα.
Στη συνέχεια κάπου στα Ιεροσόλυμα βρήκαν έναν ξυλουργό και του είπαν να τους ετοιμάσει ένα κιβώτιο παρόμοιο με αυτό που φυλάσσονταν το ιμάτιο της Θεοτόκου. Έτσι μετά παρέλευση ημερών, έχοντας το κιβώτιο μαζί τους ξαναβρέθηκαν, στο χωριό εκείνο και στο σπίτι της γερόντισσας με σκοπό να πάρουν τον ιερό θησαυρό μαζί τους και να τον φέρουν στη Βασιλεύουσα. Τους διακατείχε ωστόσο φόβος και αμφιβολία μήπως δεν είναι θέλημα της Παναγίας η τολμηρή ενέργεια πού θα πράξουν. Έτσι προσευχόμενοι με δάκρυα παρακαλούσαν τη Θεομήτορα να τους ελεήσει για ό,τι θα πράξουν. Εκείνη τη νύκτα έκαναν αλλαγή κιβωτίων, χωρίς να διακρίνεται τίποτε το επιλήψιμο. Το πρωί όλα ήταν φυσιολογικά, χωρίς να καταλάβει η γερόντισσα το συμβάν, την αποχαιρέτησαν με πολλές ευχαριστίες και έφυγαν με ανεκλάλητη χαρά για τη Βασιλεύουσα
Όταν έφθασαν, σκέφθηκαν να μην ομολογήσουν αρχικά το γεγονός. Έχοντας προσωπικό χώρο κοντά στον Κεράτιο Κόλπο, ο οποίος ονομάζεται Βλαχέρνες, έκτισαν ναό στο όνομα των Αποστόλων Πέτρου και Μάρκου, και όχι της Θεοτόκου για να μη δώσουν στόχο. Εκεί έθεσαν το ιερό κιβώτιο και φρόντισαν να γίνονται ιεροπραξίες. Όμως η Χάρη της Παναγίας ενεργούσε θαύματα και το θέμα έπαιρνε διαστάσεις. Έτσι ανακοίνωσαν στον αυτοκράτορα Λέοντα το όλο θέμα. Αυτός χάρηκε υπερβαλλόντως για το χαρμόσυνο γεγονός και τίμησε τούς δύο Πατρικίους και τους μακάρισε που ο Θεός τους αξίωσε να φέρουν τέτοιο θησαυρό στην Πόλη. Αμέσως πήγε στο Ναό και προσκύνησε με συγκίνηση την Εσθήτα της Παναγίας. Τιμώντας ο Βασιλιάς το ιερό κειμήλιο κατασκεύασε ειδικό κουβούκλιο και περιτύλιξε την Εσθήτα με βασιλική πορφύρα και την έβαλε σε ειδική θήκη, την οποία σφράγισε με βούλα και υπογραφή. Τον υπάρχοντα ναό της Θεοτόκου, που νωρίτερα είχε κτίσει η Πουλχερία, επεξέτεινε ο Λέων σε μεγαλοπρεπή ναό προς χάρη της Παναγίας, τον γνωστό ναό των Βλαχερνών, και εκεί έθεσε την ιερά Εσθήτα. Όσο ζούσαν οι δύο Πατρίκιοι αλλά και ο Λέων είχαν μια συνεχή σχέση με το Ναό αυτό και την αγία σορό, όπως ονομάσθηκε η κατάθεση της Εσθήτος, και θεσπίστηκε η εορτή στις 2 Ιουλίου.
Για μία ακόμη φορά, κατά τη διάρκεια του εκκλησιαστικού έτους η Εκκλησία μας προβάλλει το σεπτό πρόσωπο της Υπερμάχου Στρατηγού του γένους μας. Τόση είναι η τιμή που της αποδίδεται ώστε, αποκαλείται από τους Πατέρες της Εκκλησίας ως «Αγία, Αγίων μείζων», ως η κατέχουσα «τα δευτερεία της Αγίας Τριάδας» και ακόμα περισσότερο ως η «μετά Θεόν θεός».
Λέγει χαρακτηριστικά ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Στο πρόσωπο της Παναγίας ο Θεός ζωγράφισε μια εικόνα, έκανε ένα πίνακα, επάνω στον οποίο ζωγράφισε ό,τι ωραιότερο υπάρχει, όποια αρετή υπάρχει, όποια καλοσύνη υπάρχει, όποιο κάλλος πνευματικό και υλικό υπάρχει, γιατί και σωματικά η Παναγία ήταν σεμνή και όμορφη. Όλα τα κάλλη, πνευματικά και σωματικά ζωγράφισε ο Θεός στο πρόσωπο της Παναγίας. Η Παναγία διέσωσε το "κατ' εικόνα" του ανθρώπου, είναι η πραγματική εικόνα του ανθρώπου».
Όλες οι προεικονίσεις, προτυπώσεις και προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης σε αυτήν αναφέρονται. Αποτελεί την αποκορύφωση, την ολοκλήρωση της παλαιοδιαθηκικής παιδαγωγικής προετοιμασίας της ανθρωπότητος για την υποδοχή του σαρκωθέντος Σωτήρος Θεού. Την Παναγία μας προεικόνιζαν η άφλεκτος βάτος στο όραμα του Μωυσή, οι θεόγραφες πλάκες και η κιβωτός του Νόμου, το ουράνιο μάννα και η χρυσή στάμνα, η λυχνία και η τράπεζα, η ράβδος του Ααρών η βλαστήσασα, η κλίμακα του Ιακώβ, ο πόκος του Γεδεών, η κάμινος που με το πυρ δρόσιζε τους Τρεις Παίδες, αλλά και αυτά τα Άγια των Αγίων της σκηνής του μαρτυρίου. Η Θεοτόκος είναι το μεταίχμιο μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Για την Παλαιά αποτελούσε το κήρυγμα των προφητών, την προσδοκία των δικαίων, ενώ για την Καινή Διαθήκη γίνεται ο γλυκασμός των αγγέλων, η δόξα των αποστόλων, το θάρρος των μαρτύρων, το εντρύφημα των οσίων, το καύχημα του ανθρωπίνου γένους. Για το λόγο αυτό μακαρίζεται από «πάσα γενεά».
Η Παναγία μας είναι «ο καρπός των κτισμάτων» κατά τον Άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, δηλαδή το σημείο εκείνο στο οποίο κατατείνει ολόκληρη η κτίση. Όπως το δένδρο υπάρχει για τον καρπό, έτσι η κτίση υπάρχει για την Παρθένο και η Παρθένος για τον Χριστό. Όπως τονίζουν οι Πατέρες όχι μόνον οι άνθρωποι, αλλά και ο ουρανός και η γη, όλη η ορατή και αόρατη κτίση δημιουργήθηκαν για την άχραντο Παρθένο. Όταν ο Θεός στην αρχή των αιώνων ατενίζοντας προς τα δημιουργήματά Του, είπε ότι είναι «καλά λίαν», ουσιαστικά έβλεπε μπροστά Του τον καρπό όλης της δημιουργίας, την Υπεραγία Θεοτόκο, και ο έπαινός Του ήταν στην πραγματικότητα «ευφημία της Παρθένου».
«Το καινότατον αυτό δημιούργημα» δεν ήταν η καλύτερη γυναίκα στη γη, ούτε απλά η καλύτερη γυναίκα όλων των εποχών, αλλά ήταν αυτή η μοναδική που θα μπορούσε να κατεβάσει τον ουρανό στην γη, να κάνει τον Θεό άνθρωπο. Ο δημιουργός Θεός Λόγος έπλασε τέτοια την ανθρώπινη φύση, ώστε όταν θα χρειαζόταν να γεννηθεί, να λάβει από αυτήν τη Μητέρα Του. Ο αόρατος και αθέατος Θεός προ Αυτής, τώρα δι’ Αυτής, έρχεται επί γης και γίνεται ορατός• ενώνεται και κοινωνεί με την κτίση με έναν ουσιαστικότερο τρόπο. Ενώνει διά της ανθρωπίνης φύσεώς Του όλη την κτίση στην υπόστασή Του και την θεώνει. Ο ανείδεος, απερίγραπτος και ανέστιος Θεός λαμβάνει «δούλου μορφήν» (Φιλιπ. 2,7), ανθρώπινη σάρκα και λογική ψυχή, συναναστρέφεται με τους ανθρώπους και περπατά πάνω στην γη. Ο «αχώρητος παντί» θα χωρέσει στην παρθενική μήτρα της Θεοτόκου, ώστε η Παναγία Μητέρα Του να καταστεί η «χώρα του Αχωρήτου».
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Μέσα στη σημερινή χαοτική και απρόσωπη κοινωνία μας, όπου οι αξίες απαξιώνονται και διαστρέφονται και όπου ο σύγχρονος άνθρωπος έχει χάσει τον προσανατολισμό του και ζει μέσα στην ανασφάλεια και την αγωνία, η αγία μας Εκκλησία προβάλλει διαρκώς ως αιώνιο πρότυπο ζωής και θυσιαστικής αγάπης το πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της Υπεραγίας μητέρας Του.
Θερμές ικεσίες αναπέμπουμε προς τον Θείον Δομήτορα της Αγίας μας Εκκλησίας, όπως δια πρεσβειών της Υπεραγίας Θεοτόκου, χαρίζει στο ηρωικό μας έθνος δύναμη και φώτιση, για να αντιπαρέλθει τις σημερινές δυσκολίες και να αναγεννηθεί πνευματικά στο φως του Ευαγγελίου.
Αμέσως φάνηκε ότι η γερόντισσα δεν ήθελε να φανερώσει την αλήθεια. Συμπλήρωσε μόνο: «Άλλο δεν ξέρω να σας πω, παρά μόνον, ότι ο τόπος είναι πεπληρωμένος της θείας χάριτος». Τότε οι δύο άρχοντες διέγνωσαν ότι κάποιο μεγάλο μυστήριο κρύβεται εκεί. Έτσι την παρακάλεσαν να τους πει την όλη αλήθεια και ότι δεν έχει να υποστεί βλάβη ή ζημιά, αφού αυτοί είναι ξένοι και θα φύγουν σύντομα. Τότε η σεμνή εκείνη γυναίκα τους είπε: «Από την ώρα που διαπιστώθηκε τούτο το θείο Μυστήριο δεν το φανέρωσα σε κανέναν, καθώς και οι πρόγονοί μας δεν το ομολόγησαν, σύμφωνα με όρκο που αλληλοδιαδόχως λάβαμε, αλλ' επειδή βλέπω από τους λόγους σας ότι είσθε άνθρωποι ευλαβείς θέλω να σας πω εξ αρχής την υπόθεση. Μην το ομολογήσετε όμως σε κανέναν και να φυλάξετε κρυμμένο το μυστήριο. Μάθετε ότι στον ταπεινό αυτόν οικίσκο είναι φυλαγμένο ένα ιμάτιο, η Εσθήτα της Παναγίας Θεοτόκου Μαρίας σε μικρό κιβώτιο του οποίου η χάρις και Θεία δύναμις ενεργεί τόσα θαυμάσια». Συγκλονίστηκαν οι δύο Πατρίκιοι, η δε γερόντισσα συνέχισε: «Η Παρθένος Θεοτόκος τον καιρόν της Κοιμήσεώς της, είχε δύο γυναίκες παρθένους πολύ οικείες, στις οποίες χάρισε δύο χιτώνες, τους οποίους φορούσε η Δέσποινα, για να τους έχουν χάριν ευλογίας. Μία από αυτές τις γυναίκες ήταν από το γένος μου και μετά το θάνατό της άφησε σε άλλη παρθένο συγγενή της αυτό το θείο ιμάτιο και αυτή σε άλλη κατά διαδοχή με την παραγγελία να μην το ομολογήσουν, και έτσι έφτασε σε εμένα την ανάξια και τώρα δεν υπάρχει άλλη παρθένος να της αφήσω το θησαυρό αυτόν».
Με πολλή συγκίνηση ευχαρίστησαν τη γυναίκα και τόνισαν ότι στα όρια της Παλαιστίνης δεν θα αναφέρουν ό,τι άκουσαν. Την παρακάλεσαν ακόμη να τους επιτρέψει να κοιμηθούν στον ιερό αυτό χώρο για να προσευχηθούν και να λάβουν χάρη και ευλογία. Προσευχόμενοι και ευχαριστούντες την Παναγία που τους αξίωσε τέτοιας χάριτος, ελάχιστα κοιμήθηκαν. Το πρωί αφού ευχαρίστησαν τη γυναίκα αποχαιρετώντας την της είπαν, ότι πριν αφήσουν την Παλαιστίνη θα περάσουν να προσκυνήσουν και θα τις φέρουν από ευγνωμοσύνη δώρα.
Στη συνέχεια κάπου στα Ιεροσόλυμα βρήκαν έναν ξυλουργό και του είπαν να τους ετοιμάσει ένα κιβώτιο παρόμοιο με αυτό που φυλάσσονταν το ιμάτιο της Θεοτόκου. Έτσι μετά παρέλευση ημερών, έχοντας το κιβώτιο μαζί τους ξαναβρέθηκαν, στο χωριό εκείνο και στο σπίτι της γερόντισσας με σκοπό να πάρουν τον ιερό θησαυρό μαζί τους και να τον φέρουν στη Βασιλεύουσα. Τους διακατείχε ωστόσο φόβος και αμφιβολία μήπως δεν είναι θέλημα της Παναγίας η τολμηρή ενέργεια πού θα πράξουν. Έτσι προσευχόμενοι με δάκρυα παρακαλούσαν τη Θεομήτορα να τους ελεήσει για ό,τι θα πράξουν. Εκείνη τη νύκτα έκαναν αλλαγή κιβωτίων, χωρίς να διακρίνεται τίποτε το επιλήψιμο. Το πρωί όλα ήταν φυσιολογικά, χωρίς να καταλάβει η γερόντισσα το συμβάν, την αποχαιρέτησαν με πολλές ευχαριστίες και έφυγαν με ανεκλάλητη χαρά για τη Βασιλεύουσα
Όταν έφθασαν, σκέφθηκαν να μην ομολογήσουν αρχικά το γεγονός. Έχοντας προσωπικό χώρο κοντά στον Κεράτιο Κόλπο, ο οποίος ονομάζεται Βλαχέρνες, έκτισαν ναό στο όνομα των Αποστόλων Πέτρου και Μάρκου, και όχι της Θεοτόκου για να μη δώσουν στόχο. Εκεί έθεσαν το ιερό κιβώτιο και φρόντισαν να γίνονται ιεροπραξίες. Όμως η Χάρη της Παναγίας ενεργούσε θαύματα και το θέμα έπαιρνε διαστάσεις. Έτσι ανακοίνωσαν στον αυτοκράτορα Λέοντα το όλο θέμα. Αυτός χάρηκε υπερβαλλόντως για το χαρμόσυνο γεγονός και τίμησε τούς δύο Πατρικίους και τους μακάρισε που ο Θεός τους αξίωσε να φέρουν τέτοιο θησαυρό στην Πόλη. Αμέσως πήγε στο Ναό και προσκύνησε με συγκίνηση την Εσθήτα της Παναγίας. Τιμώντας ο Βασιλιάς το ιερό κειμήλιο κατασκεύασε ειδικό κουβούκλιο και περιτύλιξε την Εσθήτα με βασιλική πορφύρα και την έβαλε σε ειδική θήκη, την οποία σφράγισε με βούλα και υπογραφή. Τον υπάρχοντα ναό της Θεοτόκου, που νωρίτερα είχε κτίσει η Πουλχερία, επεξέτεινε ο Λέων σε μεγαλοπρεπή ναό προς χάρη της Παναγίας, τον γνωστό ναό των Βλαχερνών, και εκεί έθεσε την ιερά Εσθήτα. Όσο ζούσαν οι δύο Πατρίκιοι αλλά και ο Λέων είχαν μια συνεχή σχέση με το Ναό αυτό και την αγία σορό, όπως ονομάσθηκε η κατάθεση της Εσθήτος, και θεσπίστηκε η εορτή στις 2 Ιουλίου.
Για μία ακόμη φορά, κατά τη διάρκεια του εκκλησιαστικού έτους η Εκκλησία μας προβάλλει το σεπτό πρόσωπο της Υπερμάχου Στρατηγού του γένους μας. Τόση είναι η τιμή που της αποδίδεται ώστε, αποκαλείται από τους Πατέρες της Εκκλησίας ως «Αγία, Αγίων μείζων», ως η κατέχουσα «τα δευτερεία της Αγίας Τριάδας» και ακόμα περισσότερο ως η «μετά Θεόν θεός».
Λέγει χαρακτηριστικά ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Στο πρόσωπο της Παναγίας ο Θεός ζωγράφισε μια εικόνα, έκανε ένα πίνακα, επάνω στον οποίο ζωγράφισε ό,τι ωραιότερο υπάρχει, όποια αρετή υπάρχει, όποια καλοσύνη υπάρχει, όποιο κάλλος πνευματικό και υλικό υπάρχει, γιατί και σωματικά η Παναγία ήταν σεμνή και όμορφη. Όλα τα κάλλη, πνευματικά και σωματικά ζωγράφισε ο Θεός στο πρόσωπο της Παναγίας. Η Παναγία διέσωσε το "κατ' εικόνα" του ανθρώπου, είναι η πραγματική εικόνα του ανθρώπου».
Όλες οι προεικονίσεις, προτυπώσεις και προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης σε αυτήν αναφέρονται. Αποτελεί την αποκορύφωση, την ολοκλήρωση της παλαιοδιαθηκικής παιδαγωγικής προετοιμασίας της ανθρωπότητος για την υποδοχή του σαρκωθέντος Σωτήρος Θεού. Την Παναγία μας προεικόνιζαν η άφλεκτος βάτος στο όραμα του Μωυσή, οι θεόγραφες πλάκες και η κιβωτός του Νόμου, το ουράνιο μάννα και η χρυσή στάμνα, η λυχνία και η τράπεζα, η ράβδος του Ααρών η βλαστήσασα, η κλίμακα του Ιακώβ, ο πόκος του Γεδεών, η κάμινος που με το πυρ δρόσιζε τους Τρεις Παίδες, αλλά και αυτά τα Άγια των Αγίων της σκηνής του μαρτυρίου. Η Θεοτόκος είναι το μεταίχμιο μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Για την Παλαιά αποτελούσε το κήρυγμα των προφητών, την προσδοκία των δικαίων, ενώ για την Καινή Διαθήκη γίνεται ο γλυκασμός των αγγέλων, η δόξα των αποστόλων, το θάρρος των μαρτύρων, το εντρύφημα των οσίων, το καύχημα του ανθρωπίνου γένους. Για το λόγο αυτό μακαρίζεται από «πάσα γενεά».
Η Παναγία μας είναι «ο καρπός των κτισμάτων» κατά τον Άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, δηλαδή το σημείο εκείνο στο οποίο κατατείνει ολόκληρη η κτίση. Όπως το δένδρο υπάρχει για τον καρπό, έτσι η κτίση υπάρχει για την Παρθένο και η Παρθένος για τον Χριστό. Όπως τονίζουν οι Πατέρες όχι μόνον οι άνθρωποι, αλλά και ο ουρανός και η γη, όλη η ορατή και αόρατη κτίση δημιουργήθηκαν για την άχραντο Παρθένο. Όταν ο Θεός στην αρχή των αιώνων ατενίζοντας προς τα δημιουργήματά Του, είπε ότι είναι «καλά λίαν», ουσιαστικά έβλεπε μπροστά Του τον καρπό όλης της δημιουργίας, την Υπεραγία Θεοτόκο, και ο έπαινός Του ήταν στην πραγματικότητα «ευφημία της Παρθένου».
«Το καινότατον αυτό δημιούργημα» δεν ήταν η καλύτερη γυναίκα στη γη, ούτε απλά η καλύτερη γυναίκα όλων των εποχών, αλλά ήταν αυτή η μοναδική που θα μπορούσε να κατεβάσει τον ουρανό στην γη, να κάνει τον Θεό άνθρωπο. Ο δημιουργός Θεός Λόγος έπλασε τέτοια την ανθρώπινη φύση, ώστε όταν θα χρειαζόταν να γεννηθεί, να λάβει από αυτήν τη Μητέρα Του. Ο αόρατος και αθέατος Θεός προ Αυτής, τώρα δι’ Αυτής, έρχεται επί γης και γίνεται ορατός• ενώνεται και κοινωνεί με την κτίση με έναν ουσιαστικότερο τρόπο. Ενώνει διά της ανθρωπίνης φύσεώς Του όλη την κτίση στην υπόστασή Του και την θεώνει. Ο ανείδεος, απερίγραπτος και ανέστιος Θεός λαμβάνει «δούλου μορφήν» (Φιλιπ. 2,7), ανθρώπινη σάρκα και λογική ψυχή, συναναστρέφεται με τους ανθρώπους και περπατά πάνω στην γη. Ο «αχώρητος παντί» θα χωρέσει στην παρθενική μήτρα της Θεοτόκου, ώστε η Παναγία Μητέρα Του να καταστεί η «χώρα του Αχωρήτου».
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Μέσα στη σημερινή χαοτική και απρόσωπη κοινωνία μας, όπου οι αξίες απαξιώνονται και διαστρέφονται και όπου ο σύγχρονος άνθρωπος έχει χάσει τον προσανατολισμό του και ζει μέσα στην ανασφάλεια και την αγωνία, η αγία μας Εκκλησία προβάλλει διαρκώς ως αιώνιο πρότυπο ζωής και θυσιαστικής αγάπης το πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της Υπεραγίας μητέρας Του.
Θερμές ικεσίες αναπέμπουμε προς τον Θείον Δομήτορα της Αγίας μας Εκκλησίας, όπως δια πρεσβειών της Υπεραγίας Θεοτόκου, χαρίζει στο ηρωικό μας έθνος δύναμη και φώτιση, για να αντιπαρέλθει τις σημερινές δυσκολίες και να αναγεννηθεί πνευματικά στο φως του Ευαγγελίου.
από ΕΝ ΑΠΛΟΤΗΤΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου