Παρασκευή, Δεκεμβρίου 31, 2021

H περιτομή του Κυρίου



Οκτώ ημέρες μετά την Γέννηση του Σωτήρος οι γονείς έφεραν το Παιδί στον Ναό για να περιτμηθεί (Λουκ. 2, 21), σύμφωνα με την εντολή που είχε δώσει ο Θεός στον Αβραάμ, όταν του υποσχέθηκε να συνάψει αιώνια διαθήκη μαζί του και με τους απογόνους του: «Θα πρέπει να τηρείς τη διαθήκη Μου, τόσο εσύ όσο και οι επόμενες γενιές των απογόνων σου. Κι αυτή είναι η διαθήκη Μου που θα τηρείτεαρσενικό παιδί σας θα περιτέμνεται. Θα κάνετε την περιτομή κι αυτή θα αποτελεί σημείο της διαθήκης ανάμεσα σ’ Εμένα και σ’ εσάς» (Γεν. 17, 10-12). Εκείνος ο Οποίος, από άμετρη φιλανθρωπία, καταδέχθηκε να περιβληθεί την ανθρώπινη φύση που ο Ίδιος έπλασε, έφτασε σε τέτοιο βαθμό φιλευσπλαχνίας ώστε να αναλάβει ακόμη και την εκπεσμένη και φθαρείσα κατάστασή της χωρίς όμως να υποδουλωθεί στην αμαρτία. Με την αφαίρεση της ακροβυστίας Του, σύμβολο της θνητότητας των αμαρτωλών ανθρώπων, Εκείνος, ο Καθαρός και Αναμάρτητος, καταδέχθηκε να λάβει το σημάδι της συμφιλίωσης, που ως Θεός και Δημιουργός του Νόμου είχε ο Ίδιος καθιερώσει. Μόλις παρουσιάσθηκε επί της γης, υποτάχθηκε ταπεινά στην διδασκαλία του Νόμου, δείχνοντας έτσι ότι εκπληρώνονται σε Αυτόν οι σκοτεινές υποτυπώσεις του Νόμου. Οι λίγες σταγόνες αίμα που έχυσε αυτήν την ημέρα ήταν προμήνυμα για το αίμα που, όχι πολύ αργότερα, θα έχυνε πάνω στον Σταυρό, για να ξεπλύνει τις αμαρτίες του κόσμου και να μας λυτρώσει από την καταδίκη του Αδάμ. Γι’ αυτό, μαζί με την Περιτομή του Κυρίου εορτάζουμε στην πραγματικότητα ολόκληρο το μυστήριο της Σωτηρίας μας.


Με την περιτομή του Δευτέρου Αδάμ, του Κυρίου Ιησού Χριστού, λαμβάνει τέλος η σαρκική περιτομή της Παλαιάς Διαθήκης και η Καινή και αληθής Διαθήκη, με την σφραγίδα της πνευματικής περιτομής, εγκαινιάζεται με το αίμα Του. Το χριστιανικό Βάπτισμα συνιστά την αληθινή πνευματική περιτομή, σημείο ότι ανήκουμε στον καινούργιο λαό, όχι πια με την αφαίρεση του νεκρού σαρκίου αλλά με την απελευθέρωση από τον ίδιο τον θάνατο, διά της κοινωνίας στον ζωοποιό θάνατο και την Ανάσταση του Κυρίου. Για τον λόγο αυτό ο Απόστολος Παύλος και οι Απόστολοι εναντιώθηκαν με ζήλο σε όσους ήθελαν να πείσουν τους προσήλυτους, τους προερχόμενους από τα έθνη, να περιτμηθούν (βλ. Πράξ. 15, 5-30· Α΄ Κορ. 7, 18-19· Γαλ. 5, 2. 6 και 6, 15)· «…στο πρόσωπο του Χριστού λάβατε την πραγματική περιτομή, αυτή που δεν γίνεται με ανθρώπινα χέρια, αλλά την κάνει ο Χριστός και είναι η απαλλαγή από την αμαρτία που εξουσίαζε τον άνθρωπο. Όταν βαφτιστήκατε, θαφτήκατε μαζί με τον Χριστό, αλλά και αναστηθήκατε μαζί Του, γιατί πιστέψατε στην δύναμη του Θεού, ο Οποίος Τον ανέστησε από τους νεκρούς» (Κολ. 2, 11-12)· «Για τον Χριστό δεν έχει καμιά σημασία ούτε αν κάνει κάποιος περιτομή ούτε αν δεν κάνει. Σημασία έχει η πίστη σ’ Αυτόν, η οποία εκδηλώνεται έμπρακτα με αγάπη» (Γαλ. 5, 6). Θέτοντας τέρμα στην διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης με την περιτομή Του, ο Χριστός μάς καλεί επομένως στην περιτομή της καρδίας, στην πνευματική ανακαίνιση που ήδη είχε αναγγείλει διά των Προφητών Του (Ιερ. 4, 4· Ρωμ. 2, 25-29).

Εξίσου υπό μορφή προφητείας ο Θεός διέταξε τον Αβραάμ να εφαρμόσει την σαρκική περιτομή, αφού πρώτα συμπληρωθούν επτά ημέρες ζωής του παιδιού, ως συμβολισμού του συνόλου της ροής του χρόνου (Γεν. 1). Η όγδοη ημέρα αντιπροσώπευε επομένως το πέρασμα στο επέκεινα του παρόντος χρόνου –που υπάρχει αιχμάλωτος του θανάτου– προς την αιώνια ζωή, που άνοιξε για μας με την Ανάσταση του Κυρίου, την «όγδοη» ημέρα της εβδομάδας, η οποία παράλληλα είναι η πρώτη και μοναδική ημέρα της ατελεύτητης και αναλλοίωτης ζωής. Όντας περιτετμημένος την όγδοη ημέρα από την Γέννησή Του, ο Χριστός μάς προαναγγέλλει την Ανάστασή Του και την τελική απολύτρωσή μας. 

Σύμφωνα με το εβραϊκό έθιμο, Του δόθηκε ακόμη, αυτήν την ίδια ημέρα, το όνομα που ο Άγγελος Κυρίου είχε υποδείξει στον Ιωσήφ (Ματθ. 1, 21· Λουκ. 1, 31): Ι Η Σ Ο Υ Σ, δηλαδή «Σωτήρ». Από το όνομα και μόνο αυτό αποκαλύφθηκε η αποστολή Του επί γης, το γιατί ο αιώνιος Θεός και δημιουργός έγινε άνθρωπος θνητός. Το όνομα Ι Η Σ Ο Υ Σ συνοψίζει και εκφράζει ολόκληρο το μυστήριο της σωτηρίας μας· πέρα από συμβατική λέξη, καθιστά μυστηριωδώς παρόν το ίδιο το πρόσωπο του Σωτήρος, σε όλο το κράτους του θριάμβους Του: «Γι’ αυτό και ο Θεός Τον ανέβασε πολύ ψηλά και Του χάρισε το Όνομα που είναι πάνω απ’ όλα τα ονόματα. Έτσι, στο Όνομα του Ιησού, όλα τα επουράνια, τα επίγεια και τα υποχθόνια θα προσκυνήσουν και κάθε γλώσσα θα ομολογήσει ότι Κύριος είναι ο Ιησούς Χριστός για να δοξάζεται έτσι ο Θεός Πατέρας» (Φιλ. 2, 9-11). Όπως δείχνουν αναρίθμητα παραδείγματα στην Αγία Γραφή (βλ. Πράξεις 3, 6· 4, 7· 10, 30· 10, 43· 16, 18· 19, 13 κ.λπ.) και στους Βίους των Αγίων, τα θαύματα πραγματοποιούνται όταν επικαλεσθούμε με πίστη το Όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού: οι δαίμονες και οι δυνάμεις του θανάτου αποσύρονται σαν να καίγονται από το Πυρ της Θεότητάς Του, σύμφωνα με την υπόσχεσή Του: «Και ό,τι ζητήσετε στο όνομά Μου θα κάνω…» (Ιω. 14, 13). 

Για τον λόγο αυτό, οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, μάρτυρες αυτού του Ονόματος ως παρέχοντος την Ζωή (Ιω. 20, 31), οφείλουν να κάνουν τα πάντα στο όνομα του Χριστού: «Κάθε τι που λέτε ή κάνετε, ας γίνεται στο όνομα του Κυρίου Ιησού, κι έτσι να ευχαριστείτε διά του Χριστού τον Θεό Πατέρα» (Κολ. 3, 17). Επαναλαμβάνοντας αδιαλείπτως, σε κάθε περίσταση και σε κάθε μας πνοή την Ευχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλό!», το Ίδιο το Πρόσωπο του Κυρίου μας θα κατοικήσει τότε στις σκέψεις μας, θα εμπνεύσει την διαγωγή μας, θα καθάρει τα πάθη μας και βρίσκοντας λίγο-λίγο ένα σταθερό κατάλυμα στην καρδιά μας, θα κάνει να λάμψει μέσα μας το θείο φως της Μορφής Του. Η μνημόνευση της  Περιτομής την όγδοη ημέρα μετά την Γέννηση είναι επομένως και εορτασμός του αγίου Ονόματος του Ιησού και της Ευχής που μας παρέχει την Χάρη του Αγίου Πνεύματος.

Μακαρίου ιερομ. Σιμωνοπετρίτου, Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας


Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/2019/12/blog-post_31.html#ixzz6iBeZ42C1

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 24, 2021

Ὁ πολικὸς ἀστὴρ τῆς προσδοκίας τῶν ἐθνῶν Χριστὸς Κύριος ὁ τεχθεὶς ἡμῖν Σωτῆρ

 



«Ἰδοὺ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην,
ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῶ,
ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ,
ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος ἐν πόλει Δαυΐδ»
(Λουκ. 2,11).

Αὐτὴν τὴν μεγάλην καὶ γλυκυτάτην χαράν, αὐτὴν τὴν χαράν, τὴν ὁποίαν ἀνθρώπινα χείλη δὲν δύνανται νὰ ἐκφράσωσι, καὶ καρδία ἀνθρώπου ἀδυνατεῖ νὰ κατανοήσῃ, εὐαγγελίζομαι κἀγὼ πρὸς ὑμᾶς κατὰ τὴν γενέθλιον ταύτην τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡμέραν, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν νύκτα, ἥτις μᾶς ὑπενθυμίζει τὴν λαμπροτάτην καὶ μεγάλην καὶ ἀξιομνημόνευτον ἐκείνην νύκτα, κατὰ τὴν ὁποίαν ἐρράγησαν καὶ ἠνεῴχθησαν οἱ οὐρανοί, καὶ ἀπεκάλυψαν εἰς τὸ ἀνθρώπινον γένος ὅλην τὴν ἄπειρον δι᾿ ἡμᾶς στοργὴν καὶ εὐδοκίαν καὶ συγκατάβασιν τοῦ Θεοῦ, ὅλην τὴν ἄρρητον δόξαν καὶ μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅλην τὴν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν θείαν καὶ οὐράνιον εἰρήνην.

Αὐτὴν τὴν μεγάλην καὶ ἀνεκλάλητον χαρὰν εὐαγγελίζομαι πρὸς ὅσους ὁ χαρμόσυνος ἦχος τῶν κωδώνων τῆς ἑορτασίμου ἀγαλλιάσεως, ὡς ἡ ἀντηχήσασα πρὸς τοὺς εὐσεβεῖς ποιμένας τοὺς ἀγραυλοῦντας καὶ φυλάσσοντας φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τῶν λόφων τῆς Βηθλεὲμ ἀγγελικὴ φωνὴ καὶ μελῳδία, ἀφύπνισε καὶ συνεκάλεσε καὶ ὡδήγησεν εἰς προσκύνησιν τοῦ ἐν τῇ φάτνῃ γεννηθέντος καὶ ἐπιφανέντος Σωτῆρος Χριστοῦ.

Εὐαγγελίζομαι πᾶσιν αὐτὴν τὴν ἀνέκφραστον χαράν, ὅτι ἐτέχθη ἡμῖν Σωτήρ, ὅτι ἔλαμψεν ἐπὶ τέλους εἰς τοὺς ἐν τῇ νυκτὶ καὶ τῷ σκότει τῆς ἀγνωσίας καὶ τῇ σκιᾷ τοῦ θανάτου καθημένους λαοὺς τὸ μέγα φῶς, ὑπὸ τὴν λάμψιν τοῦ ὁποίου ἐπὶ δύο χιλιάδας ἐτῶν βαδίζει ἔκτοτε ἡ ἀνθρωπότης, ὅτι ἐπεφάνη ἡ χάρις ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις, ὅτι ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἡ τόσον ἐπιθυμητὴ ἡμέρα, ἡ ἡμέρα ἡ μεγάλη καὶ ἐπιφανής, καθ᾿ ἣν κατὰ τὰς βουλὰς τοῦ Θεοῦ, αἱ ὁποῖαι ἀπεκαλύφθησαν ἐν τῷ Παραδείσῳ εἰς τοὺς πεσόντας πρωτοπλάστους, τὸ σπέρμα τῆς γυναικὸς ἔμελλε νὰ συντρίψῃ τὴν κεφαλὴν τοῦ ὄφεως, νὰ δώσῃ τὴν χάριν καὶ τὴν ἀμνηστείαν εἰς τοὺς καταδίκους, νὰ φέρῃ τὴν χαρὰν καὶ τὴν ἄνεσιν εἰς τοὺς κοπιῶντας καὶ πεφορτισμένους, τὴν εὐλογίαν καὶ τὸν ἁγιασμὸν εἰς τοὺς βεβήλους καὶ ἁμαρτωλούς, καὶ τὴν υἱοθεσίαν καὶ οἰκειότητα τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεόν, ἀπὸ τοῦ ὁποίου πρότερον ἐχωρίζετο ὁ ἄνθρωπος δι᾿ ἀβύσσου, καὶ πρὸς τὸν ὁποῖον τόσον ἡ γέννησις τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπλησίασεν ἡμᾶς, ὥστε ὁ Θεὸς νὰ ζῇ τώρα ἐν ἡμῖν καὶ ἡμεῖς ἐν αὐτῷ.

Εὐαγγελίζομαι χαρὰν μεγάλην, διότι ἀνέτειλεν τὸ ἐξ Ἰούδα ἄστρον, τὸ ὁποῖον μετὰ τόσης ἐναγωνίου προσδοκίας καὶ γλυκυτάτης ἐλπίδος περιέμενεν ὄχι μόνον τὸ δωδεκάφυλον τῶν Ἰουδαίων, συμφώνως πρὸς τὰς παλαιὰς προφητείας, ἀλλὰ καὶ ὅλον τὸ ἀνθρώπινον γένος, διότι τὸ ἐξ Ἰακὼβ τοῦτο ἄστρον ἦτο συνάμα καὶ ὁ πολικὸς ἀστὴρ τῆς ἐλπίδος καὶ προσδοκίας ὅλων τῶν ἀρχαίων ἐθνῶν καὶ λαῶν τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Δύσεως.

«Ἰδοὺ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῶ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος ἐν πόλει Δαυΐδ».

Εὐαγγελίζομαι ὅτι ὄχι μόνον οἱ Ἰουδαῖοι περιέμενον Μεσσίαν καὶ Λυτρωτήν, ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ ἀρχαῖα ἔθνη, τὰ ὀποῖα ἔκειντο εἴτε ἀνατολικῶς εἴτε δυσμικῶς πρὸς τὴν Ἰουδαίαν, ἐτρέφοντο μὲ ἀρχαιοτάτας παραδόσεις τοιαύτας περὶ ἐλεύσεως Σωτῆρος καὶ Λυτρωτοῦ.

Οἱ Αἰγύπτιοι καθήμενοι ὑπὸ τὰς σκιὰς τῶν κολοσσιαίων αὐτῶν πυραμίδων, ἐκεῖ ὅπου πρὸ τῶν πυλῶν τῆς ἐρήμου ὑπὸ οὐρανὸν πύρινον ἡ παρ᾿ αὐτῶν ὀρθωθεῖσα Σφὶγξ ἐμελέτα σιωπηλὴ καὶ σοβαρὰ τὸ μέγα πρόβλημα τοῦ κόσμου, τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, καὶ ὅπου ὁ νεώτερος ἄνθρωπος μόλις ἤρχισε, μελετῶν τὴν παράδοξον αὐτὴν χώραν καὶ τὴν σεβαστὴν ἱστορίαν της, νὰ συλλαβίζῃ τὸ μυστήριον τοῦ Θεοῦ, τοῦ κόσμου, καὶ τοῦ ἀνθρώπου, αὐτοὶ οἱ Αἰγύπτιοι, κατέχοντες τὰς πλέον ἀρχεγόνους παραδόσεις τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, περιέμενον ὅπως ἡ Μήτηρ καὶ παρθένος Ἶσις γεννήσῃ τὸν Ὦρον, ὅστις ἔμελλε νὰ συντρίψῃ τὴν κεφαλὴν τοῦ Τυφῶνος.

Οἱ Ἰνδοὶ μὲ τὰς ἱεράς των βίβλους ἐν χερσί, τὰς ἀρχεγόνους Βέδας των, ὧν ἡ ἐμφάνισις χάνεται εἰς τὰ πλέον σκοτεινὰ βάθη τῶν ἀπομεμακρυσμένων αἰώνων, γονυπετεῖς ἐντὸς τῶν ναῶν των μὲ ὕμνους καὶ δεήσεις, αἵτινες συγκεντροῦσι πᾶν ὅ,τι ἠθικῶς ὑπέροχον καὶ ὑψηλὸν καὶ ὡραῖον καὶ συγκινητικὸν συγκέντρωσεν ἐν τῇ ἀρχαίᾳ πορείᾳ τοῦ χρόνου ἡ ἀνθρωπίνη εὐσέβεια, ἐδέοντο ἵνα ὁ θεός των ἐν τῇ τελειωτάτῃ μετεμψυχώσει του φανῇ ὑπὸ τὴν μορφὴν ἀνθρώπου καὶ καταστρέψῃ τὰς ἐναντίας δυνάμεις τοῦ σκότους καὶ δωροφορήσῃ εἰς τὴν ἀνθρωπότητα τὴν παγκόσμιον ζωήν. Κατὰ τὰς παραδόσεις τῶν Ἰνδῶν ὁ σαρκωθεὶς οὗτος Θεὸς ὠνομάζετο Κρίσνα.

Οἱ Πέρσαι καὶ οἱ Χαλδαῖοι ἐπίστευον ὅτι θὰ ἔλθῃ ὁ ἀγαθὸς Θεός, Μίθρας ὀνόματι, καὶ θὰ καταβάλῃ τὸ κακοποιὸν πνεῦμα, τὸν Ἀρειμάνην.

Ὁ Κομφούκιος ἐδίδασκε τοὺς Σίνας ὅτι εἰς τὰ δυσμικὰ μέρη τοῦ κόσμου θὰ καταβῇ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ εἷς ἁγιώτατος ἐλευθερωτὴς σωτὴρ καὶ εὐεργέτης τοῦ ταλαιπῶρου γένους τῶν βροτῶν.

Οἱ Ἕλληνες, οἱ ἀρχαῖοι σοφοὶ ἡμῶν πρόγονοι, οἱ ἐν παντὶ τέλειοι, ἐκεῖνοι ἐκ τῶν χειρῶν τῶν ὁποίων ἐξῆλθεν ὅλος ὁ πολιτισμός, δι᾿ ὅν σήμερον ἐγκαυχᾶται ἡ Εὐρώπη καὶ ἡ Ἀμερική, τῶν ὁποίων ἡ μεγαλοφυΐα ἀκτινοβολεῖ καὶ καταυγάζει τὴν ὁδὸν εἰς τὴν ἀνθρωπίνην σκέψιν, καὶ τῶν ὁποίων τὰ ἀθάνατα πνευματικὰ προϊόντα καὶ μεγαλουργήματα ἀποτελοῦσι τὸν λόγον τῆς ὑπάρξεως, καὶ τὸν κρῖκον τῆς ἑνότητος τοῦ ὑψηλοτέρου πνευματικοῦ κόσμου τοῦ τιμιωτέρου καὶ εὐγενεστέρου μέρους τοῦ ὅλου ἀνθρωπίνου γένους, οἱ ἀπαράμιλλοι οὗτοι σοφοὶ ἱεροφάνται καὶ μυσταγωγοὶ προεφήτευσαν καὶ αὐτὴν τοῦ Λόγου τὴν ἐνανθρώπησιν καὶ τὴν ἐξ οὐρανοῦ πρὸς ἡμᾶς ἐπιφάνειαν καὶ ἐπιδημίαν: Ὁ Σωκράτης λ.χ. ὁ ἀνδρῶν ἁπάντων σοφώτατος, ἐδίδασκε τοὺς συμπολίτας του Ἀθηναίους, ὅτι «καθεύδοντες θέλουσι διατελεῖ, ἂν μὴ ὁ Θεὸς κηδόμενος αὐτῶν ἐπέπεμπεν αὐτοῖς ἐλευθερωτήν». Οἱ μέγιστοι τῶν ποιητῶν καὶ φιλοσόφων ἐν Ἑλλάδι φιλοσοφοῦντες περὶ τῆς ἐν τῷ κόσμῳ ἀρχῆς καὶ ὑπάρξεως τοῦ φυσικοῦ καὶ ἠθικοῦ κακοῦ, ἐδείκνυον εἰς τὴν φοβερὰν τραγῳδίαν τοῦ ὑψηλοκρήμνου Αἰσχύλου τὸν ἄνθρωπον ὡς Προμηθέα Δεσμώτην, τοῦ ὁποίου τὰ ἐντόσθια κατέτρωγεν ὑπὸ τὴν μορφὴν σαρκοβόρου ὀρνέου ὁ πόνος καὶ ἡ ὀδύνη, καὶ τὸν ὁποῖον ὁ υἱὸς τοῦ Διὸς ὁ ἀθάνατος Ἡρακλῆς μόνος ἠδύνατο καὶ ἔμελλε νὰ λύσῃ καὶ σώσῃ καὶ ἐλευθερῶσῃ.

Καὶ οἱ μεγάλοι τῆς Ρώμης ἱστορικοὶ καὶ φιλόσοφοι, ἑρμηνεύοντες τὰς παλαιὰς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους παραδόσεις, ἐδίδασκον ὅτι μέλλει νὰ ἐξέλθῃ ἐξ Ἀνατολῶν κραταιὸς Μονάρχης, ὅστις θὰ κυριαρχήσῃ ὅλου τοῦ Κόσμου.

Ὁ πολικὸς ἀστὴρ τῆς ἐλπίδος ὅλων τῶν λαῶν τοῦτων, ὁ ζωογόνος ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, τὸ ἀνέσπερον φῶς τὸ τῆς γνώσεως, ἡ ἐξ ὕψους θειοτάτη Ἀνατολή, ὁ Χριστὸς Κύριος, ὅν ἐπόθησε καὶ προσεδόκησεν ὅλος ὁ ἀρχαῖος κόσμος, ΕΤΕΧΘΗ. Καὶ ὅλος οὗτος ὁ ἀρχαῖος πρὸ Χριστοῦ κόσμος, ὁ κατηρειπωμένος ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας, ὁ διψῶν τὴν ἀλήθειαν, ὁ τρέχων κατόπιν σκιᾶς φευγούσης τῆς πλάνης καὶ τοῦ ψεύδους, ὁ ζητῶν καὶ μὴ εὑρίσκων ἐπὶ γῆς τὴν εὐδαιμονίαν, ἀλλ᾿ ὁ πάντοτε ἐμψυχούμενος ὑπὸ ἀκλονήτου πεποιθήσεως Λυτρωτοῦ, μέλλοντος νὰ φέρῃ τὸν χρυσοῦν αἰῶνα καὶ τὴν εἰρήνην, τὴν ὑπερέχουσαν πάντα νοῦν, ὅλος οὗτος ὁ ἀρχαῖος κόσμος εὐαγγελίζεται κατὰ τὴν ἀξιομνημόνευτον ταύτην ἡμέραν τῶν Γενεθλίων τοῦ Ἰησοῦ χαρὰν μεγάλην, ὅτι ΕΤΕΧΘΗ αὐτὸς ὁ Σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος, τὸν ὁποῖον οἱ προφῆται τοῦ Ἰσραὴλ κατ᾿ ἐξοχὴν ἐξύμνησαν ὡς τὸν Ἰσχυρόν, ὡς τὸν Ἐξουσιαστήν, ὡς τὸν θαυμαστὸν Ἄρχοντα τῆς Εἰρήνης, ὡς τὸν Μεγάλης Βουλῆς Ἀγγελον καὶ Πατέρα καὶ Βασιλέα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος· ὅτι «ΕΤΕΧΘΗ ἡμῖν Σωτὴρ».

ΕΤΕΧΘΗ, καὶ ὄχι μόνον ὁ ἀπολεσθεὶς Παράδεισος ἀνευρέθη, ἀλλ᾿ ἐπολλαπλασιάσθησαν ἐπ᾿ ἄπειρον οἱ Παράδεισοι, καὶ ἀνὰ εἷς τοιοῦτος ἐφυτεύθη ἐν τῇ καρδίᾳ παντὸς πιστοῦ· ΕΤΕΧΘΗ καὶ ὅλα τὰ ἀρχαῖα παρῆλθεν καὶ ἰδοὺ τὰ πάντα γέγονε καινά· ΕΤΕΧΘΗ Ἐκεῖνος, ὅστις, καὶ πρὶν ἔτι γεννηθῇ, έζησε καὶ ᾐγαπήθη καὶ ἐλατρεύθη ἐν τῇ συνειδήσει, ἐν τῇ ἱστορίᾳ, ἐν ταῖς προφητείαις καὶ παραδόσεσι καὶ ὅλου μὲν τοῦ ἀρχαῖου κόσμου, ἀλλ᾿ ἰδίᾳ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ· ΕΤΕΧΘΗ καὶ ἔκτοτε ὅλα τὰ μεγάλα καὶ αἰώνια προβλήματα, τὰ ὁποῖα ὡς Σφὶγξ ἐζήτουν τὴν λύσιν των, τὰ ὁποῖα ἐβασάνισαν ἐπὶ χιλειτηρίδας ὅλας τὸ ἀνθρώπινον πνεῦμα ἐλύθησαν· ΕΤΕΧΘΗ, καὶ οἱ σιδηροῖ κρῖκοι τῆς δουλεῖας, οἵτινες ἐδέσμευον ἕως τότε καὶ τὸ σῶμα καὶ τὸ πνεῦμα τῶν ἀνθρώπων συνετρίβησαν· ΕΤΕΧΘΗ καὶ ἐχειραφετήθη ἡ άνθρωπίνη σκέψις ἀπὸ τὴν δεσποτείαν καὶ κυριαρχίαν τῆς ὕλης· ΕΤΕΧΘΗ καὶ ἀφυπνίσθη ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τῆς πνευματικῆς καὶ ἠθικῆς νάρκης καὶ νεκρώσεως, καὶ ἐδιδάχθη ὁ κόσμος, ὁ ἕως τότε ψυχρὸς καὶ ἀδιάφορος, τοὺς αἰωνίους νόμους τῆς Χριστιανικῆς ἀγάπης.

Αὐτὸ εἶνε τὸ χαρμόσυνον καὶ μέγα ἄγγελμα, τοῦ ὁποίου οὔτε μεγαλείτερον οὔτε φαιδρότερον ἤχησεν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, οὐδὲ θὰ ἠχήσῃ ἄλλο μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων. Αὐτὴ εἶνε ἡ μεγάλη χαρά, ἡ δι᾿ ἀνθρωπίνων χειλέων ἀνέκφραστος, περὶ ἧς ὁ Ἄγγελος εἶπεν: «Ἰδοὺ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῶ ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος ἐν πόλει Δαυΐδ».

Εὐαγγελίζομαι ὅτι ΕΤΕΧΘΗ ὑμῖν Σωτήρ.

ΕΤΕΧΘΗ· ἀλλ᾿ ἐτέχθη ΗΜΙΝ πράγματι καὶ ἀληθείᾳ Σωτήρ; Ἐμορφώθη ἐν ἡμῖν Χριστός; Ἐγεννήθη ἐν τῇ καρδίᾳ ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶν Χριστὸς Κύριος; Ἀπέβη ἡ ἡμέρα αὕτη τῆς τοῦ Χριστοῦ γεννήσεως ἡμέρα ἀναγεννήσεως καὶ δι᾿ ἑκάστην Χριστιανικὴν ψυχήν, ἡμέρα ὑψηλοτέρων στοχασμῶν, σταθμὸς ὑψηλοτέρου ἰδεώδους, εἰς ὅ καὶ ἕκαστος ἡμῶν καλεῖται ν᾿ ἀποβλέπῃ, καὶ πάντες δυνάμεθα πλέον ν᾿ ἀτενίζωμεν ὡς φυλὴ καὶ λαὸς τοῦ Θεοῦ προσφιλὴς καὶ περιούσιος;

Ἐὰν ὁ Σωτὴρ ΕΤΕΧΘΗ μόνον ἐν τῇ πόλει Δαυΐδ, καὶ δὲν ἐμορφώθη Χριστὸς καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ ἑνὸς ἑκάστου ἐξ ἡμῶν, τότε βεβαίως ἐγεννήθη καὶ ἐτέχθη ὁ Σωτὴρ δι᾿ ἅπαντα ἴσως τὸν λοιπὸν πιστὸν κόσμον, πλὴν οὐχὶ καὶ δι᾿ ἐμέ, οὐχὶ καὶ διὰ τὴν ἐμὴν ψυχήν, ἥτις καθεύδουσα διατελεῖ καὶ θὰ διατελῇ ἐν τῇ νυκτὶ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἐν χώρᾳ, ἐφ᾿ ἧς ὁ θάνατος ἔχει ἡπλωμένας τὰς μαύρας καὶ ψυχρὰς πτέρυγάς του.

Ἀλλ᾿ οὐχί· ἐγὼ εὐαγγελίζομαι καὶ πάσιν ὑμῖν καὶ ἑνὶ ἑκάστῳ ὑμῶν, καὶ πάντοτε μέν, ἀλλ᾿ ἰδιαίτατα ἐφέτος ἐν ταῖς ἐσχάταις ταύταις ἡμέραις, καθ᾿ ἃς ὁ κατὰ Ἀνατολὰς γεγηρακὼς ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀνομίας κόσμος πνέει τὰ λοίσθια, καὶ διασαλεύεται ἐκ θεμελίων καὶ ἀναμοχλεύεται προαιώνιος τάξις πραγμάτων, ὅτι ἀσφαλῶς ΕΤΕΧΘΗ ΗΜΙΝ ΣΩΤΗΡ, καὶ ἐγεννήθη ἡμῖν παιδίον, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐπὶ τῶν ὤμων αὐτοῦ· καὶ διὰ τοῦτο ἀναγεννηθῶμεν καὶ ἡμεῖς μετὰ τοῦ γεννηθέντος Σωτῆρος Χριστοῦ, καὶ ἀναγεννηθέντες διακατέχωμεν τὸ παιδίον τοῦτο Ἰησοῦν ὡς ἀνάστασιν ἡμῶν καὶ ζωήν, ὡς βράχον ἡμῶν καὶ ἀσφάλειαν, ὡς δόξαν ἡμῶν καὶ ἐλευθερίαν, τὸν Ἰησοῦν τὸν τεχθέντα, τὸν γεννηθέντα καὶ ἐνανθρωπήσαντα, τὸν σταυρωθέντα, τὸν ταφέντα, τὸν ἀναστάντα, τὸν ἀναληφθέντα, τὸν μένοντα καὶ βασιλεύοντα, καὶ πάλιν ἐρχόμενον ἐν δόξῃ. Ἀμήν.

 «Ἱερὸς Πολύκαρπος» Ἔτος Β΄ Σμύρνη, ἀρ. 90, 22.12.1912, σς. 1442-1445.

Αγίου Χρυσοστόμου Μητροπολίτου Σμύρνης του Ιερομάρτυρος, Λόγοι ευσέβειας: Γραπτά κηρύγματα εις δεσποτικάς εορτάς, 1η έκδ., Θεσσαλονίκη, Μυγδονία, 2000

ΣΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ -Αγίου Γρηγορίου Νύσσης

 



«Σαλπίστε τήν πρωτομηνιά μέ τή σάλπιγγα», λέει ὁ Δαβίδ, «τή χαρμόσυνη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς σας» (Ψαλ. 80, 4), καί οἱ διαταγές τῆς θεόπνευστης διδασκαλίας εἶναι ὁπωσδήποτε νόμος γιά ὅσους ἀκοῦνε. Ἐπειδή λοιπόν ἦλθε ἡ χαρμόσυνη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς μας, ἄς ἐφαρμόσω κι ἐγώ τό νόμο κι ἄς γίνω σαλπιγκτής τῆς ἱερῆς ἡμέρας. Ἡ σάλπιγγα τοῦ νόμου, ὅπως ὑποδεικνύει νά ἐννοήσομε ὁ Ἀπόστολος, εἶναι ὁ λόγος. Γιατί λέει ὅτι δέν πρέπει ὁ ἦχος τῆς σάλπιγγας νά γίνεται ἀσαφής (Α´ Κορ 14, 7 ἑ), ἀλλά οἱ φθόγγοι νά εἶναι εὐδιάκριτοι, γιά νά εἶναι σαφεῖς σ᾿ ὅσους ἀκοῦνε.

 Ἄς ἀφήσομε λοιπόν κι ἐμεῖς, ἀδελφοί, κάποια λαμπρή ἠχώ πού ν᾿ ἀκουστεῖ μακριά καί πού δέν εἶναι καθόλου κατώτερη ἀπό τόν ἦχο τῆς κεράτινης σάλπιγγας. Γιατί κι ὁ Νόμος πού προδιαγράφει τήν ἀλήθεια μέ τούς τύπους τῆς σκιᾶς, νομοθέτησε τόν ἦχο τῶν σαλπίγγων κατά τήν ἡμέρα τῆς σκηνοπηγίας (Λευιτ. 23, 24). Καί τό θέμα τῆς ἑορτῆς αὐτῆς εἶναι τό μυστήριο τῆς ἀληθινῆς σκηνοπηγίας. Σ᾿ αὐτήν συμπηγνύεται τό ἀνθρώπινο σκήνωμα ἐκείνου πού γιά χάρη μας φόρεσε τό ἀνθρώπινο σχῆμα.

 Σ᾿ αὐτήν τά σκηνώματά μας, πού διαλύει ὁ θάνατος, συμπηγνύονται πάλι ἀπό ἐκεῖνον πού οἰκοδόμησε ἀπό τήν ἀρχή τήν κατοικία μας. Ἄς ποῦμε κι ἐμεῖς τά λόγια τῆς ψαλμωδίας, χορεύοντας ἀντάμα μέ τό μεγαλόφωνο Δαβίδ, «εὐλογημένος αὐτός πού ἔρχεται στό ὄνομα τοῦ Κυρίου» (Ψαλμ. 117, 25). Πῶς ἔρχεται; Ὄχι βέβαια ὅπως μέ ἕνα πλοῖο ἤ μιά ἅμαξα, ἀλλά πού εἰσῆλθε στήν ἀνθρώπινη ζωή χωρίς φθορά παρθενική. «Αὐτός εἶναι ὁ Θεός μας, αὐτός ὁ Κύριος φανερώθηκε γιά μᾶς, γιά νά συστήσει αὐτή τήν ἑορτή μέ φοινικοφόρους ὥς τήν ἄκρη τοῦ θυσιαστηρίου» (Ψαλμ. 117, 27).

Ὁπωσδήποτε δέν ἀγνοοῦμε, ἀδελφοί, τό μυστήριο πού κρύβεται στά λόγια αὐτά· ὅτι ὅλη ἡ κτίση εἶναι ἕνα ἀνάκτορο τοῦ Κυρίου τῆς Κτίσης. Ἀλλά, ἐπειδή ὅταν εἰσῆλθε ἡ ἁμαρτία κλείστηκαν τά στόματα ἐκείνων πού κυρίεψε ἡ κακία καί σώπασε ἡ φωνή τῆς χαρᾶς καί διαλύθηκε τό σύμφωνο τραγούδι τῶν ἑορταστῶν, ἀφοῦ τό ἀνθρώπινο γένος δέ συνεόρταζε μέ τήν ὑπερκόσμια φύση, γι᾿ αὐτό ἦρθαν οἱ σάλπιγγες τῶν προφητῶν καί τῶν ἀποστόλων, πού ὁ νόμος τίς λέει «κεράτινες», ἐπειδή ἡ κατασκευή τους προερχόταν ἀπό τόν ἀληθινό μονόκερο. Αὐτές μέ τή δύναμη τοῦ Πνεύματος ἠχολόγησαν τό λόγο τῆς ἀλήθειας, ὥστε ν᾿ ἀνοίξει ἡ ἀκοή ἡ φραγμένη ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά γίνει μιά σύμφωνη ἑορτή, πού μέ τόν εὐτρεπισμό τῆς σκηνοπηγίας τῆς κάτω κτίσης νά συμμελωδεῖ κι αὐτή μέ τίς ὑψηλές καί ὑπέρτερες δυνάμεις τίς γύρω ἀπό τό ἄνω θυσιαστήριο. Γιατί τά κέρατα τοῦ νοητοῦ θυσιαστηρίου εἶναι οἱ Δυνάμεις οἱ ὑψηλές κι ἐξέχουσες τῆς νοερῆς φύσης, Ἀρχές καί Ἐξουσίες καί Θρόνοι καί Κυριότητες.

Μ᾿ αὐτές, μέ τή συμμετοχή τους στήν ἑορτή, συνάπτεται κατά τή σκηνοπηγία τῆς ἀνάστασης ἡ ἀνθρώπινη φύση εὐτρεπισμένη μέ τήν ἀνακαίνιση τῶν σωμάτων. Γιατί τό ̒πυκάζομαι᾿ σημαίνει ὅ,τι καί τό εὐτρεπίζομαι ἤ ντύνομαι, ὅπως τό ἑρμηνεύουν ὅσοι γνωρίζουν αὐτά τά πράγματα. Ἐλᾶτε λοιπόν νά ξεσηκώσομε τίς ψυχές μας γιά τόν πνευματικό χορό κι ἄς βάλομε πρωτοχορευτή καί ἀρχηγό καί κορυφαῖο τοῦ χοροῦ μας τό Δαβίδ κι ἄς ποῦμε μαζί μ᾿ ἐκεῖνον τόν μελωδικό ἐκεῖνο στίχο πού ψάλαμε πρίν ἀπό λίγο.

Ἄς τόν ἐπαναλάβομε ἄλλη μιά φορά· «αὐτή εἶναι ἡ ἡμέρα πού ἔκανε ὁ Κύριος· εἶναι ἡμέρα χαρᾶς καί ἀγαλλίασης γιά μᾶς» (Ψαλμ. 117, 24). Τή μέρα αὐτή ἀρχίζει νά ὑποχωρεῖ τό σκοτάδι καί ἡ ἔκταση τῆς νύκτας μέ τόν πλεονασμό τοῦ φωτός περιορίζεται ὁλοένα. Δέν εἶναι, ἀδελφοί μου, τυχαία κι αὐτόματη ἡ οἰκονομία αὐτή σχετικά μέ τήν ἑορτή, νά παρουσιαστεῖ τή στιγμή αὐτή ἡ θεία ζωή μέσα στήν ἀνθρώπινη, ἀλλά ἡ κτίση μέ τά φαινόμενα αὐτά διηγεῖται στούς πιό διορατικούς κάποιο μυστήριο καί σχεδόν φωνάζει καί λέει σ᾿ αὐτόν πού μπορεῖ ν᾿ ἀκούσει τί θέλει ἡ ἡμέρα πού μεγαλώνει κατά τήν παρουσία τοῦ Κυρίου καί ἡ νύχτα πού κολοβώνεται.

Ἐγώ νομίζω πώς ἀκούω τήν κτίση νά διηγεῖται κάτι τέτοια. Βλέποντας αὐτά, ἄνθρωπε, σκέψου τό κρυφό πού σοῦ φανερώνουν τά φαινόμενα. Βλέπετε τή νύχτα πού προχώρησε στό ἀκρότατο σημεῖο της, ἐκεῖ σταμάτησε νά προχωρεῖ, κι ἄρχισε πάλι νά ἐπιστρέφει; Βάλε στό νοῦ σου ὅτι ἡ κακή νύχτα τῆς ἁμαρτίας, ἀφοῦ μεγάλωσε ὅσο τῆς ἦταν δυνατό κι ἔφτασε μέ κάθε ἐπινόηση κακῶν στό ἀνώτερο μέγεθος τῆς κακίας, ἀνακόπηκε σήμερα ἀπό τήν παραπέρα προχώρησή της καί ἀπό δῶ καί πέρα ὠθεῖται πιά στόν περιορισμό καί στόν ἀφανισμό.

Βλέπεις ὅτι ἡ λάμψη τοῦ φωτός διαρκεῖ περισσότερο καί ὁ ἥλιος εἶναι πάνω ἀπό τό συνηθισμένο; Σκέψου τήν παρουσία τοῦ ἀληθινοῦ φωτός, πού καταφωτίζει μέ τίς εὐαγγελικές ἀκτίνες ὅλη τήν οἰκουμένη. Ἴσως καί γιά τό ὅτι δέν φανερώθηκε ὁ Κύριος ἀπό τήν ἀρχή, ἀλλά χάρισε τήν φανέρωση τῆς θεότητάς Του στήν ἀνθρώπινη ζωή στά τελευταῖα αὐτά χρόνια, θά σκεφτεῖ εὔλογα κανένας αὐτή τήν αἰτία, ὅτι αὐτός πού ἦταν νά κατεβεῖ μέσα στήν ἀνθρώπινη ζωή γιά τήν κατάλυση τῆς κακίας, περίμενε ὑποχρεωτικά νά βλαστήσει ὁλοκληρωτικά ἡ ἁμαρτία πού φύτεψε ὁ ἐχθρός. Καί τότε ὁδήγησε, ὅπως λέει τό Εὐαγγέλιο, τό τσεκούρι στή ρίζα (Ματθ. 3, 10). Γιατί καί οἱ γιατροί, ὅσοι ὑπερέχουν στήν τέχνη τους, ὅσο ὁ πυρετός κρυφοκαίει ἀκόμα τό σῶμα καί ἐνῶ λίγο δυναμώνει ἀπό τίς νοσογόνες αἰτίες, ὑποχωροῦν σ᾿ αὐτόν, ὥσπου νά φτάσει στό ψηλότερό του σημεῖο, καί δέν προσφέρουν στόν ἄρρωστο καμιά βοήθεια μέσω τῶν τροφῶν. Ὅταν ὅμως τό κακό σταματήσει, τότε βάζουν σ᾿ ἐνέργεια τήν τέχνη τους, ὅταν ἐκδηλωθεῖ ὅλη ἡ ἀρρώστια.

 Ἔτσι κι αὐτός πού γιατρεύει ὅσους νοσοῦν στήν ψυχήν περίμενε νά ἐκδηλωθεῖ ὅλη ἡ ἀρρώστια τῆς κακίας πού αἰχμαλώτισε τή φύση τῶν ἀνθρώπων, γιά νά μή μείνει ἀθεράπευτο κανένα κακό ἀπό ὅσα κρύβονταν, ἀφοῦ ὁ γιατρός θά θεράπευε μόνο ὅ,τι φαινόταν. Γιά αὐτό οὔτε κατά τήν ἐποχή τοῦ Νῶε, ὁπότε εἶχε καταφθαρεῖ μέσα στήν ἀδικία ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα, δέν ἐπιφέρει μέ τήν ἐμφάνισή Του τήν ἴαση, ἐπειδή δέν εἶχε βλαστήσει ἀκόμα ὁ βλαστός τῆς σοδομιτικῆς κακίας. Οὔτε φαίνεται ὁ Κύριος τόν καιρό τῆς καταστροφῆς τῶν Σοδόμων. Γιατί πολλά ἀκόμα κακά κρύβονταν μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση. Πράγματι ποῦ ἦταν ὁ θεομάχος Φαραώ; Ποῦ ἡ ἀκαταδάμαστη κακία τῶν Αἰγυπτίων;

Οὔτε τότε ἦταν ἡ κατάλληλη στιγμή γιά τόν ἐπανορθωτή τοῦ παντός, τήν ἐποχή ἐννοῶ τῆς κακίας τῶν Αἰγυπτίων, νά ἀναμιχθεῖ στή ζωή μας, ἀλλά ἔπρεπε νά κάνει τήν ἐμφάνισή της καί ἡ παρανομία τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἔπρεπε ἀκόμα νά φανερωθεῖ στή ζωή καί ἡ βασιλεία τῶν Ἀσσυρίων καί ἡ ἀλαζονεία τοῦ Ναβουχοδονόσορα πού κρυφόκαιγε. Ἔπρεπε νά ξεπεταχτεῖ σάν ἕνα πονηρό ὅλο ἀγκάθια φυτό ὁ δόλιος φόνος τῶν ὁσίων ἀπό τήν κακή ρίζα τοῦ διαβόλου. Ἔπρεπε νά ἐκδηλωθεῖ ἡ λύσσα τῶν Ἰουδαίων κατά τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ, πού σκότωσαν τούς προφῆτες καί λιθοβολοῦσαν τούς ἀπεσταλμένους του καί τέλος διέπραξαν τόν ἀνόσιο φόνο τοῦ Ζαχαρία ἀνάμεσα στό ναό καί στό θυσιαστήριο (Ματθ. 23, 35).

Πρόσθεσε στόν κατάλογο τῶν κακουργημάτων καί τήν παιδοκτονία τοῦ Ἡρώδη. Ἀφοῦ λοιπόν παρουσιάστηκε ὅλη ἡ δύναμη τῆς κακίας ἀπό τήν πονηρή ρίζα καί αὐξήθηκε θρασομανώντας σέ πολλά εἴδη στίς προαιρέσεις τῶν γνωστῶν γιά τήν κακία τους κάθε γενιᾶς τότε, ὅπως λέει ὁ Παῦλος στούς Ἀθηναίους, παραβλέποντας ὁ Θεός τούς χρόνους τῆς ἄγνοιας, ἔρχεται στίς ἔσχατες ἡμέρες (Πράξ. 17, 30), ὅταν δέν ὑπῆρχε κανένας πού νά γνωρίζει καί ν᾿ ἀναζητεῖ τό Θεό.

 Ὅταν εἶχαν ξεκλίνει ὅλοι καί εἶχαν ἐξαχρειωθεῖ (Ψαλμ. 13, 2), ὅταν ἡ ἁμαρτία εἶχε ἁπλωθεῖ παντοῦ (Ρωμ. 3, 3), ὅταν περίσσευε ἡ ἀνομία, ὅταν ὁ ζόφος τῆς κακίας ἔφτασε στό ἀκρότατο ὅριο, τότε φάνηκε ἡ χάρη, τότε ἀνέτειλε ἡ ἀκτίνα τοῦ ἀληθινοῦ φωτός ἐπάνω μας. Τότε φάνηκε ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης σ᾿ ἐκείνους πού κάθονταν στό σκότος καί στή σκιά τοῦ θανάτου (Ἠσ. 9, 2), τότε τσάκισε τίς πολλές κεφαλές τοῦ δράκοντα πατώντας τον μέ τό πόδι του καί συντρίβοντάς τον καί καταπατώντας τον στή γῆ. Καί κανένας, βλέποντας τά τωρινά κακά, νά μή νομίζει ὅτι ὁ λόγος ψεύδεται πού λέει ὅτι ὁ Κύριος ἔλαμψε σάν ἥλιος στή ζωή μας κατά τούς τελευταίους καιρούς.

Θά πεῖ ἴσως ὁ ἀντιρρησίας, ὅτι αὐτός πού περίμενε τούς καιρούς γιά νά φανερωθεῖ ἡ κακία, νά αὐξηθεῖ καί νά τήν ἀποσπάσει ἀπό τή ρίζα, εἶναι φυσικό ὅτι θά τήν ἔχει καταλύσει ὁλόκληρη, ὥστε νά μήν ἔχει μείνει κανένα ἀπομεινάρι της στή ζωή μας. Ὅμως τώρα γίνονται μέ τόλμη καί φόνοι καί κλοπές καί μοιχεῖες καί τά χειρότερα κακουργήματα. Ἀλλά αὐτός πού διαπιστώνει αὐτό τό πράγμα ἄς λύσει τήν ἀμφιβολία του μέ ἕνα παράδειγμα ἀπό τά γνωστά. Ὅπως δηλαδή ὅταν σκοτώνομε κάποιο ἑρπετό, βλέπομε ὅτι δέν πεθαίνει ὅλο τό φίδι μαζί μέ τό κεφάλι, ἀλλά, ἐνῶ τό κεφάλι ἔχει πεθάνει, τό ὑπόλοιπο σῶμα εἶναι ζωντανό καί δείχνει τό θυμό του, χωρίς νά ἔχει στερηθεῖ τή ζωτική δύναμη, ἔτσι κι αὐτός πού σκότωσε τό δράκοντα.

 Ὅταν τό θηρίο μεγάλωσε αὐξημένο σέ κάθε μιά ἀπό τίς γενιές τῶν ἀνθρώπων συντρίβοντάς του τήν κεφαλή, δηλαδή τή δύναμη πού ἀναιρεῖ τά καλά καί ἔχει τά πολλά κεφάλια, δέν ἔκανε πιά κανένα λόγο γιά τό ὑπόλοιπο σῶμα, ἐπιτρέποντας νά ἀπομείνει ἡ κίνηση μέσα στό νεκρό θηρίο ὡς ἀφορμή ἄσκησης γιά τούς μεταγενέστερους. Ποιό εἶναι λοιπόν τό κεφάλι πού συντρίφτηκε; Ἐκεῖνο πού ἔφερε στή ζωή τό θάνατο μέ τή ἁμαρτωλή συμβουλή, πού μέ τό δάγκωμά του στάλαξε στόν ἄνθρωπο τό θανατηφόρο δηλητήριο.

Αὐτός λοιπόν πού κατάλυσε τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου, σύντριψε τή δύναμη τῆς κεφαλῆς τοῦ φιδιοῦ, ὅπως λέει ὁ προφήτης. Τό ὑπόλοιπο ὅμως σῶμα τοῦ θηρίου σκορπισμένο μέσα στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται μέσα στίς κινήσεις τῆς κακίας, σκληραίνει ἀδιάκοπα τή ζωή μας μέ τά λέπια τῆς ἁμαρτίας. Ἡ δύναμή του βέβαια εἶναι πιά νεκρή, ἀφοῦ ἀχρηστεύθηκε τό κεφάλι. Ὅταν περάσει ὅμως ὁ καιρός καί ἀκινητοποιηθοῦν τά κινούμενα κομμάτια κατά τή συντέλεια τῆς ζωῆς αὐτῆς πού προσδοκοῦμε, τότε καταργεῖται ἡ οὐρά καί τό τελευταῖο τμῆμα τοῦ ἐχθροῦ, κι αὐτό εἶναι ὁ θάνατος. Κι ἔτσι θά πραγματοποιηθεῖ ὁ πλήρης ἀφανισμός τῆς κακίας, ἀφοῦ θ᾿ ἀνακληθοῦν ὅλοι μέ τήν ἀνάσταση στή ζωή. Οἱ δίκαιοι θά μετοικήσουν ἀμέσως στήν οὐράνια μακαριότητα, ἐνῶ οἱ ἔνοχοι ἁμαρτημάτων θά παραδοθοῦν στή γέεννα.

Ἀλλά ἄς ἐπιστρέψομε στή χαρά τῆς ἡμέρας, πού εὐαγγελίζονται οἱ ἄγγελοι στούς ποιμένες καί οἱ οὐρανοί διηγοῦνται στούς μάγους, τήν ὁποία ἀνακηρύττει τό Πνεῦμα τῆς προφητείας μέ τά πολλά καί διάφορα πού λέει, ὥστε καί οἱ μάγοι νά γίνουν κήρυκες τῆς χάριτος. Γιατί Ἐκεῖνος πού ἀνατέλλει τόν ἥλιο του γιά δίκαιους καί ἄδικους, πού βρέχει γιά πονηρούς καί ἀγαθούς, ἔφερε τή λάμψη τῆς γνώσης καί τή δρόσο τοῦ Πνεύματος ἀκόμα καί σέ ξένα στόματα, ὥστε μέ τή μαρτυρία τῶν ἀντιθέτων νά βεβαιωθεῖ ἀκόμα περισσότερο ἡ ἀλήθεια σ᾿ ἐμᾶς. Ἀκοῦς τόν οἰωνοσκόπο Βαλαάμ νά κηρύττει στούς ἀλλόφυλους μέ ἀνώτερη ἔμπνευση ὅτι «θ᾿ ἀνατείλει ἕνα ἀστέρι ἀπό τόν Ἰακώβ». Βλέπεις τούς μάγους, πού ἕλκουν ἀπό ἐκεῖνον τή γενιά τους, νά παρακολουθοῦν κατά τήν πρόρρηση τοῦ προπάτορα τήν ἀνατολή τοῦ νέου ἄστρου, πού μόνο αὐτό διαφορετικά ἀπό τή φύση τῶν ἄλλων ἄστρων καί κινήθηκε καί σταμάτησε κάνοντας ἀνάλογα μέ τό τί χρειαζόταν πότε τό ἕνα πότε τό ἄλλο. Ἐνῶ δηλαδή ἀπό τά ἄλλα ἄστρα ἡ μία κατηγορία εἶναι τοποθετημένα στήν ἁπλανή σφαίρα καί τούς ἔλαχε στάση ἀπαρασάλευτη, καί τά ἄλλα δέν παύουν ποτέ νά κινοῦνται, τό ἀστέρι τοῦτο καί κινεῖται ὁδηγώντας τούς μάγους ἀλλά καί σταματᾶ δείχνοντας τόν τόπο. Ἀκοῦς τόν Ἠσαΐα νά φωνάζει «γεννήθηκε γιά χάρη μας παιδί καί μᾶς δόθηκε υἱός» (Ἠσ. 9, 6). Μάθε ἀπό τόν ἴδιο τόν προφήτη πῶς γεννήθηκε τό παιδί, πῶς μᾶς δόθηκε υἱός. Ἄραγε κατά τό φυσικό νόμο; Ὄχι, λέει ὁ προφήτης. Ὁ Κύριος τῆς φύσης δέ γίνεται δοῦλος τῆς φύσης. Πές μου ὅμως, πῶς γεννήθηκε τό παιδί. «Νά», λέει, «ἡ Παρθένος θά συλλάβει καί θά γεννήσει υἱό καί θά τοῦ δώσουν τό ὄνομα Ἐμμανουήλ, πού ἑρμηνεύεται ̒ὁ Θεός εἶναι μαζί μας᾿» (Ἠσ. 7, 14). Πώ πώ θαῦμα! Ἡ παρθένος γίνεται μητέρα καί παραμένει παρθένος.

Βλέπεις τήν καινοτομία τῆς φύσης. Στίς ἄλλες γυναῖκες ὅσο μία εἶναι παρθένος δέν εἶναι μητέρα, ὅταν ὅμως γίνει μητέρα δέν ἔχει πιά τό γνώρισμα τῆς παρθενίας. Ἐδῶ καί τά δύο ὀνόματα συνέπεσαν. Ἡ ἴδια εἶναι καί μητέρα καί παρθένος καί οὔτε ἡ παρθενία ἐμπόδισε τή γέννηση οὔτε ἡ γέννηση κατάργησε τήν παρθενία. Ἔπρεπε αὐτός πού ἦρθε στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου γιά ν᾿ ἀφθαρτοποιήσει τό πᾶν, ν᾿ ἀρχίσει ἀπό τήν ἀφθαρσία πού ἐξυπηρετοῦσε τή γέννησή του.

 Ἡ συνήθεια τῶν ἀνθρώπων ὀνομάζει ̒ἄφθορη᾿ αὐτήν πού δέν ἔχει πείρα γάμου. Αὐτό μοῦ φαίνεται ἔχει κατανοήσει πρῶτος Ἐκεῖνος ὁ Μωϋσῆς ὁ μέγας μέ τή θεοφάνεια πού τοῦ ἔγινε μέ τό φῶς, ὅταν ἡ φωτιά ἄναβε στή βάτο καί ἡ βάτος δέν καιγόταν. Γιατί λέει, «θά μεταβῶ καί θά δῶ αὐτό τό μέγα ὅραμα» (Ἐξ. 3, 3). Δέ δηλώνει νομίζω τοπική κίνηση μέ τή μετάβαση, ἀλλά τό πέρασμα τοῦ χρόνου. Αὐτό δηλαδή πού προτυπώθηκε τότε μέ τή φλόγα καί τή βάτο, ἀφοῦ πέρασε ὁ ἐνδιάμεσος χρόνος, ἀποκαλύφθηκε φανερά στό μυστήριο μέ τήν Παρθένο. Ὅπως ἐκεῖ ὁ θάμνος ἐνῶ φλογίζεται δέν καίγεται, ἔτσι καί ἐδῶ ἡ Παρθένος καί γεννᾶ τό φῶς ἀλλά καί δέν παθαίνει καμιά φθορά.

Ἄν τώρα ἡ βάτος προτυπώνει τό σῶμα τῆς Παρθένου, μήν ντραπεῖς γιά τό αἴνιγμα. Γιατί κάθε σάρκα ἐπειδή παραδέχεται τήν ἁμαρτία, εἶναι ἁμαρτία ἀκριβῶς κατά τό ὅτι εἶναι μόνο σάρκα (Β´ Βασ. 23, 6), ἐνῶ ἡ ἁμαρτία στή Γραφή παίρνει τό ὄνομα τοῦ ἀγκαθιοῦ. Καί γιά νά μήν ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τό θέμα μας, ἴσως δέν εἶναι ἄκαιρο νά φέρομε τόν Ζαχαρία πού σκοτώθηκε ἀνάμεσα στό ναό καί στό θυσιαστηρίο ὡς μάρτυρα τῆς ἄφθορης μητέρας. Ὁ Ζαχαρίας ἦταν ἱερέας καί ὄχι μόνο ἱερέας, ἀλλά εἶχε καί τό χάρισμα τῆς προφητείας (Λουκᾶ 1, 3 ἑ), πού ἡ δύναμή της διακηρύσσεται γραμμένη μέσα στό βιβλίο τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅταν προετοίμαζε ἡ θεία Χάρη τούς ἀνθρώπους νά μή θεωρήσουν ἀπίθανη τή γέννηση τῆς Παρθένου, προετοιμάζει τή συγκατάθεση τῶν ἀπίστων μέ μικρότερα θαύματα, ὅπως γιά παράδειγμα ἡ ἡλικιωμένη στείρα ἀποχτᾶ παιδί. Αὐτό εἶναι τό προοίμιο τοῦ θαύματος τῆς παρθενίας. Ὅπως δηλαδή ἡ Ἐλισάβετ δέ γίνεται μητέρα μέ τή φυσική της δύναμη, ἀφοῦ εἶχε γηράσει χωρίς ν᾿ ἀποκτήσει παιδί, ἀλλά ἡ γέννηση τοῦ παιδιοῦ ἀποδίδεται στό θεῖο θέλημα, ἔτσι καί τό ἀπίστευτο τοῦ παρθενικοῦ κοιλοπονήματος, γίνεται πιστευτό μέ τήν ἀναφορά του στό θεῖο.

Ἐπειδή λοιπόν ὁ υἱός πού προῆλθε ἀπό τή στείρα προλαμβάνει αὐτόν πού προῆλθε ἀπό τήν παρθενία, αὐτός πού σκίρτησε προτοῦ γεννηθεῖ μέσα στά σπλάχνα τῆς μητέρας του μέ τή φωνή ἐκείνης πού κυοφοροῦσε τόν Κύριο, ὅταν γεννήθηκε ὁ Πρόδρομος τοῦ Λόγου, τότε μέ τήν προφητική ἔμπνευση λύεται ἡ σιωπή τοῦ Ζαχαρία. Καί ὅσα διατυπώνει ὁ Ζαχαρίας ἀποτελοῦσαν προφητεία γιά τό μέλλον. Αὐτός λοιπόν πού τό προφητικό πνεῦμα τόν χειραγωγεῖ στή γνώση τῶν κρυπτῶν, κατανοώντας τό μυστήριο τῆς παρθενίας στήν ἄφθαρτη γέννηση, δέν ἀποχώρισε μέσα στό ναό τήν ἄγαμη μητέρα ἀπό τόν τόπο τόν προκαθορισμένο ἀπό τό νόμο γιά τίς παρθένες, θέλοντας νά διδάξει τούς Ἰουδαίους ὅτι ὁ δημιουργός τῶν ὄντων καί βασιλεύς ὅλης τῆς κτίσης, μαζί μέ ὅλα τά ἄλλα ἔχει ὑποχείριά του καί τήν ἀνθρωπίνη φύση, τήν κατευθύνει μέ τή θέλησή του ὅπου αὐτός νομίζει καί δέν ἐξουσιάζεται αὐτός ἀπό ἐκείνην, ὥστε εἶναι στήν ἐξουσία καί τή δύναμή του νά δημιουργήσει νέα γέννηση. Ἡ γέννηση αὐτή δέ θ᾿ ἀφαιρέσει ἀπό αὐτήν πού ἔγινε μητέρα τό νά μείνει παρθένος.

 Γι᾿ αὐτό δέν τήν ἀποχώρισε μέσα στό ναό ἀπό τή θέση τῶν παρθένων. Καί ἡ θέση αὐτή ἦταν ὁ τόπος ἀνάμεσα στό ναό καί τό θυσιαστήριο. Ἐπειδή λοιπόν ἄκουγαν ὅτι θά γεννηθεῖ κατ᾿ οἰκονομίαν σάν ἄνθρωπος ὁ βασιλιάς τῆς κτίσης, ἀπό φόβο νά μή γίνουν ὑποχείριοι σέ βασιλιά σκοτώνουν αὐτόν πού ἔδινε μαρτυρία γιά τή γέννηση, τόν ἱερέα πού ἱερούργησε κοντά στό ἴδιο τό θυσιαστήριο (Ματθ. 23, 25). Πλανηθήκαμε ὅμως μακριά ἀπό τό θέμα μας, ἐνῶ ἔπρεπε ὁ λόγος μας νά γυρίσει στή Βηθλεέμ τοῦ Εὐαγγελίου. Ἄν δηλαδή ἐμεῖς εἴμαστε ἀληθινά ποιμένες κι ἀγρυπνοῦμε γιά τά ἴδια μας ποίμνια, τότε ἀπευθύνεται ὁπωσδήποτε σ᾿ ἐμᾶς ἡ φωνή τῶν ἀγγέλων, πού εὐαγγελίζεται αὐτή τή μεγάλη χαρά (Λουκᾶ 2, 10).

Ἄς ὑψώσομε λοιπόν τό βλέμμα στήν οὐράνια στρατιά, ἄς δοῦμε τούς χορούς τῶν ἀγγέλων, ἄς ἀκούσομε τή θεία τους ὑμνωδία. Ποιός εἶναι ὁ ὕμνος τῶν ἑορταστῶν; Φωνάζουν, «δόξα νά ἔχει ὁ Θεός στόν οὐρανό» (Λουκᾶ 2, 14). Γιατί οἱ ἄγγελοι δοξάζουν τή θεότητα πού βλέπομε στά ὕψη; Γιατί λέγοντας «καί εἰρήνη πάνω στή γῆ» ἔγιναν ὁλόχαροι γιά τό ὅ,τι ἔβλεπαν οἱ ἄγγελοι «εἰρήνη πάνω στή γῆ». Ἡ προηγουμένως καταραμένη, αὐτή πού γενοῦσε ἀγκάθια καί τριβόλια, ὁ τόπος τῆς συμπλοκῆς, ἡ ἐξορία τῶν καταδικασμένων, ἡ γῆ δηλαδή δέχτηκε τήν εἰρήνη. Πώ πώ θαῦμα! «Ἡ ἀλήθεια ἀνέτειλε ἀπό τή γῆ καί ἀπό τόν οὐρανό πρόβαλε ἡ δικαιοσύνη» (Ψαλμ. 84, 12)! Τέτοιο καρπό καρποφόρησε ἡ γῆ τῶν ἀνθρώπων. Αὐτά γίνονται γιά τήν ἐκδήλωση τῆς καλῆς διάθεσης πρός τούς ἀνθρώπους. Ὁ Θεός ἀναμιγνύεται μέ τήν ἀνθρώπινη φύση, γιά νά ὑψωθεῖ ὁ ἄνθρωπος στό ὕψος τοῦ Θεοῦ. Ἔχοντας ἀκούσει αὐτά τά πράγματα ἄς πᾶμε στή Βηθλεέμ κι ἄς δοῦμε τό νέο θέαμα, πῶς χαίρεται ἡ Παρθένος γιά τή γέννηση, πῶς ἡ ἄσχετη μέ τό γάμο περιποιεῖται τό νήπιο. Καί πρῶτα ποιά εἶναι αὐτή καί ἀπό ποῦ θ᾿ ἀκούσομε νά μᾶς ἐξιστοροῦνται τά σχετικά μέ αὐτή.

Ἄκουσα λοιπόν μιά ἀπόκρυφη ἱστορία, πού διηγεῖται τά ἑξῆς. Ὁ πατέρας τῆς Παρθένου ἦταν ὀνομαστός γιά τήν αὐστηρή ζωή του σύμφωνα μέ τό νόμο καί γνωστός γιά τίς ἀρετές του. Εἶχε γεράσει χωρίς ν᾿ ἀποκτήσει παιδί, γιατί ἡ γυναίκα του δέν ἦταν σέ θέση νά τεκνοποιήσει. Ὁ νόμος τιμοῦσε τίς μητέρες, καί τήν τιμή αὐτή δέν τήν εἶχαν οἱ στεῖρες. Μιμεῖται λοιπόν κι ἐκείνη ὅ,τι λένε οἱ διηγήσεις γιά τή μητέρα τοῦ Σαμουήλ (Α´ Βασ. 1, 12 ἑ). Μπαίνει μέσα στά ἅγια τῶν ἁγίων, ἱκετεύει τό Θεό νά μή χάσει τίς εὐλογίες τῶν νόμων, χωρίς νά ἔχει παραβεῖ καθόλου τό νόμο, ἀλλά νά γίνει μητέρα καί ν᾿ ἀφιερώσει τό παιδί της στό Θεό. Δυναμωμένη ἀπό τό θεῖο σημάδι ἔλαβε τή χάρη πού εἶχε ζητήσει.

 Ὅταν γεννήθηκε τό παιδί τό ὀνόμασε Μαρία, γιά νά δηλωθεῖ καί μέ τό ὄνομα ὅτι ἦταν θεϊκή χάρη. Ὅταν μεγάλωσε ἀρκετά τό κοριτσάκι, ὥστε νά μή χρειάζεται νά θηλάζει, τό ἀποδίδει ἀμέσως στό Θεό, ἐκπληρώνει τήν ὑπόσχεσή της καί τό παραδίνει στό ναό. Οἱ ἱερεῖς ἀνατρέφουν τήν κόρη μέσα στά Ἅγια ὅμοια ὅπως τό Σαμουήλ κι ὅταν μεγάλωσε, σκέφτηκαν τί νά κάνουν μέ τό ἱερό ἐκεῖνο σῶμα ὥστε νά μήν ἁμαρτήσουν στό Θεό. Νά τή δεσμεύσουν στό νόμο τῆς φύσης καί νά τήν ὑποδουλώσουν μέ τό γάμο σ᾿ αὐτόν πού θά τήν ἔπαιρνε, θά ἦταν τό πιό ἀπαράδεκτο. Θεωρήθηκε πέρα πέρα ἱεροσυλία, νά γίνει ἕνας ἄνθρωπος κύριος τοῦ ἀφιερώματος στό Θεό, ἀφοῦ οἱ νόμοι ὁρίζουν ὅτι ὁ ἄνδρας εἶναι κύριος τῆς γυναίκας. Γιά τούς ἱερεῖς ὅμως νά τούς συναναστρέφεται μέσα στό ναό μιά γυναίκα καί νά τή βλέπουν μέσα στά Ἅγια καί νόμιμο δέν ἦταν κι ἀκόμα ἔλειπε ἀπό τό γεγονός ἡ σεμνότητα.

Καθώς σκέφτονται τί ν᾿ ἀποφασίσουν γι᾿ αὐτά, τούς ἔρχεται συμβουλή ἀπό τό Θεό, νά τή δώσουν σέ κάποιον μέ τόν τύπο τῆς μνηστείας, ἀλλά αὐτός νά εἶναι ἄνθρωπος κατάλληλος νά προστατεύσει τήν παρθενία της. Βρέθηκε λοιπόν ὁ Ἰωσήφ, ὅπως τόν ζητοῦσαν, ἀπό τήν ἴδια φυλή καί πατριά μέ τήν Παρθένο καί μνηστεύεται τήν κόρη κατά τή συμβουλή τῶν ἱερέων. Ἡ σχέση ἔμεινε ὥς τή μνηστεία. Τότε ἡ Παρθένος δέχεται τήν ἀγγελία τοῦ μυστικοῦ ἀπό τό Γαβριήλ. Τά λόγια τῆς ἀγγελίας ἦταν εὐλογία. «Χαῖρε», λέει, «ἐσύ πού ἔχεις τή χάρη, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου» (Λουκᾶ 1, 26). Ἀντίθετος στό λόγο πρός τήν πρώτη γυναίκα εἶναι τώρα ὁ λόγος πρός τήν Παρθένο. Ἡ πρώτη καταδικάστηκε γιά τήν ἁμαρτία της στούς πόνους τοῦ τοκετοῦ (Γεν. 3, 16), ἐνῶ στήν περίπτωση τῆς Παρθένου ἡ χαρά διώχνει τή λύπη. Στήν πρώτη προηγήθηκαν ἀπό τούς πόνους τοῦ τοκετοῦ οἱ λύπες, ἐδῶ ἡ χαρά ἀπομακρύνει τόν πόνο.

«Μή φοβᾶσαι», λέει. Ἐπειδή σέ κάθε γυναίκα ἡ προσδοκία τοῦ πόνου προκαλεῖ φόβο, ἡ ὑπόσχεση τῆς γλυκιᾶς ὠδίνης διώχνει τό φόβο. «Θά συλλάβεις», λέει, «καί θά γεννήσεις υἱό καί θά τοῦ δώσεις τό ὄνομα Ἰησοῦς. Αὐτός θά σώσει τό λαό του ἀπό τίς ἁμαρτίες του». Καί τί ἀπαντᾶ ἡ Μαρία; Ἄκουσε τό λόγο τῆς ἁγνῆς Παρθένου. Ὁ ἄγγελος τῆς εὐαγγελίζεται τή γέννηση κι αὐτή ἐπιμένει στήν παρθενία της, κρίνοντας προτιμότερη ἀπό τήν ἀγγελική ἐμφάνιση τό ὅτι ἦταν ἁγνή καί οὔτε πρός τόν ἄγγελο δείχνει δυσπιστία οὔτε τίς γνῶμες της ἐγκαταλείπει. Μοῦ ἔχει ἀποκλειστεῖ, λέει, ἡ σχέση μέ ἄνδρα· «πῶς μπορεῖ νά γίνει αὐτό, ἀφοῦ δέν γνωρίζω ἄνδρα; ».

Αὐτός ὁ λόγος τῆς Μαρίας εἶναι ἀπόδειξη αὐτῶν πού ἱστοροῦνται συγκεκαλυμμένα. Γιατί, ἄν ὁ Ἰωσήφ τήν εἶχε πάρει σέ γάμο, πῶς θά παραξενευόταν μ᾿ ἐκεῖνον πού τῆς προμηνοῦσε τή γέννηση, ἀφοῦ περίμενε ὅτι κάποτε θά γινόταν κι αὐτή μητέρα κατά τό φυσικό νόμο; Ἐπειδή ὅμως ἡ σάρκα πού εἶχε ἀφιερωθεῖ στό Θεό ἔπρεπε νά φυλάγεται ἀνέπαφη ὅπως ἕνα ἅγιο ἀφιέρωμα, γι᾿ αὐτό λέει, ἀκόμα κι ἄν εἶσαι ἄγγελος κι ἄν ἔρχεσαι ἀπό τόν οὐρανό κι ὅ,τι βλέπω εἶναι πέρα ἀπό τ᾿ ἀνθρώπινα, ἀλλά τό νά γνωρίσω ἄνδρα εἶναι ἀπό τά ἀδύνατα. Καί πῶς θά γίνω μητέρα δίχως ἄνδρα; Τόν Ἰωσήφ τόν ξέρω ὡς μνηστήρα μου, δέν τόν γνωρίζω ὡς ἄνδρα. Τί λέει λοιπόν ὁ νυμφαγωγός Γαβριήλ; Ποιό νυφικό θάλαμο προσφέρει στόν καθαρό κι ἀμίαντο γάμο; «Πνεῦμα», λέει, «ἅγιο θά ρθεῖ ἐπάνω σου καί θά σέ ἐπισκιάσει ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου». Ὤ σπλάχνα μακάρια πού ἀπέσπασαν ἀπό τήν ὑπερβολική καθαρότητα τους τά ἀγαθά τῆς ψυχῆς. Σέ ὅλους τούς ἄλλους, μόλις μπορεῖ νά δεχτεῖ τήν παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἡ καθαρή ψυχή. Ἐδῶ ὅμως δοχεῖο τοῦ Πνεύματος γίνεται ἡ σάρκα. Ἀλλά «καί θά σ᾿ ἐπισκιάσει ἡ δύναμη τοῦ Ὑψίστου».

Τί σημαίνει ὁ μυστικός αὐτός λόγος; Ὅτι «ὁ Χριστός εἶναι Θεοῦ δύναμη καί Θεοῦ σοφία», ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος (Α´ Κορ 1, 24). Ἡ δύναμη λοιπόν τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ πού εἶναι ὁ Χριστός παίρνει μορφή στήν Παρθένο μέ τήν ἐπέλευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὅπως δηλαδή ἡ σκιά τῶν σωμάτων παίρνει τή μορφή τοῦ σώματος πού προηγεῖται, ἔτσι ὁ χαρακτήρας καί τά γνωρίσματα τῆς θεότητας τοῦ Υἱοῦ θά φανοῦν στή δύναμη αὐτοῦ πού γεννιέται, πού θά δείχνονται μέ τίς ἐκδηλώσεις τῆς θαυματουργίας, εἰκόνα καί σφραγίδα καί ἀποσκίασμα καί ἀπαύγασμα τοῦ πρωτοτύπου.

Ἀλλά τό χαρμόσυνο μήνυμα τοῦ ἀγγέλου μᾶς προτρέπει νά γυρίσομε στή Βηθλεέμ καί νά παρατηρήσομε τά μυστήρια τοῦ σπηλαίου. Ποιό εἶναι τό μυστήριο αὐτό; Ἕνα παιδί τυλιγμένο στά σπάργανα ν᾿ ἀναπαύεται μέσα σέ φάτνη, καί ἡ Παρθένος ἀκόμα καί μετά τή γέννηση, ἡ ἄφθορη μητέρα περιποιεῖται τό μικρό. Ἄς ποῦμε ἐμεῖς οἱ ποιμένες τό λόγο τοῦ προφήτη· «ὅπως ἀκούσαμε, ἔτσι καί εἴδαμε στήν πόλη τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων, στήν πόλη τοῦ Θεοῦ μας» (Ψαλμ. 42). Δέν ἔγιναν ἄραγε αὐτά τυχαῖα κι ὅπως ἦρθαν καί συνέπεσαν νά ἐξιστοροῦνται γιά τό Χριστό ἤ ἡ ἱστορία ἔχει κάποιο λόγο; Τί νόημα ἔχει γιά τόν Κύριο τό κατάλυμα στό σπήλαιο καί τό πλάγιασμά του στή φάτνη, ἡ ἀνάμιξή του μέσα στή ζωή τόν καιρό τῆς ἀπογραφῆς τῶν φόρων; Ἤ εἶναι φανερό ὅτι ὅπως μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τή νομική κατάρα μέ τό νά γίνει αὐτός ὁ ἴδιος κατάρα γιά χάρη μας (Γαλ. 3, 13) καί μεταφέρει στόν ἑαυτό του τά δικά μας τραύματα, γιά νά γίνομε καλά ἐμεῖς μέ τά δικά του τραύματα (Ἠσ. 53, 9), ἔτσι γίνεται καί μέ τή φορολογία, γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τά δεσμά τῆς κακίας, πού ἔδεναν τό ἀνθρώπινο γένος καθώς τό φορολογοῦσε ὁ θάνατος;

 Ἀλλά βλέποντας τό σπήλαιο ὅπου γεννιέται ὁ Κύριος, βάλε στό νοῦ σου τό σκοτεινό καί ὑπόγειο βίο τῶν ἀνθρώπων, ὅπου φθάνει καί ἐκεῖνος πού φανερώνεται σ᾿ αὐτούς πού κάθονται στό σκότος καί στή σκιά τοῦ θανάτου (Ἠσ. 9, 2). Καί τυλίγεται σφιχτά μέσα στά σπάργνα, αὐτός πού ἔχει φορέσει τίς σειρές τῶν δικῶν μας ἁμαρτημάτων. Ἡ φάτνη εἶναι ὁ στάβλος τῶν ἀλόγων ζώων, ὅπου γεννιέται ὁ Λόγος, γιά νά καταλάβει τό βόδι τόν ἀφέντη του καί ὁ ὄνος τό παχνί τοῦ Κυρίου του (Ἠσ. 1, 3). Βόδι εἶναι αὐτός πού εἶναι στό ζυγό τοῦ νόμου, ἐνῶ ὄνος τό μεταφορικό ζῶο, τό φορτωμένο μέ τήν ἁμαρτία τῆς εἰδωλολατρίας.

Καί ἡ κατάλληλη βέβαια γιά τά ζῶα τροφή καί ζωή εἶναι τό χόρτο· «αὐτός πού κάνει νά φυτρώνει χόρτο γιά τά ζῶα» (Ψαλμ. 103, 14), λέει ὁ προφήτης, ἐνῶ τό λογικό ζῶο τρέφεται μέ ψωμί. Γι᾿ αὐτό λοιπόν ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό (Ἰω. 6, 48 ἑ) τοποθετεῖται μέσα στή φάτνη, πού εἶναι ἡ κατοικία τῶν ἀλόγων, γιά νά μεταλάβουν καί τά ἄλογα τροφή λογική καί νά γίνουν λογικά. Γίνεται λοιπόν μέσα στή φάτνη ἀνάμεσα στό βόδι καί τόν ὄνο ὁ Κύριος μεσίτης καί τῶν δύο, γιά νά γκρεμίσει τό μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ καί νά ἑνώσει στό πρόσωπό του τούς δύο σέ ἕνα νέο ἄνθρωπο (Ἐφ. 2, 14), καταργώντας τοῦ ἑνός τό βαρύ ζυγό τοῦ Νόμου καί τόν ἄλλο ἐλευθερώνοντάς τον ἀπό τό φορτίο τῆς εἰδωλολατρίας. Ἀλλά ἄς ὑψώσομε τό βλέμμα στά οὐράνια θαύματα. Γιατί νά, δέ μᾶς εὐαγγελίζονται τή χαρά αὐτήν μόνο προφῆτες καί ἄγγελοι, ἀλλά καί οἱ οὐρανοί μέ τά δικά τους θαύματα διαλαλοῦν τή δόξα τοῦ Εὐαγγελίου.

 Ὁ Χριστός ἔχει ἀνατείλει γιά χάρη μας ἀπό τή φυλή τοῦ Ἰούδα (Ἑβρ. 7, 14), ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, ἀλλά οἱ Ἰουδαῖοι δέν καταφωτίζονται ἀπό αὐτόν πού ἀνέτειλε. Οἱ μάγοι εἶναι ἄσχετοι ἀπό τίς διαθῆκες τῆς ἐπαγγελίας καί ξένοι ἀπό τήν εὐλογία τῶν πατέρων, προηγοῦνται ὅμως στή γνώση ἀπό τόν ἰσραηλιτικό λαό· καί τό οὐράνιο ἄστρο ἀναγνώρισαν καί τό βασιλιά μέσα στό σπήλαιο δέν ἀγνόησαν. Οἱ μάγοι φέρνουν δῶρα, ἐνῶ αὐτοί τόν ἐπιβουλεύονται. Οἱ πρῶτοι τόν προσκυνοῦν, οἱ ἄλλοι τόν καταδιώκουν. Ἐκεῖνοι χαίρονται ὅταν βρῆκαν αὐτόν πού ζητοῦσαν. Αὐτοί ταράζονται ἀπό τή γέννηση ἐκείνου πού εἶχε προαγγελθεῖ. Γιατί λέει, «ὅταν εἶδαν οἱ μάγοι τό ἄστρο πάνω ἀπό τό μέρος ὅπου ἦταν τό παιδί δοκίμασαν μεγάλη χαρά. Ἐνῶ ὁ Ἡρώδης ὅταν ἄκουσε τό λόγο ταράχτηκε καί μαζί του ὅλα τά Ἰεροσόλυμα» (Ματθ. 2, 10).

Οἱ μάγοι προσφέρουν σ᾿αὐτόν λίβανο ὅπως σέ Θεό, τιμοῦν μέ χρυσό τό βασιλικό ἀξίωμα, καί τήν οἰκονομία κατά τό πάθος τή δηλώνουν μέ τή σμύρνα κατά κάποια προφητική χάρη. Ἐνῶ οἱ ἄλλοι καταδικάζουν στήν ἐξόντωση ὅλη τήν παιδική ἡλικία, πράγμα πού μοῦ φαίνεται ὅτι τούς κατηγορεῖ ὄχι μόνο γιά τή σκληρότητα ἀλλά καί γιά τήν ἀνοησία τους. Ποιό λόγο δηλαδή εἶχε ὁ φόνος τῶν παιδιῶν; Καί γιά ποιό σκοπό τόλμησαν τό ἀνόσιο αὐτό ἔγκλημα; Ἐπειδή, λέει, ἕνα νέο θαυμαστό φαινόμενο τοῦ οὐρανοῦ μήνυσε στούς μάγους τήν ἀνάδειξη τοῦ Βασιλέα.

Τί λοιπόν; Πιστεύεις ὅτι τό σημεῖο πού τόν μήνυσε εἶναι ἀληθινό ἤ θεωρεῖς ἀνυπόστατο, ὅ,τι λέγεται; Ἄν εἶναι τέτοιος ὥστε νά κάνει ὑποχείριους τούς οὐρανούς, αὐτό δέν εἶναι ὁπωσδήποτε πάνω ἀπό τή δύναμή σου; Ἄν ὅμως δίνει στήν ἐξουσία σου τή ζωή καί τό θάνατό του, τόν φοβᾶσαι μάταια. Γιατί αὐτόν πού φέρεται ἔτσι, ὥστε νά εἶναι ὑποχείριος στήν ἐξουσία σου, γιά ποιό λόγο εἶναι ἐπίφοβος; Γιατί ἐξαπολύεται ἡ φρικτή ἐκείνη διαταγή, ἡ ἀποτρόπαια ἀπόφαση κατά τῶν παιδιῶν, νά ἐξοντωθοῦν τά ἄμοιρα βρέφη; Ποιά ἀδικία ἔκαναν; Ποιά ἀφορμή θανάτου ἤ τιμωρίας ἔδωσαν κατά τοῦ ἑαυτοῦ τους; Τό ἔγκλημά τους ἦταν ἕνα, ὅτι γεννήθηκαν καί εἶδαν τό φῶς.

Γι᾿ αὐτό ἔπρεπε νά γεμίσει ἡ πόλη ἀπό δημίους καί νά μαζευτεῖ πλῆθος μητέρων καί νηπίων, κόσμος νά τούς συμπαραστέκεται καί οἱ γονεῖς καί ὅλοι, ὅπως εἶναι φυσικό νά μαζεύονται γιά τή συμφορά τῶν συγγενῶν τους. Ποιός μπορεῖ νά περιγράψει μέ τό λόγο τίς συμφορές; Ποιός μέ τή διήγησή του θά φέρει μπροστά στά μάτια μας τή δυστυχία; Τόν ἀνάμικτο ἐκεῖνο θρῆνο, τό γοερό μοιρολόι παιδιῶν, μητέρων, συγγενῶν, πατέρων, πού κραύγαζαν ἀξιολύπητα μπροστά στήν ἀπειλή τῶν δημίων; Πῶς νά ζωγραφίσει κανένας τό δήμιο κοντά στό νήπιο μέ γυμνό τό ξίφος, μέ βλέμμα ὅλο κακία καί φόνο καί παρόμοια καί νά μιλᾶ, νά σέρνει πρός τόν ἑαυτό του τό βρέφος μέ τό ἕνα χέρι καί μέ τό ἄλλο νά ὑψώνει τό ξίφος, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη ἡ μητέρα νά τραβάει τό παιδί πρός τό δικό της μέρος καί ν᾿ ἁπλώνει τό δικό της τράχηλο στήν κόψη τοῦ σπαθιοῦ, γιά νά μή δεῖ μέ τά μάτια της τό δόλιο της παιδί νά τό σκοτώνουν τά χέρια τοῦ δημίου;

Πῶς πάλι θά μποροῦσε νά διηγηθεῖ κάποιος τά ὅσα δοκίμασαν οἱ πατέρες; Τίς ἀνακλήσεις τῶν παιδιῶν τους, τίς κραυγές, τά σφιχταγκαλιάσματα, καί πολλά παρόμοια πού τά ἔκαναν ὅλα μαζί; Ποιός μπορεῖ νά διεκτραγωδήσει τήν πολλαπλή καί πολύτροπη συμφορά, τίς διπλές ὠδίνες τῶν μητέρων πού μόλις γέννησαν, τά διαπεραστικά μαχαίρια τῆς φύσης; Πῶς τό δόλιο βρέφος κολλοῦσε στό μαστό τῆς μητέρας καί στά σπλάχνα του δεχόταν τό θανάσιμο χτύπημα; Πῶς ἡ δύστυχη μάννα καί τό μαστό της ἔδινε στό παιδί καί τοῦ παιδιοῦ της τό αἷμα δεχόταν στούς κόρφους της; Πολλές φορές μάλιστα μέ τήν κίνηση τοῦ χεριοῦ του ὁ δῆμιος, μ᾿ ἕνα χτύπημα τοῦ ξίφους πέρασε μαζί πέρα γιά πέρα παιδί καί μητέρα καί τό αἷμα ἔκανε κοινό αὐλάκι ἀνακατεμένο ἀπό τό μητρικό τραῦμα καί τή θανάσιμη λαβωματιά τοῦ παιδιοῦ. Κι ἐπειδή περιεῖχε κι αὐτό ἡ ἀνίερη διαταγή τοῦ Ἡρώδη, νά μή ἐφαρμοστεῖ ἡ θανατική ἀπόφαση μόνο στά ἀρτιγέννητα, ἀλλά κι ἄν κάποιο ἦταν δύο ἐτῶν νά φονευτεῖ κι αὐτό μαζί (Ματθ. 2, 16) (γιατί ἔγραφε ἀπό δύο χρονῶν καί κάτω), ἄλλη συμφορά πάλι θέλει νά πεῖ ὁ λόγος μ᾿ αὐτό, ὅπως εἶναι φυσικό, γιατί πολλές φορές τό διάστημα τῶν δύο ἐτῶν ἔκανε δύο φορές μητέρα τήν ἴδια γυναίκα. Θλιβερό πάλι θέαμα κι ἐδῶ, δύο δήμιοι ν᾿ ἀσχολοῦνται μέ τήν ἴδια μάννα, ὁ ἕνας νά τραβάει τό παιδί πού τρέχει γύρω στή μητέρα κι ὁ ἄλλος νά ξεκολλάει ἀπό τήν μάννα τό βρέφος τῆς ἀγκαλιᾶς.

Τί εἶναι φυσικό ὅτι θά ὑπόφερε ἡ δύστυχη μάνα; Σκιζόταν ἡ καρδιά της στά δύο παιδιά της κι ἔκαιγε καί τῶν δύο ὁ πόνος ἐξίσου τά μητρικά σπλάχνα καί δέν ἤξερε ποιόν ἀπό τούς δύο δημίους ν᾿ ἀκολουθήσει, πού ὁ ἕνας ἀπό δῶ κι ὁ ἄλλος ἀπό κεῖ ἔσερναν τά παιδιά νά τά σφάξουν; Νά τρέξει στό νεογέννητο; τό κλάμα του εἶναι ἀκόμη χωρίς εἱρμό καί χωρίς ἔκφραση. Ἀκούει ὅμως τό ἄλλο πού μιλάει πιά καί φωνάζει τή μητέρα του κλαίγοντας καί μέ διακοπτόμενη φωνή. Τί νά κάνει; Πῶς ν᾿ ἀνταποκριθεῖ; Σέ ποιοῦ τό κάλεσμα ν᾿ ἀπαντήσει; Μέ ποιοῦ τήν κραυγή νά ἑνώσει τή δική της; Ποιόν θάνατο νά θρηνήσει, ἀφοῦ ἴσα τήν σκίζουν τά μαχαίρια τῆς φύσης;

Ἀλλά ἄς ἀπομακρύνομε τήν ἀκοή μας ἀπό τούς θρήνους γιά τά παιδιά κι ἄς στρέψομε τό νοῦ μας σέ πιό χαρούμενες σκέψεις πού ταιριάζουν καλύτερα στήν ἑορτή, ἄν καί ἡ Ραχήλ μέ δυνατές φωνές, ὅπως λέει ὁ προφήτης ( Ἰερ. 31, 15.. Ματθ. 2, 17), θρηνεῖ τή σφαγή τῶν παιδιῶν της. Στήν ἑορτάσιμη ἡμέρα, λέει ὁ σοφός Σολομών, πρέπει νά ξεχνοῦμε τίς συμφορές. Καί ποιά ἄλλη ἑορτή πιό χαρμόσυνη ἀπό αὐτήν ἔχομε, κατά τήν ὁποία ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης σκορπίζοντας τά πονηρά σκοτάδια τοῦ διαβόλου φωτίζει τήν κτίση μέ τήν ἴδια μας τή φύση, μέσα στήν ὁποία ὅ,τι ἔχει πέσει σηκώνεται, ὅ,τι βρίσκεται σέ πόλεμο ὁδηγεῖται στήν εἰρήνευση, τό ἀποκηρυγμένο ἐπαναφέρεται, ὅ,τι ἔχει ἐκπέσει ἀπό τή ζωή ἐπανέρχεται στή ζωή, ὅ,τι εἶχε ὑποδουλωθεῖ κι αἰχμαλωτιστεῖ ἀποκαθίσταται στό βασιλικό ἀξίωμα, κι ὅ,τι ἦταν δέμενο μέ τά δεσμά τοῦ θανάτου, ἐπιστρέφει ἐλευθερωμένο στή χώρα τῶν ζωντανῶν; Τώρα, σύμφωνα μέ τήν προφητεία, συντρίβονται οἱ χάλκινες πύλες τοῦ θανάτου (Ψαλμ. 106, 14)· θραύονται οἱ σιδερένιοι μοχλοί, πού πρῶτα κρατοῦσαν στήν εἱρκτή καί στή φύλαξη τοῦ θανάτου τό ἀνθρώπινο γένος. Τώρα, ὅπως λέει ὁ Δαβίδ, ἀνοίγει ἡ πύλη τῆς δικαιοσύνης (Ψαλμ. 117, 19).

Τώρα ἀκούγονται σ᾿ ὅλη τήν οἰκουμένη ὁμόφωνα τά τραγούδια ὅσων ἑορτάζουν. Ἀπό ἄνθρωπο ἦρθε ὁ θάνατος καί ἀπό ἄνθρωπο ἦρθε ἡ σωτηρία. Ὁ πρῶτος ἔπεσε στήν ἁμαρτία, ὁ δεύτερος σήκωσε αὐτόν πού εἶχε πέσει. Ἡ γυναίκα ὑπερασπίστηκε τή γυναίκα. Ἡ πρώτη ἄνοιξε τήν εἴσοδο στήν ἁμαρτία, αὐτή ἐδῶ ὑπηρέτησε τήν εἴσοδο τῆς δικαιοσύνης. Ἐκείνη δέχτηκε τή συμβουλή τοῦ φιδιοῦ, αὐτή μᾶς ἔδωσε τόν ἀναιρέτη τοῦ φιδιοῦ καί γέννησε τό δημιουργό τοῦ φωτός. Ἐκείνη μᾶς ἔφερε μέ τό δέντρο τήν ἁμαρτία, αὐτή μέ τό ξύλο ἔφερε στή θέση τῆς ἁμαρτίας τό ἀγαθό. Ξύλο ἐννοῶ τό σταυρό. Ὁ καρπός τοῦ ξύλου αὐτοῦ δέ λείπει ποτέ καί γίνεται ζωή ἀμάραντη γι᾿ αὐτούς πού τόν γεύονται. Καί κανένας νά μή νομίζει ὅτι μόνο στό μυστήριο τοῦ Πάσχα ἁρμόζει ἡ εὐχαριστία αὐτή. Ἄς σκεφτεῖ ὅτι τό Πάσχα εἶναι τό τέλος τῆς οἰκονομίας. Καί πῶς θά γινόταν τό πέρας, ἄς δέν εἶχε προηγηθεῖ ἡ ἀρχή; Ποιό εἶναι ἀρχικότερο ἀπό τό ἄλλο; Ἀσφαλῶς ἡ γέννηση ἀπό τήν οἰκονομία τοῦ πάθους.

Καί τοῦ Πάσχα λοιπόν οἱ ἔπαινοι εἶναι μέρος τῶν ἐγκωμίων τῆς γέννησης. Κι ἄν ἀριθμήσει κανένας τά εὐεργετήματα ὅσων ἱστοροῦν τά εὐαγγέλια καί διηγηθεῖ τίς θαυματουργικές θεραπεῖες, τή διατροφή χωρίς τά ἀπαιτούμενα τρόφιμα, τήν ἐπιστροφή τῶν νεκρῶν ἀπό τά μνήματα, τήν αὐτοσχέδια παρασκευή τοῦ κρασιοῦ, τήν ἐκδίωξη τῶν δαιμονίων, τήν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας ἔπειτα ἀπό λογῆς ἀρρώστιες, τίς ἀνορθώσεις τῶν κουτσῶν, τήν ὅραση πού ἦρθε ἀπό τόν πηλό, τά θεῖα διδάγματα, τίς νομοθεσίες, τή μύηση πρός τά ὑψηλότερα μέ τίς παραβολές, ὅλα αὐτά εἶναι δωρεά τῆς σημερινῆς ἡμέρας· γιατί αὐτή ἔγινε ἀρχή στά ἀγαθά πού ἀκολούθησαν. «Ἄς χαροῦμε» λοιπόν «κι ἄς εὐφρανθοῦμε κατά τή διάρκεια αὐτῆς» (Ψαλμ. 43, 17). Ἄς μή φοβηθοῦμε τίς κατηγορίες τῶν ἀνθρώπων καί ἄς μήν νικηθοῦμε ἀπό τήν προσπάθειά τους νά μᾶς ἐξευτελίσουν, ὅπως μᾶς προτρέπει ὁ προφήτης. Αὐτοί χλευάζουν τό λόγο τῆς οἰκονομίας, ὅτι δέν ἁρμόζει νά λάβει ὁ Κύριος σῶμα ἀνθρώπου καί μέ τή γέννηση ν᾿ ἀναμιχθεῖ στή ζωή τῶν ἀνθρώπων, ἀγνοώντας, ὅπως φαίνεται, τό μυστήριο, πῶς δηλαδή οἰκονόμησε τή σωτηρία μας ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ. Πουληθήκαμε ἑκούσια μέ τίς ἁμαρτίες μας καί ὑποδουλωθήκαμε στόν ἐχθρό τῆς ζωῆς μας σάν δοῦλοι ἀγορασμένοι.

Τί παραπάνω ἤθελες νά σοῦ προσφέρει ὁ Κύριος ; Ὄχι τό νά ἐξαιρεθεῖς ἀπό τή συμφορά; Τί λεπτολογεῖς τόν τρόπο; Γιατί θέτεις νόμους στό νομοθέτη, χωρίς ν᾿ ἀντιλαμβάνεσαι τίς εὐεργεσίες του; Εἶναι σάν νά ἀποκρούει κανένας τό γιατρό καί μέμφεται τήν εὐεργετική ἐπέμβασή του, ἐπειδή πραγματοποίησε τή θεραπεία μ᾿ αὐτόν κι ὄχι μέ ἄλλο τρόπο. Ἄν ἐπιζητεῖς ἀπό περιέργεια νά μάθεις τό μέγεθος τῆς οἰκονομίας, σοῦ φτάνει τόσο μόνο, ὅτι τό θεῖο δέν εἶναι ἕνα μόνο ὁρισμένο ἀγαθό, ἀλλά ὅποιο ἀγαθό μποροῦμε νά φανταστοῦμε, ἐκεῖνο εἶναι· δύναμη, δικαιοσύνη, ἀγαθότητα, σοφία, ὅσα ὀνόματα καί νοήματα ἔχουν σημασία κατάλληλη γιά τό θεῖο.

Πρόσεξε λοιπόν μήπως δέ συνεργάστηκαν ὅσα εἴπαμε στήν εὐεργεσία πού μᾶς ἔγινε, ἡ ἀγαθότητα, ἡ σοφία, ἡ δύναμη, ἡ δικαιοσύνη. Ὡς ἀγαθός, ἀγάπησε τόν ἀποστάτη· ὡς σοφός, βρῆκε τρόπο νά ἐπανέλθουν οἱ ὑποδουλωμένοι· ὡς δίκαιος, δέν πιέζει αὐτόν πού ὑποδούλωσε τόν ἄνθρωπο καί τόν ἀπόκτησε μέ τό δίκαιο τῆς ἀγορᾶς, ἀλλά ἔδωσε τόν ἑαυτό του ἀντάλλαγμα γιά τούς ὑποδουλωμένους, ὥστε, ἀναλαμβάνοντας σάν κάποιος ἐγγυτής τήν ὀφειλή, νά ἐλευθερώσει τόν κρατούμενο. Ὡς δυνατός πού ἦταν, δέν κρατήθηκε ἀπό τόν Ἅδη οὔτε τό σῶμα του γνώρισε τή φθορά. Οὔτε βέβαια ἦταν δυνατό νά νικηθεῖ ἀπό τή φθορά ὁ ἀρχηγός τῆς ζωῆς. Ἀλλά ἦταν ντροπή νά ἀνεχθεῖ ἀνθρώπινη γέννηση καί νά δεχτεῖ τήν ἐμπειρία τῶν παθημάτων τῆς σάρκας; Μιλᾶς γιά τήν ὑπερβολή τῆς εὐεργεσίας.

Πραγματικά, ἐπειδή δέν ἦταν δυνατό νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τόσο μεγάλα δεινά τό ἀνθρώπινο γένος, δέχτηκε ὁ βασιλεύς ὅλης τῆς ἀπαθοῦς φύσης ν᾿ ἀνταλλάξει τήν ἴδια του δόξα μέ τή δική μας ζωή. Ἔτσι ἡ καθαρότητα μπαίνει μέσα στό δικό μας ρύπο, ἐνῶ ὁ ρύπος δέν ἀγγίζει τήν καθαρότητα, ὅπως λέει τό Εὐαγγέλιο, ὅτι «τό φῶς ἔλαμψε μέσα στό σκοτάδι καί τό σκοτάδι δέν τό κατανίκησε» (Ἰω. 1, 5). Ὁ ζόφος ἀφανίζεται μέ τήν παρουσία τοῦ φωτός, ὁ ἥλιος δέν μαυρίζει ἀπό τό ζόφο. Τή θνητότητα τήν καταπίνει ἡ ζωή, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος (Β´ Κορ. 5, 4), δέν ἐξαντλεῖται ἡ ζωή μέ τό θάνατο. Ὅ,τι ἔχει καταφθαρεῖ σώζεται μαζί μέ τό ἄφθαρτο. Ἡ φθορά δέν ἐπηρεάζει τήν ἀφθαρσία. Γι᾿ αὐτό γίνεται κοινός ὁ ὕμνος ὅλης τῆς κτίσης, καθώς ἀναπέμπουν ὅλοι σύμφωνη δοξολογία στό Δεσπότη τῆς κτίσης. Κάθε στόμα ἐπουράνιων καί ἐπίγειων καί ὑπόγειων φωνάζει ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἶναι γιά νά δοξάζεται ὁ Θεός Πατέρας καί πρέπει νά εὐλογεῖται στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.


ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΡΕΑ.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 23, 2021

Η ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

 



Η ομορφιά της κατήχησης αυτής είναι σπάνια. H ενημέρωση και η γνώση που μας μεταδίδει ο πατήρ Λέβ από κάθε άποψη, μέ­σα σε μια μοναδικά ξεκούραστη ανάγνωση, ίσως γίνει αιτία, αν κάποιοι μπορέσουν την παραμονή των Χριστουγέννων, να προσέλ­θουν από δίψα γνώσης στους Ναούς μας. Βέβαια, είναι πάντα εργάσιμη ημέρα, κι αυ­τό δεν είναι δυνατό για τους νέους ή τους μεσήλικες. Σε κάποιες ενορίες τελούν την α­κολουθία αυτή την προπαραμονή από τις 20:00 έως τα μεσάνυχτα κι έτσι μπορούν να προσέλθουν εργαζόμενοι και νέοι. Και απο­δίδει. Οι Ναοί είναι κατάμεστοι.

Η 24η Δεκεμβρίου παρουσιάζει πολύ ενδιαφέροντα λειτουργικά χαρακτη­ριστικά, που όμως κάπως μας μπερδεύ­ουν. Αφ' ενός. η παραμονή της Γεννήσεως είναι το αποκορύφωμα της ελπίδας και της προσμονής Του. Αφ' ετέρου, οι ακολουθίες αυτής της μέρας μας αναγγέλλουν ήδη τη Γέννηση ως γεγονός: όχι μόνο ζητούμε με θέρμη την έλευση Του. αλλά ήδη η Εκκλησία μάς δίνει τα ευαγγελικά αναγνώσματα της εορτής. Αυτή η ανάμειξη των δύο στοι­χείων - μετάνοια μέσα στην προσμονή και ταυτόχρονα αναγγελία του αναμενόμενου γεγονότος σαν να έχει ήδη πραγματοποιη­θεί - εξηγείται από το παιχνίδι διαφόρων ιστορικόλειτουργικών παραγόντων μάλ­λον παρά ως σκόπιμα αποφασισμένο σχέ­διο με παιδαγωγικό σκοπό. (Το ίδιο παρα­τηρείται εξάλλου και το Μέγα Σάββατο.) Αυτό που έχει σημασία είναι πώς θα αξιο­ποιήσουμε αυτή τη διπλή σημασία της 24ης Δεκεμβρίου. Το γεγονός ότι. ήδη από την παραμονή των Χριστουγέννων ακούμε να διαβάζονται τα αγιογραφικά αναγνώσμα­τα και να ψάλλονται οι ύμνοι της Γεννήσε­ως, δεν καθιστά άχρηστη τη χαρούμενη προσευχή της 25ης Δεκεμβρίου. Αντίθετα, προετοιμάζει και διευκολύνει αυτή την προσευχή.
Οι ακολουθίες της παραμονής είναι μα­κρύτερες από εκείνες της εόρτιας ημέρας. Κατά τη διάρκεια τους ακούμε βιβλικές διηγήσεις για τη Γέννηση πολύ λεπτομερέ­στερες από αυτές που θα ακούσουμε την επομένη. Με τον τρόπο αυτό, η Εκκλησία έχει ήδη βάλει ενώπιον μας ένα πανόραμα από τα περιστατικά της Γεννήσεως - κάθε λεπτομέρεια - έχει αναφερθεί ένας πλήρης πίνακας έχει δημιουργηθεί στη διάνοια μας. Τη μέρα των Χριστουγέννων, η Εκ­κλησία δεν επανέρχεται σε όσα έχει ήδη πει· υποτίθεται ότι τα γνωρίζουμε και τα έχουμε στοχαστεί. Οι ακολουθίες της εορ­τής είναι συντομότερες και στρέφουν την προσοχή μας σε κάποια μόνο σημεία, δί­νοντας μας την ευκαιρία να γευθούμε τους ως πνευματικούς καρπούς λόγους ζωής που ήδη γνωρίζουμε. Η 24η Δεκεμβρίου εί­ναι μια προετοιμασία, μια διδασκαλία, έ­να εγκώμιο που «υποδέχεται» το γεγονός. Η 25η είναι το πλήρωμα, η καρποφορία, το εγκώμιο που το επιστέφει.
Το πρωί της 24ης Δεκεμβρίου, οι «κανονι­κές Ώρες» μετονομάζονται σε «Βασιλικές» και τελούνται με ιδιαίτερη επισημότητα. Κά­θε Ώρα περιλαμβάνει, πέρα από τους ψαλ­μούς και τα τροπάρια, ένα ανάγνωσμα από την Παλαιά Διαθήκη, μια περικοπή από τον Απόστολο και μία από το Ευαγγέλιο.
Κατά την Πρώτη Ώρα διαβάζεται από­σπασμα από τον Προφήτη Μιχαία σχετικά με τη Βηθλεέμ, τη μικρή πόλη από την ο­ποία «εξελεύσεται ο άρχων του Ισραήλ».
Προφητείας Μιχαίου τὸ Ἀνάγνωσμα
(Κεφ. 5,1-3)
Tάδε λέγει Κύριος· Καὶ σὺ Βηθλεὲμ οἶκος τοῦ Ἐφραθᾶ μὴ ὀλιγοστὸς εἶ ἐν χιλιάσιν Ἰούδα· ἐκ σοῦ γάρ μοι ἐξελεύσεται τοῦ εἶναι εἰς ἄρχοντα ἐν τῷ Ἰσραὴλ, καὶ αἱ ἔξοδοι αὐτοῦ ἀπ' ἀρχῆς, ἐξ ἡμερῶν αἰῶνος. Διὰ τοῦτο δώσει αὐτοὺς ἕως καιροῦ τικτούσης, τέξεται· καὶ οἱ ἐπίλοιποι τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ ἐπιστρέψουσιν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ. Καὶ στήσεται, καὶ ὄψεται, καὶ ποιμανεῖ τὸ ποίμνιον αὐτοῦ ἐν ἰσχύϊ Κύριος, καὶ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ ὀνόματος Κυρίου τοῦ Θεοῦ αὐτοῦ ὑπάρξουσι· διότι νῦνμεγαλυνθήσονται ἕως ἄκρων τῆς γῆς.
Το αποστολικό ανάγνωσμα μας θυμίζει ό­τι «Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως πάλαι ὁ Θεὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς Προφήταις, ἐπ' ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν Υἱῷ» Το Ευαγγέλιο πε­ριγράφει την αμηχανία του Ιωσήφ και το αγγελικό μήνυμα που τον καθησύχασε.
Την Τρίτη Ώρα, ένα κείμενο του προφή­τη Βαρούχ διακηρύσσει ότι ο Θεός «ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη». Στο αποστολικό ανάγνωσμα ο Παύλος δηλώνει στους Γαλάτες ότι «ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν... Ἐλθούσης δὲ τῆς Πίστεως, οὐκ ἔτι ὑπὸ παιδαγωγὸν ἐσμεν... Ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε». Και η περικοπή του Ευαγγελίου διηγείται τη Γέννηση του Χριστού στη Βη­θλεέμ και την προσκύνηση των Ποιμένων.
Την Έκτη Ώρα. ο Προφήτης Ησαΐας προ­αναγγέλλει τη Γέννηση: «Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶλήψεται καὶ τέξεται υἱὸν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουὴλ. Βούτυρον καὶ μέλι φάγεται πρὶνἢ γνῶναι αὐτὸν  προελέσθαι πονηρὰ, ἐκλέξεται τὸ ἀγαθὸν». Η επιστολή του Αποστόλου για μια ακόμη φορά αναφέρεται στην υπεροχή του Ιησού επί των αγγέλων και μας προειδο­ποιεί πολύ σοβαρά: «πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας;Το Ευαγγέλιο διηγείται την πορεία και την προσκύνηση των Μάγων.
Την Ενάτη Ώρα, ακούμε τον Ησάία: «Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν,... καὶ καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ Μεγάλης βουλῆς Ἄγγελος, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος·...». Το αποστο­λικό ανάγνωσμα μας δίνει την αιτία της Γίνσαρκώσεως: «ὤφειλε κατὰ πάντα τοῖς ἀδελφοῖς ὁμοιωθῆναι, ἵνα ἐλεήμων, γένηται καὶ πιστὸς ἀρχιερεὺς τὰ πρὸς τὸν Θεόν, εἰς τὸ ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ. Ἐν ᾧ γὰρ πέπονθεν αὐτὸς πειρασθείς, δύναται τοῖςπειραζομένοις βοηθῆσαι.». Το Ευαγ­γέλιο από τον Ματθαίο διηγείται την ανα­χώρηση των Μάγων, τη φυγή στην Αίγυπτο και τη σφαγή των νηπίων.
Οι ύμνοι που πλαισιώνουν τόσο τις Ώρες, όσο και τον Εσπερινό είναι ήδη ύμνοι θριάμβου:
Δεῦτε ἀγαλλιασώμεθα τῷ Κυρίῳ, τὸ παρὸν μυστήριον ἐκδιηγούμενοι, τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ διαλέλυται, ἡ φλογίνη ῥομφαία τὰ νῶτα δίδωσι, καὶ τὰ Χερουβίμ παραχωρεῖ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς, κἀγὼ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς μεταλαμβάνω, οὗ προεξεβλήθην διὰ τῆς παρακοῆς. Ἡ γὰρ ἀπαράλλακτος εἰκὼν τοῦ Πατρός, ὁ χαρακτήρ τῆς ἀϊδιότητος αὐτοῦ, μορφὴν δούλου λαμβάνει, ἐξ ἀπειρογάμου Μητρὸς προελθών, οὐ τροπὴν ὑπομείνας· ὃ γὰρ ἦν διέμεινε, Θεὸς ὢν ἀληθινός· καὶ ὃ οὐκ ἦν προσέλαβεν, ἄνθρωπος γενόμενος διὰ φιλανθρωπίαν· αὐτῷ βοήσωμεν· ὁ τεχθεὶς ἐκ Παρθένου Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.
Ωστόσο, παρά τη χαρά που την διατρέ­χει, η παραμονή των Χριστουγέννων δεν χάνει τον χαρακτήρα της μετανοίας. Η νη­στεία της ημέρας αυτής θα πρέπει να τη­ρείται με τρόπο ιδιαίτερα προσεκτικό. Στη Ρωσία υπάρχει το έθιμο να νηστεύουν την 24η Δεκεμβρίου μέχρις ότου φανεί το πρώτο άστρο· μας θυμίζει έτσι και το ά­στρο που οδήγησε τους Μάγους στη Βη­θλεέμ αλλά και τον Χριστό που είναι το φως το αληθινό. Μακάρι αυτή η μέρα να είναι νηστεία και της καρδιάς μας: ας α­πέχουμε από κάθε σκέψη και κάθε λόγο κακό ή άχρηστο, ας περιμένουμε μέσα σε ατμόσφαιρα ησυχίας και συγκεντρώσεως τον Σωτήρα που έρχεται προς εμάς. Η νύ­χτα πέφτει. Σε λίγο θα φανεί το πρώτο ά­στρο, σηματοδοτώντας, κατά το ημερολό­γιο της Εκκλησίας μας, την αρχή της νέας μέρας και της μεγάλης εορτής των Χρι­στουγέννων. Μακάρι μαζί με το πρώτο αστέρι να ανατείλει για μας το φως του Κυρίου μας, κατά τα λόγια του αποστό­λου Πέτρου: «Και έχομεν βεβαιότερον τον προφητικόν λόγον, ώ καλώς ποιείται προσέχοντες ώς λύχνω φέγγοντι εν αύχμηρώ τόπω, εως ου ημέρα διαυγάση και φω­σφόρος άνατείλη εν ταΐς καρδίαις ημών».
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Εγεννήθη ο Χριστός ενός μοναχού της Ανατολής ( Lev Gillet, μετάφραση: Πολυξένη Τσαλίκη

από ιστολόγιο ΜΙΚΡΟ ΩΡΟΛΟΓΙΟ

Κυριακή, Δεκεμβρίου 19, 2021

"Προερτάσωμεν πιστοί"- π. Thomas Hopko


«Ἂς προεορτάσουμε λαοὶ τὰ Γενέθλια τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀφοῦ ὑψώσουμε τὸ νοῦ ἂς πᾶμε μὲ τὴ διάνοια στὴ Βηθλεὲμ καὶ ἂς δοῦμε μὲ τοὺς λογισμοὺς τῆς ψυχῆς τὴν Παρθένο ποὺ σπεύδει νὰ γεννήσει στὸ Σπήλαιο τὸν Κύριο τῶν ὅλων καὶ Θεό μας· Ἐκείνου, βλέποντας ὁ Ἰωσὴφ τὸ μέγεθος τῶν θαυμάτων, νόμιζε πὼς θεωροῦσε ἄνθρωπο νὰ σπαργανώνεται ὡς βρέφος· ἐννοοῦσε ὅμως ἀπὸ τὰ φαινόμενα πὼς εἶναι Θεὸς ἀληθινός, ποὺ παρέχει στὶς ψυχές μας τὸ μέγα ἔλεος».
«Ἂς προεορτάσουμε λαοὶ τὰ Γενέθλια του Χριστοῦ καὶ ἀφοῦ ὑψώσουμε τὸ νοῦ ἂς πᾶμε μὲ τὴ διάνοια στὴ Βηθλεὲμ καὶ ἂς δοῦμε τὸ μέγα μυστήριο ποὺ στὸ σπήλαιο συντελεῖται. Διότι ἄνοιξε ἡ Ἐδὲμ ἀφοῦ ὁ Θεὸς προβάλλει ἀπὸ Παρθένο Ἁγνή, παραμένοντας ὁ ἴδιος τέλειος καὶ στὴ θεότητα καὶ στὴν ἀνθρωπότητά Του. Ἂς κραυγάσουμε λοιπόν· Ἅγιος ὁ Θεός, ὁ Πατέρας ποὺ ἀρχὴ δὲν ἔχει, Ἅγιος Ἰσχυρός, ὁ Υἱὸς ποὺ σαρκώθηκε· Ἅγιος Ἀθάνατος, τὸ Πνεῦμα ποὺ τὴν παρηγοριὰ προσφέρει. Τριάδα Ἁγία, δόξα σὲ Σένα».
«Προεορτάσωμεν πιστοί! Ἀναχθῶμεν τὴ διάνοια! Ἐπάραντες τὸν νοῦν!». Αὐτὰ δὲν εἶναι ἁπλὰ ἐπιφωνήματα ἐνθουσιαστικῆς εὐλάβειας καὶ συναισθηματικῆς ἀφοσιώσεως γιὰ τοὺς λίγους παράξενους ἀνθρώπους ποὺ ἀρέσκονται σὲ τέτοιου εἴδους πράγματα. Εἶναι προτροπὲς καὶ ἐντολὲς ποὺ εἶναι οὐσιαστικὲς γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων ποὺ πρέπει νὰ τὶς προσέχουν καὶ νὰ ὑπακούουν σὰν νὰ ἐξαρτιόταν ἡ ζωή τους ἀπὸ αὐτές. Γιατί στ’ ἀλήθεια ἐξαρτᾶται.
Δημιουργηθήκαμε γιὰ νὰ δοξάζουμε τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν Ἴδιο τὸν Θεό. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος τῆς ὑπάρξεώς μας. Εἶναι ἡ οὐσία τῆς ζωῆς μας. Κάθε ἀνθρώπινη ἁμαρτία, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ «προπατορικοῦ ἁμαρτήματος», τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, εἶναι ἡ ἀποτυχία νὰ ἑορτάσουμε πρεπόντως αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς εἶναι καὶ κάνει, γιὰ χάρη ἐκείνων ποὺ ἔχουν πλασθεῖ κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή Του.
Ὁ ἁμαρτωλὸς ἑορτασμός, ὁ ὁποῖος σὲ τελευταία ἀνάλυση δὲν εἶναι καθόλου ἑορτασμὸς ἀλλὰ ἁπλὰ ἁμαρτία, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀποκλείει τὸν Θεὸ καὶ ἐπιχειρεῖ νὰ εὐχαριστηθεῖ μὲ κάτι ἄλλο παρὰ μὲ Αὐτὸν καὶ μὲ τὴν παρουσία καὶ τὴ δράση Του στὸν κόσμο. Μὲ ἄλλα λόγια, εἶναι ὁ ἑορτασμὸς τῶν δώρων τοῦ Θεοῦ χωρὶς ἀναφορὰ στὸ δωρεοδότη Θεό. Καὶ τὸ ἀναπόφευκτο ἀποτέλεσμά του, ἀπαραίτητα καὶ ὀργανικά, εἶναι τὸ ἀνικανοποίητο, ἡ θλίψη, ἡ μελαγχολία καὶ τελικὰ ὁ ἴδιος ὁ θάνατος.
Ἡ περίοδος τῶν Χριστουγέννων εἶναι μία περίοδος ἑορτασμοῦ, καιρὸς χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης. Ὅμως πολλοὶ ἄνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων καὶ πολλῶν ποὺ θεωροῦν τοὺς ἑαυτοὺς τους Χριστιανούς, εἶναι στερημένοι ἀπὸ τὸ χαρούμενο πνεῦμα τοῦ ἑορτασμοῦ. Βρίσκουν αὐτὴ τὴν περίοδο ἐκνευριστικὴ καὶ ὀνειρική, ἀπογοητευτικὴ καὶ καταπιεστική, καὶ παραδέχονται ἀκόμα, μερικὲς φορές, ὅτι εἶναι εὐχαριστημένοι ὅταν τελειώνει! Ὁ προφανὴς λόγος γι’ αὐτὸ εἶναι τὸ ὅτι ἑορτάζουν λανθασμένα. Μερικοὶ ἄνθρωποι δὲν ὑμνοῦν καθόλου τὸν Θεὸ καὶ τὶς δωρεές Του, ἰδιαίτερα μάλιστα, τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὑμνοῦν τὶς σαρκικὲς ἡδονὲς καὶ λαγνεῖες.
Μπορεῖ νὰ εἶναι πολὺ ἀστεῖοι, ὅμως ἡ αὐθεντικὴ χαρὰ τοὺς ξεφεύγει. Φτάνουν στὸ τέλος τῆς «θερινῆς περιόδου» ἐντελῶς ξεροψημένοι, ἐνῶ λαχταροῦν ἀκόμα περισσότερο, γιατί αὐτὸ ποὺ ἤδη ἔχουν, ὁ,τιδήποτε κι ἂν εἶναι, δὲν εἶναι σίγουρα ἀρκετό, καί, ἐν πάση περιπτώσει, τώρα τελείωσε καὶ πέρασε.
Ἄλλοι ἔρχονται στὴν ἑορταστικὴ περίοδο μὲ τὴ σταθερὴ πρόθεση νὰ ἑορτάσουν τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ, τὸν Σωτήρα. Εἶναι ὑπερσοβαροί. Σφίγγουν τὶς γροθιὲς καὶ τὰ δόντια τους, ἀποφασισμένοι νὰ τὸ «παίξουν» «θρησκευόμενοι» καὶ «πνευματικοί». Ἀλλὰ ὅταν τελειώσει ἡ περίοδος ἀπομένουν ἄδειοι καὶ νεκροὶ γιατί ξόδεψαν τὶς δυνάμεις τοὺς κοιτώντας τοὺς ἄλλους, καταδικάζοντας τὴν ἀνόητη συμπεριφορά τους, γενόμενοι ἔτσι δυστυχισμένοι ἐξαιτίας αὐτοῦ. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀντὶ νὰ γεμίσουν ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες χαρὲς τῆς περιόδου μὲ τὴ θεία Χάρη τοῦ Κυρίου, καταστρέφουν τὸν ἅγιο χρόνο γιὰ τοὺς ἴδιους, τὶς οἰκογένειες καὶ τοὺς φίλους τους, καταρώμενοι τὴν «ἐκκοσμίκευση» καὶ τὴν «ἐμπορευματοποίηση» ποὺ μολύνουν τὴν ἑορτή, ἀντὶ νὰ εὐλογοῦν τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἀπολαμβάνουν τὴν πανήγυρη γι’ αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ εἶναι. Ἐνῶ ἐπιπλήττουν τοὺς φίλους τους γιατί δὲν «κράτησαν τὸν Χριστὸ στὰ Χριστούγεννα», τὸν ἔχουν στὴν πραγματικότητα ἀποκλείσει ἀπὸ τὸ δικό τους ἑορτασμὸ μὲ τὴ φαρισαϊκὴ αὐτοδικαίωσή τους καὶ τὴν καταδίκη τῶν ἀδελφῶν τους γιὰ τοὺς ὁποίους ἦλθε καὶ πέθανε ὁ Χριστός, εἴτε τὸ γνωρίζουν εἴτε ὄχι.
Ἐορτάσωμεν πιστοί! Ὅμως ἂς ἑορτάσουμε ὀρθά. Ἂς πᾶμε στὴ Βηθλεὲμ καὶ ὄχι στὰ σπίτια τῶν ἄλλων. Ἂς ἀνυψώσουμε τὸ νοῦ μας πρὸς τὸν Κύριο καὶ ὄχι νὰ τὸν ἀφήσουμε νὰ περιπλανᾶται στὴ ζωὴ τοῦ πλησίον μας. Ἂς συγκεντρωθοῦμε στὸν Θεὸ καὶ ἂς ἀγαλλιάσουμε μέσα στὸ ἔλεος καὶ στὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸν κόσμο, ἀκόμα καὶ τὸν «ἐκκοσμικευμένο» καὶ «ἐμπορευματοποιημένο» κόσμο ὅπου βασιλεύει ὁ διάβολος. Ἂς μὴν καταστρέψουμε τὴν ἑορτὴ γιά μᾶς καὶ τοὺς ἀγαπημένους μας, ἐξαιτίας τοῦ τί οἱ ἄλλοι κάνουν ἢ δὲν κάνουν. Ἂς ἀγωνιστοῦμε νὰ κρατήσουμε τὸν «Χριστὸ στὰ Χριστούγεννα» πρῶτα ἀπ’ ὅλα γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας, κρατώντας τὸν Χριστὸ μέσα μας καὶ τοὺς ἑαυτούς μας στὸν Χριστό. Τότε τὰ Χριστούγεννα θὰ εἶναι ἡ θεόσδοτη γιορτὴ ποὺ πράγματι εἶναι, ἡ γιορτὴ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Θεοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ Του. Μόνο μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ ἑορτασμός μας θὰ εἶναι εὐάρεστος στὸν Κύριο, πλήρης γιά μᾶς καὶ ἐμπνευσμένος γιὰ τοὺς ἄλλους. Γιατί θὰ ἀποτελεῖ τότε μία ζωντανὴ μαρτυρία ἐκείνου ποὺ στ’ ἀλήθεια εἶναι μία γιορτὴ ὅταν εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς τὴν προόρισε νὰ εἶναι.
Ὁ κόσμος σήμερα χρειάζεται ἐπειγόντως θεῖο ἑορτασμό. Καὶ αὐτὸ κάνουν πολλοὶ Χριστιανοὶ καὶ Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες. Γιατί, ἐνῶ μερικοὶ διασκεδάζουν καὶ κάποιοι ἄλλοι τοὺς καταδικάζουν γιατί κάνουν ἔτσι, οὔτε οἱ μὲν οὔτε οἱ δὲ εἶναι πραγματικὰ εὐχαριστημένοι καὶ εἰρηνευμένοι. Γιατί κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἱκανοποιημένος χωρὶς τὴν παρουσία τοῦ ἐλεήμονος Θεοῦ ποὺ ἀγαπᾶ τὰ πλάσματά Του καὶ ἔρχεται νὰ θεραπεύσει καὶ νὰ συγχωρήσει τὴν ἀνοησία καὶ τὴν ἁμαρτία τους. Καὶ κανένας ἑορτασμὸς δὲν εἶναι ἀληθινὰ ἱκανοποιητικὸς χωρὶς τὴ σπλαχνικὴ παρουσία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
«Ἐλᾶτε ὅλοι, μὲ πίστη ἂς προεορτάσουμε τὰ Γενέθλια τοῦ Χριστοῦ καὶ νοερὰ τὸν ὕμνο προβάλλοντάς τον ὡς ἀστέρι, ἂς κραυγάσουμε μαζὶ μὲ τοὺς μάγους καὶ τοὺς ποιμένες δοξολογίες. Ἦλθε ἡ σωτηρία τῶν θνητῶν, ἀπὸ κοιλιὰ παρθενική, νὰ ξανακαλέσει τοὺς πιστούς».
«Κάθε ρύπο ἐμπάθειας ἀπορρίπτοντες ἐπάξια, χάρη στὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἂς ἀναλάβουμε γνώμη γεμάτη σύνεση, διότι ἔρχεται χωρὶς ρύπο κανένα, νὰ φορέσει τὴ σάρκα καὶ νὰ δωρίσει σὲ ὅλους θεία ἀναγέννηση διὰ τοῦ πνεύματος».
«Κοιτάζοντας τὸν Χριστὸ ποὺ ταπεινώνεται ἂς ὑψωθοῦμε, ἀπὸ πάθη ποὺ κάτω μᾶς κυλοῦν. Μὲ ζῆλο καλὸ ἂς μάθουμε ἀπὸ τὴν πίστη νὰ μὴ φρονοῦμε ὑψηλὰ κι ἂς ταπεινωθοῦμε πνευματικὰ ἔτσι, ὥστε μὲ τὰ ὑψηλὰ ἔργα μας νὰ ἐξυψώσουμε Αὐτὸν ποὺ γεννιέται».
Ἀπό τό βιβλίο:«Χειμωνιάτικη Πασχαλιά» ,
ἔκδ. Ἀκρίτας
 imaik.gr


Σάββατο, Δεκεμβρίου 18, 2021

Κατανυκτική Ειρήνη και ανεκλάλητη Χαρά!






     Τότε ποὺ ἤμουνα σὲ μικρὴ ἡλικία, περνοῦσα μὲ τοὺς δικούς μου τὶς γιορτὲς ἀπάνω σ’ ἕνα θαλασσοδαρμένο βουνό, τὴν Ἁγιά–Παρασκευή.
     Τὶς περισσότερες ὧρες πήγαινα καὶ καθόμουνα μέσα στὴ μικρὴ εὐωδιασμένη ἐκκλησιά, ὄχι μοναχὰ κατὰ τὶς ἀκολουθίες, ἀλλὰ καὶ τὴν ὥρα ποὺ δὲν ἤτανε μέσα κανένας ἄλλος, παρεκτὸς ἀπὸ μένα. Διάβαζα τ’ ἀρχαῖα τροπάρια, καὶ βρισκόμουνα σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴ μεταδώσω στὸν ἄλλον. Πρὸ πάντων ὁ ἰαμβικὸς Κανόνας «Ἔσωσε λαόν», μὲ κεῖνες τὶς παράξενες καὶ μυστηριώδεις λέξεις, μ’ ἔκανε νὰ θαρρῶ πὼς βρίσκουμαι στὶς πρῶτες μέρες τῆς Δημιουργίας, ὅπως ἤτανε πρωτόγονη ἡ φύση ποὺ μ’ ἔζωνε, ὁ θεόρατος βράχος ποὺ κρεμότανε ἀπάνω ἀπὸ τὴ μικρὴ ἐκκλησιά, ἡ θάλασσα, τ’ ἄγρια δέντρα καὶ τὰ χορτάρια, οἱ καθαρὲς πέτρες, τὰ ρημονήσια ποὺ φαινότανε πέρα στὸ πέλαγο, ὁ παγωμένος βοριᾶς ποὺ φυσοῦσε κ’ ἔκανε νὰ φαίνουνται ὅλα κατακάθαρα, τ’ ἀρνιὰ ποὺ βελάζανε, οἱ τσομπάνηδες ντυμένοι μὲ προβιές, τ’ ἄστρα ποὺ λάμπανε σὰν παγωμένες δροσοσταλίδες τὴ νύχτα!
     Ὅλα τά ’βλεπα μέσ’ ἀπὸ τοὺς χριστουγεννιάτικους ὕμνους, μέσ’ ἀπὸ τὰ ἰαμβικὰ ἐκεῖνα ἀποκαλυπτικὰ λόγια, σὰν καὶ τοῦτα:

     «Ἄγων ἅπαντας πρὸς σέλας ζωηφόρον,
     Θεὸς πεφυκὼς ἐκ πηλῶν ἀνηλίων…»

     «Ἐξ ὕψους ὁ αἰνετὸς κατασκίου δασέος…»

     «Ἥκεις πλανῆτιν πρὸς νομὴν ἐπιστρέφων
     τὴν ἀνθοποιὸν ἐξ ἐρημαίων λόφων…»

     Αὐτοὶ οἱ «ἐρημαῖοι λόφοι», σὰν τὸ βουνὸ ποὺ ζοῦσα ἀπάνω του, τί μυστικὸν ἀντίλαλο εἴχανε μέσα στὴν ψυχή μου! Ὤ, τί εἶναι αὐτὴ ἡ γλῶσσα! Λόγια εἶναι αὐτά, ἢ ἀντιφεγγίσματα ἀπὸ ἕναν ἄλλον κόσμο, γεμάτον ἀπὸ τὴ μυστικὴ φωτοχυσία τῆς ἀθανασίας!

     «Ἔδειξεν ἀστὴρ τὸν πρὸ ἡλίου Λόγον,
     ἐλθόντα παῦσαι τὴν ἁμαρτίαν μάγοις,
     σαφῶς πενιχρόν, εἰς σπέος τὸν συμπαθῆ.
     σε σπαργάνοις ἑλικτόν· ὃν γεγηθότες
     ἴδον τὸν αὐτὸν καὶ βροτὸν καὶ Κύριον».

     Πῶς νὰ τὰ μεταφράσω αὐτὰ τ’ ἀμετάφραστα; Οἱ ἴδιες οἱ λέξεις ἔχουνε τὴν μαγικὴ δύναμη, ὄχι μόνο τὸ νόημά τους.

     «Νεῦσον πρὸς ὕμνους οἰκετῶν, εὐεργέτα,
     ἐχθροῦ ταπεινῶν τὴν ἐπῃρμένην ὀφρύν·
     φέρων τε, παντεπόπτα, τῆς ἁμαρτίας
     ὕπερθεν, ἀκλόνητον ἐστηριγμένους,
     μάκαρ, μελῳδοὺς τῇ βάσει τῆς πίστεως».

     Δηλαδή: «Δέξου, στῆσε τὸ αὐτί σου στοὺς ὕμνους ποὺ ψέλνουμε ἐμεῖς οἱ δοῦλοι σου, ὦ εὐεργέτη, καὶ ταπείνωσε τὸ ἀνασηκωμένο φρύδι τοῦ ἐχθροῦ (τὴν ἀλαζονεία τοῦ διαβόλου), ὑψώνοντας, Ἐσὺ ποὺ τὰ βλέπεις ὅλα, ἐμᾶς τοὺς ὑμνωδούς σου, ἀπάνω ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, στηριγμένους ἀκλόνητα στ’ ἀσάλευτο θεμέλιο τῆς πίστεως».

     «Θεὸς ὢν εἰρήνης, Πατὴρ οἰκτιρμῶν,
     τῆς μεγάλης βουλῆς σου τὸν ἄγγελον,
     εἰρήνην παρεχόμενον, ἀπέστειλας ἡμῖν.
     Ὅθεν, θεογνωσίας πρὸς φῶς ὁδηγηθέντες,
     ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζοντες, δοξολογοῦμέν σε, φιλάνθρωπε».

     Δηλαδή: «Ἐσὺ ποὺ εἶσαι Θεὸς τῆς εἰρήνης, Πατέρας πονετικός, ἔστειλες σὲ μᾶς τὸν μαντατοφόρο τῆς μεγάλης βουλῆς σου (νὰ σώσεις τὸν κόσμο), καὶ τὸν εἰρηνοδότη. Κ’ ἐμεῖς, λοιπόν, ὁδηγημένοι στὸ φῶς τῆς θεογνωσίας, ἀγρυπνούμε τὴ νύχτα καὶ σὲ δοξολογοῦμε, φιλάνθρωπε».

     Τὸ παρακάτω τροπάρι θαρρεῖ κανένας πὼς γράφτηκε γιὰ τὴ σημερινὴ κατάσταση:

     «Τὴν ἀγριωπόν, ἀκρατῶς γαυρουμένην,
     ἄσεμνα βακχεύουσαν ἐξοιστρουμένου
     κόσμου καθεῖλες πανσθενῶς ἁμαρτίαν·
     οὓς εἵλκυσε πρίν, σήμερον τῶν ἀρκύων
     σώζεις δέ, σαρκωθεὶς ἑκών, εὐεργέτα».

     Δηλαδή: «Τὴν ἀγριωπὴ ἁμαρτία τοῦ ἀφηνιασμένου κόσμου, ποὺ ἤτανε γεμάτη περηφάνεια καὶ τρελλαμένη ἀπὸ τὸν οἶστρο τῆς ἀκολασίας, τὴν ἐγκρέμισες ὁλότελα. Καὶ ’κείνους ποὺ τράβηξε πρὶν (ἡ ἁμαρτία), τοὺς σώσεις σήμερα ἀπὸ τὶς παγίδες της, παίρνοντας σάρκα, ὦ εὐεργέτη!».

     Ἀλίμονο! Ὁ Χριστὸς κατάργησε τὴν προπατορικὴ ἀμαρτία, ποὺ εἶχε κάνει τὸν κόσμο ἄγριο καὶ τρελλὸν ἀπὸ τὴν σαρκικὴ ἀκολασία, ἀνοίγοντας τὴ θύρα τῆς λύτρωσης σὲ ὅσους θέλουνε νὰ σωθοῦνε. Μὰ γιὰ κείνους ποὺ δὲν ἀκοῦνε τὰ λόγια του καὶ δὲν νοιάζουνται γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς τους, ἡ θύρα αὐτὴ τῆς εὐσπλαχνίας εἶναι κι’ ἀπομένει κλειστὴ στὸν αἰώνα.
     Σήμερα ὁ κόσμος εἶναι πάλι «ἐξοιστρημένος» καὶ βουτηγμένος μέσα στὴν «ἀγριωπόν, ἀκρατῶς γαυρουμένην, καὶ ἄσεμνα βακχεύουσαν ἁμαρτίαν», ὅπως ἤτανε τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκε ὁ Κύριος καὶ Λυτρωτής μας, κι’ ἀκόμα περισσότερο.
     Γι’ αὐτό, εἶναι καλότυχοι ὅσοι ἔχουνε μέσα στὴν καρδιά τους τὸν Χριστό. Καλότυχοι ὅσοι κόψανε κάθε ἐλπίδα ἀπὸ τοῦτον τὸν «ἀγριωπὸν» καὶ κατάμαυρον κόσμο, καὶ πήγανε κοντὰ στὸν Χριστὸ ποὺ κείτεται στὴ φάτνη, μαζὶ μὲ τὸ ἀθῶο βόδι καὶ τὸ ἥμερο γαϊδουράκι. Σ’ αὐτοὺς τοὺς λίγους καὶ τοὺς καταφρονεμένους δόθηκε ἡ βασιλεία.
     Λοιπόν, ἂς εὐχαριστήσουνε τὸν Κύριο μὲ χαροποιὰ δάκρυα, κι’ ἂς ψάλλουνε μὲ γλυκόφωνα στόματα τὸν ἐπινίκειον ὕμνο:

     «Ἔθνη τὰ πρόσθεν τῇ φθορᾷ βεβυσμένα,
     ὄλεθρον ἄρδην δυσμενοῦς πεφευγότα,
     ὑψοῦτε χεῖρας σὺν κρότοις ἐφυμνίοις,
     μόνον σέβοντα Χριστὸν ὡς εὐεργέτην
     ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς συμπαθῶς ἀφιγμένον».

     Δηλαδή: «Ὦ ἔθνη, ποὺ εἴσαστε πρὶν βουτηγμένα στὴ φθορὰ καὶ στὸν θάνατο, καὶ ποὺ ξεφύγατε ὁλότελα ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τοῦ πονηροῦ διαβόλου, ὑψώσετε τὰ χέρια σας μὲ χαρὰ καὶ μὲ ἀγαλλίαση, λατρεύοντας μοναχὰ τὸν Χριστό, τὸν εὐεργέτη σας, ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο μας ἀπὸ συμπόνεση, γιὰ νὰ μᾶς σώσει». 

κυρ-Φώτης Κόντογλου