Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ο ιερός Χρυσόστομος, από τους πιο γνωστούς αγίους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, γεννήθηκε στην Αντιόχεια το 354, από γονείς ευσεβείς. Πατέρας του ήταν ο αρχιστράτηγος Σεκούνδος και μητέρα του η Ανθούσα. Πολύ νωρίς έμεινε ορφανός από πατέρα και η μητέρα του φρόντισε να τον αναθρέψη με τα ιερά νάματα του Ευαγγελίου. Σπούδασε στην Αντιόχεια ρητορική και φιλοσοφία. Σε ηλικία 18 ετών βαπτίσθηκε και σπούδασε τρία χρόνια στην Θεολογική Σχολή της Αντιόχειας. Μετά την κοίμηση της μητέρας του αποσύρθηκε στην έρημο, όπου παρέμεινε για έξι χρόνια. Τα πρώτα τέσσερα χρόνια της ασκητικής του ζωής τα πέρασε κοντά σε ένα γέροντα ασκητή και τα δύο επόμενα έμεινε μόνος του σε μια σπηλιά. Ο βιογράφος του, ο Ελενοπόλεως Παλλάδιος, γράφει: “Τον περισσότερο καιρό τον πέρασε χωρίς ύπνο, μαθαίνοντας την Αγία Γραφή. Δεν ξάπλωσε να κοιμηθή κατά το διάστημα των δύο ετών, ούτε νύκτα, ούτε ημέρα”. Ο κλονισμός της υγείας του από την υπερβολική άσκηση τον αναγκάζει να επανέλθη στην Αντιόχεια, όπου το 381, χειροτονείται Διάκονος και Πρεσβύτερος. Ως Πρεσβύτερος υπηρέτησε στην Αντιόχεια μέχρι το 397, έτος κατά το οποίο εκλέχθηκε και χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Από το “μετερίζι” αυτό διεξήγαγε μεγάλους αγώνες εναντίον των ειδωλολατρών, αλλά και των αιρετικών, που διασπούσαν την ενότητα της Εκκλησίας. Οργάνωσε την φιλανθρωπία καθώς και την ιεραποστολή στην Γοτθία, την Σκυθία, την Περσία και την Φοινίκη. Σταθερός και αταλάντευτος καθώς ήταν στην πίστη και στον αγώνα εναντίον της αμαρτίας και της κάθε είδους αδικίας, εξορίσθηκε τρεις φορές και τελικά εκοιμήθη εξόριστος στην Κουκουσό της Αρμενίας στις 14 Σεπτεμβρίου του 407. Η μνήμη του λόγω της ημέρας της εορτής του Σταυρού, που ισοδυναμεί με την Μ. Παρασκευή, μετετέθη στις 13 Νοεμβρίου, για να πανηγυρίζεται λαμπρά και χαρμόσυνα.Τα έργα του είναι διαχρονικά, γιατί είναι θεόπνευστα. Όταν τα μελετά κανείς, νομίζει ότι έχει μπροστά του έναν συγγραφέα σύγχρονο και πολύ επίκαιρο. Είναι άριστος ερμηνευτής της Αγίας Γραφής, η οποία ερμηνεύεται όχι από οιονδήποτε, αλλά από τους θεοπνεύστους αγίους Πατέρας της Εκκλησίας, οι οποίοι ως κεκαθαρμένοι και “πεπληρωμένοι των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος” είναι οι αλάνθαστοι ερμηνευτές των Αγίων Γραφών. Ο ιερός υμνογράφος τον χαρακτηρίζει “χρυσύλατον σάλπιγγα και θεόπνευστον όργανον, νουν ουράνιον και βυθόν της σοφίας”.Για τον χρυσορρήμονα άγιον μπορεί κανείς να ομιλή ώρες πολλές ή να γράψη ολόκληρους τόμους. Στο σύντομο αυτό άρθρο θα τονίσουμε τρία μόνο σημεία, τα οποία έχουν σχέση με την εκρηκτική και μεγαλειώδη αυτή προσωπικότητα:Πρώτον, υπήρξε μεγάλος θεολόγος, αλλά και αληθινός ποιμένας. Όπως τονίζει ο Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, “εποίμαινε θεολογών και θεολογούσε ποιμαίνων”. Από πολλούς χαρακτηρίζεται κοινωνικός, επειδή ασχολήθηκε με τους ανθρώπους και τα κοινωνικά προβλήματα. Ήταν πράγματι κοινωνικός, ακριβώς επειδή ήταν νηπτικός και ασκητικός. Ήταν ο αδιαλείπτως προσευχόμενος. Οι λόγοι του και τα κηρύγματά του είχαν ζωντάνια και αμεσότητα και εύρισκαν μεγάλη απήχηση, γιατί αγαπούσε αληθινά τον λαό και ένδιαφερόταν γι’ αυτόν. Για την πνευματική του προκοπή, αλλά και για τις υλικές του ανάγκες, αφού ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματική ύπαρξη. Επεδίωκε όμως και να θεραπεύη από τα σωματικά και ψυχικά πάθη. Για παράδειγμα, ομιλώντας για την φιλαργυρία προτρέπει τους πλουσίους να μη κρατούν τα αγαθά του Θεού μόνο για τον εαυτό τους, αλλά να βοηθούν και τους πτωχούς. Δεν μένει όμως εκεί, προχωρεί βαθύτερα προσπαθώντας να θεραπεύση και τους μεν και τους δε από το φοβερό αυτό πάθος, γιατί υπάρχουν και πτωχοί που είναι φιλάργυροι, όπως και πλούσιοι που δεν είναι.Δεύτερον, Είχε ως κέντρο της ζωής του την λατρευτική ζωή και σε αυτή την προοπτική αγωνιζόταν να εντάξη το “λογικό του ποίμνιο”. Δίνει μεγάλη σημασία στην Λατρείαν γιατί πιστεύει ότι, όταν μετέχουμε της Θ. Λειτουργίας και κοινωνούμε των αχράντων Μυστηρίων, μετέχουμε στο πασχαλινό Δείπνο μαζί με τους μαθητές του Χριστού και τρώγουμε από τον ίδιο άρτο και πίνουμε από το ίδιο ποτήριο και όσων οι καρδιές, σε κάθε εποχή και σε κάθε τόπο, καίγονται από την αγάπη του Χριστού, τον γνωρίζουν, όπως τον γνώρισαν οι μαθητές “εν τη κλάσει του άρτου”. Η θεία Λειτουργία που συνέγραψε είναι η πιο γνωστή αφού τελείται σχεδόν όλο τον χρόνο. Βέβαια, στο πέρασμα των αιώνων υπέστη κάποιες αλλαγές στην μορμή και κάποιες προσθήκες, όμως οι ευχές είναι οι ίδιες, όπως τις απήγγελλε ο ίδιος ως Αρχιεπίσκοπος Κωσταντινουπόλεως. Φρόντισε να επανδρώση τα ιερά Θυσιαστήρια με αξίους Ιερείς, οι δε λόγοι του “περί Ιερωσύνης” είναι ανεπανάληπτοι και αξίζει να μελετηθούν από όλους τους πιστούς, Κληρικούς Λαϊκούς. Τρίτον, αυτό που τον απασχολεί και τον συνέχει κυριολεκτικά είναι η πνευματική προκοπή του ποιμνίου του, καθώς και η δόξα του Τριαδικού Θεού και της Αγίας Του Εκκλησίας. Δόξα για τον εαυτό δεν λαμβάνει, γιατί δεν τον θεωρεί άξιο τιμής. Άλλωστε το θεωρεί αποστασία και αμαρτία. Και δεν μπορούσε να γίνη διαφορετικά, αφού ήταν στο έπακρο ταπεινός και με την συμπεριφορά του διδάσκει και υποδεικνύει σε όλους μας το ύψος της ταπεινοφροσύνης. “Η του στόματός σου καθάπερ πυρσός εκλάμψασα χάρις την οικουμένην εφώτισεν, αφιλαργυρίας τω κόσμω θησαυρούς εναπέθετο, το ύψος ημίν της ταπεινοφροσύνης υπέδειξεν”.Ο “χρυσούς την γλώτταν και την καρδίαν” άγιος Ιωάννης, με την ζωή και τους λόγους του μας προτρέπει να αγαπήσουμε την προσευχή και την λατρευτική ζωή, ούτως ώστε να “καίγεται” και η δική μας καρδία από την αγάπη του Χριστού, για να αξιωθούμε και εμείς να Τον γνωρίσουμε “εν τη κλάσει του άρτου”.
Από τους μεγαλύτερους αγίους μας. Νομίζω πως δεν "έγραψε τη¨Θεία Λειτουργία, όπως λέει το κείμενο, αλλά κάποιες από τις ευχές της Λειτουργίας των Πιστών (σίγουρα αυτή του χερουβικού ύμνου). Να συμπληρώσω πως και στη Δύση (ΡΚ) την αυτή Θ.Λειτουργία χρησιμοποιούν και ο Ιωάννης θεωρείται "Doctor of the Faith".
ΑπάντησηΔιαγραφή