Σάββατο, Μαρτίου 07, 2009
"Άγια και πεθαμένα..."
Απόσπασμα από το επίκαιρο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη , "Άγια και πεθαμένα":
"...Ήτο Παρασκευή της Α΄ εβδομάδος των Νηστειών, η προτεραία του Αγίου Θεοδώρου. Την πρωίαν εκείνην, εις την λειτουργίαν των Προηγιασμένων, προσεφέρετο αφθονία κολλύβων εις τους ναούς.
Τα προσφερόμενα κόλλυβα ήσαν όχι μόνον «πεθαμένα κόλλυβα», εις μνήμην των νεκρών, αλλά και εορτάσιμα κόλλυβα, προς τιμήν του Αγίου Θεοδώρου. Ψυχοσάββατον δεν είναι η ημέρα, αλλά μόνον Σάββατον σαρακοστιανόν, καθ’ όλα δε τα Σάββατα εν γένει γίνονται μνείαι των νεκρών μετά κολλύβων. Προσέτι, δεν είναι μνήμη «των Αγίων Θεοδώρων», αλλά μόνον του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος, και όχι πάλιν η μνήμη αυτού, ήτις τελείται κατά την 17 Φεβρουαρίου, όπως η του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτου τη 8 του αυτού, αλλά μόνον «Ανάμνησις του διά κολλύβων γενομένου θαύματος παρά του Αγίου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος», ότε ο ασεβής τύραννος Ιουλιανός ο Παραβάτης ηθέλησε να μολύνει τους χριστιανούς, κατά την πρώτην εβδομάδα των Νηστειών, διά των ειδωλοθύτων, εμφανισθείς δε ο Άγιος εις τον επίσκοπον παρήγγειλε να δώσει κόλλυβα εις τους πιστούς να φάγουν, εξηγήσας άμα τι είναι τα κόλλυβα.
Εις τας μνήμας όλων των Αγίων προσφέρονται κόλλυβα τιμητικά, εορτάσιμα, εξαιρέτως δε κατά την εορτήν ταύτην του Αγίου Θεοδώρου, εις ανάμνησιν του θαύματος. Τα κόλλυβα δε ταύτα του Αγίου Θεοδώρου είχον και θαυματουργόν ιδιότητα διά τας κόρας του λαού.
Εάν είχε πίστιν εις τον Θεόν και ευλάβειαν εις τον Άγιον, ήρκει πάσα κόρη να λάβει μίαν δράκα εξ αυτών των αγίων κολλύβων και την νύκτα της Παρασκευής προς το Σάββατον να τα βάλει υποκάτω εις το προσκέφαλόν της, διά να ίδει καθ’ ύπνον ολοφάνερα τον μέλλοντα ευτυχή σύζυγόν της.
Εβασίζετο η δοξασία επί της παραδόσεως… Ο άγιος Μάρτυς Θεόδωρος εθεωρείτο ανέκαθεν ως ο ευρετής των απολωλότων και ο αποκαλυπτής των κρυφίων. Διηγούνται τα συναξάρια πώς είς άρχων είχε χάσει τον δούλον του, πώς προσήλθεν ικετεύων εις τον ναόν του Μάρτυρος, ο δε Άγιος συνέβη να λείπει την νύκτα εκείνην, διότι είχεν υπάγει, μεθ’ όλων των ταγμάτων των Αθλοφόρων, εις προϋπάντησιν της ψυχής του οσίου Ιωσήφ του υμνογράφου (ούτος είναι ο ποιητής του κατά τας ημέρας ταύτας ηχούντος εν τοις ναοίς «Χριστού βίβλον έμψυχον»), εξ ευγνωμοσύνης, διότι είχε τιμήσει δι’ ύμνων και εγκωμίων όλους τους Μάρτυρας∙ πώς την άλλην ημέραν επέστρεψεν ο Άγιος Θεόδωρος και αφού εξήγησε τον λόγον της απουσίας του και της βραδύτητος, απεκάλυψεν εις τον αιτούντα πού ευρίσκετο ο εξαφανισθείς δούλος.
Η θεια-Ζήσαινα είχεν υπάγει το πρωί εκείνο, σύνταχα, εις τον ναόν των Τριών Ιεραρχών. Μετά τον Όρθρον και τας Ώρας, ήρχισεν η θεία λειτουργία των Προηγιασμένων. Εις την απόλυσιν εψάλη το τροπάριον και το κοντάκιον του αγίου Θεοδώρου και το «Τη πρεσβεία Κύριε», ο δε ιερεύς ελθών εις το προσκυνητάριον μετά θυμιατού ήρχισε να απαγγέλλει την ωραίαν και μεγαλοπρεπή ευχήν των εορτασίμων κολλύβων:
«Ο πάντα τελεσφορήσας τω λόγω σου, Κύριε, και κελεύσας τη γη παντοδαπούς εκφύειν καρπούς εις απόλαυσιν και τροφήν ημετέραν, ο τοις σπέρμασι τους Τρεις Παίδας και Δανιήλ των εν Βαβυλώνι αβροδιαίτων λαμπροτέρους αναδείξας, αυτός, πανάγαθε Βασιλεύ, και τα σπέρματα ταύτα συν τοις διαφόροις καρποίς ευλόγησον και τους εξ αυτών μεταλαμβάνοντας πιστούς δούλους σου αγίασον∙ ότι εις δόξαν σην, Κύριε, και εις τιμήν και μνήμην του αγίου και ενδόξου μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου του Τήρωνος, ταύτα προετέθησαν παρά των σων δούλων και εις μνημόσυνον των εν ευσεβεία και πίστει τελειωθέντων».
Απήγγελλεν ακόμη ο παπα-Ζαχαρίας την ευχήν και δεν είχεν αρχίσει ακόμη το «Μετά πνευμάτων δικαίων», διά να διαβασθούν και τα άλλα κόλλυβα, τα νεκρώσιμα, τα οποία ευρίσκοντο ολόγυρα, υπό την εικόνα του Χριστού, δεξιά, επί των βαθμίδων του τέμπλου, και τα ξυπόλυτα παιδιά του δρόμου και τα αχτένιστα και άνιφτα φτωχοκόριτσα της ενορίας είχον συσπειρωθεί τριγύρω εις τας βαθμίδας και εθορύβουν και ησθάνοντο ακάθεκτον ορμήν ν’ αρπάσωσι κόλλυβα. Μίαν ζεμπίλαν αρκετά μεγάλην εκράτει εις την χείρα ο κυρ Προκόπης, ο επίτροπος, και την άλλην τεραστίαν ζεμπίλαν ο μπαρμπα-Δημητρός, πρώην επίτροπος, νυν νεωκόρος, όστις εφώναζε κι εχειρονόμει, προσπαθών να κατασιγάσει το απειθάρχητον και αχαλίνωτον στίφος των παιδίων.
-Ήσυχα, βρε παιδιά, εψιθύριζε μαλακά ο κυρ Προκόπης. Όλοι θα πάρετε.
-Θα ησυχάσετε, βρε σεις, κλήρες; έκραζεν ο μπαρμπα-Δημητρός. Θα σπάσετε τα ξένα πιάτα, κακό χρόν’ να ’χετε! Μη χύνετε τα κόλλυβα κάτω, φωτιά να σας κάψει!… Ήσυχα… σταθείτε… δε θα πάρει κανένας εδώ… Θα κάμετε τις πλάκες της εκκλησιάς σαν τα μούτρα σας… βρε, πανούκλες! όξου! όξου!
-Όξου! έκραξε κι ο κυρ Προκόπης ο επίτροπος∙ όξου θα μοιρασθούν.
Ο μπαρμπα-Δημητρός έκυπτεν εν αγωνία κι επάσχιζε ν’ αδειάσει τα πιάτα δύο δύο εις την ζεμπίλαν και οι πανούκλες έπεφταν με τα μούτρα κι άρπαζαν με τες φούχτες των κι εγέμιζαν τους κόλπους των υποκαμίσων των, προέχοντας ως πανιά τα οποία ο άνεμος φουσκώνει.
-Κακό μπουρίνι αυτό, μπαρμπα-Δημητρό, είπεν ο Γιάννης ο Ντάτσος, κύψας και αυτός ν’ αρπάσει μίαν φούχταν κόλλυβα από την μεγάλην ζεμπίλαν.
-Μπουρίνι, καλά λες, Γιάννη, είπεν ο γερο-Δημητρός, συλλαβών την χείρα του Γιάννη και πιέζων αυτήν σφιχτά μέσα εις την ζεμπίλαν, διά ν’ αφήσει τα κόλλυβα. Καλά το παρομοίασες. Σαν τη βάρκα που θα πέσει μέσα αέρας δυνατός και σαστίζει κανείς, τη σκότα να μαζέψει, το τιμόνι να μαντζαριστεί ή το κουπί να δουλέψει.
Κι ενώ ηγωνίζετο ν’ αποκρούσει την έφοδον του Γιάννη, από το άλλο μέρος τα παλιόπαιδα και τα φτωχοκόριτσα άρπαζαν ολόκληρα πιάτα κι εγέμιζαν τους κόλπους των ή τας ποδιάς των.
-Όξου! όξου! εφώναξε πάλιν ο κυρ Προκόπης, συλλαβών δύο μάγκας από το αυτί.
Ωφεληθείς από τον αντιπερισπασμόν, ο Αποστόλης ο Κακόμης, του ήρπασεν από την χείρα το δεύτερον ζεμπίλι, το μικρότερον, τάχα διά να τον ξελαφρώσει.
-Εγώ τα μοιράζω, κυρ-Προκόπη, έκραξεν, εγώ∙ ησύχασε του λόγου σου.
Τριγύρω εις το προσκυνητάρι, αφού ετελείωσεν η ευχή των κολλύβων των προς τιμήν του Αγίου, οι παπάδες έδωκαν από μίαν φούχταν κόλλυβα εις πολλές ενορίτισσες, οπού έκαμναν καρτέρι εκεί, θέλουσαι να λάβωσι κόλλυβα κατ’ απαίτησιν των θυγατέρων των ή των νεανίδων αδελφών των, όσαι επεθύμουν να ίδωσι την μοίραν των διά της θαυματουργού δυνάμεως των κολλύβων. Έτρεξαν εκεί και μάγκες και παλιοκόριτσα, αλλ’ ο παπα-Νικόλας, αφού έδωκεν ανά έν απλόχερον εις όσας επρόφτασαν και εκενώθη η μία σουπιέρα, έλαβε την άλλην σουπιέραν και την απεκόμισεν εις το ιερόν βήμα, με σκοπόν να στείλει κατ’ οίκους και εις άλλας ενορίτιδας.
Εν τω μεταξύ, η τεραστία ζεμπίλα, διά χειρών του μπαρμπα-Δημητρού, μετά πολλούς ωθισμούς και ελκυσμούς, έφθασεν αισίως έξω εις την υψηλήν πεζούλαν του νάρθηκος, όπου ο ορμαθός των παιδίων εκρεμάσθη τριγύρω εις την βράκαν του μπαρμπα-Δημητρού, ενώ η άλλη, η μικρή ζεμπίλα του Κακόμη, είχε ναυαγήσει εις τον μισόν δρόμον και διεσπάρησαν τα κόλλυβα εδώ κι εκεί εις τα μάρμαρα και εις το έδαφος της γης, κι έπεφταν με τα μούτρα τα παιδιά εν αλαλαγμώ και τα άρπαζαν. Μία πρώιμη κλώσσα με τα πουλάκια της και άλλαι παχείαι όρνιθες, ημίσεια δωδεκάς (όλαι αι όρνιθες της γειτονιάς ήσαν παχείαι, χάρις εις τα κόλλυβα), έτρεξαν κι έπεσαν εις τα κόλλυβα, έψαχναν, έφευγαν με φόβον και με αποκοτιάν, κι εγύριζαν, κι έτρωγαν με κλωγμούς και κικκαβισμούς δυσπίστους.
Και το σμήνος των παιδίων γύρω εις την βράκαν του Δημητρού εβόμβει κι έκαμνε φοβερόν θόρυβον, και δεν έπαυε ν’ ακούεται η κραυγή:
-Δω μ’ κι εμένα μπάρμπα!
-Κι εμένα μπάρμπα!
-Τώρα πήρες εσύ!
-Εγώ δεν επήρα!
-Κι εγώ δεν επήρα!
Το παιδίον εδείκνυεν αφελώς τας χείρας του κενάς, πλην ο κόρφος εφούσκωνε∙ και το άλλο παιδίον, με το στόμα πλήρες, έκαμνεν όρκον ότι δεν επήρε.
Πολλοί άνδρες, εξελθόντες από τα μαγαζεία, πτωχαί γυναίκες, βαστούσαι νήπια εις τας ωλένας, ήλθον, κι έτεινον τας χείρας διά τα κόλλυβα.
Κι έλεγον:
-Θεός σχωρέσ’ ! Θεός σχωρέσει!
-Δω μ’ κι εμένα, μπάρμπα.
-Εγώ δεν επήρα!
-Μα το ναι και μα το ο;
-Μα το ψέμα π’ σε γελώ.
Το νέφος των παιδίων έβρεμεν ακόμη γύρω εις την ζεμπίλαν του μπαρμπα-Δημητρού, όταν εξήλθεν από τον ναόν η θεια-Ζήσαινα, διά να ζητήσει και αυτή ολίγα κόλλυβα πεθαμένα, διά να σχωρέσει. Εκείνα τα οποία της είχε δώσει, από τα κόλλυβα τα πανηγυρικά, ο παπα-Νικόλας, τα είχε δέσει καλά εις την μίαν άκρην της μεγάλης μανδήλας της. Είτα είχεν υπάγει προς το μέρος του τέμπλου, κι εκεί ευρέθη μία φίλη της κρατούσα έν πιάτον μισογεμάτον κόλλυβα. Της έδωκε κι εκείνη μίαν φούχταν..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου