Τετάρτη, Φεβρουαρίου 17, 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΤΗΡΩΝ(17 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ)



Ο άγιος και ένδοξος Μάρτυς του Χριστού Θεόδωρος ο «Τήρων» καταγόταν από την Αμάσεια του Πόντου και υπηρετούσε στον ρωμαϊκό στρατό τα χρόνια του μεγάλου διωγμού του Διοκλητιανού (303). Ας σημειωθεί ότι «Τήρων» σημαίνει νεοσύλλεκτος οπλίτης. Παιδιόθεν χριστιανός, κρατούσε μυστική την Πίστη του, όχι από δειλία, αλλά γιατί δεν είχε λάβει ακόμη σημείο εκ Θεού να προσφέρει τον εαυτό του στο μαρτύριο. Η μονάδα του, στρατοπέδευε στα Ευχάϊτα του Ελλησπόντου· και πληροφορήθηκε ότι τους κατοίκους της περιοχής τρομοκρατούσε ένας φοβερός δράκος που κρυβόταν στο δάσος. Διαβλέποντας ότι αυτή ήταν η δοκιμασία, μέσω της οποίας ο Θεός θα του έδειχνε αν είχε φθάσει η ώρα να προσφέρει τον εαυτό του στο μαρτύριο, μπήκε με τόλμη στο δάσος. Έφθασε σ’ ένα χωριό εγκαταλειμμένο από τους κατοίκους του, όπου είχε μείνει μόνη μια χριστιανή αρχοντικής οικογένειας, η Ευσεβία, η οποία του υπέδειξε τη φωλιά του τέρατος. Οπλισμένος με το σημείο του Σταυρού, ο άγιος έσπευσε προς το θηρίο που μούγκριζε βγάζοντας από το στόμα του φλόγες και το σκότωσε λογχίζοντάς το στο κεφάλι. Έχοντας, έκτοτε, την πεποίθηση ότι με τη Χάρη του Θεού θα μπορούσε να νικήσει και τον πνευματικό δράκοντα, τον διάβολο, όπως είχε σκοτώσει και το ορατό θηρίο, ο άγιος Θεόδωρος επέστρεψε στο στρατόπεδο, δίχως πια τον φόβο να εκδηλωθεί ανοικτά ως χριστιανός. Έτυχε τότε ο διοικητής της μονάδας, Βρίγκας, να δώσει εντολή να προσφερθεί θυσία στους θεούς της Ρώμης και, καθώς ο Θεόδωρος παρέμενε στη σκηνή του, ήλθαν να τον αναζητήσουν πιέζοντάς τον να λάβει κι αυτός μέρος στη θυσία. Εκείνος, όμως, απάντησε: «Είμαι χριστιανός! Τον Χριστό μόνον λατρεύω. Αυτός είναι ο Βασιλεύς που υπηρετώ και μόνο σ’ Αυτόν επιθυμώ να προσφέρω θυσία!». Αφού τον κούρασαν με παραπειστικές ερωτήσεις, τον άφησαν πρόσκαιρα και ανέκριναν κι άλλους χριστιανούς. Φλεγόμενος από ένθεο ζήλο, ο Θεόδωρος ενεθάρρυνε τους συντρόφους του να αποδειχθούν μέχρι τέλους αντάξιοι του Χριστού που τους είχε εντάξει στις γραμμές της ουράνιας στρατιάς Του. Όταν έπεσε η νύχτα, μετέβη στον ειδωλολατρικό ναό και κατέκαυσε τον βωμό της θεάς Ρέας, μητέρας των θεών, προκαλώντας μεγάλη αναστάτωση στα Ευχάϊτα ή σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης στην Αμάσεια (βλ. «Ἐγκώμιον εἰς τὸν ἅγιον Θεόδωρον»· PG 46, 741). Ένας από τους υπηρέτες του ναού αιφνιδίασε τον άγιο και τον οδήγησε στον διοικητή του τόπου, Πούπλιο. Ο Θεόδωρος δεν πρόβαλε την παραμικρή αντίσταση και απήντησε ήρεμα στις ερωτήσεις του διοικητού, δείχνοντας σ’ αυτόν ότι ήταν παράλογο να θεωρεί θεό ένα άψυχο κομμάτι ξύλο που μέσα σε μια στιγμή είχε γίνει στάχτη. Ο Πούπλιος τον απείλησε με τα χειρότερα βασανιστήρια. Ο άγιος απάντησε: «Οι απειλές σου δεν με τρομάζουν, γιατί η δύναμη του Χριστού θα είναι για μένα χαρά και ευθυμία στα βασανιστήρια!». Τρίζοντας από λύσσα τα δόντια, ο διοικητής διέταξε να τον ρίξουν σε σκοτεινό κελλί δίχως καμία τροφή. Την νύκτα όμως εκείνη φανερώθηκε στον Θεόδωρο ο Χριστός, για να τον παρηγορήσει και να του υποσχεθεί ότι η θεία Του Χάρις θα ήταν για τον ανδρείο δούλο Του τροφή, αγαλλίαση και προστασία μαζί. Ενθαρρυνθείς έτσι, ο άγιος περνούσε τον καιρό του εγκλεισμού του ψάλλοντας ύμνους με τη συνοδεία αγγέλων, ώστε οι δεσμοφύλακες πίστεψαν ότι μαζί του βρίσκονταν κι άλλοι χριστιανοί μέσα στο κελλί του που ήταν ωστόσο καλά κλειδωμένο. Όταν θέλησαν να του φέρουν λίγο ψωμί και νερό, εκείνος αρνήθηκε να γευθεί ο,τιδήποτε, λέγοντας πως ο Χριστός τού είχε υποσχεθεί ουράνια τροφή. Τον έφεραν πάλι μπροστά στον διοικητή, που του πρότεινε να τον ανεβάσει στο αξίωμα του αρχιερέως των ειδώλων, γεγονός που προκάλεσε το ειρωνικό γέλιο του αγίου, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι ήταν έτοιμος να αφήσει να τον κάνουν κομμάτια για την αγάπη του Χριστού. Τον κρέμασαν τότε με το κεφάλι προς τα κάτω και οι δήμιοι αναλώθηκαν μάταια να του ξεσχίζουν τις σάρκες με σιδερένια άγκιστρα. Μπροστά στην αδάμαστη αντίσταση του Μάρτυρος, ο διοικητής, φοβούμενος ότι και άλλοι θα ακολουθούσαν το παράδειγμά του, έδωσε την εντολή να τον αποτελειώσουν καταδικάζοντάς τον να καεί ζωντανός. Όταν ο Θεόδωρος έφθασε κοντά στην πυρά, έλυσε τη ζώνη του και έβγαλε τα ενδύματα και τα υποδήματά του και, αφού αρνήθηκε να τον καρφώσουν στο έδαφος, σήκωσε τα χέρια του ψηλά προς τον ουρανό και ανέπεμψε θερμή προσευχή στον Θεό για τη στερέωση των άλλων Ομολογητών της Πίστεως και άτρομος πήδηξε μέσα στη φωτιά δοξάζοντας εκ βαθέων τον Θεό. Αλλά οι φλόγες, σαν να ήθελαν να του αποτίσουν τιμή, τον περικύκλωναν δίχως να τον αγγίζουν, σχηματίζοντας γύρω από το σώμα του ένα είδος θριαμβικής αψίδας, ενώ ο άγιος αναπέμποντας ολοκάρδια ευχαριστία παρέδωσε την πολύαθλη ψυχή του στον Κύριο. Η ευλαβής Ευσεβία κατάφερε να αγοράσει το σώμα του και το μετέφερε στα Ευχάϊτα, όπου κτίσθηκε προς τιμήν του ναός που προσείλκυε πλήθος προσκυνητών στους οποίους χάριζε τη θεραπεία της ψυχής και του σώματος. Το 361, ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο οποίος προσπάθησε με όλα τα μέσα να επαναφέρει τα ειδωλολατρικά ήθη, είχε παρατηρήσει ότι οι χριστιανοί συνήθιζαν να εορτάζουν την πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής με νηστεία και προσευχή. Ο σκληρός και πονηρός ηγεμόνας έδωσε εντολή στον έπαρχο της Κωνσταντινουπόλεως να ραντισθούν όλα τα τρόφιμα που ήταν εκτεθειμένα στην αγορά με αίμα από ειδωλόθυτα, έτσι ώστε να είναι αδύνατο να μη μολυνθεί κάποιος κάτοικος με τα μιάσματα της ειδωλολατρίας. Ο Κύριος, όμως, δεν εγκατέλειψε τον περιούσιο λαό Του. Έστειλε τον δούλο Του Θεόδωρο, ο οποίος εμφανίσθηκε στον αρχιεπίσκοπο Ευδόξιο (360-364) για να ματαιώσει τις μηχανές του τυράννου και να δώσει άμεσα εντολή κανένας χριστιανός να μην αγοράσει τρόφιμα από την αγορά, αλλά να φτιάξουν όλοι κόλλυβα και με αυτά να τρέφονται. Έτσι, χάρις στην παρέμβαση του αγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος, το χριστιανικό πλήρωμα μπόρεσε να παραμείνει αγνό και καθαρό από τα μιάσματα της ειδωλολατρίας. Έκτοτε η Εκκλησία μνημονεύει κάθε χρόνο το θαύμα αυτό, κατά το πρώτο Σάββατο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ακριβώς για να διδάξει στους πιστούς ότι η νηστεία και η εγκράτεια έχουν τη δύναμη να καθαρίζουν τους ρύπους της αμαρτίας. Ο άγιος Θεόδωρος ο Τήρων έκανε κι άλλα θαύματα για όσους προσέτρεχαν προς αυτόν με πίστη και προσκαρτερούσαν με προσευχή στην εκκλησία του. Μία ημέρα φανερώθηκε λάμποντας μέσα σε πλήρη δόξα πάνω στο λευκό του άλογο και έφερε πίσω σε μια φτωχή χήρα τον μονάκριβο υιό της που είχαν αιχμαλωτίσει οι Σαρακηνοί. Συχνά έσωζε, επίσης, όσους κινδύνευαν σε τρικυμίες· με τη βοήθειά του ανακαλύπτονταν κλέφτες, οι κύριοι ξανάβρισκαν τους δούλους τους και με όλα του τα θαύματα έδειχνε ότι από στρατιώτης του επίγειου στρατού είχε γίνει επουράνιος προστάτης του χριστιανικού πληρώματος .

[Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, Νέος Συναξαριστής/Ειλητάριον].

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου