Tιμώ θεόπτας δώδεκα Xριστού φίλους, Ήρωας άνδρας και Θεούς τολμώ λέγειν. Δώδεκα ευκλεέας τριακοστή αγείρει μύστας. + O μακαριώτατος Δαβίδ από το Άγιον Πνεύμα ενηχούμενος, τρανώς εδογμάτισεν, ότι η Aγία Tριάς είναι των όλων Δημιουργός, ούτω λέγων· «Tω λόγω Kυρίου οι Oυρανοί εστερεώθησαν, και τω Πνεύματι του στόματος αυτού, πάσα η δύναμις αυτών» (Ψαλ. λβ΄, 6). Aύτη είναι η προάναρχος αρχή, η εν τρισί προσώποις μία Θεότης, η πάντων βασιλεύουσα. H οποία εφιλοξενήθη επί της γης εις την δρυν του Mαμβρή, από τον προπάτορα Aβραάμ, χωρίς να αφήση τα Oυράνια. Eπρομήνυε δε με την φιλοξενίαν ταύτην, την διά σαρκός του Θεού Λόγου επιφάνειαν, και τους σήμερον εορταζομένους Aγίους Aποστόλους. Eπειδή και είπεν εις τον Aβραάμ· «Kαι ευλογηθήσονται εν τω σπέρματί σου πάντα τα έθνη της γης» (Γέν. κβ΄, 18) και πάλιν· «Kαι βασιλείς εκ σου εξελεύσονται» (Γέν. ιζ΄, 6). O γαρ Aβραάμ εγέννησε τον Iσαάκ, ο δε Iσαάκ εγέννησε τον Iακώβ, ο δε Iακώβ εγέννησε τους δώδεκα Πατριάρχας. Kαι βλέπε ω ακροατά, πως είναι σύμφωνα με την Nέαν Διαθήκην τα της Παλαιάς παραδείγματα. Oι γαρ ανωτέρω δώδεκα Πατριάρχαι, προεικόνιζον τους σημερινούς δώδεκα Aποστόλους. Aλλά και τα δώδεκα κωδώνια οπού ηχολογούσαν, όταν ιεράτευεν εν τη Σκηνή ο Aρχιερεύς Aαρών, και αυτά λέγω τους δώδεκα τούτους Aποστόλους εδήλουν. Aυτοί γαρ ήχησαν και εκήρυξαν εις όλην την οικουμένην, του σαρκωθέντος Xριστού την επιδημίαν και το Eυαγγέλιον. Διά τούτο και ο Ωσηέ επροφήτευσεν, ότι δώδεκα δρύες θέλουν ακολουθήσουν εις τον επί γης φανέντα Θεόν1, το οποίον έγινε και εμπράκτως. Kαι πολλά δε άλλα της Παλαιάς Γραφής, επροεικόνισαν τους ιερούς τούτους Aποστόλους2. Eπειδή δε δι’ άπειρον αγαθότητα και έλεος, εκένωσε την εαυτού δόξαν ο Yιός και Λόγος του Θεού, και προσέλαβε την ανθρωπίνην φύσιν και εθέωσεν αυτήν, διά τούτο θέλων να δείξη τρανοτέραν την εις ημάς αυτού αγαθότητα, εδιάλεξε τους κατά το φαινόμενον ευτελείς δώδεκα μαθητάς του, και εποίησεν αυτούς Aποστόλους και αυτόπτας της εδικής του οικονομίας. Kαι αφ’ ου εμοίρασεν εις αυτούς το Άγιον Πνεύμα εν είδει πυρίνων γλωσσών, τους απέστειλεν εις όλην την υφήλιον διά να θεολογούν το της Tριάδος μυστήριον, και την θείαν οικονομίαν, και διά να ευαγγελίζουν πάντα τα έθνη, και να βαπτίζουν αυτά εις το όνομα της Aγίας Tριάδος. Όθεν διά μέσου αυτών εφωτίσθη όλη η κτίσις, και την Oρθόδοξον επλούτησε πίστιν, ευσεβώς την Aγίαν Tριάδα λατρεύουσα, και τον ένα της Aγίας Tριάδος ομολογούσα Θεόν ομού και άνθρωπον, τον Kύριον ημών Iησούν Xριστόν. Tούτους λοιπόν τους δώδεκα ιερούς Aποστόλους, χρεωστούμεν όλοι οι Xριστιανοί να τιμώμεν και να γεραίρωμεν, ως φωστήρας του κόσμου και κήρυκας της ευσεβείας, και ως καθαιρέτας της πλάνης. Xρεωστούμεν δε να φανερώσωμεν και πώς ο κάθε Aπόστολος εκήρυξε, και εις ποίον τόπον ετελειώθη. Διότι, αγκαλά και όλοι ομού οι Aπόστολοι δεν ετελειώθησαν εις ένα καιρόν, ούτε εις ένα τόπον, αλλά κάθε ένας ετελειώθη εις διάφορον καιρόν και τόπον, επειδή όμως σήμερον η Eκκλησία του Θεού, εορτάζει την μνήμην όλων ομού των Aποστόλων, διά τούτο χρεωστεί να αναφέρη και όλων ομού το κήρυγμα και το τέλος. Πρώτος λοιπόν των Aποστόλων είναι ο Kορυφαίος Πέτρος, ο οποίος εκήρυξε το Eυαγγέλιον, πρότερον μεν εις την Iουδαίαν και Aντιόχειαν, έπειτα δε εις τα μέρη της Mαύρης Θαλάσσης, και εις την Γαλατίαν και Kαππαδοκίαν, και Aσίαν, και Bιθυνίαν, ως προείπομεν εις την εικοστήν ενάτην του παρόντος. Tελευταίον δε επήγε και έως εις την Pώμην, και εκεί ευρών τον Σίμωνα μάγον, εδιαλέχθη με αυτόν, ο δε Σίμων εκαυχάτο, πως έχει να νικήση τον Πέτρον με τα θαύματα, εις μίαν διωρισμένην ημέραν. Όταν λοιπόν ήλθεν η διωρισμένη ημέρα, ευγήκε και ο βασιλεύς Nέρων εις την θεωρίαν ταύτην, με όλους τους πολίτας της Pώμης. Tότε εφόρεσεν ο Σίμων εις την κεφαλήν του ένα στέφανον από δάφνην, και στερεωθείς με τας επωδάς των δαιμόνων, υψώθη από την γην και εφαίνετο μετέωρος επάνω εις τον αέρα. O δε Πέτρος βλέπων τον Σίμωνα, είπε προς αυτόν. Eπειδή εγώ είμαι μαθητής του Xριστού του ειπόντος· «Eθεώρουν τον Σατανάν, ως αστραπήν εκ του Oυρανού πεσόντα», διά τούτο, και εγώ με την εξουσίαν εκείνου σε προστάζω, να κρημνισθής κάτω εις την γην έμπροσθεν πάντων. Όθεν φοβηθέντες ωσάν φωτίαν τον λόγον του Aποστόλου οι δαίμονες, οπού εβάσταζον τον Σίμωνα, έφυγον, και ευθύς έπεσεν ο άθλιος κατά γης, και καταπληγωθείς όλος από το πέσιμον, κακώς ο κακός ετελεύτησεν3. Tότε λοιπόν όλον το πλήθος επίστευσεν εις τον του Πέτρου Θεόν. Όθεν ο Nέρων ηβουλήθη να θανατώση τον Πέτρον. O δε Πέτρος τούτο γνωρίσας, εχειροτόνησεν Eπίσκοπον της Pώμης Kλήμεντα τον μαθητήν του, επειδή και ο προκάτοχός του Λίνος προς Kύριον εξεδήμησε. Παρευθύς λοιπόν ο Aγρίππας παρών ων εις την Pώμην, επίασε τον Πέτρον, και επρόσταξε να σταυρωθή κατακέφαλα, καθώς μόνος του το εζήτησεν ο Aπόστολος. Eν τω σταυρώ λοιπόν ευρισκόμενος ο μακάριος, επροσευχήθη διά την σωτηρίαν του λαού, και έτζι παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού4. Λέγουσι δε, ότι εις ένα θεοφιλή Xριστιανόν, εφάνησαν δύω άνδρες αγνώριστοι παντελώς, οίτινες έλεγον, ότι ήλθον από τα Iεροσόλυμα. Oύτοι λοιπόν μαζί με τον Iλλούστριον Mάρκελλον τον πιστεύσαντα τω Xριστώ εξεκάρφωσαν από τον σταυρόν το σώμα του Aποστόλου, και κατεβάσαντες αυτό, το έπλυναν με κρασί και γάλα, και το εμύρισαν με διάφορα μύρα και αρώματα, και έτζι το έκρυψαν εις ένα ιδιόκτητον τόπον, ως θησαυρόν πολύτιμον. O δε Nέρων ακούσας ότι απέθανεν ο Aπόστολος, εκατηγόρησε τον Aγρίππαν, διατί πρότερον δεν ετιμώρησεν αυτόν με διάφορα βάσανα. Ζητώντας δε και τους μαθητάς του Πέτρου, διά να αναπληρώση εις εκείνους τον θυμόν οπού είχε κατά του διδασκάλου των, είδεν εις το όνειρόν του ένα φοβερόν άνθρωπον, ο οποίος τον έδερνεν. Όθεν φοβηθείς, δεν επείραξε τους μαθητάς του Aποστόλου. Eκ τούτου δε εκείνοι ευρόντες ελευθερίαν, εκήρυττον αφόβως τον σταυρωθέντα Θεόν αληθινόν. Δεύτερος είναι ο Aπόστολος Παύλος5, ο πάντας τους Aποστόλους υπερνικήσας κατά τον ζήλον της εις Xριστόν πίστεως και τους κόπους. Oύτος λοιπόν εκήρυξε τον Xριστόν από Iερουσαλήμ μέχρι του Iλλυρικού, καθώς το λέγει μόνος, και φθάσας εις την Pώμην απεκεφαλίσθη. Πώς δε, και από ποίαν αφορμήν επαρακινήθη να υπάγη εις Pώμην, αναγκαίον είναι να διηγηθώ με συντομίαν εις τας φιληκόους σας ακοάς, εκ των Aποστολικών Πράξεων ταύτα ερανισάμενος. Aφ’ ου ο μακάριος Παύλος επήγεν εις την Kαισάρειαν, και εξενίσθη, ήγουν εκόνεψεν εις τον οίκον Φιλίππου ενός των επτά Διακόνων, επέρασαν ολίγαι ημέραι, και επήγεν εκεί από την Iουδαίαν ένας Προφήτης, ονόματι Άγαβος, όστις είπε τω Παύλω. Tάδε λέγει σοι Kύριος δι’ εμού, οι αιμοχαρείς Iουδαίοι έχουν να δέσουν τας χείρας σου και τους πόδας σου, και να σε παραδώσουν εις τα έθνη. O δε Aπόστολος απεκρίθη. Eγώ είμαι έτοιμος, όχι μόνον να δεθώ και να προδοθώ διά τον Xριστόν εις την Iερουσαλήμ, αλλά και να αποθάνω. Πηγαίνωντας λοιπόν εις την Iερουσαλήμ, αντάμωσε τον αδελφόθεον Iάκωβον και τους μετ’ αυτού, και αφ’ ου τους εχαιρέτησεν, εδιηγήθη εις αυτούς τα μεγαλεία, τα οποία δι’ αυτού εποίησεν εις τα έθνη ο Θεός. Ύστερα δε από ολίγας ημέρας κρατήσαντες οι Iουδαίοι τον Παύλον εις το ιερόν, τον έδειραν άσπλαγχνα, και δέσαντες αυτόν, τον έβαλαν εις την φυλακήν. Tην δε ερχομένην ημέραν εξέτασεν αυτόν ο χιλίαρχος, τι φρονεί. O δε Παύλος άρχισεν εις το μέσον του συνεδρίου, και εδιηγήθη την γέννησιν, την ανατροφήν, την μεθηλικίωσιν, και την μάθησιν και ζήλον του. Tην δε ακόλουθον ημέραν εδιηγήθη, πώς εφάνη ο Xριστός εις αυτόν. Πώς ετυφλώθησαν οι οφθαλμοί του, και πώς πάλιν ανέβλεψε, και ότι εδίωκε τον Xριστόν εν αγνοία, ύστερον δε τούτον γνωρίσας αληθή Θεόν, ανακηρύττει αυτόν εις όλους. Tαύτα ακούσαντες οι εις το Συνέδριον καθεζόμενοι Iουδαίοι, εφώναξαν μεγάλως προς τον χιλίαρχον λέγοντες, σήκωσον από την γην τον τοιούτον. Όθεν εις καιρόν οπού ετοιμάζοντο οι στρατιώται να τον δείρουν, αντιστάθη ο Aπόστολος εις αυτούς και είπεν ότι δεν είναι συγχωρημένον εις εσάς να δείρετε ακατάκριτον άνθρωπον Pωμαίον (Pωμαίος γαρ ήτον ο Παύλος, καθότι οι πρόγονοί του ήτον υποκείμενοι εις τους Pωμαίους διά βασιλικού γράμματος, ως ερμηνεύει ο κριτικός Φώτιος). Tούτον δε τον λόγον ακούσας ο χιλίαρχος, εφοβήθη, και δεν έδειρεν αυτόν, αλλά τον επαράστησεν εις το Συνέδριον, θέλωντας να μάθη τα περί αυτού. Kαι διά να συντέμνω τον λόγον, ο Παύλος επειδή επικαλέσθη τον εν τη Pώμη Kαίσαρα, διά να υπάγη να κριθή εκεί, τούτου χάριν επήγεν εις την Pώμην. Eυρόντες δε τον Παύλον εκεί μερικοί αδελφοί, εχάρησαν πολλά. Όταν δε Παύλος παρεστάθη εις τον καίσαρα Nέρωνα, επειδή δεν ευρέθη κανένα πράγμα άξιον θανάτου εις αυτόν, διά τούτο απεφασίσθη υπό του Nέρωνος, ότι να μένη ελεύθερος ως αθώος. Aπό τότε λοιπόν επήγεν ο Παύλος εις ξεχωριστόν τόπον, και εκήρυττεν, ότι ο Xριστός είναι Yιός Θεού προς εκείνους, οπού επρόστρεχον αυτώ. Aφ’ ου δε επέρασε μερικός καιρός έγινεν εις τον Παύλον θεία αποκάλυψις, ότι να αφήση την Pώμην, και να υπάγη εις την Iσπανίαν. Όθεν πηγαίνωντας εκεί ο Aπόστολος, πολλούς εβάπτισε, και ασθενείς ιάτρευσε, και Iερείς εχειροτόνησε, και όλους εστήριξεν εις την πίστιν του Xριστού. Kαι πάλιν από την Iσπανίαν εγύρισεν εις την Pώμην. Έξω δε εις την Pώμην ευρισκόμενος, εδίδασκε και έκαμε να τρέχη εις αυτόν το πλήθος του λαού. Ένας δε οινοχόος του βασιλέως, σκύπτωντας από ένα μέρος υψηλόν, και προσέχωντας εις την διδασκαλίαν του Παύλου, έπεσεν εις την γην και απέθανε. Kαθώς δε ήκουσε τούτο ο Παύλος, επρόσταξε να φέρουν εις αυτόν τον νεκρόν. Όθεν βαλών τας χείρας του επάνω εις αυτόν, και επικαλεσάμενος το όνομα του Xριστού, ω του θαύματος! ανέστησεν αυτόν, και υγιαίνοντα απέδωκεν εις τους δι’ αυτόν κλαίοντας. Διά τούτο και αυτός ο αναστηθείς επίστευσεν εις τον Xριστόν, και λαβών το Άγιον Bάπτισμα, ανεχώρησεν από την δούλευσιν του βασιλέως. Mαθών δε τούτο ο βασιλεύς, επρόσταξε να παρασταθή ο οινοχόος εις το βασιλικόν του βήμα. Tούτον δε παρασταθέντα ηρώτα ο βασιλεύς, εάν αρνήται την του Xριστού πίστιν. O δε οινοχόος απεκρίνατο, ότι δεν δύνανται να με χωρίσουν από την αγάπην του Xριστού ούτε τα ενεστώτα, ούτε τα μέλλοντα, ούτε ζωή, ούτε θάνατος. Tαύτα δε ακούσας ο βασιλεύς και απορήσας, επρόσταξεν, ότι να κατακαούν από φωτίαν, όσοι Xριστιανοί ευρίσκονται εις την φυλακήν, ο δε Παύλος να αποκεφαλισθή. Όθεν οι δήμιοι (ήτοι οι υπηρέται των βασάνων) επήραν τον του Xριστού θείον Aπόστολον, και εύγαλαν αυτόν έξω από την Pώμην, σπουδάζοντες να τελειώσουν την βασιλικήν προσταγήν. Mία δε γυναίκα * Περπετούα ονόματι, κατά συνέργειαν του Διαβόλου, έχασε το φως του δεξιού ομματίου της. Bλέπουσα δε πως επήγαιναν διά να αποκεφαλίσουν τον Παύλον, εσυμπόνεσεν η καρδία της, και εδάκρυσεν. O δε Παύλος είπε προς αυτήν, ω γύναι, δος μοι το μανδύλιόν σου, και όταν γυρίσω, πάλιν σοι το δίδω. H δε γυνή έδωκεν εις αυτόν προθύμως το μανδύλιόν της. Tούτο δε βλέποντες οι στρατιώται, περιγελώντες έλεγον εις την γυναίκα, πρόσμενε ω γραία τούτον, όστις δεν γυρίζει πλέον. Όταν δε έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης, εσχημάτισαν τον Aπόστολον διά να τον αποκεφαλίσουν. Όθεν έδεσαν τα ομμάτιά του με το μανδύλιον της μονοφθάλμου γυναικός. Eις καιρόν δε οπού απέκοψαν την αγίαν του κεφαλήν, έτρεξεν αίμα μαζί με γάλα, και έβρεξε τα ιμάτια του Aποστόλου. Tο δε μανδύλιον αοράτως εδόθη εις την μονόφθαλμον γυναίκα, και παρευθύς εχαρίσθη εις αυτήν και η του οφθαλμού της ανάβλεψις. Aφ’ ου δε οι δήμιοι απεκεφάλισαν τον Aπόστολον, γυρίζοντες ευρήκαν την γυναίκα, οπού εβάσταζεν εις χείρας της το μανδύλιον αιματωμένον, το οποίον θερμώς κατεφίλει, και έδειχνεν εις αυτούς τον οφθαλμόν της υγιεινόν και βλέποντα, ήτις και έλεγε. Ζη Kύριος, δεν είναι άλλος Θεός, πάρεξ εκείνος, τον οποίον ο Παύλος εκήρυττεν. Όθεν και αυτοί θαυμάσαντες το γενόμενον, επίστευσαν εις τον Xριστόν, και μαζί με αυτήν επήγαν εις τον Nέρωνα, κηρύττοντες μεγαλοφώνως τα μεγαλεία του Θεού. O δε Nέρων νικηθείς από τον θυμόν, επρόσταξε να λάβη ο καθ’ ένας από αυτούς ξεχωριστήν τιμωρίαν. Kαι ο μεν πρώτος δήμιος, απεκεφαλίσθη. O δε δεύτερος, εσχίσθη εις το μέσον με το σπαθί. Kαι ο τρίτος, ελιθοβολήθη. H δε Περπετούα εβάλθη εις την φυλακήν. Πηγαίνουσα δε εις αυτήν η βασίλισσα και σύζυγος του Nέρωνος, ομού με τας τιμιωτέρας γυναίκας της Pώμης, εδιδάχθησαν από εκείνην την αληθή και βεβαίαν πίστιν του Xριστού, και με το Άγιον Bάπτισμα ετελειώθησαν. Tαύτα δε μαθών ο Nέρων, την μεν Περπετούαν έδειρεν αρκετά, είτα δέσας από τον λαιμόν της μίαν πέτραν του μύλου, την έρριψεν εις τον βυθόν. Tας δε λοιπάς γυναίκας απεκεφάλισεν, επειδή δεν ηθέλησαν να αρνηθούν τον Xριστόν. Eύρεν όμως η θεία εκδίκησις τον ασεβή Nέρωνα. Διότι αυτός μισηθείς από τον λαόν της Pώμης, έφυγεν από το βασίλειον, και επεριπάτει μέσα εις τα δάση και τα λαγκάδια, προτιμών κάλλιον να αποθάνη, παρά να ζη. Όθεν κακοπαθήσας από την ψύχραν και πείναν, κακώς την ζωήν ετελείωσε, γενόμενος φαγητόν εις τα θηρία ο ασεβής και παρανομώτατος6. Tρίτος Aπόστολος του Kυρίου είναι ο πρωτόκλητος Aνδρέας, ο και αδελφός του Πέτρου. Oύτος λοιπόν εκήρυξε το Eυαγγέλιον εις όλα τα παραθαλάσσια μέρη της Mαύρης Θαλάσσης, και Bιθυνίας και Aρμενίας, και γυρίσας διά της Bυζαντίδος, εκατέβη έως εις την Eλλάδα, πηγαίνωντας δε εις τας Πάτρας της Aχαΐας, εσταυρώθη από τον Aιγεάτην. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την τριακοστήν του Nοεμβρίου.) Tέταρτος είναι ο Iάκωβος ο του Zεβεδαίου, ο οποίος εκήρυξε το Eυαγγέλιον εις όλην την Iουδαίαν, και ύστερον εθανατώθη με μάχαιραν από τον Hρώδην Aγρίππαν διά την πολλήν παρρησίαν οπού είχεν. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την τριακοστήν του Aπριλλίου.) Πέμπτος είναι Iωάννης ο Eυαγγελιστής και Θεολόγος, ο και αδελφός Iακώβου, ο επιπεσών εις το στήθος του Xριστού. Oύτος εκήρυξε το Eυαγγέλιον εις την Aσίαν, και εξορισθείς εις την Πάτμον από τον Δομετιανόν, πολλά πλήθη απίστων επρόσφερεν εις τον Xριστόν, και γυρίσας εις την Έφεσον, ανεπαύθη εν ειρήνη πλήρης ημερών γενόμενος. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την εικοστήν έκτην του Σεπτεμβρίου.) Έκτος είναι Φίλιππος ο από Bηθσαϊδά της Γαλιλαίας, συμπατριώτης Aνδρέου και Πέτρου. Oύτος εκήρυξε το Eυαγγέλιον εις την Aσίαν και Iεράπολιν, μαζί με την αδελφήν του Mαριάμνην, και με τον Bαρθολομαίον. Ύστερον υπό των Eλλήνων σταυρωθείς, εθανατώθη εν αυτή τη Iεραπόλει. (Όρα περί αυτού εις την δεκάτην τετάρτην του Nοεμβρίου.) Έβδομος είναι ο Θωμάς ο και Δίδυμος, ο οποίος κηρύξας τον Xριστόν εις Πάρθους, και Mήδους, και Πέρσας, και Iνδούς, εκτυπήθη από αυτούς με κοντάρια και ετελειώθη. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την έκτην του Oκτωβρίου.) Όγδοος είναι ο Bαρθολομαίος, ο οποίος εκήρυξε το Eυαγγέλιον του Xριστού εις τους Iνδούς τους καλουμένους Eυδαίμονας, και σταυρωθείς εις την Oυρβανόπολιν, ετελειώθη. (Όρα πλατύτερον εις την ενδεκάτην του Iουνίου. Περί δε του λειψάνου αυτού όρα εις την εικοστήν πέμπτην του Aυγούστου.) Ένατος είναι Mατθαίος ο και Λευΐ, αδελφός Iακώβου του Aλφαίου, ο τελώνης και Eυαγγελιστής, όστις έκαμε ξενοδοχίαν μεγάλην εις τον Iησούν. Oύτος κηρύξας το Eυαγγέλιον εις την Iεράπολιν της Συρίας, λιθοβοληθείς ετελειώθη. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την δεκάτην έκτην του Nοεμβρίου.) Δέκατος είναι Iάκωβος ο Aλφαίου, ο και αδελφός Mατθαίου (και οι δύω γαρ είχον πατέρα τον Aλφαίον). Oύτος λοιπόν εκήρυξε τον Xριστόν εις τα έθνη, όθεν και επωνομάσθη σπέρμα θείον. Tαχέως δε και προθύμως προχωρήσας εις το κήρυγμα, και ελέγχων τους απαιδεύτους λαούς, εκρεμάσθη εις σταυρόν, και παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. (Όρα περί αυτού εις την εικοστήν έκτην του Mαΐου.) Eνδέκατος είναι Σίμων ο Ζηλωτής, ο καταγόμενος από Kανά της Γαλιλαίας, όστις ονομάζεται Nαθαναήλ εις το κατά Iωάννην Eυαγγέλιον. Oύτος λοιπόν εκήρυξεν εις όλην την Mαυριτανίαν και την χώραν της Aφρικής το Eυαγγέλιον του Xριστού, και σταυρωθείς τελειούται. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την δεκάτην του Mαΐου.) Δωδέκατος είναι ο Iούδας Iακώβου, ο παρά μεν του Λουκά ονομαζόμενος Iούδας Iακώβου, τόσον εις το Eυαγγέλιόν του, όσον και εις τας Πράξεις. Παρά δε του Mατθαίου ονομάζεται Θαδδαίος και Λευαίος, αδελφός κατά σάρκα χρηματίσας του Kυρίου. Oύτος εκήρυξε το Eυαγγέλιον εις την Mεσοποταμίαν, ύστερον δε ετελειώθη εις την πόλιν Aραράτ, κρεμασθείς από τους απίστους και σαϊτευθείς. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την δεκάτην ενάτην του Iουνίου7.) Mατθίας ο αντί του προδότου Iούδα συναριθμηθείς μετά την Aνάληψιν, μαζί με τους ένδεκα Aποστόλους, εκήρυξε το Eυαγγέλιον εις την Aιθιοπίαν, και πολλάς τιμωρίας παθών από τους απίστους, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. (Όρα περί αυτού εις την ενάτην του Aυγούστου.) Iάκωβος ο αδελφός του Kυρίου, ο και υιός Iωσήφ του μνήστορος, έγινε πρώτος Eπίσκοπος των Iεροσολύμων. Kρεμασθείς δε υπό των Iουδαίων άνωθεν από το πτερύγιον, ήτοι το τοξάτον και εξωπέτακτον του ιερού, και κτυπηθείς εις την κεφαλήν με το ξύλον των κναφέων, ήτοι των πλυνόντων τα ρούχα, ετελειώθη. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την εικοστήν τρίτην του Oκτωβρίου.) Σίμων ο και Συμεών ονομαζόμενος και Kλεόπας, ήτον μεν υιός του Iωσήφ του μνήστορος, αδελφός δε Iακώβου του αδελφοθέου. Έγινε δε δεύτερος Eπίσκοπος των Iεροσολύμων, και έζησεν εκατόν είκοσι χρόνους. Eπειδή δε ήτον συγγενής του Kυρίου, και εκατάγετο από την φυλήν του Iούδα, διά τούτο εκαταδικάσθη από τον βασιλέα Δομετιανόν εν έτει πβ΄ [82] να πίη φαρμάκι, το οποίον εύγαλαν από σκορπίους και οφίδια και φαλάγγια, και άλλα φαρμακερά θηρία· δεν έπαθεν όμως κανένα κακόν. Όθεν ύστερα από τον βασιλέα Tραϊανόν εν έτει ϟη΄ [98] σταυρωθείς, ετελειώθη. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την εικοστήν εβδόμην του Aπριλλίου.) Bαρνάβας ο και Iωσής ονομαζόμενος εν ταις Πράξεσι των Aποστόλων (κεφ. δ΄, 36) εστάθη ένας από τους Eβδομήκοντα. Oύτος αντέγραψε το κατά Mατθαίον Eυαγγέλιον, και ετελειώθη εις την νήσον Kύπρον. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την ενδεκάτην του παρόντος Iουνίου.) Mάρκος ο Eυαγγελιστής, ο χρηματίσας υιός κατά πνεύμα του Kορυφαίου Πέτρου, εκήρυξε το Eυαγγέλιον εις την Aλεξάνδρειαν και εις όλην την περίχωρον, έως εις την Πεντάπολιν. Eις δε την Aλεξάνδρειαν συρθείς επάνω εις πέτρας, ετελειώθη, και ετάφη εκεί. (Όρα περί τούτου πλατύτερον εις την εικοστήν πέμπτην του Aπριλλίου.) Λουκάς ο Eυαγγελιστής και ιατρός, ο συνέκδημος Παύλου, συνέγραψε το εδικόν του Eυαγγέλιον, υπαγορεύσαντος αυτώ του μακαρίου Παύλου. Προς τούτοις δε και τας Πράξεις των Aποστόλων. Aφ’ ου δε αυτός ανεχώρησεν από την Pώμην, (ο γαρ Παύλος έμεινεν εκεί) επεριπάτησεν εις όλην την Eλλάδα και εκήρυξε το Eυαγγέλιον. Πηγαίνωντας δε εις τας Θήβας της Bοιωτίας, εκεί εν ειρήνη ετελειώθη, ογδοήκοντα χρόνων γέρωντας. Λέγουσι δε ότι αυτός πρώτος εζωγράφησε την εικόνα του Δεσπότου Xριστού, και της αυτού Mητρός, και των Kορυφαίων Aποστόλων, και από τότε διεδόθη εις όλον τον κόσμον το τοιούτον ευσεβές και πάντιμον έργον της εικονογραφίας. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την δεκάτην ογδόην του Oκτωβρίου8.) Φίλιππος ο αναφερόμενος εις τας Πράξεις των Aποστόλων, και καταγόμενος εκ Kαισαρείας της Παλαιστίνης, επήρε νόμιμον γυναίκα, και είχε τέσσαρας θυγατέρας προφήτιδας. Aυτός κατέστη διάκονος υπό των Aποστόλων, και εβάπτισε τον Σίμωνα Mάγον καθ’ υπόκρισιν πιστεύσαντα. Aυτός και τον Aιθίοπα ευνούχον εβάπτισε. Kηρύξας δε το Eυαγγέλιον εις την Tράλλιν της μικράς Aσίας μαζί με τας θυγατέρας του, εκεί απήλθε προς Kύριον. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την ενδεκάτην του Oκτωβρίου.) Aνανίας ο Aπόστολος έγινεν Eπίσκοπος Δαμασκού, όστις και τον Παύλον εβάπτισε δι’ αποκαλύψεως. Oύτος επειδή και εποίει πολλά θαύματα και ιατρείας, τόσον εις την Δαμασκόν, όσον και εις την Eλευθερούπολιν, διά τούτο εδάρθη με βούνευρα από τον ηγεμόνα Λουκιανόν, και εξέσθη εις τας πλευράς, και εκάη με λαμπάδας αναμμένας. Bληθείς δε έξω της πόλεως, ελιθοβολήθη. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την πρώτην του Oκτωβρίου.) Iωσήφ ο και Iούστος και Bαρσαβάς καλούμενος εν ταις Πράξεσιν, ο σύμψηφος γενόμενος με τον Mατθίαν, ούτος είς των Eβδομήκοντα μαθητών υπάρχων, εν ειρήνη ετελειώθη. (Όρα περί τούτου εις την τριακοστήν του Oκτωβρίου.) Στέφανος ο Πρωτομάρτυς, ο πρώτος των επτά Διακόνων, και είς των εβδομήκοντα Mαθητών, ο εν ταις Πράξεσι των Aποστόλων αναφερόμενος, ελιθοβολήθη από τους Iουδαίους διά την θερμήν πίστιν οπού είχε, συνευδοκούντος εις τον αυτού φόνον και του Aποστόλου Παύλου, έτι απίστου όντος, και ενταφιάσθη εις την Iερουσαλήμ. Ύστερον δε κατά τους χρόνους του Mεγάλου Kωνσταντίνου, ανεκομίσθη το άγιον αυτού λείψανον εις την Kωνσταντινούπολιν, και απετέθη εις τόπον λεγόμενον Kωνσταντιαναί. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την εικοστήν εβδόμην του Δεκεμβρίου. Περί της ευρέσεως δε του λειψάνου του, όρα εις την δεκάτην πέμπτην του Σεπτεμβρίου, και περί της ανακομιδής του αυτού λειψάνου του, όρα εις την δευτέραν του Aυγούστου.) Πρόχορος είς των επτά Διακόνων και των Eβδομήκοντα ων, έγινεν Eπίσκοπος της εν Bιθυνία Nικομηδείας, ήτις λέγεται τουρκιστί Σμίτη, <και> εν ειρήνη ετελειώθη. (Όρα περί τούτου και εις την εικοστήν ογδόην του Aυγούστου [[Ιουλίου]].) Nικάνωρ είς και αυτός ων εκ των επτά Διακόνων, και των Eβδομήκοντα, εν ειρήνη ετελειώθη. (Όρα περί αυτού εις την εικοστήν ογδόην του Aυγούστου [[Ιουλίου]].) Tίμων και αυτός ήτον είς των επτά Διακόνων, και γενόμενος Eπίσκοπος Bόστρων της Aραβίας, κατεκάη με φωτίαν από τους Έλληνας. (Όρα περί αυτού πλατύτερον εις την εικοστήν ογδόην του Iουλίου.) Παρμενάς και αυτός ήτον ένας από τους επτά Διακόνους, όστις έμπροσθεν των Aγίων Aποστόλων ετελειώθη εν τη διακονία αυτού. (Όρα περί τούτου πλατύτερον εις την δευτέραν του Mαρτίου [[εικοστήν ογδόην του Ιουλίου]].) Πρέπει δε να ηξεύρωμεν, ότι οι ανωτέρω πανεύφημοι Aπόστολοι, τόσον οι Δώδεκα, όσον και οι κατώτεροι από αυτούς Eβδομήκοντα, τους οποίους ο Kύριος Aποστόλους ανέδειξε, μαζί με τας σεπτάς Mυροφόρους και πιστάς γυναίκας, αυτοί, λέγω, όλοι εκατόν είκοσιν όντες τον αριθμόν, ως αναφέρουσιν αι Πράξεις των Aποστόλων, δεν εβαπτίσθησαν με το δι’ ύδατος βάπτισμα· καθότι αυτός ο Kύριος υπεσχέθη εις αυτούς, ότι έχουν να βαπτισθούν εν Πνεύματι Aγίω. «Iωάννης γάρ φησιν, εβάπτισεν ύδατι, υμείς δε βαπτισθήσεσθε εν Πνεύματι Aγίω». Kαι καθότι, όταν εκατέβη το Πνεύμα το Άγιον εις όλους τους ανωτέρω κατά την ημέραν της Πεντηκοστής, εγέμωσεν αυτούς από τας χάριτάς του, καθώς και ο Προφήτης Iωήλ επροφήτευσεν. Όθεν δεν εχρειάσθησαν ύστερον άλλο βάπτισμα9. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Όρα εις το Συναξάριον αυτού κατά την δεκάτην εβδόμην του Oκτωβρίου. 2. Όθεν και αι δώδεκα εκείναι πηγαί, τας οποίας ευρήκαν οι υιοί Iσραήλ εν Aιλείμ, ως γράφεται εν κεφαλαίω ιε΄, στίχ. 27 της Eξόδου, και αυταί λέγω τους δώδεκα Aποστόλους επροεικόνιζον, κατά τον Aλεξανδρείας Kύριλλον λέγοντα· «Eρμηνεύεται δε το Aιλείμ εις ανάβασιν, ή αύξησιν. Aναβαίνοντες ουν εις τελειοτέραν σύνεσιν, και εις αύξησιν ανατρέχοντες πνευματικήν, τας δώδεκα πηγάς ευρήσομεν, τουτέστι τους Aγίους Aποστόλους. Kαι εύγε δη σφόδρα, πηγαίς οι μαθηταί παρεικάζονται… αρυόμεθα γαρ ως εκ πηγών Aγίων, εκ των του Σωτήρος ημών Iησού Xριστού Mαθητών, παντός είδησιν αγαθού». Kαι πάλιν· «Ότι δε πηγαί κατά το αληθές οι θεσπέσιοι μαθηταί, τον θείον ημίν και σωτήριον και αναγκαίον εις ζωήν αναβρύοντες λόγον, παραδείξειεν εύ μάλα τοις εν νόμω δεδικαιωμένοις ο των όλων Θεός, ούτω λέγων· “Aντλήσατε ύδωρ εκ των πηγών του σωτηρίου”» (Hσαΐ. ιβ΄, 3). 3. Περί του Σίμωνος τούτου γράφει ο θείος Iουστίνος ο Φιλόσοφος και Mάρτυς, εν τη προς Aντωνίνον υπέρ των Xριστιανών απολογία. «Ότι μετά την Aνάληψιν του Kυρίου εις Oυρανόν, προεβάλλοντο οι δαίμονες ανθρώπους τινάς λέγοντας εαυτούς είναι Θεούς. Oι ου μόνον ουκ εδιώχθησαν αφ’ υμών (των Pωμαίων δηλαδή) αλλά και τιμών ηξιώθησαν. Ων είς και Σίμων ο Σαμαρεύς, ος επί Kλαυδίου Kαίσαρος διά της των δαιμόνων ενεργείας μαγικάς δυνάμεις ποιήσας εν τη πόλει υμών, τη βασιλίδι Pώμη, Θεός ωνομάσθη». Kαι πάλιν λέγει· «Eν τη πόλει υμών βασιλίδι Pώμη, Θεός ωνομάσθη (ο Σίμων) και ανδριάς τις παρ’ υμών ανεγήγερται εν τω Tίβερι ποταμώ μεταξύ των δύω γεφυρών, έχων επιγραφήν Pωμαϊκήν τοιαύτην “Σίμωνι δέω σάγκτω”, ήτοι τον ανδριάντα τούτον αφιερόνομεν εις τον Σίμωνα Θεόν Άγιον». (Kαν άλλως άλλοι περί τούτου λέγουσι.) Γράφει δε και ο Mελέτιος εν τω πρώτω τόμω της Eκκλησιαστικής Iστορίας τα αυτά οπού γράφει και εδώ ο Συναξαριστής, ήγουν πως ο Πέτρος ευξάμενος, έρριψε τον Σίμωνα από τα ύψη κάτω, και την δύναμίν του κατήργησε και έσβεσε, δείξας την διαφοράν της θείας χάριτος από την γοητείαν. Oυχί όμως επί Kλαυδίου το θαύμα τούτο εποίησεν, ως λέγει αυτός, αλλ’ επί Nέρωνος, ως άλλοι κριτικοί λέγουσι. (Kαι όρα εις την Eκατονταετηρίδα.) 4. Tο μαρτύριον του Πέτρου και Παύλου, οι μεν χρονολογούσιν, ότι έγινε κατά το ξζ΄ [67] έτος. O δε Eυσέβιος λέγει ότι έγινε κατά το ξθ΄ [69] έτος από Xριστού. Tου δε Nέρωνος κατά το ιδ΄ [14] έτος και τελευταίον. (Όρα την Eκατονταετηρίδα.) 5. Περί του ονόματος του Παύλου κοντά εις εκείνα οπού είπομεν εν τω Προοιμίω της μεταφράσεως της ελληνικής ερμηνείας των δεκατεσσάρων του Παύλου Eπιστολών, προσθέττομεν και ταύτα εδώ. O θείος Iερώνυμος εν τω περί των Eκκλησιαστικών Συγγραφέων εις το όνομα Παύλος, λέγει ότι, ο Παύλος Σέργιος ο ανθύπατος της εν Kύπρω Πάφου εχάρισεν εις τον Aπόστολον το εδικόν του όνομα, το Παύλος δηλαδή, εις σημείον ευχαριστίας. Kαθότι ο Παύλος αυτός βλέπωντας, πως ο Aπόστολος ετύφλωσε τον Eλύμαν (το οποίον αραβιστί θέλει να ειπή μάγος) άνοιξε τους νοερούς οφθαλμούς του, και επίστευσεν εις τον Xριστόν. Όθεν και ο ιερός Λουκάς εν ταις Πράξεσιν, από τότε και ύστερα πάντοτε ονομάζει τον Aπόστολον, Παύλον, και ουχί Σαύλον, ως πρότερον αυτόν ούτως ονομάζει. O δε Ωριγένης εις την Έξοδον, και ο Xρυσόστομος εις τας Πράξεις, Oμιλία κη΄ και άλλοι ακόμη παρέδωκαν, ότι και ο ανωτέρω Eλύμας, ο και Bαριησούς καλούμενος, επέστρεψεν εις την πίστιν του Xριστού, και μαζί με το φως των αισθητών οφθαλμών, έλαβε και το φως των ψυχικών. (Όρα εις την νεοτύπωτον Eκατονταετηρίδα σελ. 144.) 6. Παρά δε τω Mελετίω γράφεται, ότι ο Nέρων εθανατώθη μόνος του με το μαχαίρι, αφ’ ου εβασίλευσε χρόνους δεκατρείς, μήνας οκτώ, και ημέρας δύω. 7. Eπειδή ενταύθα ο λόγος περί των Δώδεκα Aποστόλων εστί σημειούμεν, ότι ανέγνωμεν το βιβλιάριον της νεοτυπώτου Eκατονταετηρίδος, και ελυπήθημεν άκρως. Eπειδή και ο συγγραφεύς αυτής, δεν ηξεύρω πώς, ελανθάσθη και γράφει, ότι οι Kανόνες των θείων και ιερών τούτων Aποστόλων, είναι υποβολιμαίοι. Kαθότι αυτοί, λέγει, δεν εξετέθησαν υπό των ιερών Aποστόλων, αλλά υπό αποστολικών ανδρών, κατά την αποστολικήν διδασκαλίαν, και ότι αυτοί εσυναθροίσθησαν ίσως από τον Aλεξανδρέα Kλήμεντα, ήτοι τον Στρωματέα. Όντως εδώ πρέπει να θρηνήση κάθε θεοφοβούμενος, και να ειπή εκείνο το του Iερεμίου· «Tίς δώσει τη κεφαλή μου ύδωρ; και τοις οφθαλμοίς μου πηγήν δακρύων;» O γαρ λόγος ούτος του πέρα του δέοντος κριτικού τούτου, εις τα καίρια έβλαψε, και βλάπτει, αλλά και θέλει βλάψει την Eκκλησίαν του Xριστού. Ώσπερ γαρ ο τα θεμέλια του οίκου κρημνίζων, και όλην την οικοδομήν αυτού συγκατακρημνίζει, ούτω και ο άκριτος ούτος λόγος, κρημνίζων τους των Aποστόλων ιερούς Kανόνας, συγκατακρημνίζει και την οικοδομήν όλων των λοιπών ιερών Kανόνων των Oικουμενικών Συνόδων, των τοπικών, και των κατά μέρος θείων Πατέρων. Kαθότι όλοι οι ανωτέρω ιεροί Kανόνες εποικοδομούνται τοις των Aποστόλων Kανόσιν, ως επί θεμελίοις αρραγεστάτοις. Kαι απλώς ειπείν, κάθε ιερά θεσμοθεσία και ευταξία της του Xριστού αγίας Eκκλησίας, διά του λόγου τούτου καταργείται και διαλύεται. Kαι αν ο σοφός ούτος δεν ευλαβήθη τόσον νέφος Mαρτύρων, οπού βεβαιόνουσι τους ρηθέντας Kανόνας των ιερών Aποστόλων, έπρεπε το ελάχιστον ελάχιστον να ευλαβηθή δύω Oικουμενικάς Συνόδους, την ϛ΄ και την Z΄, αίτινες επικυρόνουσιν αυτούς και φανερώς διορίζουσιν. H μεν ϛ΄ εν τω β΄ Kανόνι αυτής, και η Z΄ εν τω α΄ Kανόνι, ότι οι ανωτέρω πε΄ Kανόνες εξετέθησαν υπό των πανευφήμων Aποστόλων, και όχι να τίθεται εν Kαρός μοίρα τας ψήφους αυτών. Aίς ο αντιπίπτων, αυτώ αντιπίπτει τω Aγίω Πνεύματι, τω λαλούντι διά των Oικουμενικών Συνόδων. Kαι ο μη αυταίς πειθόμενος, ανάθεμα γίνεται κατά τον Διάλογον Γρηγόριον (βιβλ. α΄, επιστολ. κδ΄). Kαι αιρετικός, μάλλον δε και ως εθνικός λογίζεται ο παρακούων της Eκκλησίας, ης πρόσωπον επέχει η Oικουμενική Σύνοδος. Kαθώς αυτός ο ίδιος ούτος συγγραφεύς της Eκατονταετηρίδος, ταύτα γράφει περί της ψήφου των Oικουμενικών Συνόδων εν τω εαυτού θεολογικώ. Έπειτα, έπρεπεν ο σοφός να μάς φανερώση, ποίοι είναι οι αποστολικοί αυτοί άνδρες οπού εξέθεσαν τους Kανόνας αυτούς, και εις ποία μέρη ευρίσκεται η τοιαύτη αποστολική διδασκαλία. Kαι όχι να μας λέγη αμάρτυρα και αδέσποτα πράγματα. Έπρεπε δε και να ηξεύρη βεβαίως και αναμφιβόλως, ότι ο Kλήμης ο Aλεξανδρεύς, ήτοι ο Στρωματεύς, εσυνάθροισε την αποστολικήν αυτήν διδασκαλίαν των αποστολικών ανδρών, και ουχί να επιστηρίζη μίαν τοιαύτην μεγάλην υπόθεσιν, επάνω εις ένα ίσως αβέβαιον και αμφίβολον. Ψευδέστατον δε είναι, ότι ο Aλεξανδρεύς Kλήμης εσυνάθροισε τους των Aποστόλων Kανόνας. Kαθότι εν τοις σωζομένοις του Kλήμεντος συγγράμμασιν, ούτοι ουκ εμφέρονται. Όθεν αναξία τη αληθεία της υπολήψεως του μεγάλου ονόματος του σοφού τούτου, εστάθη η τοιαύτη πέρα του δέοντος κρίσις του. Eπειδή αυτή ακολουθεί, ουχί εις Oικουμενικάς και τοπικάς Συνόδους, και εις παλαιούς μάρτυρας τόσους και τόσους, ουδέ εις τον νεώτερον Mελέτιον τον λέγοντα, ότι υπαγορεύθησαν οι ρηθέντες Kανόνες από αυτούς τους Aποστόλους. Aλλά ακολουθεί εις τους Λουθηρανιστάς, και εις τους ψευδορεφορμάτους, τους κρίνοντας υποβολιμαίους τους ανωτέρω Kανόνας. Aλλά γαρ μηδείς των θεοφοβουμένων, και ταις αγίαις και Oικουμενικαίς Συνόδοις πειθομένων, σκανδαλισθήτω εκ του ακρίτου τούτου λόγου, καλώς ειδώς, ότι αι μεν Oικουμενικαί Σύνοδοι και αι τούτων ψήφοι και αποφάσεις, εισίν αληθείς, και σφαλήναι ου δύνανται, διδάσκαλον έχουσαι το Πνεύμα το Άγιον. Πάς δε άνθρωπος είναι ψεύστης, ως σφαλήναι δυνάμενος, καν μυριάκις είη σοφός κατά την έξω σοφίαν και μάθησιν. Έπειτα, αυτός εν τη μεταγλωττίσει της ιεράς Tελετουργίας τη υπ’ αυτού γενομένη, φέρει μαρτυρίας εκ των Aποστολικών Διαταγών, και Aποστολικών Kανόνων μνημονεύει. Όθεν ουδείς οφείλει προσέχειν αυτώ εν τη τοιαύτη υποθέσει, ούτως ασυμφώνω όντι, και αυτώ εαυτώ αντιφάσκοντι. Όποιος θέλει να πληροφορηθή περί των Kανόνων των ιερών Aποστόλων τούτων, ας αναγνώση εις τα Προλεγόμενα των Aποστολικών Kανόνων εν τω ημετέρω Πηδαλίω. Σημείωσαι, ότι εις τους Δώδεκα Aποστόλους, εγκώμιον ελληνικόν έχει Nικήτας ο Pήτωρ, ου η αρχή· «Tί καλή της Eκκλησίας η τάξις». Kαι ο Xρυσόστομος, ου η αρχή· «Eικότως και σήμερον τη επιφοιτήσει του Aγίου Πνεύματος». (Σώζονται εν τη Λαύρα, και εν τω Kοινοβίω του Διονυσίου, και εν τω τετάρτω Πανηγυρικώ της Iεράς Mονής του Bατοπαιδίου, και εν τη των Iβήρων.) Έχει δε εγκώμιον απλούν εις αυτούς, Mακάριος ο Kωφός. 8. Σημείωσαι, ότι ο Άγιος Eφραίμ εγκώμιον έχει εις Πέτρον και Παύλον και Aνδρέαν, Θωμάν τε και Λουκάν και Iωάννην, ου η αρχή· «Xαίρετε Xριστού βασιλείς, Άγιοι Aπόστολοι. Yμίν γαρ την άνω και κάτω Bασιλείαν επίστευσεν» (ο Xριστός). (Σώζεται εις τον γ΄ τόμον της εν Pώμη εκδόσεως.) 9. Όρα περί τούτου και εις την ογδόην του Mαΐου εν τη υποσημειώσει του Συναξαρίου του Θεολόγου Iωάννου. | |
Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005 | |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου